Εξ.
2,10 αδρυνθέντος δε
του παιδίου, εισήγαγεν
αυτό προς την θυγατέρα Φαραώ , και
εγενήθη αυτή εις
ιιόν· επωνόμασε δε
το όνομα αυτού
Μωυσήν λέγουσα· εκ
του ύδατος αυτόν
ανειλόμην.
Εξ.
2,10 Όταν το
παιδί μεγάλωσε, το ωδήγησε
η μητέρα τοτυ
προς την θυγατέρα
του Φαραώ. Εκείνη
δε το επήρε ως υιό της, το υιοθέτησε και το ωνόμασε Μωυσή, λέγουσα ότι “του
δίνω αυτό το
όνομα, διότι το
έβγαλα από το
νερό· είναι υδατόσωστος”.
Εξ.
2,11 Εγένετο δε
εν ταις ημέραις
ταις πολλαίς εκείναις
μέγας γενόμενος Μωυσής, εξήλθε
προς τους αδελφούς αυτού τους
υιούς Ισραήλ. Κατανοήσας
δε τον πόνον αυτών
ορά άνθρωπον Αιγύπτιον τύπτοντά
τινα Εβραίον των εαυτού
αδελφών των υιών
Ισραήλ·
Εξ.
2,11 Μετά πάροδον
όμως αρκετού χρόνου,
όταν ο Μωϋσής
έγινε μέγας δια
την σοφία και
την δύναμι, εξήλθε από
τα ανάκτορα και
επεσκέφθη τους ομοεθνείς του, τους Ισραηλίτας. Ενώ παρακολουθούσε
και έβλεπε την
ταλαιπωρία και τη θλίψι
των, είδεν ένα Αιγύπτιο να
κτυπά Εβραίο, ένα από
τους αδελφούς του, τους
Ισραηλίτας.
Εξ.
2,12 περιβλεψάμενος δε
ώδε και ώδε
ουχ ορά ουδένα
και πατάξας τον Αιγύπτιον,
έκρυψεν αυτόν εν τη άμμω.
Εξ.
2,12 Ο Μωϋσής,
κύτταξε ολόγυρά του
από εδώ και
από εκεί, δεν είδε κανένα και κτυπήσας θανασίμως τον Αιγύπτιον τον
εφόνευσε, και έκρυψε το πτώμα του
στην άμμον.
Εξ.
2,13 εξελθών δε
τη ημέρα τη
δευτέρᾳ ορά δύο
άνδρας Εβραίους
διαπληκτιζομένους και λέγει
τω αδικούντι· δια
τί συ τύπτεις τον
πλησίον;
Εξ.
2,13 Την άλλην
ημέραν εξήλθε πάλιν
ο Μωϋσής, είδε
δύο Εβραίους να διαπληκτίζωνται και λέγει στον αδικούντα· “διατί συ
κτυπάς τον πλησίον
σου;”
Εξ.
2,14 ο δε
είπε· τις σε
κατέστησεν άρχοντα και
δικαστήν εφ᾿ ημών; μη
ανελείν με συ
θέλεις, όν τρόπον
ανείλες χθες τον Αιγύπτιον; εφοβήθη
δε Μωυσής, και είπεν·
ει ούτως εμφανές γέγονε το
ῥήμα τούτο;
Εξ.
2,14 Εκείνος
του απήντησε με αναίδειαν· “ποίος σε
διώρισεν άρχοντα και δικαστήν σ’ ημάς; Μηπως θέλεις να φονεύσης και εμέ,
όπως χθες εφόνευσες τον Αιγύπτιον;”
Εφοβήθη ο Μωϋσής
από τους λόγους αυτούς και
είπε· “λοιπόν, έγινε τόσον γνωστή
η χθεσινή μου
πράξις;”
Εξ.
2,15 ήκουσε
δε Φαραώ το ῥήμα τούτο και εζήτει
ανελείν Μωυσήν· ανεχώρησε δε
Μωυσής από προσώπου Φαραώ και ώκησεν εν
γη Μαδιάμ, ελθών δε εις γην Μαδιὰμ εκάθισεν
επί του φρέατος.
Εξ.
2,15 Πράγματι δε ο Φαραώ
είχε πληροφορηθεί την
πράξι αυτήν και εζήτει να θανατώση τον
Μωϋσέα. Ο Μωϋσής τότε
ανεχώρησε μακράν από
τον Φαραώ, ήλθε
στην γην Μαδιάμ, όπου και εγκατεστάθη. Όταν όμως έφθασε
στην χώρα Μαδιάμ,
κάθησεν σε ένα
φρέαρ.
Εξ.
2,16 τω δε
ιερεί Μαδιάμ ήσαν
επτά θυγατέρες ποιμαίνουσαι
τα πρόβατα του πατρὸς
αυτών Ιοθόρ· παραγενόμεναι δε ήντλουν
έως έπλησαν τις
δεξαμενές ποτίσαι τα
πρόβατα του πατρὸς
αυτών Ιοθόρ.
Συνεχίζεται….
Ex. 2,10 And he brought this to Pharaoh daughter, and it came to an
ephah; and he called his name Moses, saying, Out of that water, by raven.
Ex. 2:10 When the child grew up, Mother led her to the daughter of
Pharaoh. She took it as her son, adopted it and called it Moses, saying that
"I give this name because I took it out of the water; it is water."
Moses
resorts to Madiam
Ex. 2,11 And it came to pass in those days that many of them that were
greatly begotten of Moses went out to his brethren the children of Israel. And
ye understood the pain of these men of Egypt, that compasseth the Jew of the
sons of the sons of Israel;
Ex. 2,11 But after some time, when Moses became a great man for wisdom
and power, he came out of the palaces and visited his homeland, the Israelites.
While watching and seeing their discomfort and sadness, he saw an Egyptian
beating Jew, one of his brothers, the Israelites.
Ex. 2,12 And seeing it not, and thou didst not, and thrust down Egypt, he
hid him in the glory.
Ex. 2,12 Mosiah, he gathereth round about and from there, saw none, and
smote the Egyptian, and slew his body in the sand.
Ex. 2,13 And the second day the second man of the Hebrews quarrels, and
speaketh the wicked: what then hast thou sympathized with the neighbor?
Ex. 2,13 On the other day, Moses went out again, saw two Jews quarreling
and saying to the injured, "Why do you conceive your neighbor?"
Ex. 2,14 And he said not, He made thee ruler and judge to us? do you not
come to terms with what you did in Egypt yesterday? Moses was afraid, and he
said so, did this thing come out?
Ex. 2,14 He answered him with a rebellion, "Who hath ordained thee a
lord and a judge unto us? Do you want to kill me, as yesterday you took Egypt?
"Moses was afraid of these reasons and said," So, did my yesterday's
act so well known? "
Ex. 2,15 15 And Pharaoh heard this saying, and inquired of Moses, and
Moses went out from Pharaoh, and went into the land of Midian, and went to the
land of Madiam in the land.
Ex. 2:15 And Pharaoh knew this thing, and sought to kill Moses. Moses
then departed far from Pharaoh, came to the land of Madiam, where he settled
down. But when he arrived in the country Madiam, he sat in a well.
Ex. 2,16 And the priests of Midian were seven daughters of the sheep of
their father Jethro; and they were ready to eat the tanks and the sheep of
their father Jethro.
To be continued….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου