31/5/18

Ο Άγιος Ερμείας ο Μάρτυρας


Ο  Άγιος Μάρτυς Ερμείας καταγόταν από  τα Κόμανα της Καππαδοκίας και  άθλησε  κατά  τους χρόνους  του  αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου του Αντωνίνου (138 – 161 μ.Χ.). Υπηρετώντας  ως στρατιώτης στις Ρωμαϊκές λεγεώνες, κατά το διωγμό που κινήθηκε τότε εναντίον των Χριστιανών, διεβλήθη και  αυτός ως Χριστιανός, συνελήφθη δε και οδηγήθηκε ενώπιον του  δούκα Σεβαστιανού,  εξαναγκαζόμενος  να  θυσιάσει στα είδωλα. Ο  Ερμείας  αρνήθηκε να υπακούσει και  εξ αιτίας  αυτού  του  συνέτριψαν  τις σιαγόνες, του  έγδαραν το  δέρμα του προσώπου, του έσπασαν τους οδόντες και τον έριξαν σε αναμμένο καμίνι.  
Αφού  εξήλθε αβλαβής από τα μαρτύρια αυτά, ποτίστηκε με ισχυρότατο δηλητήριο. Αλλά και από  τη δοκιμασία αυτή  εξήλθε αβλαβής, και έγινε  πρόξενος  μεταστροφής  προς  τον Χριστό του  μάγου που  του  χορήγησε αυτό. Γι’ αυτό  τον λόγο  ο  μάγος  αποκεφαλίσθηκε,  όπως και πολλοί άλλοι ειδωλολάτρες. Υποβλήθηκε σε σειρά  νέων  βασανιστηρίων,  τέθηκε εντός ζέοντος  ελαίου και  τυφλώθηκε, στη  συνέχεια  δε επί τρείς ημέρες, αφού κρεμάσθηκε σε δένδρο, τελειώθηκε δια αποκεφαλισμού. Αξιώθηκε έτσι του μαρτυρικού στεφάνου.


Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.  
Χριστώ στρατευσάμενος, τω Βασιλεί  του  παντός, γενναίως διέκοψας, τας παρατάξεις εχθρών, Ερμεία πανένδοξε· συ γαρ εγκαρτερήσας, πολυτρόποις  αικίαις,  ήθλησας  εν τω γήρα, ως του Λόγου οπλίτης· ώ πρέσβευε Αθλοφόρε, σώζεσθαι  άπαντας.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η  Παρθένος σήμερον.           
Του  Χριστού  το  όνομα,  ομολογήσας  ευτόνως, και  σφοδρών κολάσεων, υπενεγκών τας οδύνας, ήσχυνας, των παρανόμων τας επινοίας· έδειξας, της ευσεβείας πάσι το κράτος· δια τούτο σε  Ερμεία,  ο  Αθλοθέτης  Λόγος  εδόξασε.


Μεγαλυνάριον.
Όπλοις αληθείας περιφραχθείς, καθείλες του ψεύδους,  Αθλοφόρε  τον  ευρετήν, εν γήρα νεάζον, ψυχής φρόνημα φέρων, και ήθλησας νομίμως, Ερμεία ένδοξε.


Ο Άγιος Φιλόσοφος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ Βόρις και Νικόλαος οι Μάρτυρες


Ο  Άγιος  Ιερομάρτυς  Φιλόσοφος  (Νικολάγιεβιτς  Ορνάτσκϊυ)  έζησε  το  19ο  και 20ο αιώνα  μ.Χ. Το  1885  τελείωσε  τη  θεολογική  ακαδημία  της  Αγίας Πετρουπόλεως  και  νυμφεύθηκε  την  Ελένη  Ζαοζέρκοϋ. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εργάσθηκε  ποιμαντικά  αναπτύσσοντας  ένα  τεράστιο φιλανθρωπικό  και  ιεραποστολικό  έργο.  Συνδέθηκε  πνευματικά  με  τον Πατριάρχη  Τύχωνα  και  κατά  την  διάρκεια  του  πρώτου  παγκοσμίου  πολέμου στάθηκε  στο  πλευρό  των  τραυματισμένων  στρατιωτών  και  των  οικογενειών τους. Ο  υιός του  Νικόλαος  υπηρετούσε  με  ανώτερο  βαθμό  στο  9ο  τάγμα  του Ρωσικού  και  ο  υιός  του  Βόρις  είχε  διορισθεί   ως  αρχηγός  της  23ης ταξιαρχίας πυροβολικού  και  πολέμησε  ηρωικά  στο  αυστρο-ουγγρικό  μέτωπο.
Μετά  την  επανάσταση  του  1917,  ο  Άγιος  Ιερομάρτυς  Φιλόσοφος  συνελήφθη,  στις 9  Αυγούστου  1918,  μαζί  με  τους  υιούς  του  από  άνδρες  της  κρατικής  ασφάλειας, που  τους  μετέφεραν  στις  φυλακές  της  Κροστάνδης.  Εκτελέσθηκαν  δια τουφεκισμού,  δίδοντας  έτσι  τη  μαρτυρία  της  πίστεώς  τους  στον  Κύριο  και  Θεό μας.

30/5/18

Ο Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής


Ο  Όσιος  Ισαάκιος καταγόταν από  την  Συρία  και έζησε κατά τους χρόνους του αρειανού αυτοκράτορος Ουάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Μοναχός στην πατρίδα του, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε σε κάποια  από τις  μονές  αυτής.  Διακρινόταν  για τη φλογερή πίστη και τη μαχητικότητά του εναντίον καθενός που επιβουλευόταν αυτήν, ιδιαίτερα δε κατά των επικρατούντων αιρετικών Αρειανών. Μιλώντας  προς  τους  μοναχούς  και τα πλήθη, δεν δίσταζε να ελέγχει και  αυτόν τον αυτοκράτορα για τις υπέρ των αιρετικών απροκάλυπτες ενέργειές του. Το 378 μ.Χ. συνάντησε τον Ουάλεντα, ενώ  αναχωρούσε για την εκστρατεία εναντίον των Γότθων που εισέβαλαν στο Βυζάντιο, και του είπε: «Απόδος ταις  ποίμναις  τους  αρίστους  νομέας  και λήψει την νίκην απονητί· ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα, πως σκληρόν το προς  κέντρα λακτίζειν, ούτω γαρ επανήξεις και προσαπολέσεις  την στρατιάν». Του ζήτησε δηλαδή, εάν ήθελε να επιστρέψει νικητής, να επαναφέρει  από  την  εξορία  τους Επισκόπους και  να  τους  αποδώσει  το  ποίμνιό  τους,  ειδάλλως θα καταστρεφόταν και  αυτός και το στράτευμά του. Ο  Ουάλης, όχι μόνο εκώφευσε στους λόγους αυτούς του Ισαακίου, αλλά απείλησε αυτόν ότι, όταν θα  επέστρεφε  από  την εκστρατεία, θα τον θανάτωνε. Ο  Ισαάκιος με δάκρυα στους οφθαλμούς προσπάθησε να επαναφέρει τον αυτοκράτορα στην ευθεία οδό, παρακαλώντας αυτόν να ανοίξει τις εκκλησίες των Ορθοδόξων, τις οποίες είχε κλείσει και  να επιστρέψει  σε  αυτούς,  όσες είχε παραδώσει στους Αρειανούς, διαφορετικά  θα ηττάτο από τους  αντιπάλους  του και  θα  καιγόταν  ζωντανός. Οργισμένος τότε ο αυτοκράτορας, διέταξε να ρίξουν τον Όσιο Ισαάκιο σε παρακείμενη, γεμάτη από αγκάθια, φάραγγα. Εξερχόμενος, όμως, σώος από  τη Θεία Χάρη, προσέτρεξε προς τον αυτοκράτορα και αφού συγκράτησε το άλογο αυτό  από  τα χαλινάρια, τον εξόρκιζε να σωφρονισθεί προς χάριν της σωτηρίας  αυτού και  του  στρατεύματός  του.  Τότε ο  Ουάλης  διέταξε  τους  στρατιώτες  Σατορνίνο και  Βίκτορα  να  συλλάβουν  τον  Όσιο  Ισαάκιο και  να τον κρατήσουν δέσμιο, μέχρι της επιστροφής  του,  οπότε  θα  τον  θανάτωνε.
Στις  9  Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη  σφοδρή  μάχη, κατά  την οποία  ο αυτοκρατορικός στρατός κατετροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί  από τους άριστους στρατηγούς του. Ο  Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε  ζωντανός, μαζί  με τον  αρχιστράτηγό του. Όταν  έγινε  γνωστό  το  γεγονός  αυτό,  ο  κλήρος και ο λαός περιέβαλαν τον Όσιο Ισαάκιο με μεγαλύτερο σεβασμό και υπόληψη και προσέτρεχαν προς αυτόν, για να λάβουν την ευλογία του, αφού δε συνέλεξαν χρήματα, οικοδόμησαν τη μονή Δαλμάτων. Εκεί  προσήλθαν  και  άλλοι μοναχοί  και  ο Όσιος διήλθε το βίο του ως ηγούμενος αυτής, έχοντας κερδίσει την εκτίμηση του αυτοκράτορος Θεοδοσίου.
Ως  ηγούμενος  παρευρέθηκε  στη  Β’  Οικουμενική Σύνοδο,  που  συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία  αυτής. Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού  διόρισε διάδοχό του τον Όσιο  Δαλμάτιο  († 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ  γήρας το  383 μ.Χ.


Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Τύπος πέφηνας, της εγκρατείας, και εδραίωμα, της Εκκλησίας, Ισαάκιε Πατέρων αγλάϊσμα· εν αρεταίς  γαρ  φαιδρύνας  τον βίον σου, Ορθοδοξίας τον λόγον ετράνωσας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα  έλεος.


Κοντάκιο. Ήχος  πλ. δ’. Τη  υπερμάχω.
Ως  των  Οσίων  ακριβέστατον  υπόδειγμα
Και  ευσεβείας  πρακτικώτατον  εκφάντορα
Ανυμνούμεν  σε  οι  δούλοι  σου  θεοφόρε.
Αλλ’ ως  χάριτος  της  θείας  καταγώγιον
Ναούς έργασθαι ημάς φωτός του Πνεύματος           
Τους  βοώντας  σοι,  χαίροις  Πάτερ  Ισαάκιε.


Μεγαλυνάριο.
Χαίροις Μοναζόντων υπογραμμός, και Μονής Δαλμάτων, κυβερνήτης ο απλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμείον θεοβρύτων, Ισαάκιε παμμάκαρ,  Αγγέλων  σύσκηνε.


29/5/18

Η Αγία Θεοδοσία η Παρθενομάρτυς


Η Αγία  Παρθενομάρτυς  Θεοδοσία  καταγόταν από  την  Τύρο  της  Φοινίκης  και  άθλησε  κατά τους  χρόνους  του  αυτοκράτορος  Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.). Σε  ηλικία  δέκα  οκτώ  ετών διέπρεπε  τόσο  για  την  ευσέβεια,  όσο  και  για το  ζήλο  της  υπέρ  της  Χριστιανικής  πίστεως, διαδίδοντας  αυτή  μεταξύ  των  ειδωλολατρισσών  γυναικών  και  ελκύοντας πολλές  από  αυτές.  Κατά  το  πέμπτο  έτος  των διωγμών,  βρισκόμενη  στην  Καισάρεια  της Παλαιστίνης,  συνελήφθη  και  δέσμια οδηγήθηκε  ενώπιον  του  άρχοντος  Ουρβανού. Επειδή  η  Αγία  δεν  πειθόταν  να  θυσιάσει  στα είδωλα,  διατάχθηκε  ο σκληρός  βασανισμός αυτής.  Της  κόπηκαν  οι  μαστοί  και  της καταξεσκίσθηκαν  τα  πλευρά,  ημιθανής  δε, πιεζόταν  να  απαρνηθεί  τον  Χριστό. Η Θεοδοσία, με φωνή που  μόλις  ακουγόταν, δήλωσε  και  πάλι  ότι  ήταν  και  θα  παρέμενε Χριστιανή. Τότε  ο  Ουρβανός,  γεμάτος  από οργή,  διέταξε, αφού  βασανισθεί  σκληρότερα, να  ριχθεί  στη  θάλασσα,  όπου  έλαβε  και  τον στέφανο  του μαρτυρίου.


Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.  
Ως δόσιν θεόσδοτον, την παρθενίαν την σήν, αγώσιν αθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τω Λόγω προσήγαγες· όθεν προς αθανάτους, μεταστάσα νυμφώνας, πρέσβευε  Αθληφόρε, τω Δεσπότη  των όλων, ρυσθήναι εκ πολυτρόπων, ημάς συμπτώσεων.


Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.    
Ως παρθένος άμωμος και αθληφόρος, νοερώς νενύμφευσαι, τω  Βασιλεί  των ουρανών, Θεοδοσία πανεύφημε· όν εκδυσώπει, υπέρ των ψυχών  ημών.


Μεγαλυνάριον.
Δόσει  λαμπρυνθείσα παρθενική, δόσιν ευσεβείας, διαυγάζεις αθλητικώς, ω Θεοδοσία, Χριστού Παρθενομάρτυς· διο καμοί μετάδος, εκ των σων δόσεων.


Η Αγία Θεοδοσία η Οσιομάρτυς η Κωνσταντινουπολίτισσα


Η  Αγία Οσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε από γονείς πλουσίους και ευσεβείς. Σε ηλικία επτά ετών, αφού  έμεινε ορφανή  από πατέρα, εισήλθε σε  μοναστήρι,  όπου μετά από λίγο εκάρη μοναχή. Μετά τον θάνατο και  της μητέρας της, αφού  επούλησε  και  διεμοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά της, απαλλάχτηκε έτσι από  τις γήινες  φροντίδες,  επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο, στην απόκτηση της τελειότητος και των μοναχικών αρετών, ασκούμενη στη μονή που βρισκόταν κοντά στο Σκοτεινό Φρέαρ και επονομαζόταν  Ασπάρου  στέρνη.
Όταν  ήλθε  στο  θρόνο  ο  Λέων  ο  Ίσαυρος  (717 – 741 μ.Χ.), εξαπολύθηκε  άγριος διωγμός εναντίον  των εικονόφιλων και των ιερών εικόνων, ο δε Πατριάρχης Γερμανός, στερεός προμαχώνας της Ορθοδοξίας, εκδιώχθηκε και αντικαταστάθηκε από τον εικονομάχο Αναστάσιο.  Κατά  την έναρξη του διωγμού διέταξε την καθαίρεση και καταστροφή της εικόνος  του  Χριστού,  η  οποία  ευρισκόταν από της Χαλκής Πύλης.        
Τότε η  Θεοδοσία, επικεφαλής καλογραιών και άλλων γυναικών, όρμησαν και κατέρριψαν από την κινητή  σκάλα το  σπαθάριο  που  ανέβηκε, για να καταστρέψει την εικόνα, και  με πέτρες και ξύλα επετέθησαν κατά του Πατριαρχείου. Μπροστά  σε αυτή  την  κατάσταση  ο  Πατριάρχης Αναστάσιος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο.  Η στρατιωτική δύναμη που επενέβη, άλλες  μεν  από  τις  γυναίκες  εφόνευσε, άλλες  δε, μεταξύ των οποίων και  την Θεοδοσία, συνέλαβε. Και  από τις συλληφθείσες άλλες ελευθέρωσαν, άλλες ενέκλεισαν στις φυλακές ή εξαπέστειλαν  στην εξορία. Την δε Θεοδοσία, αφού εκακοποίησαν, την οδήγησαν στην τοποθεσία του  Βοός και  την κατέσφαξαν,  αφού διαπέρασαν  το  λαιμό της  δια  κέρατος  κριού  (730 μ.Χ.). Το  τίμιο λείψανό της περισυνελέγη και ενταφιάσθηκε στη  μονή  Δεξιοκράτους,  πολλά  δε θαύματα επιτελούσε στους πιστούς, που προσέρχονταν  με  πίστη  και  ευλάβεια.


Η Οσία Υπομονή


Η Οσία Υπομονή καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν  η  «Ελένη  εν Χριστώ τω  Θεώ  πιστή  Αυγούστα…»  και  αυτοκρατόρισσα Ρωμαίων  η  Παλαιολογίνα. Ήταν  η  σύζυγος  του αυτοκράτορος Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1391 – 1425 μ.Χ.) και  μητέρα δύο, στη συνέχεια, αυτοκρατόρων, του Ιωάννου Η’ Παλαιολόγου  και του  Κωνσταντίνου του ΙΑ’ Παλαιολόγου, του τελευταίου βυζαντινού ηρωικού εθνομάρτυρος αυτοκράτορα.
Ο  ιστορικός Χρυσολωράς γράφει για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ και τη σύζυγό του Ελένη, την μετέπειτα Οσία Ὑπομονή: τους διέκρινε  «οσιότης  μεν  εις  Θεόν, δικαιοσύνη δε προς ανθρώπους και  επί  πλέον κατοικούσε μέσα τους  ο  έρως  προς  τον Χριστόν». Ήταν  ένα ζεύγος,  που  ενώ  περνούσε  από  συνεχείς φοβερές  εξωτερικές φουρτούνες, όμως μεταξύ του είχε συνευδοκία, δηλαδή κάτι περισσότερο από ομοφροσύνη και αλληλοκατανόηση. Ήταν «αγία  Δέσποινα» (=αγία  αρχόντισσα), κατά τον ιστορικό  Γεώργιο Φραντζή, «καλή  καγαθή ψυχή»,  κατά  τον  Πλήθωνα.
Ήταν στήριγμα του συζύγου της, διότι είχε μεγάλη πίστη και μεγάλη υπομονή. Τους υιούς της τους ανέτρεφε με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, ώστε να είναι πάντοτε μονιασμένοι και στην καρδιά τους να  βασιλεύει η πίστη και κάθε αρετή.  Από  αυτούς δύο έγιναν αυτοκράτορες, από τους οποίους  ο ένας, ο  Κωνσταντίνος  ο ΙΑ’, έγινε  θρύλος  και  έμπνευση  στο  Ελληνικό  Γένος. Τα άλλα τέσσερα έγιναν ηγεμόνες στην Πελοπόννησο  και  την  Θεσσαλονίκη.  Από αυτούς  οι  τρεις  έγιναν  στο  τέλος  μοναχοί. Οι δύο  θυγατέρες  της  σε  παιδική ηλικία απεβίωσαν.
Όταν  πέθανε  ο   σύζυγός της, η  Αγία έγινε μοναχή σε ένα μοναστήρι έξω από την Κωνσταντινούπολη  και  έλαβε το όνομα Υπομονή. Μετά  είκοσι πέντε χρόνια μοναχικής ζωής  κοιμήθηκε  οσίως  με ειρήνη το 1450 μ.Χ., τρία χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.           
Ο γνωστός λόγιος της εποχής εκείνης  Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων γράφει γι’ αυτήν ότι διέθετε «σύνεσιν και τελείαν σοφρωσύνην» σε τέτοιο  βαθμό  τελειότητος  που  λίγες  μοναχές την έφθαναν.          
Και  πριν γίνει μοναχή  αναφέρει ένας άλλος σύγχρονός της ήταν  το  καύχημα  για  τον  άνδρα της  και  τα  παιδιά  της,  αλλά  και  καύχημα για τον λαό  της Κωνσταντινουπόλεως.  Ο Πλήθων γράφει  ακόμα ότι: «Δεν είναι εύκολο να βρει κανείς όμοια μ’ αυτήν γυναίκα, ανάμεσα  σε  άλλες που έχουν τα ίδια αξιώματα, ούτε άλλη με τόσα χαρίσματα  και  τόσες  ενάρετες  πράξεις».


Ο Άγιος Ιωάννης ο δια Χριστόν Σαλός



Ο  Άγιος  Ιωάννης  γεννήθηκε τον  15ο  αιώνα  μ.Χ.  στο  χωριό  Πούκχοβο  στη περιοχή  του  Ούστγιουγκ  από  ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Σάββα  και τη  Μαρία.  Από  την  παιδική  του  ηλικία  διακρίθηκε  για  την  ασκητικότητα του  βίου  του  και  τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς νηστείας. Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν έτρωγε τίποτα, παρά  μόνο  λίγο  ψωμί  και  έπινε  λίγο  νερό.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του Αγίου Ιωάννου εγκαταβίωσε στη μονή της  Αγίας  Τριάδος  του  Ορλέτσκ  και  έγινε  μοναχή. Ο  νεαρός  Ιωάννης  άρχισε  την  άσκηση  με  τη σιωπή και τη  σαλότητα  και διήλθε  το  υπόλοιπο  του  βίου  του  με  αδιάλειπτη  προσευχή  ζώντας  σε  μία καλύβα του Ούστγιουγκ.       
Κοιμήθηκε  με  ειρήνη τὸ  1494  και  ενταφιάσθηκε  κοντά  στον  καθεδρικό  ναό της  Κοιμήσεως  της  Θεοτόκου.

Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου «η Εγγύηση των Αμαρτωλών»


Η  ιερά  εικόνα της Παναγίας  «Η των  Αμαρτωλών Εγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στη μονή  του Ορντίσκ της επαρχίας Ορλώφ, όπου και έγινε ονομαστή  για  τα  θαύματα  που  επιτελούσε.
Ένα αντίγραφο αυτής της ιεράς εικόνος φυλασσόταν στο ναό του Αγίου Νικολάου Χαμώνβικ της Μόσχας. Η  εικόνα κάθε βράδυ ακτινοβολούσε από θεϊκό φως. Είναι χαρακτηριστική  η επιγραφή  που  είχε χαραχθεί στην εικόνα: «Εγώ είμαι η εγγύηση των αμαρτωλών προς τον Υιό».           
Η  Εικόνα της Παναγίας εορτάζει, επίσης,  στις  7 Μαρτίου.

28/5/18

ΥΜΝΟΙ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ ΨΑΛΛΟΥΝ ΟΙ ΜΟΝΑΧΕΣ ΤΗΣ ΟΡΜΥΛΙΑΣ


Ὁμιλία  στὴν  ἑορτή  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος

«Τὸ  πνεῦμα  σου τὸ  ἀγαθὸν  ὁδηγήσει  με  ἐν  γῇ  εὐθείᾳ»

              σημερινὴ  ἑορτή,  ἀδελφοί  μου,    ὁποία  ἕπεται  τῆς  Κυριακῆς  τῆς  Πεντηκοστῆς  εἶναι  ἀφιερωμένη  στὸ  πανάγιο  Πνεῦμα.  Ὅπως  γνωρίζουμε,    ἑβδομάδα  αὐτὴ    τὴν  ὁποία  καὶ  διανύουμε  ὀνομάζεται  διακαινήσιμος      ἑβδομάδα  τῆς  Πεντηκοστῆς.
            Κατὰ  τὴν  ἑβδομάδα  αὐτὴ  γιορτάζουμε  τὴν  κάθοδο  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος  «ἐν  πυρίναις  γλῶσσες» προκειμένου  νὰ  διαλύσει  τὸ   σκότος  τῆς  ἀγνωσίας  τοῦ  ἀληθινοῦ  Θεοῦ. Ἦρθε    Χριστὸς  γιὰ  νὰ ἐξαλείψει  τὴν  ἁμαρτία  τοῦ  ἀνθρώπου. 
            Γι’ αὐτὸ  ἄλλωστε  κατέβηκε στὸ  ὐπερῶο  τῶν     Ἱεροσολύμων «ἐν  πυρίναις  γλῶσσες» αὐτὸ  τὸ  Ἅγιο  Πνεῦμα  πάνω  στὰ  κεφάλια  τῶν  ἁγίων  μαθητῶν  καὶ  Ἀποστόλων.  Διὰ  τῆς  φωτιᾶς  αὐτῆς  τῆς  Πεντηκοστῆς  ἔκαψε  τὴν  ὑπερηφάνεια  τῶν  ἀνθρώπων  τῆς  Βαβέλ.    ἴδια  φωτιὰ ὅμως  τῆς    αὐτῆς  Πεντηκοστῆς  φωτίζει  καὶ  μᾶς  ὅταν  εἰσερχώμαστε  στὴν  ἁγία  Του  Ἐκκλησία  διὰ  τοῦ  Ἁγίου  Βαπτίσματος.
            Τὸ   Ἅγιο  Πνεῦμα  ἐπίσης  μᾶς  ὁδηγεῖ  στὴν  ἀλήθεια  τοῦ  Χριστοῦ καὶ  μᾶς  ἁγιάζει  ὅταν  κοινωνοῦμε  τὰ  Ἄχραντα  Μυστήρια  τοῦ  Χριστοῦ  μας.  Ὀφείλουμε ὅμως  νὰ  ὁμολογήσουμε  ἐπίσης  πὼς  τὸ  Ἅγιο  Πνεῦμα, ποὺ  εἶναι  ὁμόδοξο,  καὶ  ὁμοούσιο  τοῦ  Πατρὸς  καὶ  τοῦ  Υἱοῦ  δὲν  ἀποστέλλεται  στοὺς  χριστιανοὺς     καὶ  ἐκ  τοῦ  Υἱοῦ, γιατὶ  τότε  χάνεται 
ἡ πίστη  μας  περὶ  Μοναρχίας  τῆς  Θεότητος∙ διότι  παύουμε  πλέον  νὰ  πιστεύουμε  ὅτι    Θεὸς  εἶναι  Ἕνας  κατὰ  τὴν  Οὐσία.
            Ὡς  Τρίτο  Πρόσωπο  τῆς  Θεότητος  τὸ  Ἅγιο  Πνεῦμα  συγκροτεῖ  τὸ  Σῶμα  τῆς  Ἐκκλησίας.  Μὲ  τὴν ἐπιφοίτησι  τοῦ  Ἁγίου Πνεύματος  ἐπαληθεύεται      προφητεία  τοῦ  Χριστοῦ  πρὸς  τοὺς  Ἀποστόλους∙  διότι  ὁ Χριστὸς  λίγο  πρὶν  ἀναληφθεῖ  εἶχε  ἐξαγγείλλει  στοὺς  Ἀποστόλους  του πὼς  θὰ  τοὺς  ἀπέστελλε  ἐν  καιρῷ  τὸ  «Πνεῦμα  τῆς  ἀληθείας, ὅ  φωτίζει  πάντα  ἄνθρωπον  ἐρχόμενον  εἰς  τὸν  κόσμον».  Ἄν  ὁ Χριστὸς  δὲν  ἄφηνε  τὸν  κόσμο  μας,  καὶ  δὲν  ἀναλαμβανόταν  δὲν  θὰ  ἔστελνε  σὲ  μᾶς  τὸ  Ἅγιο  Πνεῦμα.
            Πρὶν  ὅμως  στείλλει    Χριστὸς  τὸ  Ἅγιο  Πνεῦμα,  τὸ   ὁποῖο  ζητᾶ  ἀπ’ ὅλους  μας  νὰ   εἴμαστε  παντοτινὰ  μέσα  στὴν  ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία,    ἔδειξε στοὺς  Ἀποστόλους      τὴν  ἀληθινὴ  ζωή,  ζητώντας  μετάνοια.  Τὸ  ἴδιο  λέει  καὶ  σὲ  μᾶς  διὰ  τοῦ  σημερινοῦ  εὐαγγελικοῦ  ἀναγνώσματος∙ μᾶς  ὁδηγεῖ  δηλαδὴ  στὴ  μετάνοια  ὅλων  μας εἴτε  πράξαμε     μικρὰ ἤ μεγάλα  σφάλματα.  Οἱ  αἱρετικοί, ὅμως,  οἱ  ὁποῖοι  διακήρυξαν  δόγματα  τὰ  ὁποῖα  εἶναι  δόγματα,  ποὺ  εἶναι  ξένα  πρὸς  τὴν  Ὀρθοδοξία βρίσκονται  πολὺ  μακριὰ  ἀπὸ  τὴ  διδασκαλία  τοῦ  Χριστοῦ μας.  
          Ἀδελφοί μου  καὶ  ἀδελφές  μου!   Τὸ   Ἅγιο  Πνεῦμα  εἶναι  αὐτὸ  τὸ   ὁποῖο  κατεβαίνει  καὶ  χειροτονεῖ  τοὺς  ἀρχιερεῖς  καὶ  ἱερεῖς  τῆς  Ἐκκλησίας  μας∙   εἶναι  αὐτὸ  ποὺ  φωτίζει  πάντα  ἄνθρωπον   ἐρχόμενον  εἰς  τὸν  κόσμον», ἀλλὰ  καὶ  τοὺς  ἱερεῖς   καὶ  ἀρχιερεῖς  τῆς  Ἐκκλησίας  μας.   Μᾶς  φωτίζει  τὸ  Ἅγιο  Πνεῦμα  νὰ  ζοῦμε  τὴ  ζωὴ  τοῦ  Χριστοῦ, καὶ  ὄχι  νὰ  ζοῦμε  κοσμικὰ  καὶ  ματαιόφρονα.
            Διότι  οἱ λεγόμενες  κοσμικὲς  χαρὲς  δὲν  εἶναι  ἄλλο  τι  ἀπὸ  ψευδοηδονές.  Ἀντίθετα,    ζωὴ  κοντὰ   στὸ  Χριστὸ  δίδει  χαρά, πνευματικὴ  χαρά,  ἡ ὁποία  εἶναι  ἀνέκφραστη  χαρά. Οἱ  λεγόμενε  αὐτὲς  χαρὲς  τῶν   κέντρων  διασκεδάσεως  εἶναι  σὰν  βαλτώδοι  νερὰ  ποὺ  ποτὲ  δὲν  μποροῦν  νὰ  ξεδιψάσουν  τὴν  ἀθάνατη  ψυχή μας. Διότι  οἱ  κοσμικὲς  αὐτὲς  χαρὲς  μᾶς  προξενοῦν  μεγάλες πνευματικὲς   θλίψεις. Ἀντιθέτωςς, ὅταν  ζοῦμε   φωτισμένοι  ἀπὸ  τὸ  Φῶς  τοῦ  Χριστοῦ  καὶ  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος ἔχουμε, ὅπως  προείπαμε,  ἀνεκλάλητη  χαρά.
                        Ὅπως  οἱ  Ἀπόστολοι  βλέποντας ἀναστημένο  τὸ  Χριστὸ  χαίρονταν  τόσο  πολὺ  σὲ  σημεῖο  ποὺ  νὰ  μὴ  μπορεῖ  κανεὶς  νὰ  τοὺς  τὴν  ἀφαιρέσει, ἔτσι  καὶ  μεῖς  ἔχουμε  ἀνέκφραστη  χαρὰ  ἄν  δὲν  διώχνουμε  τὸ  Ἅγιο  Πνεῦμα  μὲ  τὶς  ἁμαρτίες  μας.  Νὰ  μὴ  τὸ διώχνουμε,  ἀλλὰ  νὰ  μετανοοῦμε  εἰλικρινά. Γιατὶ  ἡ ἀγάπη  τοῦ  Χριστοῦ  ποὺ  ἀνέβηκε  στὸ  σταυρὸ  χάριν ἡμῶν    θέλει  τὴ   σωτηρία  ὅλων  μας ἀπὸ  τὴν ἁμαρτία.
            Ἄλλωστε, ἄν δὲν  ἦταν  δυνατὸν  νὰ  σωθοῦμε  ἀπὸ  τὴν  ἁμαρτία  δὲν  θὰ  ἔλεγε  ὁ Χριστὸς  στὸ  Πέτρο: «ὅσα  ἄν  δήσητε  ἐπὶ  τῆς  γῆς  ἔσται  δεδεμένα  καὶ  ἐν τῷ  οὐρανῷ, καὶ  ὅσα ἐὰν  λύσητε ἐπὶ τῆς  γῆς  ἔσται λελυμένα  ἐν τῷ  οὐρανῷ».  (Ματθ. 18,20)     Ποὺ  σημαίνει  πὼς  ἄν  μετανοοῦμε,  καὶ  ζητοῦμε  τὴν  Χάρι  τοῦ  Ἁγίου Πνεύματος  καθαρίζεται  καὶ  ἡ ψυχή  μας  ἀπὸ  τὸ  βοῦρκο  τῆς  ἁμαρτίας.
            Θεός,  ἄλλωστε,   εἶναι  ἀγάπη.  «Οὕτω  γὰρ  ἡγάπησεν ὁ  Θεὸς  τὸν  κόσμον, ὥστε  τὸν  υἱὸν  αὐτοῦ ἔδωκεν  ἵνα  πᾶς    πιστεύων  εἰς  αὐτὸν  μὴ  ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ  ζωὴν  αἰώνιον» (Ἰω.  3,16)
  ἐπιφοίτησι αὐτὴ    τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος  διέλυσε  τὴν  ὑπερηφάνεια  τῶν  κατοίκων  τῆς  Βαβέλ, οἱ  ὁποῖοι  δοκίμασαν  νὰ  φτάξουν  πύργο  ποὺ  θὰ  φτάνει  τὸ  Θεό∙  νόμιζαν  δηλαδὴ  ὅτι  δὲν  εἶχαν  ἀνάγκη  τοῦ  Θεοῦ.  Τελικά,   ὅμως, οἱ  ἄνθρωποι  αὐτοὶ  δὲν  κατάφεραν νὰ  φτιάξουν  τὸ  πύργο  αὐτό,   διότι  ἄρχισαν  οἱ τεχνίτες    νὰ  μιλοῦν  ξένες  γλῶσσες,  οὕτως   ὥστε  οἱ  ἄνθρωποι  αὐτοὶ  νὰ  μὴν  κατανοοῦν    ἕνας   τὸν  ἄλλο.   Κατὰ  τὴν  Πεντηκοστή,   ὅμως,  οἱ ἀγράμματοι  μαθητὲς   τοῦ  Χριστοῦ  καταλάβαιναν  ὅλες  τὶς  γλῶσσες  τοῦ  κόσμου.
            Ἄς  μὴν  εἴμαστε, ἀδελφοί μου,  ἐγωπαθεῖς  καὶ ὑπερήφανοι, ἀλλὰ  ἄς  γίνουμε  μιμηται  τῆς  ταπεινοφροσύνης  τῶν  ἁγίων Ἀποστόλων  τοῦ Χριστοῦ μας. Εὐχὴ  μου  εἶναι  νὰ  μίνουμε  παντοτινὰ  στὴν  ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία, οὕτως  ὥστε  νὰ  εἴμαστε  ὅλοι, μικροὶ  καὶ  μεγάλοι, ἐν  Ἀγίῳ  Πνεύματι. Ἀμὴν!