5/2/19

Η Αγία Αγάθη η Μάρτυς


Η Αγία Μάρτυς Αγάθη καταγόταν από την Κατάνη της Σικελίας. Το λατινικό   Μαρτύριον, που  είναι  αρχαιότερο, όπως  και  το   Εγκώμιον, που συνέταξε ο Πατριάρχης Μεθόδιος, δεν αναφέρουν την ιδιαίτερη πατρίδα της. Αντίθετα ο Άγιος Συμεὼν ο Μεταφραστής σημειώνει   ότι τόπος καταγωγής της Αγίας ήταν το Παλέρμο. Την πληροφορία αυτή υιοθέτησαν  αβασάνιστα   και   οι   υπόλοιποι   Συναξαριστές, επώνυμοι και ανώνυμοι. Την καταγωγή  της  Αγίας Αγάθης από  την πόλη της Κατάνης  ενισχύει  και  ο  Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Άργους, στο  Εγκώμιον που  έγραψε για   τον   σικελικής  καταγωγής, από   την   πόλη  της  Κατάνης,  Επίσκοπο   Μεθώνης   Αθανάσιο.   Ο Άγιος Πέτρος αναφέρει   μάλιστα ότι στην πόλη αυτή η Αγία γεννήθηκε, ανατράφηκε και  μαρτύρησε.
Η Αγία Αγάθη προερχόταν από ευγενική  και εύπορη οικογένεια. Οι γονείς της  ήταν ειδωλολάτρες  και  πρέπει  να τους έχασε σε μικρή ηλικία. Όμως η  Αγία από παιδί  έβαλε   στην   καρδιά   της   τον   Χριστό  και   αφιερώθηκε  στην  Εκκλησία.
Η   Αγία   Αγάθη μαρτύρησε  κατά τους  χρόνους  του  αυτοκράτορα Δεκίου   (249 – 251 μ.Χ.).   Το  μαρτύριο  της  Αγίας  άρχισε  όταν  ομολόγησε την πίστη της   στον   Χριστό.   Πρώτα   ασκήθηκε   σε   αυτήν ένας   ψυχικός   βιασμός, που  είχε διάρκεια   τριάντα   ημέρες,   χωρίς όμως να την κάμψει. Βλέποντας ο έπαρχος της Σικελίας Κυντιανός, άνθρωπος   με   άγρια   ένστικτα, την σταθερότητα της Αγίας, προσπάθησε να μεταστρέψει το φρόνημά  της   ώστε   να   θυσιάσει   στους   θεούς.   Ύστερα την παρέδωσε σε κάποια   άπιστη   γυναίκα,   που  την  ονόμαζαν  Αφροδισία    και   τις  θυγατέρες   της,   για  να  την πείσουν  να  αρνηθεί  την πίστη  της    στον   Κύριο.
Όταν  άκουσε ο Κυντιανός από την Αφροδισία ότι η Αγία  Αγάθη παρέμενε άκαμπτη, πλημμύρισε από οργή. Διέταξε να την  οδηγήσουν μπροστά του  και  άρχισε πάλι τις απειλές. Στον διάλογο που ακολούθησε,  η   Αγία  υποστήριξε   με   πνευματική    ανδρεία    και  παρά το   νεαρό    της  ηλικίας της, ότι  είναι δούλη  Χριστού. Κατηγόρησε  ευθέως  τον    έπαρχο    ότι πιστεύει  σε ξόανα  και, μάλιστα, αναρωτήθηκε,  πως   ένας   τόσο   έξυπνος   άνθρωπος   παρουσιάζεται   με την πίστη   του   τόσο   ανόητος.   Ο  έπαρχος,   μόλις    άκουσε    αυτό, ράπισε  την  Αγία  και  διέταξε   να την κρεμάσουν  και  να την  λογχίσουν.   Παρά  τους    φρικτούς  πόνους, η  Αγία  Αγάθη εξακολουθούσε   να   ομολογεί  την πίστη της στον  Χριστό και  να δηλώνει   ότι  τα   βασανιστήρια της προξενούν   χαρά, γιατί είναι πρόσκαιρα.   Ο   Κυντιανός, έξαλλος   από   οργή,   διέταξε  να   αποκόψουν ένα  εκ των μαστών της. Ύστερα από την φρικώδη  αυτή πράξη   την   οδήγησαν   στη    φυλακή.
Μόλις   πλησίασαν   τα   μεσάνυκτα, επισκέφθηκαν την Αγία ο Απόστολος Πέτρος, με μορφή  γέροντα  και  ένας Άγγελος, με μορφή  παιδιού,   που   κρατούσε  λαμπάδα. Άπλετο  φως πλημμύρισε το  υγρό  και  σκοτεινό   κελί    της  Αγίας.   Ο   Απόστολος   γιάτρεψε   τις   πληγές της   και   αποκατέστησε  τον   κομμένο   μαστό.   Η  πόρτα    της  φυλακής  άνοιξε  και  οι λοιποί  κρατούμενοι ωθούσαν την Αγία να αποδράσει. Αυτή,   όμως,   σκεπτόμενη από τη μία ότι θα τιμωρηθούν οι δεσμοφύλακες  άν   δραπετεύσει  και  από  την  άλλη  ότι  έπρεπε  να  υπομείνει  το  μαρτύριο,   δεν    έφυγε  από  το  δεσμωτήριο.
Την  τέταρτη   ημέρα,   ο   Κυντιανός   την   προσάγει   στο   δικαστήριο. Εκεί  της επαναλαμβάνει ότι άν δεν υπακούσει στο αυτοκρατορικό  διάταγμα   και   δεν   θυσιάσει   στους   θεούς,   θα    θανατωθεί. Καμιά  όμως απειλή δεν έκαμψε την Αγία. Ομολόγησε και πάλι την πίστη της στον Χριστό   και   επέδειξε  τις   θεραπευμένες πληγές της.  Ο απάνθρωπος  τότε   έπαρχος   διέταξε  να   ρίξουν   γυμνή  την   Αγία  πάνω   σε αιχμηρά κεραμίδια, που πάνω τους έκαιγαν κάρβουνα. Ξαφνικά,  μεγάλος   σεισμός έγινε στην πόλη  της Κατάνης και  προξένησε πολλές  ζημιές. Ανάμεσα  στα θύματα   ήταν   ο   σύμβουλος του   έπαρχου   Σιλουανός   και   ο   φίλος   του   Φαλκόνιος.   Μπροστά   σε αυτήν   την   κατάσταση   ο   Κυντιανός   διέταξε   να  μεταφέρουν την Αγία στη φυλακή. Μέσα στο δεσμωτήριο η Αγία προσευχήθηκε στον Κύριο και Τον ευχαρίστησε για τη δύναμη που  της χάρισε. Και μόλις τελείωσε  την προσευχή της, παρέδωσε το πνεύμα της. Ήταν  το  έτος 251 μ.Χ
 Ο λαός της Κατάνης, έντονα θορυβημένος από το γεγονός, διαμαρτυρήθηκε  στον έπαρχο. Στη  συνέχεια, μετέφεραν   το τίμιο λείψανό της σε ασφαλές  μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ένας  λευκοντυμένος νεαρός, άγνωστος στους αυτόχθονες, ο οποίος κατευθύνθηκε προς τον τάφο της Αγίας   Αγάθης   και πάνω σε μαρμάρινη πλάκα έγραψε τα εξής:   «Νους   ὅσιος,  αυτοπροαίρετος τιμή   εκ Θεού, και  πατρίδος  λύτρωσις».   Οι   παριστάμενοι  είπαν  ότι  ο  νεαρός   εκείνος  ήταν  ο  Άγγελος  της  Αγίας.
Ο  λαός της Κατάνης τιμούσε και σεβόταν την   Αγία.  Ως   ανταπόκριση στην   τιμή  αυτή,   η    Αγία   Αγάθη   έσωσε   την   πόλη   της  από   τη φοβερή έκρηξη  του  ηφαιστείου της Αίτνας. Οι κάτοικοι της  Κατάνης έτρεξαν   στον τάφο της και  αφού πήραν τη λάρνακα  με το  άγιο  λείψανό της, την έστρεψαν προς  την  λάβα, που  ζύγωνε την πόλη  και  έτσι  αποσοβήθηκε η συμφορά. Το  γεγονός αυτό  συνέβη  στις 5 Φεβρουαρίου    του   έτους  252 μ.Χ., ακριβώς   ένα   χρόνο μετά το μαρτύριο   της   Αγίας.  
Η   Σύναξη  της   Αγίας   Μάρτυρος   Αγάθης   ετελείτο    στο    Μαρτύριό της,   το   οποίο   βρισκόταν   στο   έβδομο  του   Βυζαντίου.   Τα   ιερά λείψανά   της   μεταφέρθηκαν   στην   Κωνσταντινούπολη  κατά   την περίοδο των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) και  Κωνσταντίνου  Η’ (1025 – 1028 μ.Χ.).


Απολυτίκιον.  Ήχος   γ’. Θείας   πίστεως.     
Ρόδον  εύοσμον, της παρθενίας, νύμφη άφθορος, του Ζωοδότου, αναδέδειξαι   Αγάθη πανεύφημε· των   αγαθών  την  πηγήν γαρ  ποθήσασα,   μαρτυρικώς  εν  τω  κόσμω  διέπρεψας.  Μάρτυς  ένδοξε, λιταίς   σου   θείαις  αγάθυνον,   τους  πόθω  μεγαλύνοντας    τους  άθλους σου.


Κοντάκιον.  Ήχος   δ’.   Επεφάνης   σήμερον.         
Στολιζέσθω σήμερον η  Εκκλησία, πορφυρίδα ένδοξον, καταβαφείσαν  εξ αγνών,   λύθρων  Αγάθης  της   Μάρτυρος· χαίρε,  βοώσα,  Κατάνης το καύχημα.


Μεγαλυνάριον.
Εις οσμήν των μύρων σου των τερπνών, έδραμον Σωτήρ μου, ανεβόας τω Ιησού, νομίμως αθλούσα, Αγάθη  Αθληφόρε· διο  του σου  Νυμφίου, τρυφάς   τοις  κάλλεσι.

Agia Agatha the Martyr

Agatha Martha Agathi was born in Catania, Sicily. The Latin Martyrius, which is the oldest, like the Ecumenical Patriarch's Methodist, did not mention her homeland. On the contrary, Saint Symeon the Translator notes that the place of origin of the Holy was Palermo. This information was embraced by the rest of the Synagogues, named and anonymous. The birth of Agia Agathi from the city of Catania is also reinforced by St. Peter, Bishop of Argos, in the Holy Grail of Sicilian origin, from the city of Catania, Bishop of Methoni Athanasios. Saint Peter even mentions that in this city the Holy One was born, raised and martyred.
Agia Agatha came from a kind and affluent family. Her parents were idolaters and must have lost them at an early age. But the Holy One made a Christ in her heart and dedicated to the Church.
Agia Agatha was martyred during the times of Emperor Decius (249-251 AD). The martyrdom of the saint began when she confessed her faith in Christ. First, a racial rapture was practiced there, which lasted for thirty days, but did not bend her. Seeing Sicilian priest Kutyanos, a man of wild instincts, the stability of the Holy One, tried to turn his mind to sacrifice to the gods. Then she handed her over to an unbelieving woman, who called her Aphrodisias and her daughters, to persuade her to refuse her faith in the Lord.
When Koudianos heard from Venus that Agia Agathi remained rigid, it was overflowing with rage. He ordered her to drive ahead of him and started the threats again. In the dialogue that followed, the Saint supported with spiritual prowess and despite her young age that she was a slave to Christ. He blamed the procurator directly for believing in a word and, in fact, wondered how such a smart man is presented in his faith so foolish. The Procurator, having just heard this, was torturing the Saint and ordered her to hang her and make her bear. Despite the terrible pains, Agia Agathi continued to confess her faith in Christ and to declare that her torture provoked joy because it is temporary. Kutyanus, angry with anger, ordered him to cut off one of her breasts. Following this horrific act, she led her to prison.
As soon as they approached midnight, they visited St. Peter the Apostle, in the form of an elder and an Angel, in the form of a child holding a candle. Full light flooded the liquid and dark cell of the Saint. Apostle cleansed her wounds and restored the cut breast. The prison door opened and the other prisoners pushed the Saint to escape. But she, on the one hand, thinking that the prison guards would be punished if she escaped, and on the other hand she had to endure the martyrdom, she did not leave the barracks.
On the fourth day, Kutyanos brings her to court. Here he repeats that if he does not obey the imperial decree and do not sacrifice to the gods, he will be killed. But none of the men threatened the Saint. She again confessed her faith in Christ and showed her healed wounds. The cruel prefect ordered the naked shadow of the Saint on sharpened tiles that burned on them. Suddenly, a great earthquake occurred in the city of Catania and caused many damage. Among the victims was the councilor of the prefect Silouanos and his friend Falconios. In the face of this situation, Kuncian ordered to bring the Holy One to prison. In the barracks the Saint prayed to the Lord and thanked Him for the power that gave her. And when she had finished praying, she delivered her spirit. It was the year 251 AD
 The people of Catania, deeply disturbed by the fact, protested the provincial. Then they carried their honest relic to a safe place. At that time, a white-faced young man, unknown to the natives, who was headed to the tomb of Agia Agathi, was presented and, on a marble slab, wrote the following: "Noisus, self-sacrificing honor from God, and fatherly redemption." The attendees said the young man was the Saint's Angel.
The people of Catania honored and respected the Saint. As a response to this honor, Agia Agathi saved her city from the terrible eruption of Mount Etna. The inhabitants of Catania rushed to her grave, and after they took the shrine with her holy relic, they turned her to the lava, which weighed the city, and so the disaster was avoided. This happened on 5 February 252 AD, just one year after the martyrdom of the Holy One.
The Assumption of the Holy Martyr Agathis was performed at her Martyrius, which was in the seventh of Byzantium. Its holy relics were transferred to Constantinople during the period of the emperors Basil II (976-1025 AD) and Constantine II (1025-1028 AD).

Apolyticus. Sound c '. Divine Faith.
The wise, the virgin, the nymph, the wretched, the Zoodotus, stands out Agathi; we have the goods that he gave to us, witnessing in the world the most prominent. Do you revere, thou holy angel, I desire them by increasing your labors.

Kontakion. Sound d '. I'm afraid today.
Today I admire the Church, a porphyry glorious, burned down from the pure, stingy Agathis of the Martyr; joy, cattle, Cathy the pride.

Majesty.
In the smell of your terry mire, my Savior standing up, ascend to Jesus, I have a lawful athlete, Agathi Athlete of your Bridegroom, you go to Callesi.

Δεν υπάρχουν σχόλια: