Μάρκου
8,11-21
Ο
Ιησούς Χριστός επικρίνει
την τύφλωσιν των
μαθητών
11 Καὶ ἐξῆλθον οἱ
Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο
συζητεῖν αὐτῷ, ζητοῦντες
παρ᾿ αὐτοῦ
σημεῖον ἀπὸ τοῦ
οὐρανοῦ, πειράζοντες αὐτόν.
12 Καὶ ἀναστενάξας τῷ
πνεύματι αὐτοῦ λέγει·
τί
ἡ γενεὰ αὕτη σημεῖον
ἐπιζητεῖ; ἀμὴν λέγω
ὑμῖν, εἰ δοθήσεται τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον.
13 Καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς εἰς τὸ πλοῖον
ἀπῆλθε πάλιν.
14 Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους, καὶ εἰ μὴ ἕνα
ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ᾿
ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ.
15 καὶ διεστέλλετο αὐτοῖς λέγων· ὁρᾶτε, βλέπετε
ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν
Φαρισαίων καὶ τῆς ζύμης
Ἡρῴδου.
16 Καὶ διελογίζοντο πρὸς
ἀλλήλους λέγοντες ὅτι ἄρτους οὐκ
ἔχομεν.
17 Καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν;
17 Καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν;
18 ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε, καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ
ἀκούετε; καὶ οὐ μνημονεύετε;
19 ὅτε τοὺς πέντε
ἄρτους ἔκλασα εἰς τοὺς
πεντακισχιλίους, καὶ πόσους
κοφίνους κλασμάτων πλήρεις
ἤρατε; λέγουσιν αὐτῶ· δώδεκα.
20 Ὅτε δὲ
τοὺς ἑπτὰ εἰς τοὺς τετρακισχιλίους, πόσων σπυρίδων
πληρώματα κλασμάτων ἤρατε; οἱ
δὲ εἶπον· ἑπτά.
21 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς·
οὔπω συνίετε;
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Μάρκ.
8, 11-21
11 Ήλθαν
οι Φαρισαίοι
και άρχισαν να
συζητούν μαζί του και
του ζητούσαν ένα θαύμα
από τον ουρανό,
με σκοπόν να
τον εκθέσουν.
12 Και
αναστέναξε μέσα του και έλεγε,
«Διατί η γενεά
αυτὴ ζητεί θαύμα; Αλήθεια σας
λέγω, δεν θα
δοθεί θαύμα εις
την γενεάν αυτήν».
13 Και
όταν τους άφησε
μπήκε εις το
πλοιάριον και έφυγε
εις την αντίπεραν.
14 Είχαν λησμονήσει
να πάρουν ψωμί
και δεν είχαν
παρά ένα καρβέλι μαζί του
εις το πλοιάριον.
15 Και
τους καθιστούσε προσεκτικούς
και τους έλεγε,
«Έχετε τον νου σας, προσέχετε από το προζύμι
των Φαρισαίων και
από το προζύμι
του Ηρώδη"»
16 Και
αυτοί σκέπτονταν μεταξύ
τους ότι δεν
έχουν ψωμί.
17 Όταν
το αντελήφθηκε τους
λέγει, «Γιατί σκέπτεσθε
ότι δεν έχετε
ψωμί; Ακόμη δεν εννοείτε
και δεν καταλαβαίνετε; Ακόμη
έχετε πωρωμένη την καρδιά σας;
18 Άν
και έχετε μάτια,
δεν βλέπετε, και
άν και έχετε
αυτιά, δεν ακούτε;
19 Δεν
θυμάσθε όταν έκοψα
τα πέντε ψωμιά
δια τους πέντε
χιλιάδες ανθρώπους, πόσα κοφίνια
γεμάτα από κομμάτια
σηκώσατε;».
20
Λέγουν εις αυτόν, «Δώδεκα». «Όταν
δε έκοψα τα
επτά ψωμιά δια
τους τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους, πόσα
κοφίνια γεμάτα από
κομμάτια σηκώσατε;».
21 Αυτοί
είπαν, «Επτά». Και
τους είπε, «Ακόμη
δεν καταλαβαίνετε;».
Ἑβρ. 3,5-11,17-19
5. Καὶ Μωϋσῆς μὲν πιστὸς
ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ὡς θεράπων, εἰς μαρτύριον τῶν λαληθησομένων,
6 Χριστὸς δὲ ὡς υἱὸς
ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ,
οὗ οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς,
ἐάνπερ τὴν παρρησίαν καὶ τὸ καύχημα τῆς ἐλπίδος μέχρι τέλους
βεβαίαν κατάσχωμεν.
7 Διό, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ
ἀκούσητε,
8 μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ
παραπικρασμῷ, κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ,
9 οὗ ἐπείρασάν με οἱ
πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με,
καὶ εἶδον τὰ ἔργα
μου τεσσαράκοντα ἔτη·
10 διὸ προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπον· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ,
αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου·
11 ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου·
11 ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου·
17 Τίσι δὲ προσώχθισε τεσσαράκοντα ἔτη; Οὐχὶ τοῖς ἁμαρτήσασιν, ὧν τὰ
κῶλα ἔπεσεν ἐν τῇ
ἐρήμῳ;
18 Τίσι δὲ ὤμοσε
μὴ
εἰσελεύσεσθαι εἰς τὴν κατάπαυσιν
αὐτοῦ εἰ μὴ
τοῖς ἀπειθήσασι;
19 Καὶ βλέπομεν ὅτι οὐκ ἠδυνήθησαν εἰσελθεῖν δι' ἀπιστίαν.
19 Καὶ βλέπομεν ὅτι οὐκ ἠδυνήθησαν εἰσελθεῖν δι' ἀπιστίαν.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Εβρ.
3,5-11, 17-19
5 Και
ο μεν Μωϋσής ήτο
πιστός εις όλον
τον οίκον του
Θεού σαν δούλος, δια
να δώσει μαρτυρίαν
δι’ όσα θα
ελαλούντο,
6
ενώ ο Χριστός
σαν Υιός εις τον οίκον
του Θεού. Εμείς
είμεθα οίκός του, εάν κρατήσωμεν
σταθερήν μέχρι τέλους
την πεποίθησιν και
την ελπίδα, δια την οποίαν
καυχώμεθα.
7 Δια
τούτο, καθώς λέγει
το Πνεύμα το Άγιον,
Σήμερα, εάν ακούσετε
την φωνήν του,
8 να μη
σκληρύνετε τις καρδιές
σας όπως κατά
την ανταρσία, την ημέρα
της δοκιμασίας εις
την έρημον,
9 όπου οι
πατέρες σας με
έβαλαν εις δοκιμασίαν, άν
και είχαν ιδεί
τα έργα μου επί σαράντα
χρόνια.
10 Δια
τούτο αγανάκτησα κατά
της γενεάς εκείνης
και είπα, πάντοτε πλανάται η
καρδιά τους, δεν εγνώρισαν
τας οδούς μου.
11 Δια τούτο
ωρκίσθηκα, εις την
οργήν μου, ότι
αυτοί δεν θα εισέλθουν
ποτέ εις την
ανάπαυσίν μου.
17 Για
ποιούς όμως αγανάκτησε
επί σαράντα
χρόνια; Δεν ήσαν
εκείνοι που αμάρτησαν, των
οποίων τα σώματα
έπεσαν στην έρημο;
18 Σε
ποιούς όμως ωρκίσθηκε ότι
δεν θα εισέλθουν
εις την ανάπαυσίν του, παρά
σ’ εκείνους που
εφάνησαν απειθείς;
19 Και βλέπομεν ότι εξ αιτίας απιστίας δεν μπόρεσαν να εισέλθουν.
19 Και βλέπομεν ότι εξ αιτίας απιστίας δεν μπόρεσαν να εισέλθουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου