Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε κατά τους
χρόνους του αρειανού αυτοκράτορος Ουάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Μοναχός στην πατρίδα του, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη
και εγκαταστάθηκε σε κάποια από τις
μονές αυτής. Διακρινόταν για τη φλογερή
πίστη και τη
μαχητικότητά του εναντίον καθενός που επιβουλευόταν αυτήν, ιδιαίτερα δε κατά των
επικρατούντων αιρετικών
Αρειανών. Μιλώντας προς
τους μοναχούς και τα
πλήθη,
δεν δίσταζε να
ελέγχει και αυτόν τον αυτοκράτορα για τις υπέρ των
αιρετικών απροκάλυπτες ενέργειές
του. Το 378
μ.Χ. συνάντησε τον
Ουάλεντα, ενώ αναχωρούσε για την
εκστρατεία
εναντίον των Γότθων που εισέβαλαν
στο
Βυζάντιο,
και του είπε: «Απόδος ταις ποίμναις
τους αρίστους
νομέας και λήψει την νίκην απονητί· ει δε τούτων
μηδέν δεδρακώς
παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα, πως σκληρόν
το προς κέντρα
λακτίζειν, ούτω γαρ επανήξεις
και προσαπολέσεις την
στρατιάν». Του ζήτησε
δηλαδή, εάν ήθελε να επιστρέψει νικητής, να επαναφέρει από την εξορία τους Επισκόπους
και
να τους αποδώσει
το ποίμνιό τους, ειδάλλως θα καταστρεφόταν και αυτός και το στράτευμά
του. Ο
Ουάλης, όχι μόνο
εκώφευσε στους λόγους αυτούς
του
Ισαακίου, αλλά απείλησε αυτόν ότι, όταν θα επέστρεφε
από την εκστρατεία,
θα τον θανάτωνε. Ο Ισαάκιος με δάκρυα
στους
οφθαλμούς προσπάθησε
να επαναφέρει τον αυτοκράτορα στην ευθεία οδό, παρακαλώντας αυτόν να ανοίξει τις εκκλησίες των Ορθοδόξων, τις
οποίες είχε κλείσει και να επιστρέψει σε αυτούς,
όσες είχε παραδώσει στους Αρειανούς,
διαφορετικά θα ηττάτο από τους
αντιπάλους του και θα καιγόταν
ζωντανός. Οργισμένος τότε ο αυτοκράτορας, διέταξε να ρίξουν τον Όσιο Ισαάκιο σε παρακείμενη, γεμάτη από αγκάθια,
φάραγγα. Εξερχόμενος, όμως, σώος από τη Θεία Χάρη,
προσέτρεξε προς τον αυτοκράτορα και
αφού συγκράτησε το άλογο αυτό από τα χαλινάρια, τον εξόρκιζε
να σωφρονισθεί προς χάριν της σωτηρίας αυτού και
του στρατεύματός του. Τότε ο Ουάλης διέταξε τους στρατιώτες
Σατορνίνο και Βίκτορα να συλλάβουν τον Όσιο
Ισαάκιο και να τον κρατήσουν
δέσμιο, μέχρι της επιστροφής του, οπότε θα τον θανάτωνε.
Στις
9
Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από
την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά
την οποία ο αυτοκρατορικός
στρατός κατετροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί
από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας
εντός αχυρώνος, για να
σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του. Όταν έγινε
γνωστό το γεγονός
αυτό, ο κλήρος και ο λαός περιέβαλαν τον Όσιο
Ισαάκιο με μεγαλύτερο
σεβασμό και υπόληψη και προσέτρεχαν
προς αυτόν, για να λάβουν την ευλογία
του, αφού δε συνέλεξαν χρήματα, οικοδόμησαν τη μονή
Δαλμάτων. Εκεί
προσήλθαν και άλλοι μοναχοί
και ο Όσιος διήλθε το βίο του ως ηγούμενος
αυτής, έχοντας κερδίσει
την εκτίμηση του αυτοκράτορος Θεοδοσίου.
Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής. Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο († 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 383 μ.Χ.
Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής. Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο († 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 383 μ.Χ.
Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας
πίστεως.
Τύπος πέφηνας, της εγκρατείας, και εδραίωμα, της Εκκλησίας, Ισαάκιε Πατέρων αγλάϊσμα· εν αρεταίς γαρ φαιδρύνας τον βίον σου, Ορθοδοξίας τον λόγον ετράνωσας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Τύπος πέφηνας, της εγκρατείας, και εδραίωμα, της Εκκλησίας, Ισαάκιε Πατέρων αγλάϊσμα· εν αρεταίς γαρ φαιδρύνας τον βίον σου, Ορθοδοξίας τον λόγον ετράνωσας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιο.
Ήχος πλ.
δ’. Τη υπερμάχω.
Ως των Οσίων ακριβέστατον υπόδειγμα
Και ευσεβείας
πρακτικώτατον εκφάντορα
Ανυμνούμενσε
οι
δούλοι
σου θεοφόρε.
Αλλ’ ως χάριτος
της θείας καταγώγιον
Ναούς
έργασθαι ημάς φωτός του
Πνεύματος
Τους βοώντας σοι, χαίροις Πάτερ Ισαάκιε.
Τους βοώντας σοι, χαίροις Πάτερ Ισαάκιε.
Μεγαλυνάριο.
Χαίροις Μοναζόντων υπογραμμός, και Μονής Δαλμάτων, κυβερνήτης ο απλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμείον θεοβρύτων, Ισαάκιε παμμάκαρ, Αγγέλων σύσκηνε.
Χαίροις Μοναζόντων υπογραμμός, και Μονής Δαλμάτων, κυβερνήτης ο απλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμείον θεοβρύτων, Ισαάκιε παμμάκαρ, Αγγέλων σύσκηνε.
Saint Isaac the Confessor
Saint Isaacus came from
Syria and lived during the times of the Martian emperor Wales (364-378 AD). A
monk in his homeland, went to Constantinople and settled in some of his
monasteries. He was distinguished by his fiery faith and his fighters against
anyone who paid for it, especially against the predominant heretical Arians.
Speaking to the monks and the crowds, he did not hesitate to control this
emperor for his pro-heretic, overt acts. In 378 AD. met Wales as he departed
for the campaign against the Goths who invaded Byzantium and said to him,
"Get out of the ranks of the nominee and get the victory of repentance, and
if you have nothing to do with it, learn how hard it is to the centers so that
they re-enter and seek the soldiers. " He asked him, if he wanted to
return a winner, to restore the exiles from their exile and to give them their
flock, otherwise he and his troops would be destroyed. Wallace, not only did he
catch up with those words in Isaac, but he threatened to kill him when he
returned from the campaign. Isaacus, with tears in his eyes, tried to bring the
emperor back to the straight road, pleading him to open the churches of the
Orthodox, whom he had shut down and return to them, as he had delivered to the
Arians, otherwise he would be defeated by his opponents, live. Then the
emperor, angry, ordered to throw the Isaac of Osio into an adjacent, thorn-filled
canal. However, coming out of Divine Grace, he went to the Emperor and, holding
the horse from the skirts, exiled him to be punished for the salvation of this
and his troops. Then Vaal ordered the soldiers of Sattorinos and Viktoras to
conceive Isaac and keep him captive until his return, so he would kill him.
On August 9, 378 AD, a
fierce battle took place around Adrianople, during which the imperial army was
destroyed, after many of its excellent generals were killed. Wale, using a barn
to save himself, was burned alive, along with his chieftain. When this fact
became known, the clergy and the people surrounded Isaacus with greater respect
and reputation and approached him, to receive his blessing, and after
collecting money, they built the Monastery of Delmas. There, other monks came
and Osios went through his life as his abbot, having earned the appreciation of
Emperor Theodosius.
As an abbot, he attended
the Second Ecumenical Council, which met in Constantinople in 381 AD, making
the greatest contribution to his success. Hearing the end, after he appointed
his successor the Holly Thalamat († 3 August), he slept in peace in a deep
retirement in 383 AD.
Introit. Sound c '. Divine
Faith.
Type of vapoth, of the
courage, and the foundation of the Church, Isaac of the Fathers, the glory of
the Father; in the likeness of your life, the Orthodoxy of the holy conqueror.
Father Ossie, Christ the God begged, the gift of great mercy was given.
Kontakio. Sound flat d '.
I'm overwhelmed.
As Osama's most exacting
pattern
And praise practically the
plaintiff
Your slaves are angry.
But as the grace of the
divine origin
Temples are working on the
light of the Spirit
Your good-hearted, dear
Father Isaache.
Majesty.
Heavenly Monasteries, and
the Monastery of Dealma, ruler of the despondent; rejoicing of the gifts, the
theotoks of the goddess, Isaac the Almighty, of the angels.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου