Οι πρόγονοι
του Οσίου Λουκά, ο παππούς
και
η γιαγιά από τον πατέρα του, είχαν γεννηθεί
στην Αίγινα,
την οποία όμως,
όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι του νησιού, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών των Σαρακηνών, γύρω στα έτη 865 – 870 μ.Χ. Έτσι, από την Αίγινα
κατέφυγαν στην επαρχία του Χρυσού (ή
Χρισού, δηλαδή της αρχαίας Κρίσσας) της Φωκίδος
και εγκαταστάθηκαν
αρχικά στο
παράλιο όρος
του Ιωάννου ή του Ιωαννίτζη
επιλεγόμενο.
Αλλά,
επειδή και εκεί δεν βρήκαν ασφάλεια,
αφού και τις παραθαλάσσιες εκείνες περιοχές λυμαίνονταν και λεηλατούσαν οι
Σαρακηνοί πειρατές με τις
συχνές επιδρομές τους, αναγκάσθηκαν πάλι οι πρόγονοι
του Οσίου Λουκά να εγκαταλείψουν
και το
όρος του Ιωαννίτζη.
Στη συνέχεια μετακινήθηκαν
και κατέφυγαν κοντά σε ένα λιμάνι,
στην σημερινή Ιτέα, που ονομαζόταν Βαθύς. Εκεί γέννησαν
τον πατέρα του Οσίου, τον οποίο ονόμασαν
Στέφανο.
Και πάλι όμως οι προπάτορες του Οσίου, σαν κάποιο θεϊκό
νεύμα να τους καλούσε, μετοίκησαν από
τον τόπο αυτό και διάλεξαν τελικά ως
τόπο διαμονής τους το Καστόριον
της Φωκίδος, το νεότερο
Καστρί, κοντά στους αρχαίους
Δελφούς. Εκεί ο υιός Στέφανος, όταν ενηλικιώθηκε, νυμφεύθηκε την
Ευφροσύνη, μητέρα του Οσίου, που
ήταν και αυτή από το
ίδιο νησί, την Αίγινα και από
επιφανή οικογένεια.
Ο
Στέφανος και η Ευφροσύνη, με την ευλογία του
Θεού, απέκτησαν από τον γάμο τους αυτό,
επτά παιδιά: τον Θεόδωρο
πρώτο,
τη Μαρία δεύτερη, τον Λουκά τρίτο,
την Καλή τέταρτη που ενδύθηκε
και
αυτή το
αγγελικό σχήμα, τον Επιφάνιο πέμπτο που και αυτός ως μοναχός αφιερώθηκε στον
Θεό και δύο ακόμη άλλα παιδιά που πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Στο Καστόριον λοιπόν της Φωκίδος γεννήθηκε στα τέλη
του 896 ή στις αρχές του 897 μ.Χ.
ο Όσιος Λουκάς.
Ο
Λουκάς, από την παιδική ηλικία, έδειχνε την τάση και την
θεϊκή κλίση και κλήση του προς τον θρησκευτικό και μοναχικό βίο. Διακρινόταν για την απέραντη αγάπη του προς τους φτωχούς και την παροιμιώδη
φιλανθρωπία του, που έφθανε μέχρι του σημείου να μοιράζει τα
ρούχα του σε κάθε ενδεή τον οποίο συναντούσε στον δρόμο του και να επιστρέφει στο σπίτι του
σχεδόν γυμνός, χωρίς να υπολογίζει για τίποτε
τις επιπλήξεις και παρατηρήσεις
των γονέων του.
Με κάθε τρόπο εκδήλωνε
την αφοσίωση και την αγάπη του προς τον Θεό. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας
το αφιέρωνε στην προσευχή και πολύ λίγο στον ύπνο.
Δεν
παρέλειπε όμως καθόλου και τακαθήκοντά
του προς τους φυσικούς του γονείς, τους οποίους
σεβόταν, αγαπούσε, τιμούσε και εξυπηρετούσε
με κάθε προθυμία,
βοηθώντας τους
στις ποιμενικές και γεωργικές τους εργασίες. Μόλις στην τρυφερή ηλικία
των 12 – 13 ετών, κατά το
έτος 908 – 909 μ.Χ., έχασε τον πατέρα του και έμεινε
ορφανός.
Όταν κάποια
φορά φιλοξενήθηκαν
στο σπίτι του από την
μητέρα του δύο μοναχοί, που
κατευθύνονταν από την Ρώμη προς
τα Ιεροσόλυμα,
ο Λουκάς θεώρησε το γεγονός αυτό ευκαιρία, για να εκπληρώσει το ζωηρό και ενδόμυχο
πόθο του να ασπασθεί
και αυτός
το μοναχικό βίο. Έτσι, κρυφά από την μητέρα του, ακολούθησε τους δύο μοναχούς. Αυτοί, όταν έφθασαν στην Αθήνα, τον άφησαν
εκεί, στο μοναστήρι όπου κατέλυσαν πιθανότατα, στη μονή της Παντάνασσας
στο Μοναστηράκι, ενώ οι ίδιοι συνέχισαν την πορεία τους. Εκεί ο
Όσιος, σε ηλικία 14 ετών,
στα τέλη του 910 ή
στις αρχές του 911 μ.Χ., κείρεται μοναχός και περιβάλλεται με το
σχήμα των μοναχών.
Ο ηγούμενος όμως της μονής αναγκάζεται και τον στέλνει πίσω στην μητέρα
του, καθώς, κατά θαυματουργικό τρόπο, την βλέπει
στο όνειρό του να θρηνεί απελπισμένη και να
του καταλογίζει βαρύτατες ευθύνες, γιατί της στέρησε και κατακρατεί το
μονάκριβο παιδί της, την μόνη παρηγοριά της χηρείας και της δυστυχίας της. Έτσι ο Όσιος επιστρέφει στην μητέρα του, στο
πλευρό της οποίας συμπαραστέκεται με μεγάλη προθυμία και στοργή, βοηθώντας και
εξυπηρετώντας την σε κάθε της ανάγκη.
Μετά
από τέσσερις μήνες, με την συγκατάθεση πια και την ευχή της μητέρας του,
εγκαταλείπει οριστικά τα εγκόσμια, ακολουθεί το θείο νεύμα και
αποσύρεται ως μοναχός στο όρος
του Ιωαννιτζή,
στα νότια της Δεσφίνας της Φωκίδος, στον
Κορινθιακό κόλπο. Εκεί κοντ<ά στη θάλασσα,
όπου υπήρχε και ο
ναός των Αγίων Αναργύρων, έστησε το αναχωρητήριό του και παρέμεινε για μία επταετία (911 – 918). Στην ερημική τοποθεσία
του Ιωαννιτζή, εκτός από
την προσήλωσή του στον
Θεό με τις ατέλειωτες προσευχές, νηστείες και αγρυπνίες και την σθεναρή και σταθερή
αντίστασή του στους παντοδαπούς
πειρασμούς, ανέπτυξε και σπουδαία
κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Πολλοί είναι εκείνοι που
απόλαυσαν την ζεστασιά της φιλοξενίας του, τη θέρμη
των παραμυθητικών του λόγων. Πολλοί ευεργετήθηκαν από τις θαυματουργικές του
ενέργειες και την προορατική του δύναμη, ενδυναμώθηκαν και στερεώθηκαν στην
χριστιανική τους πίστη με το θαυμαστό και πειστικό παραινετικό του λόγο,
καθοδηγήθηκαν και ακολούθησαν το δρόμο του Ευαγγελίου.
Ενώ
βρισκόταν εκεί, προείπε και την επιδρομή των Βουλγάρων του Συμεών στηνκυρίως
Ελλάδα, που έγινε στις αρχές
ή τα μέσα του 918 μ.Χ. και τον εξανάγκασε, καθώς και
τους συμμοναστές και τους
άλλους γνωστούς του, να εγκαταλείψει το ερημητήριό
του στου Ιωαννιτζή
το όρος και ναφθάσει στην απέναντι
Πελοποννησιακή ακτή, κοντά στην
Κόρινθο, για λόγους ασφαλείας. Ο νεαρός, τότε, Λουκάς ήταν 21 περίπου χρόνων.
Στην
Πελοπόννησο παρέμεινε μία ολόκληρη
δεκαετία (918 – 928 μ.Χ.), στο χωριό Ζεμενό της Κορινθίας και στο ευκτήριο του
Μάρτυρος Προκοπίου. Κατά την εκεί παραμονή
του προσέφερε με πολύ μεγάλη προθυμία κάθε είδους υπηρεσία
και εξυπηρέτηση στον γέροντα στυλίτη
ερημίτη που μόναζε εκεί, η αυστηρή και ασκητική
ζωή του οποίου
τον παραδειγμάτισε στην κατά Θεόν ζωή και τον δίδαξε
πολλά.
Μετά τον θάνατο
του τσάρου των Βουλγάρων
Συμεών
(17 Μαΐου 927 μ.Χ.)
και την σύναψη
συνθήκης ειρήνης
(Οκτώβριος 927
μ.Χ.) του υιού και διαδόχου του Πέτρου με τους
Βυζαντινούς, ο Όσιος επέστρεψε
πάλι στις
απέναντι ακτές της Φωκίδος, στο γνώριμο σ’ αυτόν όρος του Ιωαννιτζή. Εκεί έμεινε μία δωδεκαετία (928 –
939/940 μ.Χ.), οργάνωσε δραστήρια μοναστική κοινότητα και
επιδόθηκε σε νέους άθλους και άλλα
ασκητικά σκάμματα και παλαίσματα.
Κατά το διάστημα της δεύτερης, μακρόχρονης, παραμονής του η γύρω περιοχή
γνώριζε ξανά την ευεργετική δράση της άκρας φιλανθρωπίας του, των παραινέσεων
και θαυμάτων του.
Επειδή όμως το πλήθος των καθημερινών επισκεπτών και περαστικών είχε αρκετά κουράσει τον μεγάλο
αναχωρητή, διότι
του κατέστρεφε την ησυχία και γαλήνη της ασκητικής του ζωής,
ο Όσιος αποφάσισε να εγκαταλείψει, οριστικά
αυτήν
την φορά, το όρος του
Ιωαννιτζή και να
αναζητήσει καταφύγιο σε ερημικότερους και ησυχότερους τόπους. Έτσι διάλεξε το λιμάνι
Καλάμιον, ανατολικά της Αντίκυρας της Φωκίδος, όπου έμεινε τρία χρόνια (939/940 – 943 μ.Χ.). Εκεί, γύρω στο 941 μ.Χ., προείπε την κατάλυση
της Αραβοκρατίας και την επανάκτηση
της Κρήτης από
τους Βυζαντινούς, πράγμα που έγινε είκοσι χρόνια αργότερα, στις 7
Μαρτίου του έτους 961
μ.Χ., στα χρόνια του αυτοκράτορα
Ρωμανού
Β’.
Περί
το έτος 943 μ.Χ., εξαιτίας νέων επιδρομών, Ούγγρων στην προκειμένη περίπτωση, ο
Όσιος Λουκάς εγκατέλειψε το Καλάμιον και μετεγκαταστάθηκε στο γειτονικό
ξερό και άνυδρο νησάκι Αμπελών, όπου παρέμεινε άλλα
τρία χρόνια (943 – 946 μ.Χ.). Εκεί
τον επισκεπτόταν συχνά και
η αδελφή του μοναχή Καλή.
Οι φίλοι και γνωστοί του, που είχαν με ποικίλους
τρόπους ευεργετηθεί από αυτόν και δεν
ήθελαν να τον βλέπουν να υποφέρει
στο ξερονήσι Αμπελών και να ενοχλείται επιπλέον και από το πλήθος των
περαστικών, ναυτικών κυρίως, τον έπεισαν να αφήσει το νησί και να εγκατασταθεί,
οριστικά πιά, στο Στείρι
της Φωκίδος, Βοιωτίας σήμερα.
Βρισκόταν σε τόπο ησυχότερο, μακριά από
την βοή και την τύρβη τουκόσμου, αλλά και προικισμένο με
φυσικές καλλονές και αρετές, κατάλληλο για πνευματική άσκηση και προσευχή. Εκεί
ο Όσιος Λουκάς έζησε τα τελευταία
επτά χρόνια της επίγειας ζωής του (946 – 953 μ.Χ.).
Στην
αρχή διάλεξε ένα απόμερο και
ερημικό χωριό, ανάμεσα σε θάμνους και έκτισε εκεί το ταπεινό κελί του, για
να μην τον βρίσκουν εύκολα οι περαστικοί.
Αυτόν λοιπόν, τον ήσυχο και γαλήνιο
τόπο, με την
παρθένα άγρια ομορφιά του και την κατανυκτική και βαθύτατα στοχαστική σιωπή του,
πέρα από τον τάραχο
των εγκοσμίων, διάλεξε ο ερημοπολίτης
Όσιος για να στήσει την ασκητική του καλύβα και με τους πνευματικούς του αγώνες και μόχθους, τις
αδιάλειπτες προσευχές και ανύστακτες αγρυπνίες, να πετύχει την άνοδό του στα ουράνια
δώματα και την ένωσή του
με το
θείο.
Σύντομα
όμως και εδώ,
στον
τόπο της τελικής
εγκαταβιώσεώς του οργάνωσε
νέο μοναστικό κοινόβιο, με πλήθος μαθητών και
συμμοναστών του. Ανάμεσα σε αυτούς
ονομαστοί υπήρξαν για την οσιακή τους βιωτή και την
αφοσίωση στον γέροντά τους ο Πρεσβύτερος Γρηγόριος, ο Παγκράτιος και ο Θεόδωρος.
Παρόλο
που ο Όσιος ήταν εραστής του ησύχιου και
γαλήνιου βίου, μακριά από την κοσμική
τύρβη, καθόλου δεν
απέφευγε τους ανθρώπους. Η φήμη των αγαθοεργιών του, της
θερμής φιλοξενίας, της φιλανθρωπίας και κυρίως των θαυματουργικών και προφητικών
θείων χαρισμάτων του
συγκέντρωνε στο απόμακρο Στείρι πλήθη πιστών
και ενδεών ανθρώπων. Όλοι ζητούσαν την συμβουλή και την παραμυθία
του,
τους ενθαρρυντικούς του λόγους, την βοήθειά
του
για την λύση κάθε λογής προβλημάτων και για την ικανοποίηση
πιεστικών βιοτικών αναγκών, προπάντων όμως τη λυτρωτική των παραπτωμάτων τους
και θαυματουργική του επέμβαση. Σε κανέναν από αυτούς δεν αρνιόταν τίποτε. Σε όλους
έδειχνε χαρούμενος, ευπροσήγορος, αυθόρμητος, πλημμυρισμένος από αγάπη και συμπάθεια, πρόθυμος για κάθε είδους προσφορά
και βοήθεια, εκπληρώνοντας και βιώνοντας σε όλο του το πλάτος και το βάθος το
θεϊκό λόγιο: «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Δεν
ήταν όμως μόνο οι απλοί και ανώνυμοι,
οι ταπεινοί και πονεμένοι
άνθρωποι του λαού που
προσέφευγαν σε αυτόν. Τον επισκέπτονταν και επιφανέστατοι αξιωματούχοι και δημόσιοι
άνδρες της επίσημης Βυζαντινής
κρατικής ιεραρχίας, πράγμα που μαρτυρεί
την αγαθή
φήμη και το υψηλό κύρος καὶ ακτινοβολία που διέθετε ο Στειριώτης αναχωρητής.
Τον επισκέφθηκε έτσι ο γνωστός σε όλους τους συγχρόνους του
Πόθος, στρατηγός του Θέματος της Ελλάδος, το οποίο είχε τότε ως έδρα την πόλη των Θηβών. Ο Όσιος
του έσωσε,
κατά θαυματουργικό
τρόπο, τον ετοιμοθάνατο στην Κωνσταντινούπολη υιό του.
Στενότατες επίσης υπήρξαν οι σχέσεις του Οσίου με τον άλλο στρατηγό
του Θέματος της Ελλάδος, «τον επιφανή και
περίβλεπτον Κρηνίτη», πιθανότατα
άμεσο διάδοχο του Πόθου στο αξίωμα αυτό. Η γνωριμία
των δύο ανδρών, του ταπεινού ερημίτου και απλού
στρατιώτου του Χριστού από το ένα μέρος και του υψηλού κοσμικού άρχοντος και στρατιωτικού
αξιωματούχου από το άλλο μέρος, πολύ γρήγορα
εξελίχθηκε σε θερμή φιλία
και αγάπη.
Έτσι ο Κρηνίτης,
σε όλο το
διάστημα που παρέμεινε ως στρατηγός στην Θήβα, προσέφερε στον
Όσιο κάθε λογής υπηρεσία
και εξυπηρέτηση με μεγάλη προθυμία, χωρίς καθόλου να
υπολογίζει ούτε κόπους ούτε χρηματικές δαπάνες. Ανάμεσα και σε άλλες προσφορές, μεγάλη υπήρξε η προσωπική και η
οικονομική συμβολή του στην ανέγερση του ναού της Αγίας Βαρβάρας. Δεν πρόκειται για την κρύπτη που τιμάται
σήμερα στη
μνήμη της Μεγαλομάρτυρος και βρίσκεται κάτω από το Καθολικό της Μονής, αλλά για
τον παράπλευρα στο Καθολικό της Μονής ναό της Παναγίας, ο οποίος ανεγέρθηκε
ενόσω ζούσε ακόμη ο Όσιος, ανάμεσα
στα χρόνια 947 και
952
μ.Χ.
Όταν
προαισθάνθηκε το ερχόμενο τέλος του, χωρίς να ανακοινώσει σε
κανέναν τίποτε σχετικό, βγήκε απο το κελί του και αποχαιρέτισε με συγκίνηση
και ασπασμούς όλους τους περιοίκους, φίλους και γνωστούς του. Μετά από τρεις
μήνες ασθένησε. Την όγδοη
ημέρα της ασθένειάς
του έγινε φανερό ότι ο Όσιος βάδιζε
προς την έξοδο από τον μάταιο τούτο κόσμο για να καταλήξει
εκεί «ενθα ουκ έστι λύπη,
ου πόνος, ου στεναγμός,
αλλά ζωή ατελεύτητος». Οι γύρω
κάτοικοι που το έμαθαν, παρά την σφοδρή βαρυχειμωνιά και τα χιόνια, έτρεξαν στο κελί
του ετοιμοθάνατου Οσίου, για να δουν για
τελευταία φορά, με τη σωματική του παρουσία, τον μεγάλο ευεργέτη, τον
προστάτη τους και ισχυρό μεσίτη προς τον
Θεό. Με συγκινητικές εκδηλώσεις αγάπης και δάκρυα
του συμπαραστάθηκαν στις τελευταίες
του
στιγμές.
Το
βράδυ της 7ης Φεβρουαρίου του έτους 953
μ.Χ. ο Όσιος, σε ηλικία 56 ετών. Άφησε την τελευταία του πνοή και
παρέδωσε με ηρεμία και γαλήνη το πνεύμα του στον Θεό, για να απολαύσει
εκεί τους καρπούς των
άθλων και καμάτων
του επί
της γης. Το πρωί της επομένης ημέρας,
8ης Φεβρουαρίου, ο πρεσβύτερος Γρηγόριος με τους
λοιπούς μοναχούς, αφού προσκάλεσε και τους γύρω χωρικούς, ενταφίασε το σεπτό σκήνωμα του
Οσίου στο δάπεδο του
κελιού του, στον ειδικά
διαμορφωμένο χώρο,
όπου ακριβώς του
είχε υποδείξει ο ίδιος λίγο πριν από την
κοίμησή του,
προφητεύοντας μάλιστα ότι ο τόπος
εκείνος έμελλε να δοξαστεί.
Περί
τον Ιούλιο του έτους 953 μ.Χ., έξι μήνες
μετά την κοίμηση του Οσίου, ο μοναχός
Κοσμάς από την Παφλαγονία, που ταξίδευε προς την
Ιταλία, σταμάτησε μετά ἀπό Θεϊκό
όνειρο στο Στείρι, στη μονή όπου με
ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη επιμελήθηκε
και καλλώπισε το νωπό τάφο του
Οσίου. Τον ανύψωσε λοιπόν με
επιχωμάτωση, τον έντυσε με εγχώριες πλάκες
και τον
περιέβαλε με κιγκλίδες.
Δύο
χρόνια αργότερα, γύρω στα μέσα του έτους 955 μ.Χ., μαθητές και συμμοναστές του
Οσίου, σε ένδειξη σεβασμού και ἀγάπης
προς τον πνευματικό τους πατέρα, συμπλήρωσαν και διακόσμησαν το ναό της Αγίας
Βαρβάρας, που είχε ακόμη
ορισμένες ατέλειες. Έκτισαν επιπλέον κελιά για τους μοναχούς, των οποίων ο αριθμός
είχε αυξηθεί, καθώς και ξενώνες για την
υποδοχή και εξυπηρέτηση των προσκυνητών
και επισκεπτών. Τέλος, το
κελί του Οσίου, όπου
βρισκόταν και ο τάφος του, το μετέτρεψαν σε
ωραιότατη Εκκλησία σταυρικού σχήματος.
Ο τάφος
με το ιερό
λείψανο του Οσίου ἔγινε πόλος ἕλξεως πλήθους πιστῶν
καὶ πηγὴ ακένωτη
θαυματουργικών ιάσεων.
Ο
μικρός σταυρόσχημος
ναός με τον τάφο του Οσίου δεν
επαρκούσε όμως για να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες
και να εξυπηρετήσει τα συνεχώς αυξανόμενα πλήθη των πιστών που
συνέρρεαν εκεί, για να καταθέσουν θερμό το δάκρυ του πόνου τους και να ζητήσουν
την προστασία και αντίληψη του μεγάλου ασκητού και την λυτρωτική του επέμβαση
για κάθε λογής σωματικά τους πάθη και τις ψυχικές αλγηδόνες.
Γι’ αυτό στις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., με πρωτοβουλία του καθηγουμένου της μονής, του ευσεβέστατου ιερομονάχου Φιλοθέου, κατεδαφίστηκε το σταυρόσχημο ευκτήριο και στην ίδια θέση, αλλάσε μεγαλύτερο χώρο ως προς την έκταση, ανεγέρθηκε το σημερινό επιβλητικό καθολικό της μονής, με την περίλαμπρη γλυπτική ζωγραφική και ψηφιδωτή του διακόσμηση, στο οποίο φυλάσσεται το ιερό σκήνωμα του Οσίου.
Γι’ αυτό στις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., με πρωτοβουλία του καθηγουμένου της μονής, του ευσεβέστατου ιερομονάχου Φιλοθέου, κατεδαφίστηκε το σταυρόσχημο ευκτήριο και στην ίδια θέση, αλλάσε μεγαλύτερο χώρο ως προς την έκταση, ανεγέρθηκε το σημερινό επιβλητικό καθολικό της μονής, με την περίλαμπρη γλυπτική ζωγραφική και ψηφιδωτή του διακόσμηση, στο οποίο φυλάσσεται το ιερό σκήνωμα του Οσίου.
Απολυτίκιον. Ήχος
α’. Της ερήμου πολίτης.
Της Ελλάδος το κλέος, και Οσίων το καύχημα, και τον του Στειρείου φωστήρα, και οικήτορα όσιον, τιμήσωμεν ασμάτων εν ωδαίς, Λουκάν τον θεοφόρον ευσεβώς· τω Χριστώ γαρ οικειούται διαπαντός, τους πίστει ανακράζοντας· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σού, πάσιν ιάματα.
Της Ελλάδος το κλέος, και Οσίων το καύχημα, και τον του Στειρείου φωστήρα, και οικήτορα όσιον, τιμήσωμεν ασμάτων εν ωδαίς, Λουκάν τον θεοφόρον ευσεβώς· τω Χριστώ γαρ οικειούται διαπαντός, τους πίστει ανακράζοντας· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σού, πάσιν ιάματα.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’.
Τη Υπερμάχω.
Ο εκλεξάμενος Θεός
προ του πλασθήναί σε
Εις ευαρέστησιν
αυτού οίς οίδε κρίμασι
Προσλαβόμενος εκ μήτρας καθαγιάζει
Και οικείον
εαυτού δούλον δεικνύει σε
Κατευθύνων σου
Λουκά τα διαβήματα
Ο φιλάνθρωπος, ω νυν χαίρων παρίστασαι.
Ο φιλάνθρωπος, ω νυν χαίρων παρίστασαι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ησυχίας λύχνος λαμπρός, και της ποιμανσίας, ο ακοίμητος οφθαλμός· χαίροις μοναζόντων, υπογραμμός και τύπος, Λουκά θαυματοφόρε, Ελλάδος καύχημα.
Χαίροις ησυχίας λύχνος λαμπρός, και της ποιμανσίας, ο ακοίμητος οφθαλμός· χαίροις μοναζόντων, υπογραμμός και τύπος, Λουκά θαυματοφόρε, Ελλάδος καύχημα.
Saint Luke the Sisters of
Greece
The ancestors of Hosios
Loukas, grandfather and grandmother from his father, were born in Aegina,
which, like many other inhabitants of the island, were forced to abandon, due
to the pirate raids of the Saracens, around 865-870 A.D. Thus, from Aegina they
resorted to the province of Chrysos (or Christos, that is to say, the ancient
Krissa) of Fokida and settled initially on the coast of Ioannos or Ioannitsis.
But because they did not
find any security, since the seaside areas were ravaged and plundered by the
Saracens pirates with their frequent raids, the ancestors of St. Lucas were
again forced to leave the mountain of Ioannidis. They then moved and resorted
to a port in today's Itea, called Vathi. There they gave birth to the father of
Hosios, whom they named Stephen.
Again, however, the
forefathers of Hosios, as a divine nod to call them, moved from this place and
eventually chose Kastorion of Fokida, the newest Kastri, near the ancient
Delphi. There, when Stephen, when he reached adulthood, married Efrosini,
mother of Hosios, who was also from the same island, Aegina and an eminent
family.
Stephanos and Euphrosyne,
with the blessing of God, acquired this from their marriage, seven children:
Theodore the first, Maria second, Luke the third, Good fourth who also dressed
this angelic figure, Epiphion fifth who he as a monk was devoted to God and two
other children who died in infancy. Kastorion of Fokida was born in late 896 or
early 897 AD. Saint Luke.
Luke, from childhood,
showed his tendency and divine inclination and call to religious and lonely
life. He was distinguished for his immense love for his poor and proverbial
charity, who reached up to the point of distributing his clothes to every needy
he met on his way and returning to his home almost naked without counting for
anything the reprimands and comments from his parents. In every way he
manifested his devotion and love to God. Thus, most of the night devoted it to
prayer and very little to sleep. But he did not fail at all to his natural
parents, whom he respected, loved, honored and served with all willingness,
helping them in their pastoral and agricultural work. Just at the tender age of
12-13 years, in the year 908 - 909 AD, he lost his father and remained an
orphan.
When once in his house,
two monks were housed in his house and headed from Rome to Jerusalem, Luke
regarded this opportunity as an opportunity to fulfill his lively and intimate
craving for the lonely life. So, secretly from his mother, he followed the two
monks. These, when they arrived in Athens, left him there, in the monastery
where they eventually collapsed, at the monastery of Pantanassa in Monastiraki,
while they continued their journey. There, at the age of 14, at the end of 910
or at the beginning of 911 AD, Osios was a monk and was surrounded by the
monks.
But the abbot of the
monastery is forced to send him back to his mother, as in a miraculous way he
sees it in his dream of lamenting desperate and imposing heavy responsibilities
on him because he has deprived and retains her only child, the only comfort of
widowhood and her misery. So the Saint returns to his mother, by the side of
whom he stands with great eagerness and affection, helping and servicing her
every need.
After four months, with
the consent and wish of his mother, he finally abandons the mundane, follows
the divine nod and retires as a monk on Mount Ioannitsi, south of Desfina,
Fokida, in the Corinthian Gulf. There, near the sea, where the temple of Agioi
Anargyroi existed, he set up his tent and stayed for seven years (911-918). In
the deserted position of Ioannitsis, besides his attachment to God with endless
prayers, fasting and vigil, and his strong and firm resistance to universal
temptations, he has also developed great social and charitable action. Many are
the ones who enjoyed the warmth of their hospitality, the warmth of their fairy
tales. Many benefited from his miraculous energies and his proactive power,
were strengthened and secured in their Christian faith with his wondrous and
persuasive promise, were guided and followed the way of the Gospel.
While there, he predicted
the siege of the Bulgarians of Symeon in mainland Greece, which took place in
the early or mid-918 AD. and forced him, as well as his co-owners and other
acquaintances, to leave the hermitage in Ioannitsi the mountain and to reach
the opposite Peloponnesian coast near Corinth for safety reasons. The young
man, then, Luke was about 21 years old.
A decade (918-92 BC)
remained in the Peloponnese, in the village of Zomenos, in Corinthia, and in
the martyrdom of Witness of Prokopios. During that stay, he offered with great
eagerness all kinds of service and service to the elderly stylized hermit who
lived there, whose strict and ascetic life he had exemplified in God's life and
taught him a great deal.
After the death of the
Tsar of the Bulgarians Simeon (17 May 927 AD) and the conclusion of a peace
treaty (October 927 AD) of the son and successor of Peter with the Byzantines,
the Savior returned again to the opposite shores of Fokida, in the familiar to
him the term of Ioannitsis. There he stayed for a dozen years (928-939 / 940
AD), organized an active monastic community, and served in new feats and other
ascetic pitfalls. During his second, long-lasting stay, the surrounding area
once again knew the beneficial action of his extreme charity, his
congratulations and miracles.
However, since the crowd
of everyday visitors and passers-by had tired of the great lady, because it
destroyed the quietness and tranquility of his ascetic life, the Savior decided
to abandon definitively this time the mountain of Ioannidis and seek shelter in
more deserted and quieter places. So he chose the port of Kalamion, east of
Antikyra of Fokida, where he stayed for three years (939/940 - 943 AD). There,
around 941 AD, he predicted the abolition of the Arabic domination and the
recovery of Crete by the Byzantines, which happened twenty years later, on
March 7, 961 AD, during the time of Emperor Romanos II.
In the year 943 AD, due to
new invasions by the Hungarians in this case, Saint Lucas left Kalamion and
relocated to the neighboring dry and dry islet of Abelones, where he stayed for
another three years (943-94 AD). There he often
visited his sister, nun Kali.
His friends and
acquaintances, who in various ways benefited from him and did not want to see
him suffer in the murmur of the Vineyards and also be bothered by the crowd of
passers-by, mainly sailors persuaded him to leave the island and to settle
permanently in Steriri in Fokida, Viotia today. It was in a quieter place, far
from the turmoil and turmoil of the world, but also endowed with natural
beauties and virtues, suitable for spiritual exercise and prayer. There, St.
Luke lived in the last seven years of his terrestrial life (946-953 AD).
At first he chose a
deserted and desolate village, between shrubs, and built his humble cell there,
so that passers-by would not find it easily. So, the peaceful and peaceful
place, with its virgin wild beauty and its deep and profoundly thoughtful
silence, beyond the giant treasure, chose the deserted Ossios to set up his
ascetic hut and his spiritual struggles and toil , unceasing prayers and
unstable vigil, to achieve its advance in the celestial temple and its union
with the sulfur.
But soon, here, at the
site of his final desertion, he organized a new monastic community, with his
many students and co-workers. Among these names were presbyters Gregory,
Pagratios and Theodoros for their eternal life and devotion to their elders.
Although Osios was a lover
of quiet and peaceful life, away from the cosmic turbulence, he did not at all
avoid people. The reputation of his charities, his warm hospitality, charity
and, above all, his miraculous and prophetic divine gifts gathered in the far
distant parts of Steririous crowds of loyal and impoverished people. Everyone
was asking for his advice and fairy tale, his encouraging reasons, his help in
solving all sorts of problems and the satisfaction of pressing needs, but above
all the redeeming of his misconduct and his miraculous intervention. None of
them denied anything. Everyone seemed happy, eloquent, spontaneous, flooded
with love and sympathy, willing to offer and help, fulfilling and experiencing
the divine scholar throughout his breadth and depth: "Love your neighbor
as yourself."
But it was not just the
simple and anonymous, the humble and painful people of the people who came to
him. He was also visited by prominent officials and public men of the official
Byzantine state hierarchy, which testifies to the great reputation and high
reputation of the Sterilian deputy.
He was thus visited by the
well-known to all his contemporaries Pothos, General of the Subject of Greece,
which was then the seat of the city of Thebes. The Savior saved him, in a
miraculous way, the dying son of Constantinople.
The relations of Hosios
with the other General of the Subject of Greece, "the prominent and
overwhelming Kremena", probably the direct successor of Pothos in this
post, were also very close. The acquaintance of the two men, the humble hermit
and the simple soldier of Christ on one side, and the high secular ruler and
military official from the other side, very quickly evolved into a warm
friendship and love.
Thus, Kerenite, throughout
his stay as a general in Thebes, offered the Lion any kind of service and
service with great eagerness, without even counting any cost or money. Among
other offers, his personal and financial contribution to the erection of the
church of Aghia Barbara was great. It is not the crypt that is celebrated today
in the memory of the Great Martyr and is located under the Catholic monastery,
but for the side of the Catholic church of the Virgin Mary, which was erected
during the time of the Ossios, between 947 and 952 m. X.
When he came to the end of
the day, without telling anyone anything, he came out of his cell and resented
with excitement and excitement all his countrymen, friends and acquaintances.
After three months he was ill. On the eighteenth day of his illness, it became
apparent that Osios was going out of this futile world to end there "there
was no sadness, no pain, no sigh, but no life of endlessness." The nearby
inhabitants, despite the fiery gravity and snow, rode into the cell of the dying
Ossios to see for the last time, with his physical presence, the great
benefactor, their protector and powerful agent to God. With touching
expressions of love and tears, he supported himself in his last moments.
On the evening of February
7, 953 AD. the Saint, aged 56 years. He left his last breath and delivered his
spirit to God in peace and quiet to enjoy the fruits of his labors and
trembling there on earth. On the morning of the following day, on 8 February,
the elder Grigorios and the other monks, after inviting the surrounding
villagers, buried the seventh relic of Osios on the floor of his cell, in the
specially designed area where he had just indicated it just before from his
sleep, prophesying that this place was to be glorified.
About July of 953 AD, six
months after the death of Saint, the monk Kosmas from Paphlagonia, who traveled
to Italy, stopped after a divine dream in Steri, the monastery, where he
carefully cared for and loved groomed the holy tomb of Saint. So he lifted him
up with a dump, dressed him with domestic plates and surrounded him with rails.
Two years later, around
mid-955 AD, students and comrades of Hosios, as a sign of respect and love to
their spiritual father, completed and decorated the church of St. Barbara,
which still had some imperfections. They built extra cells for the monks, whose
number had grown, as well as guest houses for the reception and service of
pilgrims and visitors. Finally, the Osi's cell, where his tomb was, turned it
into a beautiful cross-shaped church.
The tomb with the holy
relic of Ossios became the gateway to a multitude of faithful and splendid
miracles of miracles.
The small cruciform temple
with the tomb of Hosios was not enough to cover the cult needs and to serve the
ever-increasing crowds of the faithful who flocked there to warm their tear of
pain and seek the protection and perception of the great ascetic and his
redeeming intervention for every kind of physical passions and mental algeons.
That is why, at the
beginning of the 11th century AD, at the initiative of the abbot of the
monastery, the blessed hieromonk Philotheos, the cruciform wish was demolished
and in the same place, more space was erected, the present imposing katholikon
of the monastery, with its sculptural sculptural painting and mosaic decoration,
in which the holy relic of Ss.
Apolyticus. Sound a '.
Desert citizen.
The glory of the glory of
the glory of the glory of the glory of the glory of the glory of the glory, the
glory of the glory, and the glory of the Lord, , glory acting for you, all
kinds of peace.
Kontakion. Sound flat d '.
I overpower her.
The elect God before the
sculptures in
To his delight, he is a
shame
Ascended from the womb
sanctifies
And a familiar servant
himself shows to
Guided by Luke the demises
The philanthropist, as you
are now enjoying.
Majesty.
Glorious blessed lust, and
the shepherd, the eternal bud; the monastics of joy, the sign and the press,
the miracles of Luke, the Greek pride.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου