31/10/11



Οἱ Ἅγιοι Στάχυς, Ἀπελλῆς, Ἀμπλίας, Οὐρβανός, καὶ Νάρκισσος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70


Καὶ οἱ πέντε ἄνηκαν στοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅλοι τους ὑπῆρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοὶς σωζομένοις». Δηλαδὴ εὐωδία Χριστοῦ, εὐχάριστη στὸ Θεό, καὶ εὐωδία μεταξὺ τῶν σῳζόμενων ποὺ ἄκουγαν ἀπ’ αὐτοὺς τὸ σωτήριο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Στάχυς ἔγινε πρῶτος ἐπίσκοπος Βυζαντίου, καὶ ἀφοῦ διάνυσε 16 χρόνια στὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, εἰρηνικὰ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ.
Ὁ Ἀπελλῆς ἔγινε ἐπίσκοπος Ἡράκλειας καὶ πολλοὺς ἔφερε στὴν χριστιανικὴ πίστη.
Ὁ Ἀμπλίας ἔγινε ἐπίσκοπος Ὀδυσουπόλεως καὶ ὁ Οὐρβανός, ἐπίσκοπος Μακεδονίας. Ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ γκρέμιζαν τὰ εἴδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.
Ὁ Νάρκισσος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἡ ἀλήθεια, ὅμως, τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ὁποία δίδασκε μὲ ζῆλο, ἐξήγειρε τοὺς εἰδωλολάτρες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν βασανίσουν καὶ νὰ παραδώσει τὴν ψυχή του μαρτυρικά.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.

Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος ὁ Ἀπόστολος

Στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων πολλοὶ παρουσιάσθηκαν ὡς πηγὲς γνώσεως καὶ ἀναμορφωτὲς τῆς ἀνθρωπότητας. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς κάτι πρόσφεραν φυσικά. Ψίχουλα βέβαια καὶ αὐτὰ ἀνακατεμένα μ’ ἕνα σωρὸ ἀπὸ πλάνες καὶ ἀνακρίβειες. Οἱ ἄλλοι, οἱ περισσότεροι, πρόσφεραν μόνο τὸ ψέμα καὶ τὴν πλάνη καὶ τὶς δεισιδαιμονίες, ποὺ βύθιζαν σὲ πιὸ βαθὺ σκοτάδι τοὺς ἀνθρώπους. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Κύριο ἀληθινοὶ διδάσκαλοι ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ μπόρεσαν νὰ διαλύσουν τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς ψευδοφιλοσοφίας καὶ νὰ σκορπίσουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας γύρω τους, ὑπῆρξαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ Ἀπόστολοι. Αὐτοὶ μὲ τοὺς κόπους καὶ τὴν θυσία τους ἔγιναν οἱ θεμελιωτὲς τοῦ νέου πολιτισμοῦ, τοῦ χριστιανικοῦ.

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια παρακολούθησαν τὸν Κύριο στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης καὶ ὑπῆρξαν αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ ἔργου, τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων Αὐτοῦ, στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια γίνεται λόγος καὶ γιὰ ἑβδομήκοντα ἄλλους Ἀποστόλους. Τοὺς διάλεξε καὶ αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ πλήθη ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸ κήρυγμά του. Γι’ αὐτοὺς μᾶς ὁμιλεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ μᾶς λέγει: «Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον, οὐ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι» (Λουκ. γ’ 1). Καὶ δὲν περιορίζεται ὁ εὐαγγελιστὴς νὰ μᾶς ἀναφέρει μονάχα τὴν ἀνάδειξή τους, ἀλλὰ προσθέτει πὼς αὐτοὺς ὁ Κύριος τοὺς ἔστειλε δύο – δύο μαζὶ νὰ προπορευθοῦν ἀπὸ Αὐτὸν σὲ κάθε πόλη καὶ τόπο, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ πάει. Τοὺς ἔστειλε γιὰ νὰ προπαρασκευάσουν τρόπον τινὰ τὸ ἔδαφος. Νὰ προετοιμάσουν τὶς καρδιὲς νὰ ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν τὸν Κύριο.

Καὶ οἱ Ἀπόστολοι πῆγαν καὶ γύρισαν χαρούμενοι. «Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες. Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου» (Λουκ. ι’ 17). Εὐλογημένα τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀποστολῆς. Κύριε, καὶ αὐτὰ τὰ δαιμόνια, σὰν ἀναφέρουμε τὸ ὄνομά σου, φεύγουν καὶ ἀφήνουν ἐλεύθερα τὰ θύματά τους. Στὰ λόγια τῶν μαθητῶν ἀνάλογος εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου. Παιδιά μου, τοὺς εἶπε: «Πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ πνεύματα ὑμὶν ὑποτάσσεται χαίρετε δέ, ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοὶς οὐρανοίς» (Λουκ. α’ 21). Ὡραία αὐτὰ ποὺ λέτε, ἀπήντησε ὁ Κύριος. Πλήν, μὴ χαίρετε γιὰ τοῦτο. Δηλαδὴ μὴ χαίρετε ὅτι τὰ πονηρὰ πνεύματα ὑποτάσσονται σὲ σᾶς. Νὰ χαίρετε κυρίως καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, γιατί τὰ ὀνόματά σας ἔχουν γραφεῖ στὸν οὐρανό, στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα αὐτοὺς Ἀποστόλους, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλήσαμε πιὸ πάνω, εἶναι κι ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος, ἀδελφὸς τοῦ Ἁποστόλου Βαρνάβα, ποὺ εἶναι ὁ ἱδρυτὴς καὶ προστάτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο αὐτὸ θὰ ἀφιερώσουμε τὶς ὀλίγες γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν.

Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ ὄνομά του. Ὄνομα Ἑλληνικό, μᾶς δείχνει πόσο ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς τοῦ νησιοῦ μας εἶχε ἐπηρεάσει καὶ αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἀπὸ νωρὶς στὴν Κύπρο. Ἀριστόβουλος σημαίνει αὐτὸς ποὺ συμβουλεύει τὰ χρήσιμα. Αὐτὸς ποὺ συμβουλεύει τὰ ἄριστα.

Γιὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανικὴ ἡλικία τοῦ Ἀποστόλου δὲν γνωρίζουμε δυστυχῶς τίποτα. Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουμε γι’ αὐτὸν εἶναι, πὼς ἀπὸ νωρὶς ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου. Κοντὰ στὸν φλογερὸ αὐτὸν ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ὡς σύνθημα τῆς ζωῆς του εἶχε τὰ λόγια του «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β’ 20), μαθήτευσε ἀρκετὸ καιρὸ ὁ ἱερὸς Ἀριστόβουλος. Τὸ σύνθημα ζωῆς τοῦ θείου Παύλου, ποὺ ἀναφέραμε, ἔγινε καὶ δικό του σύνθημα.
Ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» ἔσπευσε μὲ χαρά του νὰ ἀκολουθήσει τὸν Ἀπόστολο, γιὰ ἕνα πράγμα μονάχα ἐνδιαφερόμενος καὶ γιὰ ἕνα πράγμα καὶ μόνο φροντίζοντας: Πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Χριστό. «Παραδοθεῖς τὴ χάριτι τοῦ Θεοῦ» (Πραξ. ιε’ 40), ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, δηλαδή, ἀφοῦ ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό του ἐξ ὁλοκλήρου στὴν πρόνοια καὶ προστασία τοῦ Θεοῦ, ἐπέδειξε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ζῆλο φλογερὸ καὶ σύνεση ἐξαιρετική, ὥστε πολὺ δίκαια νὰ μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ ἐπαναλαμβάνει μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του τὸ σύνθημά του. Δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ. Μέσα μου ζεῖ μόνο ὁ Χριστός.

Πολλὲς δυσχέρειες ἀντιμετώπισε ὁ Ἀριστόβουλος στὶς διάφορες περιοδεῖες του μὲ τὸν ἀκαταπόνητο ἀρχηγό του καὶ πολλοὺς κινδύνους. Ἀπτόητος ὅμως παρέμεινε παντοῦ καὶ πάντοτε, ὥστε ὁ θεῖος Παῦλος ἐκτιμώντας τὰ χαρίσματά του, διδακτικὰ καὶ διοικητικά, ἀλλὰ καὶ τὸν γνήσιο ζῆλο του, νὰ τὸν ἀναφέρει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του μεταξὺ ἐκείνων πρὸς τοὺς οἰκείους του ὁποίου ἀποστέλλει ἀσπασμούς. Ἀργότερα μάλιστα τὸν χειροτονεῖ ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἀποστέλλει στὶς Βρετανικὲς νήσους γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.

Μεγάλο τὸ φορτίο ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε. Πολλὲς οἱ εὐθύνες καὶ πιὸ πολλές, ἀπεριόριστες θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, οἱ δυσκολίες καὶ οἱ κίνδυνοι. Οἱ κάτοικοι τῶν σημερινῶν βρετανικῶν νήσων τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βρισκόντουσαν σὲ ἡμιάγρια κατάσταση. Ἡ ὅλη χώρα ἦταν τόσο βάρβαρη, ὥστε καὶ μετὰ πεντακόσια χρόνια, ὅταν ὁ πρῶτος ἀρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας Αὐγουστίνος στάλθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης γιὰ συνέχιση τῆς ἱεραποστολῆς, φοβήθηκε τόσο, ποὺ διέκοψε τὸ ταξίδι του στὸ μέσο καὶ γύρισε πίσω. Σ’ αὐτά, λοιπόν, τὰ νησιὰ τὰ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπολίτιστα στάλθηκε ὁ Κύπριος Ἀπόστολος νὰ κηρύξει καὶ νὰ ἱδρύσει τὴν πρώτη Ἐκκλησία. Κι ὁ Ἀριστόβουλος πῆγε.

Μὲ ὄπλα του τὴν φλογερὴ πίστη καὶ τὴν ἀπόλυτο ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό, σήκωσε τὸν σταυρὸ τοῦ καθήκοντος καὶ ἔτρεξε νὰ πειθαρχήσει στὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε.
Καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ σύντομα τάχθηκε στὴν πρώτη γραμμὴ τῶν μεγάλων πρωταγωνιστῶν καὶ ἀναμορφωτῶν τῆς σημερινῆς Μεγάλης Βρετανίας καὶ τῆς οἰκουμένης γενικά.

Μὲ ὁδηγὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἀπέκτησε ἀκολουθώντας τὸν πολυτάλαντο ἀρχηγό του, τὸν θεῖο Παῦλο, καὶ μὲ ἀπόλυτη πεποίθηση στὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι» (Ματθ. ι’ 28) ρίχτηκε μὲ ὅλη τὴν φλόγα τῆς ἀτρόμητης καρδιᾶς του στὸ ἔργο τῆς ἁλιείας καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Τὸ κήρυγμά του ἔχει ὡς θέμα τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.
Ὅσες φορὲς ἔρχονται στὴν μνήμη του τὰ λόγια τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν νυκτερινὸ ἐπισκέπτη τὸν Νικόδημο, «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἴνα πᾷς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ’ 16), τὰ μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Μιλάει καὶ κλαίει. Ἐλᾶτε λέει στοὺς πρώτους ἀκροατές του, στὸν Χριστό, γιὰ νὰ βρεῖτε κοντά του, ὅπως βρῆκα καὶ ἐγώ, τὴν εἰρήνη, τὴν εὐτυχία, τὴν χαρά. Μὲ καχυποψία καὶ ὕβρεις τὸν ὑποδέχονται οἱ ἡμιάγριοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι. Ὁ Ἀριστόβουλος ὅμως δὲν τὰ χάνει. Μὲ τὴν ψυχὴ δυναμωμένη ἀπὸ τὴν ἐκτενὴ προσευχὴ συνεχίζει μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὴν προσπάθειά του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἐνθαρρυντικό. «Οὐ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Ἐκεῖ ποὺ πληθύνθηκε ἡ ἁμαρτία, ἀφθονώτερη δόθηκε ἡ χάρη.

Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ ἦταν κήρυγμα «οὐκ ἐν πειθοὶς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως», (Α’ Κορ. β’ 4), ἦταν κήρυγμα δηλαδὴ ποὺ γινότανε ὄχι μὲ πιθανὰ καὶ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ ἦταν κήρυγμα ποὺ γινόταν μὲ ἀποδείξεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πειστικὲς γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν, καὶ μὲ δύναμη θεία, ὅπως φαινόταν ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ τὸ συνόδευαν, εἶχε τὸ θετικὸ καὶ εὐχάριστο ἀποτέλεσμα.

Σιγά – σιγὰ οἱ ψυχὲς μαλακώνουν καὶ τὰ πυργώματα τῆς ἀθεΐας καὶ εἰδωλολατρίας γκρεμίζονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἡ ἀλήθεια παρὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ δοκιμάζει ὁ ἱερὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου διαδίδεται σὲ ἀρκετὰ πρόσωπα.
Ὁ σπόρος τῆς εὐσέβειας, ποτισμένος μὲ τὰ δάκρυα τῆς εὐλαβοῦς καὶ κατανυκτικῆς προσευχῆς, φυτρώνει στὶς καρδιές. Γιὰ χρόνια ὁ ἱερὸς Ἀριστόβουλος ἀνάμεσα σὲ μύριες δυσκολίες καὶ ἐξευτελισμοὺς συνεχίζει μὲ αὐταπάρνηση καὶ παραδειγματικὸ ζῆλο τὸ ἔργο τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Στὸ τέλος ἡ μεγαλεπήβολη προσπάθειά του εἶχε πλούσια τὴν ἀμοιβή της. Ὅταν ἀπέθνῃσκε, ἄφησε πίσω του μία ἐκκλησία ὀλιγάριθμη μέν, ἀλλὰ ζωντανή.
Ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶχε μὲ τοὺς ὑπεράνθρωπους κόπους του ἐγκαθιδρυθεῖ στὶς ψυχές. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία μεταξὺ τῶν ἁγίων του ἑορτολογίου της ἔχει συμπεριλάβει καὶ τὸ τιμημένο ὄνομά του. Τελεῖ τὴν μνήμη του γιὰ νὰ εὐχαριστήσει καὶ νὰ ἀποδώσει μὲ τούτη τὴν πράξη της τὴν εὐγνωμοσύνη της σ’ ἐκεῖνον, ποὺ τῆς πρόσφερε ἕνα τόσο ζηλωτὴ καὶ φλογερὸ ἐργάτη. Ἕνα πνευματικὸ ἐργάτη, ποὺ μὲ τὴν βοήθειά του σὲ μιὰ ἐποχὴ τόσο δύσκολη ἔθεσε στὴν χώρα της τὰ θεμέλια τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Κύπριος, λοιπόν, ὁ πρῶτος ἀναμορφωτὴς τῆς σημερινῆς γηραιᾶς αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ ἀναφέρει καὶ ὁ γνωστὸς Ἄγγλος ἱστορικὸς Σὲρ Τζὼρζ Χὶλλ στὸ ἔργο του «Ἱστορία τῆς Κύπρου». Κύπριος ἐκήρυξε τὸν χριστιανισμό, ἀλλὰ καὶ Ἕλληνες Μικρασιάτες, ἱεραπόστολοι καὶ ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ Ποθεινὸς καὶ ὁ Εἰρηναῖος, μὲ κέντρο τὴν σημερινὴ Γαλλία, συνέχισαν κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ τὴν μετάδοση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ στοὺς βάρβαρους λαοὺς τῶν βρετανικῶν αὐτῶν νήσων. Κύπριος ἔσπειρε τὸν πρῶτο σπόρο καὶ Ἕλληνες συνέχισαν νὰ σπέρνουν καὶ νὰ καλλιεργοῦν.
Μιὰ ἀπορία ὅμως γεννᾶται στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν σημερινῶν κατοίκων τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀδελφῶν τους τῆς μάνας Ἑλλάδας.

Οἱ σημερινοὶ ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τῆς πλούσιας αὐτῆς χώρας ποὺ λέγεται Ἡνωμένο Βασίλειο γνωρίζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική τους ἱστορία τὴν προσφορὰ αὐτὴ τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν ἱεραποστόλων σ’ αὐτούς; Καὶ ἂν τὴν γνωρίζουν, στ’ ἀλήθεια δὲν θά ‘πρεπε καὶ ἡ συμπεριφορά τους πρὸς τὴν Κύπρο καὶ τὴν Ἑλλάδα γενικά, ποὺ τοὺς χάρισε τέτοιους πνευματικοὺς ἡγέτες καὶ ἀναμορφωτές, νὰ εἶναι διαφορετική;

Εὐχὴ καὶ προσευχή μας εἶναι, αὐτοὶ νὰ μὴ δοκιμάσουν ποτὲς τὴν πικρία ποὺ δοκίμασε ὁ μαρτυρικὸς λαός μας στὸν αἰῶνα ποὺ βαδίζουμε ἀπὸ τὴν ἀχάριστη συμπεριφορά τους πρὸς τὴ νῆσο μας καὶ τὴν μάνα μας Ἑλλάδα, τὴν μητέρα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει αἰώνιο κῦρος καὶ ἰσχύ, πρέπει πολὺ νὰ μᾶς συνέχει: «Ὁ ἀδικῶν κομιεῖται ὁ ἠδίκησε».
 
Ἅγιε ἀπόστολε Ἀριστόβουλε, κι ἐσὺ εὐλογημένε ἀδελφέ του, ἔνδοξε ἀπόστολε Βαρνάβα, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Δεήθητε τοῦ Κυρίου νὰ χαρίσει στὴν πατρίδα μας Κύπρο τὴν ἐλευθερία καὶ στὸν μαρτυρικὸ λαό μας τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινά. Στὴν μάνα Ἑλλάδα δὲ, τὸν φωτισμό, γιὰ νὰ συνεχίσει ἀπερίσπαστη στοὺς αἰῶνες τὸν ἀνάντη δρόμο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς της καὶ νὰ μένει παντοῦ καὶ πάντοτε γιὰ ὅλους φῶς Χριστοῦ καὶ φῶς τοῦ κόσμου. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.

30/10/11



Ὁ Ἅγιος Κλεόπας ὁ Ἀπόστολος ἐκ τῶν 70

Ὁ Κλεόπας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 70 μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸν διαβάζουμε στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον κδ’ 18 – 27: 

18 ποκριθες δ ες, νομα Κλεπας, επε πρς ατν· σ μνος παροικες ν ερουσαλμ κα οκ γνως τ γενμενα ν ατ ν τας μραις ταταις;
19 Κα επεν ατος· ποα; ο δ επον ατ· τ περ ησο το Ναζωραου, ς γνετο νρ προφτης δυνατς ν ργ κα λγ ναντον το Θεο κα παντς το λαο,
20 πως τε παρδωκαν ατν ο ρχιερες κα ο ρχοντες μν ες κρμα θαντου κα σταρωσαν ατν.
21 μες δ λπζομεν τι ατς στιν μλλων λυτροσθαι τν σραλ· λλ γε σν πσι τοτοις τρτην τατην μραν γει σμερον φ᾿ ο τατα γνετο.
22 λλ κα γυνακς τινες ξ μν ξστησαν μς γενμεναι ρθριαι π τ μνημεον,
23 κα μ εροσαι τ σμα ατο λθον λγουσαι κα πτασαν γγλων ωρακναι, ο λγουσιν ατν ζν.
24 Κα πλθν τινες τν σν μν π τ μνημεον, κα ερον οτω καθς κα α γυνακες επον, ατν δ οκ εδον.
25 Κα ατς επε πρς ατος· νητοι κα βραδες τ καρδίᾳ το πιστεειν π πσιν ος λλησαν ο προφται!
26 Οχ τατα δει παθεν τν Χριστν κα εσελθεν ες τν δξαν ατο;
27 Κα ρξμενος π Μωυσως κα π πντων τν προφητν διηρμνευεν ατος ν πσαις τας γραφας τ περ αυτο.
28 Κα γγισαν ες τν κμην ο πορεοντο, κα ατς προσεποιετο πορρωτρω πορεεσθαι·29 κα παρεβισαντο ατν λγοντες· μενον μεθ᾿ μν, τι πρς σπραν στ κα κκλικεν μρα. Κα εσλθε το μεναι σν ατος.

Ὁ Κλεόπας, ἔλαβε κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πέρασε τὴν ζωή του κοπιάζοντας γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνῶσιν ἔνθεον, εἰσδεδεγμένος, συναρίθμιος, τῶν τοῦ Σωτῆρος, Ἀποστόλων Ἑβδομήκοντα πέφηνας, καὶ εὐσεβείας τὴν χάριν ἐκήρυξας, τοῖς ἐν τῇ πλάνῃ Κλεόπα Ἀπόστολε. Ἀλλὰ πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ὡς θεῖος Μαθητής, καὶ Χριστοῦ ὑπηρέτης, δογμάτων εὐσεβῶν, ὑποφήτης ἐδείχθης, Κλεόπα Ἀπόστολε, Ἀποστόλων ὁμόσκηνε· μεθ’ ὧν πρέσβευε, τῷ Παντοκράτορι Λόγῳ, τοῖς αἰνοῦσί σε, λύσιν πταισμάτων δοθῆναι, καὶ χάριν καὶ ἔλεος.

Μεγαλυνάριον.
Μύστης τοῦ Σωτῆρος ἀναδείχθης, διέπρεψας κόσμῳ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής, Κλεόπα τρισμάκαρ, καὶ νῦν Ἀποστόλοις, τὰ ἔπαθλα κομίζῃ, τῶν παλαισμάτων σου.

Οἱ Ἅγιοι Ζηνόβιος καὶ Ζηνοβία τὰ ἀδέλφια

Κατάγονταν ἀπὸ τὶς Αἰγαὶς τῆς Κιλικίας καὶ ἦταν κληρονόμοι μεγάλης περιουσίας. Ὁ Ζηνόβιος εἶχε σπουδάσει ἰατρική, καὶ ὄχι μόνο πρόσφερε ἀφιλοκερδῶς τὶς ὑπηρεσίες του στοὺς πάσχοντες, ἀλλὰ ἐπιπλέον πλούσια μοίραζε ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ του σ’ αὐτούς. Μὲ τὴ συμπεριφορά του αὐτὴ στήριζε τοὺς χριστιανούς, καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἔφερε στὴ χριστιανικὴ πίστη.
Ὅταν πληροφορήθηκε αὐτὸ ὁ ἔπαρχος Λυσίας, ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν συνέλαβαν. Ὁ Ζηνόβιος μὲ παρρησία ὁμολόγησε ὅτι πράγματι εἶναι χριστιανός. Καὶ ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει γιὰ τὴ σωτηρία ψυχῶν καὶ τὴν δόξα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Λυσίας μὲ αὐστηρότητα τοῦ εἶπε ὅτι ἂν δὲν σταματήσει αὐτὸ ποὺ κάνει καὶ δὲν ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, θὰ μαρτυρήσει φρικτά. Ὁ Ζηνόβιος ἀπάντησε ὅτι τὰ μαρτύρια μποροῦν νὰ βλάψουν τὸ σῶμα του, ἀλλὰ τὴν ψυχή του ποτέ. Διότι λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Καὶ τὶς ὁ κακώσων ὑμᾶς, ἐὰν τοῦ ἀγαθοῦ μιμητοὶ γένησθε;». Ποιός, δηλαδή, θὰ μπορέσει νὰ σᾶς κάνει κακὸ καὶ νὰ σᾶς ἐπιφέρει πραγματικὴ βλάβη, ἂν γίνετε μιμητὲς καὶ ἀκόλουθοι τοῦ ἀγαθοῦ; Ὁ Λυσίας ἀμέσως διέταξε καὶ τὸν βασάνισαν.
Τότε παρενέβη ἡ ἀδελφή του Ζηνοβία καὶ ἤλεγξε τὸν Λυσία, ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι ἄνανδρο. Ἀλλὰ ὁ ἔπαρχος συνέλαβε καὶ αὐτήν, καὶ τελικὰ ἀποκεφάλισε καὶ τοὺς δυό.
(Κατ’ ἄλλη ἐκδοχὴ ὁ Ζηνόβιος μαρτύρησε ἐπὶ Διοκλητιανού. Γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τὸν Ζηνόδοτο καὶ τὴ Θέκλα, καὶ πώς, ὅταν μεγάλωσε ἔγινε ἐπίσκοπος Αἰγῶν, ἐπιτελώντας πολλὰ θαύματα).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι αὐτάδελφοι, ὁμονοοῦντες καλῶς, Ζηνόβιε ἔνδοξε, καὶ Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ἠθλήσατε· ὅθεν καὶ τῶν στεφάνων, τῶν ἀφθάρτων τυχόντες, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἅμα, ἐκλάμποντες τοῖς ἐν κόσμῳ, χάριν ἰάσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς τῆς φύσεως.
Τοὺς ἀληθείας Μάρτυρας, καὶ εὐσεβείας κήρυκας, τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τιμήσωμεν, ἐν θεοπνεύστοις ᾄσμασι, τὸν Ζηνόβιοv ἅμα, τῇ σοφῇ Ζηνοβίᾳ, ὁμοῦ βιώσαντας, καὶ διὰ μαρτυρίου τευξαμένους στέφος ἄφθαρτον.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ζηνόβιε μάκαρ, Ζηνοβία πανευκλεής, οἱ τὸν Θεὸν Λόγον, δοξάσαντες ἐν ἄθλοις, παρ’ οὗ και δοξασθέντες, ἡμῶν προΐστασθε.

Οἱ Ὅσιοι Στέφανος, Θεόκτιστος καὶ Ἑλένη

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τοὺς Ὁσίους Στέφανο Μιλιούτιν, Θεόκτιστο τὸν ἀδελφό του καὶ Ἑλένη τὴν μητέρα αὐτῶν.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ὁσίων.

Οἱ Ἅγιοι Τέρτιος, Μᾶρκος, Ἰοῦστος (ἢ Ἰησοῦς) καὶ Ἀρτεμᾶς οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70

Ὁ Τέρτιος ἔγινε δεύτερος ἐπίσκοπος Ἰκονίου μετὰ τὸν Σωσίπατρο. Ἔγραψε δὲ καὶ τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καθὼς ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ (Ρωμ. ιστ’ 22).
Ὁ Μᾶρκος, ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδας καὶ μὲ τὸ Εὐαγγελικό του κήρυγμα ἐξολόθρευσε τὸ σέβας τῶν εἰδώλων. (Κολασ. δ’ 10).
Ὁ Ἰοῦστος ἔγινε ἐπίσκοπος Ἐλευθερουπόλεως καὶ μὲ τὰ λόγια του καὶ τὰ θαύματά του, εἵλκυσε στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοὺς ἐκεῖ ἀπίστους.
Καὶ ὁ Ἀρτεμᾶς ἔγινε ἐπίσκοπος στὰ Λύστρα, καὶ σὰν δόκιμος ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ διέλυσε στὸν τόπο αὐτὸν τὴν πλάνη τῶν δαιμόνων.

29/10/11

φωτογραφίες από την Θ. Λειτουργία της αγρυπνίας στην αγ. Παρασκευή Φλώρινας την 28η προς 29η Οκτωβρίου

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Ρωμαία, ἡ Ὁσιομάρτυς


Ἡ Ὅσια Ἀναστασία ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ὅταν πέθαναν οἱ πλούσιοι γονεῖς της, διαμοίρασε τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι.

Ὅταν τὴν συνέλαβε ὁ ἡγεμόνας Πρόβος, ὑπενθύμισε στὴν Ἀναστασία τὴν ἀνθηρὴ νεότητά της, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Τότε, δυναμικὴ ὑπῆρξε ἡ ἀπάντηση τῆς Ἀναστασίας: «Ἐγώ, εἶπε, μία ὡραιότητα καὶ νεότητα γνωρίζω, ἐκείνη ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς στὶς πιστὲς καὶ γενναῖες ψυχές, ποὺ προτιμοῦν γι’ Αὐτὸν τὸν θάνατο ἀντὶ ἄλλων ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, ὅταν αὐτὰ προτείνονται γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Θεοῦ τους. Πλούτη εἶχα ἄφθονα. Δὲν τὰ θέλησα. Ἀλλὰ τὸν Χριστό μου τὸν θέλω καὶ ἀπ’ Αὐτὸν καμία δύναμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ μὲ χωρίσει. Ἂν ἀμφιβάλλεις, δοκίμασε».

Ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ὁ Πρόβος, τὴν μαστίγωσε στὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἅπλωσε σὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Ἔπειτα, τὴν κρέμασε καὶ τῆς ἔσκισε τὸ σῶμα. Μετὰ ἔκοψε τοὺς μαστούς της, ξερίζωσε τὰ νύχια της καὶ τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι, ἡ Ἀναστασία πῆρε τὸν ἁμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα, ὥσπερ παρθένος σεμνή, ἀθλήσεως αἵμασι, τὴν τῆς ἁγνείας στολήν, ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν Ἀναστασία, ὡς Ὁσία καὶ Μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτεις τῷ κόσμῳ, πρεσβεύουσα τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας νάμασι, καθηγνισμένη Ὁσία, μαρτυρίου αἵμασι, Αvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν, ἐκ καρδίας· ἰσχὺν γὰρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύων, χάριν ἀέναοv.


Μεγαλυνάριον.
Ἔφυς ὥσπερ ῥόδον πανευθαλές, ἐν δικαιοσύνης, τοῖς λειμῶσιν ἀσκητικῶς, καὶ ὀσμὴν χαρίτων, ἀθλητικῶς ἐκπέμπεις, σεμνὴ Ἀναστασία, τοῖς σὲ γεραίρουσι.