Εξοδ. 4, 11-20
Εξ.
4,11 είπε δε
Κύριος προς Μωυσήν·
τις έδωκε στόμα ανθρώπῳ, και
τις εποίησε δύσκωφον
και κωφόν, βλέποντα και
τυφλόν; ουκ εγώ
ο Θεός;
Εξ.
4,11 Είπεν
ο Κυριος
προς τον Μωυσήν·
“ποιος έδωκε
στόμα στον άνθρωπον, ποιος έκαμε βαρήκοον και κωφόν,
βλέποντα η τυφλόν; Ουχί εγώ ο Θεός;
Εξ.
4,12 και νυν πορεύου, και εγώ ανοίξω το στόμα σου,
και συμβιβάσω σε, ό μέλλεις
λαλήσαι.
Εξ.
4,12 Και
τώρα πήγαινε
και εγώ θα ανοίξω
το
στόμα σου και θα σε καθοδηγήσω περί του τι πρέπει να είπης”.
Εξ.
4,13 και είπε Μωυσής· δέομαι,
Κύριε, προχείρισαι
δυνάμενον άλλον, όν
αποστελείς.
Εξ.
4,13 Πάλιν ο Μωυσής είπε· “θερμώς σε παρακαλώ,
Κυριε, ανάδειξε κάποιον άλλον ικανόν, τον οποίον
και να αποστείλης δια το έργον αυτό”.
Εξ.
4,14 και θυμωθείς οργή Κύριος
επί Μωυσήν είπεν·
ουκ ιδού Ααρών ο αδελφός
σου
ο Λευΐτης;
επίσταμαι ότι λαλών λαλήσει αυτός σοι· και ιδού αυτός εξελεύσεται εις συνάντησίν σοι και ιδών σε χαρήσεται
εν εαυτώ.
Εξ.
4,14 Ωργίσθη
ο
Θεός εναντίον του Μωϋσέως
και του
είπεν· “ιδού ο Ααρών
ο Λευΐτης δεν είναι αδελφός
σου; Σου καθιστώ
γνωστόν ότι αυτός
αντί σου θα ομιλή. Αυτός θα εξέλθη εις συνάντησίν σου και όταν σε ίδη, θα
χαρή με όλην του την καρδιά.
Εξ.
4,15 και ερείς προς αυτόν και δώσεις
τα ῥήματά μου εις
το στόμα αυτού· και
εγώ ανοίξω το στόμα σου
και το στόμα αυτού και συμβιβάσω υμάς ά ποιήσετε.
Εξ.
4,15 Συ
θα
ομιλής προς αυτόν και θα θέτης τα λόγια μου στο
στόμα του. Εγώ θα ανοίξω το στόμα σου και το στόμα εκείνου και θα σας
καθοδηγήσω εις εκείνα,
τα οποία θα κάμετε.
Εξ.
4,16 και αυτός
σοι λαλήσει προς τον λαόν,
και αυτός έσται σου στόμα,
συ
δε αυτώ έσῃ
τα προς τον Θεόν.
Εξ.
4,16 Αυτός
θα ομιλή αντί σου προς τον λαόν, αυτός θα είναι το στόμα
σου,
συ δε θα
είσαι εις αυτόν αντί του
Θεού, διότι από εμέ
θα λαμβάνης και θα μεταφέρης τας εντολάς.
Εξ.
4,17 και την ῥάβδον
ταύτην
την στραφείσαν εις όφιν
λήψῃ εν τη χειρί σου, εν ή ποιήσεις
εν αυτή τα σημεία.
Εξ. 4,17 Την δε ράβδον αυτήν, η οποία μετεβλήθη εις όφιν, θα πάρης στο χέρι σου, και
με αυτήν θα
κάμης τα σημεία, που σου είπα”.
Ο Μωυσής επιστρέφει στην Αίγυπτο
Εξ.
4,18 Επορεύθη
δε
Μωυσής και απέστρεψε προς Ιοθόρ τον γαμβρόν αυτού
και λέγει· πορεύσομαι και αποστρέψω προς τους αδελφούς μου τους εν Αιγύπτω και όψομαι, ει έτι
ζώσι.
Και είπεν Ιοθόρ Μωυσή· βάδιζε υγιαίνων. Μετά
δε τας ημέρας
τας πολλάς εκείνας ετελεύτησεν ο
βασιλεύς Αιγύπτου.
Εξ.
4,18 Υπήκουσεν
ο Μωυσής εις την διαταγήν του Θεού, ανεχώρησεν από εκεί, επέστρεψε προς τον πενθερόν του τον Ιοθόρ και του είπε· “θα υπάγω
και θα επανέλθω προς τους αδελφούς μου
εις την Αίγυπτον,
δια να ίδω,
εάν
ακόμη ζουν”. Ο Ιοθόρ
είπε προς τον Μωυσήν· “πήγαινε στο καλό».
Επειτα από ικανό
χρόνο, πέθανε τις ημέρες
εκείνες ο βασιλεύς της Αιγύπτου.
Εξ.
4,19 είπε
δε Κύριος
προς Μωυσήν εν Μαδιάμ· βάδιζε, άπελθε εις Αίγυπτον· τεθνήκασι γαρ
πάντες οι ζητούντές σου την ψυχήν.
Εξ.
4,19 Είπε δε ο Κυριος προς
τον
Μωυσήν, ο οποίος
ευρίσκετο ακόμη εις την Μαδιάμ· “βάδιζε
και πήγαινε στην Αίγυπτο,
διότι έχουν πλέον αποθάνει, εκείνοι, οι οποίοι
ζητούσαν την ζωή σου”.
Εξ.
4,20 αναλαβών
δε Μωυσής την γυναίκα και τα παιδία ανεβίβασεν αυτά
επί τα υποζύγια
και επέστρεψεν εις Αίγυπτον·
έλαβε δε Μωυσέως την ῥάβδον την παρά
του Θεού εν τη χειρί
αυτού.
Εξ.
4,20 Παρέλαβεν ο Μωυσής
την
γυναίκα και τα παιδιά
του, ανεβίβασε τα παιδιά του στα υποζύγια και επέστρεψε στην Αίγυπτο. Είχε δε στο χέρι του την ράβδο του Θεού.
Ext. 4, 11-20
Ex. 4,11 And the LORD said
unto Moses, He hath given them a man's mouth, and hath made them a blind and a
deaf, and a blind man, and a blind man? did not I God?
Ex. 4,11 The Lord said to
Moses, "Who gave mouth to man, who hath made a son of a bitch and a deaf,
seeing the blind man? Is not I God?
Ex. 4,12 and now, and I
open your mouth, and reconcile to you, you are afraid.
Ex. 4:12 And now go, and I
will open your mouth, and guide you what ye must say. "
Ex. 4:13 And Moses said, I
am, Lord, behold another man, being a messenger.
Ex. 4.13 Again, Moses
said, "Please, Lord, show you somebody who is capable, whom I have sent
for this work."
Ex. 4:14 And the wrath of
the LORD was angry with Moses; did not Thou see Aaron thy brother the Levite? I
am persuaded that the people speak to you; and behold, this one is going to
meet you and behold yourself in the self.
Ex. 4:14 God turned
against Moses and said to him, "Behold, Aaron the Levite is not your
brother? I make you know that he will speak instead of you. He will come out to
meet you, and when he does, he will delight in all his heart.
Ex. 4:15 And thou shalt
surely serve him, and give my words to his mouth: and I will open thy mouth and
his mouth, and will reconcile with thee.
Ex. 4,15 I will speak unto
him, and I will put my words in his mouth. I will open your mouth and that
mouth and guide you to those whom you will do.
Ex. 4:16 And he speaketh
unto the people, and he hath spoken unto thee, and he hath spoken unto him.
Ex. 4,16 He will speak
instead of you to the people; he will be your mouth, and you will be to him
instead of God, for I will receive and carry the commandments from me.
Ex. 4:17 And this seed was
turned to a necessity in your hand, even in those things.
Ex. 4:17 And upon that
rod, which is turned into a needle, thou shalt be in thy hand, and with it I
will make the signs that I have told thee. "
Moses
returns to Egypt
Ex. 4:18 And Moses cometh,
and returneth to Jethro his threshing-floor, and saith, I go and go to my
brethren in Egypt, and marvel, and live. And Iotor Moses said; And after the
days of many, the king of Egypt departed.
Ex. 4:18 Moses went to the
command of God, and departed from thence, he returned to Jethro, and said unto
him, I will go and return unto my brethren in Egypt, that I may see if they
still live. Iothor said to Moses, "go for good." After a good time,
the king of Egypt died in those days.
Ex. 4,19 And Jehovah said
to Moses in Midian, Go, go to Egypt; keep all your seekers the soul.
Ex. 4,19 And the LORD said
to Moses, who was still in Midian: "He went and went to Egypt; for they
have now died, those who have asked for your life."
Ex. 4,20 And he took Moses
the wife and the children, and he brought them up to the bullocks, and returned
to Egypt: and Moses took the sheaf before God in his hand.
Ex. 4,20 Moses delivered
his wife and children, and brought his children to the bulls, and returned to
Egypt. He
had in his hand the rod of God.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου