30/4/17

ομιλία στην Κυριακή Γ΄μετά το Πάσχα που έγινε στις 30-4-2017 στη Σιταριά...

Ο Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος

Ο  Απόστολος  Ιάκωβος  ήταν  υιός  του  Ζεβεδαίου και  της  Σαλώμης  και πρεσβύτερος  αδελφός  του  Ευαγγελιστού  Ιωάννου.  Καταγόταν  και  αυτός από  την  Βησθαϊδά  της  Γαλιλαίας.  Ασχολούνταν  με  την  αλιεία  στην  λίμνη της  Γεννησαρέτ  μαζί  με  τον  Ιωάννη,  έχοντας  και  οι  δύο  μαζί  τους  και  τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρόλα αυτά όταν άκουσαν  το  κήρυγμα  του  Ιησού   «αφέντες  τον  πατέρα  αυτών  Ζεβεδαίον  εν τω  πλοίω  μετά  των  μισθωτών  απήλθον  οπίσω  αυτού».
Ο  Ιάκωβος  μαζί  με  τον  Πέτρο  και  τον  Ιωάννη  επέδειξαν  μεγάλο  ζήλο  ως Μαθητές  του  Κυρίου. Γι’ αυτό  και  κλήθηκαν  υιοί βροντής και  έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα βίωσαν οι  άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν τη θαυμαστή Ανάσταση της  θυγατέρας  του  αρχισυναγωγού Ιάειρου  και  είχαν  την  ευλογία  να  προσκληθούν  από  τον  Ιησού  κοντά  Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στον κήπο της Γεθσημανή. Η  οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό  του  Ιωάννη  να  ζητήσουν  μέσω  της  μητέρας  τους  από  τον  Κύριο, πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του,  παρανοώντας  την  αποστολή του Μεσσία. Οι δυο Μαθητές ζήτησαν από τον  Χριστό,  δόξα  με  ανθρώπινα κριτήρια,  έχοντας  κατά  νου  ότι  η  Βασιλεία Του  είναι  αισθητή.  Ο  Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και  αιώνια  δόξα,  η  οποία  διέρχεται  μέσα  από  το  «ποτήριον», που  είναι  τα  Πάθη  και  ο  Σταυρός. Γι’ αυτό  τους  λέγει:  «Ουκ οίδατε  τι αιτείσθε. Δύνασθε  πιείν το  ποτήριον  ό εγώ πίνω, και  το  βάπτισμα ό  εγώ βαπτίζομαι;».
Μετά  την  Πεντηκοστή  ο  Απόστολος  Ιάκωβος  κήρυξε  το  Ευαγγέλιο  στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν  στη  νέα πίστη  και  άλλαξε  τρόπο  ζωής  χάρη  στο  έργο  του Ιακώβου. Αυτό θορύβησε ιδιαίτερα τους  άρχοντες  των  Ιουδαίων,  οι  οποίοι, το έτος 44 μ.Χ., τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό,  με  διαταγή του  Ηρώδου  του  Αγρίππα.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Γόνος άγιος, βροντής υπάρχων, κατεβρόντησας, τη οικουμένη, την του Σωτήρος Ιάκωβε κένωσιν, και το ποτήριον τούτου εξέπιες, μαρτυρικώς εναθλήσας Απόστολε· όθεν πάντοτε, εξαίτει τοις σε γεραίρουσι, πταισμάτων  ιλασμόν  και  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Τα άνω ζητών.  
Φωνής  θεϊκής,  ακούσας  προσκαλούσης  σε,  αγάπην πατρός, παρείδες  και προσέδραμες,  τω  Χριστώ  Ιάκωβε,  μετά  του  συγγόνου  σου  ένδοξε·  μεθ’ ού ηξιώθης  ιδείν,  Κυρίου  την  θείαν  Μεταμόρφωσιν.


Μεγαλυνάριον.
Η  των απορρήτων θεία βροντή, ο  εν  Θαβωρίω,  επακούσας  φωνής  Πατρός, και  βροντοφωνήσας, ημίν την σωτηρίαν, Ιάκωβος ο μύστης, Χριστού υμνείσθω  μοι.


Κυριακή των Μυροφόρων

Μυροφόρες  είναι  οι  γυναίκες  που  ακολουθούσαν  τον  Κύριο  μαζί  με  τη Μητέρα  του,  έμειναν  μαζί  της  κατά την  ώρα  του  σωτηριώδους  πάθους  και φρόντισαν  να  αλείψουν  με  μύρα  το  σώμα  του  Κυρίου. Όταν δηλαδή  ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν κι’  έλαβαν  από  τον  Πιλάτο  το  δεσποτικό σώμα,  το  κατέβασαν  από  το  σταυρό,  το  περιέβαλαν  σε  σινδόνια  μαζί  με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο και έβαλαν μεγάλη  πέτρα  πάνω  στη  θύρα  του  μνημείου. Παρευρίσκονταν,  κατά  τον Ευαγγελιστή Μάρκο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι του τάφου. Άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε  τη Θεομήτορα. Δεν  παρευρίσκονταν μόνο  αυτές,  αλλά  και  πολλές  άλλες γυναίκες  όπως  αναφέρει  και  ο  Λουκάς.
Η ανάσταση του Κυρίου είναι ανανέωση της ανθρώπινης φύσεως και ανάπλαση  και  επάνοδος  προς  την  αθάνατη  ζωή  του  πρώτου  Αδάμ  που καταβροχθίσθηκε από το θάνατο λόγω της  αμαρτίας  και  δια  του  θανάτου επανήλθε  προς  τη  γη  από  την  οποία  πλάσθηκε.
Όπως λοιπόν εκείνον στην αρχή δεν τον είδε κανείς άνθρωπος να πλάττεται  και  να  παίρνει  ζωή,  αφού  δεν  υπήρχε  κανείς  άνθρωπος  εκείνη την  ώρα,  μετά  δε  τη  λήψη  της  πνοής  ζωής  με  θείο  εμφύσημα  πρώτη  από όλους  τον  είδε  μία  γυναίκα,  γιατί  μετά  από  αυτόν  πρώτος  άνθρωπος  ήταν η  Εύα.  Έτσι  τον  δεύτερο  Αδάμ,  δηλαδή  τον  Κύριο,  όταν  αναστήθηκε  από τους  νεκρούς,  κανείς  άνθρωπος  δεν  τον  είδε,  αφού  δεν  παρευρισκόταν κανείς  δικός  του  και  οι  στρατιώτες  που  φύλαγαν το μνήμα  ταραγμένοι  από το  φόβο,  είχαν  γίνει  σαν  νεκροί.  Μετά  δε  την  ανάσταση  πρώτη  απ’  όλους τον  είδε  μία  γυναίκα.
Υπάρχει κάτι συνεσκιασμένο από τους ευαγγελιστές, το οποίο θα αποκαλύψω στην αγάπη σας. Πραγματικά πρώτη απ’ όλους τους ανθρώπους, όπως ήταν σωστό και δίκαιο, είδε τον αναστάντα και απόλαυσε  την  ομιλία  του  και  άγγισε  τα  άχραντα  πόδια  του,  έστω  και  άν  οι ευαγγελιστές δεν τα λέγουν φανερά,  μη  θέλοντας  να  φέρουν  ως  μάρτυρα τη  μητέρα,  για  να  μη  δώσουν  αφορμή  υποψίας  στους  απίστους.  Επειδή τώρα  ομιλώ  προς  πιστούς  θα  διευκρινίσω  τα  σχετικά.
Αφού  λοιπόν  οι  μυροφόρες  ετοίμασαν  τα  μύρα  και  τα  αρώματα,  κατά  την εντολή, το Σάββατο ησύχασαν. Ο Λουκάς αναφέρει: «Την πρώτη της εβδομάδος, όρθρο βαθύ, ήρθαν στο μνήμα, η Μαρία Μαγδαληνή, η του Ιακώβου, η Ιωάννα και άλλες μαζί τους».  Ο Ματθαίος λέγει: «αργά  το Σάββατο, ξημερώνοντας την πρώτη της εβδομάδος και δύο μυροφόρες προσήλθαν».  Ο  Ιωάννης  λέγει:  «Το  πρωί,  ενώ  ήταν  σκοτεινά  και  ήταν  μόνο  η Μαρία  Μαγδαληνή».  Ενώ  ο  Μάρκος  αναφέρει:  «Πολύ  πρωί  της  πρώτης  της εβδομάδος  και  ήταν  τρεις  οι  προσερχόμενες  μυροφόρες».
Πρώτη της εβδομάδος που αναφέρουν όλοι οι ευαγγελιστές είναι  η Κυριακή. Αργά το βράδυ, όρθρο βαθύ, πολύ πρωί και πρωί  σκοτεινά  ακόμη, ονομάζουν το χρόνο γύρω από τον  όρθρο,  ανάμικτο  από  φως  και  σκοτάδι. Φαίνονται  βέβαια  να  διαφωνούν  κάπως  οι  ευαγγελιστές  μεταξύ  τους  τόσο για  την  ώρα,  όσο  και  για  τον  αριθμό  των  γυναικών.
Οι  μυροφόρες  ήταν  πολλές  και  ήλθαν  στον  τάφο  όχι  μια  φορά,  αλλά  και δύο  και  τρεις  φορές,  συντροφιά  μεν,  αλλά  όχι  οι  ίδιες,  κατά  τον  όρθρο  μεν όλες,  αλλ’  όχι  τον  ίδιο  χρόνο  ακριβώς.
Όπως  εγώ  υπολογίζω  και  συνάγω, από όλους τους ευαγγελιστές, πρώτη απ’ όλους  ήλθε  στον  τάφο  του  Υιού  του  Θεού η  Θεοτόκος,  έχοντας  μαζί  τη Μαγδαληνή  Μαρία.  Το  συμπεραίνω  από τον  Ευαγγελιστή  Ματθαίο.  Γιατί λέγει, «ήλθε η Μαγδαληνή Μαρία και η άλλη Μαρία», που ήταν  οπωσδήποτε η Θεομήτωρ, «για να δουν τον τάφο. Και έγινε μεγάλος σεισμός, γιατί άγγελος  Κυρίου ήλθε, σήκωσε τη  μεγάλη  πέτρα   από  το  μνημείο  και  κάθισε πάνω  της.  Ήταν  η  μορφή  του  σαν  αστραπή  και  το  ένδυμά  του  λευκό  σαν  χιόνι και από το φόβο τους ταράχθηκαν οι φύλακες και έγιναν σαν νεκροί».  Νομίζω ότι  για  τη  Θεοτόκο  ανοίχθηκε  ο  ζωηφόρος  τάφος (γιατί  γι’  αυτή  πρώτη  και μέσω  αυτής  έχουν  ανοιχθεί  σ’ εμάς  όλα,  είτε  στον  ουρανό  είτε  στη  γη)  γι’ αυτήν  άστραψε  ο  άγγελος  να  δει  τον  άδειο  τάφο  και  το  μέγα  θαύμα  των ενταφίων χωρίς τον αναστάντα Κύριο. Και προφανώς ο ευαγγελιστής αυτός  άγγελος  ήταν  ο  Γαβριήλ,  που  ανάφερε την  ανάσταση  δείχνοντας  το κενό  μνημείο  και  λέγοντας  στις  μυροφόρες  να  την  αναγγείλουν  στους μαθητές.  Και  τότε  «εξήλθαν  με  φόβο  και  χαρά  μεγάλη».  Εγώ  νομίζω  και πάλι  ότι  τον  φόβο έχει  ακόμη  η  Μαρία  Μαγδαληνή  και  οι  άλλες  γυναίκες, ενώ η Θεομήτωρ απέκτησε τη μεγάλη χαρά, γιατί κατενόησε τα  χαρμόσυνα λόγια του αρχαγγέλου τα οποία πίστεψε και από τα τόσα αξιόπιστα γεγονότα,  του  σεισμού,  της  μετάθεσης  του  λίθου,  του  άδειου  τάφου,  των άλυτων ενταφίων αδειανών από το σώμα.        
Και τέλος  πρώτη  η  Θεοτόκος  αναγνώρισε  τον  αναστάντα  και  προσέπεσε στα πόδια του και έγινε απόστολος προς τους Αποστόλους, όταν επιστρέφοντας εμφανίσθηκε ο Ιησούς στις μυροφόρες, λέγοντας το: «Χαίρετε».


Απολυτίκιον. Ήχος β’.    
Ότε κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή  η αθάνατος, τότε τον Άδην ενέκρωσας,  τη  αστραπή  της  Θεότητος·  ότε  δε  και  τους  τεθνεώτας  εκ  των καταχθονίων ανέστησας, πάσαι αι δυνάμεις  των  επουρανίων  εκραύγαζον· Ζωοδότα  Χριστέ,  ο  Θεός  ημών  δόξα  σοι.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Αυτόμελον.        
Το  Χαίρε  τοις  Μυροφόροις  φθεγξάμενος, τον  θρήνον  της  Προμήτορος  Εύας κατέπαυσας  τη  Αναστάσει  σου  Χριστέ  ο Θεός· τοις Αποστόλοις δε  τοις  σοις, κηρύττειν  επέταξας·  Ο  Σωτήρ  εξανέστη  του  μνήματος.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Μυροφόρων θείος χορός, Ιωσήφ ευσχήμων, και Νικόδημος ο σεπτός,  οι  μύροις  το  σώμα  αλείψαντες  Κυρίου, και τούτου την αγίαν, ιδόντες  έγερσιν.


Ο Άγιος Μάξιμος ο Μάρτυρας

Ο  Άγιος  Μάρτυς  Μάξιμος,  τελειώθηκε  μαρτυρικά  στην  Έφεσο,  αφού  του διαπέρασαν  την  κοιλιά  με  ξίφος.

Εύρεσις Τιμίων Λειψάνων Αγίου Βασιλέως του Ιερομάρτυρος

Ο   Άγιος  Βασιλέας  ο  Ιερομάρτυρας  ήταν  Επίσκοπος  Αμασείας  και  η  μνήμη του  τιμάται  στις  26  Απριλίου  όπου  και  ο  βίος  του.

Ο Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως

Ο  Άγιος  Ιγνάτιος  (Μπριαντσιανίνωφ)  γεννήθηκε  το  έτος  1807 μ.Χ.  στην κωμόπολη  Ποκρόφσκ  της  επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από οικογένεια  ευγενών.  Το  κατά   κόσμον  όνομά του ήταν  Δημήτριος.  Ο τόπος  όπου  μεγάλωσε  ο  Άγιος  ήταν  γεμάτος  από  μονές  και  σκήτες και γι’ αυτό  τον λόγο  ονομαζόταν  «Θηβαΐδα  της  Ρωσίας».  Το  πνευματικό αυτό  περιβάλλον επέδρασε  πολύ  στη  διαμόρφωση  της  προσωπικότητας του  Αγίου  και  στην  καλλιέργεια  της  ευσέβειάς  του.
Ο  πατέρας  του  τον  έγραψε στην  αυτοκρατορική  σχολή  πολέμου  στην Αγία  Πετρούπολη.  Παρά  την  πρόοδό  του  στη  σχολή,  εκείνος  επιθυμούσε  να  γίνει  μοναχός  και να ακολουθήσει το δρόμο της μοναχικής  πολιτείας.  Αφορμή  γι’ αυτό  έδωσε  μία  σοβαρή  ασθένειά  του το  έτος  1827,  όταν  ο  Άγιος   ήταν είκοσι ετών, που τον έκανε να παραιτηθεί από την σχολή παρά τις αντιρρήσεις των αξιωματικών. Αμέσως  εγκαταβιώνει  στη  μονή  του  Αγίου Αλεξάνδρου  του  Σβιρ  στην  Πετρούπολη.  Εκεί  συνδέεται πνευματικά  με  τον Στάρετς  Λεωνίδα,  της  Όπτινα  ο  οποίος  διέμενε  εκείνο  τον  καιρό  στη  μονή. Στην  συνέχεια  πήγε  στη  μονή  του  Αγίου  Κυρίλλου  Πετρουπόλεως,  όπου γνώρισε  τον  Στάρετς  Θεοφάνη.  Εκεί  έμεινε  τέσσερα  ακόμη  χρόνια,  για  να καταλήξει  κοντά  στον  γέροντά  του  Λεωνίδα  στη  μονή  της  Όπτινα.
Κείρεται μοναχός το 1831 μ.Χ. και ονομάζεται Ιγνάτιος. Λίγο καιρό αργότερα  χειροτονείται  διάκονος  και  πρεσβύτερος.  Ο  Άγιος  αρχίζει  τον έντονο πνευματικό αγώνα. Σε αυτόν αναφέρεται σχετικά ο γέρων Σωφρόνιος, που γράφει: «Η  χριστιανική τελειότητα έγκειται στην εσωτερική  (εγκάρδια) καθαρότητα, χάρη  στην  οποία  εμφανίζεται  ο  Θεός  να αποκαλύπτει τη διαμονή Του μέσα στην καρδιά, με πολλά  και  ποικίλα χαρίσματα του Πνεύματος. Εκείνος που απέκτησε την τελειότητα  αυτή γίνεται  φορεύς  φωτός,  εκπληρώνοντας  την  εντολή  της  αγάπης  προς  τον πλησίον  όχι  με  σωματική  υπηρεσία, αλλά με τη  διακονία του Πνεύματος, καθοδηγώντας τους σωζομένους, εγείροντας αυτούς από την πτώση, θεραπεύοντας  τις  ψυχικές  τους  πληγές.  Ο  χορός  των  μοναχών  έδωσε  στην Εκκλησία Ποιμένες, οι οποίοι όχι με επιτηδευμένους λόγους ανθρώπινης σοφίας αλλά με τους λόγους του Πνεύματος, που επικυρώνονταν με θαύματα,  ποίμαναν  και  στερέωναν  την  Εκκλησία.
Ιδού,  γιατί  η  Εκκλησία  μετά   την  περίοδο  των  Μαρτύρων  επεκτάθηκε  στην έρημο.  Εκεί  βρίσκεται  η  τελειότητα  της  Εκκλησίας,  η  πηγή  του  φωτός  της  και η  κύρια  δύναμη  της  στρατευόμενης  Εκκλησίας».
Με εντολή του τσάρου Νικολάου καλείται στην Αγία Πετρούπολη και αναλαμβάνει ηγούμενος της μονής του Αγίου Σεργίου. Προηγουμένως όμως,  παραιτείται  από όλα τα αξιώματα  που  είχε στην  Εκκλησία  και αποσύρεται στην   ησυχία  της  μονής  της  Όπτινα.   Στο  μεταξύ  η  Εκκλησία τον  καλεί  να  την  διακονήσει  ως Επίσκοπος  Σταυρουπόλεως,  Καυκάσου  και Ευξείνου  Πόντου.  Η  πνευματική  του  δραστηριότητα  δεν  σταματά.  Κατά εκείνη  την  περίοδο  θα  γράψει  και  το π ερίφημο  έργο  του  «Προσφορά  εις  τον σύγχρονον μοναχισμόν», στο οποίο αποτυπώνεται η αγιότητα της  υπάρξεώς του.
Λόγοι ασθενείας τον αναγκάζουν να παραιτηθεί από τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι, αποσύρεται  στη  μονή  του  Αγίου  Νικολάου  στο  Μπαμπάεβο.
Ο  Άγιος  Ιγνάτιος,  αφού  έζησε  εκεί  ως  απλός μοναχός, κοιμήθηκε  οσίως  με ειρήνη,  το  έτος  1867,  σε  ηλικία  εξήντα  ετών.


Ανακομιδή Τιμίων Λειψάνων Αγίου Νικήτα Αρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ

Την  μνήμη  του  Αγίου  Νικήτα  Αρχιεπισκόπου  Νόβγκοροντ  τιμάται  από  την Εκκλησία  στις  31  Ιανουαρίου.  
Τα  ιερά  λείψανα  του  Αγίου  Νικήτα,  ανεκομίσθηκαν  το  έτος  1558.

Ανακομιδή Τιμίων Λειψάνων Αγίας Αργυρής της Νεομάρτυρος


Η  μνήμη  της  Αγίας  Αργυρής  της  Νεομάρτυρος,  τιμάται  από  την  Εκκλησία  στις  5  Απριλίου  όπου  και  ο  βίος  της.      

Στις  30  Απριλίου  1725  ετελείται  η  ανακομιδή  των  λειψάνων  της,  επειδή ζήτησε  τούτο  πολύς  κόσμος  που  εγνώριζε τα  βάσανα  που  υπέφερε επί  τόσα χρόνια η Αργυρή. Κατά την ανακομιδή,  τη  βρήκαν  ολόσωμη  να  ευωδιάζει. Αμέσως  ειδοποίησαν  τον  Πατριάρχη  Παΐσιο,  ο  οποίος  αφού  ερεύνησε αυτοπροσώπως  και  είδε  με  τα  μάτια  του  το  θαύμα,  ελειτούργησε  με  όλη  την Ιερά Σύνοδο και διέταξε να θέσουν το άγιο λείψανό της σε ιδιαίτερη λάρνακα.           
Ιδού  τι  γράφει  και  ο  Πατριάρχης:  «Ω, των θαυμασίων σου Χριστέ.  Αφού ανοίξαμεν  τον  τάφον  είδα  να  μένει  σώο  και  άφθορο  το  άγιο  αυτής   σκήνος, να αναβλύζει  δε  θαυμασίαν  ευωδίαν  και  να  κάνει  σε  όλους  θαύματα».


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Θείας πίστεως, αντεχομένη, πολυχρόνιον, ήνυσας άθλον, Νεομάρτυς Αργυρή αξιάγαστε· και τον Χριστόν τοις σοις πόνοις δοξάσασα, εμεγαλύνθης ενθέοις χαρίσμασιν· όθεν πρέσβευε, δοθήναι τοις σε γεραίρουσι,  πταισμάτων  ιλασμόν  και  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Πτερωθείσα πάνσεμνε, της ευσεβείας τω πόθω,  ανδρικώς  ενήθλησας,  υπέρ Χριστού του Σωτήρος· όθεν σε, ο σος Νυμφίος λαμπρώς δοξάσας, άφθαρτον, ημίν ανέδειξε το σον σώμα, Αργυρή Μεγαλομάρτυς, πάσι πηγάζον  χάριν  αέναον.


Μεγαλυνάριον.
Ήθλησας νομίμως υπέρ Χριστού, Αργυρή θεόφρον, και δεδόξασαι θαυμαστώς·  όθεν  σου  το  σώμα,  το  τίμιον  πλουτούντες,  εκ  τούτου  θείαν χάριν  πιστώς  καρπούμεθα.


29/4/17

Οι Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι

Οι  Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη  χορεία των Αποστόλων  του  Κυρίου  και  κατάγονταν ο μεν Ιάσων  από  την  Ταρσό  ή  την  Θεσσαλονίκη,  κατά  το  παλαιό  χειρόγραφο,  όπως  σημειώνει  ο  Άγιος Νικόδημος  ο  Αγιορείτης,  ο  δε  Σωσίπατρος  από  την  Αχαΐα.
Το  όνομα  του  Ιάσων  απαντά  σε  δύο  από  τα  βιβλία  της Καινής Διαθήκης.  Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς  Ρωμαίους Επιστολή  του   Παύλου.
Ο  Απόστολος  Παύλος,  μετά  τους  Φιλίππους,  ήλθε  στην  Θεσσαλονίκη, όπου  δίδαξε  επί  τρεις  εβδομάδες.  Η  διδασκαλία του επέσυρε το  μίσος των  Ιουδαίων,  οι  οποίοι  στράφηκαν  εναντίον  του, παρακινώντας  και τους  αγοραίους  της  πόλεως. Επειδή  φιλοξενούνταν στο σπίτι του  Ιάσονος,  οι  Ιουδαίοι  τον  αναζήτησαν  εκεί.  Δεν  τον  βρήκαν  όμως,  γι’ αυτό  έσυραν τον Ιάσονα και  τους άλλους αδελφούς  στους  πολιτάρχες, δηλαδή  στους δημοτικούς  άρχοντες. Στην  αφήγηση  αυτή  των  Πράξεων των  Αποστόλων  αναφέρεται  για  πρώτη  φορά  το  όνομα  του  Ιάσονα. Στην  προς  Ρωμαίους  Επιστολή  ο  Παύλος  αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους  που  απηύθυναν  χαιρετισμούς  στους παραλήπτες της Επιστολής.
Από  την  Αγία  Γραφή,  από  την  οποία   έχουμε  τις  πρώτες  πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενείς» του  Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός  αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά  πάσα πιθανότητα  σημαίνει  ότι  ο  Παύλος  και  ο  Ιάσων  ήταν  ομότεχνοι,  πάντως  όχι  συγγενείς  εξ  αίματος.  Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή  είναι  ένα  και  το  αυτό  πρόσωπο.  «Τούτου  του  Ιάσονος»,  λέγει ο  ιερός  Χρυσόστομος,  «και  Λουκάς  μέμνηται. Ου  γαρ απλώς  συγγενήν μέμνηται,  ει μη και  την  ευσέβειαν  είεν  εοικότως  αυτώ». Με  το   ίδιο  πνεύμα  ομιλεί  και  ο  Θεοφύλακτος:  «Ει  μη  γαρ τοιούτοι  ήσαν, ουκ άν αυτών  εμνήσθη».  Στο  ίδιο  συμπέρασμα  καταλήγουν  ο  Θεοδώρητος Κύρου, ο  Οικουμένιος  και  όλοι  οι  νεότεροι  ερμηνευτές·  δέχονται  δηλαδή ταυτισμό  του  Ιάσονος  των  Πράξεων  και  της  Επιστολής.
Ο  Ιάσων  φαίνεται  ότι  διατηρούσε  μικρό  εργαστήριο  υφαντουργίας,  στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου  ήταν  εγκατεστημένος  στη  Θεσσαλονίκη  και  ίσως  μονίμως. Το  Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ο μεν Ιάσων Ταρσεύς ήν, ός και πρώτος εκείθεν ζωγρείται  προς  την  ευσέβειαν». Ίσως  η  άποψη  αυτή  σχηματίσθηκε  από την  φράση  του  Παύλου  «οι  συγγενείς  μου»  και  κυρίως  από  παρερμηνεία σχετικής  φράσεως  των  λεγομένων  «Πράξεων των Αγίων», έργο  κατά πάσα  πιθανότητα  του  9ου αιώνος  μ.Χ.  Οι «Πράξεις των Αγίων»  αναφέρουν  ότι  ο Ιάσων  καταστάθηκε από τον Παύλο,  Επίσκοπος Ταρσού. «Εξ αρχής»,  λέγει το κείμενο των «Πράξεων των Αγίων»,  «ομού  Ιάσων  της  Ταρσού  μητρόπολιν κυβερνών εμπεπίστευτο παρά Παύλου ως οικείαν πατρίδα». Αλλά το  «οικείαν  πατρίδα»  δεν  αναφέρεται  στον  Ιάσονα, αλλά στον  Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον  Ιάσονα. Αλλά  και άν ακόμη  ο  Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα  ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι  εάν  είχε  γνωρίσει  την  χριστιανική  πίστη  στην  Ταρσό, βρισκόμενος  στην  Θεσσαλονίκη  έπρεπε  τουλάχιστον να είχε  προλειάνει  το έδαφος.  Το  μόνο  βέβαιο  είναι  ότι ο  Ιάσων  ζούσε  στην  Θεσσαλονίκη  και  ότι έγινε  μαθητής  του  Αποστόλου  Παύλου.
Η γνώμη του  Holzner  ότι  ο  Απόστολος  Παύλος  ήλθε  από  τους  Φιλίππους στη  Θεσσαλονίκη  κομίζοντας  Επιστολές προς τον  Ιάσονα,  συνηγορεί  υπέρ της  απόψεως  εκείνης  ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον  Ιάσονα  και  ότι  ο  Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα  χρόνια  της  ιεραποστολικής  δράσεώς  του,  επισκεπτόταν  καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και  στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη  συναγωγή,  όπου και  μίλησε.  Πολλοί  από  τους  ερμηνευτές  ισχυρίζονται  ότι ο  Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα  Ιάσων ήταν συνηθισμένο  στους  Έλληνες,  το  έπαιρναν όμως και πολλοί  Ελληνιστές Ιουδαίοι.  Η πληροφορία του Δωροθέου  Τύρου, ότι  ο   Ιάσων  ήταν  ένας  από  τους   Εβδομήκοντα  Μαθητές  του  Κυρίου  έχει αποκρουσθεί.
Η  δράση  του  Ιάσονος,  αρχίζει  αμέσως  μετά  την  μεταστροφή του  στον Χριστό.  Φιλοξενεί  τον  Παύλο  στο  σπίτι  του, προσφέρει στον δάσκαλο  και στους  πρώτους  Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι  για τις  συνάξεις  και  υφίσταται  διώξεις χάρη του  Ευαγγελίου.  Η  αναζήτηση  του Παύλου από τους  Ιουδαίους και η  σύλληψη  του  Ιάσονος  στη  Θεσσαλονίκη ήταν  πράξη  ανεύθυνη.  Άν πράγματι οι  κατηγορίες ότι  ενεργούσε  κατά  του Καίσαρος  ήταν  επιβεβαιωμένες, τότε  έπρεπε  να  γίνει  έρευνα  όχι  από τον όχλο,  αλλά  από  τις  αρχές. Οι  πολιτάρχες, ύστερα  από  εξέταση  στην   οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρ’ όλα αυτά,  η θέση  του  Ιάσονος  δεν έπαυσε  να  είναι  επισφαλής.
Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων  διώξεων  που  επρόκειτο  να  υποστεί ο  Ιάσων.  Ο  ιερός  Χρυσόστομος, επαινώντας  τον  Απόστολο  Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει  θαυμαστό:  «Θαυμαστός  ο  ανήρ  εις κινδύνους εαυτόν  εκδούς και  εκπέμψας  αυτούς».
Μετά   τα  συμβάντα  στη  Θεσσαλονίκη,  ο  Παύλος  αναχωρεί γρήγορα   για  την Βέροια.  «Οι  δε  αδελφοί  δια  νυκτός  εξέπεμψαν  τον  τε  Παύλον  και  Σίλαν  εις Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.
Όταν  οι  Απόστολοι  Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην  Κόρινθο,  ο  Ιάσων  τους έδωσε  χρήματα  για  τον  Παύλο.  Και  όταν  ο  Απόστολος  Παύλος  έγραφε  την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς  στους  Χριστιανούς  της  κοινότητος  της  Ρώμης.
Μία παράδοση φέρει  τον  Απόστολο  Ιάσονα  Επίσκοπο  της  γενέτειρας  του διδασκάλου  του,  τον  δε  Απόστολο  Σωσίπατρο  Επίσκοπο  Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα  Επίσκοπο  Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν  στην Κέρκυρα,  όπου  ανέπτυξαν  πλούσια  δράση.
Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και  ρίχθηκαν  στη  φυλακή  από  τον  ηγεμόνα  Κερκυλλίνο. Στην  φυλακή μετέστρεψαν  επτά  ληστές  στον  Χριστό,  οι  οποίοι   αργότερα  μαρτύρησαν  για την  πίστη  τους.  Οι  δύο  Απόστολοι  παραδόθηκαν  από  τον  ηγεμόνα στον έπαρχο  Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους  μεταπείσει,  τους  έριξε στην  φυλακή.
Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν  την  θυγατέρα  του  ηγεμόνος,  Κέρκυρα, η  οποία  ασπάσθηκε  τον Χριστιανισμό.  Οι  δύο  Απόστολοι  ρίχθηκαν  σε  ένα  σιδερένιο  καζάνι,  όπου υπήρχε  πίσσα  και  ρητίνη.  Ο  Ιάσων  εξήλθε  αβλαβής,  ενώ  ο  Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε,  κατηχήθηκε,  βαπτίσθηκε  και  μετονομάσθηκε  Σεβαστιανός.
Ο Απόστολος  Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις των Αγίων», έζησε μέχρι  τα  βαθειά γεράματα,  διακονώντας  την  Εκκλησία  της  Κέρκυρας  και χτίζοντας  ναούς.  Οι  Κερκυραίοι  για  την  προσφορά  των  δύο  Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.        
Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται  με  ευλάβεια  στην  ιερά  μονή  Οσίου  Λουκά  Βοιωτίας.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Δυάς η ομότροπος, των Αποστόλων Χριστού, Ιάσων ο  ένδοξος,  Σωσίπατρος ο κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν·  ούτοι  γαρ  δεδεγμένοι,  τον  της  χάριτος λόγον, ηύγασαν εν Κερκύρα, ευσεβείας το φέγγος, πρεσβεύοντες τω  Κυρίω, υπέρ  των  ψυχών  ημών.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Χειρόγραφον εικόνα.  
Τοις δόγμασι του Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστήρες της οικουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γαρ  αεί  κόσμον  θαύμασιν,  Ιάσων, η πηγή των ιαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστού Μαρτύρων κλέος, Απόστολοι θεοφόροι, προστάται  των  εν  ανάγκαις,  καθικετεύσατε  Θεώ,  του  σωθήναι τας  ψυχάς  ημών.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Αποστόλων η ξυνωρίς, της σεπτής Τριάδος, δημηγόροι και υπουργοί, συν τω Σωσιπάτρω, Ιάσων θεοφόρε· υμείς γαρ αληθείας,  ώφθητε στόματα.



Η Αγία Κέρκυρα η Μάρτυς

Η   Αγία  Μάρτυς  Κέρκυρα  έζησε  τον  1ο  αιώνα  μ.Χ.  και  ήταν  θυγατέρα  του ηγεμόνος  της  Κέρκυρας,  Κερκυλλίνου.  Πίστεψε  στον  Χριστό  δια  των  Αγίων Αποστόλων  Ιάσονος  και  Σωσιπάτρου.  Όταν  δε  εἶδε  τους  Αγίους  να  έχουν συλληφθεί  και   να   ὁοδηγούνται  στη  φυλακή,  ομολόγησε  και  αυτή  τον Χριστό  και  διαμοίρασε  στους  φτωχούς  τα   κοσμήματά  της,  τα  οποία φορούσε.  
Όταν  το  έμαθε  ο  πατέρας  της  και  αφού  δεν  μπόρεσε  να  της  αλλάξει  την απόφασή  της,  την  παρέδωσε  σε  έναν  Αιθίοπα  για  να  την  διαφθείρει.  Αλλά ο  Αιθίοπας  πίστεψε  στον  Χριστό  δια  αυτής  και  θανατώθηκε.  Η  δε  Αγία Κέρκυρα,  αφού  βασανίσθηκε  ποικιλοτρόπως,  κρεμάσθηκε,  τρυπήθηκε  με βέλη  και  έλαβε  έτσι  το  στέφανο  του  μαρτυρίου.

Ο Άγιος Βασίλειος ο Θαυματουργός εκ Σερβίας

Ο Άγιος Βασίλειος,  Επίσκοπος Ζακχόλμσκ, γεννήθηκε από ευσεβείς  γονείς  τον  16ο  αιώνα  μ.Χ.  στην  περιοχή  του  Πόποβ  της  Ερζεγοβίνης.  Από  αγάπη προς  το  μοναχικό  βίο  εγκατέλειψε την πατρική  οικία  και  εισήλθε  στη  μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Τρέμπινκ, όπου εκάρη μοναχός.
Λόγω της αρετής του εξελέγη Επίσκοπος Ζάκχολμσκ και Σκεντερίας. Ανέλαβε  τον  Μητροπολιτικό  θρόνο  στο  δεύτερο  ήμισυ  του  16ου  αιώνος,  ως διάδοχος του Επισκόπου Παύλου και προκάτοχος του Επισκόπου Νικοδήμου.  Ο  Άγιος  Βασίλειος  ήταν ένας  πραγματικός  ποιμένας  για  το ποίμνιο του Χριστού και ο Κύριος τον αξίωσε του χαρίσματος της Θαυματουργίας.
Για να γνωρίσει ο Άγιος τη βυζαντινή μοναστική και ησυχαστική παράδοση,  επισκέφθηκε  το  Άγιον  Όρος.

Ο Άγιος Βασίλειος κοιμήθηκε με ειρήνη και ενταφιάσθηκε στην πόλη Όστρογκ, στην Τσερνογκόρια, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Ερζεγοβίνη.

28/4/17

Οι Άγιοι εννέα Μάρτυρες εν Κυζίκω

Οι  Άγιοι  εννέα  Μάρτυρες  της  Κυζίκου, ο  Αντίπατρος,  Αρτεμάς,  ο Θαυμάσιος,  ο  Θεόγνις,  ο  Θεόδουλος,  ο  Θεόστιχος,  ο  Μάγνος,  ο  Ρούφος  και ο    Φιλήμονας  κατάγονταν  από  διάφορους  τόπους.  Συνελήφθησαν  όμως όλοι  μαζί  στην  Κύζικο  την  περίοδο  των  διωγμών.  Όταν  οδηγήθηκαν μπροστά  στον  τοπικό  άρχοντα  επέδειξαν  θαυμαστή  γενναιότητα  και υπερασπίσθηκαν  με  παρρησία  και  θάρρος  την  πίστη  τους.  Για  τον  λόγο αυτό  και  για  να  καμφθεί  το  σθένος  τους,  ρίχθηκαν  στη  φυλακή.  Εκεί χωρίς  νερό  και  τροφή   προσεύχονταν  και  δοξολογούσαν  τον  Κύριό  τους,  ο Οποίος  τους  αξίωσε  να  υποφέρουν  για  Εκείνον  και  ο  ένας  έδινε  θάρρος στον  άλλον.  Όταν  ο  άρχοντας  τους  ρώτησε  για  τελευταία  φορά  εάν επιμένουν  να  πιστεύουν  στον  Χριστό,  όλοι  με  ένα  στόμα  και  μία  καρδιά του  απάντησαν  ότι  προτιμούν  το  μαρτύριο  από  το  να  αρνηθούν  τον Πλάστη  και  Δημιουργό  και  Σωτήρα  του  κόσμου.  Έξαλλος  από  οργή  ο άρχοντας  διέταξε  αμέσως  τον  αποκεφαλισμό  τους.  Έτσι  τελειώθηκε  ο βίος  τους  και  οι  Άγιοι  έλαβαν  τον  αμαράντινο  στέφανο  της   δόξας.


Απολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας  πίστεως,  τη  συμφωνία,  εννεάριθμος,  Μαρτύρων  δήμος,  εν  Κυζίκω ιερώς  ηνδραγάθησε·  τον  γαρ  Υπέρθεον  Λόγον  κηρύξαντες,  υπέρ  αυτού  ως αμνοί σφαγιάζονται· όθεν άφεσιν, αιτούνται ημίν και έλεος, τοις μέλπουσιν  αυτών  την  θείαν  άθλησιν.


Κοντάκιον. Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ.
Εννάριθμος χορός, των Μαρτύρων αινείσθω, Θεόγνις ο κλεινός, και Αντίπατρος  άμα, Μάγνος τε και  Θεόστιχος, Αρτεμάς και Θεόδοτος, και Θαυμάσιος,  Φιλήμων  άμα  και  Ρούφος·  θείαν  χάριν γαρ,  εκ  των  πηγών  του Σωτήρος,  ημίν  αναβλύζουσι.


Μεγαλυνάριον.
Άρνες του τυθέντος εν τω Σταυρώ, ώφθησαν νομίμως, εννεάριθμοι Αθληταί, οι εν τη Κυζίκω, τον όφιν καθελόντες· διο προς ουρανίαν, μάνδραν  εισήλασαν.

27/4/17

Ο Άγιος Συμεών ο Αδελφόθεος Επίσκοπος Ιεροσολύμων

Ο Άγιος  Ιερομάρτυρας Συμεών, αναδείχθηκε διάδοχος  του  Αγίου  Ιακώβου του  Αδελφοθέου  ( τὸ 62 μ.Χ.),  μετά  την  καταστροφή  της  Ιερουσαλήμ  από τους  Ρωμαίους  το  70  μ.Χ.
Κατά τον  Ηγήσιππο ήταν υιός του Κλωπά, αδελφού του Ιωσήφ και αδελφός του Ιούδα. Κατά άλλη δε εκδοχή ήταν υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος  και  αδελφός  του  Αγίου  Ιακώβου  του  Αδελφοθέου.
Ενώ  επισκόπευε  στην  Ιερουσαλήμ,  επί  αυτοκράτορος  Τραϊανού  (98 – 117 μ.Χ.), διαβλήθηκε από τους αιρετικούς στον ύπατο Αττικό για τον αποστολικό του ζήλο. Ο Συμεών κατηγορήθηκε όχι από Χριστιανούς αιρετικούς,  αλλά  από  Ιουδαίους.  Η  κατηγορία  περιελάμβανε  δύο σκέλη.  Το ένα ήταν ότι καταγόταν από το γένος Δαβίδ και το άλλο ότι  ήταν Χριστιανός.  Αφού συνελήφθη, βασανίσθηκε  σκληρά και στην συνέχεια οδηγήθηκε  σε  σταυρικό  θάνατο,  το  έτος  107  μ.Χ.,  σε  ηλικία  εκατόν  είκοσι ετών.      
Στους Παρισινούς Κώδικες βρίσκεται Ακολουθία του Αγίου Συμεών, ποίημα  του  υμνογράφου  Θεοφάνους.

Απολυτίκιον. Ήχος α’. Χορός Αγγελικός.    
Χριστού σε συγγενή, Συμεών Ιεράρχα, και Μάρτυρα στερρόν, ιερώς ευφημούμεν, την πλάνην ολέσαντα, και την πίστιν τηρήσαντα· όθεν σήμερον, την παναγίαν σου μνήμην, εορτάζοντες, αμαρτημάτων την λύσιν,  ευχαίς  σου  λαμβάνομεν.

Κοντάκιον.  Ήχος  δ’.  Επεφάνης  σήμερον.
Ως αστέρα μέγιστον η Εκκλησία, κεκτημένη σήμερον, τον θεηγόρον Συμεών, φωταγωγείται κραυγάζουσα· χαίροις Μαρτύρων σεπτόν ακροθίνιον.

Έτερον Κοντάκιον. Ήχος β’. Τα άνω ζητών.           
Της άνω Σιών, πολίτης γενόμενος, της κάτω Σιών, τον θρόνον  εγκεχείρισαι, και  καλώς το ποίμνιον, οδηγήσας προς μάνδραν ουράνιον, εσταυρώθης Χριστώ  Συμεών,  το  θείον  πάθος  αυτού  μιμησάμενος.

Μεγαλυνάριον.
Συγγενής  υπάρχων ω Συμεών, του μέχρι και δούλου, κενωθέντος υπέρ ημών, σύμμορφος και μάρτυς, παθών αυτού εδείχθης, παγείς ως ο Δεσπότης,  Σταυρώ  μακάριε.


Ο Άγιος Στέφανος Επίσκοπος Βλαντιμίρ

Ο Άγιος Στέφανος έζησε στη Ρωσία κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στη Λαύρα του Κιέβου. Μετά την κοίμηση του  Οσίου Θεοδοσίου  ( 3  Μαΐου)  έγινε  ηγούμενος  της  ιεράς  μονής  των  Σπηλαίων  του Κιέβου. Από τη νέα αυτή θέση ήταν πολύ δραστήριος και φρόντισε με επιμέλεια για την κτηριακή ολοκλήρωση της μονής. Παράλληλα  όμως φρόντιζε και για την πνευματική  αύξηση  των  μοναχών.  Όρισε  να τελείται καθημερινά στη μονή, η Θεία Λειτουργία υπέρ αναπαύσεως  των  μακαρίων κτιτόρων  και  των κεκοιμημένων αδελφών, καθώς και για  την  σωτηρία  των ζώντων  αδελφών  και  όλων  των  Ορθοδόξων  Χριστιανών.
Ο επίβουλος διάβολος όμως φθόνησε τον  ένθεο  ζήλο  του  Αγίου  Στεφάνου και  ξεσήκωσε  μερικούς  αδελφούς  εναντίον  του  Αγίου  ηγουμένου  τους  και δημιούργησε έτσι μεγάλη αναταραχή στην αδελφότητα. Ο Άγιος αναχώρησε από την ηγουμενία και εκδιώχθηκε αναίτια από τη μονή. Ωστόσο  τα  υπέμεινε  όλα  αγόγγυστα,  χωρίς  παράπονο  και  μνησικακία.
Ο Θεός όμως ευλόγησε τόσο τον πιστό  δούλο  Του,  ώστε  ο  Άγιος  Στέφανος αξιώθηκε  να  χτίσει  νέα  μονή  στο  Κλόβ,  με  πέτρινο  ναό  αφιερωμένο στην Κατάθεση  της  Τιμίας  Εσθήτος  της  Υπεραγίας  Θεοτόκου.
Η  αρετή  του προσείλκυσε πολλές  ευσεβείς  ψυχές,  που  ήλθαν κοντά του  και δέχθηκαν από τα  τίμια  χέρια  του  το  μοναχικό  σχήμα.  Η  φήμη  του  Αγίου απλώθηκε  σε  όλη τη  Ρωσική γη. Γι’ αυτό, όταν το έτος 1091 ο  Επίσκοπος του  Βλαντιμίρ  κοιμήθηκε,  ο  Άγιος  Στέφανος  χειροτονήθηκε  Αρχιερέας  και διάδοχός του στο Βλαντιμίρ από τον Μητροπολίτη Κιέβου Ιωάννη.
Ο Άγιος Στέφανος ποίμανε θεοφιλώς το ποίμνιό του και κοιμήθηκε με ειρήνη  το  έτος  1094.


26/4/17

Ο Άγιος Βασιλέας ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Αμασείας

Ο  Άγιος  Ιερομάρτυς  Βασιλεύς έζησε  κατά τους χρόνους του  βασιλέως Λικινίου  (307 – 323 μ.Χ.)  και  ήταν  Επίσκοπος  της  Αμασείας  του  Πόντου. Ο Επίσκοπος  Βασιλεύς  διακρινόταν  για  τον  ζήλο  του  υπέρ  της  πίστεως  και την ακοίμητη δραστηριότητα στην επιτέλεση των  καθηκόντων  του.  Επειδή παντού υπήρχαν και πλάνες και κίνδυνοι, έσπευδε παντού και ο ίδιος κηρύττοντας, συμβουλεύοντας, παρηγορώντας,  ενισχύοντας,  στηρίζοντας, ελκύοντας, πυκνώνοντας και  εγκαρδιώνοντας  τις  Χριστιανικές  τάξεις  και αναδεικνύοντας  αυτές  όσο το  δυνατόν ισχυρότερες  πνευματικά  έναντι  του ειδωλολατρικού  κόσμου.
Γι’ αὐυτόν  τον  λόγο  οι  ιερείς  και  οι  άρχοντες  των ειδωλολατρών, έτρεφαν εναντίον  του  σφοδρή  έχθρα.  Και όταν ο Λικίνιος, το έτος 322 μ.Χ., προέβη στα  δυσμενή  και  διωκτικά μέτρα εναντίον των Χριστιανών, κατήγγειλαν προς  αυτόν  τον  Επίσκοπο  Αμασείας,  Βασιλέα.
Ένα  ιδιαίτερο  περιστατικό  κορύφωσε  την  οργή  του  Λικινίου  εναντίον  του Επισκόπου Βασιλέως. Κοντά στην αυτοκράτειρα Κωνσταντία διέμενε άλλοτε ως ακόλουθος μία νεαρή και ωραιότατη κόρη, που ονομαζόταν Γλαφύρα.  Εξαιτίας της ομορφιάς  της  ο  Λικίνιος  ανεφλέγη  από  αμαρτωλό πάθος,  ως  δούλος  σαρκικών  παθών,  καθώς  ήταν.  Η  κόρη  αντιλήφθηκε  τον κίνδυνο που απειλούσε την τιμή της. Ως γνήσια  Χριστιανή όμως  δεν δελεάσθηκε  καθόλου  από  το  βασιλικό  έρωτα,  αλλά  έφριξε  και  ζήτησε  την σωτηρία  της  στην  φυγή.  Ενδύθηκε λοιπόν με ανδρικά ρούχα  και  κάποια νύχτα, βοηθούμενη από την βασίλισσα που έμαθε  όσα  συμβαίνουν,  άφησε την Κωνσταντινούπολη  και  έφθασε  στην  Αμάσεια,  όπου  παρουσιάσθηκε στον  Επίσκοπο  Βασιλέα  και  ζήτησε  την  ηθική  του  προστασία.
Ο  Επίσκοπος  επαίνεσε  την  γνήσια  ευσέβεια  και  την  αδούλωτη  σύνεση  της νέας, την τοποθέτησε δε κοντά σε ηλικιωμένη Χριστιανή γυναίκα που   ήταν εντελώς αφοσιωμένη στην υπηρεσία του Χριστού και βοηθούσε σημαντικότατα  τον  Επίσκοπο  στο  έργο  των  γυναικών  της  Εκκλησίας.  Η Γλαφύρα  εξέφρασε  την  βαθιά  ευγνωμοσύνη  της  και  χάρηκε  ιδιαίτερα  που της  δόθηκε  η  ευκαιρία  να  ασχοληθεί  και  αυτή  με  θεάρεστες  ασχολίες. Βοηθούσε  λοιπόν  στην  κατήχηση  γυναικών  και  νεαρών  κοριτσιών, που ήθελαν να ασπασθούν την χριστιανική πίστη και να γίνουν μέλη  της Εκκλησίας, ευεργετούσε φτωχά και ορφανά παιδιά και  επιπλέον  κατέβαλε όλη  τη δαπάνη που προϋπολογίσθηκε για την  οικοδομή  Χριστιανικού  ναού στην  Αμάσεια.
Μάταια  ο  Λικίνιος  την  είχε  αναζητήσει  σε  όλη  την  πρωτεύουσα  και  στα περίχωρα.  Όμως  οι  εχθροί  του  Επισκόπου  Βασιλέως, πληροφόρησαν τον Λικίνιο ότι η κόρη εκείνη εἶίχε καταφύγει κοντα στον  Ιεράρχη  της  Αμάσειας και  ότι  την  προστάτευσε  και  κατόρθωσε  να  εκμεταλλευθεί  τα  πλούτη  της υπέρ των σκοπών της Εκκλησίας. Η είδηση άναψε πυρκαγιά στη σαρκοβόρα και μοχθηρή ψυχή του Λικινίου.  Υπέθετε  ότι  η  Γλαφύρα  ζούσε ακόμη  και  ότι  θα  την  έφερνε  κάτω  απὸ  την  εξουσία  του. Αλλά η  σεμνή κόρη,  είχε  ήδη  πεθάνει  και  ο τάφος ματαίωσε για πάντα  τους  χυδαίους πόθους του. Τότε η μανία του έγινε σφοδρότερη κατά του  Επισκόπου Βασιλέως. Διέταξε,  λοιπόν,  να  τον  φέρουν  σιδηροδέσμιο  στη  Νικομήδεια.  Η διαταγή  εκτελέσθηκε  και  ο  Άγιος  κλείσθηκε  στη  φυλακή.
Τον Άγιο ακολούθησαν δύο από τους διακόνους της Εκκλησίας της Αμάσειας,  ο  Θεότιμος  και  ο  Παρθένιος,  τους  οποίους  φιλοξένησε  ένας ευσεβής και φιλάνθρωπος Χριστιανός, ονόματι Ελπιδοφόρος. Οι παρεχόμενες αγαθοεργίες του Ελπιδοφόρου προς  όλους  είχαν  καταστήσει φίλους  του  ακόμα  και  τους  φρουρούς  των  φυλακών.  Μπορούσαν  λοιπόν  οι δύο διάκονοι να εισέρχονται ορισμένη ώρα στη φυλακή, όπου απολάμβαναν την ευχαρίστηση να συνδιαλέγονται  με  τον  Επίσκοπό  τους, να  ακούνε  από το στόμα του τον λόγο της  αλήθειας  και  να  δέχονται  ηθική ενίσχυση  και  παρηγοριά.
Λίγες ημέρες μετά, ο Λικίνιος διέταξε να φέρουν τον φυλακισμένο Επίσκοπο ενώπιόν του. Τον έλεγξε με δριμύτητα ως ένοχο για την απόκρυψη  της  Γλαφύρας  και για  τον  ζήλο  με  τον  οποίο  υπεράσπιζε  την χριστιανική του πίστη περιφρονώντας τα βασιλικά διατάγματα. Ο Επίσκοπος για την Γλαφύρα, απάντησε ότι δεν μπορούσε να  μην  παράσχει άσυλο  και  προστασία στη  χριστιανική κόρη, η οποία  ήταν  εξόριστη  και ήθελε  η  ίδια  να  περισώσει   και  να  διαφυλάξει  την  τιμή  της,  και  ότι  αυτή  η ίδια από ευσεβή διάθεση χρησιμοποίησε την περιουσία της υπέρ των φτωχών και για την ανέγερση ναού, πράγματα για τα οποία ένας Επίσκοπος  οφείλει  να  προτρέπει  τους  πιστούς  και  όχι  να  τους  εμποδίζει. Και για την  περιφρόνηση  των  βασιλικών  διαταγών,  οι  οποίες  απέβλεπαν στην  εξόντωση  της  χριστιανικής  πίστεως,  ο  Άγιος   αποκρίθηκε  ότι  ο  ίδιος  ο βασιλέας  Λικίνιος   άλλοτε  είχε  αναγνωρίσει  μαζί  με  τον  Κωνσταντίνο  το καθήκον  του  να  επιτρέψουν  στους  Χριστιανούς  την πλήρη  ελευθερία  της λατρείας τους και του δόγματός τους και ότι αυτός (ο Επίσκοπος) εξακολουθεί  να  θεωρεί  ορθό  και  έγκυρο  το παλαιότερο  εκείνο  βασιλικό διάταγμα, διότι ήταν αξιότερο σε όλα.  Εν τέλει δε, παρακάλεσε  τον  Λικίνιο, στο όνομα της ίδιας της δικής του σωτηρίας και  του  μέλλοντος του  κράτους του, να  ανακαλέσει  τα  νέα  μέτρα  και  να  αναγνωρίσει  στους  Χριστιανούς την  ελευθερία  της  θρησκευτικής  τους  συνειδήσεως.
Ο  βασιλέας  Λικίνιος  απέπεμψε  τον  Επίσκοπο,  κρατώντας  επιφυλακτική στάση  και  ανέθεσε  σε  έναν  από  τους  άρχοντές  του  να τον  δει  κατ’  ιδὶαν  και να  προσπαθήσει  να  τον  αποσπάσει  από την πίστη του.  Η  συγκεκριμένη αποστολή  απέτυχε και  διατάχθηκε έτσι  η  καταδίκη  του  Επισκόπου.  Αυτός άκουσε ατάραχος την απόφαση και προσευχήθηκε προς τον  Θεό  να  δεχθεί με  έλεος  την  ψυχή  του.  Προσευχήθηκε, επίσης,  υπέρ  της  ασφάλειας  του ποιμνίου  του  και  για  τη  νίκη  της  Εκκλησίας.  Ύστερα  ασπάσθηκε  και ευλόγησε  τους  δύο  διακόνους  και  τον  Ελπιδοφόρο,  τους  παρηγόρησε  στην θλίψη  τους  και τους  επιτίμησε  γιατί  έκλαιγαν,  λέγοντας  τον  έξοχο  εκείνο λόγο  ότι  σε  τέτοιου  είδους  κινδύνους  οι  Χριστιανοί  οφείλουν  να ΄φυλάνε  τα δάκρυά τους και να χύσουν με προθυμία το αίμα τους.  Έπειτα  με  προθυμία έκλινε  την  τίμια  κεφαλή του  στον  δήμιο,  ο  οποίος  την  απέκοψε.  Έτσι  ο Άγιος  έλαβε  το  στέφανο  του  μαρτυρίου.
Μετά από αυτό η τίμια κεφαλή και το λείψανο του Αγίου Βασιλέως ρίχθηκαν  στη  θάλασσα  με  βασιλική  διαταγή.  Αλλά  ένα  αλιευτικό πλοίο, που  έριχνε  τα  δίχτυά  του  στον  κόλπο  της  Σινώπης,  ανέσυρε  από  εκεί  το λείψανο του  Αγίου. Ο  δε  Ελπιδοφόρος,  καθώς  πληροφορήθηκε  το  γεγονός σε όνειρο, ήλθε με τους διακόνους Θεότιμο και Παρθένιο και  αφού παρέλαβαν  το  Άγιο  λείψανο,  το  έφεραν  στην  Αμάσεια,  στην  ιερή  αυτή ακρόπολη των Αγίων του κόπων και αγώνων και το ενταφίασαν στο προσφιλές του έδαφος.           
Η Σύναξη του Αγίου Βασιλέως ετελείτο στην Μεγάλη Εκκλησία, στην οποία  ίσως  φυλασσόταν  μέρος  του  ιερού  σκηνώματός  του.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ. 
Ως Λειτουργός του  Βασιλέως  της  δόξης,  τω  παρανόμω  βασιλεί  αντετάξω, Ιερομάρτυς  ένδοξε  παμμάκαρ  Βασιλεύ· όθεν τον αυχένα σου, εκτμηθείς δια ξίφους, χαίρων προσεχώρησας, προς ουράνιον λήξιν· ής και  ημάς δυσώπει  μετασχείν,  τους  ευφημούντας  την  ένθεον  μνήμην σου.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Τους ασφαλείς.
Ως ιερόν, μυσταγωγόν της χάριτος, και Αθλητών, συγκοινωνόν και σύσκηνον, ευφημούντές  σε  γεραίρομεν, ω Βασιλεύ  θεομακάριστε· οσίως γαρ  τω  Λόγω  ιεράτευσας, και  δι’ αυτόν το αίμά σου εξέχεας· ω πρέσβευε υπέρ  των  ψυχών  ημών.


Μεγαλυνάριον.
Χάριν Βασιλέως των ουρανών, την δεδωρημένην, εις εκλύτρωσιν των βροτών, βασιλεί τω πλάνω,  ω  Βασιλεύ  κηρύττων, αθλητικώς  δοξάζεις, τον σε  δοξάσαντα.


Η Αγία Γλαφυρή

Η  Αγία  Γλαφυρή,  όπως  αναφέρεται  και  στον  βίο  του  Αγίου  Βασιλέως,  Επισκόπου  Αμασείας,  ήταν  δούλη  της  βασίλισσας  Κωνσταντίας,  συζύγου  του Λικινίου.  Η  Κωνσταντία,  για  να  ελευθερώσει  την  Αγία  από  τις  ερωτικές διαθέσεις  του  Λικινίου,  την  απομάκρυνε  στην  Ανατολή,  αφού  την  εφοδίασε  με πολλά  χρήματα.  Η  Αγία  Γλαφυρή  κατέφυγε  στην  Αμάσεια  και  στον  Άγιο Επίσκοπο  αυτής  Βασιλέα.  Κοιμήθηκε  εκεί  με  ειρήνη.