Ἰω.
4, 46-54
4, 46 Ἦλθεν οὖν πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. καὶ ἦν τις βασιλικός, οὗ ὁ υἱὸς ἠσθένει ἐν Καπερναούμ·
47 οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱόν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν.
48 Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτόν· ἐὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα ἴδητε, οὐ μὴ πιστεύσητε.
49 Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός· Κύριε, κατάβηθι πρὶν ἀποθανεῖν τὸ παιδίον μου.
50 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου· ὁ υἱός σου ζῇ. Καὶ ἐπίστευσεν ὁ ἄνθρωπος τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπορεύετο.
51 Ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ἀπήντησαν αὐτῷ καὶ ἀπήγγειλαν λέγοντες ὅτι ὁ παῖς σου ζῇ.
52 Ἐπύθετο οὖν παρ' αὐτῶν τὴν ὥραν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχε. καὶ εἶπον αὐτῷ ὅτι χθὲς ὥραν ἑβδόμην ἀφῆκεν αὐτὸν ὁ πυρετός.
53 Ἔγνω οὖν ὁ πατὴρ ὅτι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ ἐν ᾗ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ υἱός σου ζῇ· καὶ ἐπίστευσεν αὐτὸς καὶ ἡ οἰκία αὐτοῦ ὅλη.
54 Τοῦτο πάλιν δεύτερον σημεῖον ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐλθὼν ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
54 Τοῦτο πάλιν δεύτερον σημεῖον ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐλθὼν ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω.
4, 46-54
46 Ήλθε
λοιπόν πάλι ο
Ιησούς στην Κανά
της Γαλιλαίας, όπου
έκανε το νερό κρασί.
Εκεί ήτο κάποιος
αξιωματούχος του βασιλέως, του οποίου
το παιδί
ήτο άρρωστο στην Καπερναούμ.
47 Όταν
αυτός άκουσε ότι
ο Ιησούς ήλθε
από την Ιουδαία
στην Γαλιλαία, πήγε σ’ αυτόν
και τον παρακαλούσε
να κατεβεί και θεραπεύσει το παιδί του,
διότι κινδύνευε να
πεθάνει.
48 Ο
Ιησούς του είπε,
«Εάν δεν ιδήτε
θαύματα και τέρατα,
δεν θα πιστέψετε».
49 Λέγει
σ’ αυτόν ο
αξιωματούχος του βασιλέως,
«Κύριε, κατέβα πριν πεθάνει το παιδί μου».
50 Ο
Ιησούς του λέγει,
«Πήγαινε, το παιδί
σου ζει». Και
πίστεψε ο άνθρωπος στον λόγο
που του είπε
ο Ιησούς και έφυγε.
51 Ενώ
δε κατέβαινε τον
δρόμο, τον συνήντησαν οι δούλοί
του
και του είπαν, «Το
παιδί σου ζει».
52 Τους
ρώτησε την ώρα
που έγινε καλύτερα.
Και του είπαν,
«Χθες στις επτά
τον άφησε ο πυρετός».
53 Κατάλαβε λοιπόν
ο πατέρας
ότι την ώρα
εκείνη που του
είπε ο Ιησούς «Το
παιδί σου ζει»,
θεραπεύθηκε και πίστεψε
αυτός και ολόκληρη η οικογένειά
του.
54 Αυτό είναι το δεύτερο θαύμα που έκανε ο Ιησούς, όταν ήλθε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία.
54 Αυτό είναι το δεύτερο θαύμα που έκανε ο Ιησούς, όταν ήλθε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία.
Πράξ.
6, 8,7-5, 47-60
6, 8 Στέφανος δὲ πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ.
9 Ἀνέστησαν δέ
τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς
τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ
Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας
συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ,
10 καὶ οὐκ
ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ
τῷ πνεύματι ᾧ
ἐλάλει.
11 Τότε
ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι
ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ρήματα βλάσφημα εἰς Μωυσῆν καὶ
τὸν Θεόν·
12 συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ
τοὺς πρεσβυτέρους καὶ
τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν
αὐτὸν καὶ
ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον,
13 ἔστησάν τε μάρτυρας
ψευδεῖς λέγοντας·
ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται
ρήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ
τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου
καὶ τοῦ
νόμου·
14 ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι
Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ
ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωυσῆς.
15 Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.
15 Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.
7, 1 Εἶπε δὲ
ὁ ἀρχιερεύς· εἰ
ἄρα ταῦτα οὕτως
ἔχει;
2 Ὁ
δὲ ἔφη· ἄνδρες ἀδελφοὶ
καὶ πατέρες, ἀκούσατε.
Ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ
πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ ὄντι
ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ,
πρὶν
ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν
ἐν Χαρράν,
3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν·
ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ
ἐκ τῆς συγγενείας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν
ἣν ἄν σοι δείξω.
4 τότε
ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαρράν.
Κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα
αὐτοῦ μετῴκησεν αὐτὸν εἰς
τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε·
5 καὶ
οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός,
καὶ
ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς κατάσχεσιν αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, οὐκ
ὄντος αὐτῷ τέκνου.
47 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ
οἶκον.
48 Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος
ἐν χειροποιήτοις ναοῖς
κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει·
49 ὁ
οὐρανός μοι θρόνος,
ἡ δὲ γῆ
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον
οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος,
ἢ τίς τόπος τῆς
καταπαύσεώς μου;
50 Οὐχὶ ἡ
χείρ μου
ἐποίησε ταῦτα πάντα;
51 Σκληροτράχηλοι καὶ
ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ
τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς
ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες
ὑμῶν καὶ ὑμεῖς.
52 Τίνα τῶν προφητῶν
οὐκ ἐδίωξαν οἱ
πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου,
οὗ νῦν
ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς
γεγένησθε·
53 οἵτινες
ἐλάβετε τὸν νόμον
εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ
οὐκ ἐφυλάξατε.
Θανάτωσις του Στεφάνου
54 Ἀκούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις
αὐτῶν καὶ ἔβρυχον
τοὺς
ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν.
55 Ὑπάρχων δὲ
πλήρης Πνεύματος
Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε
δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ
Θεοῦ,
56 καὶ εἶπεν· ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ
τὸν υἱὸν τοῦ
ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα.
57 Κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ
συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν,
58 καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. Καὶ
οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια
αὐτῶν
παρὰ τοὺς πόδας νεανίου
καλουμένου Σαύλου,
59 καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον,
ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε
Ἰησοῦ, δέξαι τὸ
πνεῦμά μου.
60 Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.
60 Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Πράξ.
6, 8-7,5, 47-60
6, 8 Ο
Στέφανος, γεμάτος πίστι
και δύναμι, έκανε τέρατα
και θαύματα μεγάλα μεταξύ
του λαού.
9 Μερικοί
από την συναγωγή, που
ελέγετο των Λιβερτίνων
και των Κυρηναίων και
των Αλεξανδρέων και
από τους καταγομένους
από την Κιλικία και
Ασία, σηκώθηκαν και
συζητούσαν με τον
Στέφανο,
10 αλλά
δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην
σοφία και στο
Πνεύμα με το οποίον
μιλούσε.
11 Τότε
έβαλαν κρυφά ανθρώπους
να πουν, «Τον
ακούσαμε νὰ λέγει λόγια βλάσφημα κατά
του Μωϋσέως και
κατά του Θεού».
12 Και
ξεσήκωσαν τον λαόν
και τους πρεσβυτέρους
και τους γραμματείς, ώρμησαν επάνω
του και τον άρπαξαν βιαίως
και τον έφεραν
στο συνέδριον.
13 Παρουσίασαν και
ψευδομάρτυρας, οι οποίοι
έλεγαν, «Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να
λέγει λόγια βλάσφημα
κατά του αγίου
αυτού τόπου και κατά
του νόμου.
14 Διότι
τον έχομεν ακούσει
να λέγει ότι
ο Ιησούς ο Ναζωραίος
θα καταστρέψει τον τόπον
αυτόν και θα
αλλάξει τα έθιμα
που μας παρέδωκε ο
Μωϋσής».
15 Και όλοι που κάθονταν στο συνέδριο προσήλωσαν σ’ αυτόν τα βλέμματα και είδαν το πρόσωπό του να είναι σαν πρόσωπο αγγέλου.
15 Και όλοι που κάθονταν στο συνέδριο προσήλωσαν σ’ αυτόν τα βλέμματα και είδαν το πρόσωπό του να είναι σαν πρόσωπο αγγέλου.
7, 1 Είπε
τότε ο
αρχιερεύς, «Έτσι έχουν
τα πράγματα;».
2 Ο Στέφανος
είπε, «Άνδρες αδελφοί
και πατέρες, ακούσατε.
Ο ένδοξος Θεος εφανερώθηκε στον
πατέρα μας Αβραάμ,
όταν ήτο στην Μεσοποταμία πριν κατοικήσει
στην Χαρράν, και
του είπε,
3 Φύγε από την
χώρα σου και
από τους συγγενείς σου και
έλα στην χώρα που
θα σου δείξω.
4 Τότε
έφυγε από την
χώρα των Χαλδαίων και
κατῴκησε στην Χαρράν. Από
εκεί μετά τον
θάνατον του πατέρα
του, ο Θεός
τον έφερε να κατοικήσει στην
χώραν αυτήν, στην
οποίαν σεις τώρα
κατοικείτε.
5 Δεν
του έδωκε όμως κληρονομίαν
σ’ αυτήν ούτε
ένα βήμα, αλλά υποσχέθηκε να
την δώσει ως ιδιοκτησίαν
σ’ αυτόν και
τους απογόνους του ύστερα
από αυτόν, άν και δεν
είχε παιδί.
47 Αλλ’
ο Σολομών ήτο
εκείνος που του
οικοδόμησε οίκον.
48 Ο
Ύψιστος όμως δεν
κατοικεί σε χειροποιήτους ναούς,
49 καθώς
ο προφήτης λέγει:
Ο ουρανός
είναι ο θρόνος
μου, η δε
γη υποπόδιον των ποδιών
μου. Τι είδους
οίκον θα μου
οικοδομήσετε, λέγει ο Κύριος,
ή ποιος είναι
ο τόπος της αναπαύσεώς
μου;
50 Το χέρι μου
δεν τα δημιούργησε
όλα αυτά;
51 Σκληροτράχηλοι, με απερίτμητη
καρδιά
και αυτιά, σεις
πάντοτε αντιτίθεστε προς το
Πνεύμα το Άγιον,
όπως οι πρόγονοί
σας έτσι και
σεις.
52 Ποιόν
από τους προφήτες
δεν κατεδίωξαν οι πρόγονοί σας;
Σκότωσαν εκείνους που προφήτευσαν
τον ερχομὸ του
Δικαίου, και τώρα
γίνατε σεις προδότες του
και φονηάδες του·
53 σεις
που πήρατε τον
νόμο σε εντολές, που
εδόθησαν δι’ αγγέλων, και
όμως δεν το
εφυλάξατε.
Θανάτωσις του
Στεφάνου
54 Ενώ
άκουαν αυτά, ωργίσθησαν
και έτριζαν τα
δόντια τους εναντίον του.
55 Αλλ’
ο Στέφανος γεμάτος
Πνεύμα Άγιο προσήλωσε
το βλέμμα του
στον ουρανόν και
είδε την δόξαν
του Θεού και
τον Ιησούν να
στέκεται στα δεξιά
του Θεού,
56 και
είπε, «Βλέπω τους
ουρανούς ανοικτούς και
τον Υιόν του
ανθρώπου να στέκεται στα
δεξιά του Θεού».
57 Αυτοί
φώναξαν με
δυνατήν φωνήν, εβούλωσαν
τα αυτιά τους
και ώρμησαν όλοι μαζί
επάνω του,
58 και
αφού τον έβγαλαν
έξω από την
πόλι, τον λιθοβολούσαν. Οι μάρτυρες
έβαζαν τα ενδύματά
τους κοντά στα
πόδια κάποιου νέου,
που ωνομάζετο Σαύλος
59 και
λιθοβολούσαν τον Στέφανον,
ο οποίος επεκαλείτο
και έλεγε, «Κύριε Ιησού,
δέξου το πνεύμα
μου».
60 Αφού δε γονάτισε φώναξε με φωνήν δυνατήν, «Κύριε, μη λογαριάσῃς σ’ αυτούς την αμαρτίαν αυτήν».
60 Αφού δε γονάτισε φώναξε με φωνήν δυνατήν, «Κύριε, μη λογαριάσῃς σ’ αυτούς την αμαρτίαν αυτήν».
Io. 4, 46-54
So Jesus came back to Cana
in Galilee, where he made the wine wine. There was an official of the king,
whose child was sick in Capernaum.
47 When he heard that
Jesus came from Judea to Galilee, he went to him and begged him to go down and
healed his child because he was in danger of dying.
48 Jesus said, "If
you do not see miracles and monsters, you will not believe".
49 The king's officer said
to him, "Lord, I have come down before my child dies."
50 Jesus says, "Go,
your child lives". And the man believed in the word that Jesus had said to
him, and he departed.
51 And when he did not go
down the way, his servants met him, and said unto him, Thy child liveth.
52 He asked them when it
was better. And they told him, "Yesterday at seven, he left the
fever."
53 So the father
understood that at the time Jesus said to him, "Your child lives," he
and his whole family were healed and believed.
54 This is the second
miracle that Jesus did when he came from Judea to Galilee.
Acts. 6, 8-7, 5, 47-60
6, 8 Stephen, full of
faith and power, made great monsters and miracles among the people.
9 Some of the synagogue,
which was the devotion of the Liberts and Cyrenians and the Alexandrians, and
from the descendants of Cilicia and Asia, stood up and talked with Stephen,
10 but could not resist
the wisdom and the Spirit with which he spoke.
11 Then they secretly put
men to say, "We have heard him say blasphemy against Moses and against
God."
12 And they stirred up the
people, and the elders, and the scribes, and rushed upon him, and ravaged him,
and brought him to the congregation.
13 They also presented a
false witness, who said, "This man does not cease to speak blasphemy
against this holy place, and against the law.
14 For we have heard him
say that Jesus the Nazarene will destroy this place and change the customs that
Moses gave us. "
15 And all that sat at the
congregation fixed his eyes upon him, and saw his face be like an angel's face.
7, 1 Then said the high
priest, "So do they have things?"
2 Stephan said, "Men
brothers and fathers, you have heard. The glorious God was revealed to our
father Abraham when he was in Mesopotamia before he dwelt in Harran and told
him,
3 Get out of your country
and your relatives and come to the country that I will show you.
4 Then he departed from
the land of the Chaldeans, and departed in Harran. From there, after the death
of his father, God brought him to dwell in the land where you live now.
5 But he gave him no
inheritance, but he promised to give it as property to him and his descendants
after him, though he had no child.
47 But Solomon was the one
who built him home.
48 But the Most High does
not dwell in hand-made temples,
49 As the prophet saith,
The heavens are my throne, and the earth is the footstool of my feet. What kind
of house will you build me, says the Lord, or what is the place of my rest?
50 Did not my hand create
all this?
51 Tough-tempered, with
indescribable heart and ears, you always resist the Holy Spirit, as your
ancestors do so.
52 Who among the prophets
your ancestors did not seek? They have slain those who have prophesied the
coming of the law, and now you have become your traitors and murderers;
53 thou hast taken the law
in commandments, which were given by angels, and yet thou didst not save it.
Stephanos' killing
54 While they were hearing
these, they groaned and mistreated their teeth against him.
55 But Stephen full of the
Holy Spirit put his gaze upon the sky and saw the glory of God and Jesus
standing on the right hand of God,
56 And he said, "I
see the heavens open, and the Son of man standing on the right hand of
God."
57 And they cried out with
a loud voice, and plucked their ears, and they all rushed upon him,
58 And having cast him out
of the city, they stoned him. The martyrs put their garments near the feet of
someone new, called Saul
59 and stoned Stephen, who
spoke and said, "Lord Jesus, receive my spirit."
60 After he kneeled, he
cried out with a loud voice, "Lord, do not count these sin on them."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου