Λίγες
μόλις δεκαετίες μετά το γεγονός της
Ενανθρωπήσεως του Χριστού εμφανίσθηκαν
οι πρώτες παραχαράξεις της πίστεως
και αργότερα
οι μεγάλες χριστολογικές αιρέσεις στην Εκκλησία Του, σχετικά με
το πρόσωπο και την υποστατική
ένωση των δύο εν Χριστώ φύσεων. Ποιος είναιι
Αυτός; Ποια είναι η
σχέση Του με τον
Θεό; Πως κατανοείται η
σχέση και η ένωση
δηλαδή ακτίστου και
κτιστού από τον ενανθρωπήσαντα Υιό και
Λόγο του Θεού; Πως μπορεί να είναι συγχρόνως
«Υιός του ανθρώπου»; Με ποιο τρόπο
γεννήθηκε από γυναίκα; Πως είναι δυνατόν η μητέρα
Του, η Παρθένος Μαρία να αποκαλείται «Θεοτόκος»; Τα ερωτήματα
που
ετίθεντο αφορούσαν
όχι μόνο τη θεότητα
του Θεού Λόγου,
αλλά και την Ενανθρώπησή Του.
Οι προβληματισμοί αυτοί προξένησαν μακραίωνες
δογματικές συζητήσεις. Η Εκκλησία, προκειμένου να προφυλάξει τα πιστά
μέλη
της και να απαντήσει στις αποκλίνουσες
απόψεις, διατύπωσε
αυθεντικά την
πίστη της στις Οικουμενικές Συνόδους,
οι οποίες
διατύπωσαν την
πίστη της και
καθόρισαν τα δόγματά της.
Οι δογματικές αποφάσεις των
Συνόδων, γνωστές ως «Όροι», δηλαδή όρια -
οριοθετήσεις, εμπεριέχουν σωτήριες
αλήθειες. Συνεπώς, τα δόγματα της
Εκκλησίας δεν είναι
τίποτε άλλο παρά σωτηριολογικές προτάσεις ζωής, αφού καταγράφουν
την κοινή πίστη και την καθολική συνείδηση και διαχρονική εμπειρία του
εκκλησιαστικού σώματος.
Οι αμφισβητήσεις για το πρόσωπο του Χριστού εμφανίσθηκαν
πολύ νωρίς, κατ’ αρχήν με
την αίρεση του Δοκητισμού
και του Μοναρχιανισμού. Αλλά και κατά την περίοδο των μεγάλων
Τριαδολογικών αιρέσεων τέθηκε
εκ νέου το Χριστολογικό ζήτημα, γιατί
τόσο οι Αρειανοί
όσο και οι
Ευνομιανοί είχαν δική τους «Χριστολογία», στην οποία,
ασφαλώς, απάντησαν οι Πατέρες
της Εκκλησίας. Την
εποχή αυτή το ενδιαφέρον στρεφόταν πρωτίστως στο Τριαδολογικό δόγμα, που αφορούσε
τη θεότητα του Χριστού και
την σχέση Του με τον
Θεό Πατέρα Του. Με αυτά τα Χριστολογικά θέματα
της
πίστεως, που αφορούσαν
το μυστήριο της
Ενανθρωπήσεως του Θεού - Λόγου,
ασχολήθηκε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, που
συνήλθε στην πόλη Νίκαια
της Βιθυνίας
το 325 μ.Χ.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος
συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο εναντίον του αιρεσιάρχου
Αρείου, από τις 20 Μαΐου προκαταρκτικά και από 14 Ιουνίου επίσημα με την
παρουσία του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τις 25
Αυγούστου του
325 μ.Χ. Η Σύνοδος αποτελέσθηκε, κατά μεν την επικρατούσα παράδοση από 318 θεοφόρους
Πατέρες, κατ’ άλλες δε ιστορικές
μαρτυρίες από τριακόσιους
περίπου. Κύριος δε σκοπός αυτής ήταν
η καταδίκη του Αρειανισμού
και η θετική διατύπωση της Ορθοδόξου δογματικής διδασκαλίας περί του δευτέρου
Προσώπου της Αγίας Τριάδος, διότι τη θεότητα Αυτού είχε
αρνηθεί από το 318 μ.Χ. ο Πρεσβύτερος
της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, Άρειος.
Ο Πατέρας,
ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι μεν τρία Πρόσωπα
ενυπόστατα, αλλά δια το συμφυές, το συναΐδιον, το ομόθρονον, το ομοούσιον και το
απαράλλακτο της ουσίας Τους αποτελούν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τη
Μοναρχία της Τριάδος και όχι
τρεις θεούς, δηλαδή «τρεις ανομοίους τε και εκφύλους ουσίας», όπως ο
Άρειος αφρόνως αποτόλμησε να κηρύξει,
«ύλην πυρός του αιωνίου εεαυτώ
θησαυρίζων». Η Μία και Ενιαία Θεότητα διακρίνεται
σε τρία
Πρόσωπα (υποστάσεις ή χαρακτήρες) ως προς τον
αριθμό. Εκείνο,
το οποίο εξασφαλίζει την ενότητα της Θεότητας
είναι το ομοούσιον,
το
απαράλλακτον της μορφής, η ταυτότητα
της
ουσίας των τριών Θείων Υποστάσεων, ενώ εκείνο που διακρίνει τα
Πρόσωπα είναι οι ασύγχυτες
ιδιότητες αυτών.
Το πρώτο λοιπόν και κύριο
έργο της Συνόδου ήταν αφ’ ενός η καταδίκη των αιρετικών πλανών και κακοδοξιών
του
Αρείου και των οπαδών
του, αφ’ ετέρου η διακήρυξη της πίστεως ή του «Συμβόλου της Νικαίας», το οποίο
αποτελεί τον πρώτο σημαντικό σταθμό στην εργώδη
προσπάθεια της θεολογικής πατερικής
σκέψεως.
Το «Σύμβολον της Νικαίας» ή το
«Πιστεύω», όπως απαγγέλουμε στο ναό στη
Θεία Λειτουργία ή σε άλλες Ακολουθίες, έχει τρεις χαρακτηριστικές φράσεις προς καταπολέμηση της διδασκαλίας του Αρείου: «Εκ της ουσίας του Πατρός»,
«Γεννηθέντα, ου ποιηθέντα», «Ομοούσιον
τω Πατρί».
Στο τέλος του
«Συμβόλου» της Νικαίας
τέθηκαν αναθεματισμοί, δια των
οποίων αναθεματίζονται οι σπουδαιότερες αιρετικές εκφράσεις
του Αρείου.
Ποιος
προήδρευσε της Συνόδου; Αναφέρονται τρία ονόματα: ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, ο Αντιοχείας Ευστάθιος και ο
Κορδούης Όσιος. Αλλά ο ιστορικός Ευσέβιος κάνει λόγο
περί προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιού
και αριστερού.
Από την πληροφορία αυτή εξάγεται
ότι δεν υπήρχε ένας πρόεδρος, δεν
υπήρχε κοινός πρόεδρος. Κοινός πρόεδρος
ήταν ο αυτοκράτορας.
Έτσι
η
μεν Σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο,
ο δε Μέγας Κωνσταντίνος εξόρισε τους αιρετικούς
Άρειο, Σεκούνδο Πτολεμαΐδος και Θεωνά Μαρμαρικής
στην Ιλλυρία, αργότερα δε εξορίσθηκαν στη Γαλλία και ο Νικομηδείας Ευσέβιος και ο Νικαίας
Θέογνις, επειδή αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την καταδίκη του Αρείου και δέχονταν τους Αρειανούς.
Στη
συνέχεια η Σύνοδος διευθέτησε και άλλα τρία εκκλησιαστικά σχίσματα, το Νοβατιανό, το Σαμοσατιανό και το Μελιτιανό, ομοίως
δε τερμάτισε και τις έριδες πριν
του εορτασμού του Πάσχα,
αφού όρισε αυτό
να εορτάζεται τη πρώτη Κυριακή
μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.
Στο Μίλιον της Κωνσταντινουπόλεως,
κτίριο ιστάμενο αντίκρυ
της μεσημβρινής πύλης της Αγίας Σοφίας, σώζονται μέχρι
το 766 ή 767 μ.Χ. οι
εικόνες των Αγίων Οικουμενικών
έξι Συνόδων, τις οποίες τότε εξαφάνισε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος,
αφού ζωγράφισε αντί αυτών ηνίοχους και ιπποδρομικά θέματα. Αλλά την εικόνα της ΣΤ’
Οικουμενικής Συνόδου εξαφάνισε
ο Φιλιππικός, ίσως το 712
μ.Χ., ζωγραφίζοντας
αντί αυτής τον εαυτό
του και
τον κακόδοξο Πατριάρχη Ιωάννη
ΣΤ’.
Η Αρχαία Εκκλησία όρισε δύο εορτάσιμες ημέρες για την προβολή της διδασκαλίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, την 28η Μαΐου και την Ζ’ Κυριακή από του Πάσχα. Η Εκκλησία ενέταξε την παρούσα εορτή στον κύκλο των εορτών του Πεντηκοσταρίου, και μάλιστα μετά την Ανάληψη του Κυρίου, όχι για άλλη αιτία, αλλά για την μαρτυρία αυτής υπέρ της Θεότητας του Χριστού, του ομοουσίου του Υιού με τον Πατέρα και της πραγματικότητος της Σαρκώσεως Αυτού. Δια της Αναστάσεως και της εις ουρανούς Αναλήψεώς Του, ο Κύριος αποκάλυψε σε όλους ότι δεν ήταν απλούς άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος και ο Ένας της Τριάδος. Στη μαρτυρία αυτή της Καινής Διαθήκης η Εκκλησία έρχεται να προσθέσει και την δική της εμπειρία, την κοινή συνείδηση του πληρώματος αυτής, όπως εκφράστηκε αυτή στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο από τους Αγίους και Θεοφόρους Πατέρες.
Η Αρχαία Εκκλησία όρισε δύο εορτάσιμες ημέρες για την προβολή της διδασκαλίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, την 28η Μαΐου και την Ζ’ Κυριακή από του Πάσχα. Η Εκκλησία ενέταξε την παρούσα εορτή στον κύκλο των εορτών του Πεντηκοσταρίου, και μάλιστα μετά την Ανάληψη του Κυρίου, όχι για άλλη αιτία, αλλά για την μαρτυρία αυτής υπέρ της Θεότητας του Χριστού, του ομοουσίου του Υιού με τον Πατέρα και της πραγματικότητος της Σαρκώσεως Αυτού. Δια της Αναστάσεως και της εις ουρανούς Αναλήψεώς Του, ο Κύριος αποκάλυψε σε όλους ότι δεν ήταν απλούς άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος και ο Ένας της Τριάδος. Στη μαρτυρία αυτή της Καινής Διαθήκης η Εκκλησία έρχεται να προσθέσει και την δική της εμπειρία, την κοινή συνείδηση του πληρώματος αυτής, όπως εκφράστηκε αυτή στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο από τους Αγίους και Θεοφόρους Πατέρες.
Απολυτίκιον.
Ήχος πλ. δ’.
Υπερδεδοξασμένος εί Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γης, τους Πατέρας ημών θεμελιώσας, και δι’ αυτών, προς την αληθινήν πίστιν πάντας ημάς οδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Υπερδεδοξασμένος εί Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γης, τους Πατέρας ημών θεμελιώσας, και δι’ αυτών, προς την αληθινήν πίστιν πάντας ημάς οδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Κοντάκιον.
Ήχος πλ. δ’.
Των Αποστόλων το κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εσφράγισαν· ή και χιτώνα φορούσα της αληθείας, τον υφαντόν της άνω θεολογίας, ορθοτομεί και δοξάζει, της ευσεβείας το μέγα μυστήριον.
Των Αποστόλων το κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εσφράγισαν· ή και χιτώνα φορούσα της αληθείας, τον υφαντόν της άνω θεολογίας, ορθοτομεί και δοξάζει, της ευσεβείας το μέγα μυστήριον.
Μεγαλυνάριον.
Ως Υιόν και Λόγον τε του Θεού, Σύνοδος η Πρώτη, ομοούσιον τω Πατρί, ορθώς σε κηρύττει, τον δι’ ημάς παθόντα, και λύει του Αρείου, Σώτερ το φρύαγμα.
Ως Υιόν και Λόγον τε του Θεού, Σύνοδος η Πρώτη, ομοούσιον τω Πατρί, ορθώς σε κηρύττει, τον δι’ ημάς παθόντα, και λύει του Αρείου, Σώτερ το φρύαγμα.
Έτερον
Μεγαλυνάριον.
Σύνοδος η Πρώτη εν τη λαμπρά, πόλει Νικαέων, ομοούσιον τω Πατρί, σε Χριστέ κηρύττει, και λύει του Αρείου, την ψυχοφθόρον πλάνην, ενθέοις δόγμασι.
Σύνοδος η Πρώτη εν τη λαμπρά, πόλει Νικαέων, ομοούσιον τω Πατρί, σε Χριστέ κηρύττει, και λύει του Αρείου, την ψυχοφθόρον πλάνην, ενθέοις δόγμασι.
Memory of the First
Ecumenical Synod
Just a few decades after
the Incarnation of Christ, the first forgiveness of faith and later the great
christian heresies in His Church appeared about the face and the hypostatic
union of the two in Christ natures. Who are they? What is His relationship with
God? How is the relationship understood and the union of uncreated and created
by the incarnate Son and Word of God? How can it be "Son of Man" at
the same time? How was she born by a woman? How is it possible for His mother,
Virgin Mary, to be called "The Virgin"? The questions that were asked
concerned not only the divinity of God, but also His Incarnation.
These concerns have led to
long-standing dogmatic discussions. In order to protect its faithful members
and respond to divergent views, the Church has authentically proclaimed its
faith in the Ecumenical Councils, which have expressed its faith and
established its doctrines. The doctrinal decisions of the Sessions, known as
the "Terms", that is, boundaries - delimitations, contain satirical
truths. Consequently, the doctrines of the Church are nothing more than
life-saving propositions of life, since they record the common faith and the
universal consciousness and the timeless experience of the ecclesiastical body.
The controversies about
the person of Christ appeared very early, in principle with the heresy of
Doctrine and Monarchy. But during the period of great Triadic heresies, the
Christological question was again raised, for both the Arians and the Eunomians
had their own "Christology", to which, of course, the Fathers of the
Church answered. At this time, interest was primarily centered on the
Triadological doctrine, which concerned the deity of Christ and His
relationship with God the Father. With these Christological issues of faith,
concerning the mystery of the Incantation of God-Word, the First Ecumenical
Synod, which met in Nice city of Bithynia in 325 AD, was dealt with.
The First Ecumenical Synod
was convened by Emperor Megis Konstantinos against the Imperial Areus, from May
20 onwards and from June 14 officially with the presence of Constantine the
Great until 25 August 325 AD. The Synod was, according to the prevailing
tradition of 318 godly Fathers, another historical testimony of about three
hundred. The main purpose of this was the condemnation of Arianism and the
positive formulation of the Orthodox dogmatic teaching about the second Person
of the Holy Trinity because His divinity had been denied since 318 AD. the
Elder of the Church of Alexandria, Arios.
The Father, the Son, and
the Holy Spirit are three persons non-existent, but for their inherent,
cohabiting, homogeneous, cohesive and unalterable essence, they are One
Divinity, Threefold Unit, the Triad Monarch, and not three gods, that is to
say, "three unclean and subtle things", as the Areus was afraid to
declare, "the fire-matter of the eternal treasure of the eon". The
One and One Godhead is divided into three Persons (hypotheses or characters) in
number. What guarantees the unity of Divinity is the cohesive, the immaterial
of the form, the identity of the essence of the three Divine Understandings,
and that which distinguishes the Persons is their incoherent qualities.
The first and main work of
the Synod was, on the one hand, the condemnation of heretical plagiaries and
cavalry of the Supreme Court and its followers, on the other hand the
proclamation of the faith or the "Symbol of Nicaea", which is the
first important station in the work attempt of the theological patristic
thought.
The "Symbol of Nicaea"
or "Believe", as we recite in the temple in the Divine Liturgy or in
other Sequences, has three distinctive phrases to combat the teaching of the
Universe: "From the essence of the Father," "Born,
"Homosexual to the Father". At the end of the "Symbol" of
Nicaea, anathemations were made, overriding the great heretic expressions of
the Universe.
Who chaired the Synod?
Three names are mentioned: Alexandria Alexandros, Antioch Efstathios and
Kordouis Osios. But the historian Eusebius speaks of two-party presidents,
right and left. From this information it is deduced that there was no
president, there was no joint president. The common president was the emperor.
Thus the Synod condemned
the Areios, and Constantine expelled the heretical Arenus, Secton of Ptolemais
and Theon of the Marmaric in Illyria, later in exile in France and Nicomedia
Eusebius and Nica Theognis, for refusing to recognize the condemnation of the
Areus and accepting them Marriages.
Then the Synod arranged
another three ecclesiastical schisms, the Novatian, Samosatian and Melitian,
and also ended the quarrels before the Easter celebration, after setting this
to be celebrated on the first Sunday after the first full moon of the spring
equinox.
In Milion of
Constantinople, a building located opposite the southern gate of Hagia Sophia,
survived until 766 or 767 AD. the icons of the Holy Ecumenical Six Synods,
which then the emperor Konstantinos Kopronimus destroyed, after painting
instead ravenous and horse racing themes. But the image of the 6th Ecumenical
Synod was eliminated by the Philippian, perhaps in 712 AD, painting instead of
himself and the patriarch Patriarch John VI.
The Ancient Church has set
two festive days to promote the teaching of the 1 st Ecumenical Synod on May
28th and the Holy Sunday of Easter. The Church celebrated this feast in the
feast of the feasts of the Pentecostalion, not after the Ascension of the Lord,
but for its own purpose, but for its testimony in favor of the Godhead of
Christ, the unity of the Son with the Father and the reality of His Sacrifice .
Through the Resurrection and His Ascension Heaven, the Lord revealed to all
that he was not a simple man, but a God-man and the One of the Trinity. In this
testimony of the New Testament, the Church comes to add its own experience, the
common consciousness of this crew as expressed in the 1 nd Ecumenical Synod by
the Holy and Divine Fathers.
Apolyticus. Sound flat d
'.
Our Lord, our God, our
light, our light on earth, our Fathers founded, and through them, to the true faith
of all our righteousness, is glorious to you.
Kontakion. Sound flat d '.
The Apostles, the
preaching, and the Fathers the doctrines, the Church, one of which was the
seal, and the chiton we wore the truth, the weaving of the upper theology, the
orthodontics and the glories of praise, the great mystery.
Majesty.
As the Son and Word of
God, the Synod of the First, the homosexual of the Father, rightly preaches to
us, by the sufferings of us, and resolves the Areus, Sotter the fry.
Another
Majesty.
The Synod of the First in
the brilliant, Nikean city, in the same way as the Patri, preaches in Christ,
and resolves the Universe, the psychological fallacy, introvert the dogma.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου