17/4/19

Ο Άγιος Μακάριος Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου


Ο   Άγιος   Μακάριος,  κατά    κόσμο  Μιχαήλ  Νοταράς,  ήταν  ο   πέμπτος κατά  σειρά  υιός  του    Γεωργαντά    και    της   Αναστασίας  και  ένα    από    τα εννέα    παιδιά    της   οικογένειας   αυτής.   Γεννήθηκε   στα   Τρίκαλα   της Κορινθίας το   1731.   Ο  βιογράφος του Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, σημειώνει:   «Κόρινθος   είναι   πόλις της Πελοποννήσου, εις το λεγόμενον Εξαμίλιον ευρισκομένη. Πόλις αρχαιότατη κι ονομαστή… Από αυτήν κατάγεται    και  ταύτης   εστάθη   γέννημα   και   θρέμμα   ο   θείος   ούτος Μακάριος…   Εκ  τούτων   λοιπόν   (ενν.   των   γονέων)   γεννάται   ο   θείος   ούτος… κατά    το    1731».
Ανάδοχος  του  νεαρού  Μιχαήλ  ήταν  ο τότε   Μητροπολίτης και  πρόεδρος Κορίνθου   Παρθένιος,   ο   οποίος   ονόμασε   αυτὸν   Μιχαήλ.   Ο  Παρθένιος διατηρούσε   οικογενειακές   σχέσεις   με   τον   Γεωργαντά.   Έτσι,   ο   νεαρός Μιχαήλ  αναπτυσσόταν μέσα  στη θεοσεβή  και    ευλογημένη    οικογένειά του,   με   τον   πλούτο και  την   μεγάλη   πολιτική   της   δύναμη   και    με   την ακοίμητη   φροντίδα   των   γονέων   του.   Ο    Μιχαήλ  είχε   κάτι   ιδιαίτερο   σε σύγκριση   με   τα   άλλα   του   αδέλφια.   Ακτινοβολούσε   καλοσύνη    και    αγάπη προς  τους  συμπολίτες του, έδειχνε ταπεινοφροσύνη και  έμφυτη σεμνότητα  και  ήταν  πολύ  αγαπητός  από τους κατοίκους  των Τρικάλων.
Όταν  ήλθε   ο    κατάλληλος   χρόνος,   διδάχθηκε   τα    ιερά   γράμματα   και    την ελληνική    παιδεία   από    τον   ακμάζοντα   τότε   Κεφαλλήνιο   διδάσκαλο Ευστάθιο.  Μετά  το  πέρας   των σπουδών του,  ο  Μιχαήλ,   κατόπιν  εντολής   του  πατέρα   του,   ορίστηκε  επιστάτης  μερικών  χωριών  της  περιοχής  προς   είσπραξη   χρημάτων,   «αλλ’   ούτος  ο  αοίδιμος   μη    έχοντας  κλίσι   εις   τοιαύτας   ματαιότητας  όχι   μόνον    δεν   εσύναξε   χρήματα,   αλλά    και  εκείνα   που   είχε   διεσκόρπισε   και  ζημίαν    επροξένησεν     εις    τον   πατέρα του».   Ούτε  ο  πλούτος    ούτε   τα   αξιώματα    ούτε   η    πολιτική    δύναμη    του  πατέρα του άσκησαν επιρροή  ή  έλξη επάνω του· αντίθετα τα αποστρεφόταν.   Ήδη   «από    τας   πρώτας    αρχάς  της   νεότητός   του»   έγινε  σαφής  η κλίση του προς τα πνευματικά θέματα, αφού ζούσε με ταπείνωση, μεταβαίνοντας    συχνά    στην   εκκλησία   και  συμμετέχοντας    με κατάνυξη στις ιερές   Ακολουθίες,   αποστρεφόμενος   τις   συναναστροφές των   συνομηλίκων   του   και   γενικά    την    εγκόσμια   ματαιότητα.
Εγκαταλείπει   κρυφά,    λοιπόν,   με    την   βοήθεια    και  της   μητέρας   του   όλα αυτά   και  μεταβαίνει   με   θείο   ζήλο   στο    Μέγα   Σπήλαιο,   στη    μέγιστη   και ιστορική  και    παλαιότατη   αυτή   μονή   της   Πελοποννήσου,  για   να  καθαίρει   καθημερινά    την    ψυχή   του   και  να  την  απαλλάξει  από  τις  αλλότριες    και   εφάμαρτες    προσμείξεις   της   εγκοσμίου   βιοτής.   Ήταν   μία επαινετή  και   θεάρεστη   απόφαση   και   προσπάθεια   να   αποκοπεί   από  την προηγούμενη  ζωή    του  στην Κόρινθο  και  από  τις  παντός  είδους  απασχολήσεις   του,   για   να   γίνει άνθρωπος της χάριτος  ακολουθώντας  τον  μοναχικό  βίο.
Δυστυχώς   όμως    για   τον   ενάρετο   Μιχαήλ   η   απόφασή   του   εκείνη   δεν κατέστη   δυνατόν   να   πραγματοποιηθεί.   Οι   θερμές   παρακλήσεις  δεν εισακούσθηκαν  από  τους πατέρες  της  μονής, διότι  το    αίτημά   του    δεν είχε  την   συγκατάθεση  του   πατέρα   του    Αγίου.   Ο    Μιχαήλ   ήταν   τότε περίπου    είκοσι    ετών.
Μετά   την   αποτυχία   του   να  περιβληθεί  το  ισαγγελικό  σχήμα,  ο  ενάρετος Μιχαήλ  επέστρεψε στην πατρική του   οικία.   Αρχικά   παρέμενε   σε αυτήν ασχολούμενος με την μελέτη της Αγίας Γραφής, διαφόρων πατερικών   κειμένων,   βίων  Αγίων  και    άλλων    ψυχωφελών   βιβλίων.    Η  μελέτη  αυτή   τον   βοήθησε  να  ισχυροποιήσει  ακόμη περισσότερο  την  πίστη του   και   να    εισχωρήσει    βαθύτερα  στο  πνεύμα  της   Ορθοδοξίας.
Την  εποχή    εκείνη   πέθανε  ο  Ευστάθιος  και  η σχολή  της   Κορίνθου στερείτο διδασκάλου.  Όλοι στράφηκαν  νοερώς  προς  το    νεαρό    Μιχαήλ και  ενδόμυχα  εύχονταν  και  προς    αυτόν  απέβλεπαν,   πιστεύοντας   ότι ήταν    ικανός    να    διαδεχθεί   τον   διδάσκαλό   του.
Ο  ενάρετος  Μιχαήλ  Νοταράς προσέφερε    επί    έξι    έτη    τις    υπηρεσίες    του ως διδάσκαλος  της  Σχολής  της  Κορίνθου χωρίς μισθό, διαπαιδαγωγώντας   με   τις   γνώσεις   και   το   υψηλό   του    ήθος, κυρίως   τους νεαρούς μαθητές. Παράλληλα  με  πολύ   υπομονή  αναζητούσε κατάλληλο διδάσκαλο   για   την   Σχολή.   Ο  Κύριος,   «ο   ετάζων   καρδίας   και νεφρούς»,   είχε  ήδη   επιλέξει    τον   Μιχαήλ ως  σκεύος  της  θείας   χάριτος  και τον είχε ήδη προορίσει για υψηλότερο και αγιότερο έργο.   Θεία   λοιπόν ευδοκία ο νεαρός και ενάρετος Μιχαήλ καθίσταται ποιμενάρχης της Κορίνθου    κατά    τρόπο    εντυπωσιακό.
Η  θεία   ευδοκία   εκδηλώνεται   σε   όλο   της   το   μεγαλείο.   Το έτος   1764 κοιμήθηκε  εν  Κυρίω  ο  γέροντας   Μητροπολίτης   Κορινθίας   Παρθένιος, που  είχε  αναδεχθεί   τον  Μιχαήλ  από  την  ιερά  κολυμβήθρα  και  ο  θρόνος χήρευσε.  Η   θεόσδοτη  αυτή  ευκαιρία διάνοιξε  για    τον    ενάρετο και   ευσεβή   διδάσκαλο   Μιχαήλ   την   ευλογημένη   λεωφόρο   για   το   ευρύ   και επίπονο στάδιο της θεαρέστου διαποιμάνσεως ψυχών και ποικίλης προσφοράς.
Μετά  την   κοίμηση λοιπόν  του     Παρθενίου   σύμπας    ο    Χριστεπώνυμος λαός   της   επαρχίας   Κορίνθου,   κληρικοί    και   λαϊκοί,   ιερείς,   μοναχοί    και    οι λοιποί    της   Κορινθίας   Επίσκοποι,   με   μία   φωνή    και    γνώμη,   σαν   να κινήθηκαν    από    θεία  προτροπή    και    προσταγή     θεώρησαν   το    νεαρό Μιχαήλ  Νοταρά    κατά    πάντα    άξιο    να   εκλεγεί    Μητροπολίτης   της επαρχίας τους   και    να    αναλάβει   την   ποιμαντική  ευθύνη  των  πιστών  της περιοχής  αυτής. Ο  Πατριάρχης,  έχοντας  ενώπιόν του  το      καθολικό αίτημα    κλήρου   και   λαού    της   επαρχίας   Κορίνθου,   αποδέχθηκε   την πρόταση.   Ο  λαϊκός  ακόμη  Μιχαήλ  Νοταράς,    έλαβε    διαδοχικά    όλους τους  βαθμούς  της  ιεροσύνης, ονομασθείς Μακάριος  και    τον    Ιανουάριο του    έτους   1765   χειροτονήθηκε   Μητροπολίτης   Κορίνθου  σε  ηλικία τριάντα    τεσσάρων     ετών.
 Καθημερινά     ο   αγιότατος  πατήρ   βίωνε  την παραβολή  του    Κυρίου    περί των    δεσποτικών     ταλάντων    και    με    αγάπη   πολύ    ενεργώντας  ήθελε    κατά    τον    χρόνο     της     θείας   ευδοκίας   να   «συναίρη     λόγον»     με   το   λαό   του  για   πολλαπλασιασμό   των     καρπών     και     καλλικαρπία   του   αγώνος   και    των   εναρέτων   πράξεων.    Έθεσε    λοιπόν    σε     πλήρη    εφαρμογή    το    σχέδιό     του   προς    ανακαίνιση   και    αναμόρφωση  της    Εκκλησίας    της    επαρχίας   του,  την   οποία   όπως    λέγει   ο   βιογράφος του,   «είτε  εξ  αμελείας είτε εξ  απαιδευσίας  είτε  και δια  τα  δύο    ονόματα των   προκατόχων   του   ποιμένων   εξηχρειωμένην    ηύρε   την  Εκκλησίαν  όλην,   τουτέστι   την   επαρχίαν,  και  γεμάτη  από  αταξίαν  και  παρανομίας   σπουδήν     μεγάλην   και   επιμέλειαν    έβαλε…   να    την   ανακαινίση     και    εις    το      κρείττον    να      την    αναμορφώση».
Επιδοτήθηκε  σε  έναν  επίπονο    αγώνα   διδασκαλίας   του   θείου    λόγου   στις ψυχές   του  λαού     της   επαρχίας   του.   Με     τα   συχνά   κηρύγματά  του  σε  όλη  την   επαρχία   παρείχε την  πνευματική    αυτή    τροφή     πλούσια, αλλά  και  με  πολύ   ταπείνωση  και  ηθικότητα  βίου,    για    κάθε    ηλικία  και    τάξη    ανθρώπων.
Επιδιώκοντας  την  επιμόρφωση  των  υπηρετούντων    κληρικών    διένειμε σε   όλους   του   ιερείς,   Ιερές   Κατηχήσεις,   για   να   ενδιατρίψουν   βαθύτερα   τα θέματα   της    πίστεως    και    να    κατανοήσουν    το    βάθος   τους.
Τέλος, επεδίωκε με πολύ πόθο την ίδρυση  σχολείων  κοινών  και  ελληνικών   μαθημάτων   στην   επαρχία   του,  γιατί  γνώριζε    πολύ  καλά    την  σημασία  των σχολείων για  την    εθνική    και    εκκλησιαστική    αναγέννηση.
Μετά  την  αποτυχία  της  επαναστάσεως   στην    Πελοπόννησο,   το    έτος    1770,   αποφεύγοντας  ο   Άγιος  την  οργή  και  την  εκδίκηση   των   Τούρκων    και    των   Αλβανών, πέρασε  μαζί  με  την    οικογένειά    του    στη    Ζάκυνθο.
Από   τη   Ζάκυνθο   μετέβη   στα  Ομαλά της Κεφαλληνίας  για  να προσκυνήσει   το   τίμιο   λείψανο  του   συγγενούς  του    Αγίου   Γερασίμου.   Από  εκεί  δε,   μετά   παραμονή  μερικών μηνών, επέστρεψε στη    Ζάκυνθο,   όπου   παρέμεινε   για  τρία  περίπου   έτη.   Στην   συνέχεια  επισκέφθηκε   την   Ύδρα,   όπου  ως     φιλοξενούμενος    αποσύρθηκε    στη    μονή    της   Θεοτόκου.
Κατά  τον   χρόνο  της   παραμονής   του    στην    Ύδρα   συναντήθηκε  με  τον  Όσιο   Νικόδημο  τον   Αγιορείτη.   Πρέπει   ακόμη   να   σημειωθεί    ότι  κατά    τον  Ανδρέα   Μάμουκα   ο   κλεινός   Μακάριος  χειροτόνησε   αργότερα   ιερέα     τον   Άγιο   Αθανάσιο    τον   Πάριο.
Η  Πύλη,   επιθυμώντας  την  αποκατάσταση της τάξεως και  της    ηρεμίας, την επανάκαμψη   των   κατοίκων  στις   εστίες   τους   και   την   επαναφορά   του   κανονικού   ρυθμού   ζωής   στην   εξεγερθείσα   περιοχή, διέταξε  τον Πατριάρχη   Θεοδόσιο  Β    (1769 – 1773)    να    εκλέξει      νέους   Μητροπολίτες  στις    επαρχίες    της   Πελοποννήσου.
Ο    Πατριάρχης   προέβη  στην    πλήρωση    των    κενών    μητροπολιτικών  θέσεων   της   Πελοποννήσου   δια   χειροτονίας κληρικών της   Μεγάλης Εκκλησίας,   «απέστειλε δε  και άλλους δια βασιλικών   γραμμάτων   συνιστών εις περιποίησιν του υπολειφθέντος ευσεβούς λαού». Μητροπολίτης   Κορίνθου   χειροτονήθηκε   ο   Γαβριήλ,   μέχρι   τότε   πρωτοσύγκελος   της   Μητροπόλεως    Νικαίας,    τον    Απρίλιο    του    1771.
Στην  απαντητική  επιστολή  προς    τον  Πατριάρχη    Σωφρόνιο    Β’   (1174 – 1780)   με   ημερομηνία  6  Μαΐου  1771,    προφανώς    από    τη    Χίο,  ο  Άγιος  Μακάριος  με   βαθύτατο    σεβασμό   δηλώνει    ότι    αδυνατεί    να  υποβάλει   την   παραίτηση   που   του   ζητήθηκε,   διότι   τον   εμποδίζουν   οι    Ιεροί   Κανόνες, αφού κατ’   αυτούς   θα    «συναποβάλη»   και   την    αρχιερωσύνη.    Αναφέρεται  και  σε  άλλα  συναφή   ζητήματα  και  τέλος  ζητά    από    την   Μητέρα  Εκκλησία    να   του   παράσχει   την   συγγνώμη   της   και   να   τον   αφήσει   ήσυχο.   Διαβεβαιώνει   ότι   δεν  πρόκειται ποτέ  να  την  ενοχλήσει  ή  να  ζητήσει  κάτι    από  αυτήν,  αλλά  ζητά  μόνο    τις   ευχές    και    τις      ευλογίες   της.
Μετά    την   οριστική   απώλεια   της   Μητροπόλεώς  του   διανοίγεται   για   τον πάνσεπτο    Ιεράρχη  ένα    ευρύτερο   στάδιο    χριστιανικής  προσφοράς  για  την   σωτηρία    των  πιστών.    Ως    φλογερός    απόστολος   του   Κυρίου   δεν περιόριζε πλέον   τη   δράση   του   μέσα   στα όρια   μιας    επισκοπικής   επαρχίας ή   μιας   περιοχής,   όπως   έπραττε   ως Μητροπολίτης   Κορίνθου.   Τώρα   πλέον επεκτείνει   τη   θεάρεστη   ποιμαντική   του     δραστηριότητα   σε   ευρύτερους   ορίζοντες.   Ξεχύνεται   λοιπόν  στα  νησιά  των  Κυκλάδων  και  του  ευρύτερου   Αιγαίου,  σε  πόλεις  της    Ηπειρωτικής  Ελλάδος  και  στο    Άγιον    Όρος  και    με   τον   λόγο και  το  ήθος του    διαπότιζε  τις    ψυχές    των  πιστών   κηρύσσοντας  τα   σωτηριώδη    διδάγματα    του    Ευαγγελίου.
Επισκέπτεται  την  Ύδρα  και  από    εκεί   τη    Χίο.    Από   τη  Χίο   αναχωρεί  για  το Άγιον  Όρος,  εκπληρώνοντας  την  διακαή  του  επιθυμία  να  επισκεφθεί  την   Αθωνική  πολιτεία  και  να  βιώσει  όσα   καλά   περί      αυτής   είχε   ακούσει    και   μελετήσει.
Όταν ο θείος Μακάριος  έφθασε  στο  Άγιον  Όρος  το  1777,  εγκαταστάθηκε   στο   κελλίο    «Άγιος    Αντώνιος»    του    συμπατριώτου    του  Γέροντος  Δαβίδ.    Εκεί   συναντήθηκε  και  πάλι  με  τον  Άγιο  Νικόδημο  τον  Αγιορείτη.  Εκείνο  τον καιρό η  Αθωνική  πολιτεία  σπαρασσόταν    από  έριδες  και   διαμάχες   σχετικά   με   τα   μνημόσυνα   και   τα   κόλλυβα.   Αιτία   της  έριδος  ήταν    η    ημέρα   τελέσεως   των  μνημοσύνων.   Οι   μεν   ακολουθώντας την   παράδοση  της  Εκκλησίας   υποστήριζαν   ότι  δεν   επιτρέπεται   η     τέλεση   μνημοσύνων   κατά    την  Κυριακή, οι  δε  δέχονταν το  αντίθετο.   Εξ   αυτής λοιπόν   της   διαφωνίας προέκυψαν   σφοδρές   έριδες   και   αντιθέσεις,   οι     οποίες   επεκτάθηκαν   και    σε  άλλα   θέματα   της   Εκκλησίας.   Η   επικρατούσα    εκεί   κατάσταση   απογοήτευσε   το   θείο     Ιεράρχη.
Λόγω των ταραχών και των εκτροπών που  σημειώθηκαν  εκεί,  φοβούμενος   για   την  ίδια   του  τη   ζωή,   επέστρεψε   στη    Χίο.   Και   μετά   από   σύντομη   παραμονή    εκεί,    αναχώρησε  για    την    Πάτμο.   Ο   Άγιος    κατά   την   παραμονή   του  στην   Πάτμο,  αποσκοπώντας   σε  μόνιμη   διαμονή   και  έχοντας  δελεασθεί   προφανώς  από    το  περιβάλλον,  ίδρυσε  το    Κάθισμα  των    Αγίων   Πάντων.
Μετά τη  διανομή  της  πατρικής περιουσίας  ο  ευκλεής  Ιεράρχης  επανήλθε  στη   Χίο   και   από   εκεί   μετέβη   στη   Σμύρνη   προς   συνάντηση   του   Ι. Μαυροκορδάτου,  αφού  είχε  ήδη  εφοδιασθεί  με  επιστολή    από     τους   Χίους   προύχοντες  προς  αυτόν.    Από    τη    Σμύρνη    ο  αγιότατος   πατήρ    επέστρεψε    στη   Χίο,      όπου    διήλθε  τα    τελευταία    10 – 12  έτη    της    ζωής   του,   πιθανώς    από    το   1793 – 1805.   Επέλεξε   ως   τόπο     κατοικίας   του   το     ναΐσκο   των   Αγίων   Αποστόλων    Πέτρου   και  Παύλου  στις    βόρειες – βορειοδυτικές   παρυφές  του   Βροντάδου,  στις  υπώρειες  του    Αίπους.   Εκεί  διέμεινε   επί   δώδεκα   περίπου   έτη,    μέχρι  τη    θεία    κοίμηση,    το    έτος   1805.
Στο   ασκητήριό   του   και  στο   ναό,   μακριά     από    τους   θορύβους   της   πόλεως, επιδόθηκε  με  ζήλο  στην  πολύμορφη,    πολύαθλη    και  επίπονη πνευματική   του  άθληση.    Κατά    τον   υποτακτικό   του   Ιάκωβο,   γράφει ο  βιογράφος   του,   συνήθιζε  να    τελεί    «τεσσαρακοστάς   μεγάλας  τον   χρόνον,   ήγουν   με   όλα   τα     συνακόλουθα,   με   όλη   την    ακρότατην    επίτασιν,   με  όλην   την    απαιτούμενην   ακρίβειαν  της   Μεγάλης  Τεσσαρακοστής».   Φλεγόμενος  από  θείο  έρωτα    με   τους    ατελεύτητους  και  εξαντλητικούς  αγώνες    του    ανερχόταν    συνεχώς    και   υψηλότερα   τη θεάρεστη   κλίμακα   των   θεοφιλών αρετών   και    αναδεικνυόταν   καθημερινά    θεοειδής.
Μέσα σε αυτή την εργώδη προσπάθεια, σε περίοδο πλήρους  εκδαπανήσεώς   του   χάριν   του   Κυρίου   και   υπέρ   της   σωτηρίας   των πιστών,   προσβλήθηκε    από   ημιπληγία   της   δεξιάς πλευράς.  Η ημιπληγία    ανάγκασε  τον  Άγιο  Μακάριο να  παραμείνει    στο    κρεβάτι  επί  οκτώ    μήνες  μέχρι  της   κοιμήσεώς    του.    Κατά   το   διάστημα   αυτό,   «οδυνώμενος   και   πάσχων   και   τον  στέφανον   εαυτώ    πλέκων    τον    δια    της    υπομονής  και    ευχαριστίας   προς    τον    φιλάνθρωπον  Δεσπότην  και   Κύριον»,   παρακαλούσε   τον   Θεό   να   δεχθεί   τις   «πηγές   των   δακρύων»   του.   Συχνά    έλεγε  ότι  εξαιτίας  των  αμαρτιών  του    τον   «παιδεύει»   ο    Θεός    και    ότι  παρά    ταύτα    αυτός δεν   μετανοεί:   «και πολλάκις τούτο έλεγε με ροάς δακρύων· δεν  μετανοώ».
 Η  είδηση     περί    της  ασθένειας  του  Αγίου  απλώθηκε   ταχύτατα     στη  Χιακή     κοινωνία,    βαθιά    δε   λύπη  και  αγωνία     κατακυρίευσε    τις  ψυχές  των  πιστών. Ιδιαίτερα   τότε   κατά  το   οκτάμηνο   διάστημα  της   κλινήρους   ζωής   του   οι   πιστοί,  άνδρες  και  γυναίκες  κάθε  τάξεως  και  ηλικίας,   φίλοι  και  γνωστοί    του   Αγίου,   ακόμη   οι   λιγότερο  συνδεδεμένοι   με   αυτόν   ή   και   μέχρι   τότε   αδιάφοροι,     έσπευδαν   στο   ασκητήριό  του   για   να  λάβουν    «τας    αγίας  του   ευχάς  και   ευλογίας».
Ο Άγιος εξομολογούνταν   συχνά και μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων     «πρώτον   ημέραν   παρ’   ημέραν,   ύστερον   προς   το   τέλος καθ’ εκάστην».
Ο  Άγιος   Μακάριος  κοιμήθηκε  οσίως  το  έτος  1805.   Το    τίμιο   σκήνωμά   του   ενταφιάσθηκε  στον  περίβολο  του  ναού  των  Αγίων  Αποστόλων  Πέτρου    και   Παύλου   στη   νότια   πλευρά   του.    
Η  Ανακομιδή  των    ιερών   λειψάνων    του    έγινε    το    έτος   1808.



Απολυτίκιον.   Ήχος   α’.   Της   ερήμου   πολίτης.
Τον  Κορίνθου  ποιμένα  τον    τω    όντι     Μακάριον,    τον   Θεού    προνοία    της    Χίου,   αναφανέντα   κοσμήτορα,  εν  πράξεσιν  ομού  και    διδαχαίς,   τιμώμέν   σε   εν   ύμνοις  και  ωδαίς·  θεραπεύεις    γαρ    νοσούντας,   και    απελαύνεις   ακάθαρτα   πνεύματα.   Δόξα   τω   σε    δοξάσαντι   Χριστώ,  δόξα  τω    σε  στεφανώσαντι, δόξα τω  τα  οστά    σου     πηγήν   θαυμάτων    αναδείξαντι.


Κοντάκιον.  Ήχος   γ’.   Η   Παρθένος   σήμερον.   
Ευφημεί   γεραίρουσα,   πόλις   η   Χίος   ενθέως,   τον   Κορίνθου   πρόεδρον, Μακάριον   θείοις   ύμνοις·  ούτος   γαρ,   εν   οσιότητι     βιοτεύσας,   γέγονε, Νεομαρτύρων  θείοις  αλείπτης·  μεθ’  ών πάντοτε πρεσβεύει,  ημίν  δοθήναι   πταισμάτων    άφεσιν.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις   Εκκλησίας   νέος   αστήρ, της  Ορθοδοξίας,  την  λαμπρότητα  βεβειών· χαίροις ο της Χίου, λαμπτήρ και αντιλήποτωρ, Μακάριε   θεόφρον,  Κορίνθου   πρόεδρε.

Saint Makarios the Archbishop of Corinth


Saint Makarios, by Michael Notaras, was the fifth son of Georganas and Anastasia and one of the nine children of this family. He was born in Trikala, Corinthia, in 1731. The biographer of Agios Athanasios Parios notes: "Corinth is the city of the Peloponnese, in the so-called Examilion. The city is ancient and well-known ... From it comes and this uncle was born and hated by this uncle Makarios ... Therefore, this uncircumcised (for the parents) is born in 1731 ".
The sponsor of the young Michael was the then Metropolitan and president of Corinth Parthenios, who named this Michael. Parthenios maintained family relations with Georganas. Thus, the young Michael developed into his godless and blessed family, with his wealth and great political power, and with the carelessness of his parents. Michael had something special compared to his other siblings. He radiated kindness and love to his fellow citizens, showed humility and innate modesty and was very much loved by the inhabitants of Trikala.
When the time was right, the sacred letters and Greek education were taught by the flourishing Kephalian teacher Eustathios. At the end of his studies, Michael, at the command of his father, was designated as a caretaker of some villages in the area to receive money, "but this poor man, not inclined to such futility, not only did not raise money but also the ones that had scattered and harm came to his father ". Neither the wealth, nor the axioms, nor the political power of his father exercised influence or attraction upon him; instead, he was reversed. Already "from the first beginnings of his youth," his inclination towards spiritual issues became clear, as he lived in humiliation, often going to church and engaging with devotion to sacred service, turning his peers' relatives and generally worldly futility.
He abandons it secretly, with the help of his mother, and goes solemnly to the Great Cave, to the largest and oldest and oldest monastery of the Peloponnese, in order to daily cleanse his soul and relieve it from the aliens and the dead contaminants of the pastoral biator. It was a glamorous and cheerful decision and effort to cut off from his previous life in Corinth and from all kinds of his work, to become a man of grace following his lonely life.
Unfortunately, however, it was impossible for virtuous Michael to make that decision. The warm requests were not heard by the fathers of the monastery, because his request did not have the consent of the Saint's father. Michael was then about twenty.
After his failure to encircle the Isaacal shape, virtuous Michael returned to his father's home. Initially, she was concerned with the study of the Bible, various patristic texts, saints' lives, and other psycho-book books. This study helped him to further strengthen his faith and to deepen himself into the spirit of Orthodoxy.
At that time, Eustathius died, and the school of Corinth was deprived of a teacher. Everyone turned to the young Michael and inwardly wished and sought to him, believing that he was capable of succeeding his teacher.
The virtuous Michael Notaras offered for six years his services as a teacher of the Corinthian School without salary, educating with his knowledge and high ethos, especially young students. Along with much patience he was looking for a suitable teacher for the School. The Lord, "the heart and kidney," had already chosen Michael as a vessel of divine grace and had already appointed him for a higher and lesser work. Divine favor, the young and virtuous Michael becomes the priest of Corinth in an impressive manner.
Divine favor is manifested in all its grandeur. In 1764, the elder Metropolitan of Parthenon of Corinth, who had received Michael from the sanctuary and the throne was buried in the Lord, slept in the Lord. This goddess opportunity opened up for the virtuous and pious Michael Michael the blessed avenue for the wide and painful stage of the auspiciousness of soul diversification and varied offerings.
After the collapse of the Parthenion of the Parthenon, the Orthodox people of the province of Corinth, clergy and lay people, priests, monks and the rest of the Corinthian Bishops, with a voice and opinion, as if they were moved by divine instigation and commandment, considered the young Michael Notaras to be worthy to elect a Metropolitan of their province and to assume the pastoral responsibility of the faithful in this region. The Patriarch, having before him the Catholic request of the clergy and people of the province of Corinth, accepted the proposal. The layman, still Michail Notaras, received consecutively all the degrees of the priesthood, named Makarios, and in January 1765 he was ordained Metropolitan of Corinth at the age of thirty-four.
 Every day the holy father lives the parable of the Lord about the despotic talents and lovingly lovingly wanted, at the time of the divine favor, to "share the word" with his people for the multiplication of the fruits and the fruitfulness of the struggle and actions. He therefore put into full use his plan for the renovation and reformation of the Church of his province, which, as his biographer says, "either by negligence or by necessity, or by the two names of the predecessors of the shepherds who were exiled to the Church all, the province, and full of disorderly and illegitimate study of great and diligent, he put ... to renovate it and to the crown to reformate it. "
He was subsidized in a painstaking struggle to teach the Divine Speech to the souls of his people in his province. With his frequent sermons throughout the province, he provided this spiritual food with rich but also humble humility and morality for every age and class of people.
By pursuing the training of the serving clergy, we distributed to all priests, Sacred Cults, to deepen the matters of faith and to understand their depth.
Finally, he was keenly seeking the establishment of schools of common and Greek courses in his province, for he was well aware of the importance of schools for national and ecclesiastic rebirth.
After the failure of the revolution in the Peloponnese, in 1770, avoiding the anger and revenge of the Turks and Albanians, he passed away with his family in Zakynthos.
From Zakynthos he traveled to Omalas in Kefallinia to worship the honorable relic of Saint Gerasimos's relative. From there, after spending a few months, he returned to Zakynthos, where he remained for about three years. He then visited Hydra, where as a guest he retired to the Virgin Mary's Monastery.
At the time of his stay in Hydra, he met Agios Nikodimos the Athonite. It should also be noted that according to Andreas Mamoukas the klenos Makarios ordained later priest St. Athanasios of Pario.
The Gate, wishing to restore order and tranquility, to restore the inhabitants to their homes and to restore normal life to the revolted region, ordered Patriarch Theodosius II (1769-1773) to elect new Metropolitans in the provinces of the Peloponnese.
The Patriarch filled the vacant metropolitan places of the Peloponnese by ordaining the clergy of the Great Church, "sending other royal letters to the care of the wretched people." Metropolitan of Corinth was ordained Gabriel, until then the patron of the Metropolis of Nicaea, in April 1771.
n his reply to Patriarch Sofronios II (1174-1780) dated May 6, 1771, apparently from Chios, Saint Makarios, with deep respect, declares that he is unable to submit his resignation because he is being prevented by the Sacred Canons, against them will "co-issue" and primacy. It also refers to other related issues and finally asks the Mother Church to offer her apology and leave him quiet. She assures she will never be annoyed or asked for anything from her, but only asks her wishes and blessings.
After the definitive loss of his Metropolis, a wider stage of Christian offering for the salvation of the faithful is opened for the hierarchy of the ministry. As a fiery apostle of the Lord, he no longer restricted his activity within the limits of an episcopal province or region, as you did as the Metropolitan of Corinth. Now he is expanding his passionate pastoral activity to wider horizons. It is then poured on the islands of the Cyclades and the wider Aegean Sea, in the cities of Mainland Greece and Mount Athos, and by its word and moral character it sapped the souls of the faithful by preaching the salvific teachings of the Gospel.
He visits Hydra and from there Chios. From Chios he departs for Mount Athos, fulfilling his worthy desire to visit the Athonite state and to experience how well he has listened to and studied it.
When Uncle Makarios arrived at Mount Athos in 1777, he settled in the "Agios Antonios" cell of his elderly compatriot Elder David. There again he met Agios Nikodimos the Athonite. At that time, the Athonite state was shattered by quarrels and controversies over memorials and coalitions. The cause of the dispute was the day of commemoration of the memoirs. While following the tradition of the Church, they maintained that Sunday's memorials were not allowed, and they did not accept the opposite. Hence disagreements arose out of intense quarrels and contradictions, which were extended to other issues of the Church. The situation prevailing there disappointed the divine Hierarch.
Due to the riots and diversions that occurred there, fearing for his own life, he returned to Chios. And after a short stay there, he departed for Patmos. The Saint during his stay in Patmos, aiming for a permanent residence and being enticed by the environment, founded the Seat of the Saints All.
After the distribution of his fatherly property the elder hierarch returned to Chios and from there went to Smyrna for the meeting of I. Mavrokordatos, having already been provided with a letter from the Chians coming to him. From Smyrna, the holy father returned to Chios, where he passed the last 10 to 12 years of his life, probably from 1793 to 1805. He chose the place of residence of the St. Apostle Peter and Paul Temple in the northern - northwest slopes of Vrontados, at the foot of Aippus. There he lived for about twelve years until the divine demise in 1805.
In his arena and the temple, far from the noise of the city, he was zealously served in his multiform, plump and arduous spiritual sport. According to his subordinate Iakov, his biographer wrote, he used to be "forty-five years old, with all the concomitant consequences, with all the extreme appeal, with all the requisite precision of the Great Lent." Burning with divine love, with his endless and exhausting struggles, the everlasting scale of the theophilic virtues rose steadily and higher and was revealed daily the theoid.
Through this laborious effort, in a period of complete plunder for the sake of the Lord and for the salvation of the faithful, he suffered from hemipleggy on the right side. Hemiplegia forced St. Makarios to stay in bed for eight months until his sleep. During this time, "cruel and suffering, and the crowning self knit him by patience and thanksgiving to the blessed Despot and Lord", he asked God to accept his "sources of tears". He often said that because of his sins he was "tempted" by God, and that he did not repent, though, "and he often said with tears, I do not repent."
 The news of the sickness of the saint quickly spread to the Xia society, deeply regretting and agonizing the souls of the faithful. Especially during the eight-month period of his life, the faithful, men and women of every rank and age, friends and acquaintances of the saint, even the less affiliated or uninterested, rushed to his attic to receive "his saints worship and blessing ".
The saint often confessed and moved the Achranth of Mysteries "first day, day after day, to the end for each".
Agios Makarios slept asleep in 1805. His honest relic was buried in the enclosure of the temple of the Holy Apostles Peter and Paul on the south side of it.
The collection of his relics took place in 1808.


Apolyticus. Sound a '. Desert citizen.
In Corinth, the shepherd of God is the providence of Chios, a deity who is a deacon and a teacher, honored in hymns and dows; you heal for sickness, and you are deporting unclean spirits. I glorify you in glory Christ, glory in crowning, glory in your bones of miracles manifested.

Kontakion. Sound c '. The Virgin today.
It is adorned, in the name of Chios, in the presence of the Corinthian president, the blessed goddess; this glory, in the name of a beleaguered man, is made, a mourner of the unclean man, and he always persuades himself, he is forgiven.

Majesty.
Heavenly Church new star, Orthodoxy, brilliance of strife; cheerful of Chios, lamp and anti-absorber, Bhakti Theodron, Corinthian president.

Δεν υπάρχουν σχόλια: