Ὁμιλία στὴν
Κυριακή
ΙΖ΄ Λουκᾶ
(Τοῦ ἀσώτου υἱοῦ)
«Καὶ μετ’ οὐ πολλὰς
ἡμέρας, συναγαγὼν ἅπαντα ὁ
νεώτερος υἱὸς ἀνεχώρησεν
εἰς χώραν μακράν» (Λουκ. 15,13)
Στὴν
εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς
σημερινῆς Κυριακῆς, ἀδελφοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας
μᾶς κάνει ἕνα
μεγάλο μάθημα· τὸ μάθημα τῆς μετανοίας. Στὴν περικοπὴ
αὐτὴ μᾶς λέει ὅτι
σ’ ἕνα πλούσιο σπίτι, ὅπου
ὁ πατέρα εἶχε σύο υἰούς,
ἕναν ὁ ὁποῖος ἦταν ἐργατικὸς καὶ ὁ ἄλλος
εἶχε ταὸ μυαλὸ του μόνο
στὶς ἄσωτες διασκεδάσεις. Ἔτσι μιὰ
μέρα, ὁ ἄσωτος αὐτὸς
νέος ζήτησε τὴν
περιουσία ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε
ἀπὸ τὸν πλούσιο
πατέρα του. Καὶ
λέμε ὅτι νόμιζε
πὼς ἦταν ὁ
πατέρας του ὑποχρεωμένος νὰ
τοῦ δώσει τὸ
μερίδιο τῆς περιουσίας ἐνῶ αὐτὸς
(ὁ πατέρας) ἦταν ἀκόμη
ἐν ζωῇ διότι
ἡ περιουσία τοῦ πατέρα αὐτοῦ
θὰ διαμοιράζονταν στὰ
παιδιά του μόνον ὅταν αὐτὸς θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὴ ζωή.
Ἡ
ἀγάπη ὅμως τοῦ πατέρα
αὐτοῦ, ὅπως καὶ
ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἔκανε τὸν
πατέρα αὐτὸ τῆς
παραβολῆς μας νὰ
δώσει ὁ πατέρας
τῆς παραβολῆς στὰ
παιδιά τὸ μερίδιο
τῆς περιουσίας ποὺ τοὺς ἀνῆκε.
Ὁ νεώτερος ὅμως
υἱός, μόλις πῆρε τὴν περιουσία
ἀπὸ τὸν πατέρα του ἔφυγε
σὲ μακρινὴ χώρα, κι ἐκεῖ διασκόρπισε τὴ μεγάλη
αὐτὴ περιουσία «ζῶν
ἀσώτως». Ἡ περιουσία
ὅμως, ἀδελφοί μου, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, ἄν οἱ
ἄνθρωποι ποὺ τὴν
κατέχουν δὲν ἐργάζονται κάποτε
τελειώνει. Ἔτσι τελείωσε
καὶ ἡ περιουσία
καὶ τοῦ ἄσωτου υἱοῦ τῆς σημερινῆς
παραβολῆς. Διότι ὁ νέος αὐτὸς εἶχε
πολλοὺς «φίλους» οἱ ὁποῖοι εἶχαν
δανιστεῖ ὑπέρογκα ποσὰ ἀπὸ τὸν ἄσωτο
υἱό.
Ὅταν ὅμως ἔπιασε
μεγάλη
πείνα στὴ χώρα ἐκείνη,
ὅπου
κατοικοῦσε ὁ νέος τῆς
παραβολῆς, κανείς τους δὲν τοῦ ἐπέστρεφε
τὰ δανεικά. Διότι
αὐτοί, οἱ ψευδοφίλοι,
τὸν πέταξαν ἔπειτα ὡς
λεμονόφλουδα.
Γιατί,
ὅμως, ὁ νέος αὐτὸς ἄφησε
τὸ πλούσιο σπίτι τοῦ πατέρα
του; Ἄφησε τὸ
πατρικό του σπίτι διότι ἔβλεπε τὸν
πατέρα του ὡς δυνάστη.
Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε εἶπε
στὸν πατέρα του: «πάτερ, δός
μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». (Λουκ.
15,12) Γι’ αὐτὸ ζήτησε τὸ μερίδιο
τῆς πατρικῆς περιουσίας. Γι’ αὐτὸ
καὶ διασκόρπισε τὴν περιουσία αὐτὴ
σὲ ἄσωτες διασκεδάσεις.
Θὰ
μποροῦσε βέβαια ὁ πατέρας
τῆς παραβολῆς νὰ μὴ δώσει
τὴν περιουσία στὸ παιδί του, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη του
τὸν ὁδήγησε στὴν ἀπόφαση νὰ
δώσει ὅ,τι ἀνῆκε
στὸν νεώτερο υἱό. Τὸ ἴδιο
κάνει καὶ ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς
μᾶς ἐχάρισε πολὺ
πλοῦτο χαρισμάτων. Ἐμεῖς ὅμως, δυστυχῶς, πετάξαμε
ἀπὸ πάνω μας τὶς ἀρετὲς τοῦ
Χριστιανισμοῦ καὶ ζοῦμε ἄσωτα, νομίζοντας
ὡς εὐτυχία καὶ
χαρὰ τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει
ὁ Χριστὸς δείχνοντας τὴν Ὁ Θεὸς
ὅμως
ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγάπη,
κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Θεολόγο «ἀγάπη ἐστιν», (Α΄ Ἰω.
4,8) καὶ θέλει νὰ ζοῦμε ἐνάρετα.
Ὁ νέος τῆς παραβολῆς μας «ζῶν ἀσώτως». (Λουκ. 15,13)
στὴ μακρινὴ ἐκείνη χώρα τῆς
ἀποστασίας κάποτε ἦρθε ἡ ὥρα
καὶ πείνασε. Διότι
μὲ τὶς λέξεις
αὐτές, καὶ μόνο, μποροῦμε νὰ
φαντασθοῦμε τὴν ἄσωτη
καὶ ἀχαλίνωτη ζωὴ
τοῦ νέου τῆς παραβολῆς
ἀλλὰ καὶ ὅποιου
ἄλλου νέου ὁποιασδήποτε
ἐποχῆς. Καὶ μόνο
μ’ αὐτὲς τὶς δύο
λέξεις μποροῦμε νὰ
καταλάβουμε τὴν ἄσεμνη
καὶ ἁμαρτωλὴ ζωὴ τοῦ
νέου αὐτοῦ. Διότι ὁ νέος
αὐτός, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἄρχισε νὰ ζεῖ
ἔτσι, ἀσώτως, ἄρχισε
νὰ ἐρωτοτροπεῖ καὶ μὲ ἄσεμνες καὶ ἁμαρτωλὲς γυναῖκες τῆς περιοχῆς ὅπου
κατοικοῦσε. Κάτι ποὺ
κάνουν, δυστυχῶς, καὶ οἱ ἄσωτοι
νέοι τῆς ἐποχῆς
μας.
Ὅταν ὅμως τὰ χρήματα
τοῦ ἄσωτου αὐτοῦ
νέου τελείωσαν, τότε ἀναγκάστηκε νὰ
γίνει χοιροβοσκὸς καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ χορτάσει
τρώγοντας κεράτια, τὴν
τροφὴ τῶν χοίρων,
ἀλλὰ οὐτε κεράτια μποροῦσε
νὰ φάει διότι
τὴ τροφὴ αὐτὴ τὰ ἀφεντικὰ τῶν
κοπαδιῶν τῶν χοίρων
τὴν εἶχαν γιὰ τοὺς
χοίρους ποὺ τοὺς
ἔδιναν χρήματα. Ἔτσι ὁ ἄσωτος
νέος ἔφτασε σὲ μεγάλη
ἔνδεια, καὶ μὴ ἔχοντας
νὰ φάει οὔτε ἕνα
κομμάτι ψωμί,
τὸ ὁποῖο ἔτρωγαν
καὶ οἱ δοῦλοι
τοῦ πατέρα του ἀποφάσισε
νὰ γυρίσει στὸ
πατρικό του σπίτι καὶ νὰ πεῖ στὸν πατέρα του:
«πάτερ, ἥμαρτον
εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἐνώπιόν σου, ποίησόν
με ὡς ἕνα τῶν
μισθίων σου». (Λουκ. 15,19)
Προσπάθησε βέβαια
ὁ σατανᾶς νὰ τὸν ἀποθαρρήνει καὶ νὰ τὸν
κάνει νὰ χάσει
τὴν αἰσιοδοξία του. Ἔτσι
κάνει καὶ σ’ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ ὁ
Θεὸς δέχεται τὴ
μετάνοια καὶ τοῦ μεγαλύτερου ἁμαρτωλοῦ, ἀνοίγοντας διάπλαττα
τὰ χέρια του καὶ ἀγκαλιάζοντάς
τον· ὅπως ἀκριβῶς
ἅπλωσε τὰ Ἄχραντα
χέρια του πάνω
στὸ σταυρό. Ὅσο ἁμαρτωλοὶ
κι ἄν εἶναι οἱ ἄνθρωποι ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν τοὺς ἐγκαταλείπει ἀλλὰ περιμένει
ὅλους
τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους
στὸ σπίτι
τοῦ Θεοῦ Πατρός, τὴν Ἐκκλησία μας. Μᾶς περιμένει
ὁ Χριστός, ὅπως
ὁ πατέρας τῆς
παραβολῆς τὸν ἄσωτο υἱό.
Μόλις
ὅμως βρέθηκε ὁ ἄσωτος νέος σὲ ἀπόλυτη
ἔνδεια εἶπε: «πόσοι
μίσθιοι τοῦ πατρός μου
περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ
δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!
ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ
αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου».
(Λουκ. 15,17-18)
Ἀλλὰ
καὶ μεῖς, ὅπως ὁ
νέος τῆς
παραβολῆς προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει
μὲ χαρούπια, ἔτσι καὶ οἱ χριστιανοὶ νέοι τῆς ἐποχῆς
μας προσπαθοῦν νὰ εὐφρανθοῦν
μὲ τὴ ζωὴ τῆς
ἁμαρτίας, προσπαθώντας νὰ
γεμίσουν τὴν ψυχή μας
μὲ θέλγητρα
τοῦ σατανᾶ. Κι ἐμεῖς, δυστυχῶς, ὅπως ὁ ἄσωτος
υἱὸς θεωροῦσε τὸν πατέρα
του μέγα δυνάστη, ἀντὶ
νὰ εἴμαστε πιστοὶ
στὸ Χριστὸ ἀμφισβητοῦμε τὶς
διδασκαλίες τῆς ἁγίας
μας Ἐκκλησίας· ἀμφισβητοῦμε
τὴν πίστη στὸ
Χριστὸ καὶ στὰ διδάγματα
τοῦ Εὐαγγελίου Του.
Καὶ ὅπως ὁ ἄσωτος
υἱὸς κατάλαβε τὴ μεγάλη πνευματική του πεῖνα,
παίρνοντας τὴν ἀπόφαση
νὰ ξαναγυρίσει
στὸ πατρικό του
σπίτι του, ἔτσι κι ἐμεῖς
ἄς ἀποδεικνύουμε τὴν εἰλικρινῆ μας
μετάνοια γυρίζοντας στὸ πατρικό
μας σπίτι τὴν Ἐκκλησἰα μας. Ἄς γυρίζουμε
μὲ μετάνοια ἡ ὁποία δὲν θὰ εἶναι πράξη
μιᾶς καὶ μοναδικῆς
στιγμῆς, ἀλλὰ θὰ εἶναι
μιὰ πράξη ἡ
ὁποία θὰ εἶναι
ἐφ’ὅρου ζωῆς.
Καὶ
ὅπως ὁ νέος αὐτὸς πῆρε τὴν μεγάλη
ἀπόφαση νὰ γυρίσει
στὸ σπίτι
τοῦ πατέρα του,
ἔτσι καὶ μεῖς ἄς πηγαίνουμε
στὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ νὰ ἐξομολογούμεθα τὶς ἁμαρτίες
μας. Διότι ἡ Ἐκκλησία
μᾶς προσφέρει τὴν ἀληθινὴ σωτηρία καὶ εὐτυχία. Ὁ λόγος
τοῦ ἀσώτου υἱοῦ
πρὸς τὸν πατέρα του πρέπει νὰ μᾶς
κάνει ὅλους
ἀνθρώπους μετανοίας καὶ περισσυλλογῆς.
Ἄς θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς
μας ὄχι ὡς ἁγίους, ἀλλὰ ὡς πολὺ
ἁμαρτωλούς, καὶ ἄς γυρίζουμε
στὴν Ἐκκλησία μὲ ταπεινὸ φρόνημα.
Ἄς γυρίζουμε, δηλαδή,
στὴν Ἐκκλησία μας
παίρνοντας ὡς παράδειγμα
πρὸς μίμησι τὴ
μετάνοια τοῦ ἀσώτου υἱοῦ ὁ ὁποῖος
γύρισε στὸ πατρικό του
σπίτι. Στὸ πατρικὸ
σπίτι βρῆκε μάλιστα
τὸν
πατέρα του νὰ τὸν περιμένει
πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του. Εἶδε ἐπίσης
ὀ
ἄσωτος υἱὸς τὸν
πατέρα του νὰ τὸν ντύνει
μὲ τὴν πρώτη στολὴ του καὶ νὰ σφάζει
τὸ καλύτερο
μοσχάρι, ἐκφράζοντας ἔτσι τὴ μεγάλη
του
χαρὰ ἐπὶ τῇ ἐπιστροφῇ
τοῦ
ἄτακτου αὐτοῦ παιδιοῦ
του.
Ἀδελφοί μου! Τὸ Εὐαγγέλιο
μᾶς ὁδηγεῖ στὴν μετάνοια
ἀκόμα κι ἄν δὲν ὑπῆρχε
ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.
Διότι ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ
φθάνει γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ μας πρὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους.
Στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὅμως δὲν
φαίνεται μόνο ἠ ἁμαρτώλὴ
ζωὴ τῶν ἄσωτων νέων, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν
ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ
καὶ μεῖς, διὰ πρεσβειῶν
καὶ ὅλων τῶν
ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ἄς παρακαλέσουμε
τὸ Θεὸ νὰ
κατακτήσουμε τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐν
μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει.
Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου