Ο
ιερός και φλογερός αὐτός εργάτης της Εκκλησίας του Χριστού καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε στα χρόνια των
Αποστόλων. Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι, αλλά
ειδωλολάτρες. Είχαν δύο παιδιά, τον Αυξίβιο
και έναν άλλο, τον Θεμισταγόρα,
που ήταν πιο μικρός.
Ο Αυξίβιος
είχε ωραίο και επιβλητικό παράστημα αγαπούσε
δε πολύ τα γράμματα. Όταν μεγάλωσε και ήρθε ο καιρός να
μορφωθεί, οι γονείς
του τον παρέδωσαν
σε σοφούς
δασκάλους, κοντά στους οποίους
ο νέος διδάχτηκε όλη τη σοφία
και τη γνώση του καιρού του. Την ίδια περίοδο
ο φιλομαθής νέος είχε γνωριστεί
και με χριστιανούς, και άρχισε και από αυτούς να μαθαίνει
τα της νέας θρησκείας.
Οι γονείς που έβλεπαν
στο μεταξύ το παιδί τους να μεγαλώνει
και να φτάνει
στην κατάλληλη ηλικία για αποκατάσταση, άρχισαν να του μιλούν για γάμο και να τον εκβιάζουν
να νυμφευτεί. Μα ο καλός
και μεγαλεπήβολος νέος που διψούσε γιὰ άλλη
ζωή, ζωή ανώτερη, τους παράτησε και έφυγε κρυφά από τη Ρώμη μ’ ένα
καράβι, που ταξίδευε στην
Κύπρο. Κάποιο
πρωινό το καράβι έφτασε και αγκυροβόλησε στον Λιμνίτη, ένα λιμάνι που βρίσκεται στη
βόρεια ακτή της νήσου και απέχει
τέσσερα περίπου μίλια από την πόλη των Σόλων.
Την πόλη αυτή,
όπως είναι γνωστό, έκτισε ο βασιλιάς της Αίπειας Φιλόκυπρος, το πρώτο τέταρτο του έκτου αιώνος π.Χ. προς τιμή του
μεγάλου νομοθέτου των Αθηνών, του Σόλωνα, που επισκέφθηκε τότε
την Κύπρο. Στην
πόλη αυτή η Πρόνοια
του Θεού κανόνισε, ώστε ο Αυξίβιος
να συναντηθεί
με τον απόστολο
Μάρκο και να
γίνει μαθητής του. Ο νεαρός
απόστολος
ήταν μόνος του, γιατί ο
σύντροφός του, και αρχηγός της ιεραποστολικής ομάδας, Κύπριος απόστολος
Βαρνάβας είχε υποστεί στο μεταξύ τον
μαρτυρικό θάνατο στη Σαλαμίνα. Τον είχαν λιθοβολήσει ένα βράδυ
οι Ιουδαίοι.
Κοντά
στον ευαγγελιστή Μάρκο ο νεαρός προσήλυτος Αυξίβιος συμπλήρωσε τις γνώσεις του
για τη
νέα πίστη, δέχτηκε
το βάπτισμα και χειροτονήθηκε επίσκοπος.
Από τή στιγμή αυτή στην
ψυχή του ένας πόθος φλογερός καὶ ιερός είχε ανάψει δυνατά. Ο πόθος να
μεταδώσει τον θησαυρό που βρήκε και σε άλλους. Να βοηθήσει και άλλους να
γνωρίσουν τον Χριστό και να μοιραστούν
μαζί του την ανεκλάλητη χαρά του.
Στον
πόθο του όμως αυτό τον ιερό και άγιο παρουσιαζόταν εμπόδιο
τρανό και ανυπέρβλητο μία
υπόδειξη – εντολή, που του έκαμε
ο δάσκαλός του, ο απόστολος
Μάρκος.
–
Προσπάθησε, του είχε πει, να επιβληθείς
στους γύρω σου πρώτα
με
το παράδειγμά σου και τα έργα σου
και ύστερα με τα λόγια και τη διδασκαλία
σου.
Την
υπόδειξη αυτή ο
άγιος μας την σεβάστηκε και την τήρησε πιστά. Είχε μάθει πως η υπακοή
είναι μεγάλη αρετή
για τον χριστιανό. Γι’ αυτό και δεν θέλησε να την
αγνοήσει. Αφού αποχαιρέτησε
τον ευαγγελιστή και πνευματικό πατέρα
και οδηγό του Μάρκο, που αναχώρησε για την Αίγυπτο, ονεοφώτιστος μαθητής έφυγε
και αυτός από τον Λιμνίτη, κι ήρθε στους
Σόλους. Εκεί κοντά στον
μεγάλο και καλλιμάρμαρο
ναό της πόλης που ήταν αφιερωμένος στον πατέρα
«των θεών και των ανθρώπων», τον Δία,
συνάντησε ο άγιος μας τον ειδωλολάτρη
ιερέα, που μόλις τον είδε
και αντιλήφθηκε πως ήταν ξένος,
τον κάλεσε για να τον φιλοξενήσει.
Στο
σπίτι του ιερέα ο
μακάριος Αυξίβιος έμεινε αρκετό
καιρό χωρίς να μιλήσει ποτέ σε κανένα
για τη χριστιανική
του ιδιότητα.
Κάποια
μέρα που ο ειδωλολάτρης ιερέας επέστρεψε από τον ναό, ο Αυξίβιος
αποφάσισε να διακόψει
τη σιωπή.
–
Γιατί λατρεύετε και προσκυνάτε σαν
θεούς τις πέτρες και τα μάρμαρα, του είπε; Οφθαλμούς
έχουσι, μα δεν βλέπουσι. Ώτα έχουσι,
μα δεν ακούουσι
ούτε και αντιλαμβάνονται τις προσευχές
τις οποίες
κάμνετε, και τις θυσίες που τους
προσφέρετε. Ο Θεός των χριστιανών,
όπως έχω ακούσει, είναι ο αληθινός
Θεός. Αυτός
έχει δημιουργήσει όλο τον
κόσμο με μόνο τον λόγο του.
Αυτός δημιούργησε και το ανθρώπινο γένος από ένα ζευγάρι. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο για να είναι
ευτυχισμένος. Για την ευτυχία του, τον έβαλε σ’ ένα θαυμάσιο
κήπο, τον
Παράδεισο μέσα στον οποίο ο
άνθρωπος με λίγη δουλειά
θα μπορούσε να βρίσκει,
ότι
του χρειαζόταν για την ευτυχία
του. Για να είναι όμορφη
η ζωή του
και να έχει νόημα, του έδωσε και μία
εντολή, ένα νόμο. Του είπε να τρώγει από τους καρπούς όλων των δένδρων
του Παραδείσου. Να μην τρώγει μόνο
από τους καρπούς
ενός δένδρου,
που το ονόμασε
«δένδρον της γνώσεως του καλού
και του κάκου». Με την υπακοή
τους οι πρώτοι άνθρωποι στην εντολή αυτή του Θεού,
θα μπορούσαν να τελειοποιηθούν
στην αρετή και να ομοιάσουν με τον
Δημιουργό τους. Να γίνουν άγιοι,
όπως Άγιος είναι και Αὐτός.
Δυστυχώς οι πρωτόπλαστοι, έτσι λέμε τους πρώτους
ανθρώπους, δεν τήρησαν την
εντολή του Θεού για
πολύ καιρό.
Την
παράβηκαν. Παράκουσαν. Και με
την
παρακοή τους έχασαν τον Παράδεισο. Μόνο αυτό; Κάτι περισσότερο.
Μπήκε και το κακό στον κόσμο με
αποτέλεσμα ο βασιλιάς της
δημιουργίας, ο άνθρωπος να γίνει
σαν τα άλογα ζώα. Να κάμει
σκοπό του το φαγητό και το ποτό και την
ικανοποίηση των πόθων και των ορμών του. Και όταν δεν έβρισκε τα μέσα, τότε δεν είχε παρά να κλέβει,
να αδικεί, να σκοτώνει.
Να
σκοτώνει και
αυτούς τους δικούς του. Να
σκοτώνει τ’ αδέλφια
του, τον σύντροφό
του, τα
παιδιά του.
Από το κατάντημα αυτό ο
καλός Θεός θέλησε να σώσει
στις ημέρες μας τα
πλάσματά του. Αυτός, για τον οποίο μας μίλησαν οι μεγάλοι
σοφοί μας, ήρθε. Ο υιός
του Θεού έγινε
άνθρωπος και ἠρθε. Γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μεγάλωσε σαν και εμάς,
δίδαξε, πέθανε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε στον
Ουρανό και θα
ξανάρθει να μας κρίνει. Νὰ τιμωρήσει
το κακό
και να βραβεύσει το καλό.
Τα
απλά τούτα λόγια του αγίου συγκίνησαν τον καλοκάγαθο ειδωλολάτρη ιερέα, που όχι
μόνο έπαψε σε λίγο να θυσιάζει στους ψεύτικους
και ανύπαρκτους θεούς, τα είδωλα,
αλλά και
άρχισε να ζητά να
μάθει περισσότερα για τον Θεό των χριστιανών. Και ο
ιεραπόστολος συνέχισε να τον διδάσκει.
Η κατήχηση κράτησε κάμποσες μέρες. Το αποτέλεσμα υπήρξε θριαμβευτικό. Ένα βράδυ
ο κατηχούμενος ασπάστηκε την καινούργια πίστη και βαπτίστηκε
στο όνομα του Πατρός
και του Υιού και
του Αγίου Πνεύματος. Στο πρόσωπό του
η χριστιανική Εκκλησία βρήκε ακόμη ένα ζηλωτή εργάτη, ένα εργάτη
με κύρος και παλμό.
Λίγες
μέρες μετά το περιστατικό τούτο, ο άγιος μας δέχθηκε στους Σόλους την επίσκεψη του ιερού Ηρακλειδίου, επισκόπου της Ταμασού.
Αφορμή
για την επίσκεψη έδωκε τούτο το γεγονός.
Ο
απόστολος Μάρκος μετά την αναχώρησή του από την Κύπρο, πήγε στην Αλεξάνδρεια.
Από εκεί, αφού ίδρυσε την πρώτη Εκκλησία στην
πολυάνθρωπο εκείνη πόλη, έφυγε
για να βρει
τον απόστολο Παύλο. Η
ευγενική ψυχή του νεαρού αποστόλου ένοιωθε την ανάγκη να συναντήσει τον πολύπειρο απόστολο και να
συζητήσει μαζί του
μερικά προβλήματα του χριστιανικού
έργου. Με τη χάρη του Θεού η συνάντηση πραγματοποιήθηκε γρήγορα. Και οι
δύο απόστολοι αφού αντήλλαξαν ασπασμό χριστιανικής αγάπης, άρχισαν με μεγάλο
ενδιαφέρον να συνομιλούν για την Κύπρο. Κατά τη συνομιλία ο Μάρκος αποκάλυψε
στο φλογερό απόστολο το μαρτυρικό τέλος του φίλου του αποστόλου Βαρνάβα και του φανέρωσε πως στην
Κύπρο δεν ήταν άλλος απόστολος για να συνεχίσει το έργο τους. Ο θείος
Παύλος, σαν ακουσε τη δυσκολία, έσπευσε αμέσως να στείλει στο πολύπαθο
νησί της Κύπρου τους συνεργάτες του Επαφρά καὶ Τυχικό και
μερικούς άλλους. Τους έστειλε στον
Ηρακλείδιο με επιστολή στην οποία
του έγραφε, να εγκαταστήσει τον μεν Επαφρά
επίσκοπο στην Πάφο, τον
Τυχικό στη
Νεάπολη, δηλαδή τη Λεμεσό
και τον Αυξίβιο στους
Σόλους χωρίς όμως να τον χειροτονήσει.
Και
ο λόγος; Γιατί ο Αυξίβιος ήταν χειροτονημένος από τον απόστολο Μάρκο.
Ο άγιος Ηρακλείδιος
μόλις πήρε την
επιστολή, φρόντισε
να κάμει ό,τι
του έγραφε ο μακάριος Παύλος και
πήγε να συναντήσει τον Αυξίβιο. Η
συνάντηση υπήρξε συγκινητική. Οι
ιεροί άνδρες «ησπάσθησαν αλλήλους
φιλήματι αγίω» και άρχισαν με αγάπη
και κατανόηση να συζητούν. Ο Ηρακλείδιος με την ευκαιρία αυτή, αφού άκουσε τον Αυξίβιο, τον συμβούλεψε να φανερώσει πια την ιδιότητά του και ν’ αρχίσει να
εργάζεται με ζήλο για την πνευματική
αναγέννηση των συμπολιτών του.
Το κήρυγμα
του
Αυξιβίου προβαλλόμενο
έντονα και απ’ την άγια ζωή
του και τα πολλά θαύματα με τα
οποία
τον χαρίτωσε ο Κύριος, έφερε καταπληκτικά αποτελέσματα.
Συνεχώς το μικρό
ποίμνιο του Χριστού
πλήθαινε· πλήθαινε και γινόταν λαός πολύς.
Τα διάφορα
σπίτια στα οποία μαζεύονταν ως τότε οι χριστιανοί,
για να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, μίκραιναν και
δεν τους χωρούσαν. Μία ανάγκη πρόβαλε απαιτητική: Η δημιουργία
ενός ειδικού χώρου
για τις συναθροίσεις των πιστών. Το κτίσιμο
μιάς εκκλησίας.
Ένα
πρωινό μετά τη συνηθισμένη συγκέντρωση ο
θείος Ηρακλείδιος παράλαβε τὸν άγιο
Αυξίβιο και αφού ανέπεμψε μαζί του θερμή προσευχή, χάραξε σε κάποιο τόπο τον χώρο εκκλησίας, του έδωκε τις τελευταίες συμβουλές
και τον αποχαιρέτησε.
Ο
ιερός Ηρακλείδιος αναχώρησε με τη
συνοδεία του για την πατρίδα του.
Και ο μακάριος
Αυξίβιος ρίχτηκε με όλη τη δύναμη
της
ψυχής του στο έργο που έλαβε.
Και να! Με τη βοήθεια
του Θεού, σε λίγο
χρόνο,
μία όμορφη εκκλησία υψώθηκε στην πόλη
των Σόλων. Μέσα σ’
αυτή
με προθυμία και ενθουσιασμό μαζεύονταν οι πιστοί και οι
προσήλυτοι τις ορισμένες
μέρες για ν’ ακούσουν τα ρήματα
της αιωνίου
ζωής.
Μία βραδιά
εκεί που ο άγιος Αυξίβιος
δίδασκε πρόσεξε μέσα στο πλήθος μία γνωστή του αγαπημένη
μορφή. Ήταν ο αδελφός του Θεμισταγόρας που είχε
έλθει από τη Ρώμη με τη
σύζυγό
του, την ενάρετη
Τιμώ, για να
τον βρει. Η
συνάντηση των αδελφών
ύστερα από τόσο καιρό υπήρξε πολύ – πολύ συγκινητική.
Ο
Αυξίβιος κράτησε κοντά
του το αγαπητό ζευγάρι. Το κατήχησε με ιδιαίτερη χαρά στη χριστιανική πίστη
και κάποια βραδιά προχώρησε στη βάπτισή
του. Μετά χειροτόνησε τον
Θεμισταγόρα πρεσβύτερο της Εκκλησίας
των Σόλων
και τη γυναίκα
του διακόνισσα γιατί ύστερα από το βάπτισμα
οι δυο
σύζυγοι έζησαν πια
σαν αδελφοί.
Η συστηματική
εργασία του αγίου Αυξιβίου που συνοδευόταν
από
μία πολύ προσεκτική και ενάρετη
ζωή, μαζί με τα πολλά του θαύματα
έγινε αφορμή, η πρώτη εκκλησία που κτίστηκε,
να είναι σε λίγο
χρόνο πολύ μικρή για να
εξυπηρετήσει τα πλήθη των πιστών της ιστορικής πόλεως. Με τη βοήθεια όλων των
χριστιανών μία νέα προσπάθεια αναλήφθηκε.
Και τη μικρή εκκλησία πολύ γοργά αντικατέστησε μία καινούργια πολύ πιο μεγάλη και ωραία.
Αλήθεια!
Τι
δεν κάνει η
ομόνοια, ο ζήλος των
πιστών και η αγία ζωή;
Ανθρώπους με
φλογερό ζήλο και
αγία ζωή χρειάζεται και η εποχή
μας, για ν’ αλλάξει
και να ορθοποδήσει. Μα
τους ανθρώπους με την
ενάρετη και αγία ζωή
μόνο ένας μπορεί
να τους δημιουργήσει: Ο Χριστός.
Κοντά στον νέο ποιό Χριστό
καλείται να τρέξει και να σταθεί
ο καθένας που θέλει και ποθεί αληθινά να γίνει ο
καινούργιος και πραγματικά κοινωνικός άνθρωπος.
Τα
ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας που συνέστησε ο Κύριος και προπαντός τα
αγιαστικά Μυστήρια που λέγονται: Μετάνοια, Εξομολόγηση και Θεία Ευχαριστία
είναι δύο μέσα μοναδικά για να πραγματώσει ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, εκείνο
που έλεγαν oι πρόγονοι και πατέρες μας: «Τι
όμορφο
πράγμα είναι ο άνθρωπος,
όταν είναι άνθρωπος». Τότε, αυτών
των ανθρώπων το παράδειγμα αποτελεί το ζωντανότερο κήρυγμα, κήρυγμα πολύ πιο
εύγλωττο και από τα ωραιότερα λόγια. Τέτοιο
ήταν το κήρυγμα του μεγάλου
αγίου μας, του
ιερού Αυξιβίου. Κέρδισε την εμπιστοσύνη
των συμπολιτών του με
την άγια ζωή του. Πενήντα ολόκληρα
χρόνια έζησε σαν αρχιερέας διδάσκοντας και νουθετώντας το ποίμνιό
του.
Πριν
κλείσει τα μάτια όρισε σαν διάδοχο και αντικαταστάτη
του στον επισκοπικό θρόνο των Σόλων τον μαθητή
και συνεργάτη του Αυξίβιο.
Αυτός
τον κατήχησε και τον
βάπτισε
και του έδωκε
και τ’ όνομά του.
Μετά αφού αποχαιρέτησε
με δάκρυα στοργής και
αγάπης κλήρο και
λαό παρέδωκε το πνεύμα.
Οι
χριστιανοί πένθησαν τον πνευματικό τους πατέρα και
τον κήδεψαν
με πολύ σεβασμό
και επιμέλεια.
Ο
τάφος του αγίου έγινε «ιατρείον
νοσημάτων άμισθον και θλιβομένων ψυχών παραμύθιον».
Χιλιάδες πιστοί από όλη τη νήσο (Κύπρο) προσέρχονται κάθε χρόνο μ’ ευλάβεια στη χάρη του για να ζητήσουν με δάκρυα την μεσιτεία και την βοήθειά του. Αληθινά! Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού!.
Χιλιάδες πιστοί από όλη τη νήσο (Κύπρο) προσέρχονται κάθε χρόνο μ’ ευλάβεια στη χάρη του για να ζητήσουν με δάκρυα την μεσιτεία και την βοήθειά του. Αληθινά! Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού!.
Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου
πολίτης.
Αποστόλων την χάριν ως του Πνεύματος όργανον, δια Μάρκου του θείου, θησαυρίσας, Αυξίβιε, εδείχθης Ιεράρχης ευκλεής, και πρόεδρος των Σόλων και ποιμήν δια τούτο σου την μνήμην, την ιεράν τιμώμεν ανακράζοντες, δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.
Αποστόλων την χάριν ως του Πνεύματος όργανον, δια Μάρκου του θείου, θησαυρίσας, Αυξίβιε, εδείχθης Ιεράρχης ευκλεής, και πρόεδρος των Σόλων και ποιμήν δια τούτο σου την μνήμην, την ιεράν τιμώμεν ανακράζοντες, δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.
Saint Augustine the Bishop
of Solo of Cyprus
The holy and fiery worker
of the Church of Christ came from Rome and lived in the years of the Apostles.
His parents were wealthy, but idolaters. They had two children, Auchbios and
another, Themistagoras, who was younger.
Auschwitz had a nice and
imposing statue loving the letters. When he grew up and the time came to be
educated, his parents delivered him to wise teachers, near whom the young man
taught all the wisdom and knowledge of his time. At the same time, the
proficient young man had been met with Christians, and he also began to teach
them the new religion.
Parents who had seen their
child grow up and reached the appropriate age for rehabilitation, started
talking about marriage and blackmailing him to marry. But the good and great
young man who was thirsty for another life, a superior life, gave them away and
left secretly from Rome with a boat that traveled to Cyprus. Some breakfast the
boat reached and anchored in Limnitis, a harbor located on the north coast of
the island, about four miles from the city of Solon. This city was known to be
the king of Alipia Philokypros, the first quarter of the sixth century BC. in
honor of the great lawmaker of Athens, Solon, who then visited Cyprus. In this
city the Providence of God arranged for Auchius to meet the Apostle Markus and
become a student of him. The young apostle was on his own, because his
companion, and leader of the missionary group, Cypriot apostle Barnabas, had
meanwhile suffered a martyrdom in Salamis. One day the Jews had stoned him.
Near the evangelist
Markus, young adulterated Auxibius completed his knowledge of the new faith, he
accepted the baptism and was ordained a bishop. From that moment on, in his
soul, a desire for a fiery shrine had turned light. The desire to impart the treasure
he found to others. Help others learn about Christ and share with him his
unforgettable joy.
In his desire, however,
this holy and holy one was a hindrance and an insurmountable hint of
commandment, which his teacher, the Apostle Mark, made to him.
"Try," he said,
"to impose upon your neighbors first with your example and your works, and
then with your words and your teaching.
This holy conviction was
respected and faithfully observed by her. He had learned that obedience is a
great virtue for the Christian. That's why he did not want to ignore it. After
praising the evangelist and spiritual father and guide of Mark, who departed
for Egypt, an overblown student also left the Limnitis, and came to Solos.
There, close to the great and temple of the city dedicated to the father of
"gods and men", Zeus met our saintly idolatrous priest, who just saw
him and realized he was a stranger, called him to host him.
At the priest's home,
blessed Auchius stayed long enough without ever speaking to anyone about his
Christianity.
One day the pagan priest
returned from the temple, Augustine decided to stop the silence.
- Why do you worship and
worship the stones and marbles as gods, did you tell him? There are eyebrows,
but they do not see. You have, but do not hear or understand the prayers you
make, and the sacrifices you offer them. God of Christians, as I have heard, is
the true God. He has created the world with only his word. He also created the
human race from a couple. God created man to be happy. For his happiness, he
put him in a wonderful garden, Paradise in which the man with little work he
could find, that he needed him for his happiness. For his life to be beautiful
and meaningful, he also gave him a command, a law. He told him to eat from the
fruits of all the trees of Paradise. Not to eat only the fruits of a tree,
which he called "tree of knowledge of good and bad". With their
obedience the first people in this commandment of God could be perfected in
virtue and resemble their Creator. Become saints, as is the saint and this.
Unfortunately the protoplasts, so we say the first people, did not keep the
command of God for a long time.
They did it. They ousted.
And with their disgrace they lost Paradise. Only that; Something more. There
was also evil in the world, resulting in the king of creation, man becoming
like horses. To make the purpose of eating and drinking and the satisfaction of
his passions and rushes. And when he did not find the means, he only had to
steal, to hurt, to kill. To kill those of his own. To kill his brothers, his
companion, his children.
From this conception, the
good God wanted to save his creatures in our day. He, who our great wise men
spoke to us, came. The son of God became man and came. He was born as a man,
grew up like us, taught, died, resurrected, taken up to Heaven and will come
back to judge us. Nὰ punish the evil and reward the good.
This simple words of the
saint touched the benign pagan priest, who not only stopped a little
sacrificing to false and nonexistent gods, idols, and began to seek to learn
more about the God of the Christians. And the missionary continued to teach
him. Catechism lasted for several days. The result was triumphant. One evening,
the clergy embraced the new faith and was baptized in the name of the Father
and the Son and the Holy Spirit. On his face, the Christian Church found yet
another zealous worker, a laborer with prestige and pulse.
A few days after this
incident, our saint accepted in Solos the visit of the holy Heracleide, Bishop
of Tamassos. The occasion for the visit made this happen.
The Apostle Mark, after
his departure from Cyprus, went to Alexandria. From there, having founded the
first Church in that inhospitable city, he left to find the apostle Paul. The
gentle soul of the young apostle felt the need to meet the versed apostle and
discuss with him some of the problems of the Christian work. With the grace of
God, the meeting took place quickly. Both apostles, having exchanged a love of
Christian love, began with great interest in talking about Cyprus. During the
conversation, Mark revealed to the fiery apostle the martyrdom of his friend,
Barnabas Barnabas, and revealed to him that in Cyprus he was no other apostle
to continue their work. The uncle Paul, as if listening to the difficulty,
immediately hurried to send to the rich island of Cyprus his associates of
Eppharma and Tychiko and some others. They sent them to Herakleidios letter in
which he wrote, install the hand Epafras bishop of Paphos, the Tychikos in
Naples, that Limassol and Afxivio Soloi but to ordain him.
And the reason; Why
Auchius was ordained by Apostle Mark.
Saint Heracleus just
received the letter, made sure to do whatever Paul blessed him and went to meet
Auchbyus. The meeting was moving. The sacred men "fell in love with one
another" and began to talk with love and understanding. Heraclideus,
having heard Auchbius, advised him to manifest his status and begin to work
diligently for the spiritual regeneration of his fellow citizens.
The preaching of Awbivius,
which is strongly projected from his holy life and the many miracles with which
the Lord gifted him, brought amazing results. Constantly the small flock of
Christ was glad; he gathered and became people a great deal. The various houses
that Christians had so far gathered to perform their religious duties were
mitigating and not fitting them. One need has been demanding: Creating a
special space for gatherings of believers. Building a church.
A morning after the usual
gathering the uncle Heraclius took over St. Augustine and after returning a
warm prayer with him, he carved in a place the church, gave him the last advice
and gave him a farewell.
The holy Heraclius left
with his escort for his homeland. And the blessed Auchius was thrown with all
the power of his soul into the work he received. And yes! With the help of God,
in a little while, a beautiful church was raised in the city of Solon. Within
her, willing and enthusiastic, believers and admirers gathered on certain days
to hear the verbs of eternal life.
One evening where St.
Augustine taught he noticed in the crowd a familiar beloved form. He was the
brother of Themistagoras who had come from Rome with his wife, the virtuous
Timos, to find him. The meeting of the brothers has long been very - very
moving. Auschwitz kept his dear couple close to him. He chastened it with great
joy in the Christian faith and one night proceeded to his baptism. Then he
ordained Themistagoras the elder of the Church of Solon and his wife, because
after the baptism the two spouses lived as brothers.
The systematic work of
Saint Augustine, accompanied by a very careful and virtuous life, along with
his many miracles, became the occasion, the first church to be built, to be in
a short space of time to serve the crowds of the faithful of the historic city.
With the help of all Christians a new effort was undertaken. And the small
church very quickly replaced a new one much bigger and nicer.
Truth! What does not the
unity, the zeal of the faithful and the holy life do?
People with fiery zeal and
holy life also need our time to change and retreat. But the people with the
virtuous and holy life only one can create them: Christ.
Near the new Christ who is
called to run and stand on everyone who wants and truly wants to become the new
and truly social man.
The sacred mysteries of
our Church which the Lord recommended, and above all the sanctifying Mysteries,
called Repentance, Confession, and Divine Eucharist are two means unique to
man, every man, what our ancestors and fathers said: "What beautiful which
is man when he is a man. " Then, to these people the example is the
liveliest sermon, preaching much more eloquent and of the finest words. Such
was the preaching of our great saint, Saint Auchayos. He gained the confidence
of his fellow citizens with his holy life. For fifty years he lived as a high
priest teaching and raving his flock.
Before closing his eyes,
he appointed as his successor and substitute the scholarly throne of Solon his
pupil and associate Auxibios.
He chased him and baptized
him and gave him his name. After he had said goodbye with tears of affection
and love, and the people gave the spirit.
Christians worshiped their
spiritual father and honored him with much respect and diligence.
The tomb of the saint
became a "practice of illnesses of unremunerated and sad souls".
Thousands of believers
from all over the island (Cyprus) come every year with reverence for his grace
to ask with tears for his mediation and help. Real! God admires in His saints.
Apolyticus. Sound a '. Desert
citizen.
Apostle the organ of grace
as the Spirit, by Mark of the uncle, the treasure, Auxyev, the hierarch of the
elohim, and the president of Solon, and the shepherd for this memory, the
sanctuary we honor the tormentors, the glory and the glory, the glory in the
crown, glory to act for you, for all the peace.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου