Ο
Άγιος Σάββας ο ηγιασμένος εγεννήθη το έτος 439 από ευσεβείς και πλουσίους
γονείς εις την πόλιν Μουταλάσκην της
Καππαδοκίας. Ο πατήρ του, στρατιωτικός εις το επάγγελμα, ηναγκάσθη να μεταβή
μετά της συζύγου του Σοφίας,
εις την Αλεξάνδρειαν
δια υπηρεσιακούς λόγους, αναθέτοντας
την ανατροφήν του μικρού Σάββα ο οποίος
ήταν μόλις πέντε ετών
εις τον συγγενή
του Ερμία. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, δυσαρεστηθείς ο Σάββας από την συμπεριφοράν της συζύγου του θείου
του και από την επακολουθήσασαν διαμάχην μεταξύ των θείων του,
Ερμίου και Γρηγορίου, δια την ανατροφήν
του και την διαχείρισιν της περιουσίας των γονέων του, περιφρόνησε τον κόσμο και εις
ηλικίαν οκτώ ετών ενετάγη εις μοναστήριον που έφερε το όνομα Φλαβιαναί. Εκεί
επεδόθη εις την εκμάθησιν του ψαλτηρίου και των μοναχικών υποχρεώσεων και αφ᾿
ετέρου εις την άσκησιν των θεοειδών αρετών και
διέπρεψεν εις την εγκράτειαν την σωματικήν κακοπάθειαν, την
ταπεινοφροσύνην και την υπακοήν. Ανεδείχθη ανώτερος όλων των συμμοναστών του, πάνω από 65
τον αριθμόν. Θέλοντας ο Θεός να προμηνύση την αγιότητα εις την
οποία θα έφθανε, τον χαρίτωσε με
ακράδαντον και θαυματουργόν πίστιν. Κάποτε εισήλθεν εις αναμμένον φούρνον, αφού
οπλίσθηκε με το σημείον
του Σταυρού έκβαλε, σώος και αβλαβής, τα ενδύματα τα οποία ο αρτοποιός
είχε λησμονήσει.
Έχοντας συμπληρώσει εις τον χώρον των Φλαβιανών δέκα έτη αγώνων, εζήτησε την ευλογίαν του Ηγουμένου, να μεταβή οριστικώς εις την Αγίαν Πόλιν της Ιερουσαλήμ, αφού επιθυμούσε να ανεβαίνη διαρκώς από δόξαν εις δόξαν, ησυχάζοντας εις την έρημο. Ο Ηγούμενος του παρείχε την άδειαν έπειτα από θεϊκήν οπτασίαν, και έτσι ο Σάββας, εις ηλικία δεκαοκτώ ετών, έφθασεν εις τα Ιεροσόλυμα και φιλοξενήθηκε εις την Μονήν του Αγίου Πασσαρίωνος, όπου και διέμεινε τον χειμώνα του έτους 456 προς 457. Παρά τας προτροπάς του Αρχιμανδρίτου Ελπιδίου και άλλων αδελφών να παραμείνη μαζί τους, ο Σάββας είχε διαρκώς εις το μυαλό του να συναριθμηθή με τους αναχωρητάς, οι οποίοι ασκούντο υπό την εποπτεία του θαυματουργού Ευθυμίου του Μεγάλου, δι᾿ αυτό έλαβε την ευλογίαν του Ελπιδίου και πήγε να συναντήση τον Μέγαν Ευθύμιο.
Ο Ευθύμιος αρνήθηκε να κρατήση τον Σάββαν εις την Λαύρα του, αντιθέτως τον έστειλε εις την Μονήν του Αββά Θεοκτίστου, λέγοντάς του να φροντίζη τον Σάββα, διότι αυτός θα διέπρεπε εις την μοναστικήν ζωήν. Αυτό το έκανε ο Μέγας Ευθύμιος, δια να δώση το παράδειγμα στον Σάββα να μην δέχεται νέους αγενείους, όταν θα ίδρυε την δικήν του Λαύραν και θα γινόταν νομοθέτης και αρχηγός όλων των αναχωρητών από την Παλαιστίνην. Ο νεαρός Σάββας εδέχθη την οδηγίαν του Μεγάλου Ευθυμίου ως θέλημα Θεού και υπακούοντας τον Αββά Θεόκτιστο ενίσχυσε τους προτέρους αγώνας του με την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την ταπεινοφροσύνην και την υπακοήν προσθέτοντας την αγάπην και την επιτηδειότηταν εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας, την αποδοτικωτάτην διακονίαν και εξυπηρέτησιν των υπολοίπων μοναχών, γενικώς δηλαδή τελείως άψογην διαγωγήν.
Έχοντας συμπληρώσει εις τον χώρον των Φλαβιανών δέκα έτη αγώνων, εζήτησε την ευλογίαν του Ηγουμένου, να μεταβή οριστικώς εις την Αγίαν Πόλιν της Ιερουσαλήμ, αφού επιθυμούσε να ανεβαίνη διαρκώς από δόξαν εις δόξαν, ησυχάζοντας εις την έρημο. Ο Ηγούμενος του παρείχε την άδειαν έπειτα από θεϊκήν οπτασίαν, και έτσι ο Σάββας, εις ηλικία δεκαοκτώ ετών, έφθασεν εις τα Ιεροσόλυμα και φιλοξενήθηκε εις την Μονήν του Αγίου Πασσαρίωνος, όπου και διέμεινε τον χειμώνα του έτους 456 προς 457. Παρά τας προτροπάς του Αρχιμανδρίτου Ελπιδίου και άλλων αδελφών να παραμείνη μαζί τους, ο Σάββας είχε διαρκώς εις το μυαλό του να συναριθμηθή με τους αναχωρητάς, οι οποίοι ασκούντο υπό την εποπτεία του θαυματουργού Ευθυμίου του Μεγάλου, δι᾿ αυτό έλαβε την ευλογίαν του Ελπιδίου και πήγε να συναντήση τον Μέγαν Ευθύμιο.
Ο Ευθύμιος αρνήθηκε να κρατήση τον Σάββαν εις την Λαύρα του, αντιθέτως τον έστειλε εις την Μονήν του Αββά Θεοκτίστου, λέγοντάς του να φροντίζη τον Σάββα, διότι αυτός θα διέπρεπε εις την μοναστικήν ζωήν. Αυτό το έκανε ο Μέγας Ευθύμιος, δια να δώση το παράδειγμα στον Σάββα να μην δέχεται νέους αγενείους, όταν θα ίδρυε την δικήν του Λαύραν και θα γινόταν νομοθέτης και αρχηγός όλων των αναχωρητών από την Παλαιστίνην. Ο νεαρός Σάββας εδέχθη την οδηγίαν του Μεγάλου Ευθυμίου ως θέλημα Θεού και υπακούοντας τον Αββά Θεόκτιστο ενίσχυσε τους προτέρους αγώνας του με την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την ταπεινοφροσύνην και την υπακοήν προσθέτοντας την αγάπην και την επιτηδειότηταν εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας, την αποδοτικωτάτην διακονίαν και εξυπηρέτησιν των υπολοίπων μοναχών, γενικώς δηλαδή τελείως άψογην διαγωγήν.
Εις
τοιαύτην θαυμαστήν πολιτείαν διέμεινε ο Άγιος Σάββας δέκα έτη,
μέχρι τον θάνατον του Αγίου Θεοκτίστου και ακόμα δύο, μέχρι την κοίμησιν του διαδόχου
του Θεοκτίστου Μάριδος. Από τον νέον Ηγούμενον
Λογγίνον, ο Άγιος ζήτησε να του επιτρέψη την ησυχαστικήν
ζωήν έχοντας ο Λογγίνος εις το μυαλό του την
υψηλοτάτη αρετή του
Σάββα, έχοντας λάβει και την γνώμην του Μεγάλου Ευθυμίου, του την
επέτρεψε. Από τότε και δια πέντε έτη ο Άγιος Σάββας
διέμενε τας πέντε ημέρας της εβδομάδος νήστις εις
ένα σπήλαιον νότια της Μονής, εις το οποίο προσευχόταν και
εργαζόταν και μόνον τα Σάββατα και τας Κυριακάς
επέστρεφε στην Μονήν, για να μεταφέρη τα
εργόχειρά του και να λάβη μέρος
εις τας κοινάς προσευχάς. Καθ᾿ όλην την διάρκειαν της Τεσσαρακοστής, ο Άγιος Σάββας διέμενε με τον Μέγαν Ευθύμιον και τον μακάριον Δομετιανόν,
μαθητήν εκείνου, εις την πανέρημον του Ῥουβά, μεταξύ του Χειμάρρου των Κέδρων
και της Νεκράς Θαλάσσης, με νηστείαν,
ολιγοποσίαν, προσευχήν και αγρυπνίαν. Την συνήθειαν αυτήν διετήρησε ο Άγιος και
κατά τα μετέπειτα έτη. Στις
20 Ιανουαρίου του 473
ο μέγας πατήρ ημών Ευθύμιος κοιμήθηκε οσιακώς εν ειρήνη.
Τότε ο Άγιος Σάββας, κατά το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, δεν θέλησε να επιστρέψη στο Κοινόβιο, αλλά κατευθύνθηκε προς τας ανατολικάς ερήμους Ῥουβά και Κουτυλά, την ίδια περίοδον κατά την οποίαν ο Άγιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης έλαμπε εις την έρημον του Ιορδάνου. Εις τας ερήμους αυτάς συνεδέθη πνευματικώς με τον Άγιο Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην μέσω του μοναχού Άνθου, όπου διέμεινεν ο Άγιος Σάββας τέσσερα έτη. Τότε κέρδισε την κατά των δαιμόνων και των θηρίων πλήρην αφοβίαν, αλλά και τον σεβασμόν των βαρβάρων, χάριν εις την πίστιν εις τον Θεόν και την αρετήν του. Μετά από αυτά προσετάχθη από άγγελον πάνω εις το όρος της Ευδοκίας, μετώκησε εις την ανατολική πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων, εις το σπήλαιον το οποίον έως σήμερα δείκνυται ως το σπήλαιον του Αγίου Σάββα, έναντι της Λαύρας. Πέντε χρόνια μετά ήρχισαν να συναθρίζονται κοντά του ερημίται και αναχωρηταί, έως εβδομήκοντα τον αριθμόν, άνδρες ουράνιοι και χαριτοφόροι, οι οποίοι απετέλεσαν και την πρώτην συνοδείαν της Λαύρας το έτος 483. Μετά την πρώτην οργάνωσιν της Λαύρας και την ανάβλυσιν αγιάσματος θαυματουργικώς μετά από προσευχήν του Αγίου, ο Άγιος Σάββας είδε εις την δυτικήν όχθην, απέναντι του σπηλαίου του, να υψώνεται εις τον ουρανόν στύλος πύρινος. Αφού ερεύνησε τον τόπον του θαύματος την επομένη μέρα, βρήκε το Θεόκτιστο σπήλαιον, το οποίο είχε κατάλληλην μορφήν για να γίνη ναός. Αυτόν κατέστησε κέντρο της Λαύρας ο Άγιος Σάββας, οργανώνοντας και τας υπολοίπους υπηρεσίας. Η συνοδεία του έφτανε τότε τους εκατόν πεντήκοντα μοναχούς.
Τότε ο Άγιος Σάββας, κατά το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, δεν θέλησε να επιστρέψη στο Κοινόβιο, αλλά κατευθύνθηκε προς τας ανατολικάς ερήμους Ῥουβά και Κουτυλά, την ίδια περίοδον κατά την οποίαν ο Άγιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης έλαμπε εις την έρημον του Ιορδάνου. Εις τας ερήμους αυτάς συνεδέθη πνευματικώς με τον Άγιο Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην μέσω του μοναχού Άνθου, όπου διέμεινεν ο Άγιος Σάββας τέσσερα έτη. Τότε κέρδισε την κατά των δαιμόνων και των θηρίων πλήρην αφοβίαν, αλλά και τον σεβασμόν των βαρβάρων, χάριν εις την πίστιν εις τον Θεόν και την αρετήν του. Μετά από αυτά προσετάχθη από άγγελον πάνω εις το όρος της Ευδοκίας, μετώκησε εις την ανατολική πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων, εις το σπήλαιον το οποίον έως σήμερα δείκνυται ως το σπήλαιον του Αγίου Σάββα, έναντι της Λαύρας. Πέντε χρόνια μετά ήρχισαν να συναθρίζονται κοντά του ερημίται και αναχωρηταί, έως εβδομήκοντα τον αριθμόν, άνδρες ουράνιοι και χαριτοφόροι, οι οποίοι απετέλεσαν και την πρώτην συνοδείαν της Λαύρας το έτος 483. Μετά την πρώτην οργάνωσιν της Λαύρας και την ανάβλυσιν αγιάσματος θαυματουργικώς μετά από προσευχήν του Αγίου, ο Άγιος Σάββας είδε εις την δυτικήν όχθην, απέναντι του σπηλαίου του, να υψώνεται εις τον ουρανόν στύλος πύρινος. Αφού ερεύνησε τον τόπον του θαύματος την επομένη μέρα, βρήκε το Θεόκτιστο σπήλαιον, το οποίο είχε κατάλληλην μορφήν για να γίνη ναός. Αυτόν κατέστησε κέντρο της Λαύρας ο Άγιος Σάββας, οργανώνοντας και τας υπολοίπους υπηρεσίας. Η συνοδεία του έφτανε τότε τους εκατόν πεντήκοντα μοναχούς.
Θα
ήταν όμως αδύνατο να μην ενταθούν οι πειρασμοί
και τα σκάνδαλα του διαβόλου, εναντίον ενός τόσου
θεικού σχεδίου. Ο Άγιος Σάββας υπέστη την περιφρόνησιν και την συκοφαντίαν εκ μέρους
των δικών του μοναχών, οι οποίοι εζήτησαν από τον
Πατριάρχη Σαλλούστιον την αντικατάστασίν του εις την ηγουμενία. Ο Πατριάρχης Σαλλούστιος αντί αυτού γνωρίζοντας την αγιότητα του Σάββα,
τον εχειροτόνησε πρεσβύτερον, και ανακαίνισε
την Θεόκτιστη Εκκλησία την δωδεκάτην Δεκεμβρίου του 491.
Η επί γης ουράνια πολιτεία
του Αγίου Σάββα συνεχιζόταν: η προσέλευση μοναχών, και ιδιαιτέρως Αρμενίων, αυξανόταν
όπως επίσης και τα θαύματα του Αγίου, ο
οποίος κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστήν ζούσε
υπεράνθρωπα εις την πανέρημον ζωήν. Εις
την Λαύρα προσήλθε ο οσιώτατος Ιωάννης, επίσκοπος Κολωνίας, ως απλός μοναχός, ο
οποίος αργότερα κατέστη περιβόητος δια την
αρετήν του. Το 492 ο Άγιος Σάββας
ήλθε στο φρούριο του Καστελλίου, εις
την έρημο βορειο ανατολικά της Λαύρας και,
αφού εξεδίωξε τους δαίμονας οι οποίοι υπήρχαν
εκεί, οικοδόμησε κοινόβιον και τοποθέτησε μοναστικήν αδελφότητα. Μετά από λίγον
καιρόν ο Πατριάρχης Σαλλούσιος ανέδειξε τον μεν Σάββα άρχοντα και νομοθέτην όλων
των αναχωρητών και κελλιωτών, που υπαγόταν
εις την Αγία Πόλιν, τον δε Θεοδόσιον
τον Κοινοβιάρχην αρχηγόν και αρχιμανδρίτην όλων των κοινοβίων. Δια αυτό ο Άγιος
Σάββας έλεγε χαριέντως
προς τον Άγιον Θεοδόσιον ότι ο ίδιος ήταν «ηγούμενος ηγουμένων», ενώ ο Θεοδόσιος «ηγούμενος
παιδίων», δηλαδή αρχαρίων.
Το έτος 494 ήρχισαν και αι εργασίαι ανοικοδομήσεως της Μεγάλης Εκκλησίας της Θεοτόκου, της οποίας έγιναν αρκετά έτη αργότερα, την 1η Ιουλίου του 501, διότι ο Θεόκτιστος Ναός και ο μικρός ευκτήριος οίκος δεν επαρκούσαν δια τας λατρευτικάς ανάγκας της Λαύρας.
Το έτος 494 ήρχισαν και αι εργασίαι ανοικοδομήσεως της Μεγάλης Εκκλησίας της Θεοτόκου, της οποίας έγιναν αρκετά έτη αργότερα, την 1η Ιουλίου του 501, διότι ο Θεόκτιστος Ναός και ο μικρός ευκτήριος οίκος δεν επαρκούσαν δια τας λατρευτικάς ανάγκας της Λαύρας.
Ωστόσο οι μαθηταί, οι οποίοι προ ολίγων ετών είχαν κατηγορήσει
τον Άγιο, εστασίασαν και πάλιν εις τέτοιον
βαθμόν ώστε να αναγκασθή ο Άγιος Σάββας, και
να μην τους ενοχλήση
περισσότερον, να αποχωρήση από
την Λαύραν. Η απουσία του διήρκεσε πέντε έτη (503-508), κατά τα οποία
συνέστησε δύο νέα κοινόβια εις τα Γάδαρα
και εις
την Νικόπολιν, εις τόπους όπου
προσήρχοντο προς αυτόν πιστοί, δια να μονάσουν
κοντά του. Τελικώς η αποκατάστασίς του εις
την θέσιν του Ηγουμένου είχε σαν αποτέλεσμα
την φυγήν των στασιαστών από την
Μεγίστην και την εγκαταβίωσίν των
εις την Νέαν Λαύραν ·και όμως ο ανεξίκακος
Άγιος και εκεί τους βοήθησε να κτίσουν και να διοργανώσουν την Λαύρα των εγκαθιστώντας εις αυτούς
ηγούμενος τον αγιώτατον Ιωάννη.
Τα επόμενα έτη ο Άγιος επεδόθη εις την καλλιέργεια των πνευματικών του τέκνων. Συνέστησε μέχρι την στιγμήν του θανάτου του άλλας δύο Λαύρας, αυτήν του Επταστόμου (512) και αυτή του Ιερεμίου (531) αλλά και άλλα δύο κοινόβια, το του Σπηλαίου (509) και το του Σχολαρίου (512). Την τελευταίαν εικοσαετία της ζωής του ελάμπρυναν και άλλαι θαυμασταί πράξεις αι οποίαι είχαν τεράστια σημασία δια την εκκλησιαστικήν και την παγκόσμιαν ιστορίαν. Υπό την πίεσιν των μεθοδεύσεων του μονοφυσίτου αυτοκράτορα Αναστασίου (491-518) και των πρωτοστατών του Μονοφυσιτισμού «Ακεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου και Σωτηρίχου αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι της Ανατολής περιήρχοντο σταδιακώς εις τα χέρια μονοφυσιτών επισκόπων. Ο Άγιος Σάββας μετά από παρακίνησιν του Ορθοδόξου Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ηλία (494-516) μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν το 512 όπου κατόρθωσε με την φήμην και την αγιότητά του να πείση τον αυτοκράτορα να αναστείλη την εξορία του Ηλία. Όταν το επόμενο έτος η εκτόπισις του Ορθοδόξου Πατριάρχου ετέθη υπό του αυτοκράτορος εις εφαρμογή, ο Άγιος Σάββας συγκέντρωσε εις τα Ιεροσόλυμα όλους τους μοναχούς της ερήμου, δια να προφυλάξη τον Ηλία, και αναθεμάτισε τους αιρετικούς απεσταλμένους του αυτοκράτορος. Παρόμοια κινητοποίησιν εφήρμοσε τρία έτη αργότερα, το 516, δια να στηρίξη εις την Ορθοδοξίαν τον νέον Πατριάρχην Ιεροσολύμων, Ιωάννην τον Γ´ (516-524) βοηθούμενος από τον Άγιον Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην. Η κινητοποίησις αυτή διεφύλαξε την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων εις την ορθήν πίστιν, την στιγμήν κατά την οποίαν αι Εκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας είχον περιέλθει εις μονοφυσίτας Πατριάρχας. Ύστερα από λίγο η Ορθοδοξία αποκατεστάθη πλήρως.
Τα επόμενα έτη ο Άγιος επεδόθη εις την καλλιέργεια των πνευματικών του τέκνων. Συνέστησε μέχρι την στιγμήν του θανάτου του άλλας δύο Λαύρας, αυτήν του Επταστόμου (512) και αυτή του Ιερεμίου (531) αλλά και άλλα δύο κοινόβια, το του Σπηλαίου (509) και το του Σχολαρίου (512). Την τελευταίαν εικοσαετία της ζωής του ελάμπρυναν και άλλαι θαυμασταί πράξεις αι οποίαι είχαν τεράστια σημασία δια την εκκλησιαστικήν και την παγκόσμιαν ιστορίαν. Υπό την πίεσιν των μεθοδεύσεων του μονοφυσίτου αυτοκράτορα Αναστασίου (491-518) και των πρωτοστατών του Μονοφυσιτισμού «Ακεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου και Σωτηρίχου αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι της Ανατολής περιήρχοντο σταδιακώς εις τα χέρια μονοφυσιτών επισκόπων. Ο Άγιος Σάββας μετά από παρακίνησιν του Ορθοδόξου Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ηλία (494-516) μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν το 512 όπου κατόρθωσε με την φήμην και την αγιότητά του να πείση τον αυτοκράτορα να αναστείλη την εξορία του Ηλία. Όταν το επόμενο έτος η εκτόπισις του Ορθοδόξου Πατριάρχου ετέθη υπό του αυτοκράτορος εις εφαρμογή, ο Άγιος Σάββας συγκέντρωσε εις τα Ιεροσόλυμα όλους τους μοναχούς της ερήμου, δια να προφυλάξη τον Ηλία, και αναθεμάτισε τους αιρετικούς απεσταλμένους του αυτοκράτορος. Παρόμοια κινητοποίησιν εφήρμοσε τρία έτη αργότερα, το 516, δια να στηρίξη εις την Ορθοδοξίαν τον νέον Πατριάρχην Ιεροσολύμων, Ιωάννην τον Γ´ (516-524) βοηθούμενος από τον Άγιον Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην. Η κινητοποίησις αυτή διεφύλαξε την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων εις την ορθήν πίστιν, την στιγμήν κατά την οποίαν αι Εκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας είχον περιέλθει εις μονοφυσίτας Πατριάρχας. Ύστερα από λίγο η Ορθοδοξία αποκατεστάθη πλήρως.
Η δευτέρα μετάβασις του Αγίου
Σάββα εις την βασιλεύουσα έλαβε
χώρα περίπου είκοσι έτη μετά την πρώτην το 530, όταν
ο Άγιος ήτο
ενενήκοντα ετών.
Ο Άγιος πέτυχε εκεί την απαλλαγήν της Παλαιστίνης από τα σκληρά
μέτρα, τα οποία ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός
ήθελε να επιβάλη, συνεπεία των ταραχών, τας οποίας είχε προκαλέσει η εξέγερσις Σαμαρειτών και Ιουδαίων (529). Ο Άγιος
παρότρυνε ακόμη τον ευσεβή
βασιλέα, ο οποίος είχε αντιληφθεί
ο ίδιος με οπτασία την αγιότητα του Σάββα,
να
προβή εις την δίωξιν των αιρέσεων
του Αρείου, Νεστορίου και Ωριγένους και εις
τα κοινωφελή έργα εις την
Παλαιστίνη, έναντι των οποίων θα απεκόμιζε
επέκτασιν της αυτοκρατορίας εις την Αφρικήνκαι
Ιταλίαν. Πράγματι η ευλογία και η
προφητεία αυτή του Αγίου Σάββα εξεπληρώθη. Αι νίκαι
των στρατηγών Βελισσαρίου και Ναρσή
έφεραν και πάλιν τα δυτικά τμήματα της Αυτοκρατορίας υπο του αυτοκράτορος
της Πόλεως. Τοιαύτη ήτο η προφητική χάρις του Αγίου Σάββα. Πόσα εκ των θαυμάτων του Αγίου μπορεί κάποιος
να διηγηθή και ποιον να θαυμάση πρώτον!
Η χάρις του
έφτασε και έως ότου να λύση με την προσευχήν
του πενταετή ανομβρία στα Ιεροσόλυμα, την οποία είχε
προκαλέσει η άδικος εκτόπισις
του Πατριάρχου Ηλιού και η εξαιτίας αυτού
οργή Θεού το έτος 520. Όμως η επιστροφή του από
την Βασιλεύουσα σήμαινε και την αρχήν του τέλους της επιγείου πολιτείας του. Ο Όσιος
Σάββας ο Ηγιασμένος αναπαύθηκε
εκ των κόπων του την 5ην Δεκεμβρίου του
532 μ.Χ. Είχε ζήσει εις το Κοινόβιον των
Φλαβιανών δέκα έτη, έως του 18ου έτους
της ηλικίας του, δεκαεπτά έτη εις το κοινόβιο
του
Αγίου Θεοκτίστου εις την
Παλαιστίνη και πεντήκοντα εννέα έτη
εις την έρημον
και στην Μεγίστην Λαύραν. Το έτος 547 το τίμιον λείψανόν του ευρέθη
εντός του μνήματος, σώον και αδιάλυτον, μεταφέρθηκε δε εις την Κωνσταντινούπολιν πολλούς αιώνας αργότερα και από
εκεί από τους
Σταυροφόρους εις την Βενετία το
1204. Το 1965 επιστράφηκε οριστικώς εις τη Μεγίστη Λαύρα. Η πρωτοφανής απήχησις
της ζωής του στους πιστούς
είχε ως ἀποτέλεσμα
την συγγραφήν του Βίου
του από τον Κύριλλο τον Σκυθοπολίτη
το έτος 557. Εφ᾿ όσον κατάτους αψευδείς
λόγους του Κυρίου ημών Ἰησού
Χριστού το ποιόν των ανθρώπων γνωρίζεται
από τους καρπούς των κόπων τους. Η περαιτέρω πορεία της Ιεράς και Μεγίστης Λαύρας του Οσίου Σάββα αποτελεί
καρπόν της θεϊκής αρετής του Αγίου και απόδειξις της δόξης
και παρρησίας της οποίας βρήκε πλησίον του Θεού,
δια των οποίων σώζει μέχρι σήμερα το κυριώτερον μοναστικόν καθίδρυμα της ερήμου της Ιουδαίας. Αληθινά
προκαλούν τον θαυμασμόν τα απειράριθμα
θαύματα του Οσίου αλλά
και η απήχησις
της μοναστικής ζωής της
Λαύρας του, η οποία αποτέλεσε πρότυπο και καθοριστικό παράγοντα εις την
διαμόρφωσιν της μοναστικής ζωής και της λατρευτικής
τάξεως της Εκκλησίας ανά
την Οικουμένη, εκτός των οποίων προσέφερε πλήθος Αγίων ανδρών
γνωστών και αγνώστων, ανάμεσα εις τους οποίους διαλάμπει ιδιαιτέρως ο μέγιστος Θεολόγος του 8ου αιώνα ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η τιμή του Αγίου Σάββα διαδόθηκε
τάχιστα από την Ρώμη έως και την Γεωργίαν του Καυκάσου. Οι διάδοχοί
του εις την ηγουμενία ανέδειξαν την Λαύραν προπύργιον της Ορθοδοξίας εις την
Παλαιστίνη κατά του Ωριγενισμού, Μονοθελητισμού, Εικονομαχίας και Παπισμού με
πανορθόδοξον εμβέλειαν. Μετά τους μέσους
χρόνους η Λαύρα ανεδείχθη παιδευτήριον της Αγιοταφιτικής
Αδελφότητας, τα μέλη της οποίας έπαιρναν από την Λαύραν προπαίδειαν της μοναχικής πολιτείας και πείρα
των Εκκλησιαστικών πραγμάτων. Όλα αυτά
οφείλονται εις την
πρεσβείαν και το παράδειγμα του Αγίου Σάββα: «Λαμπρά του πεφωτισμένου πατρός
ημών Σάββα τα θεία χαρίσματα· η μεν γαρ πολιτεία ένδοξος, ο δε βίος
ενάρετος και η πίστις Ορθόδοξος. Και τούτο μεν εκ
μέρους
ήδη δια των
ειρημένων απεδείχθη».
Απολυτίκιον.
Ήχος α’. Της
ερήμου πολίτης.
Των Οσίων ακρότης και Αγγέλοις εφάμιλλος, ως ηγιασμένος εδείχθης, εκ παιδός Σάββα Όσιε· ουράνιον γαρ βίον υπελθών, προς ένθεον ζωήν χειραγωγείς, δια λόγου τε και πράξεως αληθούς, τους πίστει εκβοώντάς σοι· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.
Των Οσίων ακρότης και Αγγέλοις εφάμιλλος, ως ηγιασμένος εδείχθης, εκ παιδός Σάββα Όσιε· ουράνιον γαρ βίον υπελθών, προς ένθεον ζωήν χειραγωγείς, δια λόγου τε και πράξεως αληθούς, τους πίστει εκβοώντάς σοι· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.
Κοντάκιον.
Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Ως από βρέφους
τω Θεώ θυσία άμωμος
Προσενεχθείς
δι’ αρετής, Σάββα μακάριε
Τω σε πριν
γεννηθήναι επισταμένω
Εχρημάτισας Οσίων εγκαλλώπισμα
Πολιστής
τε της ερήμου αξιέπαινος·
Διο κράζω σοι, χαίροις Πάτερ αοίδιμε.
Διο κράζω σοι, χαίροις Πάτερ αοίδιμε.
Μεγαλυνάριον.
Ώφθης υποτύπωσις και κανών, θεοφόρε Σάββα, ως του Πνεύματος θησαυρός, οσίων πατέρων, ῥυθμίζων και ιθύνων, προς κλήρον αφθαρσίας, τους πειθομένους σοι.
Ώφθης υποτύπωσις και κανών, θεοφόρε Σάββα, ως του Πνεύματος θησαυρός, οσίων πατέρων, ῥυθμίζων και ιθύνων, προς κλήρον αφθαρσίας, τους πειθομένους σοι.
Saint Savvas the Sanctuary
Saint Savvas the
sanctified one was born in 439 by wealthy and wealthy parents in the city of
Mutalalas of Cappadocia. His father, a soldier in the profession, was forced to
go with his wife Wisdom to Alexandria for official reasons, entrusting the
upbringing of the little Savva, who was only five years old to his relative
Ermia. After a while, Savvas was unhappy with the behavior of his uncle's
husband, and after a controversy between his divine, Ermion and Gregorius, for
his upbringing and the management of his parents' property, he despised the
world even in old age for eight years he was in a monastery named Flaviani.
Here he performed in the teaching of the psalmist and the lonely duties, and on
the other hand in the exercise of the divine virtues, and in the temperament of
bodily malice, humility and obedience. He was shown superior to all his
co-stars, over 65 in number. Wishing God to preach the holiness to which he
would reach, he gifted him with a long-standing and miraculous faith. Once he
entered a lit oven, armed with the sign of the Cross, he put out, safe and
innocuous, the clothes that the baker had forgotten.
Having completed ten years
of struggle in the field of the Flavians, he sought the blessing of the Abbot,
to finally go to Jerusalem's Holy Land, wishing to ascend from glory to glory,
resting in the desert. His Abbot gave permission after a divine demonstration,
so Savvas, at the age of eighteen, arrived in Jerusalem and was hosted at the
Monastery of St. Passarios, where he stayed in the winter of 456 to 457.
Despite the instigation of Archimandrite Elpidius and other brothers to stay
with them, Savas constantly had in mind to be counted with the departing men,
who were under the supervision of the miraculous Euthymius the Great, therefore
he received the blessing of Elpidius and went to join QUESTION Euthymius the
Great.
Efthimios refused to keep
Savan in his Lavra, instead sent him to the Abbot of the Theoccistus, telling
him to take care of Sabbath, for he would have to live in monastic life. This
was done by Megas Efthymios to give Savvas the example of not accepting new
rulers when he would establish his own Lavran and become a legislator and
leader of all Palestinian detainees. The young Savvas accepted the direction of
the Great Eutychim as the will of God and obeying Abba Godoctist strengthened
his earlier struggle with fasting, vigil, humility and obedience, adding love
and proverbialness to ecclesiastical succession, efficient ministry and service
of the remaining monks, generally speaking perfectly perfect.
In such an admired state,
Saint Savvas lived ten years until the death of Saint Theoccistus and two more,
until the succession of the successor of Theoccritus Marius. From the Neon,
Abbot Longgan, the Saint asked to allow him a hesychastic life, having Longine
in his mind the highest virtue of Savva, having received the opinion of the
Great Euthymius, allowed it. Since then and for five years, Saint Savas has
lived in the five days of the week in a cave south of the Monastery, in which
he prayed and worked only on Saturdays and Sundays, returning to the Monastery
to transport his labors and take part to the common prayers. Throughout the
Fifty-one, Saint Savvas lived with Megan Euthymian and the blessing of
Dometianus, a student of him, at the feast of the Yuwah, between the Cedar
Temple and the Dead Sea, with fasting, oligoposty, prayer and vigil. This habit
was maintained by Saint during the later years. On January 20, 473, our great
father Efthimios slept peacefully in peace.
Saint Savvas, at the age
of thirty-five, did not want to return to Communion, but headed for the eastern
deserts of Yuba and Koutlas, the same period when Saint Gerasimos the Jordanite
was shining in the Jordan desert. In these deserts he spiraled spiritually with
Saint Theodosius the Parishioner through the monk of Anthos, where Saint Savvas
stayed for four years. At that time he won against the demons and the beasts a
complete assurance, but also the respect of the barbarians, for the sake of the
faith of God and his virtue. After these, he was taken from an angel over to
Mount Eudokia, he fell to the east side of the Cedar stream,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου