Ματθ.
9, 7-35
7 Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν
εἰς τὸν οἶκον
αὐτοῦ.
8 ἰδόντες δὲ
οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν
τὸν Θεὸν τὸν
δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.
Κλήσις του Ματθαίου
9 Καὶ παράγων
ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν
ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ
τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ
λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. Καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ.
10 Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. 11 Καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;
10 Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. 11 Καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;
12 Ὁ δὲ
᾿Ιησοῦς ἀκούσας εἶπεν αὐτοῖς· οὐ
χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿
οἱ κακῶς ἔχοντες.
13 Πορευθέντες δὲ μάθετε
τί ἐστιν
ἔλεον θέλω καὶ
οὐ θυσίαν. οὐ
γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ
ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.
Νηστεία
14 Τότε προσέρχονται αὐτῷ
οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου λέγοντες·
διατί ἡμεῖς καὶ
οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν πολλά, οἱ
δὲ μαθηταί σου οὐ νηστεύουσι;
15 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ
᾿Ιησοῦς· μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ
νυμφῶνος πενθεῖν
ἐφ ᾿ ὅσον χρόνον μετ᾿
αὐτῶν ἐστιν ὁ
νυμφίος; ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν
ὁ νυμφίος, καὶ
τότε νηστεύσουσιν.
16 Οὐδεὶς δὲ
ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ράκους
ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ
παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ
πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ
ἱματίου, καὶ χεῖρον
σχίσμα γίνεται. 17 Οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ
δὲ μήγε, ρήγνυνται οἱ
ἀσκοί, καὶ ὁ
οἶνος ἐκχεῖται καὶ
οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· ἀλλὰ
οἶνον νέον εἰς
ἀσκοὺς βάλλουσι καινούς, καὶ ἀμφότεροι
συντηροῦνται.
Η κόρη του
Ιαείρου και η
αιμορροούσα
18 Ταῦτα αὐτοῦ
λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων
εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ
μου ἄρτι
ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν
ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ζήσεται.
19 Καὶ ἐγερθεὶς ὁ
Ἰησοῦς ἠκολούθησεν αὐτῷ
καὶ οἱ μαθηταί
αὐτοῦ.
20 Καὶ ἰδοὺ
γυνή, αἱμορροοῦσα δώδεκα
ἔτη, προσελθοῦσα
ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου
αὐτοῦ.
21 Ἔλεγε γὰρ
ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ
ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι. 22 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπιστραφεὶς καὶ
ἰδὼν αὐτὴν εἶπε· θάρσει, θύγατερ· ἡ
πίστις σου σέσωκέ σε.
καὶ
ἐσώθη ἡ γυνὴ
ἀπὸ τῆς ὥρας
ἐκείνης.
23 Καὶ
ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν
οἰκίαν
τοῦ ἄρχοντος καὶ
ἰδὼν τοὺς αὐλητὰς καὶ
τὸν ὄχλον θορυβούμενον,
λέγει αὐτοῖς·
24 ἀναχωρεῖτε· οὐ
γὰρ ἀπέθανε τὸ κοράσιον, ἀλλὰ
καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ.
25 Ὅτε δὲ
ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος,
εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς,
καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον.
26 Καὶ ἐξῆλθεν
ἡ φήμη αὕτη εἰς ὅλην τὴν
γῆν ἐκείνην.
Οι δύο τυφλοί
27 Καὶ
παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες
καὶ λέγοντες· ἐλέησον
ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ.
28 Ἐλθόντι δὲ
εἰς τὴν οἰκίαν
προσῆλθον αὐτῷ
οἱ τυφλοί, καὶ
λέγει αὐτοῖς ὁ
᾿Ιησοῦς · πιστεύετε ὅτι δύναμαι
τοῦτο ποιῆσαι;
λέγουσιν αὐτῷ·
ναί, Κύριε.
29 Τότε ἥψατο τῶν
ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν
πίστιν
ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν.
30 Καὶ ἀνεῴχθησαν
αὐτῶν οἱ
ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο
αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς
λέγων· ὁρᾶτε μηδεὶς
γινωσκέτω.
31 Οἱ
δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν
αὐτὸν ἐν ὅλῃ
τῇ γῇ ἐκείνῃ.
Ο βωβός
δαιμονισμένος
32 Αὐτῶν δὲ
ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ
ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον·
33 καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ
κωφός, καὶ ἐθαύμασαν
οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως
ἐν τῷ Ἰσραήλ.
34 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια.
35 Καὶ περιῆγεν
ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ
τὰς κώμας διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς
αὐτῶν καὶ κηρύσσων
τὸ
εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ
θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν
ἐν τῷ λαῷ.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ματθ.
9, 7-35
7. Αυτός
σηκώθηκε και
πήγε στο σπίτι του.
8 Όταν είδε
αυτό ο κόσμος,
θαύμασε και δόξασε τον Θεό,
που έδωσε τέτοιαν
εξουσία στους ανθρώπους.
Κλήση
του Ματθαίου
9
Και ενώ προχωρούσε
ο Ιησούς πιο πέρα,
είδε έναν άνθρωπο
να κάθεται στο
τελωνείο, ο οποίος ωνομάζετο
Ματθαίος, και του λέγει,
«Ακολούθησέ με».
Και εκείνος σηκώθηκε και
τον ακολούθησε.
10
Και ενώ
αυτός καθότανε στο τραπέζι στο σπίτι, ήλθαν
πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί
και έτρωγαν μαζί
με τον Ιησού
και τους μαθητές του.
11
Και όταν είδαν αυτό
οι Φαρισαίοι, έλεγαν
στους μαθητές
του, «Γιατί ο διδάσκαλός
σας τρώγει
μαζί
με τους τελώνες
και τους αμαρτωλούς;».
12
Όταν το άκουσε ο
Ιησούς, είπε, «Δεν
ἐχουν ανάγκη από
ιατρό οι υγιείς
αλλά οι ασθενείς.
13
Πηγαίνετε να μάθετε
τι σημαίνει,
Αγάπην θέλω και
όχι θυσία. Διότι
δεν ήλθα να καλέσω
σε μετάνοιαν δικαίους
αλλά αμαρτωλούς».
Νηστεία
14
Τότε έρχονται προς αυτόν
οι μαθητές
του Ιωάννου και
του λέγουν, «Γιατί
εμείς και οι
Φαρισαίοι νηστεύομεν πολύ,
οι δε μαθητές σου δεν νηστεύουν;».
15
Και ο
Ιησούς τους είπε,
«Μπορούν οι καλεσμένοι
στον γάμο να
πενθούν, όσο καιρό
ο γαμβρός είναι
μαζί τους; Θα
έλθουν όμως ημέρες, που
θα τους πάρουν
τον γαμβρό, και τότε
θα νηστέψουν.
16
Κανείς δεν βάζει μπάλωμα από καινούργιο
ύφασμα σε παληό ένδυμα, διότι
το συμπλήρωμα
τραβά το ένδυμα
και το σχίσιμο γίνεται χειρότερο.
17
Ούτε βάζουν καινούργιο
κρασί σε παληά
ασκιά, διότι τότε
σχίζονται τα ασκιά,
και το κρασί
χύνεται και
τα ασκιά καταστρέφονται, αλλά καινούργιο
κρασί βάζουν σε
καινούργια ασκιά και έτσι και
τα δύο διατηροῦνται».
Η κόρη του Ιαείρου
και
η αιμορροούσα
18
Ενώ έλεγε αυτά, ένας
άρχων, αφού πλησίασε,
τον προσκυνούσε και
έλεγε, «Η κόρη μου προ ολίγου πέθανε,
αλλά έλα να βάλεις το χέρι σου επάνω της και
θα ζήσει».
19
Και ο
Ιησούς σηκώθηκε και
τον ακολούθησε μαζί
με τους μαθητές του.
20
Και μία
γυναίκα, η οποία
έπασχε από αιμορραγία
επί δώδεκα χρόνια, αφού
πλησίασε από πίσω, άγγιξε την άκρη του ενδύματός του, διότι
έλεγε μέσα της,
21
«Και άν μόνο
αγγίξω το ένδυμά του
θα σωθώ».
22
Ο δε
Ιησούς, αφού γύρισε
και
την είδε, είπε, «Έχε θάρρος κόρη
μου· η πίστις σου σε έκανε καλά».
Και
έγινε καλά η
γυναίκα από την
ώρα εκείνη.
23
Και όταν ήλθε
ο Ιησούς στο σπίτι του
άρχοντος και είδε εκείνους που έπαιζαν
φλογέρα,
24
Και τον κόσμο
να ταράσσεται,
τους λέγει, «Φύγετε,
διότι η κόρη δεν πέθανε, αλλά
κοιμάται».
25
Αυτοί όμως τον ειρωνεύονταν. Όταν
ο κόσμος έφυγε,
μπἠκε και έπιασε
το χέρι της και
σηκώθηκε η κόρη.
26
Και διαδόθηκε
η φήμη αυτή
σε όλη τη χώρα
εκείνη.
Οι δύο τυφλοί
27 Όταν ο
Ιησούς προχώρησε από
εκεί, τον ακολούθησαν
δύο τυφλοί, οι οποίοι φώναζαν, «Ελέησέ μας,
υιέ του Δαυΐδ».
28
Μόλις δε έφθασε στο σπίτι,
ήλθαν σ’ αυτόν
οι τυφλοί και
ο Ιησούς τους
λέγει, «Πιστεύετε
ότι έχω την δύναμι
να κάνω
αυτό που ζητάτε;».
29
Λέγουν σ’ αυτόν, «Ναι, Κύριε».
Τότε άγγιξε
τα μάτια τους και είπε,
«Σύμφωνα με την πίστιν σας, άς
γίνει».
30
Και άνοιξαν τα μάτια τους
και
σε αυστηρό τόνο τους παρήγγειλε ο
Ιησούς και τους
είπε, «Προσέχετε, κανείς
να μην το
μάθει».
31
Αυτοί όμως μόλις βγήκαν,
τον διεφήμισαν σε όλη
την χώραν
εκείνην.
Ο βωβός δαιμονισμένος
32
Ενώ αυτοί έβγαιναν,
τους έφεραν έναν
άνθρωπον βωβόν δαιμονισμένον.
33
Και αφού το δαιμόνιον
εκδιώχθηκε, εμίλησε ο βωβός.
Και εθαύμασε ο κόσμος
και έλεγεν, "Τέτοια πράγματα
δεν εφάνησαν ποτέ
στο Ισραήλ".
34
[Οι δε Φαρισαίοι
έλεγαν, «Εις το
όνομα του άρχοντος
των δαιμονίων βγάζει δαιμόνια»].
35
Και περιήρχετο ο
Ιησούς όλες τις πόλεις και
τα χωριά και
δίδασκε στις
συναγωγές των και
εκήρυττε το ευαγγέλιον
περί της βασιλείας
και θεράπευε κάθε ασθένειαν
και κάθε αδυναμίαν
του λαού.
Ρωμ.
15, 1-7
1 Ὀφείλομεν δὲ
ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ
τὰ ἀσθενήματα τῶν
ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ
ἑαυτοῖς ἀρέσκειν.
2 Ἕκαστος ἡμῶν τῷ
πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν·
3 καὶ
γὰρ ὁ Χριστὸς οὐχ
ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλὰ καθὼς γέγραπται,
οἱ ὀνειδισμοὶ
τῶν ὀνειδιζόντων σε
ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ.
4 Ὅσα γὰρ προεγράφη,
εἰς τὴν ἡμετέραν
διδασκαλίαν προεγράφη,
ἵνα διὰ
τῆς ὑπομονῆς καὶ
τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν.
5 Ὁ δὲ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ
τῆς πα,ρακλή,σεως
δῴη ὑμῖν τὸ
αὐτὸ φρονεῖν ἐν
ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν
Ἰησοῦν,
6 ἵνα ὁμοθυμαδὸν
ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε
τὸν Θεὸν καὶ πατέρα
τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
7 Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ
ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς εἰς δόξαν
Θεοῦ.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ρωμ.
15, 1-7
1 Εμείς
οι, δυνατοί πρέπει να
βαστάζωμεν τις αδυναμίες
των αδυνάτων και να
μη περιοριζώμεθα σε
όσα είναι αρεστά
στον εαυτόν μας.
2 Ο
καθένας από μας
άς φροντίζει να
είναι αρεστός στον
πλησίον για
το καλόν του
και την οικοδομήν του,
3 διότι
και ο Χριστός
δεν ζήτησε εκείνα
που ήσαν αρεστά
στον εαυτόν του, αλλά,
καθώς είναι γραμμένον, Οι ύβρεις
των υβριστών
σου έπεσαν επάνω
μου.
4 Διότι
όσα προεγράφησαν, εγράφησαν
για την διδασκαλίαν
μας ώστε δια της
υπομονής και της
παρηγορίας που δίνουν
οι γραφές να
διατηρούμεν την ελπίδα.
5 Και
είθε ο Θεός
που είναι η πηγή της
υπομονής και της
παρηγορίας να σας αξιώσει
να έχετε το
ίδιο φρόνημα μεταξύ
σας κατά το
υπόδειγμα του Ιησού Χριστού,
6 ώστε
όλοι μαζί με
μια ψυχή και
με ένα στόμα
να δοξάζετε τον
Θεόν και Πατέρα του
Κυρίου μας Ιησού
Χριστού.
7 Δια
τούτο ο ένας
να δέχεται τον
άλλον, όπως και
ο Χριστός σας
δέχθηκε για να
δοξασθεί ο Θεός.
Matt. 9, 7-35
7. He stood up and went to
his house.
8 When the people saw
this, they admired and glorified God, who gave such power to the people.
Matthew's call
9 And while Jesus went
further, he saw a man sitting at the customs, who was called Matthew, and said
to him, "Follow me." And he stood up and followed him.
10 And while he sat at the
table at home, many charges and sinners came, and they ate with Jesus and his
disciples.
11 And when the Pharisees
saw this, they said to his disciples, "Why does your teacher eat with the
sinners and the sinners?"
12 When Jesus heard it, he
said, "They do not need the healthiest but the patients.
13 Go to find out what it
means, Love I want, not sacrifice. For I did not come to call to repentance
righteous but sinners. "
Fasting
14 Then the disciples of
John come to him and say to him, "Why do we and the Pharisees fast, and do
your disciples not fast?"
15 And Jesus said unto
them, Can the guests in the marriage mourn, as long as the babe is with them?
But there will be days to take them away, and then they will fast.
16 No one puts a patch of
new cloth in an old garment because the complement pulls the garment and the
tear becomes worse.
17 They do not put new
wine in old shrubs, because then the shrubs are torn, and the wine is poured
and the shrubs are destroyed, but new wine puts on new shrubs, so both are
preserved. "
The daughter of Iair and
the hemorrhage
18 When he said these
things, a prince approached him and said, "My daughter has just died, but
come, put your hand on it and live."
19 And Jesus stood up, and
followed him with his disciples.
20 And a woman who had
been bleeding for twelve years, when he approached from behind, touched the
edge of his garment because he was saying in her,
21 "And if only I
touch his garment I will be saved."
22 And Jesus, having
turned and saw her, said, "My daughter has mercy; thy faith hath made you
good." And the woman became well from that time.
23 And it came to pass,
when Jesus came into the house of the lord, and saw those that played flute,
24 And let the world be
troubled, saith unto them, Go forth, for the daughter doth not die, but
sleepeth.
25 But they were mocking
him. When the world left, she got in and grabbed her hand and the daughter
stood up.
26 And this reputation
spread throughout that country.
The two blinds
27 When Jesus proceeded
from there, two blind men followed him, who cried, "O Heaven to us,
David's son."
28 When he did not reach
the house, the blind came to him, and Jesus said to them, "Do you think I
have the power to do what you ask for?"
29 They say to him,
"Yes, Lord." Then he touched their eyes and said, "According to
your faith, let it be done."
30 And they opened their
eyes, and in a strict tone they were commanded by Jesus, and said unto them,
Take heed, let no man know it.
31 But they have just come
out, they have been advertised to him all over the country.
The fucking demon
32 While they were going
out, they brought them a man of devil's demons.
33 And it came to pass,
when the demon was cast away; And the people were astonished and said,
"Such things never happened in Israel."
34 And the Pharisees said,
"In the name of the ruler of the demons, cast out demons."
35 And Jesus went in all
the cities and villages, and taught in their synagogues, and worshiped the
gospel of the kingdom, and healed all sickness and all the weaknesses of the
people.
Rom. 15, 1-7
1 We, the strong ones,
have to bear the weaknesses of the weak and not limit themselves to what we
like in ourselves.
2 Let each one of us take
care of his liking to his neighbor and his building,
3 For Christ did not ask
those who loved Himself, but, as He is written, The insults of your abusers
fell upon me.
4 For what they preached,
they were written for our teaching, that through the patience and consolation
of the scriptures we have the hope.
5 And God, who is the
source of patience and consolation, asks you to have the same mind among you in
the pattern of Jesus Christ,
6 so that all together
with one soul and one mouth glorify the God and Father of our Lord Jesus
Christ.
7 Therefore let one
receive the other, just as Christ has accepted you to glorify God.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου