Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στο χωριό Συκέα ή
Συκεών της Αναστασιοπόλεως, πρώτης
πόλεως της επαρχίας Αγκυρανών και ήταν υιός
της πόρνης Μαρίας και του Κοσμά, αποκρισάριου
του βασιλέως Ιουστινιανού. Η εκ πορνείας
γέννηση του Οσίου δεν εμπόδισε
τον Θεό να
τον αναδείξει Αρχιερέα τιμιότατο και
να τον πλουτίσει με
παράδοξες θεοσημείες
και θαυματουργίες. Στο σχολείο προέκοπτε
στη μάθηση και σε ηλικία δέκα ετών έδειξε
κλίση στο μοναχικό βίο. Μία
νύχτα και ενώ
ο Όσιος είχε γίνει δωδεκαετής, εμφανίσθηκε σε αυτόν ο Άγιος
Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος
και αφού τον ξύπνησε του είπε: «Σήκω, Θεόδωρε, έφθασε ο όρθρος, πάμε να προσευχηθούμε». Ο Όσιος είχε τόση
ευλάβεια προς τον Άγιο Γεώργιο, ώστε
κάθε μεσημέρι φεύγοντας από
το σχολείο ανέβαινε
στο γειτονικό
πετρώδες
όρος, όπου ήταν το προσκύνημα
του Αγίου Γεωργίου.
Τον οδηγούσε
ο ίδιος
ο Άγιος με τη μορφή ενός παλικαριού.
Ο Όσιος
ακολούθησε τη μοναχική πολιτεία
σε νεαρή ηλικία με την
ευλογία του Επισκόπου Αναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Αμέσως
επισκέφθηκε τους Αγίους
Τόπους και έλαβε το σχήμα
του μοναχού
στη μονή της Υπεραγίας
Θεοτόκου του Χουζιβά.
Στην
συνέχεια επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και παρέμεινε μόνιμα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου.
Εκεί
οικοδομούσε τον εαυτό
του με
νηστείες και χαμαικοιτίες, με αγρυπνίες
και ψαλμῳδίες, γι’ αυτό
και απολάμβανε από μέρος του
Θεού, ποταμό από περισσότερα χαρίσματα
εναντίων των ακαθάρτων
πνευμάτων και των
κάθε είδους
ασθενειών.
Η μητέρα του, έχοντας φρόνημα σαρκικό, εγκατέλειψε τον υιό της και
αφού πήρε όσο μέρος της περιουσίας της αναλογούσε, νυμφεύθηκε τον Δαβίδ, άνδρα
της αυτοκρατορικής φρουράς της Άγκυρας.
Η αδελφή
της μητέρας του, η
Δεσποινία, η μητέρα της Ελπιδία
και η
αδελφή του Οσίου, η Βλάττα, δεν δέχονταν να αποχωρισθούν από αυτόν. Απεναντίας παρατηρούσαν
με προσοχή την ενάρετη
ζωή του
και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν
όσο μπορούσαν, εξαγνίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό τους με σωφροσύνη και καθαρότητα βίου, με ελεημοσύνες και προσευχές.
Μετά τον θάνατο
του
Επισκόπου Αναστασιοπόλεως, Τιμοθέου, οι κάτοικοι της πόλεως, κληρικοί
και λαϊκοί, πήγαν στην Άγκυρα και ζήτησαν από τον Μητροπολίτη
Αγκύρας, Παύλο, να
αναδείξει Επίσκοπο της πόλεώς τους
τον
Όσιο
Θεόδωρο. Ο Όσιος δεν δεχόταν με κανένα τρόπο την πρόταση αυτή. Έτσι
οι Χριστιανοί
κατέφυγαν
στη βία. Τον έβγαλαν έξω και
αφού τον τοποθέτησαν επάνω σε ένα φορείο,
τον απήγαγαν.
Κατά την χειροτονία του
σε Επίσκοπο κάποιος
είδε ένα τεράστιο αστέρι που
ακτινοβολούσε, να κατέρχεται από τον ουρανό και νὰ στέκεται επάνω στην εκκλησία,
αστράφτοντας και φωτίζοντας
την πόλη και την γύρω περιοχή.
Ο Όσιος Θεόδωρος έφθασε
στην Αναστασιόπολη
μαζί με τον Επίσκοπο της πόλεως Κίννας, Αμίαντο, από τον
οποίο ενθρονίσθηκε.
Έκτοτε έλαμπε συνεχώς ως ήλιος με τα θεία χαρίσματα
των ιαμάτων,
με την αυστηρότητα του βίου του, με
όλες τις αρετές και τις
αγαθοεργίες.
Ο
Όσιος Θεόδωρος επιθύμησε να επισκεφθεί για δεύτερη φορά τα Ιεροσόλυμα. Εκεί προσκύνησε
τον Τίμιο Σταυρό, τον Τάφο του Κυρίου
και όλα τα αγιάσματα
που υπήρχαν
στην περιοχή,
καθώς και τα κοντινά
μοναστήρια. Τον ενοχλούσε
όμως ο λογισμός
και τον έπεισε
τελικά να μην επιστρέψει πίσω στην
πατρίδα του, αλλά να ζήσει ησυχαστική
ζωή σε κάποιο από τα μοναστήρια
που υπήρχαν
εκεί. Νόμισε πως είχε πέσει έξω από το μοναχικό μέτρο,
επειδή
ανέλαβε την
πνευματική ευθύνη της Επισκοπής
και διότι τον στεναχωρούσαν
οι ενοχλητικές καταστάσεις που υπήρχαν
σε αυτήν.
Πήγε λοιπόν στη
Λαύρα του Αγίου Σάββα και ζούσε εκεί σε
ένα κελλί κάποιου
αγωνιστού μοναχού, που τον έλεγαν
Ανδρέα.
Κάποια νύχτα όμως παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο Αγιος Γεώργιος
και, αφού του έδωσε
ένα ραβδί,
του είπε: «Σήκω
και περπάτα, διότι πολλοί
άνθρωποι λυπούνται, γιατί απουσιάζεις. Δεν είναι επιτρεπτό να εγκαταλείψεις
την Επισκοπή σου και
να ζεις εδώ».
Έτσι ο Όσιος
αποχαιρέτισε τους πατέρες της μονής και πήρε
τον δρόμο της επιστροφής.
Όταν
έφθασε
στα μέρη της Γαλατίας,
κοντά στο μοναστήρι
των Δρυΐνων, τους παρήγγειλε
να μην μιλήσουν
σε
κανέναν γι’ αὐτό, καθώς αυτοί που βρίσκονταν εκεί δεν τον γνώριζαν. Ωστόσο
η
φήμη του Οσίου κυκλοφόρησε παντού. Έτσι
έρχονταν πολλοί στο μοναστήρι, για να
λάβουν
την
ευλογία
του.
Από εκεί
ο Όσιος επέστρεψε στην Αναστασιόπολη προξενώντας έτσι
με την επιστροφή του, χαρά σε
όλους. Όμως ο Όσιος
είχε αποφασίσει να
παραιτηθεί, για να ακολουθήσει την ησυχαστική
οδό. Για τον λόγο
αυτό συνάντησε τον Επίσκοπο Αγκύρας Παύλο και τον παρακάλεσε να αποδεχθεί την παραίτησή του. Ο Επίσκοπος
Παύλος δεν ήθελε να δεχθεί
την παραίτηση του Οσίου. Και αφού έγινε έντονη
συζήτηση μεταξύ τους, στο τέλος αποφάσισαν να στείλουν μήνυμα στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κυριακό, για να του
θέσουν το θέμα
αυτό. Ο
Πατριάρχης Κυριακός,
με την προτροπή
του βασιλέως, έδωσε εντολή
στον Μητροπολίτη Αγκύρας
να
δεχθεί το αίτημα του Οσίου,
να του
δώσει μάλιστα και το ωμοφόριο της Επισκοπής, για
να διατηρεί το αξίωμά του, καθώς ήταν άγιος άνθρωπος
και αποχωρούσε
από την
Επισκοπή χωρίς να έχει διαπράξει αδίκημα.
Έτσι
ο
Όσιος ήλθε στην περιοχή
της Ηλιουπόλεως και απομονώθηκε στο ναό του Αρχαγγέλου στην Άκρηνα, πολύ
κοντά στο χωριό Πίδρος. Την ίδια
εποχή
ο Όσιος
έλαβε επιστολές και
από τον βασιλέα
Μαυρίκιο και
τον Πατριάρχη
Κυριακό, οι οποίοι τον
προέτρεπαν να επισκεφθεί την
Κωνσταντινούπολη και να τους
ευλογήσει. Έτσι λοιπόν πήγε στη θεοφύλακτη
πόλη, όπου κήρυξε το λόγο του Θεού και θεράπευσε πολλούς.
Ο Όσιος επέστρεψε στη Γαλατία,
αλλά επισκέφθηκε
για
δεύτερη
φορά την Κωνσταντινούπολη, το έτος 610
μ.Χ.,
επί Πατριάρχου Θωμά, στον θάνατο
του οποίου βρέθηκε. Και
αφού τιμήθηκε από τον
Πατριάρχη Σέργιο επανήλθε
στο
μοναστήρι
του, όπου συνέχισε το θεοφιλή βίο του.
Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 613 μ.Χ.
Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 613 μ.Χ.
Απολυτίκιον. Ήχος πλ.
α’. Τον συνάναρχον
Λόγον.
Εκ σπάργανων επλήσθης της θείας χάριτος, και τω Θεώ ανετέθης ως Σαμουήλ ο κλεινός, την υπέρτιμον στολήν Πάτερ κληρούμενος· όθεν θαυμάτων αυτουργός, και Χριστού μυσταγωγός, Θεόδωρε ανεδείχθης, θεοδωρήτως εκλάμπων, τας ψυχοτρόφους δωρεάς τοις πιστοίς.
Εκ σπάργανων επλήσθης της θείας χάριτος, και τω Θεώ ανετέθης ως Σαμουήλ ο κλεινός, την υπέρτιμον στολήν Πάτερ κληρούμενος· όθεν θαυμάτων αυτουργός, και Χριστού μυσταγωγός, Θεόδωρε ανεδείχθης, θεοδωρήτως εκλάμπων, τας ψυχοτρόφους δωρεάς τοις πιστοίς.
Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Ως πυρίνω άρματι, ταις αρεταίς θεοφόρε, επιβάς ανέδραμες, εις ουρανίους οικήσεις, άγγελος, μετά ανθρώπων συμβιοτεύων, άνθρωπος, συν τοις Αγγέλοις περιχορεύων· δια τούτο ανεδείχθης, θαυμάτων θείον δοχείον Θεόδωρε.
Ως πυρίνω άρματι, ταις αρεταίς θεοφόρε, επιβάς ανέδραμες, εις ουρανίους οικήσεις, άγγελος, μετά ανθρώπων συμβιοτεύων, άνθρωπος, συν τοις Αγγέλοις περιχορεύων· δια τούτο ανεδείχθης, θαυμάτων θείον δοχείον Θεόδωρε.
Μεγαλυνάριον.
Δώρον καθιέρωσας τω Θεώ, Θεόδωρε Πάτερ, τον σον βίον τον ιερόν· όθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, και δωρεάν βλυσταίνεις, πάσι τας χάριτας.
Δώρον καθιέρωσας τω Θεώ, Θεόδωρε Πάτερ, τον σον βίον τον ιερόν· όθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, και δωρεάν βλυσταίνεις, πάσι τας χάριτας.
The Holy Theodore the
Sykeus
Sosios Theodoros was born
in the village of Sykea or Sykeon of Anastassiopole, the first city of the
Ankaryan province, and was the son of the prostitute Maria and Kosmas, the
deacon of King Justinian. The prostitution of Hosios did not prevent God from
honoring him as a High Priest and enriching him with paradoxical goddesses and
miracles. At school, you have learned to learn and at the age of ten you have
been inclined towards lonely life. One night, and while Osios was twelve years
old, the Holy Megalomarchy George appeared to him, and after awakening, he said
to him: "Get up, Theodore, come to the prayer, go to pray." The Osios
had so much devotion to St. George, so that every afternoon leaving the school,
he ascended to the neighboring rocky mountain, where the pilgrimage of Saint
George was. He was led by the saint himself in the form of a soldier.
Osios followed the lonely
state at an early age with the blessing of Bishop Anastasios of Theodosius.
Shortly afterwards he was ordained deacon and elder. He immediately visited the
Holy Land and took the shape of a monk in the monastery of the Hyperangio
Theotokos of Hujiva.
Then he returned to his
own homeland and remained permanently in the chapel of Saint George. There he
built himself with fasts and chamas, with vigil and chanting, so he enjoyed a
part of God, a river of more charms against evil spirits and all sorts of
diseases.
His mother, having a
carnal thought, abandoned her son and took as much of her property as she could,
married David, a man of Ankara's imperial guard.
His mother's sister,
Despina, her mother Elpida, and Sousa's sister, Vlatta, did not agree to be
separated from him. On the contrary, they carefully watched his virtuous life
and tried to imitate him as much as they could, purifying and sanctifying
themselves with wisdom and purity of life, with thanksgiving and prayers.
After the death of Bishop
Anastasioles, Timotheos, the city's inhabitants, clergy and laymen, went to
Ankara and asked Metropolitan Ankira, Paul, to mark Bishop Theodoros the Bishop
of their city. The Osos did not accept this suggestion in any way. So
Christians fled to violence. They pulled him out and, after putting him on a
stretcher, they kidnapped him.
During his ordination to a
Bishop, one saw a huge star radiating, descending from the sky, and standing on
the church, sparkling and illuminating the city and the surrounding area.
Saint Theodore arrived in
Anastasia with the Bishop of Kina, Asbestos, from which he was enthroned. Since
then he has always been shining as a sun with the divine gifts of the
therapies, with the rigor of his life, with all the virtues and charities.
Saint Theodore wished to
visit Jerusalem for the second time. There he worshiped the Holy Cross, the
Tomb of the Lord and all the churches that existed in the area, as well as the
nearby monasteries. He was bothered by the calculus and finally persuaded him
not to return back to his homeland, but to live a hesychastic life in one of
the monasteries that existed there. He thought he had fallen out of the
loneliness because he assumed the spiritual responsibility of Episkopi and
because of the troublesome situations that existed in her. So he went to the
Lavra of St. Savvas and lived there in a cell of a fighter-monk named Andreas.
One night, Agios Georgios appeared in his sleep and, after giving him a stick,
he said: "Get up and walk, because many people are sorry because you are
absent. You are not allowed to leave your diocese and live here. " Thus, the
Saint blessed the fathers of the monastery and took the way back.
When he arrived in the
parts of Galatia, near the monastery of Driina, he ordered them not to talk to
anyone about this, as those who were there did not know him. However, Osio's
fame was released everywhere. So many came to the monastery to receive his
blessing.
From there Osios returned
to Anastasipolis, thus causing his return, joy to all. But Osios had decided to
step down to follow the hesychastic path. For this reason he met Bishop Ankara
Pavlos and begged him to accept his resignation. Bishop Paul did not want to
accept the resignation of Saint. And after intense discussion among them, they
finally decided to send a message to the Patriarch of Constantinople, Kyriakos,
to ask him this question. Patriarch Kiriakos, at the instigation of the king,
instructed the Metropolitan of Ankara to accept the request of Hosios, even to
give him the echelon of Episkopi, in order to preserve his office as he was a
holy man and left Episkopi without has committed an offense.
So Osios came to the area
of Heliopolis and was isolated in the temple of Archangelos in the Akrina,
very close to the village of Piros. At the same time, the Savior received
letters from King Mauritius and Patriarch Kyriacos, who urged him to visit
Constantinople and bless them. So he went to the godless city where he preached
the word of God and healed many.
Osios returned to Galatia,
but visited Constantinople for the second time, in 610 AD, over Patriarch
Thomas, whose death was found. After being honored by Patriarch Sergio, he
returned to his monastery where he continued his theophical life.
Saint Theodore slept in
peace in the year 613 AD.
Apolyticus. Sound flat a'.
The Synoptic Logos.
Of the servants of the
divine grace, and of God you were appointed as Samuel the knee, the overpowered
patron Patera, being received by the wicked perpetrator, and Christ mythical,
Theodore, the theologians of the faithful.
Kontakion. Sound c '. The
Virgin today.
As the fiery beasts, the
gods of the gods, the heavens, the heavenly, the heavenly, the angel, the
people of the council, the man, and the angel of the conqueror; for this is the
miraculous miraculous vessel of Theodore.
Majesty.
Have you established God,
Theodore Patterson, your son, the sanctuary; that is, the gods, the graces, and
free spirits, all graces.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου