6/4/19

Ο Άγιος Ευτύχιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως


Ο  Άγιος  Ευτύχιος γεννήθηκε    το    έτος   512    μ.Χ.   και  έζησε  κατά    την  εποχή   του  αυτοκράτορος   Ιουστινιανού    Α’   του    Μεγάλου.   Καταγόταν   από  την   πόλη   Θεία    Κώμη   της   Φρυγίας  και  ήταν  υιός  του  Αλεξάνδρου,  σχολαρίου υπό  τον στρατηγό  Βελισσάριο και    της   Συνεσίας. Διδάχθηκε   το    ιερό   Ευαγγέλιο  και  βαπτίσθηκε Χριστιανός  από  τον  ιερέα   Ησύχιο,    ο    οποίος   ήταν   παππούς    του   και   λειτουργούσε   στην  Εκκλησία   της   Αυγουστοπόλεως.   Σύμφωνα  με το  Συναξάρι  ο  Ησύχιος  είχε    το    οφφίκιο   του   σκευοφύλακος   και    λόγω  της  αγιότητας  του  βίου του   είχε   λάβει   από   τον    Θεό    το   χάρισμα   της   θαυματουργίας.
Ο  Άγιος  χειροτονήθηκε  αναγνώστης  από  τον τότε    Επίσκοπο   Αμασείας στο  ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου Ουρβικίου. Στην συνέχεια χειροτονήθηκε   διάκονος   και  πρεσβύτερος   και   εισήλθε   σε   μονή   της Αμασείας,  που  είχε ιδρυθεί  από   τους  Αρχιερείς    Μελέτιο   και    Σέλευκο, της    οποίας    αργότερα    ανεδείχθη    και    ηγούμενος.
Τα   χρόνια  που  ακολούθησαν  δεν  ήταν  ειρηνικά  για  την  Εκκλησία, λόγω   των   αιρετικών   δοξασιών   που   δίδασκαν  νέοι   Ωριγενιστές   και κρυπτομονοφυσίτες.   Οι    έριδες   των   μοναχών   της   Παλαιστίνης   περί   του Ωριγένους αποτελούν την Τρίτη και  τελευταία φάση   των   ωριγενιστικών ερίδων.   Προοίμιο    αυτών   υπήρξε   η   κατά    το    έτος   507   μ.Χ.    διάσταση  λογίων   μοναχών   της   Μεγάλης   Λαύρας  προς  τον  ηγούμενο    αυτής,    τον  Όσιο Σάββα τον  Ηγιασμένο, που  έφυγαν  από  την   Λαύρα    και    ίδρυσαν περί  το  514  μ.Χ. τη Νέα Λαύρα, η οποία κατέστη κέντρο του   ωριγενισμού. Οι   αντιωριγενιστές   μοναχοί   έκαναν   έκκληση   προς   τον   αυτοκράτορα Ιουστινιανό  να   καταδικάσει  τον  Ωριγένη.  Την  αίτηση   αυτή  υποστήριξε    ο   Πατριάρχης    Μηνάς.
Έτσι, το έτος   543   μ.Χ.,   συνήλθε   στην   Κωνσταντινούπολη   Ενδημούσα Σύνοδος, ύστερα από πρόσκληση   του   Πατριάρχη   Κωνσταντινουπόλεως Μηνά,   με   σκοπό    την   ειρήνευση   της   Εκκλησίας   και   την   καταδίκη   των αιρετικών.   Δια   διατάγματος που  εκδόθηκε  το  έτος 543  μ.Χ.  ο  Ιουστινιανός εστράφη  κατά των  αιρετικών.  Καταδίκασε    τις    κακοδοξίες  του  Ωριγένους, θεώρησε τα συγγράμματα αυτού κακόδοξα και   καταδίκασε αυτό  το πρόσωπο του  Ωριγένους.  Δια  τρίτου  διατάγματος  ο  Ιουστινιανός,  το    έτος   544   μ.Χ.,   καταδίκασε   τα   «Τρία Κεφάλαια»,   δηλαδή   α)   τον    Θεόδωρο  Μοψουεστίας   και   τα    αιρετικά   του  συγγράμματα,  β)   τα    κατά    του    Αγίου   Κυρίλλου    Αλεξανδρείας    και    της Γ’   Οικουμενικής    Συνόδου   και    υπέρ    του   Νεστορίου   συγγράμματα  του  Θεοδωρήτου    Κύρου   και  γ)  την   επιστολή   του    Ίβα  Εδέσσης  προς  τον Πέρση   Μάρη.
Όταν    το    έτος    552    μ.Χ.    κοιμήθηκε  ο  Πατριάρχης  Μηνάς,    ο    Άγιος  Ευτύχιος ήλθε από την Αμάσεια στη Βασιλεύουσα και εξελέγη Πατριάρχης    Κωνσταντινουπόλεως.
Οι ταραχές όμως των αιρετικών συνεχίζονταν και ταλάνιζαν την Εκκλησία. Η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη,   το   έτος   553   μ.Χ.   υπό   την   προεδρία  του  Αγίου  Ευτυχίου, επικύρωσε την απόφαση της Ενδημούσης Συνόδου   και   προέβη στην   καταδίκαση   των   «Τριών Κεφαλαίων». Ο σκοπός όμως   της   καταδίκης των  «Τριών   Κεφαλαίων»   δεν επετεύχθη,   διότι   οι   μονοφυσίτες   ενέμεναν στην απόσχιση και στις αιρετικές δοξασίες τους. Ένεκα τούτου ο Ιουστινιανός  το  έτος   564   μ.Χ.  εξέδωσε  διάταγμα,  δια  του  οποίου επέβαλε τον αφθαρτοδοκητισμό.   Η   διδασκαλία   αυτή   είχε   διατυπωθεί   από τον   καταφυγόντα   στην   Αίγυπτο   μονοφυσίτη   Επίσκοπο   Αλικαρνασσού Ιουλιανό.   Συγκεκριμένα  ο  Ιουλιανός  δίδασκε  ότι  το  Σώμα  του  Χριστού,  ήδη   από  της  συλλήψεως   και  γεννήσεως   Αυτού,   απηλλάγη   της   φθοράς   και επομένως των φυσικών αναγκών (πείνας, δίψας, καμάτου, ιδρώτος, δακρύων   κ.τ.λ) –   των   λεγομένων   «αδιαβλήτων   παθών» –   και  μόνο  «κατ’ οικονομίαν»   και   «κατά   χάριν»   φαινόταν   υποκείμενο   σε   αυτά.  Ο  Άγιος Ευτύχιος   και   οι   λοιποί   Πατριάρχες   της   Ανατολής,   προς   τους   οποίους απευθύνθηκε,  δεν  δέχθηκαν το   δυσσεβές  διάταγμα.  Γι’ αυτό   τον    λόγο  ο   Άγιος,   το  έτος   565   μ.Χ.,   καθαιρέθηκε   από   τον   πατριαρχικό   θρόνο   υπό  Συνόδου   ερήμην,   αφού   αρνήθηκε   να   παρουσιασθεί  και  εξορίσθηκε  αρχικά στην Πρίγκηπο. Στο Συναξάρι του αναφέρεται ότι   μετά   κατέφυγε σε μοναστήρι  της  Αμασείας  στο  οποίο  ζούσε  ασκητικά    και    αξιώθηκε  από    τον   Θεό    να    επιτελεί  θαύματα.
Μετά   από    δώδεκα    χρόνια    εξορίας,  ο  αυτοκράτορας  Ιουστίνος  ο    Β’,   το  έτος   577   μ.Χ.,  αποθανόντος  του  Πατριάρχου    Κωνσταντινουπόλεως  Ιωάννου  του   Γ’,   επανέφερε  με  τιμή  και  δόξα  τον  Άγιο  στον  πατριαρχικό    θρόνο.  Κατά    την   δεύτερη    πατριαρχία    του    ο    Άγιος    με  την  προσευχή  του  έσωσε  τον  λαό    που   μαστιζόταν  από  θανατηφόρα  επιδημία.  Το  ορθόδοξο    φρόνημά    του    και    ο  αγώνας   του   για  την  ακεραιότητα  της πίστεως τον  οδήγησαν  σε  αντίθεση με  τον  αποκρισάριο    της    Ρώμης    Γρηγόριο,    τον   μετέπειτα   Πάπα,  λόγω  των δοξασιών    του    περί    αναστάσεως   σαρκός.
Ο    Άγιος    Ευτύχιος   κοιμήθηκε  με  ειρήνη    το    έτος    582   μ.Χ.   Το   ιερό  λείψανό    του   εναποτέθηκε   στο  θυσιαστήριο  των  Αγίων  Αποστόλων,  μετά    την    κρηπίδα   της   Αγίας   Τραπέζης,   όπου   κατέκειντο   και   τα   ιερά  λείψανα Ανδρέου, Τιμοθέου και Λουκά των Αποστόλων.
Σώζονται  αποσπάσματα  του  έργου  αυτού  «Περί  Ευχαριστίας»  «Επιστολή προς Πάπαν  Βιγίλιον περί των Τριών   Κεφαλαίων»   και   «Συνοδική  Επιστολή». Τρία άλλα έργα του χάθηκαν,   ήτοι το   «Περί   αναστάσεως   σαρκός»,    το   «Κατά   Αφθαρτοδοκητών»   και   το   «Κατά της μονοφυσιτικής διασκευής του   Τρισαγίου».  Τον  Βίο  του  Αγίου  συνέταξε  ο    μαθητής    του    Ευστράτιος.


Απολυτίκιον.   Ήχος   γ’ . Την   ωραιότητα.
Βίον   ουράνιον,   Πάτερ   κτησάμενος, σκεύος   επάξιον,   ώφθης   της   χάριτος, λόγω   και   πράξει   βεβαιών,   την   θείαν  σοι   χορηγίαν· όθεν ιεράτευσας, ισαγγέλως τω  Κτίσαντι, ένδοξε  Ευτύχιε,  Εκκλησίας  ωράϊσμα,  ήν  φύλαττε   ταις   σαις  προστασίαις,    πάσης    ανάγκης   ανωτέραν.


Κοντάκιον.   Ήχος   δ’.   Επεφάνης   σήμερον.        
Ευκληρίας  χάριτας   θεοδωρήτου,   ιερέ   Ευτύχιε,   αναβλυστάνεις   δαψιλώς,  τοις   εν   αινέσει   κραυγάζουσι·   χαίροις    Πατέρων    φαιδρόν  αγαλλίαμα.


Μεγαλυνάριον.
Ώφθης ευτυχίας πνευματικής, αμάραντον  δένδρον,  Ιεράρχα  καρποδοτούν, αμοιβών την  χάριν,  ώσπερ  Αγγέλων   βρώσιν,  Ευτύχιε   τρισμάκαρ,   τοις  σε  γεραίρουσι.

St. Eutychius Patriarch of Constantinople


Saint Eftychios was born in 512 AD. and lived during the time of Emperor Justinian I of the Great. He came from the city of Divine Comes of Phrygia and was the son of Alexander, a scholar under General Velissarion and of the Soviet Union. The Holy Gospel was taught and baptized Christian by priest Hesychus, who was his grandfather and was working in the Church of Augustus. According to Synaxarus, Hesychus had the tabernacle of the patron and because of the holiness of his life he had received from God the gift of miracles.
The Saint was ordained a reader by the then Bishop of Amaseia at the temple of Hypergia Theotokou Urbiou. Then he was ordained a deacon and elders and entered a monastery in the Amasia, which was founded by the Archbishop Meletios and Seleucus, who later became the abbot.
The years that followed were not peaceful for the Church because of the heretical doctrines taught by new Origenists and Cryptonomists. The controversies of the Palestinian monks about the Origen are the third and final phase of the oregano eruptions. Their preference was in the year 507 AD. the Diocese of Great Lavra to its abbot, Saint Savvas the Sanctuary, who left Lavra and founded around 514 AD. New Lavra, which became the center of maturation. The anti-Friars monks appealed to Emperor Justinian to condemn Origen. This request was supported by Patriarch Minas.
Thus, in 543 AD, he met in Constantinople the Endemous Synod at the invitation of the Patriarch of Constantinople Minas, in order to pacify the Church and condemn the heretics. By a decree issued in 543 AD Justinian turned against the heretics. He condemned the censures of Origenus, considered the writings of this man, and condemned this person of Origenus. By a third decree, Justinian, in 544 AD, condemned the "Three Churches", that is, a) Theodore of Mopseustia and his heretical writings, b) against St. Cyril of Alexandria and the Third Ecumenical Synod and for his Nestorio's writings by Theodorite Cyrus and c) Iva Edessa's letter to Persian Mars.
When the year 552 AD Patriarch Minas slept, Saint Eutychius came from Amasia to King Vasileos and was elected Patriarch of Constantinople.
But the riots of the heretics continued and tempered the Church. The Ecumenical Synod, which met in Constantinople, in 553 AD. under the presidency of Saint Eutychius, ratified the decision of the Endemous Synod and condemned the "Three Capitals". However, the purpose of condemning the Three Churches was not achieved because the monophysites persisted in their secession and their heretical beliefs. That is why Justinian in 564 AD issued a decree, by which he imposed imprudence. This teaching was formulated by Egyptian Monophysite Bishop of Alikarnassos Julian. In particular, Julian taught that the Body of Christ, as early as His conception and birth, was free from the deterioration and consequently from the natural needs (hunger, thirst, coma, sweat, tears etc.) - the so-called "indifferent passions" and only "in economy" and "by grace" appeared to be subject to them. Saint Eutychius and the other Patriarchs of the East to whom he addressed did not accept the dishonest decree. That is why Saint, in 565 AD, was expelled from the patriarchal throne by a Synod in absentia, after refusing to present himself and exiled initially to the Prince. In his Synaxari it is reported that he then resorted to a monastery in Amasa where he lived ascetically and was claimed by God to perform miracles.
After twelve years in exile, the emperor Justin II, in the year 577 AD, deceased Patriarch of Constantinople John III, restored with glory and honor Saint patriarch. During his second patriarchy, the Saint with his prayer saved the people who were plagued by a fatal epidemic. His orthodox belief and his struggle for the integrity of faith led him in contradiction with Rome's giver Gregory, the later Pope, because of his beliefs about the resurrection of the flesh.
St. Eftychios slept in peace in 582 AD His holy relic was deposited in the altar of the Holy Apostles, after the bastion of the Holy Trinity, where the sacred relics of Andreas, Timothy and Luke of the Apostles also belonged.
Excerpts of this work "On Eucharist", "Letter to Papan Vigilion about the Three Chapters" and "Synod Letter" are saved. His other three works were lost, namely "On the resurrection of the flesh", "Against the burdens" and "Against the monophysical adaptation of the Trisagi". The pupil of Eustratius drew the Life of Saint.


Apolyticus. Sound c '. The beauty.
Blessed beast, Pater, a crown of honor, with grace for grace, and for sure, your divine donation; therefore, I pray thee, I pray thee, I pray thee, praise thee, pray thee, protect thee, and all the need for thee.


Kontakion. Sound d '. I'm afraid today.
Forgive the grace of the theotokos, holy Eutycheus, rejoice fast, in a shouting, joyous Fathers.


Majesty.
Succes of spiritual happiness, amaranth tree, hierarchical fruit, graceful thanks, as Angels of Eating, Euchistih trismakar, in to gerioshi.

Δεν υπάρχουν σχόλια: