31/12/17

Ὁμιλία στὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα



«Μέλλει  γὰρ  Ἡρώδης  ζητεῖν  τὸ  παιδίον  τοῦ  ἀπολέσαι  αὐτό» (Ματθ. 2,13)

            Γιὰ  νὰ  γεννηθεῖ  ὁ Χριστὸς  συνέβαλαν  πάρα  πολλὰ πρόσωπα, ἀδελφοί μου.  Μέσα  σ’ αὐτὰ  τὰ   ἱερὰ  πρόσωπα  εἶναι κατ’ ἀρχὰς  ἡ  Θεοτόκος  Μαριάμ, ἡ ὁποία  ἔδωσε   ὅλο  της  τὸ   εἶναι  γιὰ  νὰ  γεννηθεῖ ὁ  Σωτήρας  μας  Χριστός. Εἶναι  αὐτὴ ἡ ὁποία  ὑπήκουσε ὁλοκληρωτικὰ  στὸ  Θεὸ προκειμένου  ὁ  Θεὸς  νὰ  γίνει  ἄνθρωπος  καὶ  νὰ  σώσει  τὸν  ἄνθρωπο. Ἀκολούθως  εἶναι  ὁ  μνήστωρ  καὶ  προστάτης  τῆς  Παναγίας  καὶ  τοῦ  μικροῦ  Ἰησοῦ, ὁ Ἰωσήφ. Εἶναι αὐτὸς  ποὺ πῆρε  τὸ  παιδίον Ἰησοῦν καὶ  διέφυγε  στὴν Αἴγυπτο   γιὰ  νὰ  γλυτώσει  ὁ Χριστὸς  τὰ  μαχαίρια  τοῦ  Ἡρώδη.  Ὁ  λόγος  τοῦ ἀγγέλου    «ἐγερθεὶς  παράλαβε  τὸ  παιδίον  καὶ  τὴν   μητέρα  αὐτοῦ νυκτὸς  καὶ  φεῦγε  εἰς  Αἴγυπτον, μέλλει γὰρ  Ἡρώδης  ζητεῖν  τὸ  παιδίον τοῦ ἀπολέσαι  αὐτὸ» δὲν ἔμεινε  θεωρία, ἀλλὰ    πραγματοποίησε ὁ  Ἰωσὴφ  τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, παραμένοντας  στὴν  Αἴγυπτο  ἕως  τῆς  ἐντολῆς  Ἡρώδου.  Ἐκτὸς  ὅμως  τὴ  Θεοτόκο  καὶ  τὸ  μνήστορα  Ἰωσὴφ οἱ ὁποῖοι  ἔπαιξαν   τὸ  κυριώτερο  ρόλο  εἶναι  καὶ οἱ ἄγγελοι  ποὺ  ἐδοξολόγουν τὸ  Χριστό καὶ  λέγοντας  «δόξα  ἐν ὑψίστοις  Θεῷ   καὶ   ἐπὶ  γῆς  εἰρήνῃ,   ἐν ἀνθρώποις   εὐδοκίᾳ». Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔδειξαν πρὸς  τοὺς  ποιμένες  τοῦ Ἰσραὴλ  ποῦ ὁ  Χριστὸς  γεννᾶται, μὲ  συνέπεια  ἀκολούθως  νὰ πᾶνε  πρῶτοι  οἱ  ποιμένες  αὐτοὶ τῆς  Βηθλεὲμ  ἐκεῖ  ποὺ ἦταν ὁ Χριστὸς   γιὰ  νὰ  προσκυνήσουν τὸν  Μέγα  Βασιλέα  μας  Χριστό.  Ἐκεῖνοι  δηλαδὴ  ποὺ  πῆγαν  πρῶτοι  πρὸς  τὴ  Φάτνη τοῦ  Ἰσραὴλ  δὲν  ἦταν  οἱ  γραμματεῖς  καὶ  οἱ  φαρισαῖοι, οὔτε  οἱ ἄλλοι  μελετητὲς  τῶν  προφητειῶν  περὶ  τῆς  Ἐνανθρωπήσεως  τοῦ   Θείου Λόγου, ἀλλὰ  οἱ βοσκοί. Καὶ  τέλος,  προσκύνησαν  τὸ  Χριστὸ  οἱ μάγοι  οἱ ὁποῖοι ἔκαναν  μεγάλο  ταξίδι γιὰ  τὰ   μέτρα  τῆς  ἐποχῆς  τους, καὶ  ἦρθαν  στὰ  Ἱεροσόλυμα  ἀπὸ  πολὺ μακριὰ  χρησιμοποιώντας  ὡς  μεταφορικὸ  μέσο  τὶς  καμήλες  τους.      Τὸν  Χριστὸ ὅμως  δὲν  τὸν  βρῆκαν  στὸ σταῦλο ὅπου γεννήθηκε  γιατὶ ἔφτασαν  μετὰ  ἀπὸ δύο χρόνια καὶ ὁ Χριστὸς  φιλοξενοῦνταν σ’ ἕνα  ταπεινὸ  σπιτάκι.
          Ἐκτὸς  ὅμως  τῶν  ἱερῶν αὐτῶν  προσώπων  ἔχουμε  καὶ ἄλλους  ἀνθρώπους,  οἱ ὁποῖοι  ἐδίωξαν  τὸ  Χριστό.  Πρῶτος  ἀπ’ αὐτοὺς  τοὺς  διῶκτες  του εἶναι ὁ Ἡρώδης  ὁ  ὁποῖος  ἔδειξε  τὴν  μεγάλη  κακία  καὶ  πρὸς  ἄλλα πρόσωπα.  Εἶναι  αὐτὸς  ποὺ  σκότωσε  τὴ  γυναίκα  του, ὀνόματι  Μαριὰμ  μαζὶ μὲ    τὰ  τρία  του παιδιά.  Εἶναι αὐτὸς  ἀκόμα ποὺ σκότωσε  ὅσους  νόμιζε  πὼς  ἐπιβουλεύονται  τὸ   θρόνο  του.  Εἶναι  αὐτὸς  ποὺ   ἐξεμάνη  τόσο  πολὺ  ἐπειδὴ  τὸν  ξεγέλασαν  οἱ  μάγοι μὴ γυρίζοντας  πίσω  στὸ παλάτι  γιὰ  νὰ  ποῦν  πρὸς  αὐτὸν ποῦ  ἀκριβῶς  βρισκόταν  ὁ νεογέννητος  Χριστός, ἔστειλε  στρατιῶτες  στὴ    Βηθλέὲμ  μὲ  τὴ  διαταγὴ  τῆς  σφαγῆς  ὅλων τῶν  νηπίων τῆς  Βηθλεὲμ  καὶ  τῶν  περιχώρων  της. Κι αὐτὸ  τὸ  ἔκανε  ὁ Ἡρώδης  μήπως ἀνάμεσα  στὰ  παιδιὰ  τῆς  Βηθλεὲμ βρισκόταν  καὶ ὁ  Χριστός. Ἐκτὸς  ὅμως  ἀπ’ αὐτὸ  τὸ  ἔγκλημα  τῆς  σφαγῆς  τῶν  νηπίων  τῆς  Βηθλεὲμ  ὁ Ἡρώδης  ἔκλεισε  στὶς  φυλακὲς  τῆς  Ἱεριχοῦς  τοὺς  ἐπιφανέστερους  Ἰουδαίους,  διατάζοντας  τὴν  ἀδερφή  του  νὰ  τοὺς  δολογονήσει  λίγη ὥρα   πρὸ  τοῦ  δικοῦ  του  θανάτου  γιὰ  νὰ  φανεῖ  πὼς  οἱ Ἰουδαῖοι κλαῖνε   γιὰ  τὸ  δικό του  θάνατο. Τὸ  πρόσωπο  τοῦ    Ἡρώδη  ὡς   σύμβολο  τῆς   κακίας  καὶ  ὡς  ἐχθρὸς  τοῦ  Χριστοῦ ἔδωσε  τοὺς  πρώτους  μάρτυρες  τῆς  Ἐκκλησίας  μας.
            Ἀλλὰ  δὲν  εἶναι  μόνον ὁ Ἡρώδης  ὁ Τετράρχης  ποὺ ἐδίωξε  τὸ  Χριστό.  Διότι  ἀπὸ τὴν ὥρα  ποὺ δημιουργήθηκε  ἡ  Ἐκκλησία  τοῦ Χριστοῦ, πάνω  ἀπὸ   2.000  χρόνια  ὑπάρχουν  διῶκτες  κατὰ  τοῦ  Χριστοῦ καὶ τῆς  Ἐκκλησίας   του.  Καὶ τοῦτο  δὲν  εἶναι παράλογο, ἀδελφοί μου.  Ἄν  οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ ἐδίωξαν παντοιοτρόπως  τὸ  Χριστό,  γιατὶ  οἱ μαθητὲς  τοῦ  Χριστοῦ  νὰ  ἔχουν  καλύτερη μεταχείριση;  Αὐτὸ  τὸ  εἶπε  ἄλλωστε  καὶ  Αὐτὸς   ὁ Χριστός:  «εἴ  ἐμὲ  ἐδίωξαν  καὶ  ὑμᾶς  διώξωσιν, εἵ  τὸν  λόγον μου  ἐτήρησαν  καὶ  τὸν ὑμέτερον  τηρήσουσιν». (Ἰω. 15,20)  «πάντες  οἱ θέλοντες  εὐσεβῶς  ζῆν  διωχθήσονται», (Β΄Τιμ. 2,12)   μᾶς  λέει ὁ  ἀπόστολος  τῶν  Ἐθνῶν, ἅγιος  Παῦλος.
 Ὁ  Χριστὸς  ὅμως  μᾶς  λέει  ὅτι  οὐδέποτε  πρέπει  νὰ  φοβόμαστε τοὺς  διωγμοὺς  αὐτούς.   Λέει  συγκεκριμμένα:  μὴ φοβᾶστε  ὅσους  σᾶς  κακολογοῦν οἱ ἄνθρωποι  ἐξαιτίας  ἐμοῦ  καὶ  τοῦ  Εὐαγγελίου   διότι  «Θὰ εἶσθε εὐτυχισμένοι πλήρως   ὅταν  ἀξιωθῆτε  νὰ περάσετε  ἀπὸ  διώξεις   λόγω  τῆς  πίστεώς  σας  στὸ  Χριστό. «Μακάριοι ἐστε  ὅταν διώξουσιν ὑμᾶς  καὶ εἴπωσιν  πᾶν πονηρὸν ρῆμα  ψευδόμενοι  ἔνεκεν  ἐμοῦ».  (Ματθ. 5,11)     
Ὡς  σημεῖο  ἀντιλεγόμενο ὁ  Χριστὸς  ἄλλοι  τὸν ἀγαποῦσαν  καὶ  ἄλλοι, κι αὐτοὶ εἶναι  οἱ περισσότεροι, τὸν  ἐδίωκαν  καὶ  τὸν   διώκουν ἐπὶ  2000  χρόνια συνεχῶς.  Κατ’ ἀρχὰς  ἐδιώχθη  ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς  καὶ  φαρισαίους  τῆς  ἐποχῆς  του. Μετὰ  ὅμως  ἀπ’ αὐτοὺς   οἱ ὁποῖοι  χάρηκαν βέβαια πάρα  πολὺ βλέποντας  τὸ  Χριστὸ πάνω  στὸ  σταυρό, ἀλλὰ  εἶναι οἱ ἴδιοι  ποὺ τελικὰ  λυπήθηκαν  ὅταν  ὁ Χριστὸς  ἀνέστη Τριήμερος.  Οἱ  γραμματεῖς  καὶ φαρισαίοι ὅμως  θεωροῦσαν καὶ  τὰ  θαύματα  τοῦ  Χριστοῦ  ὡς  δαιμονικὲς  ἐνέργειες. Οἱ γραμματεῖς  καὶ  φαρισαῖοι  συκοφαντοῦσαν  καὶ  εἰρωνεύονταν τὸ  ἔργο  τοῦ  Θεανθρώπου. Νόμιζαν  οἱ γραμματεῖς  καὶ  φαρισαίοι ὅτι  ἀνεβάζοντας  τὸ  Χριστὸ  πάνω  στὸ σταυρὸ  νικοῦσαν  τὸ  Χριστό, ἀλλὰ ὁ  σταυρὸς   ἔδωσε  τὴ   νίκη  ὄχι  στοὺς  ἑβραίους, ἀλλὰ  σ’  Αὐτόν, τὸ  Χριστό.
Μετὰ  τοὺς  γραμματεῖς  καὶ φαρισαίους  ἐμφανίστηκαν  καὶ ἄλλοι διῶκτες∙  οἱ  ἀσεβεῖς  καὶ  εἰδωλολάτρες  βασιλεῖς  ὅπως  ὁ   Νέρων, ὁ Διοκλητιανὸς  καὶ  ἄλλοι  πολλοὶ ἐκπρόσωποι τῆς  ἀντιχριστιανικῆς ἐξουσίας. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ  οἱ βασιλεῖς  μὲ  τὴ  δύναμη τοῦ  ξίφους  τους  προσπάθησαν  νὰ  νικήσουν  τὸ  Χριστὸ καὶ  τὴν  ἁγία  Του Ἐκκλησία.  «Καὶ  πῦλαι  ἅδου, ὅμως, οὐ κατισχήσουσιν τῆς  Ἐκκλησίας  τοῦ  Χριστοῦ», ὅπως  λέει ὁ ἅγιος  Ἰωάννης  ὁ Χρυσόστομος.
Ἐκτὸς  ὅμως ἀπὸ  τοὺς  εἰδωλολάτρες  βασιλεῖς,  οἱ  ὁποῖοι ἐδίωκαν  τὴν  Ἐκκλησία  τοῦ  Χριστοῦ μὲ  τὴ  δύναμη ποὺ τοὺς  ἔδιδε  ἡ σατανικὴ  ἐξουσία  τους ὑπῆρχαν  καὶ ὑπάρχουν  καὶ  πάμπολλοι  ἄθεοι.  Οἱ ἄθεοι  συγγραφεῖς  Βολταῖρος, Ρενὰν  καὶ  ἄλλοι  προσπάθησαν νὰ νικήσουν  τὸ  Χριστὸ  καὶ  τὸ   Εὐαγγέλιο  χρησιμοποιώντας  ἄλλοτε  κακὰ  παραδείγματα  ἱερέων  καὶ ἄλλοτε  γράφοντας  πὼς  τὸ  Εὐαγγέλιο   εἶναι  πεπαλαιωμένο καὶ πρέπει νὰ  ἀλλάξει. Τὸ  Εὐαγγέλιο  ὅμως  εἶναι   διαχρονικὸ καὶ  δὲν  μπορεῖ  νὰ  ἀλλάξει.       Ποιός,   ὅμως,  θυμᾶται  τὰ   ὀνόματα  τῶν  διωκτῶν τῆς   Ἐκκλησίας  μας (εἰδωλολατρῶν καὶ  αἱρετικῶν «χριστιανῶν»)  καὶ  δὲν  τοὺς  ἐλεεινολογεῖ; Τοὺς  μάρτυρες  ὅμως  ποὺ πότισαν  τὸ   δένδρο  ὄλοι  τοὺς  μνημονεύουμε  μὲ  τὰ  καλύτερα  λόγια. Μνημονεύουμε  πάντα  μὲ  μελανὰ   χρώματα  τοὺς  ἐχθροὺς  τοῦ  Χριστοῦ, ἐνῶ  οἱ  μάρτυρες    τοῦ  Χριστοῦ, παρ’ὅλο ποὺ  πέρασαν ἀπὸ  τὴν  ἵδρυση  τῆς  Ἐκκλησίας  τοῦ  Χριστοῦ  περισσότερα  ἀπὸ  2000  χρόνια  συνεχίζουμε  νὰ  τοὺς  ἔχουμε πρότυπά μας.
Ὑπάρχουν,  ὅμως,  δυστυχῶς  καὶ σήμερα  πάμπολλοι  ἄθεοι  ποὺ  κυνηγοῦν τὸ   Σκάφος τῆς  Ἐκκλησίας  τοῦ  Χριστοῦ.  Ἀλλὰ  ὅσοι  κυνηγοῦν  τὸ  Χριστὸ  ὁμοιάζουν μὲ  ἀνθρώπους ποὺ  χτυποῦν  στὰ   καρφιά.  Κτυπώντας  ὅμως  τὰ   πόδια  στὰ  καρφιὰ  δὲν  μπορεῖ  παρὰ νὰ  ματώσεις  τὰ   πόδια  σου.  Γι’ αὐτὸ  καὶ ὁ Ἰουλιανὸς  ὁ  παραβάτης  ἀναφώνησε  τελικά: «νενίκηκάς  με Ναζωραῖε». Ὁ  Χριστός, ἄλλωστε, «ἐξῆλθεν νικῶν καὶ  ἵνα  νικήσῃ».   (Ἀποκ. 6,4) 
Γι’ αὐτὸ  καὶ ὁ ἅγιος  Ἰωάννης  ὁ Χρυσόστομος  ἀναρωτιέται: Πόσοι καὶ πόσοι δὲν πολέμησαν   τὴν  Ἐκκλησία  τοῦ  Χριστοῦ, ἀλλὰ  χάθηκαν οἱ πολέμιοι τοῦ Χριστοῦ καὶ  ὄχι  ὁ Χριστός; Κι αὐτὸ  ἔγινε, λέει ὁ ἅγιος, διότι ἡ ἁγία  μας  Ἐκκλησία ὑβριζομένη  λαμπροτέρα καθίσταται».  Διότι, ἀδελφοί μου,  ἡ   Ἐκκλησία  καὶ  οἱ πιστοὶ οὐδέποτε  φοβήθηκαν τοὺς  διωγμούς. Ὅταν εἶναι  ὁ Χριστὸς  μαζί μας  τὶ  καὶ  ποιὸν    νὰ  φοβηθοῦμε;

            Ἀδελφοί  μου!   Ἐπειδὴ  ποτὲ  δὲν ἔλειψαν, οὔτε θὰ  παύσουν νὰ  ὑπάρχουν οἱ διῶκτες  τοῦ Χριστοῦ∙ ἐπειδὴ  πάντοτε θὰ  ἔχουμε Ἡρῶδες  μὲ  ἄλλα  ὀνόματα, οἱ  ὁποῖοι    θὰ  κυνηγοῦν  τὴν  Ἀλήθεια  τοῦ  Εὐαγγελίου ἄς  μὴ  τοῦ  παρακολουθοῦμε.  Διότι  τὸ  Εὐαγγέλιο, τὸ  ὁποῖο  μεταφράστηκε  σὲ χιλιάδες  γλῶσσες  ὁδηγεῖ ἑκατομμύρια  ἀνθρώπους  στὸν  Ἀρχηγὸ  τῆς  Σωτηρίας  μας. Ἐνῶ  οἱ ἄθεοι συγγραφεῖς  ποτὲ  δὲν  θὰ  ἔχουν  τὰ  βιβλία  του τέτοια  ἰσχὺ ὅπως ἔχει  ἡ Ἁγία  Γραφή. Ἄς  μὴ  ἀκοῦμε  ὅλους  αὐτοὺς  τοὺς  συκοφάντες  τοῦ Εὐαγγελίου γιατί μόνο  τὸ  φῶς  τοῦ  Εὐαγγελίου μας  μᾶς  ὁδηγεῖ  πρὸς  μιὰ  ζωὴ ποὺ εἶναι ζωὴ ἀτέλειωτη, μᾶς  ὁδηγεῖ   στὴν  αἰώνια  ζωή.  Ἀμήν                   

ομιλία στην Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα

Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία

Έζησε στα χρόνια που βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου  Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά. Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δυο παιδιών της. Μετά από λίγο  και  εντελώς ξαφνικά, πέθανε και  ο σύζυγός της. Και  για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο Λόγος του Θεού, που λέει: «τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες». Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα  σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στην θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο Λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας.
Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη γιαα τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στην μελέτη και την προσευχή. Εκεί επίσης καλλιγραφούσε ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και  ασθενών.
Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα.
Ο δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Αγία αυτή: «...Αυτή  ήν επί της βασιλείας Ονωρίου (395 – 423), Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και  των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ήν συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα, μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του Επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω".


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Τοῦ πλούτου σκορπίσασα, τὰς μυριάδας σεμνή, τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία ἐπλούτησας· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καὶ ζωῆς ἰσαγγέλου, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, ἐπαξίως ἐδείχθης· διὸ σὲ μακαρίζομεν, Μελάνη θεόληπτε.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου δοξάσασα
Μῆτερ Μελάνη τὸν λαμπρῶς σε θαυμαστώσαντα
Οὐρανίου κατηξίωσαι εὐκληρίας.
Ἀλλ’ ὡς θείας ἀπολαύουσα λαμπρότητος
Σκοτασμοῦ ἁμαρτιῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον         
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.


Μεγαλυνάριον.
Ἔρωι τῷ θείῳ τὴν σὴν ψυχήν, πτερώσασα Μῆτερ, ἠγωνίσω ἀσκητικῶς, καὶ ἀντί τοῦ πλούτου, τοῦ ἐπιγείου εὗρες, Μελάνη μακαρία, ὄλβον οὐράνιον.


Ο Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος

Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Ρώμη, από ευγενή  οικογένεια, με πολλή ευλάβεια και παιδεία. Τον στόλιζε πολλή φιλανθρωπία  και  τον διέκρινε η ειλικρινής προσπάθεια στο να υπηρετεί τον Χριστό, πράττοντας τις εντολές Του. Γι’ αυτά του τα χαρίσματα, ο Ζωτικός ήταν πολύ αγαπητός στον Μεγάλο Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.), ο οποίος, αφού έκτισε την Κωνσταντινούπολη και την ανέδειξε πρωτεύουσα του κράτους του, προσκάλεσε σ’ αυτήν τον Ζωτικό με άλλους ευσεβείς άνδρες, για να τους έχει εκεί πολύτιμους εργάτες της  χριστιανικής  αγάπης.
Ο Άγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στην περιποίηση των λεπρών. Τους οποίους πλησίαζε χωρίς φόβο, δίνοντας σ’ αυτούς βοηθήματα και παρηγορούσε την δυστυχία τους με αδελφική αφοσίωση. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο γιός του Κωνστάντιος, ακολούθησε άλλους δρόμους και κακομεταχειρίστηκε τον Ζωτικό, με αποτέλεσμα ο φιλάνθρωπος αυτός άνδρας, να πεθάνει από τις κακουχίες και  τις ταλαιπωρίες.

Αλλά ο θάνατός του, κίνησε την μετάνοια του Κωνσταντίου. Αφού μεταμελήθηκε, τίμησε την μνήμη του κτίζοντας ένα λεπροκομείο για την περίθαλψη των λεπρών. Και το προίκισε με πολλά κτήματα και εισοδήματα.
Από τότε, πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (945), ο Ιωάννης ο Τσιμισκής (963 – 976), ο  Ρωμανός  ο Γ’ (1028 – 1034), εξασφάλιζαν την καλή λειτουργία του και εξυπηρετούσε πλήθος λεπρών, χάρη στην αρχική φιλανθρωπική ενέργεια του Αγίου Ζωτικού.

30/12/17

Η Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς

Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορος Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από την Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε την μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι  δηλαδή, είναι ευχάριστο και  ευπρόσδεκτο  στον  Κύριο.
Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή  στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, την συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το  Θεό  και τότε  η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο.      
Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι  η  Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.       
Χριστὸν ποθήσασα, ἀπὸ νεότητος, αὐτοῦ τοῖς ἴχνεσι, κατηκολούθησας, ἐν ἀρεταῖς ἀσκητικαῖς ἐκλάμπουσα Ἀνυσία· ὅθεν καὶ ἀθλήσασα, πρὸς νυμφῶνα οὐράνιον, χαίρουσα ἀνέδραμες, ὡς παρθένος θεόληπτος, πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.           
Παρθενίας χάρισι, κεκοσμημένη Ὁσία, μαρτυρίου ἤνυσας, γνώμῃ ἀνδρείᾳ τὸ σκάμμα· ὅθεν σε, διπλοῖς στεφάνοις ὁ σὸς Νυμφίος ἔστεψεν, ὁ κατ’ ἀξίαν νέμων τὰ γερά· ὃν δυσώπει Ἀνυσία, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Θεσσαλονίκης θεῖος βλαστός, καὶ ἄμωμος νύμφη, τοῦ Παντάνακτος Ἰησοῦ, ὤφθης Ἀνυσία, ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει, ἐχθρὸν καταβαλοῦσα, τὸν πολυμήχανον.


Ο Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας

Γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας). Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και  Κυράτζα.
Ο Γεδεών, κατά κόσμον Νικόλαος, δώδεκα χρονών με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή  και από εκεί στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στον θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Αλλά ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε  στο  χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί  εξομολογήθηκε σε κάποιον ιερέα  και βρήκε άσυλο  στο  εξωκλήσι του.
Μετά τον θάνατο του  ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός  με το όνομα Γεδεών.
Στην Μονή  αυτή έμεινε 35 χρόνια. Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό. Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγυϊά, όπου συνελήφθη. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια  και τα χέρια  και  στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια.           
Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμά του στις 30 Δεκεμβρίου 1818. Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε  στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.           
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.


29/12/17

ομιλία στην εορτή της μνήμης της σφαγής των 14 000 νηπίων της Β...

Τα Άγια Νήπια (περίπου 14.000) που εσφάγισαν με διαταγή του Ηρώδη

Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν που είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο  Βρέφος.
Είχε  ακούσει  ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν η Βηθλεέμ. Επειδή όμως δεν γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρά της και επειδή  συμπέρανε ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δυο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και  των περιχώρων της, μέχρι της  ηλικίας των δύο ετών.
Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους. Και  οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις  ίδιες τις αγκαλιές τους.
Η χριστιανική  Εκκλησία, πολύ σωστά  ανακήρυξε  Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μία αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί  βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο  ίδιο ευλογημένο  αἷμα του μαρτυρίου τους.


Απολυτίκιον. Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ.     
Ως θύματα δεκτά, ως  νεόδρεπτα ῥόδα, και  θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ  ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα, και δυσωπούντα  απαύστως, υπέρ των ψυχών  ημών.


Κοντάκιον  Ήχος πλ. β’. Την υπέρ ημών.     
Εν τη Βηθλεέμ, τεχθέντος του  Βασιλέως, εξ Ανατολών, συν δώροις   ήκασι Μάγοι, δι’ αστέρως ἐξ ύψους οδηγούμενοι, αλλ’ Ηρώδης εκταράσσεται, και θερίζει τα Νήπια, ώσπερ σίτον οδυρόμενος· ότι το κράτος αυτού, καθαιρείται ταχύ.


Μεγαλυνάριον.
Βρέφη απειρόκακα και αγνά, τω εκ της Παρθένου, νηπιάσαντι εκοντί, ήχθησαν σφαγέντα, ως άμωμοι θυσίαι· διο την του Ηρώδου, κακίαν φύγωμεν.


Ο Όσιος Μάρκελλος

Πέτυχε στην ζωή του διότι με την χάρη του Θεού κατάλαβε, ότι οι κοσμικές λαμπρότητες  φαίνονται και αφανίζονται όπως τα άνθη. Και είχε την πεποίθεση ότι ζωή αληθινή και κερδισμένη είναι μόνο εκείνη, που αφιερώνεται στην υπηρεσία του καλού, επάνω στον δρόμο του  Ιησού Χριστού.
Ο Μάρκελλος έζησε τον 5ο αιώνα, επί  πατριαρχείας Γενναδίου του Α’ (458 – 471) και βασιλέως του Λέοντα Α’ του Μακέλλη. Η καταγωγή του Μάρκελλου ήταν από τη Συρία και η οικογένειά του ήταν αρκετά πλούσια. Επειδή  οι  γονείς του αγαπούσαν τα γράμματα, στόλισαν τον γιο τους με πολλή παιδεία. Αλλά  η καρδιά του νέου, είχε μέσα της ζωηρή και ακοίμητη την φλόγα της ευσεβείας. Τα κοσμικά αξιώματα δεν τον ενδιέφεραν.
Με τέτοιες διαθέσεις πήγε στην Έφεσο, όπου μπήκε σε μοναστήρι και έγινε μοναχός. Από εκεί πήγε στην Κωνσταντινούπολη, στη Μονή Ακοιμήτων, όπου ηγούμενος ήταν ο Αλέξανδρος. Εκεί, γρήγορα διακρίθηκε για τις αρετές του και αγαπήθηκε πολύ από τους αδελφούς της Μονής, για την ταπεινοφροσύνη που διατηρούσε, άν και ήταν άνθρωπος μελέτης και μεγάλης διανοητικής αξίας.
Αφού πέθανε ο ηγούμενος Αλέξανδρος και ύστερα ο διάδοχός του Ιάκωβος, η αγάπη και  η εκτίμηση των αδελφών, ανέδειξε ηγούμενο τον Μάρκελλο. Η διοίκησή του ήταν άριστη. Σύμφωνα με άλλη γνώμη, την μονή Ακοιμήτων, είχε κτίσει αυτός ο Όσιος Μάρκελλος, πιθανών στη θέση του σημερινού Τσιμπουκλί.  
Έτσι με αυτή την θεία και Οσία ζωή του, κοιμήθηκε και αναπαύτηκε ο Μάρκελλος στη Μονή του.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Ύμνον άληκτον, Θεώ προσφέρων, νουν ακοίμητον, προσφόρως έσχες, προς εκπλήρωσιν των θείων προστάξεων· όθεν κανών αρετής εχρημάτισας, και Μοναστών ποδηγέτης θεόσοφος. Πάτερ Μάρκελλε, Χριστόν τον Θεόν  ικέτευε, δωρήσασθαι  ημίν το μέγα έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. β’. Την υπέρ ημών.     
Την αγγελικήν, ασίγητον υμνῳδίαν, σώματι θνητώ, μιμούμενος θεοφόρε, ποιμήν άγρυπνος ώφθης, σαφώς και αρχέτυπον, τοις εκ πόθου επομένοις σοι, ευσεβεία  και  σεμνότητι, και βοώσι Πάτερ Μάρκελλε· χαίροις θεράπον Χριστού, και  Οσίων κρηπίς.


Μεγαλυνάριον.
Αίνεσιν ακοίμητον τω Θεώ, Μάρκελλε προσφέρων, κατεκοίμησας των παθών, τας  επαναστάσεις, και  άγρυπνος προστάτης, υπνώσας πανοσίως, ημίν γεγένησαι.


28/12/17

Οι Άγιοι Δισμύριοι (20.000) Μάρτυρες οι εν Νικομηδεία καέντες

Τον 4ο αιώνα μ.Χ., επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οι χριστιανοί της Νικομήδειας ήταν αρκετά πολυπληθείς. Ο επίσκοπος Άνθιμος, άνδρας άξιος και  με αυταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα – μέρα για τις ψυχές των πιστών. Η πρόοδος αυτή των χριστιανών κέντρισε το φθόνο των ειδωλολατρών αρχόντων και θέλησαν να εξοντώσουν την χριστιανική Εκκλησία, προπάντων  στα μεγαλύτερα  και  πολυπληθέστερα κέντρα της.
Σχεδίασαν λοιπόν, ανήμερα Χριστούγεννα να κάνουν γενική σφαγή  των χριστιανών της Νικομήδειας. Οι χριστιανοί είχαν μαζευτεί και πανηγύριζαν το κοσμοσωτήριο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού. Ο επίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ότι τους είχαν περικυκλώσει στρατός και  όχλος  ειδωλολατρών  με όπλα  και  ρόπαλα, διέταξε να γίνει γρήγορα η κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα, βάπτισε τους κατηχουμένους, για να έχουν  ασφαλή  εφόδια  στην  αιώνια  σωτηρία.
Τότε οι ειδωλολάτρες έβαλαν φωτιά στο ναό, με αποτέλεσμα να καούν χιλιάδες πιστοί. Το  τραγικό  αυτό γεγονός, αντί να μειώσει τον αριθμό των μελών της Εκκλησίας, αντίθετα τον πολλαπλασίασε και χαλύβδωσε ακόμα  περισσότερο το ηθικό των πιστών.
Έτσι και στην περίπτωση αυτή αποδείχθηκε περίτρανα αυτό που είπε η κεφαλή της Εκκλησίας, ο Ιησούς Χριστός:  «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Ο θάνατος δηλαδή  και  οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού, δεν θα υπερισχύσουν, ούτε θα κατανικήσουν την Εκκλησία, που είναι αιώνια και αθάνατη.  
(Συναξαριακή πηγή, μαζί με την μνήμη των πιο πάνω Μαρτύρων, αναφέρει και την μνήμη των Αγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους και Δημοκρίτου. Η ύπαρξη όμως των Αγίων αυτών είναι αμφίβολη, διότι τα ονόματά τους  καθώς και βιογραφικά στοιχεία γι’ αυτούς δεν αναφέρονται από καμία Αγιολογική πηγή. Ίσως είναι οι ίδιοι και συγχέονται  με τους  ομώνυμούς τους Μάρτυρες της  10ης Απριλίου).


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε Δισμύριοι Μάρτυρες· τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ’ αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι  ημίν το μέγα έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ.         
Συρατός εν αριθμώ, δισμυρίων Μαρτύρων, ως άδυτος φωστήρ, ανατέλλει φωτίζων, καρδίας και νοήματα, ευσεβών δια πίστεως· εξαφθέντες γαρ, θεία στοργή του Δεσπότου, τέλος  άγιον, δια πυρός  οι  γενναίοι, προθύμως εδέξαντο.


Μεγαλυνάριον.
Φάλαγξ τροπαιούχος αθλητική, και άγιος κλήρος, ω Δισμύριοι Αθληταί, εκ παντός γένους, και πάσης ηλικίας, λαμπρώς συγκροτηθέντες, Θεώ εδείχθητε.


27/12/17

Ὁμιλία στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Στεφάνου



«Στέφανος, πλήρης πνεύματος  καὶ  δυνάμεως  ἐποίει  τέρατα  καὶ σημεῖα  ἐν τῷ   λαῷ» (Πράξ.  6,8)

            Χριστούγεννα  ἑορτάζουμε  τὶς  ἡμέρες  αὐτές∙ ἑορτάζουμε  τὴ  μητρόπολη τῶν  ἑορτῶν,  κατὰ  τὸν  ἱερὸ  Χρυσόστομο. Καὶ  λέμε   ἑορτάζουμε  Χριστούγεννα  ὅλες  τὶς  ἡμέρες  αὐτές, ἀπὸ  τὶς  25  Δεκεμβρίου  μέχρι καὶ  τὰ  Θεοφάνεια, διότι Χριστούγεννα  δὲν  γιορτάζουμε  μόνο  μία  μέρα  τὸ  χρόνο, καὶ  αὐτὴν τυπικά, ἀλλὰ καὶ  ὅλα  τὰ   ἔτη  τῆς  παρούσης  ζωῆς  μας. Τὰ  Χριστούγεννα  εἶναι  μία  ἑορτὴ  ἡ ὁποία  ἑορτάζεται  μέχρι  τὴν   ἡμέρα  τῆς  Ἐπιφανείας  τοῦ  υἱοῦ  καὶ  Λόγου  τοῦ  Θεοῦ  στὸν  Ἱορδάνη  ποταμό. Μέχρι  τὴν  ὥρα  δηλαδὴ ποὺ  μπῆκε  ὁ  Χριστὸς  στὰ νερὰ  τοῦ  Ἱορδάνη, ἁγιάζοντας  τὴ   φύση ἀλλὰ  καὶ τὶς   ψυχές  μας.
          Ἐκτὸς  ὅμως  ἀπὸ  τὴ   μεγάλη αὐτὴ  τῶν   Χριστουγέννων  ἑορτάζουμε σήμερα  καὶ  τὴ   μνήμη τοῦ  πρωτομάρτυρος  καὶ  ἀρχιδιακόνου  Στεφάνου.  Ὁ ἅγιος  Στέφανος  ἦταν  ὁ πρῶτος   ἀπὸ  τοὺς  ἑπτὰ  ἑπτὰ  πρώτους Διακόνους  τῆς  Ἐκκλησίας  «διακονεῖν  τραπέζαις». (Πράξ. 6,2)     Δὲν  ἦταν  ὅμως  ὁ Στέφανος  διάκονος  τῶν  τραπεζῶν  ποὺ  ἔστρωνε  ἡ  ἀρχέγονη  Ἐκκλησία  γιὰ  τοὺς  πιστούς  της. Ἦταν  καὶ  διδάσκαλος  τοῦ  Εὐαγγελίου  τοῦ  Χριστοῦ μας. Ἦταν  μάλιστα  ὁ  ἅγιος  αὐτὸς  ὁ ὁποῖος  μετέτρεψε μὲ  τὴ   Χάρη  τοῦ  Χριστοῦ   καὶ  τὸν  διώκτη  Σαοὺλ  σὲ  διωκόμενο  ἀπόστολο  καὶ  Χριστιανὸ  ἅγιο  Παῦλο.
          Στὴν ἁγία  μας  Ἐκκλησία, ὅπως  ἄλλωστε  προείπαμε, οἱ  χριστιανοὶ  εἶχαν  ἅπαντα  κοινὰ  καὶ  δὲν  ἀκούγονταν πουθενὰ  ὅτι τοῦτο εἶναι δικό  μου  καὶ  δικό του, ἀλλὰ  εἶχαν  ὅλα,  χρήματα  καὶ  περιουσίες  σὲ κοινὴ χρῆσι.  Διότι  στὴν Ἐκκλησία  ὅπου  ὑπηρετοῦσε ὁ  ἅγιος  Στέφανος  κυβερνοῦσε ἡ  ἀγάπη  τοῦ  Χριστοῦ. Κοινὰ  δεῖπνα  ὑπῆρχαν κατὰ  τὴν  ἐποχὴ  τοῦ  ἁγίου Στεφάνου.  Καὶ  ἀπὸ  κοινοῦ  συντηροῦνταν  ὁλόκληρες  χριστιανικὲς οἰκογένειες. Ἐπειδὴ  ὅμως  μὲ  τὴ   χάρη  τοῦ  Θεοῦ  ἡ  Ἐκκλησία  καὶ  οἱ χριστιανοὶ  αὐξάνονταν οἱ ἀπόστολοι  ἐξέλεξαν ἐν Ἁγίῳ  Πνεύματι ἑπτὰ  διακόνους, μὲ  προεξάρχοντα  τὸν  ἅγιο  Στέφανο.
          Ὁ ἅγιος  Στέφανος ὅμως  δὲν  ἔκανε  μόνο ὅ,τι  ἔκαμναν οἱ  ὑπόλοιποι  διάκονοι  τῆς  ἀρχέγονης  Ἐκκλησίας, ἀλλὰ  ὄντας  «πλήρης  πνεύματος  καὶ δυνάμεως  ἐποίει  τέρατα  καὶ σημεῖα  ἐν τῷ  λαῷ». (Πράξ. 6,8)  Μὲ  τὴ  χάρη  καὶ δύναμη τοῦ  Θεοῦ ἔκανε  καὶ  πάμπολλα  θαύματα  τὰ  ὁποῖα  τὰ  ἔβλεπαν  ὅλοι  οἱ  Ἰουδαῖοι.  Καὶ ἐπειδὴ  ὁ   ἅγιος  Στέφανος  ἀγάπησε  τὸ  Χριστό, ἀγαπήθηκε  καὶ ἀπὸ τὸν  Χριστὸ  καὶ  τὸν  ἀξίωσε  νὰ πάσχει καὶ  νὰ  πεθάνει γιὰ  τὴν ἀγάπη  Του.   
          Τὸ  κήρυγμα  ὅμως  καὶ  ἡ  διδασκαλία  τοῦ Στεφάνου  ἔφερε  καὶ  ἀντίδραση ἀπὸ  τοὺς  Ἰουδαίους. Συνελήφθη  καὶ  ὁδηγήθηκε  στὸ  Ἰουδαϊκὸ  Συνέδριο, ὅπου  ὁ ἅγιος  Στέφανος  ἔκανε τὴ   γνωστὴ  ἀπολογία  του,  τὴν  ὁποία  ἀκούσαμε  καὶ  στὸν  ἀπόστολο  τῶν  Πράξεων τῶν  Ἀποστόλων  τῆς  σημερινῆς  ἑορτῆς. Σύμφωνα  μὲ  αὐτὴν  τὴν  ἀπολογία  τοῦ  Στεφάνου ὅταν  μιλοῦσε ὁ ἅγιος  Στέφανος  γιὰ  τὶς  προφητικὲς  ρήσεις  τῶν  προφητῶν  περὶ τοῦ  Μεσσία  οἱ  γραμματεῖς  καὶ  φαρισαῖοι  ἄκουγαν προσεκτικὰ  τὸν  φωτισμένο  διδάσκαλο, τὸν ἅγιο  Στέφανο. Ὅταν  ὅμως  ὁ Στέφανος  ἄρχισε  νὰ  τοὺς  ὁμιλεῖ  γιὰ  τὸ  Χριστὸ  καὶ   νὰ  κατηγορεῖ  ὅλους  τοὺς  νομοδιδασκάλους  τοῦ Ἰσραὴλ  ὡς  φονεῖς  τοῦ Χριστοῦ  ἐξεμάνησαν  καὶ  τὸν  ἔβγαλαν ἔξω  ἀπὸ  τὰ   Ἱεροσόλυμα  γιὰ  νὰ  τὸν  λιθοβολήσουν.  Παρ’ὅλα  αὐτὰ  ὁ  ἅγιος  Στέφανος  δὲν  φοβήθηκε  τὸν ἐπικείμενο   λιθοβολισμό, ἀλλὰ  μὲ  παρρησία  ὁμολόγησε μπροστὰ  στοὺς  ἀρχιερεῖς  τοῦ Ἰσραὴλ  τὴν  πίστη του  στὸν Χριστό μας. Καὶ  ζητοῦσε  μάλιστα  ἀπὸ  τοὺς  Ἰουδαίους  νὰ  μετανοήσουν  καὶ νὰ  ἔρθουν  στὴ  πίστη τοῦ Χριστοῦ  γιὰ  νὰ  σωθοῦν ἀπὸ  τὴν  ἁμαρτία.
            Ἀλλὰ  αὐτοὶ  ὡς   πολέμιοι  τοῦ  Χριστοῦ  καὶ  τῶν  κηρύκων  τοῦ  Εὐαγγελίου Του  ἔμειναν  ἀσυγκίνητοι  ἀπὸ  τὰ  ἀθάνατα  λόγια  τοῦ  Στεφάνου. Καὶ  ἀφοῦ πρῶτα οἱ  δήμιοι ποὺ λιθοβολοῦσαν  τὸν  ἅγιο  Στέφανο    ἄφησαν  τὰ  ροῦχα  τους  παρὰ  τοὺς  πόδας  νεανία,  καλουμένου Σαύλου, καὶ  κατόπιν  ἐλιθοβόλουν  τὸν  Στέφανον.  Ἐκείνη  τὴν  ὥρα,  ὅμως, ποὺ ἄλλοι ἴσως  θὰ  καταφαίρονταν ἐναντίον  τοῦ Σαύλου, ὁ ἅγιος  Στέφανος  εἶπε  τὰ   ἀθάνατα  ἐκεῖνα  λόγια, τὰ   ὁποῖα  θὰ  ἔκαμναν ἀργότερα  τὸν Σαοὺλ μέγα  Παῦλο: εἶπε, «Κύριε, μὴ  λογαριάσεις  αὐτοῦ (τοῦ Σαοὺλ)  τὴν ἁμαρτίαν ταύτην».
            Ἔτσι, ὁ ἅγιος Στέφανος  γίνεται πρὸς  ὅλους  μας  παράδειγμα  πρὸς  μίμησιν.  Διότι μᾶς  μεταδίδει  τὸ  φῶς  ποὺ βγῆκε  ἀπὸ  τὴ  φάτνη  τῆς  Βηθλεέμ.  Γιατί  τὸ  ἄστρο τῆς  Βηθλεὲμ  μᾶς  ἔφερε  τὸ  ἀληθινὸ φῶς, διαλύοντας  τὰ  σκοτάδια  τῆς  εἰδωλολατρίας.  Τὸ  φῶς   αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ  μετέτρεψε  τοὺς  εἰδωλολάτρες  τῆς  Ἀνατολῆς  σὲ πιστοὺς  ὑπηκόους  τοῦ Χριστοῦ.  Διότι  ἄφησαν οἱ μάγοι  αὐτοὶ τῆς   Ἀνατολῆς  τὴν  πίστη στὰ  ἄψυχα  ἀστέρια καὶ  πίστεψαν στὸν  ἀληθινὸ Θεό, τὸ  Χριστό.  Πίστεψαν στὸ  Θεὸ  τῆς  ἀγάπης  καὶ τοῦ  ἐλέους, ὁ Ὁποῖος  ἦρθε  στὴ  γῆ  ἐπειδὴ  μᾶς  ἀγάπησε  ἀληθινά. Ἦρθε  στὴ  γῆ  μας  γιὰ  νὰ  ἑνώσει  τὰ  διεστῶτα,  νὰ  μᾶς  κάνει ἐκ  νέου  φίλους  καὶ  ὑπηρέτες  τοῦ Θεοῦ. Ὁ  πρῶτος  Ἀδὰμ  φάνηκε   πλήρως  ἀνυπάκουος  πρὸς  τὸ  Θεό. Ὁ  νέος  Ἀδάμ, ὅμως, ὁ Χριστὸς  δηλαδή, ἀπέδειξε  μὲ  τὴν  ζωή του  ὅτι  ἦταν  Τὸ πρότυπο  τῆς  Ὑπακοῆς  πρὸς  τὸ   Θεὸ  Πατέρα  Του,  «γενόμενος ὑπήκοος  μέχρι  θανάτου, θανάτου  δὲ  σταυροῦ». (Φιλ. 2,8)   
            Κατὰ  τὸν  ἅγιο  Ἀθανάσιο, ἄλλωστε,  «ὁ  Χριστὸς  ἐνηνθρώπησεν ἵνα  ἡμεῖς  θεοποιηθῶμεν». Ὁ Χριστὸς  δηλαδὴ  ἔγινε  ἄνθρωπο  ἀπὸ  ἀγάπη  πρὸς  τὸν  ἄνθρωπο,  καὶ   γιὰ  νὰ  κάνει τὸν   ἄνθρωπο  κατὰ  χάριν  θεό.  Ἔγινε ἄνθρωπος  γιὰ  νὰ  μᾶς  πάρει  καὶ μᾶς  στὸν οὐρανὸ  ὡς  πριγκηπόπουλα  τῶν   οὐρανῶν.

            Εὔχομε, λοιπόν,  ὁ  ἅγιος  Στέφανος, ποὺ  εἶναι      πρότυπο  ἀνεξικακίας  καὶ  ἀγάπης  νὰ  μᾶς  κάνει  κι  ἐμᾶς  ἀνθρώπους  εὐσπλαγχνίας  καὶ ἀγάπης. Οὕτως  ὥστε  νὰ ἔχουμε καὶ  ὅλοι  μας  τὴν   ἀνεξικακία  αὐτὴ  τοῦ ἁγίου  αὐτοῦ  τῆς  Ἐκκλησίας  μας,  ἀλλὰ  καὶ ὅλων τῶν  ἁγίων. Ἀμὴν!                        

ομιλία στην εορτή του πρωτομ. αγίου Στεφάνου

Ο Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος

Ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη. Άν  και κουραστική  η  ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδελφούς, παρ’ όλα αυτά  ο Στέφανος έβρισκε καιρό  και  δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και  όπως αναφέρει η  Αγία Γραφή, «Στέφανος πλήρης πίστεως και δυνάμεως εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ» (Πράξεις των Αποστόλων στ’ 8 – 15, ζ’ 1 – 60). Δηλαδή  ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας, έκανε μεταξύ του λαού  μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη  και  αποδείκνυαν την  αλήθεια του χριστιανικού  κηρύγματος.
Οι Ιουδαίοι όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες  ανάμεσα στον λαό, που  διέδιδαν ότι  άκουσαν  τον  Στέφανο να βλασφημεί  το Μωϋσή και τον Θεό. Με αφορμή λοιπόν αυτές τις συκοφαντίες, που οι  ίδιοι  είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος τον Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί. Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια – κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και  από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και  κατήγορος. Τότε, ακράτητοι από το μίσος οι  Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό.
Εκεί φάνηκε και  η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με την φράση του, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Κύριε, μη λογαριάσεις σ’ αυτούς  την  αμαρτία  αυτή.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, εστέφθη ση κορυφή, εξ άθλων ών υπέμεινας, υπέρ Χριστού  του  Θεού, Μαρτύρων Πρωτόαθλε Στέφανε· συ γαρ την Ιουδαίων, απελέγξας μανίαν, είδές σου τον Σωτήρα, του Πατρός δεξιόθεν. Αυτόν ούν  εκδυσώπει  αεί, υπέρ  των  ψυχών  ημών.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Ο Δεσπότης χθες ημίν, δια σαρκός επεδήμει, και ο δούλος σήμερον, από σαρκός εξεδήμει· χθες μεν γαρ, ο Βασιλεύων σαρκί  ετέχθη, σήμερον δε, ο οικέτης λιθοβολείται, δι’ αυτόν και  τελειούται, ο  Πρωτομάρτυς  και  θείος Στέφανος.


Μεγαλυνάριον.
Πρώτος διακόνων αναδειχθείς, πρώτος του Δεσπότου, εχρημάτισας μιμητής· όθεν Αθλοφόρων, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αυτοίς εγένου, Πρώταθλε  Στέφανε.


26/12/17


ομιλία στην εορτή της Σύναξης της Θεοτόκου 26 12 2017

Ο Όσιος Κωνσταντίνος ο εξ Ιουδαίων

Ο  Όσιος Κωνσταντίνος ήταν από τα Σύναδα της Φρυγίας. Σε νεαρή ηλικία προσπάθησε να ακολουθήσει την ζωή των ενάρετων χριστιανών. Ο νεαρός Ιουδαίος, ο οποίος έφερε την χριστιανική πίστη ήδη στη ψυχή του, αποφάσισε να φύγει από το θόρυβο του κόσμου, και μετέβη στο μοναστήρι Φουβούτιον, του οποίου οι μοναχοί φημίζονταν για την θεάρεστη ζωή τους.
Αφού δοκιμάσθηκε αρκετά  και πείστηκαν για την ειλικρινή  και  φωτεινή πίστη του, του  έδωσαν το  άγιο βάπτισμα και τον ονόμασαν Κωνσταντίνο. Έγινε  έτσι  αδελφός  της  Μονής.

Επιδόθηκε στην μελέτη των πνευματικών πραγμάτων. Όμως αυτό δεν του  ήταν αρκετό, ήθελε να διδάξει και στους άλλους ανθρώπους την αγάπη του Χριστού. Γι’ αυτό άρχισε να μεταβαίνει από την μία πόλη στην άλλη και να κηρύσσει το λόγο του Θεού.
Απεβίωσε  εν ειρήνη.

25/12/17

Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Αυτή την ημέρα η αγία Εκκλησία μας γιορτάζει το μεγάλο και ανερμήνευτο γεγονός  της  κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού  και  Λόγου του  Θεού  από την  Υπεραγία  Θεοτόκο.
Μετά τον Ευαγγελισμό της Παρθένου Μαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ  και ενώ πλησίαζε ο καιρός να τελειώσουν οι εννέα μήνες  από την υπερφυσική σύλληψη του Χριστού στην παρθενική της μήτρα, ο Καίσαρ Αύγουστος διέταξε απογραφή του πληθυσμού του ρωμαϊκού κράτους.
Τότε ο Ιωσήφ μαζί με την Θεοτόκο, ξεκίνησαν για την Βηθλεέμ, για να απογραφούν εκεί. Επειδή  όμως είχε πλησιάσει ο καιρός να γεννήσει η Παρθένος και  δεν έβρισκαν κατοικία να καταλύσουν, διότι είχε μαζευτεί πολύς λαός στην Βηθλεέμ, μπήκαν σε ένα φτωχικό σπήλαιο. Εκεί η Θεοτόκος γέννησε τον Κύριο Ιησού  Χριστό  και  σπαργάνωσε  σαν  βρέφος τον Κτίστη των απάντων. Έπειτα  Τον έεβαλε  επάνω στη φάτνη των αλόγων ζώων, διότι «έμελλε να  ελευθέρωση ημάς από  την αλογίαν», όπως  χαρακτηριστικά  γράφει ο  Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.
Από τότε, όλοι οι πιστοί χριστιανοί με χαρά ψάλλουν τον ύμνο των αγγέλων  εκείνης  της  νύκτας: «Δόξα εν υψίστοις  Θεώ  και  επί  γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκίᾳ». Δόξα δηλαδή, άς είναι στον Θεό, που βρίσκεται  στα  ύψιστα  μέρη του ουρανού και στην γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη από την αμαρτία, άς βασιλεύσει η θεία ειρήνη, διότι ο Θεός  έδειξε την αγάπη Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του.       
Να σημειώσουμε εδώ, ότι η γιορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά την  25η Δεκεμβρίου του 397 επί πατριαρχείας  Αγίου  Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Κατ’ άλλους ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, χώρισε  τις  δύο εορτές των Φώτων και  των Χριστουγέννων, οι  οποίες παλιότερα γίνονταν την  ίδια μέρα, δηλαδή  την  6η Ιανουαρίου.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’.
Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω, το φως το της γνώσεως· εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες, υπό αστέρος εδιδάσκοντο, σε  προσκυνείν, τον Ήλιον της δικαιοσύνης, και σε γινώσκειν  εξ  ύψους  Ανατολήν. Κύριε  δόξα σοι.

Υπακοή. Ήχος πλ. δ’.     
Την απαρχήν  των εθνών, ο ουρανός σοι προσεκόμισε, τω  κειμένω  Νηπίω εν φάτνη, δι’ αστέρος τους Μάγους καλέσας· ούς και κατέπληττεν, ου σκήπτρα  και θρόνοι, αλλ’ εσχάτη πτωχεία· τι γαρ ευτελέστερον σπηλαίου; τι δε ταπεινότερον σπαργάνων; εν οίς διέλαμψεν ο της Θεότητός σου πλούτος. Κύριε δόξα σοι.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Αυτόμελον. Ποίημα Ρωμανού του Μελωδού
Η  Παρθένος σήμερον, τον Υπερούσιον τίκτει, και  η γη το Σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει. Άγγελοι, μετά Ποιμένων δοξολογούσι, Μάγοι δε, μετά αστέρος οδοιπορούσι· δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.



Μεγαλυνάριον.
Δόξα εν υψίστοις πάσα πνοή, εν χαρά βοάτω, τω τεχθέντι εν Βηθλεέμ· επί γης γαρ ώφθη, δωρούμενος ειρήνην. Την τούτου προσκυνήσωμεν, θείαν Γέννησιν.