Ο Όσιος
Ιωσήφ γεννήθηκε στη Σικελία,
το έτος 816 μ.Χ., από
ενάρετους και ευσεβείς γονείς,
τον
Πλουτίνο και την Αγάθη. Τα
περί της ζωής και της δράσεώς
του τα γνωρίζουμε από τον
βίο που
συνέταξε ο μαθητής και διάδοχός του στη μονή του, Θεοφάνης, συμπληρωματικὰ δε
από τα εγκώμια που του αφιέρωσαν
ο Ιωάννης Διάκονος
και ο Θεόδωρος
Πεδιάσιμος.
Ο Όσιος αναγκάσθηκε να φύγει από την γενέτειρά του οικογενειακώς, λόγω της εντάσεως
των Αραβικών επιδρομών που έπειτα από
λίγο καιρό επρόκειτο να καταλήξουν στην κατάληψη
της νήσου και να μεταναστεύσει στην
Πελοπόννησο. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αποχωρίσθηκε τους γονείς του και μετέβη
στην Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην περίφημη μονή Λατόμου, όπου επιδόθηκε
στη μοναχική άσκηση υπό την καθοδήγηση
του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου († 20 Νοεμβρίου), ασκώντας το έργο
του
οξυγράφου.
Μετά από εννέα
χρόνια παραμονής στην Θεσσαλονίκη, το έτος
840 μ.Χ., μετέβη στην Κωνσταντινούπολη
μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο και εγκαταστάθηκε στη
μονή του Αγίου Ιερομάρτυρα Αντίπα. Δεν παρέμεινε όμως για
πολύ εκεί απερίσπαστος, διότι το επόμενο
έτος απεστάλη από τους Ορθοδόξους της
Βασιλεύουσας στη Ρώμη για διαβουλεύσεις
επί του θέματος του
διωγμού από τους εικονομάχους. Δεν κατόρθωσε
να φέρει εις πέρας
την
αποστολή, διότι το
πλοίο του έπεσε στα χέρια Αράβων πειρατών και αυτός οδηγήθηκε
αιχμάλωτος στην αραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, από όπου
ελευθερώθηκε με τις φροντίδες φιλάνθρωπων πιστών
και με θαύμα του Αγίου Νικολάου.
Κατά το
βραχύ χρόνο αυτής της περιπέτειάς του συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα. Το ένα,
που σχετιζόταν ιδιαίτερα
με αυτόν, ήταν ο θάνατος του
πνευματικού του οδηγού Αγίου
Γρηγορίου του Δεκαπολίτου και
το άλλο, που
αφορούσε την Εκκλησία
ολόκληρη, ήταν η αναστήλωση των ιερών εικόνων.
Όταν
δια
της Θεσσαλονίκης επανήλθε
πάλι στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 843
μ.Χ., έζησε επί δύο
χρόνια ως έγκλειστος
στη μονή
του Αγίου Αντίπα.
Έπειτα έζησε στα κτήρια του
ναού του ιερού Χρυσοστόμου
επί πενταετία,
έως ότου
ίδρυσε δική του μονή, το έτος 850 μ.Χ., αφιερωμένη στον Απόστολο Βαρθολομαίο. Εκεί απέθεσε και
τα ιερά λείψανα του Αποστόλου που είχε φέρει από την Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης και τα σκηνώματα του
πνευματικού του οδηγού
Αγίου Γρηγορίου και του συνασκητού του Ιωάννου.
Ο Όσιος Ιωσήφ παρακαλούσε
με δάκρυα και στεναγμούς τον Απόστολο
Βαρθολομαίο να τον βοηθήσει στην σύνθεση ύμνων. Και, πράγματι,
πέτυχε εκείνο που ποθούσε η ψυχή του.
Είδε σε οπτασία έναν άνδρα με εμφάνιση Αποστόλου, που
προκαλούσε το δέος και
ο οποίος πήρε
από την Αγία Τράπεζα
το ιερό Ευαγγέλιο, του το έβαλε
πάνω στο στήθος και
τον ευλόγησε. Τούτο
υπήρξε και η απαρχή
του θείου χαρίσματος
που ο Όσιος επιθυμούσε.
Μετά
την έκπτωση του Πατριάρχου Ιγνατίου
και την άνοδο του
ιερού Φωτίου,
το έτος 858
μ.Χ., ο Όσιος Ιωσήφ εξορίστηκε από
τον Βάρδα στην Κριμαία,
προφανώς ως οπαδός
του πρώτου και
ίσως ως λατινόφιλος κατά κάποιο τρόπο, αφού
προ ετών είχε
σταλεί για να ζητήσει την βοήθεια της Ρώμης. Δεν έμεινε όμως στην εξορία για πολύ
καιρό,
καθώς, όπως αποδείχθηκε
και από
την μετέπειτα
στάση του, ο ιερός Φώτιος τον εκτιμούσε
ιδιαίτερα.
Όταν το
έτος 867 μ.Χ.
ο Πατριάρχης Ιγνάτιος
ανέβηκε για δεύτερη
φορά στο θρόνο, ο Όσιος Ιωσήφ έγινε
σκευοφύλαξ της Αγίας Σοφίας
και διατήρησε αυτήν
την θέση κατά
την διάρκεια
της Δευτέρας πατριαρχίας του Αγίου Φωτίου.
Κοιμήθηκε με
ειρήνη το έτος 886 μ.Χ.
Ο
κύριος όγκος τοῦ υμνογραφικού έργου του Οσίου συνίσταται
σε Κανόνες, που αφθονούν
στα έντυπα βιβλία και τα
χειρόγραφα.
Η συμβολή του Οσίου
Ιωσήφ στην υμνογραφική ολοκλήρωση της Οκτωήχου είναι καθοριστική,
δεδομένο ότι κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας, πλην της Κυριακής
της οποίας τους
Κανόνες είχαν συντάξει
ο Κοσμάς ο Μελῳδός
και ο Ιωάννης
ο Δαμασκηνός.
Στα
Μηναία ο Όσιος Ιωσήφ είναι ο πλουσιότερα
εκπροσωπούμενος υμνογράφος,
αφού διατηρούνται σε αυτά 165 Κανόνες του με
ομοιόμορφη δομή, που εξυμνούν Αγίους δευτέρας συνήθως εορταστικής
τάξεως, δεδομένου
ότι οι εξέχουσες
εορτές είχαν ήδη καλυφθεί υμνογραφικά.
Ιδιαίτερα βέβαια συγκινεί ο Κανών στον Ακάθιστο Ύμνο, στον οποίο ακολουθεί Ειρμούς του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και υμνεί την Θεοτόκο με ατελείωτη σειρά επιθέτων και εικόνων, ως άφλεκτη βάτο, νεφέλη ολόφωτη, ρόδο αμάραντο, μήλο εύοσμο, περιστερά και τα παρόμοια.
Ιδιαίτερα βέβαια συγκινεί ο Κανών στον Ακάθιστο Ύμνο, στον οποίο ακολουθεί Ειρμούς του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και υμνεί την Θεοτόκο με ατελείωτη σειρά επιθέτων και εικόνων, ως άφλεκτη βάτο, νεφέλη ολόφωτη, ρόδο αμάραντο, μήλο εύοσμο, περιστερά και τα παρόμοια.
Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Το δωδεκάχορδον, του Λόγου όργανον, την παναρμόνιον, λύραν της χάριτος, τον Υμνογράφον Ιωσήφ, τιμήσωμεν επαξίως· ούτος γαρ ανύμνησε, μελιχροίς μελῳδήμασι, Πνεύματι κινούμενος, των Αγίων παν σύστημα. Μεθ’ ών και ικετεύει απαύστως, δούναι ημίν πταισμάτων λύσιν.
Το δωδεκάχορδον, του Λόγου όργανον, την παναρμόνιον, λύραν της χάριτος, τον Υμνογράφον Ιωσήφ, τιμήσωμεν επαξίως· ούτος γαρ ανύμνησε, μελιχροίς μελῳδήμασι, Πνεύματι κινούμενος, των Αγίων παν σύστημα. Μεθ’ ών και ικετεύει απαύστως, δούναι ημίν πταισμάτων λύσιν.
Κοντάκιον.
Ήχος
γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Η θεόπνους γλώσσά σου, δαβιτικώς ανεδείχθη, οξυγράφου κάλαμος, τη θεϊκή επιπνοία, άθλους μεν, τους των Αγίων υμνολογούσα, χάριν δε, την εξ αγώνων καλλιγραφούσα, Ιωσήφ τοις εκβοώσι· χαίροις κιθάρα υπερκοσμίων ωδών.
Η θεόπνους γλώσσά σου, δαβιτικώς ανεδείχθη, οξυγράφου κάλαμος, τη θεϊκή επιπνοία, άθλους μεν, τους των Αγίων υμνολογούσα, χάριν δε, την εξ αγώνων καλλιγραφούσα, Ιωσήφ τοις εκβοώσι· χαίροις κιθάρα υπερκοσμίων ωδών.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Εκκλησίας θείος αυλός, η δύφωνος σάλπιγξ, καλλικέλαδος αηδών· χαίροις των Αγίων, ο ένθους υμνήπολος, ω Ιωσήφ τρισμάκαρ, στόμα θεόληπτον.
Χαίροις Εκκλησίας θείος αυλός, η δύφωνος σάλπιγξ, καλλικέλαδος αηδών· χαίροις των Αγίων, ο ένθους υμνήπολος, ω Ιωσήφ τρισμάκαρ, στόμα θεόληπτον.
The Holy Joseph the
Hymnographer
Joseph Joseph was born in
Sicily in the year 816 AD, by virtuous and devout parents, Pulto and Agathi. We
know of his life and action from the life that the pupil and his successor drew
in his monastery, Theophanis, complementary to the praises that John Deacon and
Theodoros Pediasmos dedicated to him.
The Saint was forced to
leave his native family because of the intensification of the Arab raids that
would soon end up in the occupation of the island and migrate to the
Peloponnese. At the age of fifteen he separated his parents and went to
Thessaloniki and specifically to the famous Litomou Monastery, where he
performed the solitary exercise under the guidance of Saint Gregory of the
Decapoliton († 20 November), performing the work of an oxygraph.
After nine years in
Thessaloniki, in the year 840 AD, he moved to Constantinople along with Saint
Gregory and settled in the monastery of St. Jerome Martyr Antipa. However, he
did not remain for a long time, because the following year he was sent by the
Orthodox Church of Rome to Rome for consultations on the issue of persecution
by iconoclasts. He failed to carry out the mission because his ship fell into
the hands of Arab pirates and he was taken captive to the Arab-occupied Crete,
from where he was liberated by the care of philanthropic believers and by the
miracle of St. Nicholas.
In the short time of this
adventure, two important events occurred. The one, particularly related to it,
was the death of the spiritual guide of St. Gregory of Decapolis, and the
other, which concerned the whole Church, was the restoration of sacred images.
When, after Thessaloniki,
he returned to Constantinople again in 843 AD, he lived for two years in the
monastery of Saint Antipa. He then lived in the buildings of the temple of the
Chrysostom temple for five years until he founded his own monastery in 850 AD,
dedicated to Apostle Bartholomew. There he deposited the holy relics of the
Apostle that he had brought from Thessalonica, as well as the stories of the
spiritual guide of St. Gregory and his co-worker John. Saint Joseph pleaded
with tears and sighs to Apostle Bartholomew to help him in the synthesis of
hymns. And, indeed, he succeeded in what his soul desired. He saw a man with Apostle's
appearance, who aroused the awe, and who took the Holy Gospel from the Holy
Blood, put it on his chest and blessed him. This was also the beginning of the
divine grace the Savior desired.
After the demise of
Patriarch Ignatius and the rise of Sanctuary Photius, in 858 AD, Saint Joseph
was exiled from Barda to the Crimea, apparently as a supporter of the first and
perhaps as a Latinophile in some way, after years of being sent for to seek the
help of Rome. However, he did not remain in exile for a long time, as, as
proved by his subsequent attitude, the Photius was highly valued.
When the year 867 AD the
Patriarch Ignatius ascended for the second time to the throne, Saint Joseph
became the patron saint of Hagia Sophia and maintained this position during the
Holy Patriarchy of Saint Photius. He slept in peace in
the year 886 AD.
The bulk of the hymnic
work of Hosios consists of Canons, abounding in printed books and manuscripts.
Joseph's contribution to the Otimach's hymnographic completion is decisive,
since it covered most of the week, except on Sunday, whose writings were
written by Kosmas Meldos and John Damascene.
In the Minnah, Joseph
Joseph is the richest hymnographer, as he preserves in his 165 Rules of uniform
structure, which glorify saints second usually of festive order, since the
preeminent feasts were already covered in hymnography.
In particular, Kanos moves
on to the Calm Hymn, followed by the Emotions of St. John of Damascus and
praises the Virgin with an endless series of epithets and icons, as a
non-incendiary bloom, bloomless nebula, amaranth rose, jelly apple, dove, and
the like.
Apolyticus. Sound c '. The
beauty.
The twelve-chord, the
instrument of speech, the accordion, the lyre of grace, the Hymnographer
Joseph, we honor graciously; he hath rebuked, honey-hearted, Spirit-driven,
saints. Behold, begging and begging, they are half naked solutions.
Kontakion. Sound c '. The
Virgin today.
Your divine tongue has
been dowtled to you, a scribble of the saint, the divine excitement, the feats
of the saints, and, for the sake of it, the exaltation of Jesus Christ in the
exuberance of a joyous guitar of supernatural consonants.
Majesty.
Heavenly Church, unclean
trumpet, trumpeter of eunuchs; rejoice of the saints, the supernatural habit,
as Joseph the Trismakar, the divine mouth.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου