31/1/15

Ο Όσιος Νικήτας εκ Κιέβου

Ο Όσιος Νικήτας καταγόταν από την Ρωσία και ήταν κατά σάρκα αδελφός  του  Οσίου  Νίκωνος ( 23 Μαρτίου), ηγουμένου  της  Λαύρας  του Κιέβου. Μόνασε στη μονή των Σπηλαίων του Κιέβου, αλλά το ανυπάκουο του χαρακτήρα του τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει την κοινοβιακή ζωή και τους Πατέρες και να ζήσει, ως μοναχός, απομονωμένος σε ένα κελί που έφτιαξε για τον εαυτό του. Ο Όσιος Νίκων, ποτ  δεν έδωσε την ευλογία του για την απομάκρυνση του μοναχού  Νικήτα  είδε  με  θλίψη  την  πράξη  του  και  περίμενε  με  φόβο την τιμωρία της παρακοής του. Πράγματι, η δοκιμασία  δεν άργησε να έλθει. Μια μέρα και ενώ ο Όσιος Νικήτας προσευχόταν, ο διάβολος μεταμορφωμένος  σε Άγγελο Κυρίου, παρουσιάσθηκε μπροστά του  και του  είπε  να  μην  προσεύχεται  πλέον, αλλά  να  μελετά  τις  Αγίες Γραφές. Το έργο της προσευχής θα αναλάμβανε αντί του Οσίου ο ψευτοάγγελος. Ο Όσιος υπέκυψε στον πειρασμό. Νόμισε ότι κατά  θεία παραχώρηση  και λόγω των  ασκητικών του αγώνων ο Θεός  του  χάρισε αυτή  τη  μεγάλη δωρεά. Έτσι σταμάτησε την προσευχή  και  άρχισε  τη μελέτη. Μελέτη  όμως  του  λόγου  του  Θεού  χωρίς  προσευχή  δεν γίνεται. Έτσι  η  καρδιά του  περιέπεσε σε ακηδία και  πνευματικό λήθαργο, γι’ αυτό  δεν  κατάφερε να  τελειώσει  ούτε την μελέτη  της Αγίας  Γραφής.

Ο Όσιος άρχισε  ξαφνικά  να  προφητεύει μόνο τα μέλλοντα κακά: κλοπές, εγκλήματα, κακές  ενέργειες  και  πράξεις, όλα  δηλαδή  εκείνα που  κατεργάζεται ο διάβολος, ο πατέρας  του  ψεύδους  και  της  κακίας. Η  φήμη  του  απλώθηκε παντού  και  όλοι τον  θαύμαζαν  για  την  ακριβή εκπλήρωση των προφητικών του λόγων. Οι Πατέρες της μονής άρχισαν  να  καταλαβαίνουν  ότι  ο  Όσιος  Νικήτας  είχε  πέσει  σε  πλάνη και  είχε οδηγηθεί από  τον σατανά  σε  οδό  απωλείας. Έτσι  ξεκίνησαν θερμή  προσευχή  για  να  φωτισθεί  ο νους  του  Οσίου  και  να σωθεί. Χάρη  στην  προσευχή  των συνασκητών του, των Αγίων εκείνων Πατέρων, που από  αγάπη  για  τον άνθρωπο  προσεύχονταν  και  για  τον αδελφό τους, ο νους του Οσίου φωτίσθηκε και άρχισε πάλι να προσεύχεται και να βιώνει τους αληθινούς καρπούς της μοναχικής πολιτείας, της  αρετής  και  της  ασκήσεως. Ο  Θεός  όχι  μόνο  έκανε  δεκτή  τη μετάνοιά του, αλλά και τον αξίωσε του χαρίσματος της θαυματουργίας.
Λόγω της οσιακής ζωής του ο Άγιος Νικήτας, το έτος 1096, εξελέγη Επίσκοπος Νόβγκοροντ. Αφού  ποίμανε  αξίως  και  θεοφιλώς  το  ποίμνιό του, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1109 και το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στον ιερό ναό των Αγίων και Δικαίων Θεοπατόρων  Ιωακείμ  και  Άννης  του  Νόβγκοροντ.

Οι Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Θαυματουργοί Ανάργυροι και οι συν αυτοίς Αθανασία, Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία οι Μάρτυρες


Οι  Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν  κατά  την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ  ο  Άγιος  Ιωάννης  καταγόταν από  την Έδεσσα  της  Μεσοποταμίας.
Όταν  ξέσπασε  ο διωγμός  του  Διοκλητιανού, ο  Άγιος  Κύρος πήγε  σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό  σχήμα, κατοίκησε  στον  τόπο  αυτό.
Ο  Άγιος  Ιωάννης  πήγε  στα  Ιεροσόλυμα και  εκεί  άκουσε για τα θαύματα που  επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού  από  διάφορες  φήμες  έμαθε  που  διέμενε  ο  Άγιος  Κύρος, πήγε  και  τον  βρήκε  και  έμεινε  μαζί του. Τα  θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων ( 11 Μαρτίου), διότι  οι  Άγιοι  θεράπευσαν  τα  μάτια του.
Κατά  την  περίοδο  του  διωγμού  συνελήφθη  και  η  Αγία  Αθανασία, που ήταν  χήρα, καθώς  επίσης  και  οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη  και  Ευδοξία. Η  είδηση  τάραξε  τον Κύρο  και  τον  Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα  των  βασανιστηρίων, εξαιτίας  της  αδυναμίας  της  φύσεως της  γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές  θάρρος, ενώ παράλληλα  προετοιμάζονταν  και  οι  ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν  και  αυτοί  και  οδηγήθηκαν  στον  ηγεμόνα.
Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας  σε  αυτή  τις  θυγατέρες  της  και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού  στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα  διατηρείται  η  ομορφιά  της  ψυχής  του  ανθρώπου  αθάνατη. Αυτές  δε  έλεγαν προς  την  μητέρα  τους  ότι  αισθάνονταν  μεγάλη χαρά, επειδή  έμελλε να  φύγουν  από  τον  μάταιο  αυτό  κόσμο  μαζί της για την  αγάπη  του  Χριστού  και να  μην χωρισθούν  ποτέ  από  κοντά της. Ο  ηγεμόνας  εξαγριώθηκε  και  διέταξε  να τους  υποβάλουν  σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν  δια  ξίφους τον  Άγιο  Κύρο  και  τον  Άγιο  Ιωάννη, το  έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και  το μαρτύριο αυτών  έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.
Η Σύναξη  αυτών  ετελείτο  στο  Μαρτύριο  που  είχε  ανεγερθεί  προς τιμήν  τους  και  βρίσκεται  στην  περιοχή  Φωρακίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τῇ γῇ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζοντες, τοῖς βοῶσιν ἀπαύστως· χαίρετε κρῆναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.           
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.



Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε πασχόντων θεραπευταί, Κῦρε θεοφόρε, Ἰωάννη τε θαυμαστέ· δωρεὰν γὰρ πᾶσι, παρέχοντες ἰάσεις, εὐεργετεῖτε πάντας, ὡς χριστομίμητοι.

Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου της Κορωνιωτίσσης ή Δακρυρροούσης

Η  εικόνα  της  Παναγίας  της  Κορωνιώτισσας  ή  Δακρυροούσας  φυλάσσεται στην  ομώνυμη  μονή  του  Ληξουρίου  της  νήσου  Κεφαλληνίας. Η  Παναγία κατά  την  ημέρα  αυτή  διέσωσε  τη  μονή  από  τον  ισχυρό  σεισμό  του  έτους 1867.

Ο Όσιος Αρσένιος ο εν Πάρω

Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα  Ιωάννινα  το  έτος  1800 και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από  μικρή  ηλικία  έμεινε  ορφανός  και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε  στην  ονομαστική  σχολή  της  πόλεως  έχοντας  ως  σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία  έτη  της  φοιτήσεώς  του  συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα  Δανιήλ  από  τη  Ζαγορά  του  Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς  πνευματικούς  της  εποχής  εκείνης  και  έγινε  υποτακτικός του.
Το έτος 1815 ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ  και  εκεί  εκάρη  μοναχός. Αργότερα  χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις  αντιδράσεις του, καθώς  δεν  θεωρούσε  τον  εαυτό  του  άξιο  και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον  Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Όμως και από εδώ αναγκάστηκαν να φύγουν, γιατί άρχισε η επανάσταση κατά των Τούρκων. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε  το  1817  Πρεσβύτερος.
Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο  και  τη  Φολέγανδρο, όπου δίδαξε  από  το  1829  μέχρι  το  1840.
Μετά  την κοίμηση  του  Γέροντά του Δανιήλ, ο  Όσιος  ασκήτεψε  στη μονή  Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς  αγρυπνούσε, προσευχόμενος  για  τα  πνευματικά  του  τέκνα και  τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή  ήταν η  ανάγνωση  των θείων  Γραφών  και  των  συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και  ο  Όσιος  θεωρούσε  τη  μικρή του  βιβλιοθήκη  ως  κήπο  τερπνότατο και  ωραιότατο  με  αγλαόκαρπα  δένδρα, πλήρη  από  εύχυμους  καρπούς.
Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε  τους  ασθενείς, τους  οποίους  διακονούσε με μεγάλη προθυμία.

Όταν το  1861, κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής  ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και  προϊστάμενό  τους τον  Όσιο Αρσένιο, ο  οποίος  τους  ποίμανε με  θεοφιλή  και  θεάρεστο  τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί  απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.
Ο  Όσιος  κοιμήθηκε με ειρήνη  το  έτος  1877. Η  ανακομιδή  των λειψάνων του έγινε το έτος 1938  και  εορτάζεται  στις  10 Αυγούστου. Τα ιερά  λείψανά  του  φυλάσσονται  με  ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως  του  Σωτήρος  Πάρου.

30/1/15

Οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες

Η  αιτία  για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην  Εκκλησία  είναι  το  εξής  γεγονός:
Κατά  τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 – 1118), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη (1078 – 1081), έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο και  τον θεωρούσαν  ανώτερο  από  τον Μέγα Βασίλειο και  τον Γρηγόριο  και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι  στον Γρηγόριο τον Θεολόγο, θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή  από  τον  Βασίλειο  και  τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή  είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν  τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες»  και  άλλοι  «Γρηγορίτες».
Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά  την  διήγηση του Συναξαριστού, είδε σε οπτασία  τους μέγιστους αυτούς  Ιεράρχες, πρώτα  καθένα  χωριστά  και στη  συνέχεια  και  τους  τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν: «Εμείς, όπως  βλέπεις, είμαστε  ένα  κοντά  στον  Θεό  και  τίποτε  δεν  υπάρχει  που  να μας  χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που  βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και  καθοδηγούμενοι από  το  Άγιο  Πνεύμα, γράψαμε  σε συγγράμματα  και  με  τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν  τους  ανθρώπους να  βρουν  τον  δρόμο  της  σωτηρίας. Επίσης, τις  βαθύτερες  θείες  αλήθειες, στις  οποίες  μπορέσαμε  να  διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα  που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, άν  πεις  τον  ένα, συμπορεύονται  δίπλα  του  και  οι  δυο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες  να  σταματήσουν  τις  έριδες  και να πάψουν να χωρίζονται για  εμάς. Γιατί  εμείς, και  στην  επίγεια  ζωή  που  είμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε  και  να  οδηγούμε  σε  ομόνοια  τον  κόσμο. Και  όρισε  μία ημέρα  να  εορτάζεται  από  κοινού  η  μνήμη  μας  και  καθώς  είναι  χρέος σου, να  ενεργήσεις  να  εισαχθεί η εορτή  στην Εκκλησία  και  να συνταχθεί  η  ιερή  ακολουθία. Ακόμη  ένα  χρέος  σου, να  παραδόσεις στις  μελλοντικές  γενιές  ότι  εμείς  είμαστε  ένα  για  τον  Θεό. Βεβαίως και  εμείς  θα  συμπράξουμε  για  τη σωτηρία  εκείνων  που  θα  εορτάζουν την  μνήμη  μας, γιατί  έχουμε  και  εμείς  παρρησία  ενώπιον  του  Θεού».
Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε τη συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης  Ιανουαρίου και συνέγραψε  και  κοινή  Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων.
Η  εορτή  αυτής  της  Συνάξεως  του  Μεγάλου  Βασιλείου, του  Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τοὺς το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι  οποίοι  εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν  λάβει  το χάρισμα  να εκφράζουν την καθολική συνείδηση  της  Εκκλησίας  και  ό,τι  διδάσκουν  δεν  είναι  απλώς  δική τους σκέψη  ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά  είναι  επιπλέον  η  ίδια  η μαρτυρία της  Εκκλησίας, γιατί μιλούν  από το βάθος της  καθολικής  της πληρότητας.
Περί  τίς  αρχές του  14ου αιώνα μ.Χ. ανεγέρθη ναός των  Τριών  Ιεραρχών κοντά στην  Αγία  Σοφία  Κωνσταντινουπόλεως, δίπλα  σχεδόν  στη  μονή της  Παναχράντου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.   
Τοὺς τρεῖς μέγιστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος, τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι, δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας, τοὺς τὴν κτίσιν πᾶσαν, θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τὸν Μέγαν, καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ, τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἱερούς, καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφήν, τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν κάματον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τοὺς Ἁγίους σου.



Μεγαλυνάριον.
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε Πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.

Ο Άγιος Πέτρος Βασιλέας των Βουλγάρων

Ο  Άγιος  Πέτρος  ήταν  τσάρος  της  Βουλγαρίας  (927 – 967 μ.Χ.)  και  υιός  του βασιλέως  Συμεών. Είχε  νυμφευθεί  την  εγγονή  του  βασιλέως  Ρωμανού Λεκαπηνού  (920 – 944 μ.Χ.), Μαρία, η  οποία  μετονομάσθηκε  σε  Ειρήνη, λόγω της  ειρήνης  που  επικράτησε  μεταξύ  Βυζαντινών  και  Βουλγάρων.
Ο  Άγιος  αγωνίσθηκε  εναντίον  της  αιρέσεως  των  Βογομίλων  ακολουθώντας τη  διδασκαλία  του  Αγίου  Ιωάννου  της  Ρίλας. Μετά  από  έναν  ανεπιτυχή πόλεμο  με  την  Ουγγαρία  και  τη  Ρωσία, κοιμήθηκε  το  έτος  967 μ.Χ.

Ο Άγιος Ιππόλυτος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ Μάρτυρες

Οι  Άγιοι  Μάρτυρες  άθλησαν  επί της  βασιλείας του Κλαυδίου Β’ (268 – 269 μ.Χ.) και  ηγεμονίας  Βικαρίου  του  Ουλπίου  Ρωμύλου.
Ο Άγιος Κενσουρίνος κατείχε το αξίωμα του  μαγίστρου  και  του  πρώτου της συγκλήτου. Μετά από διαβολές, συνελήφθη και κλείσθηκε στη φυλακή. Παρά τα βασανιστήρια εκείνος ομολογούσε με επιμονή την πίστη του στον Χριστό. Από τα θαύματα που επιτέλεσε ο Άγιος Κενσουρίνος στη  φυλακή, είκοσι  στρατιώτες  πίστεψαν  στον  Χριστό  και αποκεφαλίσθηκαν  μαζί  με  τον  Άγιο.
Η Αγία Χρυσή  υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια  και  στο  τέλος  την έριξαν στη  θάλασσα. Τον  υπηρέτη  της  Μάρτυρος Χρυσής, Άγιο Σαβαΐνο, τον  κτύπησαν  με βαριές  σφαίρες  στον  αυχένα, τον  κρέμασαν σε ξύλο  και  του  κατέκαψαν τα σπλάγχνα. Έτσι  παρέδωσε  την  αγία  του ψυχή στον Κύριο. 
Όταν άκουσε για τα γενόμενα ο Άγιος Ιππόλυτος, Επίσκοπος Ρώμης, παρουσιάσθηκε στον  ηγεμόνα  και  διαμαρτυρόμενος  τον έλεγξε. Εκείνος  αμέσως  έδωσε  εντολή  και  συνέλαβαν  τον  Άγιο  Ιππόλυτο  μαζί  με την ακολουθία του. Μετά  από  τα ραπίσματα  και  τις  κακώσεις, τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και  τους  έριξαν στη  θάλασσα. Έτσι τελειώθησαν  οι  Άγιοι  και  έλαβαν το  στέφανο  του  μαρτυρίου  της δόξης  του  Θεού.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.   
Ὡς τῶν Ἀποστόλων ὁμότροποι, καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς τῶν ψυχῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ο Άγιος Θεόφιλος ο Νέος

Πολλά παραδείγματα αδελφικών σχέσεων, στενής συνεργασίας και υπέροχης  αυτοθυσίας  συναντάμε στην  ιστορία  και  ζωή διαφόρων λαών.
Αυτά  όμως που βρίσκουμε στην πορεία του λαού  της Ελλάδος  και  της Κύπρου  ξεπερνούν  κάθε  δυνατή  φαντασία  και  περιγραφή.

Από  τα πανάρχαια χρόνια  η  ομοφροσύνη  και αλληλεγγύη των κατοίκων των δυο αυτών τμημάτων του Ελληνισμού  υπήρξε  ενιαία  και ζηλευτή.
Κοινή παρουσιάζεται η τύχη τους. Κοινή και η ιστορία και ο πολιτισμός τους. Και  δικαιολογημένα.
Ο  ίδιος λαός  είναι  που κατοικεί και στα δύο αυτά μέρη. Αυτή την αλήθεια  μαρτυρεί  και  διακηρύττει τόσον η γλώσσα  και  Θρησκεία, και ζωή  των  κατοίκων τους, όσον  και  οι  περιπέτειές τους.

Ένα περιστατικό, εξαιρετικά  συγκινητικό  μεταξύ  τόσων  άλλων είναι και  τούτο, που συνέβη στα μεσοβυζαντινά χρόνια (642 – 1071 μ.Χ.) με ήρωα, μάρτυρα  και  ομολογητή  τον  Άγιο  Θεόφιλο  τον Νέο. Γι’ αυτόν και  οι  γραμμές  που  ακολουθούν.

Ο ομολογητής Θεόφιλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πάλαι ποτέ βασιλίδα των πόλεων και πρωτεύουσα της Βυζαντινής μας Αυτοκρατορίας, την  Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του πιστοί και ενάρετοι  χριστιανοί φρόντισαν να δώσουν στο παιδί τους από την βρεφική του ηλικία την ανάλογη χριστιανική μόρφωση και ανατροφή. Οδηγό τους και σε τούτο το σημείο έβαλαν οι πιστοί γονείς του θείου αποστόλου  τα  θεόπνευστα  λόγια. «Οι πατέρες εκτρέφετε τα τέκνα υμών, εν  παιδείᾳ  και  νουθεσία  Κυρίου’. (Εφεσ. στ’ 4).

Και το αποτέλεσμα των προσπαθειών τους Θαυμαστό. Μεγαλωμένος ο Θεόφιλος με του Χριστού τα λόγια και με πρότυπο την όλη ζωή των γονιών του ξεχωρίζει από τους συνομήλικές του από τα παιδικά του χρόνια. Αυτό γίνεται συχνά. Το παράδειγμα των γονιών παίζει πάντα βασικό  ρόλο  στην  ανατροφή  των  παιδιών.

Τι ευλογία θα ήταν, άν την αλήθεια αυτή είχαν συνέχεια μπροστά στα μάτια τους οι γονείς. Ειδικά σήμερα που οι ποικίλοι πειρασμοί έχουν αυξηθεί υπερβολικά, η προσεκτική  ζωή  των  γονιών  πολλά  κακά  θα είχε  προλάβει.

Πολλοί  φυσικά  και τότε οι  πειρασμοί  και  του  πονηρού  οι  παγίδες. Με τα  όπλα  όμως  της προσοχής και προσευχής το παιδί μεγάλωνε ανάλογα, ώστε από πολύ νωρίς να αξιωθεί  να  ανέλθει  και  στο  αξίωμα του μέλους της συγκλήτου και  να είναι από όλους πρόσωπο σεβαστό. Αυτό  έγινε  την  εποχή  που  στον αυτοκρατορικό  θρόνο  της  βασιλίδος των πόλεων βρισκόντουσαν οι ορθόδοξοι βασιλείς Κωνσταντίνος και Ειρήνη, η δε Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν διηρημένη διοικητικά  σε επαρχίες που ονομαζόντουσαν Θέματα. Μια τέτοια Επαρχία – Θέμα, ήταν και η Επαρχία των Κιβυρραιωτών από την πόλη της Καρίας, τα Κίβυρρα. Οι κάτοικοι του θέματος αυτού ήταν περίφημοι ναυτικοί κάτω από τις διαταγές και την καθοδήγηση των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Γι’ αυτό και  εις  τον  στόλο των  Κιθυρραιωτών είχε  ανατεθεί τότε η επιτήρηση και  φύλαξη των θαλασσών  της  Μεσογείου  και  ιδιαίτερα  της θαλάσσιας  οδού  που  διέρχεται  μεταξύ  Κιλικίας  και  Κύπρου. Οι Άραβες – Σαρακηνοί και το Ισλάμ  τούτο τον καιρό αλώνιζαν κυριολεκτικά  αυτά  τα μέρη. Ως στρατηγός των Κιβυρραιωτών είχε ορισθεί  την  εποχή αυτή ο Θεόφιλος που διακρινόταν για τον πατριωτισμό  και  την  γενναιότητά  του.

Το  έτος 800 μ.Χ. όπως  αναφέρει στη  χρονογραφία του ο Άγιος  Θεοφάνης που  ήταν  ηγούμενος  της  μονής  του Μεγάλου Αγρού – η μονή βρισκόταν στην περιοχή  Κωνσταντινουπόλεως – η αυτοκράτειρα  Ειρήνη στον Θεόφιλο είχε αναθέσει την ευθύνη να παρακολουθεί τον αραβικό στόλο που έγινε ο κακός δαίμων της Κύπρου. Ο Θεόφιλος είχε μαζί του ακόμη δύο στρατηγούς για να τον βοηθούν. Και  αυτοί είχαν δώσει τον λόγο τους, ότι ποτέ δεν θα εγκατέλειπαν τον αρχηγό, αλλά μαζί του θα  ήταν  έτοιμοι και να συναποθάνουν. Πόσο εύκολα μερικές φορές  οι   άνθρωποι  δίνουμε υποσχέσεις. Αλλα  και, πόσο  ευκολότερα  τις  ξεχνούμε.

Ένα πράγμα αξίζει εδώ πολύ να προσεχθεί. Η χειρονομία της Αυτοκράτειρας Ειρήνης. Σαν υπεύθυνη αρχόντισσα της μητέρας αυτοκρατορίας φροντίζει με κάθε τρόπο για  την  ασφάλεια  της  θυγατρός Κύπρου, ενός πολύτιμου τμήματος της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας που κινδύνευε κάθε στιγμή και  ώρα από τις επιδρομές των βαρβάρων Σαρακηνών.

Όταν το Βυζαντινό ναυτικό με αρχηγό τον Θεόφιλο έφθασε στα Μύρα  της Λυκίας, όλοι  οι στρατηγοί παρέκαμψαν το  ακρωτήριο  των  Χελιδονιών  και προχώρησαν να εισέλθουν  στον  κόλπο  της  Αττάλειας. Οι  Άραβες, αφού ξεκίνησαν από την Κύπρο, εκμεταλλευόμενοι τον καλό καιρό και την υπάρχουσα γαλήνη περιφέρονταν  ήσυχοι  στο  πέλαγος μεταξύ  Κύπρου και  Μ. Ασίας. Κάποια στιγμή που οι στρατηγοί των Βυζαντινών τους  είδαν να κινούνται  ήσυχοι  και  ανενόχλητοι  παρετάχθησαν  και  ετοιμάσθηκαν να τους αντιμετωπίσουν. Ο αρχηγός μάλιστα των Κιβυρραιωτών Θεόφιλος, άνδρας ρωμαλέος και πολύ ικανός, στο αντίκρισμα των Σαρακηνών, έλαβε το θάρρος και προχώρησε με το πλοίο του μπροστά από τον στόλο και με όλη τη δύναμη κτύπησε τον  εχθρό. Η  επίθεση  στην αρχή  είχε  μεγάλη  επιτυχία. Οι  εχθροί  κτυπημένοι από  όλες τις πλευρές  τα έχασαν και ετοιμάζονταν  να παραδοθούν. Όταν όμως οι  στρατηγοί  είδαν την ανδρεία του  Θεόφιλου  και  αντιλήφθησαν τις διαθέσεις των  Αράβων, ζήλευσαν τη δόξα του και αφού τον εγκατέλειψαν έφυγαν από τη ναυμαχία. Ο Θεόφιλος όμως αλύγιστος συνέχισε τον αγώνα για πολύ χρόνο και όταν ακόμη έμεινε μόνος με τους ναύτες που ήταν στον δρόμωνά του. Δυστυχώς επειδή τα πλοία των Σαρακηνών ήταν πολύ περισσότερα, περικυκλώθηκε από αυτά και στο τέλος συνελήφθηκε αιχμάλωτος.

Τι μεγάλο κακό αλήθεια η ζήλια! «Φθόνος ουκ είδε προτιμάν το συμφέρον» λέγει και  ο Μέγας  Βασίλειος. Ο γενναίος  Θεόφιλος  μετά  τη σύλληψή του με τα χέρια δεμένα  πισθάγκωνα  οδηγήθηκε  μπροστά  στον αρχηγό των Σαρακηνών, τον τρομερό Χαλίφη της Βαγδάτης Αρούν αλ Ρασίντ. Ο τρομερός χαλίφης στο αντίκρισμα του  παλικαριού  θαύμασε  τη λεβεντιά που έβλεπε στην προσωπικότητά του και αμέσως  σκέφθηκε πως, άν με τον τρόπο του κατόρθωνε να πείσει το παλικάρι να τον ακολουθήσει θα πετύχαινε την πιο  μεγάλη  νίκη. Με  προσποιητή   λοιπόν ευγένεια, όταν ο Θεόφιλος πλησίασε άρχισε να του κάνει διάφορες προτάσεις, με την υπόσχεση να του χαρίσει διάφορες δωρεές. Σ' όλες αυτές τις προτάσεις του Βάρβαρου χαλίφη ο πιστός και άκαμπτος χριστιανός  επέδειξε  όλο  το  μεγαλείο  του  χαρακτήρα  του.

Στην πρόταση  εξαναγκασμού να εγκαταλείψει τη θρησκεία του και να ασπασθεί τον μωαμεθανισμό ο πιστός Θεόφιλος όχι μόνο αρνήθηκε  αλλά και έφτυσε στο πρόσωπο των ανθρώπων του Ρασὶντ λέγοντας: «Η χριστιανική θρησκεία είναι η  αποκάλυψη  Αυτού  του  Θεού  που  έγινε  δια του  Ιησού Χριστού  και  με  την  οποία ο κάθε πιστός επιτυγχάνει  όχι μόνο την ευτυχία  αλλά και την αιώνια  σωτηρία του». Στην  επιμονή  του  Αρούν αλ Ρασίντ, ότι  ο μωαμεθανισμός είναι η θρησκεία που  απεκάλυψε  ο  Θεός στον άνθρωπο δια του προφήτου του Μωάμεθ, ο Θεόφιλος δεν δυσκολεύθηκε να χλευάσει την άθεη πίστη και να ειρωνευτεί τους κρατούντες  και  υβριστές του.

Την άρνησή του ο ομολογητής πλήρωσε με ένα σωρό ύβρεις και εξευτελισμούς και παραμονή  σε  σκοτεινή  και  πολύ  ανθυγιεινή  φυλακή επί  τετραετία  ολόκληρο. Κατά  το μακρύ αυτό διάστημα παρά τα συχνά και ανείπωτα βασανιστήρια των κρατούντων ο πιστός χριστιανός και αλύγιστος ομολογητής έμεινε σταθερός και άκαμπτος. Μπροστά στα μάτια του έχει πάντα τα λόγια Αυτού του  Κυρίου μας. «Μη  φοβηθείτε  από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχή μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. γ’ 28). Αλλά και τα άλλα του μεγάλου Αποστόλου. «Ουκ άξια τα παθήματα  του  νυν  καιρού  προς  την  μέλλουσαν δόξαν  αποκαλυφθήναι, εις  ημάς» (Ρωμ. η’ 18). Δηλαδή  μη  φοβηθείτε από εκείνους που θανατώνουν το σώμα, δεν έχουν όμως τη δύναμη να θανατώσουν την ψυχή. Αυτά που  υποφέρουμε σ’ αυτή  την  ζωή  δεν  είναι τίποτε  άν τα  συγκρίνουμε προς τη δόξα που  μέλλει  να μας  φανερωθεί  και να δοθεί  κάποια μέρα  σε  μας. Με οδηγό  τούτα  τα  λόγια  και  συντροφιά  την προσευχή  και  τη  βαθιά του  πίστη  περνάει  τις  ημέρες  και  τις  ώρες του  στη φυλακή με το μυαλό του δοσμένο στην άπειρη αγάπη του Σωτήρα Χριστού που υπόσχεται και λέγει: «Τέκνον ου μη σε άνω ου μη σε εγκαταλείπω». Παιδί μου, δεν θα σε αφήσω, ποτέ δεν  θα  σε εγκαταλείψω. Μείνε μόνο κοντά μου. Κοντά μου και «πιστός μέχρι θανάτου». Πιστός μέχρι θανάτου περνάει και ο Θεόφιλος τις ημέρες του στη βρώμικη φυλακή  του  βάρβαρου  Σαρακηνού.

Τέσσερα χρόνια μαρτυρικής ζωής πέρασε ο αλύγιστος χριστιανός αγωνιστής. Μια μέρα που οι βάρβαροι είχαν το μπαϊράμι τους έφεραν  στη γιορτή τους και τον πιστό Θεόφιλο κι άρχισαν ένας – ένας να τον προτρέπουν  να απαρνηθεί  την πίστη του, να  ασπασθεί τη  θρησκεία  τους και να γιορτάσει  μαζί τους. Ο Θεόφιλος σε όλες τις  προτάσεις  τους  αυτές έδινε μία  απάντηση.

- Γεννήθηκα  χριστιανός. Μεγάλωσα  χριστιανός. Θα  πεθάνω  χριστιανός.

Στην απάντησή του αυτή ύβρεις και κτυπήματα δεχόταν από των βαρβάρων τα πλήθη. Κάποια στιγμή που οι αρχηγοί των βαρβάρων άρχισαν να υβρίζουν και να βλασφημούν το άγιο όνομα του Λυτρωτή  μας, ο Θεόφιλος δεν  κρατήθηκε  αλλά  σνταπέδωσε  την  ύβρη για τη  θρησκεία τους και τα πιστεύω τους. Η  θαρραλέα του Θεόφιλου στάση και απάντηση είχε σαν αποτέλεσμα να οδηγηθεί αυτός στη μέση του διασκεδάζοντος πλήθους και να δεχθεί τον δια ξίφους θάνατο. Έτσι έκλεισε η ζωή του αδούλωτου χριστιανού. Τούτο σημειώνει ο Άγιος Θεοφάνης:  «Την δια ξίφους τιμωρίαν υπομείνας, μάρτυς άριστος ανεδείχθη».

Το λείψανο του γενναίου ομολογητού και νέου μάρτυρος Θεοφίλου οι κατοικούντες εκεί χριστιανοί το παρέλαβαν με βαθύ σεβασμό και το κήδεψαν με κάθε τιμή  και ευλάβεια. Η μνήμη του  ακλόνητου  χριστιανού τιμάται  από μεν  την  Ανατολική  Εκκλησία την 30η Ιανουαρίου, από δε τη Δυτική  την  22α  Ιουλίου.
Με μία  άρνηση της πίστης ο Θεόφιλος θα μπορούσε να  γλυτώσει  την ζωή του. Ο αλύγιστος  όμως αγωνιστής προτίμησε να εφαρμόσει του θείου Διδασκάλου τα λόγια που σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής της Αποκαλύψεως. «Γίνου πιστός άχρι θανάτου και  δώσω σοι  τον στέφανον  της ζωής». (Αποκάλυψη β’ 10). Κι έμεινε πιστός μέχρι  θανάτου.

Τι ευλογία τα λόγια αυτά να γινόντουσαν και γιὰ  μας και τη  σημερινή νεολαία  σύνθημα  ζωής!

Άγιε Θεόφιλε, πρέσβευε  υπέρ  ημών.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.          
Τὴν φιλότητα πρὸς τὸν Δεσπότην, καθυπέγραψας, τῷ αἵματί σου, καὶ τὴν πλάνην ἐναπέπνιξας, ἅγιε, ἡμισελήνου γενναίω φρονήματι, ἀνακηρύξας Χριστοῦ τὴν θεότητα· ὅθεν εἴληφας, Θεόφιλε παμμακάριστε, τὸ στέφος τῶν μαρτύρων ἐκ Κυρίου σου.



Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.         
Θαλάσσης νοητής, διαπλεύσας τὸ κύτος, λιμένα οὐρανοῦ, εἰς κατάπαυσιν εὖρες, Θεόφιλε ἔνδοξε, ὡς πὲρ ναῦς χριστοσφράγιστος, πλάνην Ἄγαρ δέ, ἐκμυκτηρίσας ἐμφρόνως, ὠμολόγησας, τὴν τοῦ Δεσπότου σου πίστιν, μαρτύρων ἀγλάϊσμα.

29/1/15

Ανακομιδή Τιμίων Λειψάνων Αγίου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Ιγνάτιος ( 20 Δεκεμβρίου) ήταν διάδοχος των Αποστόλων  και  χρημάτισε δεύτερος Επίσκοπος Αντιοχείας. Υπήρξε, μαζί με τον Επίσκοπο της Εκκλησίας  της Σμύρνης Πολύκαρπο, μαθητής  του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου. Μαρτύρησε επί αυτοκράτορος Τραϊανού (98 – 117 μ.Χ.) στη Ρώμη, κατασπαραχθεὶς από τα θηρία. 
Μετά  το  φρικτό  μαρτύριο του Αγίου, κάποιοι Χριστιανοί  μάζεψαν  από τον ιππόδρομο τα εναπομείναντα άγια λείψανά του και  τα μετέφεραν στην  Αντιόχεια. Η  Σύναξη  αυτού  ετελείτο  στην  Μεγάλη  Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς θησαυρὸν πλουτοποιῶν δωρημάτων, τὴν τῶν λειψάνων σου μυρίπνοον θήκην, τῇ ποίμνῃ σου μετήγαγον ἐκ Ῥώμης εὐσεβῶς· ἧσπερ τὴν ἐπάνοδον, ἑορτάζοντες πόθῳ, χάριν ἀρυόμεθα, πολλαπλῶν ἰαμάτων, τοὺς σοὺς ἀγῶνας μέλποντες ἀεί, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε ἔνδοξε.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.   
Ἐξ Ἑῴας σήμερον ἐξανατείλας, καὶ τὴν κτίσιν ἅπασαν, καταλαμπρύνας διδαχαῖς, τῷ μαρτυρίῳ κεκόσμηται, ὁ θεοφόρος καὶ θεῖος Ἰγνάτιος.


Μεγαλυνάριον.
Χάριν ἀναβλύζει οἷα πηγή, δωρεῶν ἀΰλων, ἡ σὴ θήκη ἡ εὐαγής, καὶ σωμάτων πάθη, καὶ καρδιῶν τοὺς σπίλους, ἀεὶ ἀνακαθαίρει, Πάτερ Ἰγνάτιε.


Ο Όσιος Ακεψιμάς

Ὁ Ὅμηρος Εὐστρατιάδης φρονεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Μάρτυρα Ἀκεψιμᾶ ποὺ συνεορτάζει μετὰ τῶν Μαρτύρων Ἰσιδώρου καὶ Λέοντος στὶς 7
Δεκεμβρίου.

Ο Άγιος Δημήτριος ο Νεομάρτυρας ο Χιοπολίτης

Ο  Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος γεννήθηκε το έτος 1780 στο Παλαιόκαστρο της Χίου από γονείς ευσεβείς, τον Απόστολο και την Μαρουλού. Σε νεαρή  ηλικία  ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και εργαζόταν πλησίον του αδελφού του Ζαννή, που ήταν έμπορος. Μνηστευθείς όμως με μία νέα, χωρίς να το γνωρίζει ο αδελφός του, αποπέμφθηκε  από  την  εργασία  του.

Η φτώχεια τον έκανε να θυμηθεί ότι ο Τούρκος Σεΐχ – ουλ – ισλάμης όφειλε στον  αδελφό του δύο δηνάρια, από  κάποια  αγορά  υφασμάτων  με πίστωση, πήγε στην  οικία  του, για να εισπράξει  το  οφειλόμενο χρέος και  να το  χρησιμοποιήσει  για  τον εαυτό του. Εκεί βρήκε μία Μωαμεθανή που  του  εκδήλωσε την αγάπη της λέγοντάς του ότι, ή πρέπει  να  γίνει  Μωαμεθανός  για  να τη νυμφευθεί ή πρέπει να πεθάνει. Ο  Δημήτριος αιφνιδιάστηκε. Δέχθηκε τις προτάσεις της γυναίκας  και  παρέμεινε στην οικία  της  ως  εξωμότης. Ήλθε  όμως  στον εαυτό του και κατά την διάρκεια του ραμαζανίου δραπέτευσε και κρύφθηκε  από  Χριστιανική  οικογένεια  στη συνοικία του Σταυροδρομίου. Ο αδελφός του Ζαννής έτρεξε να τον συναντήσει. Ο Δημήτριος έγραψε επιστολή στον πατέρα του με τα συμβάντα και εξομολογήθηκε  στον  Πνευματικό  τι  είχε  πράξει. Μέσα  στην καρδιά του φούντωσε ο πόθος του μαρτυρίου. Κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και παρουσιάσθηκε στον Τούρκο διοικητή, προς τον οποίο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Οι Χιώτες που  διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη  μάζεψαν χρήματα, με σκοπό να προσφέρουν αυτά στους Τούρκους για να τον ελευθερώσουν, φοβούμενοι μήπως ο Δημήτριος λυγίσει μπροστά στα βασανιστήρια. Όταν ο Δημήτριος πληροφορήθηκε  την  ενέργεια  αυτή τους επετίμησε και τους παρακάλεσε  να  προσεύχονται, για  να  τελειώσει  μαρτυρικά  τη  ζωή του. Έτσι  κι  έγινε. Μετά  τα  φρικτά  βασανιστήρια ο Δημήτριος παρέμεινε  ακλόνητος  για  την  αγάπη  του  Χριστού  και αποκεφαλίσθηκε το έτος 1802.  
Το  τίμιο  λείψανό  του  το  παρέλαβαν  οι  Χριστιανοί  και  ενταφίασαν αυτό  σε  κάποιο  μοναστήρι  στο  νησί  Πρώτη.

28/1/15

Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Ο Όσιος Εφραίμ  καταγόταν από  την  Ανατολή  και  γεννήθηκε στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας πιθανώς το 308 μ.Χ. ή και ενωρίτερα. Ήκμασε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.), Ιουλιανού του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) και των διαδόχων αυτού. Από την μικρή του ηλικία διδάχθηκε την πίστη και την αρετή από τον Επίσκοπο της γενέτειράς του Ιάκωβο (309 – 364 μ.Χ.), ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να λάβει μεγαλύτερο αξίωμα. Ακολούθησε πολύ νωρίς τον μοναχικό βίο και με το φωτισμό του Παρακλήτου  έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα πνευματικής  και  ηθικής οικοδομής. Γι’ αυτό και θαυμάζεται για το πλήθος και το  κάλλος των έργων του. Γνώστης ακριβής όλων των δογματικών θεμάτων, ήξερε να  καταπολεμά  τις  αιρέσεις  και  να  υπερασπίζει με θαυμάσια σαφήνεια την Ορθοδοξία. Ήταν  εκείνος που κατατρόπωσε  σε διάλογο τον αιρετικό  Απολλινάριο και οδήγησε πολλούς αιρετικούς να επιστρέψουν  στην  πατρώα  ευσέβεια.
Όταν, δια  της  συνθήκης  του  έτους 363 μ.Χ., που  υπέγραψε  ο  διάδοχος του  Ιουλιανού  του Παραβάτου, Ιοβιανός (363 – 364 μ.Χ.), η Νίσιβης παραδόθηκε  στους  Πέρσες, ο Όσιος Εφραίμ  εγκατέλειψε  την  πατρίδα του  και  ήλθε  στην  Έδεσσα, όπου  ασκήτεψε  σε παρακείμενο όρος. Το έτος 370 μ.Χ. επισκέφθηκε τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας  και λίγο αργότερα τους Πατέρες και Ασκητές της Αιγύπτου.
Ο Όσιος Εφραίμ  κοιμήθηκε με ειρήνη  το  έτος 373 μ.Χ. και  η  Σύναξή  του ετελείτο  στο  Μαρτύριο της  Αγίας  Ακυλίνας, στην  περιοχή  Φιλοξένου, κοντά  στην  αγορά.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.          
Ρεῖθρον ἄϋλον, ἐν τῇ ψυχῇ σου, τὸν ζωήρρυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως κρατὴρ ἀναδέδειξαι· ὅθεν ἡμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοῖς ἱεροῖς σου ῥυθμίζεις διδάγμασιν. Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὴν ὥραν ἀεί, προβλέπων τῆς ἐτάσεως, ἐθρήνεις Ἐφραίμ, δάκρυα κατανύξεως· πρακτικὸς δὲ γέγονας, ἐν τοῖς ἔργοις διδάσκαλος Ὅσιε. Ὅθεν Πάτερ παγκόσμιε, ῥαθύμους ἐγείρεις πρὸς μετάνοιαν.


Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς σοφίας ὑποφήτην θεορρήμονα
Καὶ μετανοίας ἀληθῶς σάλπιγγα ἔνθεον
Εὐφημοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς θεῖος θεωρὸς Χριστοῦ τοῦ βήματος
Ἐν τῇ κρίσει ἀκατάκριτόν μεφύλαξον,
Ἵνα κράζω σοι, χαίροις Πάτερ Ἐφραὶμ σοφέ.


Μεγαλυνάριον.
Σάλπιγγι τῶν λόγων σου τῶν σοφῶν, πρὸς ἔνθεον φόβον, διεγείρεις πᾶσαν ψυχήν· σὺ γὰρ τῆς δευτέρας, τοῦ Λόγου ἐμφανείας, τὸν τρόπον προσημαίνεις, Ἐφραὶμ Πατὴρ ἡμῶν.


Ο Όσιος Θεοδόσιος της Τότμα

Ο Όσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε τον 16ο αιώνα μ.Χ. στην πόλη Βολογκντά της Ρωσίας. Ο πατέρας του  ονομαζόταν  Ιουλιανός.

Ασκήτεψε  στη μονή της Τότμα και θεωρείται από τις μεγαλύτερες οσιακές μορφές της Ρωσικής Εκκλησίας.  
Ο Όσιος  Θεοδόσιος  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος  1568.

Ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος Επίσκοπος Νινευΐ

Έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ.     
Δεν  έχουμε  περισσότερες  πληροφορίες  για  τον  βίο  το
υ  Οσίου  Ισαάκ.

27/1/15

Ανακομιδή Τιμίων Λειψάνων Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως

Ο  ιερός  Ιωάννης ο  Χρυσόστομος, επειδή  δεν έκανε διακρίσεις  ανάμεσα στα πρόσωπα στην απόδοση του δικαίου και έλεγχε και την ίδια την βασίλισσα  Ευδοξία  για τις παρανομίες  και τις  αδικίες της, εξορίσθηκε δύο  φορές, αλλά  και  πάλι  ανακλήθηκε από την εξορία. Εξορίστηκε όμως  και  πάλι  για  τρίτη  φορά.
Η έκπτωση του ιερού Χρυσοστόμου από τον Πατριαρχικό θρόνο προκάλεσε σχίσμα μέσα στην Εκκλησία. Οπαδοί του, που καλούνταν «Ιωαννίτες», δεν αναγνώριζαν τον διάδοχό του, παρά τις επίμονες συστάσεις  να  υπακούσουν  στους  νέους  εκκλησιαστικούς  άρχοντες  και να  διαφυλάξουν  την  ενότητα  της  Εκκλησίας.
Ο  Άγιος  Ιωάννης  ο  Χρυσόστομος  οδηγήθηκε  στην  Κουκουσό  και  από εκεί  στην  Αραβισσό  και  έπειτα, στις 10  Ιουνίου  του  έτους  404 μ.Χ., στην Πιτιούντα του Πόντου. Η πορεία του μέχρι εκεί, ήταν όχι μόνο περιπετειώδης, αλλά  κυριολεκτικά  μαρτυρική, γεμάτη  από  κακουχίες και  δεινοπαθήματα.
Εκεί λοιπόν, στην Πιτιούντα, ο ένσαρκος Άγγελος κλήθηκε από τον πάντων Δεσπότη στις αιώνιες σκηνές, το έτος 407 μ.Χ., ενώ το άγιο σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τα άγια λείψανα των Αγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς είχε αποκαλυφθεί  σε  αυτόν  από  αυτούς τους ίδιους δια νυκτερινής οπτασίας, όταν  ακόμη  ζούσε.
Το σχίσμα των «Ιωαννιτών» αποκαταστάθηκε με την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του  Αγίου  στην  Κωνσταντινούπολη, το  έτος 438 μ.Χ., επί  Πατριάρχου Πρόκλου. Η μεταφορά των ιερών λειψάνων από  τα Κόμανα συνοδεύτηκε από μία επιστολή – διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, υιού  του  Αρκαδίου  και  της  Ευδοξίας, η  οποία  έγραφε:

«Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχην, Διδάσκαλο  και  Πνευματικό  Πατέρα  Ιωάννη  τον  Χρυσόστομο.
Ἐπειδή, Πάτερ τίμιε, θεωρήσαμε το σώμά σου νεκρό, όπως συμβαίνει με τα άλλα, θελήσαμε απλώς να το πάρουμε και να το μεταφέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό  και  δικαίως  αστοχήσαμε  στον πόθο μας.
Αλλά  συ τουλάχιστον, Πάτερ τιμιότατε, που δίδαξες σε όλους την μετάνοια, συγχώρησέ μας που σε παρακαλούμε και σαν παιδιά που αγαπάμε  τους  πατέρες  μας  επίδωσέ μας  τον εαυτό σου και εύφρανε  με την  παρουσία  σου  αυτούς  που  σε ποθούν».

Αυτή την επιστολή του αυτοκράτορα την πήγαν στον Άγιο και την τοποθέτησαν πάνω στην λάρνακά του. Τότε  ο  Άγιος  έδωσε  τον εαυτό του  στους  απεσταλμένους του αυτοκράτορα  και έτσι  αυτοί  μετέφεραν την λάρνακα που περιείχε το άγιο λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να κοπιάσουν καθόλου. Η υποδοχή των ιερών λειψάνων του  Αγίου υπήρξε παλλαϊκή. Σύσσωμος λαός, κλήρος και μοναχοί, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, τους αυλικούς, τη σύγκλητο και  όλους τους άρχοντες, υποδέχθηκαν και προσκύνησαν με σεβασμό τα λείψανά του. Με πολύ ευλάβεια μετέφεραν αρχικά τη λάρνακα στο ναό του Αποστόλου Θωμά, στα  Αμαντίου, έπειτα  δε  στο ναό της Αγίας Ειρήνης. Εκεί  έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στο σύνθρονο και άπαντες εβόησαν: «Απόλαβε τον θρόνο σου, Άγιε». Στη συνέχεια η λάρνακα τοποθετήθηκε σε αυτοκρατορική  άμαξα  και  μεταφέρθηκε στο περιώνυμο  ναό  των  Αγίων  Αποστόλων. Εκεί έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στην ιερή καθέδρα  και  έγινε το θαύμα: ο Άγιος επεφώνησε προς τον λαό το «Ειρήνη  πάσι». Έπειτα το εναπέθεσαν μέσα στο  Άγιο Βήμα, κάτω  από την Αγία Τράπεζα.  
Η  Σύναξη  του  Αγίου  Ιωάννου  του  Χρυσοστόμου  ετελείτο στο πάνσεπτο  ναό  των  Αγίων  Αποστόλων. Ιερά  λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου αφιέρωσε δια χρυσοβούλλου στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους  ο  αυτοκράτορας  Ιωάννης  Τσιμισκής (969 – 976 μ.Χ.) και τεμάχιο της αριστεράς χειρός ο Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος (1282 – 1328), δια  χρυσοβούλλου, τον Ιούλιο  του  έτους  1284, στη  Μονή  Φιλοθέου  του  Αγίου Ὅρους. Επίσης, τμήματα  του  ιερού λειψάνου  φυλάσσονται  στις μονές Βατοπαιδίου, Ιβήρων, Αγίου Διονυσίου  και  Δοχειαρίου.


Ἀπολυτίκιον  Ἦχος πλ. δ’.
Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσὸς, ἐκλάμψασα χάρις τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυροὺς ἐναπέθετο, τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἔτερον Ἀπολυτίκιον τῆς ἀνακομιδής. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πλοῦτον οὐράνιον, ἐκ τῶν Κομάνων ποτέ, τὴν θήκην μετήγαγον, τοῦ σοῦ λειψάνου σοφέ, πρὸς πόλιν βασίλειον· ταύτης οὖν ἐκτελοῦντες, τὴν ἀνάμνησιν πόθῳ, μέλπομεν Ἱεράρχα, τὴν δοθεῖσάν σοι χάριν, δι’ ἧς ἡμᾶς ῥυθμίζεις, Ἰωάννη Χρυσόστομε.


Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.       
Εὐφράνθη μυστικῶς, ἡ σεπτὴ Ἐκκλησία, τῇ ἀνακομιδῇ, τοῦ σεπτοῦ σου λειψάνου, καὶ τοῦτο κατακρύψασα, ὡς χρυσίον πολύτιμον, τοῖς ὑμνοῦσί σε, ἀδιαλείπτως παρέχει, ταῖς πρεσβείαις σου, τῶν ἰαμάτων τὴν χάριν, Ἰωάννη Χρυσόστομε.


Μεγαλυνάριον.
Ἤκεν ἐκ Κομάνων λαμπροφανῶς, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, ὡς ἑστία ἁγιασμοῦ, τέρπον καὶ πλουτίζον, χαρίτων χρυσουργίᾳ, τὴν Ἐκκλησίαν πᾶσαν, Πάτερ Χρυσόστομε.


Ο Άγιος Δημητριανός ο Θαυματουργός Επίσκοπος Ταμασσού Κύπρου

Από τις πολύ ολίγες πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν μανθάνουμε ότι γεννήθηκε στην Ταμασσό και έζησε σ’ αυτήν τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού. Ήταν τότε ακόμη  που  η  ειδωλολατρία και  η ειδωλομανία προέβαλλε δυνατά της  Αφροδίτης  το  άστρο  και τη λατρεία. Το κήρυγμα του Ιησού που έφεραν στην Κύπρο οι τρεις απόστολοι Βαρνάβας, Παύλος και Μάρκος άρχισε σιγά – σιγά να προχωρεί σ’ όλο το νησί. Στην Ταμασσό  με κέντρο μία σπηλιά που υπάρχει ως σήμερα και που χρησίμευε στην αρχή ως κατοικία και εκκλησία και επισκοπή αγωνίζονται οι πρώτες εκείνες μορφές ο Ηρακλείδιος, ο Μύρων, ο Μνάσων και οι  άλλοι συνεργάτες τους να ανάψουν  και  να προβάλουν παντού  το  φως  του  Χριστού,  το  ιλαρόν φως  της  νέας  ζωής. Σ’ αυτή  τη  σπηλιά  στην  οποία  οι πρώτοι χριστιανοί όχι μονάχα παρακολουθούσαν το κήρυγμα για τον Χριστό, αλλά  και  βαφτίζονταν  και προσεύχονταν και τελούσαν τις  διάφορες ακολουθίες τους, σ’ αυτήν ακόμη βρίσκεται και  ο τάφος του Αγίου Ηρακλειδίου.  Κάποια  μέρα που ο γηραιός επίσκοπος βρισκόταν άρρωστος στο σπήλαιό του με πυρετό, μια ομάδα μανιασμένων ειδωλολατρών όρμησαν  μέσα  στο  σπήλαιο, έσυραν  έξω  τον  Άγιο  και τον  σκότωσαν. Ο Άγιος απέθανε προσευχόμενος για τους  δήμιούς του στην  ηλικία  των 60 χρόνων. Οι χριστιανοί  μαθητές  με  θλίψη  βαριά πήραν  το  άγιο λείψανο  και το έθαψαν μέσα στη σπηλιά. Τα  θαύματα που  έκανε, όταν  ήταν στη ζωή, συνεχίστηκαν  και  μετά  τον  θάνατό του και  συνεχίζονται  και  σήμερα. «Θαυμαστός  ο  Θεός εν τοις αγίοις αυτού».

Η θρησκεία του  Ιησού Χριστού, με τις ενέργειες  του  Ηρακλειδίου, τον ζήλο του και τις υπεράνθρωπες προσπάθειές του προχωρούσε καθημερινά. Μετά  τον  θάνατό  του  την  ευθύνη  του  όλου έργου ανέλαβε ο  Μνάσωνας. Αυτόν  είχε  χειροτονήσει  ο Ηρακλείδιος επίσκοπο, όταν ακόμη  ζούσε. Αυτός συνέχισε το έργο  του  Ηρακλειδίου μέχρι  τα βαθιά του γηρατειά. Πολλά θαύματα έκαμε όσο ζούσε. Πολλά και  όταν απέθανε. Πριν πεθάνει χειροτόνησε επίσκοπο της Ταμασσού τον  Ρόδωνα.

Με γοργά  βήματα η διδασκαλία του Χριστού χάρη στον φλογερό  ζήλο των πρώτων χριστιανών προχωρεί με ενθουσιασμὀ στης Ταμασσού την πόλη. Πολλοί  οι  άγιοι  που  παρουσιάσθηκαν σ’ αυτή. Ένας  τέτοιος άγιος  είναι  κι ο Δημητριανός. Πότε ακριβώς  γεννήθηκε  δεν  γνωρίζουμε. Ο πανδαμάτορας χρόνος έσβησε από της  μνήμης το  βιβλίο τη  σχετική  χρονολογία. Αυτό  που  συμπεραίνουμε  από  την  όλη  ζωή του  είναι  τούτο: Γνώρισε τον Χριστό, όπως  λέγει  και  ο  υμνογράφος του, από  τη βρεφική του ηλικία. «Εκ βρέφους εγένου του Κυρίου εραστής». Γνώρισε  τον  Χριστό  και  τον  αγάπησε με όλη την ψυχή του. Μπροστά του ένα και μόνο πράγμα βλέπει και ένα ποθεί και θέλει παντού και πάντοτε. Του  Κυρίου το  θέλημα. Μ’ αυτό μεγαλώνει. Μ’ αυτό ζει και αυτό  προβάλλει τόσο  με  τα  λόγια του, όσο  και  το  παράδειγμά του.

Κάποτε που είχε αρρωστήσει ο πνευματικός πατέρας της κοινότητας ο ιερέας, ο τότε επίσκοπος του οποίου ο Δημητριανός  ήταν σε όλα το δεξί του χέρι, τον κάλεσε και κατά παράκληση των πιστών Χριστιανών τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Οι αγνές ψυχές πανηγυρίζουν. Γιατί ο Δημητριανός  με ζήλο φλογερό εργαζόταν πάντοτε για την πνευματική πρόοδο του λαού. Στο πρόσωπό του βρήκαν οι πιστοί τον πνευματικό πατέρα και καθοδηγητή, τα ορφανά τον προστάτη, οι άρρωστοι τον στοργικό  αδελφό  και  «οι εν θλίψεσι την παρηγορίαν». Και όταν μετά από καιρό  ο  τότε επίσκοπος κοιμήθηκε, ολόκληρος ο λαός και πάλι κάλεσε  και  ανέβασε  στον  επισκοπικό  θρόνο  της  ξακουστής  πόλεως τον  άξιο  σε  όλα Δημητριανό.

Στην  καινούργια  αύτη  θέση  η  αγία  του  μορφή  προβάλλει παντού, ώστε ο ιερός υμνογράφος να τον υμνεί: «Της Ταμασσού βλάστημα, καύχημα των Περάτων, πηγήν των θαυμάτων, ιαμάτων ταμείον  άσυλον και  των Κυπρίων αγλάϊσμα». Αλλά  και του λαού η παράδοση  και ο σεβασμός μένει ως σήμερα πολύ υψηλά. Αυτό μαρτυρεί α) η ευρυχωρία του ναού που η ευσέβεια των παλαιοτέρων κατοίκων των Περάτων αφιέρωσε στ’ όνομά του  σε μια  μαγευτική θέση  και του οποίου τα ερείπια προβάλλουν επιβλητικά μέχρι σήμερα. Και β) η χειρόγραφος φυλλάδα που περιέχει την ακολουθία του και στην οποία  αναγράφεται και  η  μέρα  της  μνήμης του, 27  Ιανουαρίου.

Η όλη του πνευματική ζωή  συνέβαλε τα μέγιστα στην εξάπλωση του χριστιανισμού όχι μόνο στην πόλη της Ταμασσού, αλλά  και στα γύρω χωριά. Τύπος υπομονής  ο  ίδιος  και  πρότυπο  αρετής  βοήθησε στα χρόνια εκείνα στην ειρηνική ζωή του πιστού λαού του και στην πνευματική του άνοδο. Αλλά  και  θαύματα  πολλά  αναφέρεται  ότι έκαμε  όταν  ζούσε, μα  και  όταν  κοιμήθηκε. Οι  γυναίκες  των  Περάτων τον  θεωρούν  πολύ  θαυματουργό  και  συχνά  επισκέπτονται  τα  ερείπια του ναού του, ανάβουν καντήλια στο βαθούλωμα των ερειπίων και εκζητούν τις πρεσβείες του στα προβλήματα  και  τις  ανάγκες τους. Ένα τέτοιο  θαύμα  που  έγινε  προ  καιρού  είναι  και  τούτο:

Ένας  χριστιανός  από  τα  Πέρα, για  το  κτίσιμο  του  σπιτιού  του  πήγε και  πήρε  από  τα  ερείπια  του  ναού του  αγίου  τις  πελεκητές  πέτρες  με τις  οποίες  ήταν  φτιαγμένο  το  ανώφλι  του  ναού, για να φτιάξει  με αυτές το  ανώφλι του  ιδικού  του σπιτιού. Είχε  δε  στη  σκέψη  να  πάει την  επομένη  να πάρει  και  τις άλλες πελεκητές πέτρες με τις οποίες ήταν κατασκευασμένες οι παραστάδες της θύρας του ναού για να τις χρησιμοποιήσει και αυτές για το δικό του σπίτι. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Άγιος και του έκαμε αυστηρή παρατήρηση. Αυτός  όμως δεν έλαβε υπ’ όψη τη σύσταση  του  Αγίου  και την  επόμενη  νύχτα  πήγε πάλι  και  κουβάλησε  και τις υπόλοιπες πέτρες. Τη  νύχτα  παρουσιάστηκε  και πάλι ο Άγιος  στον  ύπνο του  και του  έκανε ξανά αυστηρή  παρατήρηση  για την παρακοή του. Για να μην επαναλάβει δε άλλη φορά την κακή του πράξη, του έδωκε και δύο μπάτσους· τον ένα  από  τη  δεξιά  μεριά  και  τον  άλλο  από την αριστερά. Το  αποτέλεσμα  της  τιμωρίας  αυτής  ήταν από το βράδυ εκείνο  να  μείνει κουφός, καθ’ όλον τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Και  ακόμη τις  υπόλοιπες πέτρες δεν τόλμησε να πάει να τις πάρει. Γι’ αυτό  και  οι πέτρες  με τις  οποίες  κτίστηκαν οι παραστάδες  της  θύρας του  σπιτιού   είναι  πολύ  διαφορετικές  και  ξεχωρίζουν  ως  σήμερα.

Στενή  η  θύρα  και  γεμάτος δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη χαρούμενη  και  ευτυχισμένη  ζωή. Αυτή  την  αλήθεια που  ο  ίδιος ο Κύριος συνιστάει σ’ εμάς είναι καιρός και εμείς μιμούμενοι τους  αγίους πατέρες της Εκκλησίας μας να κάνουμε βίωμα και ζωή μας. Τόπος αμαρτίας ήταν το νησί  της Κύπρου.  Σαν χείμαρρος η διαφθορά έσπρωχνε  τους  δυστυχισμένους  κατοίκους στην καταστροφή. Όταν όμως  η θρησκεία του γλυκύτατου  Ιησού  με τους ευλογημένους φορείς της, τους τρεις Αποστόλους, τον Βαρνάβα, τον Παύλο και  τον Μάρκο έφθασε  και  κηρύχτηκε στο  μαρτυρικό αυτό  νησί, τα πράγματα  άλλαξαν  αμέσως. Πως  ξεκίνησαν οι πρώτοι  χριστιανοί! Από  μία σπηλιά! Τι δυσκολίες, τι διωγμούς και τι κινδύνους πέρασαν! Με το θάρρος  όμως που  εναποθέτει  στις  αγνές καρδιές ο Χριστός δυναμωμένοι προχώρησαν. Το αποτέλεσμα μαρτυρεί και βεβαιώνει η ιστορία. Σε  λίγα  χρόνια  το νησί της Αφροδίτης και  της διαφθοράς γίνεται  νησί  της Παναγίας και  των αγίων. Η προσφορά σ’ αυτό του Αγίου  Λαζάρου, του Ηρακλειδίου, του Μύρωνος και Μνάσωνος, του Αγίου Δημητριανού και όλων των άλλων εργατών της αρετής είναι ανυπολόγιστη. Δύσκολοι οι καιροί και οι κίνδυνοι πολλοί. Όμως δεν δείλιασαν, πήραν το στενό το μονοπάτι και έγραψαν την ωραιότερη ιστορία. 
Ἀς  τους  μιμηθούμε. Μόνον  έτσι  θα  χαρούμε  την  εδώ  ζωή μας, αλλά και  θα  αξιωθούμε  να   ιδούμε την  αγαπημένη  Κύπρο μας  στου  Χριστού  το φως λουσμένη, ελεύθερη και ευτυχισμένη, και από όλους τιμημένη. Αμήν.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Ταμασέων ὁ Πρόεδρος, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Περάτων, Δημητριανὲ Πατὴρ ἡμῶν, ἀναδειχθεῖς, διὸ τυφλὸν ἐφώτισας ποτέ, τὸ φῶς ἐνεδίδου τηλαυγῶς, καὶ ἀνέκραξε δὲ οὕτως, τῷ διὰ σοῦ μὲ φωτίσαντι δόξα σοι. Δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ τοιαῦτα τέρατα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.      
Ἀπὸ βρέφους Κυρίῳ ἐκολλήθης, μακάριε Δημητριανὲ Ταμασέων, ποιμενάρχα πανάριστε, συγκλείσας ἐν ψυχῇ σου θησαυρόν, τῆς πίστεως Δεσπότου ἀληθοῦς, καὶ ὠδήγησας τὰ τέκνα σου θαυμαστῶς, πρὸς γνῶσιν τῆς θεότητας· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἡμίν, προστάτην ἀκαταίσχυντον.



Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.    
Ἠρακλειδίου διεδέξω τὸν θρόνον, καὶ τῶν θαυμάτων εἰληφῶς θείαν χάριν, τὴν Κύπρον κατεφώτισας, ὦ Δημητριανέ, θεσπεσίῳ βίῳ σου καὶ γλυκύτητι λόγων, ὅθεν πλάνην ἔτρεψας, τῶν εἰδώλων γενναίως, καὶ τὸν Χριστὸν ἐνώκησας ψυχαῖς, ὡς ἱεράρχης φωτὶ αὐγαζόμενος.