Ἰω. 11,1-45
Ἡ ἀνάστασις
τοῦ Λαζάρου
1 Ἦν δέ
τις ἀσθενῶν Λάζαρος
ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης
Μαρίας καὶ Μάρθας
τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς.
2 Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον
μύρῳ
καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ
ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος
ἠσθένει.
3 Ἀπέστειλαν οὖν αἱ
ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι·
Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ.
4 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ
ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ'
ὑπὲρ τῆς δ όξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ
δι' αὐτῆς.
5 Ἠγάπα δὲ
ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν
καὶ τὴν ἀδελφὴν
αὐτῆς καὶ τὸν
Λάζαρον.
6 Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι
ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ
ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας·
7 ἔπειτα μετὰ
τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς·
ἄγωμεν εἰς τὴν
Ἰουδαίαν πάλιν.
8 Λέγουσιν αὐτῷ
οἱ μαθηταί· ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι
οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ
πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;
9 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν
ὧραι τῆς ἡμέρας; Ἐάν τις
περιπατῇ ἐν τῇ
ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι
τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει·
10 ἐὰν δέ τις
περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί,
προσκόπτει, ὅτι
τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ.
11 Ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ
τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος
ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα
ἐξυπνίσω αὐτόν.
12 Εἶπον οὖν οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε,
εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται.
13 Εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι
δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως
τοῦ ὕπνου λέγει.
14 Τότε
οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ
Ἰησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος
ἀπέθανε,
15 καὶ
χαίρω δι' ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ' ἄγωμεν πρὸς αὐτόν.
16 Εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν
καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν
μετ' αὐτοῦ.
17 Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη
ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ.
18 Ἦν δὲ ἡ Βηθανία
ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς
ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε,
19 καὶ
πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς
περὶ
Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα
παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν.
20 Ἡ οὖν Μάρθα
ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται,
ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ
ἐν τῷ
οἴκῳ ἐκαθέζετο.
21 Εἶπεν
οὖν ἡ Μάρθα
πρὸς τὸν
Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς
ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει.
22 Ἀλλὰ καὶ
νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός.
23 Λέγει αὐτῇ
ὁ Ἰησοῦς· ἀναστήσεται
ὁ ἀδελφός σου.
24 Λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα
ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ
ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ
ἡμέρᾳ.
25 Εἶπεν
αὐτῇ ὁ
Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις
καὶ ἡ ζωή.
26 Ὁ πιστεύων
εἰς ἐμέ,
κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ
πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ
μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο;
27 Λέγει
αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ
ὁ Χριστὸς ὁ
υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς
τὸν κόσμον
ἐρχόμενος.
28 Καὶ ταῦτα εἰποῦσα
ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν
ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ
διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ
σε.
29 Ἐκείνη ὡς
ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ
καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν.
30 Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ
Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην,
ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ
ἡ Μάρθα.
31 Οἱ οὖν
Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ' αὐτῆς ἐν τῇ
οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες
τὴν Μαρίαν ὅτι
ταχέως ἀνέστη καὶ
ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει
εἰς τὸ μνημεῖον
ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ.
32 Ἡ οὖν Μαρία
ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ
εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν
ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός.
33 Ἰησοῦς οὖν
ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας,
ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν
ἑαυτόν,
34 καὶ εἶπε· ποῦ
τεθείκατε αὐτόν;
35 Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν
ὁ Ἰησοῦς.
36 Ἔλεγον οὖν οἱ
Ἰουδαῖοι· ἴδε πῶς
ἐφίλει αὐτόν·
37 τινὲς
δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον·
οὐκ ἠδύνατο οὗτος,
ὁ ἀνοίξας τοὺς
ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι
ἵνα καὶ οὗτος μὴ
ἀποθάνῃ;
38 Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν
ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ
μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ.
39 Λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε
τὸν λίθον.
Λέγει αὐτῷ ἡ
ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος
Μάρθα· Κύριε,
ἤδη ὄζει· τεταρταῖος
γάρ ἐστι.
40 Λέγει
αὐτῇ ὁ
Ἰησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι
ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς,
ὄψει τὴν δόξαν τοῦ
Θεοῦ;
41 Ἦραν οὖν τὸν
λίθον οὗ
ἦν ὁ τεθνηκὼς
κείμενος. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ
εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι
ἤκουσάς μου.
42 Ἐγὼ δὲ ᾔδειν
ὅτι πάντοτέ μου
ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ
τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον,
ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.
43 Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ
μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε,
δεῦρο ἔξω.
44 Καὶ
ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς
χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ
ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. Λέγει
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
λύσατε αὐτὸν καὶ
ἄφετε ὑπάγειν.
45 Πολλοὶ
οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ
ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ
θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ
Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιω. 11, 1-45
Η ανάστασις
του Λαζάρου
1 Υπήρχε
κάποιος ασθενής ονομαζόμενος
Λάζαρος από
την Βηθανία, από το
χωριό της Μαρίας και της
αδελφής της Μάρθας.
2 Αυτή
ήταν η Μαρία που άλειψε τον Κύριο
με μύρο κα
σφόγγισε τα πόδια του με τα μαλλιά της,
της οποίας ο
αδελφός Λάζαρος ήταν ασθενής.
3 Έστειλαν λοιπόν
οι αδελφές προς αυτόν και
του είπαν, «Κύριε, εκείνος που
αγαπάς, είναι ασθενής».
4 Όταν
άκουσε αυτό ο
Ιησούς, είπε, «Αυτή
η ασθένεια δεν θα καταλήξει
σε θάνατο αλλά
είναι για χάρι
της δόξας του
Θεού, για να δοξασθεί
δι’ αυτής ο Υιός
του Θεού».
5 Ο
Ιησούς αγαπούσε την Μάρθα
και την αδελφή της και τον Λάζαρο.
6 Όταν
λοιπόν άκουσε ότι
ασθενεί, έμεινε τότε δύο
ημέρες
στον τόπο όπου ευρίσκετο.
7 Έπειτα είπε στους μαθητές,
«Άς επιστρέψουμε στην Ιουδαία».
8 Λέγουν σ’ αυτόν
οι μαθητές, «Ραββί, προ ολίγου οι
Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν και
πάλι πηγαίνεις εκεί;».
9 Απεκρίθη ο
Ιησούς, «Δεν είναι δώδεκα οι ώρες της
ημέρας; Εάν περπατά κάποιος την ημέρα, δεν σκοντάφτει, διότι βλέπει
το φως του κόσμου τούτου.
10 Εάν όμως περπατά
την νύχτα, σκοντάφτει,
διότι το φως
δεν είναι μαζί του».
11 Αυτά
είπε και κατόπιν συνέχισε,
«Ο Λάζαρος ο φίλος
μας έχει κοιμηθεί,
αλλά πηγαίνω
να τον ξυπνήσω».
12 Του
είπαν τότε οι
μαθητές του, «Κύριε,
άν έχει κοιμηθεί
θα γίνει καλά».
13 Αλλ’
ο Ιησούς είχε
μιλήσει για τον
θάνατό του, εκείνοι
όμως νόμισαν ότι ομιλεί
για τον φυσικό
ύπνο.
14 Τότε
τους είπε ο
Ιησούς καθαρά,
15 «Ο
Λάζαρος πέθανε, και
χαίρω που δεν
ήμουν εκεί διότι
θα είναι για το
καλό σας για
να πιστέψετε· αλλ’
άς πάμε σ’ αυτόν».
16 Είπε
τότε ο Θωμάς,
ο λεγόμενος Δίδυμος,
στους συμμαθητές του,
«Άς πάμε και εμείς
για να πεθάνωμε
μαζί του».
17 Όταν
ήλθε ο Ιησούς,
τον βρήκε ήδη ενταφιασμένον προ
τεσσάρων ημερών.
18 Η
Βηθανία ήτο πλησίον
των Ιεροσολύμων περί
τα δέκα πέντε στάδια.
19 Και πολλοί
από τους Ιουδαίους
είχαν έλθει στην
Μάρθα και την Μαρία για
να τις παρηγορήσουν
για τον αδελφόν τους.
20 Μόλις
άκουσε η Μάρθα
ότι έρχεται ο
Ιησούς, πήγε να τον
προϋπαντήσει, ενώ η
Μαρία κάθησε στο σπίτι.
21 Είπε
τότε η Μάρθα
στον Ιησού, «Κύριε,
εάν ήσουνα εδώ,
δεν θα πέθαινε ο αδελφός
μου.
22 Αλλά
και τώρα ξέρω
ότι όσα ζητήσεις
από τον Θεό,
θα σου τα
δώσει ο Θεός».
23 Λέγει
σ’ αυτήν ο Ιησούς,
«Ο αδελφός σου
θα αναστηθεί».
24 Η
Μάρθα του λέγει,
«Ξέρω ότι θα
αναστηθεί κατά την ανάστασι,
την εσχάτη ημέρα».
25 Τότε
ο Ιησούς της
είπε, «Εγώ είμαι
η ανάστασις και
η ζωή.
26 Όποιος
πιστεύει σ’
εμένα, και άν
πεθάνει, θα ζήσει,
και όποιος ζει και πιστεύει σ’ εμένα,
δεν θα πεθάνει ποτέ.
27 Το
πιστεύεις αυτό;». Λέγει
σ’ αυτόν, «Ναί,
Κύριε, εγώ έχω
πιστέψει ότι συ
είσαι ο Χριστός
ο Υιός του Θεού,
ο ερχόμενος στον
κόσμο».
28 Όταν
είπε αυτά,
έφυγε και φώναξε
την Μαρία την
αδελφή της και της είπε
μυστικά, «Ο διδάσκαλος
είναι εδώ
και σε φωνάζει».
29 Εκείνη
μόλις το άκουσε,
σηκώνεται
γρήγορα και έρχεται σ’
αυτόν.
30 Αλλ’
ο Ιησούς δεν είχε ακόμη
έλθει στο χωριό,
αλλ’ ευρίσκετο στον τόπο
όπου τον προϋπάντησε
η Μάρθα.
31 Οι
Ιουδαίοι, οι οποίοι
ήσαν μαζί της
στο σπίτι και
την παρηγορούσαν, όταν είδαν
ότι η Μαρία σηκώθηκε
γρήγορα και βγήκε,
την ακολούθησαν και
έλεγαν, «Πηγαίνει στο
μνημείο για να κλάψει
εκεί».
32 Ήλθε λοιπόν
η Μαρία εκεί όπου
ήτο ο Ιησούς,
και μόλις τον
είδε, έπεσε στα πόδια
του και του
είπε, «Κύριε, εάν
ήσουνα εδώ, δεν
θα πέθαινε ο αδελφός μου».
33 Όταν
ο Ιησούς την
είδε να κλαίει
και τους Ιουδαίους
που την συνώδευαν να κλαίουν επίσης,
αναστέναξε μέσα του
και ταράχθηκε
34 και
είπε, «Που τον έχετε
βάλει;».
Του λέγουν, «Κύριε,
έλα να ιδής».
35 Ο
Ιησούς εδάκρυσε.
36 Είπαν
τότε οι Ιουδαίοι,
«Κύτταξε πόσο τον
αγαπούσε».
37 Αλλά
μερικοί από αυτούς
είπαν, «Δεν μπορούσε
αυτός, που άνοιξε
τα μάτια του τυφλού, να
κάνει κάτι ώστε
να μη πεθάνει
ο Λάζαρος;».
38 Ο
Ιησούς αφού πάλι
αναστέναξε μέσα του,
ήλθε στο μνήμα.
Ήταν δε τούτο σπήλαιο και
ένας λίθος ήταν
στο στόμιο.
39 Λέγει
ο Ιησούς, «Σηκώστε
τον λίθον». Η
Μάρθα, η αδελφή
του αποθανόντος, του λέγει,
«Κύριε, τώρα θα
μυρίζει άσχημα, διότι
είναι η τετάρτη ημέρα».
40 Ο
Ιησούς της λέγει,
«Δεν σου είπα
ότι εάν πιστέψεις
θα ιδείς την
δόξα του Θεού;».
41Σήκωσαν
τότε τον λίθο
όπου ευρίσκετο ο
νεκρός. Ο δε
Ιησούς σήκωσε τα μάτια
προς τα επάνω
και είπε, «Πατέρα,
σε ευχαριστώ, διότι με
άκουσες.
42 Εγώ
βέβαια ήξερα ότι
πάντοτε με ακούς
αλλά το είπα
για το λαό που παρευρίσκεται, για
να πιστέψουν ότι συ
με
έστειλες».
43 Και
αφού είπε αυτά, φώναξε
με
δυνατή φωνή, «Λάζαρε,
έλα έξω».
44 Και
βγήκε εκείνος που
είχε πεθάνει, δεμένος
τα χέρια και
τα πόδια με λευκές
ταινίες, και το
πρόσωπό του γύρω
δεμένο με μαντήλι.
Τους είπε τότε ο
Ιησούς, «Λύστε τον
και αφήστέ τον
να φύγει».
45 Πολλοί
από τους Ιουδαίους,
οι οποίοι είχαν έλθει
στην Μαρία και είδαν τι έκανε
ο Ιησούς, επίστεψαν
σ’ αυτόν·
Ἑβρ. 12,28-13,8
28. Διὸ
βασιλείαν ἀσάλευτον παραλαμβάνοντες ἔχωμεν χάριν,
δι’ ἧς λατρεύωμεν
εὐαρέστως τῷ Θεῷ μετὰ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας·
29. καὶ
γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν
πῦρ καταναλίσκον.
Ηθικά παραγγέλματα
1 Ἡ
φιλαδελφία μενέτω, τῆς φιλοξενίας μὴ
ἐπιλανθάνεσθε·
2 διά
ταύτης γὰρ ἔλαθόν τινες ξενίσαντες ἀγγέλους.
3 Μιμνήσκεσθε τῶν δεσμίων ὡς συνδεδεμένοι,
τῶν
κακουχουμένων ὡς καὶ
αὐτοὶ ὄντες ἐν
σώματι.
4 Τίμιος
ὁ γάμος ἐν πᾶσι καὶ
ἡ κοίτη ἀμίαντος· πόρνους
δὲ καὶ μοιχοὺς κρινεῖ
ὁ Θεός.
5 Ἀφιλάργυρος ὁ
τρόπος, ἀρκούμενοι τοῖς παροῦσιν· αὐτὸς γὰρ εἴρηκεν· οὐ
μή σε ἀνῶ οὐδ' οὐ μή σε ἐγκαταλίπω·
6 ὥστε θαρροῦντας ἡμᾶς λέγειν·
Κύριος ἐμοὶ
βοηθός, καὶ οὐ
φοβηθήσομαι· τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;
Πειθαρχία στους προϊσταμένους
7 Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες
ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν
τῆς
ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν.
8 Ἰησοῦς Χριστὸς
χθὲς καὶ σήμερον ὁ
αὐτὸς καὶ εἰς
τοὺς αἰῶνας.
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Εβρ. 12, 28-13, 8
28
Γι’ αυτό, επειδή μας δίδεται
βασίλειο ασάλευτο, άς
είμεθα ευγνώμονες και άς
λατρεύουμε τον Θεό κατά
τρόπο
ευάρεστο με ευλάβεια και φόβο,
29 διότι
ο Θεός μας
είναι φωτιά που κατακαίει.
Ηθικά παραγγέλματα
1 Η
αγάπη προς τους αδελφούς να
μη παύει.
2 Μη
λησμονάτε την φιλοξενία,
διότι με αυτήν μερικοί,
χωρίς να το ξέρουν,
φιλοξένησαν αγγέλους.
3 Να
θυμάσθε τους φυλακισμένους
σαν να είσθε
και σεις φιλακισμένοι· να θυμάσθε όσους
υποφέρουν διότι και
σεις έχετε σώμα.
4 Ο
γάμος να θεωρήται
άξιος τιμής από όλους
και η συζυγική κλίνη
να ε ίναι αμόλυντη.
Διότι τους πόρνους
και τους μοιχούς
θα κατακρίνει
ο Θεός.
5 Η συμπεριφορά σας να είναι απαλλαγμένη από
αγάπη προς το
χρήμα, να αρκήσθε
σε όσα έχετε,
διότι ο Θεός
είπε, Δεν θα
σε αφήσω έρημο, ούτε
θα σε εγκαταλείψω·
6 και
έτσι μπορούμε με
εμπιστοσύνη να λέμε, Ο Κύριος είναι
βοηθός μου, δεν
θα φοβηθώ. Τι
μπορεί να μου
κάνει ο άνθρωπος;
Πειθαρχία στους
προϊσταμένους
7 Να
θυμάσθε τους προϊσταμένους σας,
οι οποίοι σας
κήρυξαν τον λόγο του Θεού.
Εξετάζετε την έκβασι
της ζωής τους
και μιμείσθε τη
πίστι τους.
8 Ο
Ιησούς Χριστός είναι
ο ίδιος χθες
και σήμερα και
αιωνίως.
John 11: 1-45
The resurrection of Lazarus
1 There was a patient named Lazarus from Bethany,
from the village of Mary and her sister Martha.
2 This was Mary, who anointed the Lord with a
myrrh, and spared his feet with her hair, whose brother Lazarus was weak.
3 So the sisters sent to him and said to him,
"Lord, he who loves you is weak."
4 When Jesus heard this, he said, "This
disease will not end in death, but it is for the sake of the glory of God, that
the Son of God may be glorified".
5 Jesus loved Martha and her sister and Lazarus.
6 So when he heard that he was ill, he stayed
two days at the place where he was.
7 Then he said to the disciples, "Let us go
back to Judea."
8 Do the disciples say to him, "Rabbi, for
a short time the Jews asked to stone you again and go there?"
9 Jesus answered, "Is not it the twelve
hours of the day? If one walks a day, he does not stumble because he sees the
light of this world.
10 But if he walks in the night, he stumbles,
because the light is not with him. "
11 That said, and then went on, "Our friend
Lazarus is asleep, but I'm going to wake him up."
12 Then his disciples said to him, "Lord,
if he is asleep he will be well."
13 But Jesus had spoken of his death, but they
thought he spoke of the physical sleep.
Then Jesus said to them plainly,
15 "Lazarus died, and I am glad that I was
not there; for it is good for you to believe; but let us go to him."
16 Then said Thomas, the so-called Gemini, to
his classmates, "Let us also go to die with him."
17 When Jesus came, he found him already buried
four days earlier.
18 Bethany was near the Jerusalem in the fifteen
stages.
19 And many of the Jews had come to Martha and
Mary to comfort them for their brother.
20 As soon as Martha heard that Jesus was
coming, she went to meet him, while Mary sat at home.
21 Then Martha said to Jesus, "Lord, if you
were here, my brother would not die.
22 But now I know that whatever you ask of God,
God will give it to you. "
23 Jesus says to her, "Your brother will be
raised."
24 Martha tells him, "I know he will be
raised in the resurrection on the last day."
25 Then Jesus said to her, "I am the
resurrection and the life.
26 Whoever believes in me, and if he dies, he
will live, and whoever lives and believes in me will never die.
27 Do you believe that? " He says to him,
"Yes, Lord, I have believed that you are Christ, the Son of God, coming to
the world."
28 When she said these, she left and cried Mary
her sister and told her secretly, "Master is here and he calls you."
29 When she heard it, she quickly got up and
came to him.
30 But Jesus had not yet come to the village,
but was in the place where Martha had told him.
31 The Jews, who were with her at home, consoled her, when they saw that Mary stood up and went out, followed her and said, "He goes to the memorial to cry there."
31 The Jews, who were with her at home, consoled her, when they saw that Mary stood up and went out, followed her and said, "He goes to the memorial to cry there."
So Mary came to where
Jesus was, and when he saw him, he fell to his feet and said, "Lord, if
you were here, my brother would not die."
33 When Jesus saw her
crying, and the Jews who were both crying and crying, he sighed in him,
34 And he said,
"Where have you put him?" They say to him, "Lord, come see me."
35 Jesus anointed.
36 Then the Jews said,
"He played how much he loved him."
37 But some of them said,
"Could not he, who opened the eyes of the blind man, do something so that
Lazarus does not die?"
38 After Jesus had sighed
again, he came into the memorial. It was a cave and a stone was in the mouth.
39 Jesus says, "Lift
up the stone." Martha, the sister of the deceased, tells him, "Lord,
now it will smell bad, because it is the fourth day."
40 Jesus says to her,
"Did not I tell you that if you believe you will look for the glory of
God?"
Then they built the stone
where the dead lived. Jesus raised his eyes upward and said, "Father,
thank you, for you have heard me.
42 Of course I knew that
you always listened to me, but I told you about the people who are here to
believe that you sent me. "
43 And when he had said
these things, he cried with a loud voice, "Lazarus, come on out."
44 And he came out, who
was dead, his hands and feet bound in white strips, and his face round about
with a scarf. Then Jesus said to them, "Solve him and let him go."
45 Many of the Jews, who
had come to Mary and saw what Jesus did, believed in him;
Hep. 12, 28-13, 8
28 Therefore, because we
are given a kingdom unaltered, let us be grateful and worship God in a way acceptable
with reverence and fear,
29 For our God is a fire
that burneth.
Ethical Orders
1 The love of the brethren
shall not cease.
2 Do not forget the
hospitality, because with it some, without knowing it, hosted angels.
3 Remember the prisoners
as if you were also forsaken; remember those who suffer because you also have a
body.
4 The marriage is
considered honorable by all, and the marriage bed is immaculate. For God will
condemn the prostitutes and the adulterers.
5 Let your conduct be free
of love for money, to suffer for what you have, for God said, I will not leave
you desolate, nor will I forsake you;
6 and so we can
confidently say, The Lord is my assistant, I will not be afraid. What can man
do to me?
Discipline to the
superiors
7 Remember your bosses,
who have preached to you the word of God. You are looking at the outcome of
their lives and imitating their faith.
8 Jesus Christ is the same
yesterday and today and forever.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου