Ἰω. 7, 14-30
14 Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε.
15 Καὶ ἐθαύμαζον οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;
16 Ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με·
17 ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ' ἐμαυτοῦ λαλῶ.
18 Ὁ ἀφ' ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν.
19 Οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; Καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖτὸν νόμον. Τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι;
20 Ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε · δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι;
21 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο.
22 Μωυσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωυσέως ἐστίν, ἀλλ' ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον.
23 Εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁνόμος Μωυσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ!
24 Μὴ κρίνετε κατ' ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε.
25 Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν· οὐχ οὗτός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι;
26 Καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. Μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;
27 Ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν.
28 Ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ' ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε·
29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν.
30 Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω. 7, 14-30
14 Κατά το μέσον της εορτής ανέβηκε ο Ιησούς στο ναό και δίδασκε.
15 Οι Ιουδαίοι ήσαν κατάπληκτοι και έλεγαν, «Πως αυτός ξέρει γράμματα, αφού δεν σπούδασε;».
16 Απεκρίθη τότε σ’ αυτούς ο Ιησούς, «Η διδασκαλία μου δεν είναι δική μου, αλλά εκείνου που με έστειλε.
17 Εάν θέλει κανείς να κάνει το θέλημα του Θεού, θα γνωρίσει εάν η διδασκαλία μου προέρχεται απ’ αυτόν ή άν εγώ μιλώ από τον εαυτό μου.
18 Εκείνος που μιλεί από τον εαυτό του, ζητεί τη δική του δόξα, όποιος όμως ζητεί τη δόξα εκείνου που τον έστειλε, αυτός είναι αληθής και δεν υπάρχει σ’ αυτόν ψεύδος.
19 Δεν σας έδωκε ο Μωϋσής τον νόμο; Και όμως κανείς από σας δεν εκτελεί τον νόμο. Διατί ζητάτε να με σκοτώσετε;».
20 Απεκρίθη ο λαός, «Δαιμόνιο έχεις. Ποιος ζητά να σε σκοτώσει;».
21 Ο Ιησούς τους απεκρίθη, «Ένα έργο έκανα και είσθε όλοι κατάπληκτοι γι’ αυτό.
22 Ο Μωϋσής σας έδωκε την περιτομή – όχι ότι αυτή προέρχεται από τον Μωϋσή αλλ’ από τους πατέρας – και το Σάββατο περιτέμνετε άνθρωπο.
23 Εάν λοιπόν ένας άνθρωπος περιτέμνεται το Σάββατον, για να τηρηθεί ο νόμος του Μωϋσέως, οργίζεσθε εναντίον μου διότι ολόκληρο άνθρωπο έκανα υγιή το Σάββατο;
24 Μη κρίνετε κατά τα εξωτερικά φαινόμενα αλλά να είσθε δίκαιοι στις κρίσεις σας».
25 Μερικοί από τους Ιεροσολυμίτες έλεγαν, «Δεν είναι αυτός που ζητούν να σκοτώσουν;
26 Και να, μιλεί δημοσίᾳ και δεν του λέγουν τίποτε. Μήπως εννόησαν πραγματικά οι άρχοντες ότι αυτός είναι ο Χριστός;
27 Αλλά γι’ αυτόν ξέρομεν από που είναι, για τον Χριστό όμως, όταν έλθει, κανείς δεν θα ξέρει από που είναι».
28 Τότε ο Ιησούς φώναξε δυνατά, καθώς δίδασκε στο ναό, και είπε, «Με ξέρετε και ξέρετε από που είμαι· και όμως δεν έχω έλθει από τον εαυτόν μου αλλ’ εκείνος που με έστειλε είναι αληθινός, και αυτόν εσείς δεν τον ξέρετε.
29 Εγώ τον ξέρω, διότι είμαι από αυτόν και εκείνος με έστειλε».
30 Ζητούσαν τότε να τον πιάσουν αλλά κανείς δεν έβαλε χέρι επάνω του, διότι δεν είχε έλθει ακόμη η ώρα του.
Πράξ. 14, 6-18
6 συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον,
7 κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι.
Στα Λύστρα
8 Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιπεπατήκει.
9 Οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι,
10 εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. Καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει.
11 Οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν Λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς·
12 ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου.
13 Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν.
14 Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαρρήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες
15 καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς·
16 ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν
17 καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν.
18 Καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ. 14, 6-18
6 αυτοί το αντελήφθησαν και κατέφυγαν στις πόλεις της Λυκαονίας, Λύστρα και Δέρβη και τα περίχωρα,
7 και εκεί εξακολουθούσαν να κηρύττουν το ευαγγέλιο.
Στη Λύστρα
8 Στη Λύστρα έμενε κάποιος με αδύνατα πόδια· ήταν χωλός από την κοιλιά της μητέρας του και δεν είχε ποτέ περπατήσει.
9 Αυτός άκουε τον Παύλο να μιλεί, και ο Παύλος, αφού τον κύτταξε προσεκτικά και είδε ότι έχει πίστι να σωθεί,
10 είπε με δυνατή φωνή, «Σήκω στα πόδια σου ορθός». Και εκείνος πετάχθηκε επάνω και περπατούσε.
11 Όταν τα πλήθη είδαν τι έκανε ο Παύλος, ύψωσαν τη φωνή τους και είπαν στη γλώσσα της Λυκαονίας, «Οι θεοί υπό μορφή ανθρώπων κατέβηκαν σ’ εμάς».
12 Και ωνόμαζαν τον μεν Βαρνάβα Δία τον δε Παύλο Ερμή, επειδή αυτός ήτο ο κύριος ομιλητής.
13 Ο ιερεύς του ναού του Διός, που ήτο έξω από τη πόλι τους, έφερε ταύρους καὶ σταφάνια στις πύλες και ήθελε μαζί με όλο το λαό να προσφέρει θυσία.
14 Όταν το άκουσαν οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, ξέσχισαν τα ενδύματά τους και έτρεξαν μέσα στο πλήθος φωνάζοντες,
15 «Άνδρες, τι είναι αυτά που κάνετε; Και εμείς άνθρωποι είμεθα ομοιοπαθείς μ’ εσάς και σας κηρύττουμε το χαρμόσυνο άγγελμα για να επιστρέψετε από αυτά τα μάταια πράγματα στον Θεό τον ζωντανό, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτά.
16 Στις παρελθούσες γενεάς άφησε όλα τα έθνη να ακολουθούν το δικό τους δρόμο,
17 άν και δεν άφησε τον εαυτό του χωρίς μαρτυρία, διότι σας ευεργετούσε με το να στέλλει βροχή από τον ουρανό και εποχές καρποφόρους, με το να γεμίζει με τρόφιμα και χαρά την καρδιά σας».
18 Και με τα λόγια αυτά, μόλις συνεκράτησαν τα πλήθη, ώστε να μην τους προσφέρουν θυσία.
Io. 7, 14-30
14 At the middle of the feast, Jesus ascended to the temple and taught.
15 The Jews were amazed and said, "How does he know letters, since he did not study?"
16 Then Jesus answered them, "My teaching is not mine but that which sent me.
17 If one wants to do the will of God, he will know if my teaching comes from him or if I speak from myself.
18 He who speaks of himself seeks his own glory, but whoever asks for the glory of him who sent him, he is true, and there is no falsehood in him.
19 Did not Moses give you the law? And yet none of you execute the law. Why do you ask to kill me? "
20 The people are said, "You have a demon. Who asks to kill you? "
21 Jesus said to them, "I did a work, and you are all amazed about it.
22 Moses gave you the circumcision - not that it comes from Moses but from the fathers - and on Saturday you are circumcising man.
23 If therefore a man is circumcised on the sabbath, to observe the law of Moses, art thou against me, for I have made a whole man healthy on the sabbath day?
24 Do not judge against external phenomena but be fair about your judgments. "
25 Some of the Jerusalemites said, "Is not he that seeks to kill?
26 And he speaks publicly, and says nothing to him. Did the rulers really understand that this is Christ?
27 But for him we know where he is, but for Christ, when he comes, no one will know where he is ".
28 Then Jesus cried out loud as he taught in the temple, and said, "You know me, and you know where I am from, but yet I have not come from myself, but he who sent me is true, and you do not know him.
29 I know him, for I am from him, and he sent me. "
30 They wanted to catch him, but nobody laid a hand on him, for his time had not yet come.
Acts. 14, 6-18
6 They realized this and fled to the cities of Lycaonia, Lystra and Dervi and the outskirts,
7 and there they continued to preach the gospel.
In Lystra
8 There was someone in the Lystra with weak legs; he was a loser from his mother's belly and never walked.
9 He heard Paul speak, and Paul, having carefully crushed him and saw that he had faith to be saved,
10 He said with a loud voice, "Get your feet upright." And he sprang up and walked.
11 When the crowds saw what Paul had done, they raised their voice and said in the language of Lycaonia, "The gods in the form of men came down to us."
12 And they called him Barnabas, Zeus, and Paul Hermes, for he was the chief speaker.
13 The priest of the temple of Zeus, who was outside their city, brought bulls and trumpets to the gates, and wanted with all the people to offer sacrifice.
14 When the apostles Barnabas and Paul heard it, they took off their garments and ran into the multitude of shouting,
15 "Men, what are you doing? And we humans are homeless with you and preach to you the joyous message to return from these vain things to God the living, who created heaven and earth and the sea and all that exists in them.
16 In the past generations, all nations have left their own way,
17 though he did not leave himself without testimony, because he benefited you by sending rain from heaven and fruitful seasons by filling food and joy with your heart. "
18 And with these words, they have taken hold of the multitudes, that they should not offer them a sacrifice.
14 Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε.
15 Καὶ ἐθαύμαζον οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;
16 Ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με·
17 ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ' ἐμαυτοῦ λαλῶ.
18 Ὁ ἀφ' ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν.
19 Οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; Καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖτὸν νόμον. Τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι;
20 Ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε · δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι;
21 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο.
22 Μωυσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωυσέως ἐστίν, ἀλλ' ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον.
23 Εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁνόμος Μωυσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ!
24 Μὴ κρίνετε κατ' ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε.
25 Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν· οὐχ οὗτός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι;
26 Καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. Μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;
27 Ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν.
28 Ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ' ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε·
29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν.
30 Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω. 7, 14-30
14 Κατά το μέσον της εορτής ανέβηκε ο Ιησούς στο ναό και δίδασκε.
15 Οι Ιουδαίοι ήσαν κατάπληκτοι και έλεγαν, «Πως αυτός ξέρει γράμματα, αφού δεν σπούδασε;».
16 Απεκρίθη τότε σ’ αυτούς ο Ιησούς, «Η διδασκαλία μου δεν είναι δική μου, αλλά εκείνου που με έστειλε.
17 Εάν θέλει κανείς να κάνει το θέλημα του Θεού, θα γνωρίσει εάν η διδασκαλία μου προέρχεται απ’ αυτόν ή άν εγώ μιλώ από τον εαυτό μου.
18 Εκείνος που μιλεί από τον εαυτό του, ζητεί τη δική του δόξα, όποιος όμως ζητεί τη δόξα εκείνου που τον έστειλε, αυτός είναι αληθής και δεν υπάρχει σ’ αυτόν ψεύδος.
19 Δεν σας έδωκε ο Μωϋσής τον νόμο; Και όμως κανείς από σας δεν εκτελεί τον νόμο. Διατί ζητάτε να με σκοτώσετε;».
20 Απεκρίθη ο λαός, «Δαιμόνιο έχεις. Ποιος ζητά να σε σκοτώσει;».
21 Ο Ιησούς τους απεκρίθη, «Ένα έργο έκανα και είσθε όλοι κατάπληκτοι γι’ αυτό.
22 Ο Μωϋσής σας έδωκε την περιτομή – όχι ότι αυτή προέρχεται από τον Μωϋσή αλλ’ από τους πατέρας – και το Σάββατο περιτέμνετε άνθρωπο.
23 Εάν λοιπόν ένας άνθρωπος περιτέμνεται το Σάββατον, για να τηρηθεί ο νόμος του Μωϋσέως, οργίζεσθε εναντίον μου διότι ολόκληρο άνθρωπο έκανα υγιή το Σάββατο;
24 Μη κρίνετε κατά τα εξωτερικά φαινόμενα αλλά να είσθε δίκαιοι στις κρίσεις σας».
25 Μερικοί από τους Ιεροσολυμίτες έλεγαν, «Δεν είναι αυτός που ζητούν να σκοτώσουν;
26 Και να, μιλεί δημοσίᾳ και δεν του λέγουν τίποτε. Μήπως εννόησαν πραγματικά οι άρχοντες ότι αυτός είναι ο Χριστός;
27 Αλλά γι’ αυτόν ξέρομεν από που είναι, για τον Χριστό όμως, όταν έλθει, κανείς δεν θα ξέρει από που είναι».
28 Τότε ο Ιησούς φώναξε δυνατά, καθώς δίδασκε στο ναό, και είπε, «Με ξέρετε και ξέρετε από που είμαι· και όμως δεν έχω έλθει από τον εαυτόν μου αλλ’ εκείνος που με έστειλε είναι αληθινός, και αυτόν εσείς δεν τον ξέρετε.
29 Εγώ τον ξέρω, διότι είμαι από αυτόν και εκείνος με έστειλε».
30 Ζητούσαν τότε να τον πιάσουν αλλά κανείς δεν έβαλε χέρι επάνω του, διότι δεν είχε έλθει ακόμη η ώρα του.
Πράξ. 14, 6-18
6 συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον,
7 κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι.
Στα Λύστρα
8 Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιπεπατήκει.
9 Οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι,
10 εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. Καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει.
11 Οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν Λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς·
12 ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου.
13 Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν.
14 Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαρρήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες
15 καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς·
16 ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν
17 καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν.
18 Καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ. 14, 6-18
6 αυτοί το αντελήφθησαν και κατέφυγαν στις πόλεις της Λυκαονίας, Λύστρα και Δέρβη και τα περίχωρα,
7 και εκεί εξακολουθούσαν να κηρύττουν το ευαγγέλιο.
Στη Λύστρα
8 Στη Λύστρα έμενε κάποιος με αδύνατα πόδια· ήταν χωλός από την κοιλιά της μητέρας του και δεν είχε ποτέ περπατήσει.
9 Αυτός άκουε τον Παύλο να μιλεί, και ο Παύλος, αφού τον κύτταξε προσεκτικά και είδε ότι έχει πίστι να σωθεί,
10 είπε με δυνατή φωνή, «Σήκω στα πόδια σου ορθός». Και εκείνος πετάχθηκε επάνω και περπατούσε.
11 Όταν τα πλήθη είδαν τι έκανε ο Παύλος, ύψωσαν τη φωνή τους και είπαν στη γλώσσα της Λυκαονίας, «Οι θεοί υπό μορφή ανθρώπων κατέβηκαν σ’ εμάς».
12 Και ωνόμαζαν τον μεν Βαρνάβα Δία τον δε Παύλο Ερμή, επειδή αυτός ήτο ο κύριος ομιλητής.
13 Ο ιερεύς του ναού του Διός, που ήτο έξω από τη πόλι τους, έφερε ταύρους καὶ σταφάνια στις πύλες και ήθελε μαζί με όλο το λαό να προσφέρει θυσία.
14 Όταν το άκουσαν οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, ξέσχισαν τα ενδύματά τους και έτρεξαν μέσα στο πλήθος φωνάζοντες,
15 «Άνδρες, τι είναι αυτά που κάνετε; Και εμείς άνθρωποι είμεθα ομοιοπαθείς μ’ εσάς και σας κηρύττουμε το χαρμόσυνο άγγελμα για να επιστρέψετε από αυτά τα μάταια πράγματα στον Θεό τον ζωντανό, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτά.
16 Στις παρελθούσες γενεάς άφησε όλα τα έθνη να ακολουθούν το δικό τους δρόμο,
17 άν και δεν άφησε τον εαυτό του χωρίς μαρτυρία, διότι σας ευεργετούσε με το να στέλλει βροχή από τον ουρανό και εποχές καρποφόρους, με το να γεμίζει με τρόφιμα και χαρά την καρδιά σας».
18 Και με τα λόγια αυτά, μόλις συνεκράτησαν τα πλήθη, ώστε να μην τους προσφέρουν θυσία.
Io. 7, 14-30
14 At the middle of the feast, Jesus ascended to the temple and taught.
15 The Jews were amazed and said, "How does he know letters, since he did not study?"
16 Then Jesus answered them, "My teaching is not mine but that which sent me.
17 If one wants to do the will of God, he will know if my teaching comes from him or if I speak from myself.
18 He who speaks of himself seeks his own glory, but whoever asks for the glory of him who sent him, he is true, and there is no falsehood in him.
19 Did not Moses give you the law? And yet none of you execute the law. Why do you ask to kill me? "
20 The people are said, "You have a demon. Who asks to kill you? "
21 Jesus said to them, "I did a work, and you are all amazed about it.
22 Moses gave you the circumcision - not that it comes from Moses but from the fathers - and on Saturday you are circumcising man.
23 If therefore a man is circumcised on the sabbath, to observe the law of Moses, art thou against me, for I have made a whole man healthy on the sabbath day?
24 Do not judge against external phenomena but be fair about your judgments. "
25 Some of the Jerusalemites said, "Is not he that seeks to kill?
26 And he speaks publicly, and says nothing to him. Did the rulers really understand that this is Christ?
27 But for him we know where he is, but for Christ, when he comes, no one will know where he is ".
28 Then Jesus cried out loud as he taught in the temple, and said, "You know me, and you know where I am from, but yet I have not come from myself, but he who sent me is true, and you do not know him.
29 I know him, for I am from him, and he sent me. "
30 They wanted to catch him, but nobody laid a hand on him, for his time had not yet come.
Acts. 14, 6-18
6 They realized this and fled to the cities of Lycaonia, Lystra and Dervi and the outskirts,
7 and there they continued to preach the gospel.
In Lystra
8 There was someone in the Lystra with weak legs; he was a loser from his mother's belly and never walked.
9 He heard Paul speak, and Paul, having carefully crushed him and saw that he had faith to be saved,
10 He said with a loud voice, "Get your feet upright." And he sprang up and walked.
11 When the crowds saw what Paul had done, they raised their voice and said in the language of Lycaonia, "The gods in the form of men came down to us."
12 And they called him Barnabas, Zeus, and Paul Hermes, for he was the chief speaker.
13 The priest of the temple of Zeus, who was outside their city, brought bulls and trumpets to the gates, and wanted with all the people to offer sacrifice.
14 When the apostles Barnabas and Paul heard it, they took off their garments and ran into the multitude of shouting,
15 "Men, what are you doing? And we humans are homeless with you and preach to you the joyous message to return from these vain things to God the living, who created heaven and earth and the sea and all that exists in them.
16 In the past generations, all nations have left their own way,
17 though he did not leave himself without testimony, because he benefited you by sending rain from heaven and fruitful seasons by filling food and joy with your heart. "
18 And with these words, they have taken hold of the multitudes, that they should not offer them a sacrifice.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου