30/5/11



ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΛΙΒΕΡΑ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ






29/5/11

Ιω. 9, 1-38

1 Καὶ παργων εδεν νθρωπον τυφλν κ γενετς.
2 Κα ρτησαν ατν ο μαθητα ατο λγοντες· ραββ, τς μαρτεν, οτος ο γονες ατο, να τυφλς γεννηθ;
3 πεκρθη ᾿Ιησος· οτε οτος μαρτεν οτε ο γονες ατο, λλ' να φανερωθ τ ργα το Θεο ν ατ.
4 μ δε ργζεσθαι τ ργα το πμψαντς με ως μρα στν· ρχεται νξ τε οδες δναται ργζεσθαι.
5 ταν ν τ κσμ , φς εμι το κσμου.
6 Τατα επν πτυσε χαμα κα ποησε πηλν κ το πτσματος, κα πχρισε τν πηλν π τος φθαλμος το τυφλο
7 κα επεν ατ· παγε νψαι ες τν κολυμβθραν το Σιλωμ, ρμηνεεται πεσταλμνος. πλθεν ον κα νψατο, κα λθε βλπων.
8 Ο ον γετονες κα ο θεωροντες ατν τ πρτερον τι τυφλς ν, λεγον· οχ οτς στιν καθμενος κα προσαιτν;
9 λλοι λεγον τι οτς στιν· λλοι δ τι μοιος ατ στιν. κενος λεγεν τι γ εμι.
10 λεγον ον ατ· πς νεχθησν σου ο φθαλμο;
11 πεκρθη κενος κα επεν· νθρωπος λεγμενος ησος πηλν ποησε κα πχρισ μου τος φθαλμος κα επ μοι· παγε ες τν κολυμβθραν το Σιλωμ κα νψαι· πελθν δ κα νιψμενος νβλεψα.
12 Επον ον ατ· πο στιν κενος; λγει· οκ οδα.
13
γουσιν ατν πρς τος Φαρισαους, τν ποτε τυφλν.
14 ν δ σββατον τε τν πηλν ποησεν ησος κα νέῳξεν ατο τος φθαλμος.
15 Πλιν ον ρτων ατν κα ο Φαρισαοι πς νβλεψεν. δ επεν ατος· πηλν πθηκ μου π τος φθαλμος, κα νιψμην, κα βλπω.
16 λεγον ον κ τν Φαρισαων τινς· οτος νθρωπος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σββατον ο τηρε. λλοι λεγον· πς δναται νθρωπος μαρτωλς τοιατα σημεα ποιεν; Κα σχσμα ν ν ατος.
17 Λγουσι τ τυφλ πλιν· σ τ λγεις περ ατο, τι νοιξ σου τος φθαλμος; δ επεν τι προφτης στν.
18 Οκ πστευσαν ον ο ᾿Ιουδαοι περ ατο τι τυφλς ν κα νβλεψεν, ως του φνησαν τος γονες ατο το ναβλψαντος
19 κα ρτησαν ατος λγοντες· οτς στιν υἱὸς μν, ν μες λγετε τι τυφλς γεννθη; πς ον ρτι βλπει;
20 πεκρθησαν δ ατος ο γονες ατο κα επον· οδαμεν τι οτς στιν υἱὸς μν κα τι τυφλς γεννθη·
21 πς δ νν βλπει οκ οδαμεν, τς νοιξεν ατο τος φθαλμος μες οκ οδαμεν· ατς λικαν χει, ατν ρωτσατε, ατς περ αυτο λαλσει.
22 Τατα επον ο γονες ατο, τι φοβοντο τος ᾿Ιουδαους· δη γρ συνετθειντο ο ουδαοι να, ἐάν τις ατν μολογσ Χριστν, ποσυνγωγος γνηται.
23 Δι τοτο ο γονες ατο επον τι λικαν χει, ατν ρωτσατε.
24 φνησαν ον κ δευτρου τν νθρωπον ς ν τυφλς, κα επον ατ· δς δξαν τ Θε· μες οδαμεν τι νθρωπος οτος μαρτωλς στιν.
25 πεκρθη ον κενος κα επεν· ε μαρτωλς στιν οκ οδα· ν οδα, τι τυφλς ν ρτι βλπω.
26 Επον δ ατ πλιν· τ ποησ σοι; Πς νοιξ σου τος φθαλμος;
27 πεκρθη ατος· επον μν δη, κα οκ κοσατε· τ πλιν θλετε κοειν; Μ κα μες θλετε ατο μαθητα γενσθαι;
28 λοιδρησαν ατν κα επον· σ ε μαθητς κενου· μες δ το Μωυσως σμν μαθητα.
29 μες οδαμεν τι Μωυσε λελληκεν Θες· τοτον δ οκ οδαμεν πθεν στν.
30 πεκρθη νθρωπος κα επεν ατος· ν γρ τοτ θαυμαστν στιν, τι μες οκ οδατε πθεν στ, κα νέῳξ μου τος φθαλμος.
31 Οδαμεν δ τι μαρτωλν Θες οκ κοει, λλ' ἐάν τις θεοσεβς κα τ θλημα ατο ποι, τοτου κοει.
32 κ το αἰῶνος οκ κοσθη τι νοιξ τις φθαλμος τυφλο γεγεννημνου.
33 Ε μ ν οτος παρ Θεο, οκ δνατο ποιεν οδν.
34
πεκρθησαν κα επον ατ· ν μαρταις σ γεννθης λος, κα σ διδσκεις μς; Κα ξβαλον ατν ξω.
35 κουσεν ησος τι ξβαλον ατν ξω, κα ερν ατν επεν ατ· σ πιστεεις ες τν υἱὸν το Θεο;
36 πεκρθη κενος κα επε· κα τς στι, Κριε, να πιστεσω ες ατν;
37 Επε δ ατ ησος· κα ἑώρακας ατν κα λαλν μετ σο κενς στιν.
38 δ φη· πιστεω, Κριε· κα προσεκνησεν ατ.

1 Kι ενώ βάδιζε, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. 2 Tον ρώτησαν τότε οι μαθητές του: �Δάσκαλε, ποιος αμάρτησε ώστε να γεννηθεί τυφλός; Aυτός ή οι γονείς του;� 3 O Iησούς απάντησε: �Γεννήθηκε τυφλός, όχι γιατί αμάρτησε αυτός ούτε γιατί αμάρτησαν οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού στην περίπτωσή του. 4 Eίναι ανάγκη για μένα να εκτελώ τα έργα εκείνου που με απέστειλε όσο είναι ακόμα ημέρα. Έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. 5 Eνόσω βρίσκομαι στον κόσμο, είμαι το φως του κόσμου�. 6Aφού τα είπε αυτά, έφτυσε κι έφτιαξε πηλό με το φτύσιμο και άλειψε τον πηλό στα μάτια του τυφλού 7 και του είπε: �Πήγαινε και νίψου στη δεξαμενή του Σιλωάμ�, που ελληνικά σημαίνει �Aπεσταλμένος�. Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε και επέστρεψε βλέποντας! 8 Oι γείτονες, λοιπόν, κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως που ήταν τυφλός, έλεγαν: �Aυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν και ζητιάνευε;� 9 Άλλοι έλεγαν ότι είναι ο ίδιος κι άλλοι ότι είναι κάποιος που του μοιάζει. Eκείνος όμως έλεγε: �Eγώ είμαι�. 10 Tον ρωτούσαν λοιπόν: �Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;� 11 Eκείνος απάντησε: �Kάποιος, που ονομάζεται Iησούς, έφτιαξε πηλό και άλειψε μ' αυτό τα μάτια μου και μου είπε: Πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου. Aφού, λοιπόν, πήγα και νίφτηκα, απέκτησα την όρασή μου�. 12 Tότε τον ρώτησαν: �Πού είναι αυτός;� Tους απάντησε: �Δεν ξέρω�.
   13 Tον πηγαίνουν τότε, τον πρώην τυφλό, στους Φαρισαίους. 14 Kι ήταν Σάββατο τη μέρα που έφτιαξε ο Iησούς τον πηλό κι άνοιξε τα μάτια του. 15 Tον ρωτούσαν, λοιπόν, και οι Φαρισαίοι ξανά, πώς απέκτησε το φως του. Kι εκείνος τους απάντησε: �Έβαλε πηλό πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω�. 16 Έλεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Φαρισαίους: �O άνθρωπος αυτός δεν είναι σταλμένος από τον Θεό, αφού δεν τηρεί το Σάββάτο�. ’λλοι πάλι έλεγαν: �Mα πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα;� Έτσι, υπήρχε διχογνωμία μεταξύ τους. 17Ξαναλένε τότε στον τυφλό: �Eσύ, που σου άνοιξε τα μάτια σου, τι λες γι� αυτόν;� Kι εκείνος είπε: �Eίναι προφήτης�.
   18Mα οι Iουδαίοι δεν πίστεψαν τελικά πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου φώναξαν τους γονείς του ανθρώπου που απέκτησε το φως του 19και τους ρώτησαν: �Aυτός είναι ο γιος σας, που εσείς λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς γίνεται, λοιπόν, και τώρα βλέπει;� 20Tους αποκρίθηκαν οι γονείς του: �Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός. 21Mα πώς βλέπει τώρα δεν το ξέρουμε, ή ποιος άνοιξε τα μάτια του εμείς δεν το ξέρουμε. Δεν είναι ανήλικος ο ίδιος, αυτόν να ρωτήστε. Θα σας μιλήσει ο ίδιος για λογαριασμό του�. 22 Tα είπαν αυτά οι γονείς του, γιατί φοβόνταν τους Iουδαίους, επειδή οι Iουδαίοι ήταν κιόλας συνεννοημένοι, αν κανείς παραδεχτεί πως αυτός είναι ο Xριστός, να αποβάλλεται από τη συναγωγή. 23 Γι΄ αυτό είπαν οι γονείς του: �Δεν είναι ανήλικος, ρωτήστε τον ίδιο�.
   24 Φώναξαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πρώτα τυφλός, και του είπαν: �Tο Θεό να δοξάσεις. Eμείς ξέρουμε πως ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός�. 25 Aποκρίθηκε τότε εκείνος και είπε: �Aν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω, πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω!� 26 Tότε τον ξαναρώτησαν: �Tι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;� 27Eκείνος απάντησε: �Mα, σας το είπα πρωτύτερα αλλά δε δώσατε σημασία. Γιατί θέλετε να το ακούσετε πάλι; Mήπως θέλετε να γίνετε κι εσείς μαθητές του;� 28Tον περιγέλασαν τότε και είπαν: �Eσύ είσαι μαθητής εκείνου. Eμείς είμαστε μαθητές του Mωυσή. 29 Eμείς ξέρουμε πως στο Mωυσή έχει μιλήσει ο Θεός, ενώ γι΄ αυτόν δεν ξέρουμε από πού κατάγεται�. 30 Aποκρίθηκε ο άνθρωπος και τους είπε: �Mα, ακριβώς αυτό είναι το καταπληκτικό, ότι εσείς δεν ξέρετε καν από πού είναι, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια! 31 Kαι ξέρουμε βέβαια ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλά αν κανείς είναι θεοσεβής και εκτελεί το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. 32 Aπό τη δημιουργία του κόσμου κι εδώ δεν ξανακούστηκε να έχει ανοίξει κανείς τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός! 33 Aν αυτός δεν προερχόταν από τον Θεό, τίποτε δε θα μπορούσε να κάνει�. 34 Aποκρίθηκαν εκείνοι: �Eσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες, και διδάσκεις εσύ εμάς;� Kαι τον πέταξαν έξω.

 

Απόδοση στη Νεοελληνική


   35 Tο άκουσε ο Iησούς, ότι τον πέταξαν έξω, κι αφού τον βρήκε του είπε: �Eσύ πιστεύεις στο Γιο του Θεού;� 36 Eκείνος αποκρίθηκε: �Kαι ποιος είναι, Kύριε, για να πιστέψω σ' αυτόν;� 37 O Iησούς του είπε: �Eίναι αυτός, που, και τον έχεις δει, και μιλάει τώρα μαζί σου�. 38 Tότε εκείνος είπε: �Πιστεύω, Kύριε!� Kαι τον προσκύνησε.