Μάρκ. 10, 24-32
24 Οἱ δὲ μαθηταὶ ἐθαμβοῦντο ἐπὶ
τοῖς λόγοις αὐτοῦ.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν
ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· τέκνα, πῶς δύσκολόν ἐστι τοὺς
πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ
Θεοῦ εἰσελθεῖν·
25 εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ εἰσελθεῖν.
26 Οἱ
δὲ περισσῶς ἐξεπλήσσοντο
λέγοντες πρὸς
ἑαυτούς· καὶ τίς δύναται
σωθῆναι;
27 Ἐμβλέψας αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς λέγει·
παρὰ
ἀνθρώποις ἀδύνατον, ἀλλ᾿ οὐ παρὰ Θεῷ· πάντα γὰρ
δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ.
28 Ἤρξατο ὁ
Πέτρος λέγειν αὐτῷ·
ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι.
29 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἀμὴν λέγω
ὑμῖν, οὐδείς ἐστιν ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ
πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ
τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν
ἐμοῦ καὶ ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου,
30 ἐὰν μὴ λάβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ
καιρῷ τούτῳ οἰκίας
καὶ ἀδελφοὺς καὶ
ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ
τέκνα καὶ ἀγροὺς μετὰ διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ
ἐρχομένῳ ζωὴν αἰώνιον.
31 Πολλοὶ δὲ
ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι.
Τρίτη πρόρρησις
του θανάτου του
32 Ἦσαν δὲ ἐν τῇ
ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς
Ἱεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ
ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. Καὶ
παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ
μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν,
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Μάρκ. 10, 24-32
24 Οι
μαθητές κατεπλάγησαν
με τα λόγια
του. Ο δε
Ιησούς έλαβε πάλιν τον
λόγον και τους
είπε, «Παιδιά μου,
πόσο δύσκολο είναι
για εκείνους που έχουν
την εμπιστοσύνην τους
στα χρήματα να μπούν εις
την βασιλείαν του Θεού.
25 Είναι
ευκολώτερον να περάσει μία καμήλα από
την τρύπα μιας βελόνας
παρά να μπει πλούσιος
στη βασιλεία του
Θεού».
26 Αλλ’
αυτοί δοκίμαζαν μεγαλύτερην
έκπληξιν και έλεγαν μεταξύ τους, «Τότε
ποιος μπορεί να
σωθεί;».
27 Ο
Ιησούς τους κύτταξε
κατά πρόσωπον και
λέγει, «Για τους ανθρώπους αυτό
είναι αδύνατον αλλ’
όχι για τον Θεόν. Όλα
είναι δυνατά στον Θεόν».
28 Τότε
άρχισε ο Πέτρος
να του λέγει, «Να,
εμείς αφήσαμεν όλα
και σε ακολουθήσαμε».
29 Ο
Ιησούς είπε, «Αλήθεια
σας λέγω, δεν
υπάρχει κανείς που
άφησε σπίτι ή αδελφούς
ή αδελφές ή πατέρα ή
μητέρα ή γυναίκα
ή παιδιά ή χωράφια εξ
αιτίας εμού και
του ευαγγελίου,
30 που
δεν θα λάβει εκατό φορές
περισσότερα τώρα στον
κόσμον αυτόν σπίτια και
αδελφούς και αδελφές
και μητέρας και
παιδιά και χωράφια
εν μέσω διωγμών, στον
μέλλοντα κόσμον ζωήν
αιώνιον.
31 Πολλοί
που είναι πρώτοι,
θα γίνουν τελευταίοι,
και οι τελευταίοι πρώτοι.
Τρίτη πρόρρησις
του θανάτου του
32 Ανέβαιναν τον
δρόμον προς τα Ιεροσόλυμα και
ο Ιησούς βάδιζε
πριν απ’ αυτούς και
ήσαν κατάπληκτοι, εκείνοι
όμως που ακολουθούσαν εφοβούντο. Και
πήρε πάλιν κατά
μέρος τους δώδεκα
και άρχισε να τους
λέγει τα
μέλλοντα να του
συμβούν, ότι,
Ἑβρ. 11,8-14
8 Πίστει
καλούμενος Ἀβραὰμ
ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν
τόπον ὃν ἔμελλε
λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν,
καὶ
ἐξῆλθε μὴ
ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται.
9 Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν
γῆν τῆς
ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς
κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ
τῶν συγκληρονόμων τῆς
ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς·
10 ἐξεδέχετο γὰρ τὴν
τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν,
ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ
Θεός.
11 Πίστει καὶ
αὐτὴ Σάρρα δύναμιν εἰς καταβολὴν
σπέρματος ἔλαβε καὶ
παρὰ καιρὸν ἡλικίας
ἔτεκεν, ἐπεὶ πιστὸν
ἡγήσατο τὸν ἐπαγγειλάμενον.
12 Διὸ καὶ ἀφ' ἑνὸς ἐγεννήθησαν, καὶ ταῦτα νενεκρωμένου, καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει καὶ ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἡ ἀναρίθμητος.
12 Διὸ καὶ ἀφ' ἑνὸς ἐγεννήθησαν, καὶ ταῦτα νενεκρωμένου, καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει καὶ ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἡ ἀναρίθμητος.
13 Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες,
μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ
πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι, καὶ ὁμολογήσαντες
ὅτι ξένοι καὶ παρεπίδημοί εἰσιν ἐπὶ τῆς γῆς.
14 Οἱ γὰρ τοιαῦτα
λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Εβρ.
11,8-14
8 Με
την πίστιν ο
Αβραάμ υπήκουσε στην
κλήσιν να φύγει
στο τόπον τον οποίον
έμελλε να κληρονομήσει,
και έφυγε χωρίς
να ξέρει που πηγαίνει.
9 Με
την πίστιν κατῴκησε
εις την γην
της επαγγελίας σαν
ξένος σε μια ξένη
χώρα, ζων σε σκηνές,
μαζί με τον
Ισαάκ και τον
Ιακώβ, οι οποίοι ήσαν
συγκληρονόμοι της ιδίας
υποσχέσεως,
10 διότι
επερίμενε την πόλιν,
η οποία είχε
στερεά θεμέλια και
της οποίας αρχιτέκτων και
δημιουργός είναι ο Θεός.
11 Με
την πίστιν και
αυτή η Σάρρα,
παρά την ηλικίαν
της, έλαβε την δύναμιν
προς σύλληψιν, διότι
θεώρησε αξιόπιστον εκείνον,
που έδωσε την υπόσχεσιν.
12 Και
έτσι από ένα
άνθρωπον, που ήτο
και νεκρωμένος, προήλθαν απόγονοι τόσο
πολλοί όπως τα
άστρα του ουρανού
και όπως η αναρίθμητη
άμμος στις ακτές
της θαλάσσης.
13 Όλοι
αυτοί πέθαναν με
πίστιν, χωρίς να
έχουν λάβει τις
υποσχέσεις, αλλά τις είδαν
από μακρυά, και
τις χαιρέτησαν και
ωμολόγησαν ότι είναι ξένοι και
περαστικοί εδώ στη
γη.
14 Ασφαλώς
όμως εκείνοι που
μιλούν έτσι, δείχνουν
ότι ζητούν την
πατρίδα τους.
Mark. 10, 24-32
24 The disciples were
amazed at his words. Jesus took the word again and said, "My children, how
difficult it is for those who have their trust in money to enter the kingdom of
God.
25 It is easier to pass a
camel from the hole of a needle than to get rich in the kingdom of God. "
26 But they were more
surprised and said to each other, "Then who can be saved?"
27 Jesus cried against
them and said, "It is impossible for these people, not for God. Everything
is possible to God. "
28 Then Peter began to say
to him, "Yes, we have left all things, and have followed you."
29 Jesus said, "I
tell you, there is no one left home, brothers or sisters or father or mother or
woman or children or fields because of me and the gospel,
30 who will not receive a
hundred times more now in this world houses and brothers and sisters and
mothers and children and fields amid persecution in the future world of eternal
life.
31 Many who are first will
become last, and the latter first.
Third
premonition of his death
32 They were going up the
way to Jerusalem, and Jesus was walking before them, and they were amazed, but
those who were scared. And he took again aside the twelve and began to tell
them the future to happen to him, that,
Hep. 11,8-14
8 By faith Abraham obeyed
the call to leave the place which he had inherited, and departed without
knowing where he was going.
9 By faith he fell into
the land of promise as a stranger in a foreign country, living in tents, with
Isaac and Jacob, who were co-owners of the same promise,
10 because he was praying
the city, which had solid foundations and whose architect and creator is God.
11 By faith, Sarah,
despite her age, received the power to arrest, for he believed the one who gave
the promise.
12 And so of a man, even a
dead man, descended as many as the stars of heaven, and as the countless sand
on the coasts of the sea.
13 All of them died by
faith, without having received the promises, but saw them from afar, and
greeted them and said that they were strangers and passers-by here on earth.
14 Of course, those who
speak so, show that they are seeking their homeland.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου