19/4/19

Ο Άγιος Παφνούτιος ο Ιερομάρτυρας ο Ιεροσολυμήτης και οι συν αυτώ πεντακόσιοι τεσσαράκοντα έξι Μάρτυρες


Ο Άγιος Ιερομάρτυς Παφνούτιος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος   Διοκλητιανού   (284 – 305   μ.Χ.).     Πέρασε    κατ’    εξοχήν στην   Αίγυπτο     την    ευεργετική    και   πολύαθλη    ζωή    του.    Όταν   ξεκίνησε  ο    διωγμός   κατά   των   Χριστιανών, ο   έπαρχος   Αρριανός  γνωρίζωντας    από   τις   διαδόσεις   για   την   επιρροή   του  Παφνουτίου    επάνω  στους    χριστιανικούς   πληθυσμούς   σκεπτόταν   πως   μπορούσε   να   τον συλλάβει.   Ο   Παφνούτιος   συνήθιζε να περνά  την   ζωή   του   σε   ερημικούς τόπους  και  κάποια  ημέρα,  κατά  την    ώρα   της   νυχτερινής   προσευχής του,   Άγγελος   Κυρίου   του   φανέρωσε   ότι   κηρύχθηκε   ο   διωγμός   κατά   των Χριστιανών   και   ότι   τον   καταζητεί    ο   έπαρχος.   Κλήθηκε   μόνος   του    να   προσέλθει    ενώπιον    των    διωκτών,    επειδή   ο   Θεός   τον   επέλεξε   ως όργανο   για   να   ντροπιάσει   τον   Αρριανό   και    τα   είδωλα.
Ο  Παφνούτιος    υπάκουσε και   κατευθύνθηκε προς τις  όχθες   του    Νείλου. Μόλις  έφθασε,  είδε  τον  Αρριανό  να  αποβιβάζεται  από  πολυτελές  πλοίο    με   συνοδεία   αρχόντων   και   στρατιωτών.   Κανείς   από   αυτούς   δεν γνώριζε   προσωπικά   τον   Άγιο   Παφνούτιο.  Αυτός  όμως    αναγνώρισε    τον έπαρχο,  ο οποίος  έκπληκτος  είδε    τον   σεβάσμιο  γέροντα  να  προχωρεί  προς    αυτόν.
- Με   ζητάς,    του    είπε    και    δεν   θέλησα    να   σε   υποβάλλω   σε   κόπο.   Είμαι    ο Παφνούτιος.
Ο Αρριανός τινάχθηκε. Το όνομα του Παφνουτίου και η αιφνίδια αφθόρμητη  εμφάνιση  και   παράδοσή του  έφεραν  στον  έπαρχο    σκοτισμό και σύγχυση. Συνήλθε όμως γρήγορα και μεταχειρίσθηκε γλώσσα  απρεπή   και   σκληρή   προς   τον   Άγιο.   Τον   έβρισε,   γιατί   ακολουθούσε   τον Χριστό  και    διέγειρε    τα   πλήθη   στην  πίστη  προς  Αυτόν.  Την  ίδια    στιγμή  απείλησε τον Άγιο  ότι θα  τον  τιμωρήσει  αδυσώπητα,  άν  δεν προσκυνήσει  τα    είδωλα.    Ο   Παφνούτιος    απολογήθηκε   σύντομα   για   την  πίστη  του  και  δήλωσε  ότι  δεν υπάρχει  γι’ αυτόν  ανώτερη    ευχαρίστηση  από   το   να   βασανισθεί και  να  χύσει το  αίμα  του  υπέρ  του  Λυτρωτού  του.
Με διαταγή του επάρχου οι δήμιοι υπέβαλαν τον Παφνούτιο σε βασανιστήρια. Του  κατέξυσαν  τις   σάρκες   τόσο  πολύ,   ώστε  τα   αίματα   που  έρρεαν   πότισαν   το   έδαφος.   Και    ήταν   τόσο   βαθιές   οι   πληγές  που   είχαν ανοίξει,   ώστε   φαίνονταν   τα   εντόσθια   του   Μάρτυρος. Τότε ο Άγιος Παφνούτιος   απηύθυνε προσευχή  προς  τον  Ιησού  Χριστό  και  Τον  ικέτευσε   να   μην   τον   αφήσει   να   πεθάνει,   αν   ήθελε   και άν τον έκρινε χρήσιμο  για   περισσότερους   αγώνες   στη   φοβερή   εκείνη   εποχή,    κατά    την  οποία  οι  ψυχές   είχαν    τόση    ανάγκη    για    παρηγοριά    και    ενίσχυση.
Η  δέησή  του  εισακούσθηκε.  Χάρη της  δόξας  του  Θεού  και  του  φωτισμού πολλών σκοτισμένων από την  πλάνη,  η  Θεία  Χάρη    επιτέλεσε  εκπληκτικά   πράγματα.   Οι  πληγές  του  Αγίου   Παφνουτίου  έκλεισαν  εκείνη  τη   στιγμή.    Οι  δύο   στρατιώτες   που   τον   κατέξυσαν,   όταν   είδαν   το θαύμα  έπεσαν    στα   πόδια   του    Αγίου    και    ομολόγησαν    και    οι    ίδιοι    τον Χριστό.   Ούτε   περιορίσθηκαν  μέχρι  εκεί.   Αφού   έσπευσαν   προς   τον  Αρριανό,    απέρριψαν    τις    στρατιωτικές   τους   ζώνες  και  δήλωσαν  ότι  έγιναν  και    οι    ίδιοι   Χριστιανοί.   Ο   Αρριανός   αισθάνθηκε  έκπληξη καὶοργή.  Όταν  όμως  είδε  την  επιμονή  και  των  δύο,  τους   αποκεφάλισε. Ο   ένας   ονομαζόταν   Διονύσιος και   ο  άλλος   Καλλίμαχος   και    ανέβηκαν καὶ  οι δύο στον ουρανό  ως φωτεινοί  αστέρες   του   νοητού   στερεώματος.
Μετά    το   γεγονός   αυτό    ο   Παφνούτιος   φυλακίσθηκε.   Μέσα   στην   φυλακή υπήρχαν, μεταξύ των άλλων και  σαράντα  πρόκριτοι,  που  ήταν  έγκλειστοι   εκεί,   γιατί    καθυστερούσαν   τους   φόρους   προς    το    δημόσιο.  Οι  άνδρες  αυτοί  κινήθηκαν  από  θαυμασμό,  όταν  για  δύο  συνεχόμενες  νύχτες    έβλεπαν  σε   κάποιο   σκοτεινόμέρος,   εκεί   όπου   προσευχόταν   ο Άγιος   Παφνούτιος,   κάποια   εξαίσια   και   υπερφυσική   λάμψη.   Ποιος   άραγε ήταν  ο  άνδρας  αυτός; Ο Παφνούτιος επωφελήθηκε από   την   περιέργειά τους, για  να  τους  ελκύσει   στη    χριστιανική    πίστη.   Πίστεψαν  δε    όλοι   και από   την   ψυχή   τους   ήταν   έτοιμοι  και  για  βασανισμούς    και    για  θάνατο.
Ο   Αρριανός,   όταν   πληροφορήθηκε   το   γεγονός   αυτό, εξοργίσθηκε.   Η κατάκτηση  εκείνη  του   Παφνουτίου    σε   τόσους  διακεκριμένους   άνδρες   τον καταθορύβησε   και   του   φάνηκε   ως   αίσχος   και   ήττα   όχι  μόνο   της ειδωλολατρικής  θρησκείας  αλλά και δική του. Μάταια  όμως προσπάθησε με τον πλέον περιποιητικό τρόπο να εξευμενίσει τους προκρίτους,   νομίζοντας   ότι   στο   διάβημα   προέβησαν   από   οργή   για   τη φυλάκισή   τους.   Και   οι   σαράντα   ενέμειναν   στην   ομολογία   του   Χριστού, προσπάθησαν   μάλιστα   να   ελκύσουν   προς   αυτήν και   τον   Αρριανό.   Αλλά αυτός   είχε   κλειστή  την  ψυχή  του  για    την  σωτηρία    και    το   φως.  Αφού  απέβαλε  κάθε ελπίδα, διέταξε να θανατωθούν οι νέοι εκείνοι   Χριστιανοί. Τους   έφεραν   λοιπόν   έξω   από   την   πόλη,   άναψαν   πυρκαγιά   μεγάλη   και είπαν   στους   στρατιώτες  να   ρίξουν   τους  Αγίους  άνδρες   σε   αυτήν.   Αλλά   οι Άγιοι Μάρτυρες δεν είχαν την ανάγκη βίας. Μόνοι  τους,  καθώς  κρατούσε  ο    ένας   το   χέρι του  άλλου  εισήλθαν   χαρούμενοι   στις    φλόγες  ψάλλοντας  και     έτσι   αξιώθηκαν   με  αυτόν  τον  τρόπο  του  μαρτυρικού   τέλους.
Ο Θεός θέλησε  να  γίνουν πραγματικότητα  και  άλλες  πολλές  επιστροφές   δια   του  Αγίου  Παφνουτίου.  Και  όπως  άλλοτε  ο  Ιησούς ξέφυγε ανάμεσα  από  τους  εχθρούς Του,  που  ζήτησαν να τον   φονεύσουν,   με   αυτόν   τον   τρόπο   και   ο   ίδιος  έγινε άφαντος   από   τα   μάτια του   Αρριανού,    του   οποίου   η    μανία    έγινε   μεγαλύτερη.
Τα  κατορθώματα του    Παφνουτίου    υπέρ  του  Χριστού  εξακολούθησαν.  Η παρουσία του έφλεξε  τα  ευσεβή  στήθη  του  Ευστοργίου  και  της  Ερμιόνης, που  ήταν πλούσιο αντρόγυνο,  ενώ  στα  ίχνη  τους  ακολούθησε  και  η   κόρη   τους   Στεφανώ,   μόλις   δεκαοκτώ   χρονών   στην ηλικία.    Η   πίστη   κόχλαζε   τώρα   θερμότερα    στα    στήθη   τους.   Γεμάτοι    από   φιλαδελφία διαμοίραζαν τα πλούτη τους περιθάλποντας τους διωκόμενους Χριστιανούς, τα  ορφανά  και τις χήρες των Μαρτύρων. Προχωρώντας δε και  ακόμα περισσότερο   μετέβαιναν   και   στους   τόπους των Μαρτυρίων για ενθάρρυνση των ανακρινόμενων  και  βασανιζόμενων   πιστών.
Όταν ο Αρριανός πληροφορήθηκε   τη   διαγωγή   αυτής   της   χριστιανικής οικογένειας παρέδωσε και τους τρεις  στο θάνατο.  Εκείνοι   τον    δέχθηκαν  με   την    πλέον    θαυμαστή   γενναιότητα.
Τα   επιτεύγματα   του   Αγίου   Παφνουτίου  αυξήθηκαν.   Δέκα   έξι   νεαροί, σχεδόν παιδιά ακόμη, των οποίων οι   πατέρες   ήταν   από   τους   σαράντα εκείνους  άνδρες  που    τελειώθηκαν    στις   φλόγες  της  φωτιάς, πίστεψαν  και  οι   ίδιοι   και   ομολόγησαν με παρρησία   την   πίστη   τους.   Ο   Αρριανός προσπάθησε  να   τους   μεταπείσει   επιδεικνύοντας   προς   αυτούς   και   την διαταγή   του   βασιλέως, στην  οποία  διαγράφονταν  οι  οδηγίες   του  διωγμού.   Ιδιαίτερα    ζήτησε   ο   έπαρχος   να   σώσει   από   την   καταδίκη  τον μικρότερο  από τους  νεαρούς  εκείνους, ένα πολύ μικρό   παιδί,   δεκατριών ακόμη  χρόνων. Αλλά στην καρδιά του μικρού υπήρχε ώριμη αποφασιστικότητα   και   φλογερή   αφοσίωση   προς   τον   Χριστό.   Ζήτησε    να  δει  την    βασιλική    διαταγή.   Και   όταν   ο   Αρριανός   την παρέδωσε   στα   χέρια του,  εκείνος    πήρε    την    πλέον   τολμηρή   απόφαση.   Κοντά   έκαιε   και   κάπνιζε ο   ειδωλολατρικός   βωμός.   Αφού   όρμησε   λοιπόν,   ο   μικρός,   έριξε   στη   φωτιά το  αυτοκρατορικό  έγγραφο   φωνάζοντας:   «Ένας είναι ο   Θεός,   ο   Πατέρας του   Κυρίου  μας  Ιησού    Χριστού».
Το θέαμα του εγγράφου που  καιγόταν  εξαγρίωσε  τους παρευρισκόμενους ιερείς των ειδώλων. Και ο ίδιος ο Αρριανός,   παράφρων από   οργή   και   θέλοντας   άμεση   και   παραδειγματική   εκδίκηση,   έριξε   με   τα ίδια   του   τα   χέρια   στη   φωτιά   τον    ριψοκίνδυνο  εκείνο   νέο,   που   έπαιρνε   την  έμπνευση   από   τον   Θεό.   Οι   σάρκες   του   κατακαίγονταν,   αλλά   η   όψη   του παρουσίαζε   την   δόξα   εκείνη που  είχε  και  ο  Άγιος  Στέφανος,  όταν  έπεφτε νεκρός  από   τους   λιθοβολισμούς   των   Ιουδαίων.   Οι   υπόλοιποι   νέοι, γεμάτοι   από   ενθουσιασμό   από   το   θαυμαστό   εκείνο   παράδειγμα   του μικρότερου   από   αυτούς,  απευθυνόμενοι  προς  εκείνον  ενώ  καιγόταν, τον   παρακαλούσαν  να δεηθεί  προς    τον    Θεό   για  να  αποδειχθούν  και  εκείνοι   άξιοι   μιμητές   του   και   να   αξιωθούν   το   στέφανο   που   έλαβαν   και   οι πατέρες   τους   δεχόμενοι   το   μαρτύριο.
Ο   νέος   Μάρτυρας   παρέδωσε   την   άγια   ψυχή   του,   αφού   σφράγισε   το πρόσωπό του με το σημείο του Σταυρού. Δεν άργησαν να τον ακολουθήσουν στον μαρτυρικό  δρόμο  οι  υπόλοιποι  φίλοι  και   συμμαθητές   του.   Ήταν  δεκαπέντε  και  κανένας  από  αυτούς  δεν λιποψύχησε   μέχρι   την   τελευταία   στιγμή.   Και   όταν   οδηγούνταν   έξω   από την   πόλη   για   να   εκτελεσθούν,    προσεύχονταν    και   έψαλλαν.
Ο   Άγιος Παφνούτιος εξακολούθησε να κηρύττει το Ευαγγέλιο  του  Χριστού.   Κάποια  ημέρα,  κοντά  στις  όχθες  του  Νείλου,   συνάντησε  ογδόντα    αλιείς    να   ασχολούνται   με   τις   βάρκες   τους   και   τα  δίχτυά   τους. Τους   αλίευσε   και   αυτούς.   Πίστεψαν   στον   Χριστό,   διαλαλούσαν   την   πίστη τους και την επισφράγισαν  και  αυτοί    με   τον    μαρτυρικό  θάνατό   τους.
Μετά  από  λίγο   διάστημα  ο  Άγιος  Παφνούτιος  προσήλθε μόνος του  στον   Αρριανό.  Η  άγρια    χαρά  του  επάρχου  υπήρξε    απερίγραπτη,    όταν  έλαβε  και   πάλι   στα   χέρια   του   τον   πρωτεργάτη   της   δικής   του   λύπης   και  ντροπής. Διέταξε  νὰ  θανατωθεί  με  το  φρικτό   βασανιστήριο   του  τροχού. Αλλά τα μέλη του Αγίου όταν κατακόβονταν, αμέσως θεραπεύονταν και  ο θεωρούμενος  ως  πτώμα και σύντριμμα παρουσιάσθηκε   τελικά    γεμάτος   ζωή.
Ο   Αρριανός   προσήλθε   μετά   από  κάποια   ώρα   για   να   δει το πτώμα  του Αγίου.  Αλλά   ο    Παφνούτιος   βρέθηκε   όρθιος  ενώπιόν  του    και    του    είπε:   «Με   γνωρίζεις, Αρριανέ;   Όλα   αυτά   τα   θαυμάσια   σχετικά  με   εμένα   τα  πραγματοποιεί  ο Κύριός μου  Ιησούς Χριστός, για  να  ελεγχθεί  η  ασέβειά  σου  και  για  να  καταλάβεις   ότι   πολεμώντας  ενάντια   σε  Αυτόν, χτυπάς  στο    κέντρο.   Και   για   να   καταλάβεις   επίσης   ὅτι   λατρεύεις   κουφά   και τυφλά   είδωλα   κατασκευασμένα    από    ύλη    αναίσθητη».
Ο   Αρριανός    δεν   ήξερε   τι   να   απαντήσει   στην   πρώτη   εκείνη   στιγμή   της καταπλήξεως και  του θαυμασμού. Μίλησε όμως ο   πραιπόζιτος    Ευσέβιος, που ήταν παρών εκεί. Δήλωσε ότι και αυτός, απέναντι σε τόσο ακαταμάχητα θαύματα, αποκηρύσσει την πλάνη των ειδώλων και κηρύττει   την   πίστη   του   στον   Χριστό.  Και   αφού   αποτάνθηκε   στους τετρακόσιους   στρατιώτες   που   παρευρίσκονταν   εκεί,   τους   κάλεσε   με   τον πλέον   φλογερό   τόνο  να   κάνουν   και   εκείνοι   το   ίδιο. Οι   στρατιώτες, απαλλαγμένοι   από  τη  σκολιότητα  και  τη  σκληρότητα  της  καρδιάς  των ανωτέρων λετουργών  του  ειδωλολατρικού  καθεστώτος, ψυχές  απλές και ευθείες  καθώς ήταν   και   γι’  αυτό   επιδεκτικές  της    αλήθειας  και  του   φωτός,   ακολούθησαν   το   παράδειγμα   του   πραιπόζι  του.   Με   φωνή μεγάλη,   που   κάλυψε  όλη  τη  γύρω  έκταση,  ομολόγησαν  τον  Ιησού   Χριστό.
Το  στεφάνι του μαρτυρίου στόλισε τα μέτωπα και των νέων αυτών αθλητών.   Σε   τέσσερις   τεράστιες   πυρακτωμένες   καμίνους και   μέσα   στις φλόγες   ο   πραιπόζιτος  Ευσέβιος   και   οι   τετρακόσιοι   στρατιώτες  βρήκαν ένδοξο    θάνατο    υπέρ  του  Χριστού.
Για μία ακόμη   φορά   πραγματοποιήθηκε   μέσω   του   Αγίου  Παφνουτίου θαύμα   ικανό   να   κερδίσει   και   την   περισσότερο   άπιστη    ψυχή,   σε  όποια  τυχὸν   είχε    απομείνει    ίχνος    λογικής    και    καθαράς   καρδίας.
Αφού   συνέλαβε   ο   Αρριανός   τον   Παφνούτιο,   τον   έριξε   στα   νερά   του ποταμού Νείλου με μία μεγάλη πέτρα στο   λαιμό.   Ο    Άγιος   Παφνούτιος φάνηκε   να   εξαφανίζεται   στα   βάθη   και   ο   Αρριανός  εξακολούθησε  το  ταξίδι   του   στο  μεγαλοπρεπές  πλοίο  του.  Αλλά  μετά  από   κάποια   λεπτά, μπροστά   στο   πλοίο   του   επάρχου, παρουσιάσθηκε   ο   Άγιος,   λέγοντάς   του από   τα   νερά:   «Αρριανέ,   εσύ   μεν χρειάζεσαι πλοίο και άνεμο  για   να   πλέεις.  Εγώ  όμως   ούτε   πλοίο   ούτε   άνεμο   χρειάζομαι,   γιατί   κυβερνήτης   μου   είναι   ο  Ιησούς Χριστός, ο  οποίος και  τη  φορά  αυτή  με  λύτρωσε  από  τον θάνατο».
Ο  Αρριανός  καταλήφθηκε  από  φόβο,  αλλά  η πωρωμένη  του  ψυχή  έμεινε αφώτιστη. Συνέλαβε τον   Άγιο   Παφνούτιο   και   τον έστειλε  προς   τον αυτοκράτορα   Διοκλητιανό,   με   σύντομη   έκθεση   για   όσα   συνέβησαν   σε σχέση με τον Χριστιανό αυτό. Ο  Διοκλητιανός προσπάθησε να  κατανικήσει   ο   ίδιος   την   πίστη    του   Παφνουτίου.   Αλλά   γρήγορα    είδε   ότι   η  απόπειρα  δεν μπορούσε  να  καρποφορήσει. Διέταξε  λοιπόν  την  σταύρωση  του  Αγίου   και   με    αυτόν   τον  τρόπο,  αφού  το    θέλησε    και    ο  ίδιος περισσότερο  αυτήν  την φορά, ο μέγας εκείνος Άγιος έλαβε μαρτυρικό   τέλος   και   τετρακόσιοι   σαράντα    έξι   πιστοί    που    ήλθαν   στην πίστη   μέσω   αυτού   κάτω   από  την  ένθεη   ώθησή   του,   έλαβαν   και   εκείνοι   το μαρτυρικό   στέφανο.           
Η    Εκκλησία    τιμά    την    μνήμη   τους    και    στις   25   Σεπτεμβρίου.


Απολυτίκιον.   Ήχος   δ’.   Ταχύ   προκατάλαβε.    
Θυσίαν την ένθεον, πιστώς   προσφέρων   Θεώ,   ως   θύμα   ευπρόσδεκτον, προσανηνέχθης   αυτώ,   αθλήσεως άνθραξιν· όθεν   ως   ιερέα,   και   στερρόν Αθλοφόρον,   έδειξέ   σε ο     Κτίστης,   χαρισμάτων   ταμείον·   εξ   ών και ημίν παράσχου,   Ιερομάρτυς    Παφνούτιε.


Κοντάκιον.  Ήχος   β’.   Τα   άνω   ζητών.     
Αιμάτων ροαίς, στολήν σου  την  υπέρτιμον,  φοινίξας  λαμπρώς, Παφνούτιε   μακάριε, χαρμοσύνως   έδραμες,   προς   ναόν   κραυγάζων   τον ουράνιον·   Της   ζωής  συ  Σώτερ πηγή,  ο  πάσι  βλυστάνων  οικτιρμών ποταμούς.


Μεγαλυνάριον.
Θείας   βασιλείας   σε   κοινωνόν,   Παφνούτιε   μάκαρ,   απειργάσατο   ο   Χριστός· τούτου   γαρ   το   πάθος,  έφερες  τη   σαρκί σου,  διο  παθών  λυτρούσαι,  τους  σε   γεραίροντας.

St. Paul the Hieromartyr of Jerusalem and the five hundred and forty-six Witnesses


Saint Hieromartyus Papfnoutios lived during the times of Emperor Diocletian (284-305 AD). He has enjoyed a great and rich life in Egypt. When the persecution against the Christians began, the Procurator Arrian, knowing from the propaganda about the influence of Pafnoutius on the Christian population, thought he could arrest him. Pafnoutios used to spend his life in deserted places, and one day, during the night of his prayer, the Angel of the Lord revealed to him that persecution against Christians was declared and that the proletarian sought him. He was called by himself to come before the persecutors because God chose him as an instrument to shame Arrian and idols.
Paphnotis obeyed and headed for the Nile. As soon as he arrived, he saw Arriano disembarking from a luxury ship with escorts of soldiers and soldiers. None of them personally knew St. Papounios. But he acknowledged the provincial chief, who, surprised, saw the venerable elder go forward to him.
- You ask me, he told him, and I did not want to bother you. I am Papfunou.
Arrian shivered. The name of Pafnoutiou and his sudden, spontaneous appearance and surrender brought to the forefathers darkness and confusion. However, he quickly met and treated a tongue unworthy and cruel to the Holy One. He bore him because he followed Christ and excited the crowds in the faith toward Him. At the same time, he threatened the Holy One that he would punish him with relentlessness if he did not worship the idols. Paphnotis soon apologized for his faith and said there was no greater pleasure for him than to be tortured and to pour his blood in favor of his Redeemer.
By order of the envoy, the executioners submitted Paphnoutios to torture. The flesh so stiffened that the blood that flowed was watering the ground. And so deep were the wounds that had been opened, that the martyred offspring appeared. Then Saint Paphneus sent a prayer to Jesus Christ and begged him not to let him die if he wanted it and if he thought it useful for more races in that terrible time when the souls had so much need for consolation and help.
His enthusiasm was heard. Thanks to the glory of God and the illumination of many who have been tempted by deception, Divine Grace has done amazing things. Saint Pauline's wounds were shut at that moment. The two soldiers who chased him when they saw the miracle fell to the feet of the saint and confessed themselves Christ. Nor have they been so limited. After rushing to Arrian, they rejected their military zones and said they were themselves Christians. Arrian felt surprised. But when he saw the persistence of both, he defrauded them. One was called Dionysius and the other Kallimachos and they both ascended to the sky as bright stars of the imaginary solid.
After that, Paphnotis was imprisoned. Inside the prison there were, among other things, forty proxies who were imprisoned there because they delayed taxes to the public. These men moved with admiration when, for two consecutive nights, they saw in some dark place, where Saint Paphneios was praying, some exquisite and supernatural glow. Who was this man? Paphnotios benefited from their curiosity to attract them to Christian faith. They all believed, and from their soul they were ready for torture and death.
Arrian, when he was informed, was outraged. The conquest of Pafnoutiou to so many distinguished men made him feel like a shame and defeat not only of the idolatrous religion but also of his own. In vain, however, he tried in the most astonishing way to rebuke the uncreated, thinking that they were in anger for their imprisonment. And the forties persisted in the confession of Christ, and they even tried to attract Arrian and her. But he had shut up his soul for salvation and light. After removing all hope, he ordered the young Christians to be killed. So they brought them out of the city, they kindled a big fire and told the soldiers to throw the Holy Men on it. But the Holy Martyrs did not need the violence. Alone as they held each other's hand, they entered with joy in the flames, chanting, and so claimed in this manner of the martyrdom.
God wanted to make a reality and many other returns through St. Papouniou. And as ever, Jesus escaped from among His enemies who sought to kill him, and thus he became obscured by the eyes of Arrian, whose fury became greater.
The accomplishments of Pafnoutios in Christ's favor continued. His presence burned the pious breasts of Eustorgios and Ermioni, who was a wealthy arous, while their daughter Stephan, only eighteen years old, followed them. Belief was now warmer on their breasts. Full of charity, they shared their riches by treating the persecuted Christians, the orphans, and the widows of the Martyrs. Moving on and going further to the places of the Martyrs to encourage the interrogated and tormented believers.
When Arrian was informed of the conduct of this Christian family, he delivered all three to death. They accepted him with the most magnificent bravery.
The achievements of St. Papouniou increased. Sixteen young, almost children, whose fathers were among those forty men who ended in the flames of fire, believed themselves and boldly confessed their faith. Arrian tried to turn them down by displaying to them the command of the king, in which the instructions of persecution were deleted. In particular, the Prosecutor asked for the younger one, a very young child, thirteen more years, to be saved from condemnation. But in the heart of the little one there was mature determination and fierce devotion to Christ. He asked to see the royal order. And when Arrian gave it to his hands, he took the most bold decision. The idolatrous altar was smoking and smoking. After he rushed, the little man threw the imperial document to fire, crying, "One is God, the Father of our Lord Jesus Christ."
The spectacle of the document that was burning chewed the priests of the idols. And Arrian himself, insulted by anger and wanting direct and exemplary revenge, threw himself with his own hands into the fire the risky new one that took inspiration from God. His flesh was burned, but his face showed the glory of Saint Stephen when he died dead of the Jewish stoning. The rest of the young, full of excitement from the admirable example of the lesser of them, approaching him while he was waving, begged him to come to God to prove his worthy imitators and to claim the crown received and their fathers coming the martyrdom.
The new Martyr delivered his holy soul, having sealed his face with the cross. The rest of his friends and classmates did not take up the martyrdom. It was fifteen, and none of them favored until the last minute. And when they were taken out of town to be executed, they prayed and chanted.
St. Paphneus continued to preach the Gospel of Christ. One day, near the Nile, he met eighty fishermen to deal with their boats and their nets. He also caught them. They believed in Christ, they taught their faith and they also stamped it in their martyrdom of death.
After a while, Saint Paphneios came to Arrianos on his own. The wild joy of the Reich was indescribable, when he again took over in the hands of the proponent of his own regret and shame. He was ordered to be killed with the horrible torture of the wheel. But the members of the saint when they were conquered were immediately cured and the body as a corpse and crush was eventually full of life.
Arrian came after some time to see the body of the saint. But Paphnotis found himself standing before him and said, "Do you know me, Arrianne? All these wonderful things about me are done by my Lord Jesus Christ, in order to control your misery and to understand that by fighting against Him, you strike at the center. And to also understand that you love deaf and blind images made of unconscious matter ".
Arrian did not know what to answer at the first moment of surprise and admiration. But Eusebius, who was present there, spoke. He declared that he too, against such irresistible miracles, renounces the fallacy of idols and preaches his faith in Christ. And when he was given to the four hundred soldiers who were there, he called them in the most fiery tone to do the same. The soldiers, free from the slackness and cruelty of the hearts of the supreme operatives of the idolatrous regime, souls simple and straightforward as they were and therefore susceptible to truth and light followed the example of his progression. With a great voice, covering all the surrounding area, they confessed Jesus Christ.
The wreath of martyr has embellished the fronts and these new athletes. In four huge incandescent furnaces and within the flames, Eusebius and four hundred soldiers found a glorious death in favor of Christ.
Once again, through St. Papouniou, a miracle capable of winning even the most unfaithful soul, wherever a trace of logical and pure heart remained.
After Arrian captured Paphnoutius, he threw him into the waters of the Nile River with a large stone on his neck. Saint Papfnoutios seemed to disappear in the depths and Arrian continued his journey to his majestic ship. But after a few minutes, in front of the ship's ship, the Saint appeared, telling him by the waters: "Arrianne, you need a ship and a wind to fly. But I do not need either a ship or a wind, because my ruler is Jesus Christ, who once again redeemed me from death. "
Arrian was appalled by fear, but his perverse soul remained unpunished. He conceived St. Paphnoutios and sent him to Emperor Diocletian, with a brief account of what happened in relation to this Christian. Diocletian tried to defeat himself the faith of Pafnoutios. But he quickly saw that the attempt could not bear fruit. He therefore ordained the crucifixion of the saint, and in this way, since he wanted it more this time, this great saint received a martyrdom and four hundred forty-six believers who came to faith through him under his incitement, those martyr's crown.
The Church honors their memory on September 25th.


Apolyticus. Sound d '. Fast anticipated.
Sacrifice the blessing, faithfully offer God, as a victim of thanksgiving, despised by him, the charcoal of sport; that is, as a priest, and sterling Athonite, show to the Creator, the gifts of money, exhort and adventurous, Hieromartyus Pafnoutius.


Kontakion. Sound b '. Top requests.
Bloodshells, Your Pantomime, Pantomime Brilliant, Blessed Areas, Gladly Standing, To The Temple Of Crying The Uranus; Life of the Savior Source, The Passionate Merciful Rivers.

Majesty.
Divine reign in fellowship, Faithful beast, Christ was crucified; for this passion, you brought forth your flesh;


Δεν υπάρχουν σχόλια: