Μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας
ανεφάνησαν στην Εκκλησία και νέοι αιρετικοί, όπως οι
Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί, υπό τον αιρεσιάρχη
Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οι
Ημιαρειανοί, ο Απολινάριος Λαοδικείας, ο Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ο
Μάρκελλος Αγκύρας, ο Φωτεινός Σιρμίου,
ο Ευνόμιος Κυζίκου
με το διδάσκαλό
του Αέτιο, ο Ευδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ο
Παύλος Σαμοσατεύς και άλλοι που προσείλκυαν πολλούς οπαδούς.
Το χριστολογικό ζήτημα τέθηκε εξ αιτίας της αιρέσεως
του
Απολιναρίου Λαοδικείας. Ο Απολινάριος (390 μ.Χ.),
όπως και η
λεγόμενη Αλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως την ενότητα
στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, συχνά εις βάρος της πληρότητας του ανθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ότι
ο Χριστός είναι Υιός του
Θεού, ο οποίος είναι τέλειος
Θεός
και κατά την Ενανθρώπιση έλαβε μόνο σάρκα («Θεός σαρκοφόρος»), δηλαδή ανθρώπινο
σώμα και άλογη ψυχή, όχι όμως και ανθρώπινο
νου, γιατί αυτό
θα σήμαινε την τελειότητα
(ακεραιότητα) της ανθρώπινης
φύσεως. Ο Απολινάριος
θεωρούσε πως ο
Χριστός για την σωτηρία
του ανθρώπου είναι ανάγκη να είναι τέλειος Θεός. Για να είναι
λοιπόν
δυνατή η πλήρης ένωση στον Ένα Χριστό,
δίδασκε ότι ο Λόγος του
Θεού δεν έλαβε κατά
την Ενανθρώπιση τέλεια ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο το
ανθρώπινο σώμα εμψυχωμένο με
ζωική (άλογη) ψυχή και όχι ανθρώπινο νου. Προτιμούσε να χρησιμοποιεί τον όρο
«σαρξ», όχι όμως με την
βιβλική του σημασία. Επέμενε στη
στενή ένωση Θεού και ανθρώπου
στον Χριστό, αλλά
η ανθρώπινη φύση Του δεν ήταν πλήρης. Την ένωση
Λόγου και σαρκός σε μία φύση την χαρακτήριζε «ένωσιν ουσιώδη», «ένωσιν
σύνθετον» και «ένωσιν φυσικήν». Η «κολοβωμένη»
ανθρώπινη φύση μετά την ένωση
πρέπει να θεωρηθεί ότι
απορροφήθηκε και χάθηκε μέσα στους κόλπους του Λόγου,
έτσι ώστε ο Χριστός
να
μην είναι τέλειος
άνθρωπος, αλλά μόνο τέλειος
Θεός.
Οι Πνευματομάχοι
ή Μακεδονιανοί αρνούνταν
τη θεότητα
του Αγίου Πνεύματος, θεωρώντας αυτό
«κτίσμα και όχι Θεό, ούτε ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό».
Κατά τον Μέγα Βασίλειο οι Πνευματομάχοι θεωρούνταν όχι μόνο ότι θεομαχούσαν
κατά του Θεού
και του Υιού και
ότι χριστομαχούσαν, αλλά
και ότι πνευματομαχούσαν
Στη διδασκαλία του Απολιναρίου και του Μακεδονίου αντέδρασαν
από πολύ νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας και
τον καταδίκασαν πολλές φορές. Η οριστική
όμως καταδίκη της αιρετικής τους κακοδοξίας
έγινε από τη Β’ Οικουμενική
Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 381 μ.Χ.
Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε από τον Μάιο μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 381
μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορος Θεοδοσίου
του Μεγάλου, προς
επίλυση θεολογικών και διοικητικών
προβλημάτων. Οι εκατόν πενήντα θεοφόροι
Πατέρες
που συμμετείχαν σε αυτήν,
προέρχονταν από περιοχές, οι οποίες πολιτικά υπάγονταν στη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα που τους
συγκάλεσε. Επρόκειτο δηλαδή περί Μεγάλης Συνόδου των Επισκόπων του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, η δε αναγνώρισή της ως
της
Β’ Οικουμενικής έγινε από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο,
που συνήλθε
στη Χαλκηδόνα το 451
μ.Χ., η οποία και αποδέχθηκε το Σύμβολον
αυτής
ως ισοδύναμο και ισόκυρο
με αυτό της Νικαίας.
Η Β’
Οικουμενική Σύνοδος απέκτησε μεγάλη σημασία για τον Χριστιανισμό προ πάντων
διότι συμπλήρωσε το ιερό Σύμβολον της Πίστεως, αφού δογμάτισε ιδίως την Πνευματολογία
της
Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής
Εκκλησίας, ως και άλλα άρθρα
της πίστεως, και έτσι αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Ορθοδόξου
Εκκλησίας και μέγα σταθμό
ιδίως στο δογματικό
καθορισμό της αρχαίας Εκκλησίας. Η σπουδαιότητα της παρούσης Συνόδου και του Συμβόλου
αυτής έγκειται
κυρίως στην ολοκλήρωση του Τριαδικού
δόγματος, δια της θεσπίσεως της Θεότητος και της «εκ του Πατρὸς»
εκπορεύσεως του Πνεύματος, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραθεωρείται η σημασία της
διδασκαλίας αυτής περί Εκκλησίας,
βαπτίσματος, αναστάσεως νεκρών και ζωής αιωνίου.
Αυτή κατά πρώτο και κύριο λόγο διετύπωσε
πλατύτερα, πληρέστερα και ακριβέστερα
το ιερό Σύμβολον της Νικαίας
Κωνσταντινουπόλεως, το «Πιστεύω», επειδή
τα μεν επτά
πρώτα άρθρα συντάχθηκαν
υπό της Α’ Οικουμενικής
Συνόδου το 325 μ.Χ., εναντίον της μεγάλης
αιρέσεως του Αρειανισμού, που συντάραξε επί μακρόν
την Εκκλησία,
και η οποία αίρεση αρνιόταν τη Θεότητα
του Δευτέρου
Προσώπου της Αγίας
Τριάδος, τα δε πέντε τελευταία
από τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο,
εναντίον της Πνευματομαχίας που αρνιόταν
τη Θεότητα
του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και των
άλλων ως άνω αιρέσεων.
Το ιερόν Σύμβολον
της Πίστεως, το «Πιστεύω», απαγγέλεται και καθομολογείται
από όλους τους Χριστιανούς
ως ομολογία
πίστεως, ως βαπτιστήριο
και ως λειτουργικό
κείμενο στη θεία λατρία της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, η οποία αναγνωρίζει
και τιμά αυτό
ως έργο των δύο
πρώτων Οικουμενικών Συνόδων.
Εκείνο το οποίο υπογραμμίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στη
Σύνοδο είναι ότι ο Ίδιος ο Κύριος επισυνάπτει
το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό,
δεδομένου ότι έχει όλα τα
χαρακτηριστικά της θείας φύσεως και είναι ζωοποιόν,
άγιον, αΐδιον, σοφόν,
ευθές, ηγεμονικόν.
Αυτή η κοινότητα των Ονομάτων
αποδεικνύει ότι ουδεμία διαφορά
υπάρχει στην ενέργεια μεταξύ
Πατρός, Υιού και Αγίου
Πνεύματος. Η ταυτότητα
δε της ενέργειας
αποδεικνύει
το ηνωμένον της φύσεως.
Ουδείς επομένως πρέπει
να αρνηθεί
την μία Θεότητα των Τριών Προσώπων
της Αγίας Τριάδος.
Γι’αυτό ο ιερός Πατέρας αναγράφει
ότι «μία εστίν η ζωή ημών η δια της εις
την Αγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, εκ μεν του
θεού των όλων πηγάζουσα,
δια
δε του Υιού προϊούσα, εν δε τω Αγίω Πνεύματι τελειουμένη». Στην ερώτηση των Πνευματομάχων
πως είναι δυνατόν το Πνεύμα να είναι ισότιμο προς τον Πατέρα και τον Υιό, εφ’
όσον ο Πατέρας
μεν είναι Δημιουργός, δι’ Υιού
δε τα πάντα εδημιουργήθησαν, και ότι πάντα εκτίσθησαν εν Αγίω Πνεύματι και εξαίρει
το συναΐδιον και αχώριστον
των Τριών Προσώπων της Αγίας
Τριάδος και υπογραμμίζει
ότι εκτός της κατά τάξιν και υπόστασιν διαφοράς «εν ουδενί το παρηλλαγμένον
καταλαμβάνομεν».
Στο Τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης η μνήμη της Συνόδου ετελείτο μαζί με την μνήμη της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού († 14 Σεπτεμβρίου). Ως εισηγητής της διπλής αυτής εορτής και ποιητής της Ακολουθίας θεωρείται ο Συμεών Θεσσαλονίκης.
Στο Τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης η μνήμη της Συνόδου ετελείτο μαζί με την μνήμη της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού († 14 Σεπτεμβρίου). Ως εισηγητής της διπλής αυτής εορτής και ποιητής της Ακολουθίας θεωρείται ο Συμεών Θεσσαλονίκης.
Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Της Δευτέρας Συνόδου υποφήται και σύνεδροι, εκατόν πεντήκοντα θείοι Ιεράρχαι μακάριοι, οι στόματι κηρύξαντες σοφώ, του Πνεύματος του θείου την ισχύν, πάσης βλάβης και αιρέσεως χαλεπής, λυτρώσασθε τους ψάλλοντας· δόξα τω θαυμαστώσαντι υμάς, δόξα τω μεγαλύναντι, δόξα τω βεβαιούντι δι’ υμών, πιστών την διάνοιαν.
Της Δευτέρας Συνόδου υποφήται και σύνεδροι, εκατόν πεντήκοντα θείοι Ιεράρχαι μακάριοι, οι στόματι κηρύξαντες σοφώ, του Πνεύματος του θείου την ισχύν, πάσης βλάβης και αιρέσεως χαλεπής, λυτρώσασθε τους ψάλλοντας· δόξα τω θαυμαστώσαντι υμάς, δόξα τω μεγαλύναντι, δόξα τω βεβαιούντι δι’ υμών, πιστών την διάνοιαν.
Κοντάκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Τους εν τη πόλει τη λαμπρά Κωνσταντίνου, εν τη Δευτέρα συνελθόντας Συνόδω, πανευκλεείς Πατέρας ευφημήσωμεν· ούτοι Μακεδόνιον, τον δεινὸόν γαρ καθείλον, και συν τούτω άπασαν, άλλην δύσφημον πλάνην, και τους πιστούς στηρίζουσιν αεί, Ορθοδοξίας, τοις θείοις διδάγμασι.
Τους εν τη πόλει τη λαμπρά Κωνσταντίνου, εν τη Δευτέρα συνελθόντας Συνόδω, πανευκλεείς Πατέρας ευφημήσωμεν· ούτοι Μακεδόνιον, τον δεινὸόν γαρ καθείλον, και συν τούτω άπασαν, άλλην δύσφημον πλάνην, και τους πιστούς στηρίζουσιν αεί, Ορθοδοξίας, τοις θείοις διδάγμασι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις των Πατέρων θείος χορός, οι εν τη Συνόδω, τη Δευτέρα θεία ροπή, των αἱιρετιζόντων, φιμώσαντες το στόμα, και των ορθών δογμάτων, χάριν εκλάμποντες.
Χαίροις των Πατέρων θείος χορός, οι εν τη Συνόδω, τη Δευτέρα θεία ροπή, των αἱιρετιζόντων, φιμώσαντες το στόμα, και των ορθών δογμάτων, χάριν εκλάμποντες.
Memory of the Second
Ecumenical Synod
After the First Ecumenical
Synod of Nicaea, the new heretics, such as the Pneumatamos or the Macedonians,
under the Macedonian Constantinople, the Semirasians, the Apolnarios Laodikias,
Savellios Ptolemaidos, Markelos Ankiras, Svetlos Sirmios, Eniomios Kyzikos the
teacher of Aetho, Eudoxios of Constantinople, Paul Samosassite and others who
have been affectionate to many followers.
The christian question was
raised by the heresy of the Apollinarios Laodikias. Odinarios (390 AD), like
the so-called Alexandrian School, emphasized primarily unity in the Face of
Jesus Christ, often at the expense of the completeness of the human element. He
taught that Christ is the Son of God, who is a perfect God and during the
Incarnation he received only a flesh ("God-sarcophagus"), that is, a
human body and an odious soul, but not a human mind, because that would mean
perfection, of human nature. Odinarios believed that Christ for the salvation
of man is a need to be a perfect God. Therefore, to be able to fully unite in
One Christ, he taught that the Word of God did not receive in Humanity perfect
human nature, but only the human body animated with an animal (rather than a
human mind). He preferred to use the term "fart," but not in biblical
meaning. He insisted on the close union of God and man to Christ, but His human
nature was not complete. The association of Logos and the flesh in one nature
characterized it as "union essential", "union of union" and
"natural union". The "truncated" human nature after union
has to be considered absorbed and lost within the Word so that Christ is not a
perfect man, but only a perfect God.
Spirituals or Macedonians
denied the deity of the Holy Spirit, believing that "a building, not a
God, nor a homage to the Father and the Son." According to the Great
Kingdom, Spirituals were not only considered to be gods against God and the
Son, and that they were culting, but also spiritualizing
The Fathers of the Church
reacted very early in the doctrine of the Apollinari and of Macedon, and they
condemned it many times. The final condemnation of their heretical cacody was
made by the Second Ecumenical Council of Constantinople in 381 AD.
The Second Ecumenical
Synod met from May to the end of July 381 AD. in Constantinople, at the
invitation of Emperor Theodosius the Great, to resolve theological and
administrative problems. The one hundred and fifty godly Fathers who
participated in it came from regions that were politically under the
jurisdiction of the emperor who summoned them. This was a Grand Synod of
Bishops of the Eastern Roman State, and its recognition as the Second
Ecumenical was made by the Fourth Ecumenical Synod, which met in Chalcedon in
451 AD, which accepted its Symbol as equivalent and equal to that of Nicaea.
The Second Ecumenical
Council gained great significance for Christianity, above all because it filled
in the sacred Symbol of Faith, in particular as it did the Pentecost of the
One, Holy, Catholic and Apostolic Church as well as other articles of faith,
and thus was a milestone in its history Orthodox Church and a mega station
especially in the dogmatic definition of the ancient Church. The significance
of this Synod and of this Symbol lies mainly in the completion of the
Trinitarian doctrine, through the establishment of Godhead and the
"Patriarch" of the Spirit, but this does not mean that the
significance of this teaching about the Church, baptism, resurrection dead and
eternal life.
First and foremost, the
sacred Symbol of Nicaea of Constantinople, the "I believe," first
explained, in greater detail and more precisely, because the seven first
articles were compiled by the First Ecumenical Synod in 325 AD against the great
heresy of Arianism , which has long shaken the Church, and which heresy denied
the Deity of the Second Person of the Holy Trinity, and the last five from the
Second Ecumenical Synod, against the Spiritualism that He refused the Deity of
the Third Person of the Holy Trinity and the other above-mentioned heresies.
The sacred Symbol of Faith, "I believe," is recited and condemned by
all Christians as a confession of faith, as a baptism and as an operative text
to the divine worship of the Orthodox Church, which recognizes and honors this
as the work of the first two Ecumenical Synods.
What St. Gregory of Nyssa
emphasizes in the Synod is that the Lord Himself attaches the Spirit to the
Father and the Son, since it has all the characteristics of the divine nature
and is life-giving, holy, pure, wise, loyal, hegemonic. This community of Names
proves that there is no difference in the energy between Father, Son, and Holy
Spirit. The identity of the energy proves the unity of nature. No one should
therefore deny the one Divinity of the Three Persons of the Holy Trinity. That
is why the holy Father states that "one of our lives lives or through the
Holy Trinity a created faith, from the god of all that flows, and from the Son,
and from the Holy Spirit, in the Holy Spirit". To the Questioner of
Spirituals, how is it possible for the Spirit to be equal to the Father and the
Son, since the Father is the Creator, by virtue of the Son everything was
created and that it has always been exalted in the Holy Spirit and honors the
conscience and inseparability of Three Persons of the Holy Trinity and stresses
that apart from the orderly and substantive difference, "we are in no way
abstaining".
In the Typical of Hagia
Sophia of Thessaloniki, the memory of the Synod was carried out together with
the memory of the 6th Ecumenical Synod on the first Sunday after the Uprising
of the Holy Cross († 14 September). As Rapporteur of this double feast and poet
of the Sequence is considered Simeon of Thessaloniki.
Apolyticus. Sound a '.
Desert citizen.
On the Second Session
there are congregations, one hundred and fifty uncles, blessed hierarchs, the
mouths proclaiming wisdom, the Spirit of the uncircumcised, all the harm and
heresy of the weak, redeeming them chanting; glory rejoice over you, glory the
greater, glory be to you through , faithful to the intellect.
Kontakion. Sound d '.
Raised in the Cross.
In the city of the
brilliant Constantine, on Monday meeting Synod, we celebrate ourselves, these
Macedonians, the outcasts of the world, and besides, they have departed,
another incomplete fallacy, and the faithful rely on Orthodoxy in the divine
teaching.
Majesty.
The mercy of the Fathers,
the divine dance, the Synod, the Divine Torment, the Atheists, the mouths of
the mouth, and the good doctrines, for the sake of the eunuchs.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου