«Ἴδε ὑγιὴς
γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε!» (Ἰω. 5,14)
Κυριακὴ τοῦ
παραλύτου σήμερα, ἀγαπητοί μου
χριστιανοί. Διότι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία διαβάζει σήμερα ἕνα εὐαγγέλιο τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπόσπασμα
ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο,
ποὺ εἶναι περικοπὴ
ἡ ὁποία κάνει
λόγο γιὰ τὸ θαῦμα τῆς
θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς
Βηθεσδἀ ἤ τοῦ
παραλυτικοῦ ποὺ καθόταν
ἔξω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ
περιμένοντας νὰ μπεῖ ὁ ἄγγελος
σ’ αὐτὴν καὶ νὰ
θεραπεύονταν.
Ἀλλὰ
ἐπειδὴ ὁ παράλυτος δὲν μπροῦσε
νὰ μπεῖ μόνος του στὴ κολυμβήθρα περίμενε ἐναγωνίως ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν
ἔβαζε στὴ κολυμβήθρα· διότι
γινόταν καλά μόνο αὐτὸς ποὺ
θὰ ἔμπαινε μέσα
στὰ νερὰ τῆς
κολυμβήθρας, καὶ μόνο ὅταν
τάραζε τὰ νερά
της ὀ ἄγγελος,
ὁ ὁποῖος ἐρχόταν
μόνο μία φορά τὸ χρόνο. Ὁ δυστυχής ὅμως, παράλυτος, ἐνῶ ἦταν
ἐπὶ 38 ἔτη βασανίζονταν
ἀπὸ τὴν παραλυσία
του, ἀλλὰ κανεὶς
δὲν τὸν βοηθοῦσε
γιὰ νὰ μπεῖ
πρῶτος μέσα στὴν
κολυμβήθρα.
Μόνον
ὁ Χριστός μας, ὁ ὁποῖος
δὲν θέλει νὰ βρίσκεται
ὁ ἄνθρωπος στὴ δυστυχία
του πλησίασε τὸν παράλυτο
καὶ τὸν λύτρωσε
ἀπὸ τὴ διπλὴ παραλυσία του· τὴ παραλυσία,
δηλαδή, τῆς ψυχῆς
καὶ τοῦ σώματός του. Διότι
ὁ Χριστὸς εἶναι
ὁ Ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων.
Πλησίασε, λοιπόν, ὁ Χριστὸς
τὸν παράλυτο καὶ
τὸν θεράπευσε
ὄχι μὲ φάρμακα
καὶ ἐγχειρήσεις, ἀλλὰ μὲ τὸν παντοδύναμο λόγο του.
Ἡ
ἐρώτησις ὅμως τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν παράλυτο: «θέλεις ὑγιὴς
γενέσθαι;», ἴσως νὰ μᾶς προβληματίσει. Ἴσως νὰ ἐκφράσουμε
μιὰ δίκαιη μέν, ἀλλὰ
ἀπορία
ποὺ δείχνει τὴν
δυσπιστία μας- γιἂ νὰ μἢ ποῦμε
τὴν ἀπιστία μας- πρὸς
τὸν Κύριο. Διότι ὁ Κύριος
δὲν ἦταν μόνο ἄνθρωπος,
ἀλλὰ ὡς Θεάνθρωπος
γνώριζε καὶ τὴν αἰτία τῆς παραλυσίας
του· γνώριζε
δηλαδὴ καὶ τὸ
λόγο ποὺ παρέλυσε
τὸ σῶμα του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
βρισκόταν στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου
λόγω τῆς ἄσωτης
ζωῆς του.
Κύρια
αἴτια τοῦ φαινομένου τῆς ἀσθένειας εἶναι
ἀδελφοί μου τὰ
κάτωθι: Κατ’ ἀρχὰς εἶναι
ἡ ἁμαρτωλὴ ζωή
μας, διότι ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο, τελικά,
στὴν παραλυσία τοῦ
σώματός του, ὅπως παρέλυσε
καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου
τῆς Βηθεσδά. Ἡ ἁμαρτία
καὶ ἡ ἄσωτη
ζωή, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη
τὸ Χρυσόστομο,
ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο
καὶ τὴν παραλυσία τοῦ
σώματός του ἤ σὲ ἄλλες τυχὸν ἀσθένειες.
«Τὰ πλείονα τῶν
νοσημάτων ἐξ ἁμαρτιῶν ἐστὶ ψυχικῶν»,
λέει συγκεκριμμένα ὁ ἱερὸς Πατήρ. Διότι οἱ περισσότερες ἀσθένειες
προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀχαλίνωτη
καὶ
ἀνεξέλγκτη ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλὰ
καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος
τοῦ Παρακλητικοῦ
Κανόνος πρὸς τὴν Θεοτόκο
Μαριάμ χαρακτηρίζει τὴν ἁμαρτία
ὡς αἰτία τῆς ἀσθένειας.
«Ἀπὸ τῶν πολλῶν
μου ἁμαρτιῶν
ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ
ψυχή», λέει ὁ ἱερὸς
ὑμνογράφος.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ
παράλυτος τοῦ εὐαγγελίου
μας, μόλις ἄκουσε
ἀπὸ τὸ Χριστὸ
τὴ συμβουλή Του: «ἴδε
ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε»
ἔπρεπε νὰ ἀφήσει
τὴν προηγούμενη καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή
του, γιατὶ ἔτσι
μόνο θὰ ἔσωζε
καὶ τὴν ἀθάνατη ψυχή
του ἀπὸ τὴν
αἰώνια καταστροφή.
Οἱ
χριστιανοὶ ὅμως δὲν πρέπει
ποτέ νὰ θεωροῦμε
τὶς ἀσθένειες ὡς τιμωρία
τοῦ Θεοῦ,
γιατὶ ἡ ἀσθένεια εἶναι μόνο
μιὰ δοκιμασία τῆς
πίστεώς μας, ὅπως ἀκριβῶς
δοκιμάστηκε καὶ ὁ Ἰὼβ
μὲ πλεῖστες ὅσες
δοκιμασίες γιὰ νὰ
φανερώσει τὴ μεγάλη
του πίστη πρὸς
τὸν Ἅγιο Θεό. Ἡ πίστη
τοῦ Ἰὼβ δοκιμάστηκε
καὶ μὲ τὴν ἀσθένεια τῆς
λέπρας, ἀλλὰ αὐτὸς
παρέμεινε πιστὸς στὸ Θεό.
Κι αὐτό, παρὰ
τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ
λέπρα
τότε ἦταν ἀγιάτρευτη
καὶ
κολλητικὴ ἀσθένεια. Ὁ Ἰὼβ ὅμως ἔβλεπε τὴν ἀσθένεια
ὡς δοκιμασία
τοῦ Θεοῦ, μὲ συνέπεια νὰ ἐνισχύεται περισσότερο
ἡ πίστη
του
στὸ Θεό μας. Ὁ
Ἰὼβ δοκίμαζε ἀκόμα
τὸν πόνο ἀπὸ
τὴν ἀσθένεια τῆς λέπρας μὲ ὑπομονή,
σὲ σημεῖο ποὺ
μάλωνε καὶ τὴν
γυναίκα του, ὅταν αὐτὴ τὸν προέτρεπε νὰ βλασφημήσει
τὸν μεγάλο Θεό μας
λόγω τῶν δοικιμασιῶν
του. Καὶ ὡς πιστὸς
δοῦλος τοῦ Θεοῦ δὲν σταματοῦσε
νὰ λέει τὸ «εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»· ἄς εἶναι
δηλαδὴ εὐλογημένο τὸ ὄνομα
τοῦ Κυρίου διαπαντός. Τὸ παράδειγμα
αὐτὸ τῆς ὑπομονῆς τοῦ Ἰὼβ πρέπει
νὰ εἶναι καὶ παράδειγμα
ὅλων μας τῶν χριστιανῶν.
Νὰ ὑπομένουμε, δηλαδή,
στὶς θλίψεις μας
ἐξ αἰτίας
τῶν πολλῶν μας ἀσθενειῶν.
Ὅπως
ὁ Ἰὼβ δέχτηκε
ταπεινὰ τὴ δύσκολη
ἀσθένεια τῆς
λέπρας, ἔτσι καὶ μεῖς ἄς
δεχώμαστε μὲ ὑπομονὴ
τὶς ἀρρώστιες μας, ὁδηγούμενοι
καὶ στὴν μετάνοια.
Πῶς,
ὅμως, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε ἐμεῖς
οἱ χριστιανοὶ τὴν ἀρρώστια ποὺ δοκιμάζουμε; Ἐπειδή,
πέραν κάθε ἀμφιβολίας, ὁ Χριστός
μας εἶναι ὁ μέγας Ἰατρὸς
τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός μας βλέπει τοὺς ἀσθενεῖς ὡς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι χρειάζονται ἀγάπη καὶ στοργὴ
άπὸ τὴν Ἀγαθότητά Του. Τὰ
θαύματα, ἄλλωστε, τοῦ
Κυρίου, τὰ ὁποῖα ἔκανε γιὰ νὰ ἀποδείξει
τὴν ἀγάπη Του πρὸς ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς καὶ πάσχοντες τῆς Παλαιστίνης. Ὁ Χριστός, ὅμως, δὲν
θεράπευε μόνο τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου,
γιατὶ
θεράπευε καὶ τὴν
ἀθάνατη
ψυχή του. Θεράπευε, δηλαδή, ὁ Χριστὸς καὶ τὶς ἀθάνατες
ψυχὲς τῶν πονεμένων
ἀνθρώπων, ὅπως ἀκριβῶς θεράπευσε
καὶ τὴν ψυχὴ
τοῦ παραλύτου τῆς εὐαγγελικῆς μας
περικοπῆς.
Ἡ
ἀγάπη αὐτὴ τοῦ
Χριστοῦ μας φαίνεται στὶς
σελίδες τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου,
ὅπου ἔδειχνε ὁ Χριστὸς
τὴν μεγάλη Του ἀγάπη πρὸς
τοὺς πονεμένους ψυχικὰ
καὶ σωματικὰ ἀνθρώπους.
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη του ἀπεδείχθη ποικιλοτρόπως, ὅπως ἄλλλωστε φαίνεται
καὶ στὸ βιβλίο
τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὅπου «ὁ Χριστὸς
διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰᾶτο πάντας
τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου».
Οὐδεὶς
χριστιανὸς δὲν βιώνει τὴ
διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ
μας μὲ τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας,
γιατὶ ἡ ἁμαρτία
ὁδηγεῖ τὴν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου στὸ
πνευματικὸ θάνατό του. Μὲ ποιὸ τρόπο ὅμως μποροῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ
σκοτώνει τὴ ψυχή
μας; Τὴν ἀπάντηση στὸ πρόβλημα αὐτὸ μᾶς τὴν δίνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία,
ἡ ὁποία μᾶς προτρέπει νὰ
προστρέχουμε στοὺς πνευματικοὺς
ἰατρούς μας· στοὺς πνευματικοὺς
τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐν μετανοίᾳ.
Καὶ ἡ ἄφεση
τῶν ἁμαρτιῶν μας θὰ μᾶς
δώσει τὴ χαρὰ νὰ ζοῦμε ἐν
Χριστῷ, ἀποβάλλοντας ἀπὸ πάνω μας τὸ σαράκι τῆς ἁμαρτίας. Διότι
στὸ Ἐξομολογητήρι θὰ λάβουμε τὴν ἄφεση τῶν
ἁμαρτιῶν μας· ἀφοῦ Ἐκεῖνος ποὺ οὐσιαστικὰ
μᾶς δίνει τὴν ἄφεση δὲν εἶναι
ὁ ἱερεὺς ποὺ βλέπουμε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς
ποὺ δὲν βλέπουμε
μὲ τὰ
σωματικά μας μάτια. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος Ἰατρός,
Ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων, ὁ Ὁποῖος λαμβάνει στοὺς ὤμους Του τὶς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων,
ὅλων τῶν αἰώνων.
Ὁ Χριστός, ἄλλωστε, ἀνεβαίνοντας
πάνω στὸ σταυρὸ δοκίμασε γιὰ
χάρι μας τὸ μεγαλύτερο
πόνο, ταὸ
πόνο τοῦ σταυροῦ,
δίδοντας σὲ μᾶς κουράγιο
γιὰ νὰ νικοῦμε
τὶς ὅποιες θλίψεις
μας ἐξαιτίας τῶν ἀσθενειῶν
μας. Διότι ἡ ἐποχή μας, δυστυχῶς, ὅπως
καὶ
κάθε ἄλλη ἐποχή,
ἔχει καὶ πολλὰ προβλήματα· ἔχει πολλὲς
ἀσθένειες καὶ ἀσθενεῖς. Κι ἐμεῖς ἄν δὲν εἴμαστε ἀσθενεῖς- ποὺ πολὺ ἀμφιβάλλω- μποροῦμε ὅμως
νὰ ἐπισκεφτοῦμε τὰ νοσοκομεῖα, καὶ κεῖ θὰ
δοῦμε καὶ θ’ἀκούσουμε
τὸν
πόνο καὶ θὰ ἀκούσουμε
τὰ βογγητὰ τῶν πονεμένων
συνανθρώπων μας.
Ἐνδέχεται ὅμως νὰ
μᾶς ρωτήσουν μερικοὶ συνάνθρωποί μας: Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς
καὶ ἡ ἁγία
Του Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ θεραπεύει ὅλες τὶς ἀσθένειες,
ποιὰ ἀνάγκη ἔχουμε
τὰ φάρμακα καὶ τοὺς
ἰατρούς; Τὶ θὰ τοὺς
ἀπαντήσουμε; Θὰ τοὺς ποῦμε ὅτι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία
ποτὲ δὲν
ἀρνήθηκε τὴν ἀξία
τῆς ἐπιστήμης καὶ τῶν
βοτάνων τῆς φύσης. Διότι, ὅπως
λέει καὶ τὸ Βιβλίο
τῆς Σοφίας Σειράχ,
«ἔδωκεν (ὁ Θεός) ἐπιστήμην ἐνδοξάζεσθαι
ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτῆς». (Σοφ. Σειράχ)
Γιατὶ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὰ φάρμακα,
καὶ ὁ Θεὸς φώτισε
τοὺς ἰατρούς μας, προκειμένου
νὰ κάνουν τὶς
διάφορες ἐφευρέσεις τους. Ποτὲ ὅμως δὲν πρέπει νὰ θεοποιοῦμε
τὴν ἐπιστήμη,
διότι ὁ μεγαλύτερος Ἰατρός, ποὺ εἶναι καὶ Ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων εἶναι ὁ Χριστός.
Πῶς, ὅμως, οἱ χριστιανοὶ
στέκονται ἀπέναντι στὴν ἀσθένεια;
Μήπως δυσανασχετοῦμε ὅταν δοκιμάζουμε κάποια ἀσθένεια ἤ μήπως ὑπομένουμε
τὶς ἀσθένειές μας μὲ σταθερὴ πίστη στὸ Χριστό; Τὶ εἶναι, ἄλλωστε, οἱ δικές μας
δοκιμασίες μπροστὰ στὴ
μεγαλύτερη δοκιμασία τὴν ὁποία
ὑπέστη ὁ
Χριστός μας; Ἀσφαλῶς
δὲν εἶναι τίποτα. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπομένουμε,
ἀδελφοί μου, ὅ,ποια ἀσθένεια κι ἄν δοκιμάζουμε ὑπομονετικά. Οἱ ἀρρώστιες
μας, ἄλλωστε, ἄλλοτε συμβαίνουν ἐξαιτίας
τῆς δικῆς
μας ἀπροσεξίας καὶ ἄλλοτε ἐξαιτίας
ἄλλων φυσικῶν λόγων. Καὶ ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε
ἀπὸ τὰ πάθη
ποὺ μᾶς
προξένησε ἡ ἀπροσεξία μας
αὐτὴ εἶναι ἠ εἰλικρινῆ
μετάνοιά μας.
Ἄν
μετανοήσουμε εἰλικρινά, καὶ ἄν ἀφήσουμε
τὸν ἐναγκαλισμό μας μὲ τὴν ἁμαρτία θὰ ἔρθει
σίγουρα μέσα μας
ἡ
Χάρις τοῦ Χριστοῦ μας. Εὔχομε, ἀδελφοί μου, νὰ συμμορφωθοῦμε καὶ
μεῖς μὲ
τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ μας πρὸς τὸν θεραπευθέντα παράλυτο
τῆς Βηθεσδά, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Ἴδε· ὑγιὴς
γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε!» (Ἰω. 5,14) Καὶ ἄς μὴ ζοῦμε ὑλιστικά, διότι ἡ ἀληθινὴ ζωὴ εἶναι μόνο ἡ χριστιανικὴ ζωή. Χρειάζεται ἡ ζωή μας νὰ μὴ εἶναι
συνυφασμένη μὲ τὴν εὐμάρεια,
ἀλλὰ ἀγαπώντας τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν
πνευματικὴ ἄσκηση. Καὶ οἱ ἀσθενεῖς ἀδελφοί μας, ἐπειδὴ εἶναι ἱερὰ πρόσωπα, ὀφείλουμε νὰ τοὺς ἀγαποῦμε
καὶ νὰ τοὺς δείχνουμε
τὴν ἀγάπη μας μὲ ὅ,τι τρόπο
δυνάμεθα. Διότι ὁ Κύριος μᾶς λέει: «Ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με». Γιὰ
νὰ κερδίσουμε κι ἐμεῖς τὸ βραβεῖο
τῆς ἄνω Ἱερουσαλὴμ
πρέπει νὰ ἀγαποῦμε τοὺς
συνανθρώπους μας εἰλικρινά.
Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου