31/5/17

Ο Άγιος Ερμείας ο Μάρτυρας

Ο  Άγιος Μάρτυς Ερμείας καταγόταν από  τα Κόμανα της Καππαδοκίας και  άθλησε  κατά  τους χρόνους  του  αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου του Αντωνίνου (138 – 161 μ.Χ.). Υπηρετώντας  ως στρατιώτης στις Ρωμαϊκές λεγεώνες, κατά το διωγμό που κινήθηκε τότε εναντίον των Χριστιανών, διεβλήθη και  αυτός ως Χριστιανός, συνελήφθη δε και οδηγήθηκε ενώπιον του  δούκα Σεβαστιανού,  εξαναγκαζόμενος  να  θυσιάσει στα είδωλα. Ο  Ερμείας  αρνήθηκε να υπακούσει και  εξ αιτίας  αυτού  του  συνέτριψαν  τις σιαγόνες, του  έγδαραν το  δέρμα του προσώπου, του έσπασαν τους οδόντες και τον έριξαν σε αναμμένο καμίνι.  
Αφού  εξήλθε αβλαβής από τα μαρτύρια αυτά, ποτίστηκε με ισχυρότατο δηλητήριο. Αλλά και από  τη δοκιμασία αυτή  εξήλθε αβλαβής, και έγινε  πρόξενος  μεταστροφής  προς  τον Χριστό του  μάγου που  του  χορήγησε αυτό. Γι’ αυτό  τον λόγο  ο  μάγος  αποκεφαλίσθηκε,  όπως και πολλοί άλλοι ειδωλολάτρες. Υποβλήθηκε σε σειρά  νέων  βασανιστηρίων,  τέθηκε εντός ζέοντος  ελαίου και  τυφλώθηκε, στη  συνέχεια  δε επί τρείς ημέρες, αφού κρεμάσθηκε σε δένδρο, τελειώθηκε δια αποκεφαλισμού. Αξιώθηκε έτσι του μαρτυρικού στεφάνου.


Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.  
Χριστώ στρατευσάμενος, τω Βασιλεί  του  παντός, γενναίως διέκοψας, τας παρατάξεις εχθρών, Ερμεία πανένδοξε· συ γαρ εγκαρτερήσας, πολυτρόποις  αικίαις,  ήθλησας  εν τω γήρα, ως του Λόγου οπλίτης· ώ πρέσβευε Αθλοφόρε, σώζεσθαι  άπαντας.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η  Παρθένος σήμερον.           
Του  Χριστού  το  όνομα,  ομολογήσας  ευτόνως, και  σφοδρών κολάσεων, υπενεγκών τας οδύνας, ήσχυνας, των παρανόμων τας επινοίας· έδειξας, της ευσεβείας πάσι το κράτος· δια τούτο σε  Ερμεία,  ο  Αθλοθέτης  Λόγος  εδόξασε.


Μεγαλυνάριον.
Όπλοις αληθείας περιφραχθείς, καθείλες του ψεύδους,  Αθλοφόρε  τον  ευρετήν, εν γήρα νεάζον, ψυχής φρόνημα φέρων, και ήθλησας νομίμως, Ερμεία ένδοξε.


Ο Άγιος Φιλόσοφος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ Βόρις και Νικόλαος οι Μάρτυρες

Ο  Άγιος  Ιερομάρτυς  Φιλόσοφος  (Νικολάγιεβιτς  Ορνάτσκϊυ)  έζησε  το  19ο  και 20ο  αιώνα  μ.Χ.  Το  1885  τελείωσε  τη  θεολογική  ακαδημία  της  Αγίας Πετρουπόλεως  και  νυμφεύθηκε  την  Ελένη  Ζαοζέρκοϋ.  Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος  και  εργάσθηκε  ποιμαντικά  αναπτύσσοντας  ένα  τεράστιο φιλανθρωπικό  και  ιεραποστολικό  έργο.  Συνδέθηκε  πνευματικά  με  τον Πατριάρχη  Τύχωνα  και   κατά   την  διάρκεια  του  πρώτου  παγκοσμίου πολέμου  στάθηκε  στο  πλευρό  των  τραυματισμένων  στρατιωτών  και  των οικογενειών  τους.  Ο  υιός  του  Νικόλαος  υπηρετούσε  με  ανώτερο  βαθμό  στο 9ο  τάγμα  του  Ρωσικού  και  ο  υιός  του  Βόρις  είχε  διορισθεί   ως  αρχηγός  της 23ης  ταξιαρχίας  πυροβολικού  και  πολέμησε  ηρωικά   στο  αυστρο-ουγγρικό μέτωπο.
Μετά   την  επανάσταση  του  1917,  ο  Άγιος  Ιερομάρτυς  Φιλόσοφος  συνελήφθη,  στις  9 Αυγούστου  1918,  μαζί  με  τους  υιούς  του  από  άνδρες  της κρατικής  ασφάλειας,  που  τους  μετέφεραν  στις  φυλακές  της  Κροστάνδης. Εκτελέσθηκαν  δια   τουφεκισμού,  δίδοντας  έτσι  τη  μαρτυρία  της  πίστεώς τους  στον  Κύριο  και  Θεό  μας.

30/5/17

Ο Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής

Ο  Όσιος  Ισαάκιος καταγόταν από  την  Συρία  και έζησε κατά τους χρόνους του αρειανού αυτοκράτορος Ουάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Μοναχός στην πατρίδα του, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε σε κάποια  από τις  μονές  αυτής.  Διακρινόταν  για τη φλογερή πίστη και τη μαχητικότητά του εναντίον καθενός που επιβουλευόταν αυτήν, ιδιαίτερα δε κατά των επικρατούντων αιρετικών Αρειανών. Μιλώντας  προς  τους  μοναχούς  και τα πλήθη, δεν δίσταζε να ελέγχει και  αυτόν τον αυτοκράτορα για τις υπέρ των αιρετικών απροκάλυπτες ενέργειές του. Το 378 μ.Χ. συνάντησε τον Ουάλεντα, ενώ  αναχωρούσε για την εκστρατεία εναντίον των Γότθων που εισέβαλαν στο Βυζάντιο, και του είπε: «Απόδος ταις  ποίμναις  τους  αρίστους  νομέας  και λήψει την νίκην απονητί· ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα, πως σκληρόν το προς  κέντρα λακτίζειν, ούτω γαρ επανήξεις και προσαπολέσεις  την στρατιάν». Του ζήτησε δηλαδή, εάν ήθελε να επιστρέψει νικητής, να επαναφέρει  από  την  εξορία  τους Επισκόπους και  να  τους  αποδώσει  το  ποίμνιό  τους,  ειδάλλως θα καταστρεφόταν και  αυτός και το στράτευμά του. Ο  Ουάλης, όχι μόνο εκώφευσε στους λόγους αυτούς του Ισαακίου, αλλά απείλησε αυτόν ότι, όταν θα  επέστρεφε  από  την εκστρατεία, θα τον θανάτωνε. Ο  Ισαάκιος με δάκρυα στους οφθαλμούς προσπάθησε να επαναφέρει τον αυτοκράτορα στην ευθεία οδό, παρακαλώντας αυτόν να ανοίξει τις εκκλησίες των Ορθοδόξων, τις οποίες είχε κλείσει και  να επιστρέψει  σε  αυτούς,  όσες είχε παραδώσει στους Αρειανούς, διαφορετικά  θα ηττάτο από τους  αντιπάλους  του και  θα  καιγόταν  ζωντανός. Οργισμένος τότε ο αυτοκράτορας, διέταξε να ρίξουν τον Όσιο Ισαάκιο σε παρακείμενη, γεμάτη από αγκάθια, φάραγγα. Εξερχόμενος, όμως, σώος από  τη Θεία Χάρη, προσέτρεξε προς τον αυτοκράτορα και αφού συγκράτησε το άλογο αυτό  από  τα χαλινάρια, τον εξόρκιζε να σωφρονισθεί προς χάριν της σωτηρίας  αυτού και  του  στρατεύματός  του.  Τότε ο  Ουάλης  διέταξε  τους  στρατιώτες  Σατορνίνο και  Βίκτορα  να  συλλάβουν  τον  Όσιο  Ισαάκιο και  να τον κρατήσουν δέσμιο, μέχρι της επιστροφής  του,  οπότε  θα  τον  θανάτωνε.
Στις  9  Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη  σφοδρή  μάχη, κατά  την οποία  ο αυτοκρατορικός στρατός κατετροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί  από τους άριστους στρατηγούς του. Ο  Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε  ζωντανός, μαζί  με τον  αρχιστράτηγό του. Όταν  έγινε  γνωστό  το  γεγονός  αυτό,  ο  κλήρος και ο λαός περιέβαλαν τον Όσιο Ισαάκιο με μεγαλύτερο σεβασμό και υπόληψη και προσέτρεχαν προς αυτόν, για να λάβουν την ευλογία του, αφού δε συνέλεξαν χρήματα, οικοδόμησαν τη μονή Δαλμάτων. Εκεί  προσήλθαν  και  άλλοι μοναχοί  και  ο Όσιος διήλθε το βίο του ως ηγούμενος αυτής, έχοντας κερδίσει την εκτίμηση του αυτοκράτορος Θεοδοσίου.
Ως  ηγούμενος  παρευρέθηκε  στη  Β’  Οικουμενική Σύνοδο,  που  συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία  αυτής. Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού  διόρισε διάδοχό του τον Όσιο  Δαλμάτιο  († 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ  γήρας το  383 μ.Χ.


Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Τύπος πέφηνας, της εγκρατείας, και εδραίωμα, της Εκκλησίας, Ισαάκιε Πατέρων αγλάϊσμα· εν αρεταίς  γαρ  φαιδρύνας  τον βίον σου, Ορθοδοξίας τον λόγον ετράνωσας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα  έλεος.


Κοντάκιο. Ήχος  πλ. δ’. Τη  υπερμάχω.
Ως  των  Οσίων  ακριβέστατον  υπόδειγμα
Και  ευσεβείας  πρακτικώτατον  εκφάντορα
Ανυμνούμεν  σε  οι  δούλοι  σου  θεοφόρε.
Αλλ’ ως  χάριτος  της  θείας  καταγώγιον
Ναούς έργασθαι ημάς φωτός του Πνεύματος           
Τους  βοώντας  σοι,  χαίροις  Πάτερ  Ισαάκιε.



Μεγαλυνάριο.
Χαίροις Μοναζόντων υπογραμμός, και Μονής Δαλμάτων, κυβερνήτης ο απλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμείον θεοβρύτων, Ισαάκιε παμμάκαρ,  Αγγέλων  σύσκηνε.

29/5/17

Η Αγία Θεοδοσία η Παρθενομάρτυς

Η Αγία  Παρθενομάρτυς  Θεοδοσία  καταγόταν από  την  Τύρο  της  Φοινίκης  και  άθλησε  κατά τους  χρόνους  του  αυτοκράτορος  Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.). Σε  ηλικία  δέκα  οκτώ  ετών διέπρεπε  τόσο  για  την  ευσέβεια,  όσο  και  για το  ζήλο  της  υπέρ  της  Χριστιανικής  πίστεως, διαδίδοντας  αυτή  μεταξύ  των  ειδωλολατρισσών  γυναικών  και  ελκύοντας πολλές  από  αυτές.  Κατά  το  πέμπτο  έτος  των διωγμών,  βρισκόμενη  στην  Καισάρεια  της Παλαιστίνης,  συνελήφθη  και  δέσμια οδηγήθηκε  ενώπιον  του  άρχοντος  Ουρβανού. Επειδή  η  Αγία  δεν  πειθόταν  να  θυσιάσει  στα είδωλα,  διατάχθηκε  ο σκληρός  βασανισμός αυτής.  Της  κόπηκαν  οι  μαστοί  και  της καταξεσκίσθηκαν  τα  πλευρά,  ημιθανής  δε, πιεζόταν  να  απαρνηθεί  τον  Χριστό. Η Θεοδοσία, με φωνή που  μόλις  ακουγόταν, δήλωσε  και  πάλι  ότι  ήταν  και  θα  παρέμενε Χριστιανή. Τότε  ο  Ουρβανός,  γεμάτος  από οργή,  διέταξε, αφού  βασανισθεί  σκληρότερα, να  ριχθεί  στη  θάλασσα,  όπου  έλαβε  και  τον στέφανο  του μαρτυρίου.


Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.  
Ως δόσιν θεόσδοτον, την παρθενίαν την σήν, αγώσιν αθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τω Λόγω προσήγαγες· όθεν προς αθανάτους, μεταστάσα νυμφώνας, πρέσβευε  Αθληφόρε, τω Δεσπότη  των όλων, ρυσθήναι εκ πολυτρόπων, ημάς συμπτώσεων.


Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.    
Ως παρθένος άμωμος και αθληφόρος, νοερώς νενύμφευσαι, τω  Βασιλεί  των ουρανών, Θεοδοσία πανεύφημε· όν εκδυσώπει, υπέρ των ψυχών  ημών.


Μεγαλυνάριον.
Δόσει  λαμπρυνθείσα παρθενική, δόσιν ευσεβείας, διαυγάζεις αθλητικώς, ω Θεοδοσία, Χριστού Παρθενομάρτυς· διο καμοί μετάδος, εκ των σων δόσεων.


Η Αγία Θεοδοσία η Οσιομάρτυς η Κωνσταντινουπολίτισσα

Η  Αγία Οσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε από γονείς πλουσίους και ευσεβείς. Σε ηλικία επτά ετών, αφού  έμεινε ορφανή  από πατέρα, εισήλθε σε  μοναστήρι,  όπου μετά από λίγο εκάρη μοναχή. Μετά τον θάνατο και  της μητέρας της, αφού  επούλησε  και  διεμοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά της, απαλλάχτηκε έτσι από  τις γήινες  φροντίδες,  επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο, στην απόκτηση της τελειότητος και των μοναχικών αρετών, ασκούμενη στη μονή που βρισκόταν κοντά στο Σκοτεινό Φρέαρ και επονομαζόταν  Ασπάρου  στέρνη.
Όταν  ήλθε  στο  θρόνο  ο  Λέων  ο  Ίσαυρος  (717 – 741 μ.Χ.), εξαπολύθηκε  άγριος διωγμός εναντίον  των εικονόφιλων και των ιερών εικόνων, ο δε Πατριάρχης Γερμανός, στερεός προμαχώνας της Ορθοδοξίας, εκδιώχθηκε και αντικαταστάθηκε από τον εικονομάχο Αναστάσιο.  Κατά  την έναρξη του διωγμού διέταξε την καθαίρεση και καταστροφή της εικόνος  του  Χριστού,  η  οποία  ευρισκόταν από της Χαλκής Πύλης.        
Τότε η  Θεοδοσία, επικεφαλής καλογραιών και άλλων γυναικών, όρμησαν και κατέρριψαν από την κινητή  σκάλα το  σπαθάριο  που  ανέβηκε, για να καταστρέψει την εικόνα, και  με πέτρες και ξύλα επετέθησαν κατά του Πατριαρχείου. Μπροστά  σε αυτή  την  κατάσταση  ο  Πατριάρχης Αναστάσιος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο.  Η στρατιωτική δύναμη που επενέβη, άλλες  μεν  από  τις  γυναίκες  εφόνευσε, άλλες  δε, μεταξύ των οποίων και  την Θεοδοσία, συνέλαβε. Και  από τις συλληφθείσες άλλες ελευθέρωσαν, άλλες ενέκλεισαν στις φυλακές ή εξαπέστειλαν  στην εξορία. Την δε Θεοδοσία, αφού εκακοποίησαν, την οδήγησαν στην τοποθεσία του  Βοός και  την κατέσφαξαν,  αφού διαπέρασαν  το  λαιμό της  δια  κέρατος  κριού  (730 μ.Χ.). Το  τίμιο λείψανό της περισυνελέγη και ενταφιάσθηκε στη  μονή  Δεξιοκράτους,  πολλά  δε θαύματα επιτελούσε στους πιστούς, που προσέρχονταν  με  πίστη  και  ευλάβεια.


Η Οσία Υπομονή

Η Οσία Υπομονή καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν  η  «Ελένη  εν Χριστώ τω  Θεώ  πιστή  Αυγούστα…»  και  αυτοκρατόρισσα Ρωμαίων  η  Παλαιολογίνα. Ήταν  η  σύζυγος  του αυτοκράτορος Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1391 – 1425 μ.Χ.) και  μητέρα δύο, στη συνέχεια, αυτοκρατόρων, του Ιωάννου Η’ Παλαιολόγου  και του  Κωνσταντίνου του ΙΑ’ Παλαιολόγου, του τελευταίου βυζαντινού ηρωικού εθνομάρτυρος αυτοκράτορα.
Ο  ιστορικός Χρυσολωράς γράφει για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ και τη σύζυγό του Ελένη, την μετέπειτα Οσία Ὑπομονή: τους διέκρινε  «οσιότης  μεν  εις  Θεόν, δικαιοσύνη δε προς ανθρώπους και  επί  πλέον κατοικούσε μέσα τους  ο  έρως  προς  τον Χριστόν». Ήταν  ένα ζεύγος,  που  ενώ  περνούσε  από  συνεχείς φοβερές  εξωτερικές φουρτούνες, όμως μεταξύ του είχε συνευδοκία, δηλαδή κάτι περισσότερο από ομοφροσύνη και αλληλοκατανόηση. Ήταν «αγία  Δέσποινα» (=αγία  αρχόντισσα), κατά τον ιστορικό  Γεώργιο Φραντζή, «καλή  καγαθή ψυχή»,  κατά  τον  Πλήθωνα.
Ήταν στήριγμα του συζύγου της, διότι είχε μεγάλη πίστη και μεγάλη υπομονή. Τους υιούς της τους ανέτρεφε με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, ώστε να είναι πάντοτε μονιασμένοι και στην καρδιά τους να  βασιλεύει η πίστη και κάθε αρετή.  Από  αυτούς δύο έγιναν αυτοκράτορες, από τους οποίους  ο ένας, ο  Κωνσταντίνος  ο ΙΑ’, έγινε  θρύλος  και  έμπνευση  στο  Ελληνικό  Γένος. Τα άλλα τέσσερα έγιναν ηγεμόνες στην Πελοπόννησο  και  την  Θεσσαλονίκη.  Από αυτούς  οι  τρεις  έγιναν  στο  τέλος  μοναχοί. Οι δύο  θυγατέρες  της  σε  παιδική ηλικία απεβίωσαν.
Όταν  πέθανε  ο   σύζυγός της, η  Αγία έγινε μοναχή σε ένα μοναστήρι έξω από την Κωνσταντινούπολη  και  έλαβε το όνομα Υπομονή. Μετά  είκοσι πέντε χρόνια μοναχικής ζωής  κοιμήθηκε  οσίως  με ειρήνη το 1450 μ.Χ., τρία χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.           
Ο γνωστός λόγιος της εποχής εκείνης  Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων γράφει γι’ αυτήν ότι διέθετε «σύνεσιν και τελείαν σοφρωσύνην» σε τέτοιο  βαθμό  τελειότητος  που  λίγες  μοναχές την έφθαναν.          
Και  πριν γίνει μοναχή  αναφέρει ένας άλλος σύγχρονός της ήταν  το  καύχημα  για  τον  άνδρα της  και  τα  παιδιά  της,  αλλά  και  καύχημα για τον λαό  της Κωνσταντινουπόλεως.  Ο Πλήθων γράφει  ακόμα ότι: «Δεν είναι εύκολο να βρει κανείς όμοια μ’ αυτήν γυναίκα, ανάμεσα  σε  άλλες που έχουν τα ίδια αξιώματα, ούτε άλλη με τόσα χαρίσματα  και  τόσες  ενάρετες  πράξεις».


Ο Άγιος Ιωάννης ο δια Χριστόν Σαλός

Ο  Άγιος  Ιωάννης  γεννήθηκε τον  15ο  αιώνα  μ.Χ.  στο  χωριό  Πούκχοβο  στη περιοχή  του  Ούστγιουγκ  από  ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Σάββα  και τη  Μαρία.  Από  την  παιδική  του  ηλικία  διακρίθηκε  για  την  ασκητικότητα του  βίου  του  και  τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς νηστείας. Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν έτρωγε τίποτα, παρά  μόνο  λίγο  ψωμί  και  έπινε  λίγο  νερό.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του Αγίου Ιωάννου εγκαταβίωσε στη μονή της  Αγίας  Τριάδος  του  Ορλέτσκ  και  έγινε  μοναχή. Ο  νεαρός  Ιωάννης  άρχισε  την  άσκηση  με  τη σιωπή και τη  σαλότητα  και διήλθε  το  υπόλοιπο  του  βίου  του  με  αδιάλειπτη  προσευχή  ζώντας  σε  μία καλύβα του Ούστγιουγκ.       
Κοιμήθηκε  με  ειρήνη τὸ  1494  και  ενταφιάσθηκε  κοντά  στον  καθεδρικό  ναό της  Κοιμήσεως  της  Θεοτόκου.

Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου «η Εγγύηση των Αμαρτωλών»

Η  ιερά  εικόνα της Παναγίας  «Η των  Αμαρτωλών Εγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στη μονή  του Ορντίσκ της επαρχίας Ορλώφ, όπου και έγινε ονομαστή  για  τα  θαύματα  που  επιτελούσε.

Ένα αντίγραφο αυτής της ιεράς εικόνος φυλασσόταν στο ναό του Αγίου Νικολάου Χαμώνβικ της Μόσχας. Η  εικόνα κάθε βράδυ ακτινοβολούσε από θεϊκό φως. Είναι χαρακτηριστική  η επιγραφή  που  είχε χαραχθεί στην εικόνα: «Εγώ είμαι η εγγύηση των αμαρτωλών προς τον Υιό».           
Η  Εικόνα της Παναγίας εορτάζει, επίσης,  στις  7 Μαρτίου.

28/5/17

ομιλία στην Κυριακή των Αγίων Πατέρων, που έγινε στο χωριό Ιτιέα Φλωρί...

Οι Άγιοι 318 Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου

Η  έκτη κατἀ  σειρά  Κυριακή  μετά  το  Άγιο Πάσχα είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στην μνήμη των 318 Αγίων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Νίκαια της Βιθυνίας το  325 μ.Χ. Η σύνοδος συνήλθε κατά πρόσκληση του Μέγα Κωνσταντίνου κατά  το εικοστό έτος της βασιλείας του και είχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθείσες μορφές της συνόδου ήταν ο Αλέξανδρος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Ευστάθιος ο  Αντιοχείας, ο Μακάριος ο Ιεροσολύμων, ο Παφνούτιος, ο Σπυρίδων, ο  Νικόλαος,  κ.ά.

Η Α’ Οικουμενική  Σύνοδος  καταδίκασε τον Άρειο και  τον Αρειανισμό. Διατύπωσε τους πρώτους όρους  ορθού  Χριστιανικού  δόγματος και ιδιαίτερα τα περί του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τον Ιησού  Χριστό, ως ομοούσιον τω Θεώ Πατρί. Συνέταξε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της  Πίστεως.

Συνοπτική  παράθεση  των  ιερών  Κανόνων

Κανών Α:      Καταδικάζει τη συνήθεια του οικοιοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
Κανών Β:       Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών  στα  νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανών Γ:       Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών  όλων  των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες  τις οποίες  δεν  είχαν  παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανόνες Δ-Ε: Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία  των  επισκόπων.
Κανών ΣΤ:     Αναγνωρίζει κατ’ εξαίρεση το αρχαίο  έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξανδρείας  στις  εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε  και  με την  εκκλησία  της  Ρώμης— ενώ  εξαιρεί  τη  Ρώμη  και  την Αντιόχεια από το γενικό  μέτρο  του  μητροπολιτικού  συστήματος.
Κανών  Ζ:      Ορίζεται  ότι  ο  επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι  ο επόμενος  στη  σειρά απόδοση  τιμών.
Κανών  Η:      Ορίζει  τον  τρόπο  επιστροφής  στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό  σχίσμα).
Κανών  Θ:      Αναφέρεται  στην  συνήθη περίπτωση  χειροτονίας  πρεσβυτέρων των οποίων  δεν  εξετάστηκαν  τα  προσόντα ή  οι οποίοι  δεν  παραμένουν  άμεμπτοι.
Κανών Ι:        Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανόνες  ΙΑ-ΙΒ:         Καθορίζεται  η  μετάνοια  των πεπτωκότων,  με  αυστηρότερα  κριτήρια.
Κανών  ΙΓ:      Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί  Θεία  Ευχαριστία επί της επιθανατίου  κλίνης.
Κανών ΙΔ:     Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων  κατηχουμένων.
Κανόνες ΙΕ-ΙΣΤ:      Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για  μετάθεση  σε  άλλες  εκκλησίες.
Κανών  ΙΖ:     Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια  των κληρικών που προέρχεται από  τον  έντοκο  δανεισμό.
Κανών  ΙΗ:     Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και  να  αγγίζουν τη  Θεία  Ευχαριστία πριν  από  τους  πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανών Κ:      Απαγορεύει  τη  γονυκλισία  στη  Θεία Λειτουργία της Κυριακής και  την διάρκεια της Πεντηκοστής.

Επισπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού  του Πάσχα.

Τα  συμπεράσματα της συνόδου υπογράφηκαν από περισσότερους  από  318  και  ο  αριθμός  αυτός επικράτησε για συμβολικούς λόγους. Οι επίσκοποι που  ήταν παρόντες στη σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς των οποίων ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στο τριπλάσιο  ή  τετραπλάσιο  των Επισκόπων.


Απολυτίκιον. Ήχος  πλ. β’.
Αγγελικαί  Δυνάμεις επί το μνήμα σου, και  οι φυλάσσοντες  απενεκρώθησαν, και ίστατο Μαρία, εν τω τάφω ζητούσα το άχραντον σου σώμα· εσκύλευσας τον Άδην, μη πειρασθείς  υπ’ αυτού, υπήντησας  τη  Παρθένω,  δωρούμενος  την ζωήν.  Ο  αναστάς  εκ  των  νεκρῶών, Κύριε δόξα σοι.

Έτερον  Απολυτίκιον των Πατέρων. Ήχος πλ. δ’. 
Υπερδοξασμένος εί Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γης, τους Πατέρας ημών θεμελιώσας, και δι’ αυτών, προς την αληθινήν πίστιν  πάντας  ημάς  οδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε  δόξα  σοι.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. 
Των  Αποστόλων το κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εσφράγισαν·  ή και  χιτώνα φορούσα της αληθείας, τον υφαντόν εκ της άνω θεολογίας, ορθοτομεί  και δοξάζει, της ευσεβείας το μέγα μυστήριον.


Μεγαλυνάριον.
Ως  Υιόν και Λόγον σε του Θεού, Σύνοδος η Πρώτη, ομοούσιον τω Πατρί, ορθώς σε κηρύττει, τον δι’ ημάς παθόντα, και  λύει  του  Αρείου,  Σώτερ  το  φρύαγμα.


Ο Άγιος Ευτύχιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Μελιτηνής

Είναι  άγνωστο  από  που  καταγόταν  και  πότε άθλησε  ο  Άγιος  Ιερομάρτυς Ευτύχιος.  Αναδείχθηκε  σε  Επίσκοπο Μελιτηνής,  όμως  λόγω  της  Χριστιανικής δράσεώς  του  συνελήφθη,  αρνήθηκε  δε  να θυσιάσει  στα  είδωλα,  και  μετά  από  πολλά βασανιστήρια  ρίχθηκε  στο  νερό,  όπου  βρήκε μαρτυρικό  θάνατο.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ. 
Ως ευτυχήσας αρετών ταις ιδέαις, της των Μαρτύρων ευκληρίας μετέσχες, Ιερομάρτυς ένδοξε  παμμάκαρ  Ευτυχές·  συ  γαρ τω Θεώ ημών, καθαρώς υπουργήσας, αίμασιν  εφοίνιξας, την αγίαν στολήν σου· μεθ’ ής Χριστώ και νυν ιερουργών,  αεί  δυσώπει,  υπέρ  των  ψυχών  ημών.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Τοις αιμάτων σου.       
Της Εκκλησίας στερρώς προϊστάμενος, υπέρ αυτής την ψυχήν Πάτερ τέθεικας· ήν νυν απαρέγκλιτον φύλαττε, της ευσεβείας τοις δόγμασιν  Όσιε·  αυτής  γαρ  Ευτυχές  εδραίωμα.


Μεγαλυνάριον.
Κήρυξ ευτυχίας της αληθούς, τοις εν αγνωσία, χρημάτισας ιερουργέ, της του μαρτυρίου, πλουτοποιού ευκλείας, ω Ευτυχές επέβης, αγωνισάμενος.


Μνήμη Α’ Οικουμενικής Συνόδου

Λίγες μόλις δεκαετίες μετά το γεγονός της Ενανθρωπήσεως  του  Χριστού  εμφανίσθηκαν  οι πρώτες παραχαράξεις της πίστεως και αργότερα οι μεγάλες χριστολογικές αιρέσεις στην Εκκλησία Του, σχετικά  με  το  πρόσωπο  και  την υποστατική  ένωση των δύο εν Χριστώ φύσεων. Ποιος είναι Αυτός; Ποια είναι  η  σχέση  Του  με τον Θεό; Πως  κατανοείται  η σχέση  και  η ένωση  δηλαδή  ακτίστου  και  κτιστού  από τον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού; Πως μπορεί να είναι συγχρόνως «Υιός του ανθρώπου»; Με ποιο  τρόπο  γεννήθηκε  από γυναίκα; Πως είναι δυνατόν η μητέρα Του, η Παρθένος Μαρία να αποκαλείται  «Θεοτόκος»;  Τα  ερωτήματα που  ετίθεντο αφορούσαν  όχι  μόνο  τη  θεότητα του  Θεού  Λόγου, αλλά  και  την  Ενανθρώπησή Του.
Οι  προβληματισμοί αυτοί προξένησαν μακραίωνες δογματικές συζητήσεις. Η Εκκλησία, προκειμένου να προφυλάξει τα πιστά μέλη της και να απαντήσει  στις αποκλίνουσες  απόψεις,  διατύπωσε αυθεντικά την πίστη της στις Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες διατύπωσαν  την  πίστη  της  και  καθόρισαν  τα  δόγματά της.  Οι  δογματικές  αποφάσεις  των  Συνόδων,  γνωστές ως «Όροι», δηλαδή όρια - οριοθετήσεις, εμπεριέχουν σωτήριες αλήθειες. Συνεπώς, τα δόγματα της  Εκκλησίας  δεν  είναι  τίποτε  άλλο  παρά σωτηριολογικές προτάσεις ζωής, αφού καταγράφουν την κοινή πίστη και  την καθολική συνείδηση και διαχρονική  εμπειρία του  εκκλησιαστικού  σώματος.
Οι  αμφισβητήσεις για το πρόσωπο του Χριστού εμφανίσθηκαν πολύ  νωρίς, κατ’ αρχήν  με  την  αίρεση του  Δοκητισμού  και  του  Μοναρχιανισμού. Αλλά  και κατά την περίοδο των μεγάλων Τριαδολογικών αιρέσεων  τέθηκε  εκ  νέου το Χριστολογικό  ζήτημα, γιατί  τόσο  οι  Αρειανοί  όσο  και  οι  Ευνομιανοί  είχαν δική τους «Χριστολογία», στην οποία, ασφαλώς, απάντησαν  οι  Πατέρες  της  Εκκλησίας.  Την  εποχή αυτή το ενδιαφέρον στρεφόταν πρωτίστως στο Τριαδολογικό δόγμα, που αφορούσε τη θεότητα του Χριστού  και  την  σχέση  Του  με  τον  Θεό  Πατέρα  Του. Με αυτά τα Χριστολογικά θέματα της πίστεως, που αφορούσαν  το  μυστήριο  της  Ενανθρωπήσεως  του Θεού - Λόγου, ασχολήθηκε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, που  συνήλθε  στην  πόλη  Νίκαια  της  Βιθυνίας  το  325 μ.Χ.
Η  Α’ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από  τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο εναντίον του αιρεσιάρχου Αρείου, από τις 20 Μαΐου προκαταρκτικά και από 14 Ιουνίου επίσημα με την παρουσία του Μεγάλου  Κωνσταντίνου  μέχρι τις 25 Αυγούστου του 325 μ.Χ. Η Σύνοδος αποτελέσθηκε, κατά μεν την επικρατούσα παράδοση από 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ’ άλλες δε ιστορικές μαρτυρίες από τριακόσιους περίπου. Κύριος  δε σκοπός  αυτής  ήταν  η  καταδίκη  του Αρειανισμού  και  η θετική  διατύπωση  της  Ορθοδόξου δογματικής  διδασκαλίας  περί  του  δευτέρου  Προσώπου της  Αγίας  Τριάδος, διότι  τη  θεότητα Αυτού είχε αρνηθεί από  το 318 μ.Χ.  ο  Πρεσβύτερος  της  Εκκλησίας της  Αλεξανδρείας,  Άρειος.
Ο  Πατέρας, ο Υιός  και  το  Άγιο Πνεύμα είναι  μεν  τρία Πρόσωπα ενυπόστατα, αλλά δια το συμφυές, το συναΐδιον, το ομόθρονον, το ομοούσιον και το απαράλλακτο  της ουσίας Τους αποτελούν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τη  Μοναρχία της Τριάδος και  όχι τρεις θεούς, δηλαδή  «τρεις  ανομοίους τε και εκφύλους  ουσίας»,  όπως  ο Άρειος αφρόνως αποτόλμησε  να  κηρύξει,  «ύλην πυρός τοῦυ αιωνίου ἑεαυτώ θησαυρίζων». Η Μία και Ενιαία Θεότητα διακρίνεται σε τρία Πρόσωπα (υποστάσεις ή χαρακτήρες) ως προς τον αριθμό. Εκείνο, το οποίο εξασφαλίζει την ενότητα της Θεότητας είναι το ομοούσιον, το  απαράλλακτον  της  μορφής,  η ταυτότητα της ουσίας  των  τριών  Θείων  Υποστάσεων, ενώ εκείνο που διακρίνει τα Πρόσωπα είναι οι ασύγχυτες  ιδιότητες  αυτών.
Το  πρώτο  λοιπόν  και κύριο  έργο  της  Συνόδου ήταν αφ’ ενός η καταδίκη των αιρετικών πλανών και κακοδοξιών  του  Αρείου  και των οπαδών του, αφ’ ετέρου η διακήρυξη της πίστεως ή  του  «Συμβόλου της Νικαίας», το οποίο αποτελεί τον πρώτο σημαντικό σταθμό  στην εργώδη προσπάθεια της θεολογικής πατερικής  σκέψεως.
Το «Σύμβολον της Νικαίας» ή  το «Πιστεύω», όπως απαγγέλουμε  στο  ναό  στη  Θεία  Λειτουργία  ή σε άλλες Ακολουθίες, έχει  τρεις  χαρακτηριστικές  φράσεις προς  καταπολέμηση  της  διδασκαλίας  του  Αρείου:  «Εκ της ουσίας του Πατρός»«Γεννηθέντα, ου ποιηθέντα»«Ομοούσιον τω Πατρί». Στο τέλος του «Συμβόλου» της  Νικαίας  τέθηκαν  αναθεματισμοί, δια των οποίων αναθεματίζονται οι σπουδαιότερες αιρετικές  εκφράσεις  του  Αρείου.
Ποιος προήδρευσε της Συνόδου; Αναφέρονται τρία ονόματα: ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, ο Αντιοχείας Ευστάθιος και  ο  Κορδούης Όσιος. Αλλά  ο  ιστορικός Ευσέβιος κάνει λόγο περί προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιού και αριστερού. Από την πληροφορία αυτή εξάγεται ότι δεν υπήρχε ένας πρόεδρος, δεν υπήρχε κοινός πρόεδρος. Κοινός πρόεδρος ήταν ο αυτοκράτορας.
Έτσι  η  μεν  Σύνοδος  καταδίκασε  τον  Άρειο,  ο  δε Μέγας Κωνσταντίνος εξόρισε τους αιρετικούς Άρειο, Σεκούνδο Πτολεμαΐδος  και  Θεωνά  Μαρμαρικής  στην Ιλλυρία, αργότερα δε εξορίσθηκαν στη Γαλλία και ο Νικομηδείας Ευσέβιος  και  ο Νικαίας  Θέογνις,  επειδή αρνήθηκαν  να  αναγνωρίσουν  την  καταδίκη του Αρείου  και  δέχονταν  τους  Αρειανούς.
Στη συνέχεια η Σύνοδος διευθέτησε και άλλα τρία εκκλησιαστικά σχίσματα, το Νοβατιανό, το Σαμοσατιανό  και  το  Μελιτιανό,  ομοίως  δε  τερμάτισε και  τις έριδες πριν του εορτασμού του Πάσχα, αφού όρισε αυτό  να  εορτάζεται τη  πρώτη  Κυριακή  μετά  την πρώτη  πανσέληνο  της  εαρινής  ισημερίας.
Στο  Μίλιον  της  Κωνσταντινουπόλεως,  κτίριο  ιστάμενο αντίκρυ της μεσημβρινής πύλης της Αγίας Σοφίας, σώζονται μέχρι το  766  ή  767  μ.Χ.  οι  εικόνες των Αγίων  Οικουμενικών  έξι  Συνόδων, τις  οποίες  τότε εξαφάνισε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος,  αφού  ζωγράφισε αντί  αυτών ηνίοχους και ιπποδρομικά θέματα. Αλλά την εικόνα της ΣΤ’ Οικουμενικής  Συνόδου  εξαφάνισε  ο  Φιλιππικός,  ίσως το  712 μ.Χ.,  ζωγραφίζοντας  αντί  αυτής  τον  εαυτό  του και  τον κακόδοξο Πατριάρχη Ιωάννη ΣΤ’.
Η  Αρχαία  Εκκλησία  όρισε δύο  εορτάσιμες  ημέρες  για την προβολή της διδασκαλίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, την 28η Μαΐου και την Ζ’ Κυριακή από του Πάσχα. Η  Εκκλησία  ενέταξε την παρούσα  εορτή  στον κύκλο των εορτών του Πεντηκοσταρίου, και  μάλιστα μετά  την  Ανάληψη  του Κυρίου, όχι για άλλη αιτία, αλλά για την μαρτυρία αυτής υπέρ της Θεότητας του Χριστού, του  ομοουσίου  του  Υιού  με τον Πατέρα  και της πραγματικότητος της Σαρκώσεως Αυτού. Δια της Αναστάσεως και  της εις ουρανούς Αναλήψεώς Του, ο Κύριος αποκάλυψε σε όλους ότι δεν ήταν απλούς άνθρωπος,  αλλά  Θεάνθρωπος  και  ο  Ένας  της Τριάδος. Στη μαρτυρία αυτή  της Καινής Διαθήκης η Εκκλησία έρχεται να προσθέσει και την δική της εμπειρία, την  κοινή  συνείδηση  του  πληρώματος  αυτής, όπως εκφράστηκε αυτή  στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο  από  τους  Αγίους  και  Θεοφόρους  Πατέρες.


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.         
Υπερδεδοξασμένος  εί  Χριστέ  ο  Θεός  ημών, ο φωστήρας  επί  γης,  τους  Πατέρας  ημών  θεμελιώσας, και  δι’ αυτών, προς  την  αληθινήν  πίστιν  πάντας  ημάς οδηγήσας,  Πολυεύσπλαγχνε  δόξα σοι.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. 
Των Αποστόλων το κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εσφράγισαν· ή και  χιτώνα  φορούσα  της  αληθείας, τον  υφαντόν  της άνω  θεολογίας,  ορθοτομεί  και  δοξάζει, της  ευσεβείας το  μέγα  μυστήριον.


Μεγαλυνάριον.
Ως Υιόν και Λόγον τε του Θεού, Σύνοδος η Πρώτη, ομοούσιον τω Πατρί, ορθώς  σε κηρύττει, τον  δι’ ημάς παθόντα,  και  λύει  του  Αρείου,  Σώτερ  το  φρύαγμα.

Έτερον Μεγαλυνάριον.  
Σύνοδος η Πρώτη εν τη λαμπρά, πόλει Νικαέων, ομοούσιον  τω  Πατρί, σε Χριστέ  κηρύττει,  και  λύει  του Αρείου,  την  ψυχοφθόρον  πλάνην,  ενθέοις  δόγμασι.


Ο Άγιος Νικήτας ο Ομολογητής Αρχιεπίσκοπος Χαλκηδόνας

Ο  Άγιος  Νικήτας,  ο  Ομολογητής,  είναι άγνωστος  στους  Συναξαριστές  και  τα Μηναία. Το  όνομά  του  αναφέρεται  στους  Λαυριωτικούς Κώδικες  με  Ακολουθία  αυτού,  από  την  οποία εξάγεται  ότι  ο  Άγιος  ήταν  Επίσκοπος Χαλκηδόνος, μεταξύ  των ετών  726  και  775  μ.Χ., και  έζησε  κατά  τους  χρόνους  της  εικονομαχίας  και  αναδείχθηκε  Ομολογητής  για  τους  υπέρ  των  ιερών  εικόνων  αγώνες  του. Ενδέχεται  μάλιστα  να  παραιτήθηκε  από  τον επισκοπικό  θρόνο  της  Χαλκηδόνος  και  να αποσύρθηκε  σε  κάποια  μονή  της  Παλαιστίνης, για  να  επιδοθεί  αποκλειστικά  σε ασκητικούς αγώνες.      
Ο  Άγιος  Νικήτας  κοιμήθηκε  με  ειρήνη.

27/5/17

Ο Άγιος Ελλάδιος ο Ιερομάρτυρας

Είναι  άγνωστο  από  που  καταγόταν  και  πότε άθλησε  ο  Άγιος  Ιερομάρτυς  Ελλάδιος.  Αφού διέπερεψε  στην  αρετή  και  την  ευσέβεια,  με την  χάρη  του  Θεού  κατέστη  Επίσκοπος. Για την υπέρ  του  Χριστού  δράση  του  συνελήφθη, και, αφού  αρνήθηκε  να  θυσιάσει  στα  είδωλα, υποβλήθηκε  σε  σειρά  σκληρών  βασανιστηρίων. Ρίχθηκε στην πυρά, αλλά  με την Θεία  Δύναμη  εξήλθε  αβλαβής.  Με  τα θαυμάσια  αυτά  γεγονότα  έγινε  πρόξενος,  ώστε  πολλοί  των παρισταμένων  ειδωλολατρών να  προσέλθουν  στην αληθινή  πίστη του Χριστού. Τέλος, αφού  εδάρη  σκληρά  με  ράβδους  και  γροθιές, παρέδωσε  το  πνεύμα  και περιεβλήθηκε  τον  αμαράντινο  στέφανο  του μαρτυρίου.

Απολυτίκιο. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.           Φερωνύμως εδέξω ως θείον έλαιον, ιερουργίας την χάριν, τη επινεύσει Χριστού, και ιέρευσας σοφώς  Πάτερ Ελλάδιε, και  Μαρτύρων  κοινωνός, δι’ αγώνων ιερών, γενόμενος Ιεράρχα, καθικετεύεις απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

Κοντάκιο. Ήχος  πλ. δ’. Τη  υπερμάχω.
Ώσπερ  ελαία  ανεβλάστησας  κατάκαρπος

Αθλητικήν  ιερουργέ  νέμων  χρηστότητα
Τοις  το  έλεος  του  Λόγου  προσδεχομένοις.
Αλλ’ ως Μάρτυς  και  φωστήρ λαμπρός της πίστεως
Καθοδήγησον ημάς προς γνώσιν ένθεον        
Τους  βοώντάς  σοι,  χαίροις  Πάτερ  Ελλάδιε.

Μεγαλυνάριο.Έλεος Ελλάδιε θεϊκόν, ταις σαις ευπροσδέκτοις, μεσιτείαις προς τον Θεόν, βλύσον Ιεράρχα, τοις πίστει ευφημούσι, των σων αγωνισμάτων, την θείαν άθλησιν.

Ο Όσιος Βεδέας ο Ομολογητής

Ο  Όσιος Βεδέας γεννήθηκε στη Νορθμπρία της Αγγλίας  το  673  μ.Χ.  Σε  ηλικία επτά ετών εισήλθε  στη  μονή  του Γιάρροου, όπου  σπούδασε και  παρέμεινε  καθ’ όλο τον βίο του, χωρίς ποτέ να απομακρυνθεί από τα όρια αυτής. Όπως εξάγεται  από  τα συγγράμματά του και από άλλες  μαρτυρίες, ανάλωσε τον βίο του και  όλη την ενεργητικότητά του στην μελέτη των Αγίων Γραφών, στην ακριβή  τήρηση των  Κανόνων της μοναχικής πολιτείας, τη διδασκαλία και τη συγγραφή. Οι θεολογικές του εργασίες, κυρίως ερμηνευτικές, ήσαν εμβριθείς και εξετιμώντο πολύ, αλλά  ο  Όσιος  Βεδέας  κατέστη  περίφημος κυρίως  ως ιστορικός. Το  υπό  τον τίτλο  «Ιστορία της Εκκλησίας της Αγγλίας και του Αγγλικού λαού» έργο του, είναι η σπουδαιότερη πηγή για την πριν από αυτόν ιστορική περίοδο της Βρετανίας και  της Εκκλησίας αυτής. Συνέθεσε, επίσης, ύμνους και  άλλα ποιήματα, επιστολές,  διάφορες ομιλίες και συνέθεσε το «Μικρόν Μαρτυρολόγιον» με ιστορικές σημειώσεις.
Ο  Όσιος Βεδέας ήταν ο πρώτος, ο οποίος συνέγραψε στην αγγλική  γλώσσα. Εκτός των προσόντων του αυτών ήταν προ πάντων άνθρωπος του  Θεού, ευλαβής, ταπεινός, αγνός στην ψυχή και το σώμα.
Την τελευταία ημέρα της ζωής του, όταν πλέον είχε  εντελώς  εξαντληθεί,  ένας  από τους μαθητές του του υπενθύμισε ότι απομένει το τελευταίο κεφάλαιο του Ιωάννου προς ερμηνεία. «Γράφε, τέκνον μου», είπε  ο  Όσιος  και άρχισε να υπαγορεύει. Όταν το κεφάλαιο τελείωσε, ο ετοιμοθάνατος αδελφός αποχαιρέτησε όλους τους μοναχούς, στους οποίους διένειμε μικρά δώρα ως ευλογία, στράφηκε προς το ναό, όπου καθημερινά προσευχόταν επί  εξήντα  συναπτά  έτη,  πρόφερε τους  λόγους  «Δόξα  τω  Πατρί  και  τω  Υιώ  και τω  Αγίω  Πνεύματι»  και  παρέδωσε  το  πνεύμα του  στα  χέρια  του  Θεού  το  735 μ.Χ.


Ο Όσιος Βασίλειος εκ Γεωργίας

Ο  Όσιος Βασίλειος έζησε τον 11ο αιώνα μ.Χ. στη Γεωργία και  ήταν υιός του βασιλέως Μπαγράτ. Κοιμήθηκε με  ειρήνη.

Ο Όσιος Μιχαήλ εκ Γεωργίας

Ο   Όσιος  Μιχαήλ  Παρεκχέλι  έζησε  και  ασκήτεψε  κατά  τον  13ο  και  14ο  αιώνα  μ.Χ.  στη  Γεωργία.      
Κοιμήθηκε  οσίως  με  ειρήνη.

Ανακομιδή Τιμίων Λειψάνων Αγίων Ιωνά, Φωτίου και Κυπριανού Μητροπολιτών Μόσχας

Η  εύρεσις  και  μετακομιδή  των  ιερών  λειψάνων  των  αγίων Ιεραρχών  Ιωνά († 31 Μαρτίου), Φωτίου († 2 Ιουλίου) και  Κυπριανού († 16  Σεπτεμβρίου) έγινε στις  17  Μαΐου του  1472,  κατά  την  διάρκεια  της  ανέγερσης  του νέου  ναοῦύ  της  Κοιμήσεως  της  Θεοτόκου  στο Κρεμλίνο,  από  τον  Μητροπολίτη  Μόσχας Φίλιππο  Α’  († 9 Ιανουαρίου  και  27 Μαΐου)  και τον  μεγάλο  πρίγκιπα Ιβάν III.

Ο Όσιος Θεράπων ηγούμενος της Λευκής Λίμνης

Ο    Όσιος  Θεράπων,  κατά  κόσμον  Θεόδωρος, γεννήθηκε το  1337  στην πόλη  Βολοκολάμσκ  από την ευσεβή  οικογένεια  Ποσκόχιν.  Οι  γονείς  του τον  ανέθρεψαν  με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και από την παιδική ηλικία  εξεδήλωσε  την  κλίση  και  την  αγάπη  του  προς  τον  μοναχικό βίο.  Γι’ αυτό  εκάρη  μοναχός και  εγκαταστάθηκε βόρεια της Λευκής Λίμνης  μαζί  με τον Όσιο Κύριλλο ( 9  Ιουνίου), όπου ασκήτεψε ως ερημίτης  ασκούμενος  στη  σιωπή.  Η  αγιότητα  του  βίου  του  προσείλκυσε γύρω του μαθητές που οργάνωσαν ένα μοναστήρι, το οποίο αργότερα έλαβε  το  όνομα  του  Οσίου.
Το  1398 ο  Όσιος  ανοικοδόμησε  μία  ξύλινη  εκκλησία  αφιερωμένη  στο Γενέσιον  της  Θεοτόκου,  ενώ  οι  μοναχοί  τον βοηθούσαν  στο  έργο  αυτό και  ασχολούνταν  παράλληλα  με  την αντιγραφή εκκλησιαστικών βιβλίων.  Αργότερα,  περί  το  1500,  στον  τόπο  αυτό  κτίσθηκε  πέτρινος ναός  φημισμένος  για  τις αγιογραφίες του, έργα του αγιογράφου Διονυσίου  και  των  υιών  του  Βλαδιμήρου  και  Θεοδώρου.
Ο  Όσιος  από  ταπείνωση παραιτήθηκε  από  την  θέση  του  ηγουμένου  της μονής, εμπιστεύθηκε την πνευματική  καθοδήγησή του σε έναν από τους  πατέρες  αυτής  και  επέστρεψε  στον  πνευματικό  σύμβουλό του, Όσιο  Κύριλλο.
Το  1408 ο  πρίγκιπας Ανδρέας Δημητρίεβιτς ζήτησε από  τον Όσιο Θεράποντα  να  ιδρύσει  ένα  νέο  μοναστήρι  στην  πόλη  Μοζάϊσκ. Εκεί, στο  λόφο Λούσχο,  ο  Όσιος  ανήγειρε τη  νέα  μονή  και  έλαβε  το  οφφίκιο του  αρχιμανδρίτου  από  τον  Μητροπολίτη  Μόσχας  Φώτιο  ( 27 Μαΐου και  2  Ιουλίου).  Εδώ  ο  Όσιος ασκήτεψε για δέκα οκτώ  χρόνια και κοιμήθηκε με ειρήνη το 1426.           
Το  ιερό  λείψανό του ενταφιάσθηκε στο βόρειο κλίτος του ναού  του Γενεσίου  της  Θεοτόκου  και  βρέθηκε  το  1514.


Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς  Ρωσίας, περί το 1690, από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη  Ρωσία  ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε  μέρος στον πόλεμο που  έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά  το 1711, και  συνελήφθη αιχμάλωτος  από  τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από  το Προκόπιον της Μικράς  Ασίας,  το  οποίο  βρίσκεται  πλησίον  της  Καισαρείας της  Καππαδοκίας.  Ο  αγάς  τον  πήρε  μαζί  του  στο  χωριό  του. Πολλοί  από  τους αιχμαλώτους  συμπατριώτες  του  αρνήθηκαν την πίστη του  Χριστού  και  έγιναν  Μουσουλμάνοι,  είτε  γιατί κάμφθηκαν από  τις απειλές, είτε γιατί  δελεάστηκαν από  τις υποσχέσεις  και  τις  προσφορές  υλικών  αγαθών.
Ο  Ιωάννης,  όμως, ήταν  από  μικρός  αναθρεμμένος  με  παιδεία και  νουθεσία  Κυρίου  και  αγαπούσε  πολύ τον Θεό και  την πίστη  των  πατέρων  του.  Ήταν  από  εκείνους  τους  νέους,  όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας:  «Ο  δίκαιος  είναι  γνωστικὸός και  στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το  πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα στους νέους ανθρώπους  είναι  σεβάσμια  ωσάν  να είναι φέροντες και  ο καθαρός  βίος  τους  κάνει  ωσάν  να   είναι  γέροντες  πολύμαθοι».
Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας  την  σοφία  που δίδει  ο  Θεός  σε  εκείνους  που  τον αγαπούν,  έκανε  υπομονή στη  δουλεία  και  στην  κακομεταχείρηση  του  αφέντη του  και στις ύβρεις και  τα πειράγματα των  Οθωμανών,  οι  οποίοι  τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και  την  απέχθειά τους. Στον αφέντη του και  σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά  να πέσει  σε  τέτοια  φοβερή  αμαρτία.  Στον   αγά είπε:  «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Άν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σου  παραδίδω  την  κεφαλή  μου,  παρά  την  πίστη μου.  Χριστιανός  γεννήθηκα  και  Χριστιανός  θα  αποθάνω».
Ο   Θεός,  βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του,  μαλάκωσε  την  σκληρή  καρδιά  του  αγά  και  με τον καιρό  τον  συμπάθησε. Σε  αυτό συνήργησε και  η  μεγάλη ταπείνωση  όπου στόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και  η πραότητά του.
Έμεινε, λοιπόν,  ήσυχος  ο  μακάριος Ιωάννης  από  τις υποσχέσεις  και   απειλές  του  Οθωμανού  κυρίου  του,  ο  οποίος τον είχε διορισμένο  στον  σταύλο  του, για να  φροντίζει  τα  ζώα του. Σε μία  γωνιά   του  σταύλου  ξάπλωνε  το  κουρασμένο  σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε  να  έχει  ως  κλίνη τη  φάτνη  στην  οποία  ανεκλίθη κατά  την  γέννησή  Του  ο  Κύριός  μας  Ιησούς  Χριστός.  Ήταν δε  αφοσιωμένος  στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή  τα ζώα  του  κυρίου  του,  τα  οποία αισθάνονταν τόση την  προς αυτά  αγάπη  του  Αγίου,  ώστε  να  τον  ζητούν  όταν  απουσίαζε, να  τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν  τα  χάϊδευε,  ωσάν  να  συνομιλούσαν  μαζί  του.
Με  τον  καιρό  ο  αγάς  τον  αγάπησε,  καθώς  και  η σύζυγός του,  και  του  έδωσαν  για  κατοικία  ένα  μικρό  κελλί  κοντά στον  αχυρώνα.  Όμως  ο  Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί  το σώμα του με την κακοπέραση και  με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία  των  ζώων  και  στα  ποδοβολητά  τους.  Κάθε  νύχτα ο  σταύλος  γέμιζε  από  τις  προσευχές  του  Αγίου και  η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί  ώρες γονυπετής  και  προσευχόμενος,  κοιμώμενος για λίγο επἀνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές  φορές  μόνο  λίγο  ψωμί  και νερό,  και  νηστεύοντας  τις  περισσότερες  ημέρες.
Συνέχεια  έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού: «Ο κατοικών  εν  βοηθεία του  Υψίστου, εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται. Ερεί  τω Κυρίω· αντιλήπτωρ μου εἰ και καταφυγή μου, ο Θεός μου και ελπιώ επ’ Αυτόν. Ότι Αυτός ρύσεταί με εκ παγίδος θηρευτού και από λόγου ταραχώδους. Έθεντό  με εν λάκκω κατωτάτω, εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου. Εγὼώ  δε  προς  τον Κύριον  εκέκραξα  εν  τω  θλίβεσθαί με και εισήκουσέ  μου. Κύριος  φυλάξει  την  είσοδόν  μου  και  την έξοδόν  μου από  του νυν και  έως του  αιώνος.  Προς  σε  ήρα  τους οφθαλμούς μου Κύριε, τον κατοικούντα εν τω ουρανώ. Ιδού  ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας των κυρίων αυτών, ούτως οι οφθαλμοί  ημών προς Κύριον τον Θεόν ημών, έως  ού  οικτιρήσαι ημάς».  Ψαλμούς  σιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω  από  το  άλογο  του  αφέντη του.
Με  την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου,  αυτός  πλούτισε και  έγινε  ένας  από  τους  ισχυρούς του  Προκοπίου.
Ο  Ἀγιος  ιπποκόμος  του,  εκτός  της  προσευχής  και  της νηστείας, που έκανε  ως  άλλος  Ιώβ,  πήγαινε  τη νύχτα και έκανε  όρθιος  αγρυπνίες  στο  νάρθηκα  της  εκκλησίας του Αγίου  Γεωργίου,  η  οποία  ήταν  κτισμένη  μέσα  σε  ένα  βράχο και  βρισκόταν κοντά  στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. Και  ο Κύριος, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς»,   επέβλεψε επί  τον δούλο του τον πιστό  και  έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί  του  και   οι  άλλοι   αλλόθρησκοι.
Αφού, λοιπόν,  ο  αφέντης  του  Ιωάννη  πλούτισε,  αποφάσισε   να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, την ιερά πόλη  των  Μωαμεθανών.
Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός  του  παρέθεσε  τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς  και  τους  φίλους  του  ανδρός  της,  για να ευφρανθούν  και  να  ευχηθούν να επιστρέψει  υγιής  στον  οίκο του  από  την  αποδημία.  Ο  μακάριος  Ιωάννης  διακονούσε  στην τράπεζα.  Παρέθεσαν  δε σε  αυτή  και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε  πολύ  στον  αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε  τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση  θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης  σου,  αν  ήταν  εδώ και  έτρωγε μαζί μας από  τούτο το πιλάφι!».  Ο  Ιωάννης τότε ζήτησε  από  την  κυρία  του ένα  πιάτο  γεμάτο  πιλάφι  και  είπε ότι  θα  το  έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο  άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό  στον Ιωάννη,  σκεπτόμενη  ή  ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια,  όπως  συνήθιζε  να  κάνει,  δίδοντας  το  φαγητό  του.
Ο  Άγιος  το  πήρε  και  πήγε  στον  σταύλο.  Εκεί  γονυπέτησε και  έκανε  προσευχή  εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό  να  αποστείλει  το  φαγητό  στον αφέντη του με όποιον τρόπο  οικονομούσε  Εκείνος με την  παντοδυναμία Του.  Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδέν διακρινόμενος»  κατά  τον  λόγο  του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό  που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο  Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τα υπερφυή ταύτα σημεία συμβαίνουσι τοις απλουστέροις τη διανοία και θερμοτέροις τη ελπίδι»,  ότι,  δηλαδή,  αυτά  τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! Το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από  τα μάτια του Οσίου.  Ο  μακάριος  Ιωάννης  επέστρεψε  στην  τράπεζα  και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν  ότι  το  έφαγε  ο Ιωάννης.
Αλλά  ύστερα  από  λίγες  ημέρες  γύρισε  από την Μέκκα  ο κύριός του και  έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικίων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο  αγάς  στους  οικίους  του:  «Την  δείνα ημέρα  (και  ήταν  η  ημέρα  του  συμποσίου,  κατά  την  οποία είπε  ο  Ιωάννης  ότι  έστειλε  το  φαγητό  στον  αφέντη  του), την ώρα  κατά  την  οποία επέστρεψα  από  το  μεγάλο  τζαμί  στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά  (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι  (πιάτο)  γεμάτο  πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος  άραγε  είχε  φέρει  εκείνο  το  φαγητό  και  προ  πάντων δεν  μπορούσα  να εννοήσω  με  τι τρόπο  είχε  ανοίξει την  πόρτα,  την  οποία  είχα  κλείσει  καλά.  Μη  γνωρίζοντας  πως να  εξηγήσω  αυτό  το  παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο  μέσα  στο  οποίο  άχνιζε  το  πιλάφι  και  είδα  με  απορία ότι  ήταν  χαραγμένο  το  όνομά  μου επάνω  στο  χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή  όπου  είχα  από  εκείνο  το  ανεξήγητο περιστατικό, κάθησα  και  έφαγα το  πιλάφι με μεγάλη  όρεξη,  και  ιδού  το πιάτο  που  το  έφερα  μαζί  μου,  και  είναι  αληθινά  το  δικό  μας».
Ακούγοντας  αυτή τη διήγηση οι οικείοι του  Ιππάρχου εξέστησαν  και  απόρησαν,  η  δε  σύζυγός  του  του  εξιστόρησε πως  ζήτησε  ο  Ιωάννης  το  πιάτο  με  το  φαγητό  και  είπε  ότι το  έστειλε στη  Μέκκα,  και  ότι, ακούγοντάς  τον  να  λέγει  ότι το  έστειλε,  γέλασαν.
Αυτό  το  θαύμα  μαθεύτηκε  σε  όλο  το  χωριό  και  στη  γύρω  περιοχή και  όλοι  θεωρούσαν  πλέον  τον  Ιωάννη  ως  άνθρωπο   δίκαιο και  αγαπητό  στον  Θεό,  τον  έβλεπαν  δε  με  φόβο  και  σεβασμό,  και  δεν  τολμούσε  κανείς  να  τον  ενοχλήσει.  Ο κύριός  του  και  η  σύζυγός  του  τον  περιποιούνταν  περισσότερο και  τον  παρακαλούσαν  πάλι  να  φύγει  από  τον σταύλο  και να  κατοικήσει  σε  ένα  οίκημα, το οποίο ήταν κοντά  στον σταύλο,  όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με  τον  ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας  με  προθυμία  τα  θελήματα  του  αγά.
Αλλά  ύστερα  από  λίγα  χρόνια, κατά  τα  οποία  έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει  με  τις  δεήσεις  του  και  με την κακοπάθεια του σώματός  του  για  το  όνομα  και  την  αγάπη  του  Χριστού.
Προαισθανόμενος  ο  Όσιος  το  τέλος  του,  ζήτησε να κοινωνήσει  των  Αχράντων  Μυστηρίων  και  γι’ αυτό  έστειλε και  κάλεσε  έναν  ιερέα.  Αλλά  ο  ιερεύς  φοβήθηκε  να μεταφέρει  φανερά  τα  Άγια  Μυστήρια  στο  σταύλο,  εξαιτίας του φανατισμού  των Τούρκων. Όμως  σοφίστηκε, κατά  Θεία φώτιση, και  πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και  έτσι μετέβη στο σταύλο και  κοινώνησε τον μακάριο  Ιωάννη.  Ο  Ιωάννης,  μόλις  έλαβε  το  Άχραντο  Σώμα και  το  Τίμιο  Αίμα  του  Κυρίου,  παρέδωσε  την  αγία  ψυχή  του στα  χέρια  του  Θεού,  τον  Οποίο  τόσο   αγάπησε. Ήταν  το  1730.
Το  1733, το  ακέραιο καο  ευωδιάζον ιερό  λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη  σε  βράχο  εκκλησία  του  Αγίου Γεωργίου, αργότερα  στο  νεόδμητο  ναό  του  Αγίου  Βασιλείου  και  τέλος στο  ναό που  ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί  κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα  που  εύρισκαν  την  θεραπεία  τους.
Όταν, κατά  το  1832, επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β’, επαναστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και  τον Χαζνετάρ  Ογλού  Οσμάν  πασά  με  1.800  στρατιώτες.  Ο  Οσμάν πασάς,  αφού  πέρασε  την  Καισάρεια  της Καππαδοκίας, έφθασε  κοντά  στο  Προκόπιο, όπου  σκεπτόταν  να  αναπαυθεί  και  να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή  όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που  ήσαν, μισούσαν  τον  σουλτάνο,  συμφώνησαν όλοι  να μην δεχθούν  τον  Οσμάν  πασά  στο  Προκόπι  ούτε  στα σύνορα. Οι  Χριστιανοί, που  ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν  στον σουλτάνο  και  να  δεχθούν  τον  στρατό  που ερχόταν  από  εκείνον,  λέγοντας  μάλιστα  σε  αυτούς  ότι  μπορεί ο  Οσμάν  πασάς  να  αγανακτίσει  και  να  καταστρέψει  το χωριό. Εκεῖίνοι όμως δεν άλλαζαν  γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν  τα   γυναικόπαιδα  και  έφυγαν  στα  γύρω  χωριά  και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως  των  γενιτσάρων.
Πράγματι,  την  άλλη  ημέρα,  όταν  ο  Οσμάν  πασάς  εισήλθε στο  Προκόπι, το λεηλάτησε και  το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά  και  ασημικά. Δεν βρήκαν  όμως  τίποτε.  Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική  πίστη, αποφάσισαν  να  κάψουν  το  ιερό  λείψανο.
Το  έβαλαν στο  προαύλιο, μάζεψαν πολλά  φρύγανα, έβαλαν φωτιά  και  έριξαν με ασέβεια το  ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το  ιερό λείψανο του  Οσίου Ιωάννου όχι μόνο  έμεινε άφλεκτο, αλλά  και  φάνηκε στους  απίστους  ότι  ζούσε,  τους φοβέριζε  και  τους  έδιωχνε  από  τον  περίβολο  της  εκκλησίας.
Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που  είχαν αφήσει από τον τρόμο τους  οι  Τούρκοι  στρατιώτες, πήραν  με ευλάβεια  το  ιερό  λείψανο  και  το  τοποθέτησαν  πάλι μέσα στη λάρνακα.           
Το  ιερό  λείψανο  μεταφέρθηκε  στην  Εύβοια  τον  Οκτώβριο  του 1924  μαζί  με τους  πρόσφυγες  της  Μικράς  Ασίας  από   το  πλοίο  «Βασίλειος  Δεστούνης».  Και  ενώ  το πλοίο βρισκόταν στη  Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και  έμενε στον ίδιο τόπο. Ο  κυβερνήτης  του  πλοίου φοβήθηκε. Τότε  ο Παναγιώτης  Παπαδόπουλος,  που  είχε  πάρει μαζί  του  το  ιερό  λείψανο  κρυφά,  εξήγησε  στον  πλοίαρχο  ότι μέσα  στο  πλοίο  και  μάλιστα  στο  αμπάρι  ήταν  το  ιερό λείψανο  του  Οσίου  Ιωάννου  του  Ρώσου.  Αμέσως  ο  κυβερνήτης  διέταξε  την μεταφορά  του  ιερού  σκηνώματος  στο διαμέρισμα  του  πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος  οίκος,  όπου  το  εναπέθεσαν  και  άναψαν  το  καντήλι.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Θείας  πίστεως,  το  φως κατέχων, πικράν ήνεγκας, αιχμαλωσίαν, Ιωάννη και οσίως εβίωσας· όθεν το θείον σου λείψανον Άγιε, θαυματουργίας πηγάζει εν Πνεύματι· ω προστρέχοντες,  υμνούμεν  τον σε δοξάσαντα, τιμώντες τα σεπτά  σου  προτερήματα.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Ευσεβείας δόγμασιν, εντεθραμμένος θεόφρον, ακλινώς υπέμεινας, αιχμαλωσίας τας θλίψεις. Όθεν σε, ο Ζωοδότης λαμπρώς δοξάσας, δέδωκε, πιστοίς το τίμιον λείψανόν σου, αναβλῦζον  Ιωάννη,  Πνεύματι  θείω  ρείθρα  ιάσεων.


Μεγαλυνάριον.
Άστρον  εξ  Εώας  ώφθης  λαμπρόν,  μάκαρ  Ιωάννη,  καταυγάζον τους ευσεβείς, χάριτι θαυμάτων, και νήσον της Ευβοίας, τω  σω  καθαγιάζεις,  λειψάνω  Άγιε.