Ο Άγιος Μάρτυς
Ιουλιανός καταγόταν από την Έμεσα,
πόλη της Κοίλης Συρίας και έζησε
κατά
τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Διακρινόταν για την ευσέβειά του προς τον Θεό και για την
αγάπη του προς τους
αδελφούς του. Ασκούσε το επάγγελμα
του ιατρού
και φρόντιζε για την αποκατάσταση
της σωματικής και
ψυχικής υγείας των συνανθρώπων
του, είτε Χριστιανών
είτε ειδωλολατρών.
Κατά
τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού, το έτος 284 μ.Χ., συνελήφθησαν από
τους ειδωλολάτρες ο Επίσκοπος Εμέσης Σιλουανός, ο διάκονος Λουκάς και
ο αναγνώστης Μώκιος, οι οποίοι ομολόγησαν
με θάρρος
και ανδρεία
την
πίστη τους στον Χριστό. Τότε ο
ηγεμόνας διέταξε
να κατασπαραχθούν οι
Άγιοι
από τα άγρια θηρία.
Ο Άγιος
Ιουλιανός δεν είχε παρασταθεί
στην καταδίκη τους, αλλά άκουσε όμως περί
αυτής. Έτρεξε, λοιπόν, με όλες του τις δυνάμεις, για να τους προφθάσει, αλλά όταν ήλθε στο κριτήριο, πληροφορήθηκε ότι τους μετέφεραν
ήδη στο αμφιθέατρο, για να βρουν τον θάνατο εκεί.
Στη θέα των Αγίων
τα μάτια του δάκρυσαν αλλά η
ψυχή του φλογίσθηκε. Οι τρεις εκείνοι Άγιοι Μάρτυρες
ήταν αθλητές του Χριστού,
καυχήματα της Εκκλησίας, στηρίγματα των ψυχών. Και αμέσως έτρεξε κοντά τους, χωρίς να προλάβουν
να τον εμποδίσουν οι στρατιώτες και τους ασπάσθηκε αδελφικά. Η πράξη του αυτή θεωρήθηκε
έγκλημα και κρίθηκε
ότι οι ασπασμοί
εκείνοι έπρεπε
να
επισύρουν τον θάνατο.
Ο Άγιος Ιουλιανός δεν φοβήθηκε από την κρίση των διωκτών. Έμεινε έως τέλους απτόητος και άσειστος. Οι δήμιοι του διαπέρασαν καρφιά στο κεφάλι, στα χέρια και τα πόδια, κατόπιν δε και στην κεφαλή. Έτσι, ο Άγιος Μάρτυς Ιουλιανός ακολούθησε τους άλλους Αγίους Μάρτυρες και έλαβε το ένδοξο στέφανο του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Ιουλιανός δεν φοβήθηκε από την κρίση των διωκτών. Έμεινε έως τέλους απτόητος και άσειστος. Οι δήμιοι του διαπέρασαν καρφιά στο κεφάλι, στα χέρια και τα πόδια, κατόπιν δε και στην κεφαλή. Έτσι, ο Άγιος Μάρτυς Ιουλιανός ακολούθησε τους άλλους Αγίους Μάρτυρες και έλαβε το ένδοξο στέφανο του μαρτυρίου.
St. Julian the Witness is
the Emesis
Saint Martyr Julian came
from the city of Koilis, Syria and lived in the late 3rd century AD. He was
distinguished for his reverence for God and for his love for his brothers. He
practiced the profession of doctor and cared for the restoration of the physical
and mental health of his fellow human beings, whether Christians or idolaters.
During the years of King
Nomeryanus, in 284 AD, the Bishop Emesis Silouanos, the Deacon Luke and the
reader Mocius were arrested by the idolaters, who confessed with courage and
bravery their faith in Christ. Then the ruler ordered the Saints to be
destroyed by the wild beasts.
Saint Julian had not been
represented in their condemnation, but he heard of it. So he ran with all his
might to catch up with them, but when he came to the test, he was informed that
he had already transported them to the amphitheater to find death there. At the
sight of the Saints his eyes were tearful but his soul was burning. All three
of those Holy Martyrs were athletes of Christ, the booms of the Church, the
supports of the souls. And immediately he ran close to them, without the
soldiers being prevented from doing so and the brothers. This act was
considered a crime and it was judged that those convictions had to be fatal.
St. Julian was not afraid
of the persecution. He has remained indefinitely and vexed. His executioners
broke nails on his head, hands and feet, and then on his head. Thus Saint
Martyr Julian followed the other Holy Witnesses and received the glorious crown
of martyrdom.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου