Μάρκου 8,22-26
Θεραπεία
τυφλού της Βηθσαϊδά
22 Καὶ ἔρχεται εἰς Βηθσαϊδά.
καὶ φέρουσιν αὐτῷ τυφλὸν καὶ παρακαλοῦσιν
αὐτὸν ἵνα αὐτοῦ ἅψηται.
23 Καὶ ἐπιλαβόμενος τῆς χειρὸς τοῦ
τυφλοῦ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἔξω τῆς κώμης, καὶ πτύσας εἰς τὰ ὄμματα
αὐτοῦ, ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας
αὐτῷ
ἐπηρώτα αὐτὸν εἴ τι βλέπει.
24 Καὶ ἀναβλέψας ἔλεγε· βλέπω τοὺς
ἀνθρώπους ὡς δένδρα
περιπατοῦντας.
25 Εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας
ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ
καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι, καὶ ἀποκατεστάθη, καὶ ἐνέβλεψε τηλαυγῶς
ἅπαντας. 26 καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς
τὸν οἶκον αὐτοῦ λέγων·
μηδὲ εἰς τὴν κώμην
εἰσέλθῃς μηδὲ εἴπῃς τινὶ
ἐν τῇ κώμῃ.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Μάρκου
8,22-26
Θεραπεία
τυφλού της Βηθσαϊδά
22 Και
έρχεται εις την
Βηθσαϊδά. Και του
φέρνουν έναν τυφλό
και τον παρακαλούν να τον
αγγίξει.
23 Και
πήρε τον τυφλό
από το χέρι
και τον έφερε
έξω από το
χωριό και αφού έφτυσε
εις τα μάτια
του και έβαλε
τα χέρια επάνω
του, τον ρωτούσε,
εάν βλέπει τίποτε.
24 Και αυτός
κύτταξε προς τα
επάνω και είπε,
«Βλέπω τους ανθρώπους αλλά φαίνονται
σαν δένδρα να περπατούν».
25 Έπειτα
πάλιν έβαλε τα
χέρια εις τα μάτια του
και τον έκαμε
να βλέπει καλά και
αποκαταστάθηκε και έβλεπε
όλους καθαρά.
26 Και τον
έστειλε είς το σπίτι
του και του
είπε, «Ούτε στο
χωριό να μπης
ούτε σε κανένα
του χωριού να πης
τίποτε».
Ἑβρ. 4,1-13
1 Φοβηθῶμεν οὖν μή ποτε, καταλειπομένης ἐπαγγελίας εἰσελθεῖν εἰς τὴν
κατάπαυσιν αὐτοῦ, δοκῇ τις ἐξ ὑμῶν
ὑστερηκέναι.
2 Καὶ γάρ ἐσμεν εὐηγγελισμένοι, καθάπερ κἀκεῖνοι· ἀλλ' οὐκ
ὠφέλησεν ὁ λόγος τῆς ἀκοῆς ἐκείνους μὴ συγκεκραμένους τῇ
πίστει τοῖς ἀκούσασιν.
3 Εἰσερχόμεθα γὰρ εἰς
τὴν κατάπαυσιν
οἱ πιστεύσαντες, καθὼς εἴρηκεν· ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν
κατάπαυσίν μου· καίτοι τῶν
ἔργων ἀπὸ καταβολῆς κόσμου γενηθέντων.
4 Εἴρηκε γάρ που
περὶ τῆς ἑβδόμης οὕτω· καὶ
κατέπαυσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ
πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ·
5 καὶ ἐν τούτῳ
πάλιν· εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου.
6 Ἐπεὶ οὖν ἀπολείπεταί τινας εἰσελθεῖν εἰς αὐτήν,
καὶ οἱ πρότερον
εὐαγγελισθέντες οὐκ εἰσῆλθον δι' ἀπείθειαν,
7 πάλιν τινὰ ὁρίζει ἡμέραν, σήμερον, ἐν Δαυῒδ λέγων, μετὰ τοσοῦτον
χρόνον, καθὼς εἴρηται· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ
σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν.
8 Εἰ γὰρ αὐτοὺς Ἰησοῦς κατέπαυσεν, οὐκ ἂν περὶ ἄλλης ἐλάλει μετὰ ταῦτα ἡμέρας·
9 ἄρα ἀπολείπεται σαββατισμὸς τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ.
10 Ὁ γὰρ εἰσελθὼν εἰς τὴν
κατάπαυσιν αὐτοῦ καὶ αὐτὸς κατέπαυσεν ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὥσπερ ἀπὸ τῶν ἰδίων
ὁ Θεός.
11 Σπουδάσωμεν οὖν εἰσελθεῖν
εἰς ἐκείνην τὴν κατάπαυσιν, ἵνα μὴ ἐν τῷ αὐτῷ τις ὑποδείγματι πέσῃ τῆς ἀπειθείας.
12 Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ
πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν, καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας,
13 καὶ οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ, πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα
τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, πρὸς
ὃν ἡμῖν ὁ λόγος.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Εβρ. 4,1-13
1 Άς
φοβούμεθα λοιπόν, μήπως,
ενώ παραμένει ακόμη
η υπόσχεσις να εισέλθωμεν εις
την ανάπαυσίν του,
φανή κανείς από
σας ότι την στερήθηκε.
2 Διότι
καθώς εκείνοι, έτσι και εμείς
ακούσαμε το ευχάριστον
άγγελμα, αλλά το άγγελμα
που άκουσαν εκείνοι
δεν τους ωφέλησε,
διότι δεν έδωσαν πίστιν εις εκείνα
που άκουσαν.
3
Εμείς που έχομεν πιστέψει, εισερχόμεθα εις
την ανάπαυσιν, δια
την οποίαν είπε, Δια τούτο
ωρκίσθηκα, εις την
οργήν μου, ότι
αυτοί δεν θα εισέλθουν
ποτέ εις την ανάπαυσίν
μου,
άν και τα
έργα του είχαν τελειώσει από
την δημιουργίαν του κόσμου.
4 Διότι
είπε κάπου περί
της εβδόμης ημέρας
τα εξής: Και αναπαύθηκε
ο Θεός κατά την ημέρα την εβδόμην
απ’ όλα
τα έργα του·
5 και
εδώ πάλι λέγει:
Δεν θα εισέλθουν
ποτέ εις την
ανάπαυσίν μου.
6 Επειδή
λοιπόν απομένει να
εισέλθουν μερικοί εις
αυτήν και εκείνοι,
που άκουσαν το χαρμόσυνον
άγγελμα προηγουμένως, δεν
μπήκαν εξ αιτίας απειθίας,
7 πάλιν
ορίζει μίαν ημέραν, Σήμερα, όταν
λέγει δια του
Δαυΐδ, ύστερα από τόσον
χρόνον, καθώς προείπαμε, Σήμερα, εάν
ακούσετε την φωνήν
του, να μη σκληρύνετε
τις καρδιές σας.
8 Διότι
εάν ο Ιησούς
του Ναυή τους
είχε φέρει εις
την ανάπαυσιν, δεν
θα μιλούσε ο Θεός
αργότερα δι’ άλλην
ημέραν.
9 Άρα
απομένει δια τον
λαόν του Θεού
μία ανάπαυσις Σαββάτου.
10 Διότι
εκείνος, ο οποίος
μπήκε εις την
ανάπαυσίν του, και αυτός ο ίδιος
αναπαύθηκε από τα
έργα του, καθώς
ακριβώς και ο Θεός από
τα δικά του έργα.
11 Άς
δείξωμεν λοιπόν σπουδήν να εισέλθωμεν
εις την ανάπαυσιν
εκείνην, δια να
μη πέσει κανείς
εις το ίδιο
παράδειγμα απειθίας.
12 Διότι
ο λόγος του
Θεού είναι ζωντανός
και δραστικός και
κοπτερώτερος από κάθε δίκοπο
μαχαίρι και εισχωρεί
βαθειά μέχρι χωρισμού
ψυχής και πνεύματος, αρθρώσεων
και μυελών, και
κρίνει συλλογισμούς και προθέσεις
της καρδιάς,
13 και
δεν υπάρχει δημιούργημα
που να του
είναι κρυμμένο, αλλά
είναι όλα γυμνά και
φανερά εις τα
μάτια του, προς
τον οποίον έχομεν
να δώσωμεν λόγον.
Mark 8: 22-26
Blind Treatment of
Bethsaida
22 And he cometh to
Bethsaida. And they bring him a blind man and ask him to touch him.
23 And he took the blind
man out of his hand, and brought him forth out of the village, and when he spat
in his eyes, and laid his hands upon him, he inquired of him, seeing nothing.
24 And he stumbled up and
said, "I see men, but they look like trees to walk."
25 Then he put his hands
in his eyes again and made him look good, and he was restored, and he saw
everyone clean.
26 And he sent him to his
house, and said unto him, Thou shalt not drink any thing in the village,
neither in any village.
Hep. 4, 13-13
1 Let us therefore be
afraid that, while there is still the promise to enter into his rest, one of
you seems to be deprived of it.
2 For as they did, we also
heard the pleasant message, but the message they heard did not benefit them,
because they did not give faith to what they heard.
3 We who believed, we
entered into the rest, and said, Therefore, I was astonished at my wrath that
they would never enter my rest, though his works had been finished by the
creation of the world.
4 For he said somewhere
about the seventh day: "And God rested on the seventh day of all his
works;
5 and here again he says:
They will never enter my rest.
6 For there is yet to be
entered into it, and those who heard the joyful message beforehand did not come
in because of ignorance,
7 again sets a day, Today,
when he says through David, after that time, as we foretold, Today, if you hear
his voice, do not stiffen your hearts.
8 For if Jesus of the
Nation had brought them to rest, then God would not speak for another day.
9 So a rest for the
Sabbath rests for the people of God.
10 For he who entered his
rest, and he himself was resting from his works, just as God did from his own
works.
11 Let us therefore be
tempted to enter that rest, lest one fall into the same example of ignorance.
12 For the word of God is
alive and active and sharper than any two-legged knife, and penetrates deeply
to the separation of soul and spirit, joints and marrows, and judges thoughts
and intentions of the heart,
13 and there is no
creature that is hidden to him, but it is all naked and visible in his eyes, to
whom we have to give a word.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου