Ἰω.
8, 42-52
42 Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ
Ἰησοῦς· εἰ ὁ
Θεὸς πατὴρ ὑμῶν
ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν
ἐμέ· ἐγὼ γὰρ
ἐκ τοῦ Θεοῦ
ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ
ἀπ' ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ'
ἐκεῖνός με ἀπέστειλε.
43 Διατί τὴν λαλιὰν τὴν
ἐμὴν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ
δύνασθε ἀκούειν τὸν λόγον τὸν
ἐμόν.
44 Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε
ποιεῖν. Ἐκεῖνος
ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ'
ἀρχῆς καὶ
ἐν τῇ ἀληθείᾳ
οὐχ ἕστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια
ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ
ψεῦδος, ἐκ τῶν
ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ.
45 Ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν
ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι.
46 Τίς ἐξ
ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;
Εἰ δὲ
ἀλήθειαν λέγω, διατί
ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι;
47 Ὁ ὢν
ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ
ρήματα τοῦ Θεοῦ
ἀκούει· διὰ τοῦτο
ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι
ἐκ τοῦ Θεοῦ
οὐκ ἐστέ.
48 Ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ
εἶπον αὐτῷ· οὐ καλῶς λέγομεν
ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ
σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις;
49 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς·
ἐγὼ δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ
τιμῶ τὸν πατέρα
μου, καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ
με.
50 Ἐγὼ δὲ
οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου·
ἔστιν ὁ ζητῶν καὶ
κρίνων.
51 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ,
θάνατον οὐ
μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
52 Εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ
Ἰουδαῖοι· νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον
ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ
οἱ προφῆται, καὶ σὺ
λέγεις, ἐάν τις
τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ
μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα;
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω.
8, 42-52
42 Τότε
ο Ιησούς τους
είπε, «Εάν ο
Θεός ήτο Πατέρας
σας, θα με αγαπούσατε, διότι
εγώ από τον
Θεό βγήκα και
ήλθα εδώ. Δεν
ήλθα από τον εαυτό
μου αλλ’ εκείνος
με έστειλε.
43 Γιατί
δεν καταλαβαίνετε
την γλώσσα μου;
Διότι είσθε ανίκανοι να ακούτε
το λόγο μου.
44 Σει ς κατάγεσθε
από τον πατέρα
σας, τον διάβολο
και τις επιθυμίες του πατέρα σας θέλετε να
κάνετε. Εκείνος από
την αρχή ήτο ανθρωποκτόνος και δεν
στέκεται στην
αλήθεια, διότι δεν υπάρχει
αλήθεια μέσα του.
Όταν λέγει ψεύδη, μιλεί
από τον εαυτό του, διότι είναι ψεύτης και
πατέρας του ψεύδους.
45 Αλλ’
επειδή εγώ λέγω
την αλήθεια, δεν με
πιστεύετε.
46 Ποιος
από σας μπορεί να
με ελέγξει δι’ αμαρτία;
Και εάν λέγω
την αλήθεια, γιατί δεν με
πιστεύετε;
47 Όποιος
είναι από τον
Θεό, ακούει τα λόγια
του
Θεού. Γι’ αὐτό
σεις δεν ακούτε, διότι
δεν είσθε από
τον Θεό».
48 Απεκρίθησαν τότε
οι Ιουδαίοι, «Καλά
δεν λέμε ότι είσαι Σαμαρείτης και έχεις
δαιμόνιο;».
49 Απεκρίθη ο Ιησούς,
«Εγώ δαιμόνιο δεν
έχω αλλά τιμώ
τον Πατέρα μου, και
σεις με ατιμάζετε.
50 Εγώ
δεν ζητώ τη
δόξα μου. Υπάρχει
εκείνος που την
ζητεί και κρίνει.
51 Αλήθεια, αλήθεια σας
λέγω, εάν κανείς
φυλάξει το λόγο μου,
δεν θα ιδεί ποτέ
θάνατο».
52 Είπαν
σ’ αυτόν οι
Ιουδαίοι, «Τώρα είμεθα βέβαιοι
ότι έχεις δαιμόνιο.
Ο Αβραάμ πέθανε
και οι προφήτες
και συ λες,
«Εάν κανείς φυλάξει το λόγο
μου, δεν θα
γευθεί ποτέ θάνατο».
Πράξ.
12, 12-17
12 Συνιδών τε ἦλθεν ἐπὶ
τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου
Μάρκου, οὗ
ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι.
13 Κρούσαντος δὲ
αὐτοῦ τὴν θύραν τοῦ
πυλῶνος προσῆλθε παιδίσκη ὑπακοῦσαι ὀνόματι
Ρόδη,
14 καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς
οὐκ ἤνοιξε τὸν πυλῶνα,
εἰσδραμοῦσα δὲ
ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον
πρὸ
τοῦ πυλῶνος.
15 Οἱ δὲ
πρὸς αὐτὴν εἶπον· μαίνῃ.
Ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως
ἔχειν. Οἱδὲ ἔλεγον·
ὁ ἄγγελος αὐτοῦ
ἐστιν.
16 Ὁ
δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων.
ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν.
17 Κατασείσας δὲ
αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος
ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ
τῆς φυλακῆς,
εἶπε δέ·
ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. Καὶ
ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον
τόπον.
18 Γενομένης δὲ
ἡμέρας ἦν τάραχος οὐκ ὀλίγος ἐν τοῖς στρατιώταις,
τί ἄρα
ὁ Πέτρος ἐγένετο.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ.
12, 12-17
12 Και
όταν ανεγνώρισε αυτό,
πήγε στο σπίτι
της Μαρίας, της
μητέρας του Ιωάννου,
ο οποίος ονομάζεται
και Μάρκος, όπου
ήσαν αρκετοί μαζεμένοι και προσηύχοντο.
13 Όταν
κτύπησε την εξωτερική πόρτα,
ήλθε μια υπηρέτρια,
όπου ωνομάζετο Ρὀδη, για
να ιδή ποιος
ήτο,
14 και
όταν ανεγνώρισε τη
φωνή του Πέτρου,
από τη χαρά
της δεν άνοιξε την
πόρτα, αλλά έτρεξε
μέσα και τους είπε
ότι ο Πέτρος
ήτο έξω στην πόρτα.
15 Αυτοί
της είπαν, «Είσαι τρελλή».
Αλλ’ εκείνη επέμενε ότι έτσι
έχουν
τα πράγματα. Τότε αυτοί
είπαν, «Θα είναι
ο άγγελός του».
16 Ο
Πέτρος εξακολουθούσε να
κτυπά. Όταν δε άνοιξαν,
τον
είδαν και εξεπλάγησαν.
17 Αφού
τους έκανε με
το χέρι νεύμα
να σιγήσουν, τους
διηγήθηκε πως ο Κύριος
τον έβγαλε από
την φυλακή και
είπε, «Αναγγείλατε αυτό
στον Ιάκωβο και στους
αδελφούς». Ύστερα έφυγε
και πήγε σε
άλλο τόπο.
18 Όταν
ξημέρωσε θορυβήθησαν πολύ
οι στρατιώτες περί
του τι άραγε να
έγινε ο Πέτρος.
Io. 8, 42-52
42 Then Jesus said to them, "If God was
your Father, you would love me, for I came out of God and came here. I did not
come from myself, but he sent me.
Why do not you understand my language? Because
you are incapable of listening to my speech.
44 You have come from your father, the devil and
the desires of your father you want to do. He from the beginning was a murderer
and he does not stand in the truth, because there is no truth in him. When he
speaks falsehood, he speaks of himself because he is a liar and father of lies.
45 But because I say the truth, you do not
believe me.
46 Which of you can control me for sin? And if I
say the truth, why do not you believe me?
47 Whosoever is of God, heareth the words of
God. That is why you do not hear, because you are not of God. "
48 Then the Jews answered, "Do not we say
that you are a Samaritan, and have a demon?"
49 Jesus answered, "I have no honor, but I
honor my Father, and you dishonor me.
50 I do not ask for my glory. There is one who
asks and judges it.
51 Really, verily, if anyone keeps my word, he
will never see death. "
52 The Jews said to him, "Now we are sure
you have a demon. Abraham died and the prophets and counselors, "If anyone
keeps my word, there will never be death."
Acts. 12, 12-17
12 And when he knew this,
he went to the house of Mary, John's mother, who was also called Mark, where
they were many gathered and adored.
13 When he had struck the
outer door, there came a servant, where he numbered Rudy, to see who he was,
14 And when she recognized
Petros' voice, she did not open the door for her joy, but ran inside and told
them that Petros was out at the door.
15 They said to her,
"You are mad." But she insisted that this is how things are. Then
they said, "He will be his angel."
16 Peter was still
beating. When they did not open, they saw him and were surprised.
17 Having made them by
hand, they were silent, told them that the Lord had taken him out of prison and
said, "You have announced this to Jacob and the brethren." Then he
left and went to another place.
18 When it dawned, the
soldiers were very nervous about what Petros was about.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου