31/10/15

ομιλία στον εσπερινό των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού των εν Ασία

Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, και Νάρκισσος οι Απόστολοι εκ των 70

Και  οι πέντε άνηκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου. Και όλοι τους υπήρξαν  «Χριστού ευωδία τω Θεώ εν τοις σωζομένοις». Δηλαδή ευωδία Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σῳζόμενων που άκουγαν απ’ αυτούς το σωτήριο  μήνυμα  του  Ευαγγελίου.
Ο Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό  κήρυγμα,  ειρηνικά  αναπαύθηκε  εν  Κυρίω.
Ο  Απελλής  έγινε  επίσκοπος  Ηράκλειας  και  πολλούς  έφερε  στην  χριστιανική  πίστη.
Ο  Αμπλίας   έγινε  επίσκοπος  Οδυσουπόλεως  και  ο  Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή  και  οι  δυο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.
Ο  Νάρκισσος  χειροτονήθηκε  επίσκοπος  Αθηνών. Η  αλήθεια,  όμως,  του  Ευαγγελίου, την  οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν  και  να  παραδώσει  την  ψυχή  του  μαρτυρικά.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.


Μεγαλυνάριον.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.


Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος ὁ Ἀπόστολος

Στην  ιστορική  διαδρομή  των  αιώνων  πολλοί  παρουσιάσθηκαν  ως  πηγές  γνώσεως και  αναμορφωτές  της  ανθρωπότητας. Μερικοί  από  αυτούς  κάτι  πρόσφεραν  φυσικά. Ψίχουλα βέβαια  και  αυτά  ανακατεμένα  μ’ ένα  σωρό  από  πλάνες  και  ανακρίβειες. Οι  άλλοι, οι περισσότεροι, πρόσφεραν μόνο το ψέμα και την πλάνη και τις δεισιδαιμονίες, που βύθιζαν σε πιο βαθύ σκοτάδι τους  ανθρώπους.  Ύστερα  από  τον Κύριο  αληθινοί  διδάσκαλοι  που  αγωνίστηκαν  και  μπόρεσαν να διαλύσουν  την πλάνη της ειδωλολατρίας και της ψευδοφιλοσοφίας  και  να  σκορπίσουν  το  φως  της αληθείας γύρω τους, υπήρξαν  οι  μαθητές  του  Χριστού, οι  Απόστολοι.  Αυτοί  με  τους κόπους  και  την θυσία τους έγιναν οι θεμελιωτές του νέου πολιτισμού, του χριστιανικού.
Εκτός από τους δώδεκα Αποστόλους, οι οποίοι επί τρία ολόκληρα χρόνια παρακολούθησαν τον Κύριο στις πόλεις και τα χωριά της Παλαιστίνης  και  υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του έργου, της διδασκαλίας και των θαυμάτων Αυτού, στα ιερά Ευαγγέλια  γίνεται  λόγος  και  για  εβδομήκοντα  άλλους  Αποστόλους. Τους  διάλεξε και  αυτούς  ο  Κύριος  από  τα πλήθη  που  παρακολουθούσαν το  κήρυγμά του.  Γι’ αυτούς  μας  ομιλεί  ο  Ευαγγελιστής  Λουκάς  και  μας  λέγει: «Μετά  δε  ταύτα ανέδειξεν ο  Κύριος και ετέρους εβδομήκοντα, και απέστειλεν αυτούς ανά δύο προ προσώπου  αυτού  εις  πάσαν  πόλιν  και  τόπον, ου  ήμελλεν  αυτός  έρχεσθαι» (Λουκ. γ’ 1). Και  δεν περιορίζεται ο  ευαγγελιστής  να  μας  αναφέρει  μονάχα  την  ανάδειξή τους, αλλά προσθέτει πως αυτούς ο Κύριος τους έστειλε δύο – δύο μαζί να προπορευθούν  από  Αυτόν σε κάθε πόλη  και  τόπο, όπου επρόκειτο  να πάει. Τους έστειλε  για να προπαρασκευάσουν τρόπον τινά το  έδαφος. Να προετοιμάσουν τις καρδιές  να  υποδεχθούν  και  να  ακούσουν  τον  Κύριο.
Και  οι  Απόστολοι  πήγαν και  γύρισαν  χαρούμενοι.  «Υπέστρεψαν  δε  οι  εβδομήκοντα μετά  χαράς  λέγοντες. Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματί σου» (Λουκ. ι’ 17). Ευλογημένα τα αποτελέσματα της αποστολής. Κύριε, και  αυτά  τα δαιμόνια, σαν  αναφέρουμε το  όνομά  σου,  φεύγουν  και  αφήνουν  ελεύθερα τα θύματά τους. Στα λόγια των μαθητών ανάλογος είναι  και  η  απάντηση  του  Κυρίου. Παιδιά μου, τους  είπε:  «Πλην  εν  τούτω  μη  χαίρετε,  ότι  τα πνεύματα υμίν υποτάσσεται χαίρετε δε, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς» (Λουκ. α’ 21). Ωραία αυτά  που  λέτε, απήντησε ο  Κύριος. Πλην, μη χαίρετε για τούτο. Δηλαδή  μη χαίρετε ότι τα πονηρά πνεύματα υποτάσσονται σε σας. Να χαίρετε κυρίως και να ευφραίνεσθε,  γιατί  τα  ονόματά σας έχουν γραφεί  στον ουρανό, στη  βασιλεία  του Θεού.
Ένας  από  τους εβδομήκοντα αυτούς  Αποστόλους, για τους  οποίους  μιλήσαμε  πιο πάνω, είναι  κι  ο  Άγιος  Αριστόβουλος, αδελφός  του  Αποστόλου  Βαρνάβα,  που  είναι ο  ιδρυτής και προστάτης της Εκκλησίας της Κύπρου. Για τον Απόστολο αυτό θα αφιερώσουμε  τις  ολίγες  γραμμές, που  ακολουθούν.
Και  πρώτα – πρώτα  το  όνομά του. Όνομα  Ελληνικό,  μας  δείχνει  πόσο  ο  Ελληνικός πολιτισμός του νησιού μας είχε επηρεάσει και αυτούς τους Ιουδαίους που είχαν εγκατασταθεί  από  νωρίς  στην  Κύπρο.  Αριστόβουλος σημαίνει αυτός που συμβουλεύει  τα  χρήσιμα.  Αυτός  που  συμβουλεύει  τα  άριστα.
Για  την  παιδική  και  νεανική  ηλικία  του Αποστόλου δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τίποτα. Το μόνο  που γνωρίζουμε γι’ αυτόν  είναι,  πως  από  νωρίς  υπήρξε  ένας  από τους  ακολούθους  του  μεγάλου Αποστόλου Παύλου. Κοντά  στον φλογερό  αυτόν εργάτη του  Ευαγγελίου, που  ως  σύνθημα  της  ζωής του είχε τα λόγια του  «ζω  δε ουκέτι εγώ, ζει  δε εν εμοί  Χριστός» (Γαλ. β’ 20), μαθήτευσε αρκετό  καιρό  ο  ιερός Αριστόβουλος. Το  σύνθημα  ζωής  του  θείου  Παύλου, που  αναφέραμε,  έγινε  και  δικό του  σύνθημα.
Οδηγημένος από το προσκλητήριο διάγγελμα του Κυρίου  «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» έσπευσε με χαρά του να ακολουθήσει τον Απόστολο, για ένα πράγμα μονάχα ενδιαφερόμενος και για ένα πράγμα και μόνο φροντίζοντας: Πως να αρέσει στον Χριστό.  «Παραδοθείς τη  χάριτι  του  Θεού» (Πραξ. ιε’ 40),  όπως  λέγει ο  Λουκάς, δηλαδή, αφού  εμπιστεύθηκε  τον  εαυτό  του  εξ ολοκλήρου στην πρόνοια και προστασία του Θεού, επέδειξε από την πρώτη στιγμή ζήλο φλογερό  και σύνεση εξαιρετική, ώστε πολύ δίκαια να μπορεί και  αυτός να επαναλαμβάνει μαζί με τον δάσκαλό  του  το  σύνθημά  του. Δεν  ζω  πια  εγώ.  Μέσα  μου  ζει  μόνο  ο  Χριστός.
Πολλές  δυσχέρειες  αντιμετώπισε  ο  Αριστόβουλος  στις  διάφορες  περιοδείες  του  με τον ακαταπόνητο αρχηγό του και πολλούς κινδύνους. Απτόητος όμως παρέμεινε παντού  και  πάντοτε,  ώστε  ο  θείος  Παύλος  εκτιμώντας  τα  χαρίσματά  του, διδακτικά  και  διοικητικά, αλλά  και  τον  γνήσιο  ζήλο  του,  να  τον  αναφέρει  στην προς  Ρωμαίους  επιστολή του μεταξύ εκείνων προς τους οικείους του οποίου αποστέλλει ασπασμούς. Αργότερα μάλιστα τον χειροτονεί επίσκοπο και τον αποστέλλει  στις  Βρετανικές  νήσους  για  το  κήρυγμα  του  Ευαγγελίου.
Μεγάλο  το  φορτίο  που του ανατέθηκε. Πολλές οι ευθύνες και πιο πολλές, απεριόριστες  θα μπορούσαμε να πούμε, οι  δυσκολίες  και  οι  κίνδυνοι. Οι  κάτοικοι  των σημερινών βρετανικών νήσων την εποχή εκείνη βρισκόντουσαν σε ημιάγρια κατάσταση. Η  όλη  χώρα  ήταν  τόσο  βάρβαρη,  ώστε  και  μετά  πεντακόσια  χρόνια, όταν ο πρώτος αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας Αυγουστίνος στάλθηκε εκεί από την εκκλησία  της  Ρώμης  για  συνέχιση  της  ιεραποστολής,  φοβήθηκε τόσο, που  διέκοψε το ταξίδι του στο  μέσο και γύρισε πίσω. Σ’ αυτά, λοιπόν, τα νησιά τα εξ ολοκλήρου απολίτιστα στάλθηκε ο Κύπριος Απόστολος να κηρύξει και να ιδρύσει την πρώτη Εκκλησία.  Κι  ο  Αριστόβουλος  πήγε.
Με όπλα  του  την  φλογερή  πίστη  και  την  απόλυτο εμπιστοσύνη του στον  Θεό, σήκωσε  τον  σταυρό  του  καθήκοντος  και  έτρεξε να πειθαρχήσει στην υψηλή αποστολή  που  του  ανατέθηκε.
Και με την χάρη του Θεού σύντομα τάχθηκε στην πρώτη γραμμή των μεγάλων πρωταγωνιστών και αναμορφωτών της σημερινής Μεγάλης Βρετανίας και της οικουμένης  γενικά.
Με  οδηγό  την εμπειρία  που  απέκτησε  ακολουθώντας  τον  πολυτάλαντο  αρχηγό  του, τον θείο  Παύλο,  και  με απόλυτη πεποίθηση  στα  λόγια  του  Κυρίου,  «μη φοβηθήτε από  των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι»(Ματθ. ι’ 28) ρίχτηκε  με  όλη την  φλόγα της  ατρόμητης  καρδιάς  του  στο έργο της αλιείας και  της σωτηρίας των ψυχών. Το κήρυγμά του έχει ως θέμα την απέραντη  αγάπη  του  Θεού  στον  άνθρωπο.
Όσες φορές έρχονται στην μνήμη του τα λόγια του Κυρίου προς τον νυκτερινό επισκέπτη  τον Νικόδημο,  «ούτω γαρ ηγάπησεν ο  Θεός  τον  κόσμον,  ώστε  τον υιόν αυτού τον μονογενή  έδωκεν, ίνα πας ο  πιστεύων  εις  αυτόν  μη  απόληται,  αλλ' έχῃ  ζωήν αιώνιον» (Ἰωάν. γ’ 16), τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Μιλάει  και  κλαίει. Ελάτε  λέει στους  πρώτους  ακροατές του, στον  Χριστό, για να βρείτε  κοντά  του,  όπως  βρήκα  και εγώ, την ειρήνη, την ευτυχία, την χαρά. Με καχυποψία και  ύβρεις  τον  υποδέχονται  οι ημιάγριοι εκείνοι άνθρωποι. Ο Αριστόβουλος όμως δεν τα χάνει. Με την ψυχή δυναμωμένη από την εκτενή προσευχή συνεχίζει με υπομονή και καρτερία την προσπάθειά του. Και το αποτέλεσμα ενθαρρυντικό. «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Εκεί  που  πληθύνθηκε  η  αμαρτία,  αφθονώτερη  δόθηκε  η  χάρη.
Το κήρυγμα του Αποστόλου, που ήταν κήρυγμα  «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει  Πνεύματος και δυνάμεως», (Α’ Κορ. β’ 4), ήταν κήρυγμα δηλαδή  που  γινότανε όχι με πιθανά και  συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά  ήταν  κήρυγμα  που  γινόταν με αποδείξεις του  Αγίου  Πνεύματος,  πειστικές  για τις  ψυχές  των  ακροατών,  και  με δύναμη θεία, όπως φαινόταν από τα μεγάλα θαύματα  που  το  συνόδευαν, είχε  το  θετικό  και  ευχάριστο  αποτέλεσμα.
Σιγά – σιγά  οι  ψυχές  μαλακώνουν  και  τα  πυργώματα  της  αθεΐας  και ειδωλολατρίας  γκρεμίζονται  το  ένα  μετά  το  άλλο. Η  αλήθεια  παρά  τους  διωγμούς που  δοκιμάζει  ο  ιερός  εργάτης  του  Ευαγγελίου  διαδίδεται  σε  αρκετά  πρόσωπα.
Ο  σπόρος της ευσέβειας, ποτισμένος με τα δάκρυα της ευλαβούς και  κατανυκτικής προσευχής,  φυτρώνει  στις καρδιές. Για χρόνια ο ιερός Αριστόβουλος ανάμεσα  σε μύριες δυσκολίες και εξευτελισμούς συνεχίζει με αυταπάρνηση και παραδειγματικό ζήλο  το  έργο  της  σποράς  του λόγου του Θεού. Στο  τέλος η μεγαλεπήβολη προσπάθειά του είχε πλούσια την αμοιβή της. Όταν  απέθνῃσκε, άφησε  πίσω  του  μία εκκλησία  ολιγάριθμη  μεν,  αλλά  ζωντανή.
Η  χριστιανική  πίστη  είχε με τους υπεράνθρωπους  κόπους του εγκαθιδρυθεί στις ψυχές. Γι’ αυτόν  τον  λόγο  η Αγγλικανική Εκκλησία μεταξύ των αγίων του εορτολογίου  της  έχει  συμπεριλάβει  και  το  τιμημένο  όνομά του.  Τελεί  την  μνήμη του  για  να  ευχαριστήσει  και  να  αποδώσει  με τούτη  την πράξη  της την ευγνωμοσύνη  της  σ’ εκείνον, που  της  πρόσφερε  ένα τόσο ζηλωτή και  φλογερό εργάτη. Ένα  πνευματικό  εργάτη, που  με  την  βοήθειά  του  σε μια εποχή τόσο δύσκολη  έθεσε  στην  χώρα  της  τα  θεμέλια  του  χριστιανικού  πολιτισμού.
Κύπριος, λοιπόν, ο πρώτος  αναμορφωτής  της  σημερινής  γηραιάς  αυτοκρατορίας. Αυτό  αναφέρει  και  ο  γνωστός Άγγλος  ιστορικός  Σερ Τζώρζ  Χὶλλ  στο  έργο  του «Ιστορία της Κύπρου». Κύπριος εκήρυξε τον χριστιανισμό, αλλά και  Έλληνες Μικρασιάτες,  ιεραπόστολοι  και  επίσκοποι,  όπως ο  Ποθεινός  και  ο  Ειρηναίος,  με κέντρο  την  σημερινή  Γαλλία,  συνέχισαν  κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού την μετάδοση της αλήθειας του  Χριστού  στους  βάρβαρους  λαούς  των βρετανικών  αυτών  νήσων. Κύπριος  έσπειρε  τον  πρώτο  σπόρο και  Έλληνες συνέχισαν  να  σπέρνουν  και  να  καλλιεργούν.
Μια  απορία  όμως  γεννάται  στις  ψυχές όλων των σημερινών κατοίκων της μαρτυρικής  Κύπρου, αλλά  και  των  αδελφών  τους  της  μάνας  Ελλάδας.
Οι  σημερινοί  άρχοντες  και  ο  λαός  της  πλούσιας  αυτής  χώρας που λέγεται  Ηνωμένο  Βασίλειο  γνωρίζουν  από την εκκλησιαστική τους ιστορία  την  προσφορά αυτή  των  Ελλήνων  χριστιανών  ιεραποστόλων  σ’ αυτούς;  Και  άν την  γνωρίζουν, στ’ αλήθεια  δεν θα ‘πρεπε και  η  συμπεριφορά τους προς την Κύπρο  και  την Ελλάδα γενικά, που  τους χάρισε τέτοιους πνευματικούς ηγέτες και αναμορφωτές, να είναι διαφορετική;

Ευχή  και  προσευχή μας είναι, αυτοί  να μη  δοκιμάσουν  ποτέ  την  πικρία που δοκίμασε ο μαρτυρικός λαός της Κύπρου  καὶ  να  μην   βαδίζουμε  ποτέ  σύμφωνα μὲ τὴν αχάριστη  συμπεριφορά τους  προς τη Κύπρο  και την μάνα μας  Ελλάδα, την μητέρα  του  ελληνοχριστιανικού  πολιτισμού.
Όμως ο λόγος του Κυρίου, που  έχει αιώνιο κύρος και ισχύ, πρέπει πολύ να μας συνέχει:  «Ο  αδικών  κομιείται  ό  ηδίκησε».
Άγιε  απόστολε Αριστόβουλε, κι εσύ ευλογημένε αδελφέ του, ένδοξε απόστολε Βαρνάβα, πρεσβεύσατε υπέρ ημών των αμαρτωλών. Δεήθητε του Κυρίου να χαρίσει στην  Κύπρο την ελευθερία και στον μαρτυρικό λαό της την λύτρωση  από  τα δεινά. Στην μάνα Ελλάδα  δε, τον φωτισμό, για να  συνεχίσει  απερίσπαστη  στους  αιώνες  τον ανάντη  δρόμο  της  υψηλής  αποστολής  της  και  να μένει παντού  και  πάντοτε για όλους  φως  Χριστού  και  φως  του  κόσμου.  Αμήν.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελῳδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν Ἀμπλίαν Ἀπελλῆν σὺν Ναρκίσσῳ Οὐρβανόν, καὶ Ἀριστόβουλον ἅμα· ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερὰ κειμήλια, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης αὐγάσματα, χρεωστικῶς ὑμνήσωμεν, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους, Ἀπελλῆν Οὐρβανόν τε καὶ Ἀριστόβουλον, Ἀμπλίαν Νάρκισσον καὶ Στάχυν, οὓς ἡ χάρις συνήγαγε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.


Μεγαλυνάριον.
Δῆμος Ἀποστόλων θεοφεγγής, Νάρκισσος Ἀμπλίας, Ἀριστόβουλος Οὐρβανός, Ἀπελλῆς καὶ Στάχυς, ἀνέτειλαν ὡς ἄστρα· δεῦτε οὖν καὶ θαλφθῶμεν, τούτων τῇ χάριτι.


30/10/15

Ο Άγιος Κλεόπας ο Απόστολος εκ των 70

O  Κλεόπας  ήταν  ένας  από  τους  70  μαθητές  του  Κυρίου. Γι’ αυτόν  διαβάζουμε  στο κατά  Λουκάν  Ευαγγέλιον  κδ’ 18 – 27: 

18 Αποκριθείς δε  ο  είς,  ώ  όνομα Κλεόπας,  είπε προς αυτόν·  συ  μόνος παροικείς εν  Ιερουσαλήμ  και  ουκ  έγνως  τα  γενόμενα  εν  αυτή  εν  ταις ημέραις  ταύταις;
19 Και  είπεν  αυτοίς·  ποία; Οι  δε  είπον αυτώ·  τα  περί   Ιησού  του Ναζωραίου,  ός  εγένετο  ανήρ προφήτης δυνατός  εν  έργῳ  και  λόγῳ εναντίον του  Θεού  και  παντός του  λαού,
20 όπως τε παρέδωκαν αυτόν οι  αρχιερείς και  οι  άρχοντες  ημών εις κρίμα  θανάτου και  εσταύρωσαν  αυτόν.
21  Ημείς δε  ηλπίζομεν  ότι  αυτός  εστιν  ο  μέλλων  λυτρούσθαι  τον  Ισραήλ·  αλλά  γε συν  πάσι  τούτοις  τρίτην  ταύτην  ημέραν  άγει  σήμερον αφ᾿ ού  ταύτα  εγένετο.
22 Αλλά  και  γυναίκες τινες  εξ  ημών  εξέστησαν  ημάς γενόμεναι όρθριαι  επί  το  μνημείον,
23 και  μη  ευρούσαι το  σώμα αυτού  ήλθον  λέγουσαι  και  οπτασίαν  αγγέλων  εωρακέναι, οί  λέγουσιν  αυτόν  ζην.
24 Και  απήλθον  τινες των συν  ημίν  επί  το  μνημείον, και  εύρον ούτω καθώς και  αι  γυναίκες  είπον,  αυτόν δε ουκ  είδον.
25 Και  αυτός είπε προς  αυτούς· ω  ανόητοι  και  βραδείς  τη  καρδίᾳ  του πιστεύειν  επί  πάσιν  οίς  ελάλησαν  οι  προφήται!
26 Ουχί  ταύτα  έδει  παθείν  τον Χριστόν  και  εισελθείν  εις  την  δόξαν  αυτού;
27 Και  αρξάμενος  από  Μωυσέως  και  από  πάντων  των  προφητών διηρμήνευεν αυτοίς  εν  πάσαις  ταις  γραφαίς  τα περί  εαυτού.
28 Και  ήγγισαν εις την κώμην ού  επορεύοντο, και  αυτός προσεποιείτο πορρωτέρω πορεύεσθαι·
29 και  παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες· μείνον μεθ᾿ ημών, ότι προς εσπέραν  εστί  και  κέκλικεν  η  ημέρα.  Και  εισήλθε  του  μείναι  συν  αυτοίς.

Ο  Κλεόπας, έλαβε κατά την ημέρα της Πεντηκοστής τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος  και  πέρασε  την  ζωή  του  κοπιάζοντας  για  το  Ευαγγέλιο.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.          
Γνῶσιν ἔνθεον, εἰσδεδεγμένος, συναρίθμιος, τῶν τοῦ Σωτῆρος, Ἀποστόλων Ἑβδομήκοντα πέφηνας, καὶ εὐσεβείας τὴν χάριν ἐκήρυξας, τοῖς ἐν τῇ πλάνῃ Κλεόπα Ἀπόστολε. Ἀλλὰ πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.       
Ὡς θεῖος Μαθητής, καὶ Χριστοῦ ὑπηρέτης, δογμάτων εὐσεβῶν, ὑποφήτης ἐδείχθης, Κλεόπα Ἀπόστολε, Ἀποστόλων ὁμόσκηνε· μεθ’ ὧν πρέσβευε, τῷ Παντοκράτορι Λόγῳ, τοῖς αἰνοῦσί σε, λύσιν πταισμάτων δοθῆναι, καὶ χάριν καὶ ἔλεος.


Μεγαλυνάριον.
Μύστης τοῦ Σωτῆρος ἀναδείχθης, διέπρεψας κόσμῳ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής, Κλεόπα τρισμάκαρ, καὶ νῦν Ἀποστόλοις, τὰ ἔπαθλα κομίζῃ, τῶν παλαισμάτων σου.

Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία τα αδέλφια

Κατάγονταν  από  τις  Αιγαίς  της  Κιλικίας  και  ήταν  κληρονόμοι  μεγάλης  περιουσίας.  Ο  Ζηνόβιος  είχε  σπουδάσει  ιατρική,  και  όχι μόνο πρόσφερε αφιλοκερδώς  τις  υπηρεσίες  του  στους  πάσχοντες, αλλά  επιπλέον  πλούσια  μοίραζε από  τα  αγαθά  του  σ’ αυτούς. Με τη  συμπεριφορά  του  αυτή  στήριζε τους χριστιανούς, και  πολλούς  ειδωλολάτρες  έφερε  στη  χριστιανική  πίστη.
Όταν  πληροφορήθηκε  αυτό  ο  έπαρχος  Λυσίας,  έδωσε  διαταγή  και  τον  συνέλαβαν. Ο  Ζηνόβιος  με παρρησία  ομολόγησε  ότι  πράγματι  είναι  χριστιανός.  Και  ό,τι  κάνει, το  κάνει για τη  σωτηρία ψυχών και  την δόξα του αληθινού Θεού. Ο Λυσίας με αυστηρότητα του είπε ότι άν δεν σταματήσει αυτό που κάνει και  δεν αρνηθεί τον Χριστό, θα μαρτυρήσει φρικτά. Ο Ζηνόβιος απάντησε ότι τα μαρτύρια μπορούν να βλάψουν  το  σώμα  του,  αλλά  την  ψυχή  του  ποτέ. Διότι  λέει  ο  λόγος  του  Θεού:  «Και  τις  ο κακώσων υμάς, εάν του αγαθού μιμητοί γένησθε;». Ποιός, δηλαδή, θα μπορέσει  να  σας  κάνει κακό  και  να σας επιφέρει πραγματική  βλάβη,  άν γίνετε μιμητές  και  ακόλουθοι  του  αγαθού;  Ο  Λυσίας  αμέσως  διέταξε  και  τον  βασάνισαν.
Τότε παρενέβη  η  αδελφή του Ζηνοβία  και  ήλεγξε  τον  Λυσία,  ότι  αυτό  που  κάνει είναι  άνανδρο.  Αλλά  ο  ἐπαρχος  συνέλαβε  και  αυτήν,  και  τελικά  αποκεφάλισε  και τους δυό.          
(Κατ’ άλλη εκδοχή ο Ζηνόβιος μαρτύρησε επί Διοκλητιανού. Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς τον Ζηνόδοτο  και  τη  Θέκλα,  και πώς, όταν μεγάλωσε έγινε επίσκοπος Αιγών, επιτελώντας  πολλά  θαύματα).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.            
Ὡς θεῖοι αὐτάδελφοι, ὁμονοοῦντες καλῶς, Ζηνόβιε ἔνδοξε, καὶ Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ἠθλήσατε· ὅθεν καὶ τῶν στεφάνων, τῶν ἀφθάρτων τυχόντες, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἅμα, ἐκλάμποντες τοῖς ἐν κόσμῳ, χάριν ἰάσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς τῆς φύσεως.           
Τοὺς ἀληθείας Μάρτυρας, καὶ εὐσεβείας κήρυκας, τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τιμήσωμεν, ἐν θεοπνεύστοις ᾄσμασι, τὸν Ζηνόβιοv ἅμα, τῇ σοφῇ Ζηνοβίᾳ, ὁμοῦ βιώσαντας, καὶ διὰ μαρτυρίου τευξαμένους στέφος ἄφθαρτον.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ζηνόβιε μάκαρ, Ζηνοβία πανευκλεής, οἱ τὸν Θεὸν Λόγον, δοξάσαντες ἐν ἄθλοις, παρ’ οὗ και δοξασθέντες, ἡμῶν προΐστασθε.

Οι Όσιοι Στέφανος, Θεόκτιστος και Ελένη

Σήμερα  η  Εκκλησία  μας  τιμά  τους  Οσίους  Στέφανο  Μιλιούτιν,  Θεόκτιστο  τον  αδελφό  του και  Ελένη  την  μητέρα  αυτών.         
Δεν  έχουμε  λεπτομέρειες  για  τον  βίο  των  Οσίων.

Οι Άγιοι Τέρτιος, Μάρκος, Ιούστος (ή Ιησούς) και Αρτεμάς οι Απόστολοι εκ των 70

O  Τέρτιος  έγινε  δεύτερος  επίσκοπος  Ικονίου  μετά  τον  Σωσίπατρο. Ἐγραψε  δε  και την  προς  Ρωμαίους  Επιστολή  του  Αποστόλου  Παύλου, καθώς  ο  ίδιος  μαρτυρεί  (Ρωμ. ιστ’ 22).
Ο  Μάρκος,  ανεψιός του Βαρνάβα, έγινε επίσκοπος Απολλωνιάδας και με το Ευαγγελικό  του  κήρυγμα  εξολόθρευσε  το  σέβας  των  ειδώλων.  (Κολασ. δ’ 10).

Ο  Ιούστος  έγινε  επίσκοπος  Ελευθερουπόλεως  και  με  τα  λόγια  του  και  τα  θαύματά του, είλκυσε στην αλήθεια του Ευαγγελίου τους εκεί απίστους.
Και  ο  Αρτεμάς  έγινε  επίσκοπος  στα  Λύστρα,  και  σαν  δόκιμος  υπηρέτης  του Χριστού  διέλυσε  στον  τόπο  αυτόν  την  πλάνη  των  δαιμόνων.

29/10/15

ομιλία στην ΣΤ΄Κυριακή του Λουκά, που έγινε στο χωριό Λαιμός Πρεσπών

ομιλία στην εορτή του Αγίου Δημητρίου

ομιλία της αγίας Σκέπης που έγινε στο χωριό Μελίτη Φλώρινας στις 28 Οκτωβρίου 2015

Ο Άγιος Αρέθας ο Μεγαλομάρτυρας και οι συν αυτώ

Έζησε τον  6ο  αιώνα  μ.Χ.  και  ήταν  ένας  από  τους  προύχοντες  της  πόλης  Νέγρας στην   Αιθιοπία. Όταν  ασπάσθηκε το  χριστιανισμό, διακρινόταν  για  την  ευσέβεια  και τις πολλές του αγαθοεργίες. Κοντά του μαζεύτηκε ένας όμιλος από άνδρες και γυναίκες, που  καθημερινό  τους  έργο  είχαν  την  διδασκαλία  του  θείου  λόγου.
Η πρόοδος αυτή  του  Ευαγγελίου  στην  Εκκλησία  της  Νέγρας,  εξήγειρε  το  φανατισμό των ειδωλολατρών, και συνέλαβαν τον Αρέθα με τους συνεργάτες του. Ο Αρέθας ήταν τότε γέροντας. Οι εχθροί  της  πίστης  του  συνέστησαν  να  λυπηθεί  τα γεράματά του και να απαρνηθεί τον Χριστό. Τότε ο Αρέθας έδωσε γενναία απάντηση: «Στην διάρκεια της  ζωής μου, είπε, διέπραξα  πολλά  αμαρτήματα. Ο  Ιησούς  Χριστός  με καθάρισε  απ’ αυτά  δια της θυσίας Του και με την πίστη μου προς Αυτόν. Και  από άνθρωπο απώλειας με έκανε κληρονόμο του ανεσπέρου φωτός και  της  αιώνιας ζωής. Τώρα μου προσφέρει και  άλλη  τιμή. Μου  δίνει  την ευκαιρία, από την σάρκα ενός γέροντα  να προβάλει αθλητής, αποδεικνύοντας ότι η ισχύς και η ελευθερία του πνεύματος μπορούν να καταφρονήσουν κάθε άνομη απειλή  και  βία και να καταισχύνουν τους δυνατούς της γης».         
Η  απάντηση αυτή εξαγρίωσε περισσότερο τους δήμιούς του, που αμέσως αποκεφάλισαν  τον  Αρέθα  με  τους  συνεργάτες του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐσεβείᾳ ἐμπρέπων τῇ ἀθλήσει δεδόξασαι, τὴν τῶν Χριστοκτόνων κακίαν καθελὼν τῇ ἐνστάσει σου· διὸ καὶ προσενήνοχας Χριστῷ, Μαρτύρων ἀρραγῆ συνασπισμόν, ὥσπερ θεῖος παιδοτρίβης καὶ ὁδηγός, Ἀρέθα παμμακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.    
Εὐφροσύνης πρόξενος ἡμῖν ἐπέστη, ἡ φωσφόρος σήμερον, τῶν Ἀθλοφόρων ἑορτή· ἣv ἐκτελοῦντες δοξάζομεv, τὸν ἐv ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.

Μεγαλυνάριον.
Κλῆρος περιούσιος καὶ λαός, ἔχων ταξιάρχην, τὸν Ἀρέθαν τὸν εὐκλεῆ, τῇ τῶν πρωτοτόκων, συνήφθη Ἐκκλησίᾳ, μαρτυρικοῖς ἀγῶσιν· ὃν μεγαλύνωμεν.

22/10/15

Ο Όσιος Αβέρκιος ο Ισαπόστολος και Θαυματουργός

Έζησε  στα τέλη του  2ου  αιώνα μ.Χ. Η άμεπτη ζωή του και  η καρποφορία της διδασκαλίας του, παρακίνησαν το ποίμνιο να τον αναγκάσει να γίνει επίσκοπος Ιεραπόλεως  στην  Φρυγία. Το αξίωμα δε μείωσε τον ζήλο του Αβερκίου. Έλεγε, μάλιστα, ότι  δεν  αρκεί  κάποιος  να  φαίνεται  άρχων,  αλλά  και  να  είναι  πραγματικά. Δηλαδή  να αυξάνει την διακονία και  τους  κόπους  του. Διότι  κατά  το Ευαγγέλιο,  «ει τις  θέλει  πρώτος  είναι, έσται  πάντων  έσχατος  και  πάντων  διάκονος», που  σημαίνει, άν  κανείς θέλει να είναι πρώτος κατά την τιμή, οφείλει με την ταπείνωσή του απέναντι  στους  άλλους, να γίνει  τελευταίος  από  όλους  και  υπηρέτης όλων  με  την  άσκηση  της  αγάπης.
Και ο Αβέρκιος  την εντολή  αυτή  έκανε  πράξη  στη  ζωή  του. Γι’ αυτό  και  ο  Θεός  του έδωσε το χάρισμα να κάνει πολλά θαύματα. Θεράπευσε την κόρη του βασιλιά της Ρώμης, από πονηρό δαιμόνιο. Θερμά νερά από την γη εξέβαλε και άλλα πολλά θαύματα  έκανε.
Επίσης, ο  Αβέρκιος  κήρυξε  σε  όλες  τις  πόλεις  της  Συρίας  και  Μεσοποταμίας. Έπειτα  πήγε στη  Λυκαονία, την Πισιδία  και  στην  επαρχία  των  Φρυγών. Ονομάστηκε ισαπόστολος, διότι περιόδευσε και κήρυξε όπως  οι  κορυφαίοι  Απόστολοι του Χριστού.    
Πέθανε  ειρηνικά, 72 χρονών.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.       
Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐκμιμησάμενος, τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκλάμπεις ὡς ἑωσφόρος ἀστήρ, τὴν θεόσδοτον ἰσχὺν φαίνων τοῖς ἔργοις σου· σὺ γὰρ θαυμάτων ἱερῶν, τὰς δυνάμεις ἐνεργῶν, Ἀβέρκιε Ἱεράρχα, πρὸς εὐσεβείας εἰσόδους, τοὺς πλανωμένους καθωδήγησας.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.          
Ὡς Ἱερέα μέγιστον, καὶ Ἀποστόλωv σύσκηνον, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει σε ἅπασα, ἡ τῶν πιστῶν Ἀβέρκιε· ἣv ταῖς σαῖς ἱκεσίαις, περιφύλαττε μάκαρ ἀκαταγώνιστον, ἐξ αἱρέσεως πάσης, καὶ ἄσειστον παναοίδιμε.


Μεγαλυνάριον.
Βίῳ διαπρέπων θεοειδεῖ, τῆς τῶν Ἀποστόλων, κατετρύφησας δωρεᾶς, ἔργοις παραδόξοις, Ἀβέρκιε πιστώσας, πρὸς ἀληθείας δόξαν, τοὺς δεξαμένους σε.


Οι Άγιοι Αλέξανδρος, Θεοδότη, Γλυκερία, Άννα και Ελισάβετ οι Μάρτυρες

Ο  Άγιος  Αλέξανδρος  ήταν  επίσκοπος  και  κήρυττε  με μεγάλο  ζήλο  το  Ευαγγέλιο στα  πλήθη  των ειδωλολατρών. Τα κηρύγματά του προσέλκυσαν πλήθος ειδωλολατρών  στην  χριστιανική  πίστη.
Το  γεγονός  αυτό  εξόργισε  τον  άρχοντα του τόπου. Έτσι  λοιπόν διέταξε να συλλάβουν  τον  Άγιο  και  να τον υποβάλλουν σε βασανιστήρια, για να τον αναγκάσουν  να  θυσιάσει  στα  είδωλα. Εκείνος  όμως  δεν  πείστηκε.
Ένας στρατιώτης, ονόματι Ηράκλειος, βλέποντας την καρτερία του Αλεξάνδρου πίστεψε στον Χριστό. Ο  Ηράκλειος  υποβλήθηκε σε πολλά  βασανιστήρια  και  τελικά αποκεφαλίστηκε.
Ο Άγιος Αλέξανδρος με την χάρη του Θεού, θεραπεύτηκε από τις πληγές των βασανιστηρίων. Διετέλεσε  και  κάποιο  θαύμα, έτσι προσέλκυσε στην πίστη του Χριστού  τέσσερις  γυναίκες, την  Θεοδότη,  την  Γλυκερία, την  Άννα  και  την   Ελισάβετ.
Οι  γυναίκες  αυτές ομολόγησαν την πίστη τους μπροστά στον άρχοντα και οδηγήθηκαν γι’ αυτό κάτω από το σπαθί του δήμιου. 
Ύστερα  από  όλους  αποκεφαλίστηκε με ξίφος  και  ο  Άγιος  Αλέξανδρος.


Οι Άγιοι 7 Παίδες εν Εφέσω

Βλέπε  βιογραφικό  τους  σημείωμα  την  4η  Αυγούστου,  όπου  και  η  κυρίως  μνήμη τους.  Άγνωστο  γιατί  οι  Συναξαριστές  επαναλαμβάνουν  την  μνήμη  τους  σήμερα.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.         
Οἱ ἑπτάριθμοι Παῖδες ἐν Ἐφέσῳ ἐκλάμψαντες, ἐν ταῖς ἑπταδώροις ἀκτῖσι τῶν χαρίτων τοῦ Πνεύματος, διέμειναν θανόντες ὑπὲρ νοῦν, ἀνώτεροι φθορᾶς χρόνοις πολλοῖς, τὴν παγκόσμιον ἀνάστασιν ἐμφανῶς, πιστούμενοι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ ἀφθαρτώσαντι ἡμᾶς, δόξα τῷ ἐξεγείραντι, δόξα τῷ καταργοῦντι δι’ ὑμῶν, δόγμα τὸ ἀλλότριον.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.    
Τὴν ἀθλητικήν, ἀνθήσαντες εὐκληρίαν, θείας ἀμοιβάς, ἐδρέψασθε ἀφθαρσίας, καὶ θανόντες ἐν δόξῃ, ψυχῆς τὸ προκάλυμμα, ἀθανάτῳ ἠμφιάσασθε, εὐπρεπείᾳ ἐγειρόμενοι, καὶ βοῶντες θεῖοι Μάρτυρες· Ἡ τῆς μελλούσης ζωῆς, Χριστός ἐστιν ἀπαρχή.



Μεγαλυνάριον.
Δῆμος ἑπταστέλεχος καὶ σεπτός, ὤφθησαν οἱ Παῖδες, ἀριστεύσαντες εὐσεβῶς· ὅθεν παραδόξως, τῇ τούτων ἀναστάσει, νεκροποιῶν λημμάτων, θάπτεται συρροία.

Ο Άγιος Ευλάλιος

Στον  πνευματικό  ορίζοντα  της  Εκκλησίας  της «Νήσου των Αγίων» σαν  άστρο φωτεινό  έλαμψε και  ο  επίσκοπος της  παλιάς  βυζαντινής  πολιτείας, της  ονομαστής Λάμπουσας. Λάμπουσα λεγόταν η  παλιά  Λάπηθος που  ήταν  κτισμένη  κοντά  στην θάλασσα. Στην  Ελληνική  και  Ρωμαϊκή  εποχή, όσο  και στα χρόνια τα Πρωτοβυζαντινά  η πόλη φημιζόταν για τα πλούτη της γι’ αυτό  και  Λάμπουσα. Την πόλη κατέστρεψαν οι  Σαρακηνοί με  τις αλλεπάλληλες επιδρομές τους και  έτσι  οι κάτοικοι  αναγκάστηκαν  να  αποτραβηχτούν  ψηλότερα, εκεί  που  είναι  σήμερα.
Ο  Άγιος  Ευλάλιος. Το  όνομά  του  μας  το  έχουν παραδώσει οι  χρονικογράφοι Λεόντιος Μαχαιράς και Φλώριος Βουστρώνιος. Για τον βίο και τη δράση του ως επισκόπου  δεν  μας  αναφέρεται  τίποτα.  Άγνωστα μας είναι και τα χρόνια που ήκμασε. Ότι εκθέτουμε εδώ, είναι ότι μας λένε δυο τοπικές παραδόσεις και  ότι κατορθώσαμε να βρούμε στην ακολουθία του, που δημοσίευσε για πρώτη φορά ο Βυζαντινολόγος  ερευνητής  κ. Κ. Χατζηψάλτης, στον  Θ’ τόμο του Δελτίου της  Εταιρείας  Κυπριακών  Σπουδών.
Σε μία τοπική  παράδοση  πολύ  διαδεδομένη  αναφέρεται, πως  ο  άγιος  αυτός ποιμένας  ήταν  επίσκοπος  στην  Έδεσσα  της  Συρίας.
Στην πόλη αυτή  φυλασσόταν με πολύ σεβασμό η εικόνα του Αγίου  Μανδηλίου, της οποίας  η  ιστορία  έχει  περίπου  ως  εξής:  Κατά  την  εποχή  που  στην  Παλαιστίνη ζούσε  και  θαυματουργούσε  ο Κύριος, στην Έδεσσα  ήταν  ένας  βασιλιάς  που  λεγόταν Αύγαρος.
Κάποια μέρα ο  βασιλιάς  αρρώστησε από  λέπρα. Οι  γιατροί  που  τον  επισκέφθηκαν στάθηκαν  ανίκανοι να του προσφέρουν και την πιο μικρή βοήθεια. Η λύπη του άρχοντα  ήταν  μεγάλη.
Σε αυτή  την  κατάσταση, την  απελπιστική, μία αχτίνα ελπίδας χύθηκε  στην  καρδιά του, σαν  έμαθε πως  στη  γειτονική  χώρα, την  Παλαιστίνη, ήταν  ένας άνδρας, πρότυπο  αρετής  και  καλοσύνης, που  γιάτρευε όλες  τις  αρρώστιες. Ακόμα  ανάσταινε και  νεκρούς  μ’ έναν  και  μόνο  λόγο  του.
Να μπορούσε να πάει ως εκεί, θα εύρισκε οπωσδήποτε την υγεία του. Η  απόσταση όμως  ήταν τόσο μακρινή  και  η αρρώστια του τόσο βαριά  κι  οδυνηρή, που  του  ήταν αδύνατο  ν’ αναλάβει  ένα  τέτοιο  ταξίδι.
Τι  να  κάμει λοιπόν; Κάθισε και σκέφθηκε και  αποφάσισε. Έγραψε μία  επιστολή  και την έδωσε  σε  μερικούς  ανθρώπους  δικούς του, να την  πάνε στην  Παλαιστίνη  και  να την δώσουνε προσωπικά  στον μεγάλο θεραπευτή. Σ’ αυτήν, του  μιλούσε  με πόνο  για την  δοκιμασία  του  και  τον  παρακαλούσε  να  πάει  ο  ίδιος  στην  Έδεσσα,  να  τον  δει και  να τον  γιατρέψει.
Οι  απεσταλμένοι  έκαναν  όπως τους  διέταξε  ο  βασιλιάς  τους. Πήγαν  στην  γειτονική και  ευλογημένη χώρα, βρήκαν τον θείο θεραπευτή και Δάσκαλο, τον Ιησού  και  του επέδωσαν  την  επιστολή. Και  Αυτός  αντί  να  σηκωθεί  να  πάει  στην  Έδεσσα, όπως του  ζητούσε  ο  άρρωστος  βασιλιάς  Αύγαρος, πήρε  ένα  μαντήλι  και  μ’ αυτό σπόγγισε τον ίδρωτα από  το  άγιο  πρόσωπό Του. Την  ίδια  στιγμή  στο  μαντήλι  απάνω  αποτυπώθηκε η  θεϊκή  μορφή Του. Δείχνοντας  στους  ανθρώπους  του  βασιλιά την  Αχειροποίητη εκείνη  εικόνα του, τους  έδωσε  το  μαντήλι  και  τους  είπε  να το  πάνε  στον άρχοντά τους, και  αυτός μόλις θα έβλεπε την εικόνα Του, θα γινόταν αμέσως  καλά. Κι  έτσι  πράγματι  έγινε.
Τούτο  το  Μανδήλιο, με την  Αχειροποίητο  εικόνα  του  Κυρίου  Ιησού, φυλασσόταν  για πολλά χρόνια στην Έδεσσα μέσα στο βασιλικό  παλάτι. Μετά τον θάνατο όμως του βασιλιά ένας από τους διαδόχους του, φανατικός ειδωλολάτρης αποφάσισε να καταστρέψει το ιερό τούτο  κειμήλιο. Την  ανίερη  απόφασή  του  έκαμε  γνωστή  στον τότε επίσκοπο της Έδεσσας Ευλάλιο. Κι αυτός  για  να  σώσει  την  Αχειροποίητη  εικόνα, χωρίς να χάσει καιρό  παρέλαβε τη  νύχτα κρυφά  το  Άγιο  Μανδήλιο,  και έφυγε από  την Έδεσσα. Περπάτησε όλη νύχτα. Την άλλη μέρα έφτασε στην ακρογιαλιά. Εκεί  βρήκε ένα καράβι, το  οποίο ταξίδευε για την Κύπρο, και  ανέβηκε πάνω σ’ αυτό. Όταν όμως πλησίαζε στην Κύπρο, σηκώθηκε δυνατή  τρικυμία. Τα κύματα βουνά πελώρια απειλούσαν να το βουλιάξουν. Οι επιβάτες τρομαγμένοι έτρεχαν  εδώ  και  εκεί  μη  ξέροντας τι να κάμουν. Κάποια στιγμή  ο επίσκοπος Ευλάλιος  βγάζοντας  από  τον  κόρφο  τον  πολύτιμο  θησαυρό  του, έκαμε  το  σημείο του σταυρού, άνοιξε με ιερή  ευλάβεια το Άγιο Μανδήλιο, το άπλωσε στη φουρτουνιασμένη  θάλασσα  και  κάθισε  απάνω του. Την ίδια ώρα η θάλασσα γαλήνεψε και τα κύματα έφεραν  τον  επίσκοπο  στη  Λάμπουσα.  Σαν  έφτασε και βγήκε στην  στεριά, ο  Ευλάλιος  φρόντισε  και  έκτισε  εκεί  ένα  μοναστήρι, στο  οποίο και  αφιέρωσε το  Άγιο  Μανδήλιο  με  την  Αχειροποίητη  εικόνα  του  Χριστού. Γι’ αυτό και  το  μοναστήρι  κλήθηκε  Μονή  της  Αχειροποιήτου, μια  και  η  εικόνα  του  Χριστού που  ήταν  αποτυπωμένη  σ’ αυτό, δεν  είχε  γίνει  από  χέρια  ανθρώπου.
Μια  άλλη  όμως  και  πάλι  Κυπριακή  παράδοση μας λέγει, πως ο  Ευλάλιος ο επίσκοπός της  Λάμπουσας  δεν  έχει  καμιά  σχέση  με  τον  ιερό  Ευλάλιο  τον  επίσκοπο  της Έδεσσας. Πρόκειται για ένα  άλλο  άσχετο  πρόσωπο, που  γεννήθηκε  και μεγάλωσε  στη  Λάμπουσα.
Ο  Άγιος  αυτός  από  μικρό  παιδί υπήρξε άνθρωπος του Θεού. Γεννήθηκε από θεοσεβείς  γονείς, οι  οποίοι  και  του  φύτεψαν  στην  ψυχή  από  αυτή την παιδική ηλικία  την  αγάπη  προς  τα  ιερά  γράμματα και  την αρετή. Και  τα  αποτελέσματα αυτής της ανατροφής δεν άργησαν να φανούν. Νέος ακόμη ο Ευλάλιος άρχισε να διακρίνεται μέσα στην κοινότητα της Λάμπουσας τόσο για την αγία και παραδειγματική  ζωή του, όσο  και  για  την  αρετή  του. Όταν  τέλειωσε  τις  σπουδές του, οι πιστοί χριστιανοί της πόλεως που θαύμαζαν το σεμνό ήθος και την  όλη του προσεκτική  και  ζηλευτή συμπεριφορά, ζήτησαν από τον τότε επίσκοπό τους να προωθήσει τον πιστό νέο σε διάκονο και  πρεσβύτερο. Ακόμη  και  να του  αναθέσει ενεργό και  υπεύθυνο θέση στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ο ζηλωτής νέος έχοντας πάντα  στη  σκέψη του τη σύσταση του προφήτου Ιερεμίου  «αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν  εκ νεότητας αυτού», έσπευσε ν’ αποδεχθεί. Γνωρίζει πως το  ψυχοσωτήριο  έργο της Εκκλησίας  του  Χριστού, απαιτεί πολλούς κόπους και θυσίες, αλλά και αρκετές ευθύνες. Πολλές φορές ο αφοσιωμένος στην υπηρεσία των ψυχών εργάτης θα αντιμετωπίσει πικρίες από την αχαριστία εκείνων τους οποίους κλήθηκε να καθοδηγήσει  στον δρόμο της σωτηρίας, αλλά και  τον φθόνο και τον διωγμό των εχθρών του Χριστού. Τα λόγια  του θεοφωτίστου Αποστόλου  «ουκ εστίν ημίν η πάλη προς  αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας  του  σκότους  του  αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της  πονηρῖας  εν τοις  επουρανίοις» (Εφεσ. στ’ 12), αντηχούν συνεχῶς στ’ αυτιά του. Όμως  δεν  φοβάται. Δεν υποχωρεί  μπροστά  στο  ύψος των  ευθυνών. Αλλά  με  απόλυτη  εμπιστοσύνη  στον αρχηγό της  πίστεως  «και  τελειωτήν  Ιησοῦν», ἀποδέχεται τὴν πρόταση τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου της Λάμπουσας, καὶ χειροτονεῖται διάκονος καὶ μετὰ ἱερέας. Στὴ θέση του αὐτὴ ὁ φλογερὸς ἐργάτης ἀφήνει νὰ λάμψουν ὅλα τὰ πνευματικὰ καὶ ἠθικά του χαρίσματα. Κηρύττει τακτικὰ καὶ μὲ ζῆλο. Ὀργανώνει ὑποδειγματικὰ τὴν φιλανθρωπικὴ ζωὴ καὶ γίνεται ἡ ψυχὴ καὶ τὸ κέντρο κάθε πνευματικῆς δράσεως. Δὲν πρόφτασε ὅμως ὁ ἱερὸς πατὴρ νὰ ἀναπτύξει ὅλη του τὴν δράση, ὅταν ὁ θάνατος τοῦ γέροντα ἐπισκόπου τῆς δοξασμένης πόλεως τὸν ἀναγκάζει νὰ ἀναλάβει τὸ ἔργο τοῦ ἐπισκόπου. Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ μὲ μία φωνὴ καλοῦν τὸν φιλόθεο ἱερέα νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ ὑψηλότατο στὴν ἐκκλησία ὑπούργημα, τὸ τοῦ ἐπισκόπου. Μὲ ταπείνωση καὶ φόβο Θεοῦ ὁ εὐλαβὴς κληρικὸς κύπτει τὸν αὐχένα καὶ μ’ εὐγνωμοσύνη ἀποδέχεται τὸ θεῖο χάρισμα τοῦ ἀρχιερέα. Τὸ δέχεται καὶ τὸ καλλιεργεῖ μὲ ὅλη τὴν δύναμη καὶ τὴν φλόγα τῆς ἁγνῆς ψυχής  του.
«Παραδοθείς τη χάριτι του Θεού»  ολοκληρωτικά, επέδειξε «σύνεσιν εν πάσι», ζήλο θερμουργό και δράση θαυμαστή. Με έργα και λόγια κινείται  παντού  και  αναδεικνύεται πραγματικά δάσκαλος της ευσέβειας και πρόμαχος της ορθοδόξου πίστεως. Το  κήρυγμά του υπήρξε Χρυσοστομικό. Ευλάλιος ήταν τ’ όνομά του. Ευλάλιος όμως  αναδείχθηκε  και στην πράξη. Η ομιλία του ήταν αληθινά  μαγευτική. Τα λόγια του διακρίνονταν όχι μονάχα σε γλυκύτητα και καλλιέπεια,  αλλά  προ  παντός  σε  περιεχόμενο. Οι  Γραφικές έννοιες  ακολουθούσαν η μια την άλλη με μια χάρη και  απλότητα  ζηλευτή. Ποταμοί θεολογίας ξεχύνονταν από τα χείλη του που συνήρπαζαν και οδηγούσαν σε έργα χριστομίμητα και  θεάρεστα. Σε έργα αγάπης και  φιλανθρωπίας και σε εκδηλώσεις χριστιανικής ανωτερότητας και ζηλευτού ιερού ενθουσιασμού. Ως θεοφώτιστος ποιμένας προβάτων λογικών ακολουθεί με ταπεινοφροσύνη και πραότητα το παράδειγμα του μοναδικού Ποιμένα των ψυχών και με αυτοθυσία αποστολική εργάζεται  μέρα  και νύχτα, για να τα  οδηγήσει  στον  δρόμο  της σωτήριας. Τα διδάσκει τακτικά. Πολεμά την απιστία και κακοπιστία όπου την βρίσκει. Με υπομονή καταφωτίζει τους πιστούς και απομονώνει τους αιρετικούς. Προστατεύει τα  ορφανά  και τους αδικουμένους. Φροντίζει τους πτωχούς και τους αρρώστους. Παρηγορεί τους θλιμμένους. Γίνεται  «τοις  πάσι τα  πάντα, ίνα  πάντως  τινός  σώσει» (Α’ Κορ. θ’ 22).
Έτσι κινήθηκε και έδρασε ο ιερός Ευλάλιος ως ιερέας στην αρχή και μετά ως  επίσκοπος. Τα λόγια της  Γραφής, που μελετούσε καθημερινά και δίδασκε με  τόση  σοφία  και  χάρη, φρόντιζε πρώτα ο ίδιος να τα εφαρμόζει στην ζωή του. Έτσι και το του σοφού της Παλαιάς Διαθήκης  «όσω μέγας ει, τοσούτω ταπεινού σεαυτόν, και έναντι  Κυρίου  ευρήσεις χάριν» (Σοφ. Σειράχ γ’ 18) το  είχε πάντα  μπροστά στα  μάτια του. Καμιά  καύχηση  δεν παρουσίαζε για τις  επιτυχίες  του. Κανένα  εγωϊσμό. Καμιά  ιδιοτέλεια  ή  υστεροβουλία. Μαζί με τον Απόστολο Παύλο μπορούσε και αυτός να αναφωνεί: «Χάριτι Θεού ειμι ο είμι» (Α’ Κορ. ιε’ 10). Στο πρόσωπο του αγίου τούτου ιεράρχου που με υπομονή κι επιμονή διατήρησε μέχρι τέλους και το σώμα και το νου και την ψυχή καθαρά, μπορούμε  στ’ αλήθεια να πούμε, πως  ξεπληρώθηκε της  Γραφής  ο  λόγος: «ότι χάρις  και έλεος  εν  τοις  εκλεκτοίς  αυτού και   επισκοπή  εν  τοις  οσίοις  αυτού» (Σοφ. Σολ. δ’ 15).

Όσιος  και   εκλεκτός του  Θεού  αναδείχθηκε  σε όλα  ο μακάριος επίσκοπος. Ελεύθερος από  αδυναμίες και πάθη και  ακούραστος κήρυκας της αλήθειας κατόρθωσε με την αγνότητα της ζωής του να γίνει ένας άγγελος σε ανθρώπινο σώμα, τύπος και υπογραμμός μιάς ανώτερης ζωής και αληθινός και γνήσιος φίλος του Δεσπότου Χριστού  «άκακος, όσιος, αμίαντος».
Στο ιερό πρόσωπό του τα πνευματικά παιδιά του βλέπουν πάντα τον γνήσιο  «στρατιώτη του Ιησού Χριστού». Τον στρατιώτη που με τις ολονύκτιες προσευχές και δεήσεις, κατακτά μία – μία τις υψηλὲς κορυφές της αρετής, αλλά και  αγωνίζεται  με  το  υπέροχο παράδειγμα  της  αγάπης  και   αγιότητάς  του, να  διαφυλάξει  και τα πνευματικά παιδιά του. Να τα διαφυλάξει από τα  ποικίλα  κακά  που  τα  προσβάλλουν. Να  τα  διαφυλάξει αλώβητα από την απιστία, τις αιρέσεις, το πνεύμα του ευδαιμονισμού, που τα απειλούσε εξ αιτίας  του  πλούτου, που  καθημερινά  συνέρεε  στην  πόλη  τους. Δίκαια ο ιερός  υμνογράφος του  ψάλλει: «Σάρκα  καθυπέταξας, τω λογισμώ  στερρώς πάνσοφε, και ως ποιμήν, λογικών προβάτων, όντως μάλα εποίμανας». Η διακήρυξη του Κυρίου  «ο Ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων»  (Ιωάν. ι’ 11) κυκλοφορεί πάντα στη σκέψη του. Γι’ αυτό ουδέποτε έδινε «ύπνον τοις οφθαλμοίς του και ανάπαυσιν  τοις  κροτάφοις  του»  σαν  εμάνθανε, πως μερικοί από τους χριστιανούς του κινδύνευαν από τον ένα ή τον άλλον  πειρασμό. Μια  τέτοια  ζωή,  ζωή  «πλήρης  χάριτος και  αληθείας» (Ιωάν. α’ 14)  δεν  μπορούσε να μη  ελκύσει  προς  αυτήν την  εύνοια  και  την ευλογία του  ουρανού. Ο Κύριος προσφέρει πάντα πλούσια την χάρη και  τις  δωρεές  Του σ’ εκείνους που Τον αγαπούν. «Τους δοξάζοντας με, δοξάσω» διακηρύττει αυτό το Πνεύμα του Θεού. Και στ’ αλήθεια.  Η αγάπη του Κυρίου πολύ  δόξασε  τον  άξιο  εργάτη και ποιμένα της λογικής μάνδρας του. Πλούσια τον χαρίτωσε, όταν ακόμη βρισκόταν στην γη. Πολλά είναι τα θαύματα που ενήργησε και ενεργεί μέσο του Αγίου ο των θαυμασίων Θεός. Θαύματα που προκαλούν το θάμβος. Θαύματα καταπληκτικά. Θαύματα που έχουν ως σκοπό τους την παρηγοριά όσων  υποφέρουν  και την απαλλαγή τους από τα κακά  και  λυπηρά. Θαύματα  ακόμη  που  αποβλέπουν  στη  δόξα του  Θεού.
Από τον Κύριο των Δυνάμεων ο πιστός εργάτης του  χριστιανικού  αμπελώνας  πήρε την χάρη, να αποδιώκει δαίμονες. Να θεραπεύει διάφορα νοσήματα ψυχής, αλλά και αρρωστήματα του σώματος. Να βοηθά καθημερινά εκείνους που ταξιδεύουν και ταλαιπωρούνται  στη θάλασσα. Να προστατεύει  όσους  κινδυνεύουν  από  πειρατείες και επιθέσεις απάνθρωπες. Και γενικά να λυτρώνει από  τα  δεινά  καθένα, που  επικαλείται την  μεσιτεία του.
Πολλές φορές με τις προσευχές του σε τόπους άνυδρους  και  ξηρούς  ανέβλυσαν  πηγές, που  εξακολουθούν  ως την  εποχή μας, να προσφέρουν τα  δροσερά  τους  νάματα, για  να ξεδιψούν  και  να  δροσίζουν  τους  οδοιπόρους. Τέτοια πηγή  με γάργαρο  νερό  είναι  και  το αγίασμά του κοντά στον ιερό ναό του. Αυτό το  αγίασμα του θεόφρονα  πνευματικού  και φιλάνθρωπου αρχιποιμένα της Λάμπουσας, θεραπεύει κάθε αρρώστια και  απαλλάσσει, όπως ομολογούν  πολλοί  και   από τη συχνή  ενόχληση του  συναχιού. Την  θεραπευτική του  προσφορά  ο  Άγιος  με  το  αγίασμά  του  την προσφέρει  αφειδώλευτα  όχι μονάχα σε πιστούς προσκυνητές, αλλά  και  σε  άπιστους  αλλόφυλους. Ένας  απ’ αυτούς,  δεν  είναι πολλά χρόνια, με όλως διόλου κατεστραμμένα δόντια, πήγε με πίστη και με θερμή προσευχή ζήτησε από τον  Άγιο  την  βοήθειά του. Ύστερα  λούστηκε με το  θαυματουργό νερό, και έπλυνε καλά και το στόμα του. Το αποτέλεσμα υπήρξε θαυμαστό. Ο  άρρωστος θεραπεύτηκε  τελείως  και  έφυγε  δοξάζοντας  τον  Θεό  και  τον  Όσιό  του.
Σε αρκετά προχωρημένη ηλικία ο   μακάριος  ποιμήν  της  Εκκλησίας του   Χριστού, έλαια κατάκαρπος, έκλινε την κεφαλή μπροστά στη θεία βουλή και απεδήμησε για την βασιλεία του Θεού. Ο θάνατός του σήμανε συγκλονισμό σε όλη την περιφέρεια και θλίψη σε ολόκληρη τη  νήσο. Οι άνθρωποι, που  ευεργετήθηκαν  από την  αγάπη  και  την καλωσύνη του, έτρεξαν  από όλα τα μέρη για να  τον  ιδούν  έστω  και  νεκρό,  ακόμη  μια φορά, και  να  τον  ασπασθούν  και  να  πάρουν  την  ευλογία  του.
Αργότερα η ευλάβεια των κατοίκων της δοξασμένης πόλεως έκτισε κοντά στην θάλασσα και  σε μικρή  απόσταση  από την  ιερά  Μονή  της  Αχειροποιήτου  ένα ναό  στ’ όνομά του.  Ο ναός αυτός με τον καιρό, και τις τόσες επιδρομές που  δοκίμασε η  πλούσια πόλη καταστράφηκε. Πάνω στα ερείπια του πρώτου ναού ξανακτίστηκε τον δέκατο έκτο  αιώνα άλλος ναός, που διατηρείται  εξωτερικά  σε πολύ  καλή  κατάσταση. Τον  ναό έκτισε σε ρυθμό  Φραγκοβυζαντινό  «ο Νεόφυτός της Λευκωσίας Ποιμήν» και  «νεύσει θείας  χάριτος», για να  λάβει  με  τις  πρεσβείες  του Αγίου  «λύτρωσιν  συμφορών τε  και  θλίψεως».
Ο ναός ήταν ένα όμορφο μνημείο ακέραιο και πολύ καλά διατηρημένο, μέχρι την τούρκικη εισβολή. Το εσωτερικό του μόνο ήταν γυμνό, χωρίς πάτωμα, χωρίς τοιχογραφίες  και  φορητές  εικόνες, και  μ’ ένα  τέμπλο  φθαρμένο.
Το λαμπρό παράδειγμα  και η αγνή ζωή του φλογερού  και μακάριου επισκόπου της Λάμπουσας, άς φωτίσουν τον δρόμο της πρόσκαιρης ζωής όλων μας. Κι άν για οποιουσδήποτε λόγους οι πειρασμοί μας νίκησαν και μας απεμάκρυναν από τα καθήκοντά  μας  ως  χριστιανών, με  αποτέλεσμα  να  θρηνούμε σήμερα «τα  περασμένα μεγαλεία», το  παν  δεν  χάθηκε  για  μας. Άς  μετανοήσουμε  και  με  συντριβή  ψυχής, άς ζητήσουμε με τις πρεσβείες του Αγίου πατρός Ευλαλίου το έλεος του Θεού. Σε οποιαδήποτε  ηλικία  και  άν  βρισκόμαστε, η  αντίστοιχη  ηλικία της  ενάρετης  ζωής του Αγίου, πολλά έχει να μας πει  και  να  μας  διδάξει. Κάτι  περισσότερο. Με  την  ειλικρινή μετάνοιά μας θα επιτύχουμε αυτό που ποθούμε και  μ’ όλη  μας  την  ψυχή  λαχταρούμε: Την λύτρωση από τα δεινά και την ελεύθερη μετακίνηση και διακίνησή μας στα αγιασμένα  χώματα  της  πατρικής  γης.
Πρωί και βράδυ, άς κλείνουμε λοιπόν νοερά της ψυχής τα γόνατα μπροστά στη σεβάσμια μορφή του  θεόφρονος Αγίου, και  από  τα  τρίσβαθα  της  καρδιάς, άς του  λέμε και  εμείς  με πίστη  φλογερή  και  ακλόνητη:

Θεόφρον Εὐλάλιε, τὴν σήν, ποίμνην περιφύλαττε, ἐκ πάσης βλάβης καὶ θλίψεως, καὶ περιστάσεως, καὶ ἐκ πάσης ρύσαι, συμφοράς, θεσπέσιε, καὶ τῆς αἰχμαλωσίας πρεσβείαις σου, ἵνα δοξάζωμεν, ποιμένα ἀληθέστατον, καὶ Τριάδος, μέγιστον  συνήγορον.


21/10/15

Ο Όσιος Ιλαρίων ο Μέγας

Λίγα  χιλιόμετρα πιο πάνω από  τη  δαντελωτή  ακρογιαλιά  της  Κερύνειας  και  σε ύψος δυο χιλιάδες περίπου πόδια από την επιφάνεια της θάλασσας ορθώνεται ένα γιγαντιαίο  ύψωμα  αποκομμένο  από  την υπόλοιπη οροσειρά  του  Πενταδάκτυλου. Στην κορυφή  του  υψώματος  αυτού  με την  πανοραμική  θέα είναι κτισμένο από χρόνια  ένα  φρούριο, το  γνωστό  φρούριο  του  Αγίου  Ιλαρίωνα.
Για την προσφορά του φρουρίου στους αγώνες του νησιού για ελευθερία και τις παραδόσεις και τους θρύλους που έχουν δημιουργηθεί γύρω απ’ αυτό, πολλά ειπώθηκαν και γράφηκαν μέχρι σήμερα. Για τον Άγιο Ιλαρίωνα όμως τον μεγάλο ερημίτη και ασκητή, που με το όνομά του, το  ύψωμα  τούτο  μπήκε  στην  ιστορία, πολύ λίγα  έχουν  γραφεί  και  σε  πολύ  πιο  λίγους  είναι  γνωστά.
Την  παράλειψη  αυτή, απαράδεκτη για χριστιανούς ορθοδόξους που κατοικούν μία νήσο μ’ ένα τόσο τιμητικό προσωνύμιο — «Νήσος των Αγίων» – επιθυμούν να θεραπεύσουν  οι  γραμμές  που  ακολουθούν.
Θεωρούμε  την πράξη  τούτη  σαν  ένα  χρέος. Χρέος όχι μονάχα σ’ εκείνους που έφυγαν. Αλλά  προ  παντός  χρέος  σ’ αυτούς  που  ζουν  και  θέλουν  και  αναζητούν για την ζωή  τους πρότυπα. Ναι! Πρότυπα ηθικά  που  να τα πλησιάσουν  και, κατά  το μέτρο  του  δυνατού, να  τα  μιμηθούν.
Και ο  Άγιος Ιλαρίων που μας ήρθε απ’ έξω και  έζησε και  κοιμήθηκε  στον  τόπο  μας, είναι  ένα  τέτοιο  πρότυπο  για  όλους. Πρότυπο  πίστεως  και  υπακοής  στον  Θεό. Αλλά  και πρότυπο αγωνιστικότητας και  γνήσιας αρετής. Μια γρήγορη ματιά στις κύριες  πτυχές  της  ζωής  του  θα  μας  το  αποδείξει.
Ο ισάγγελος αυτός άγιος, σύγχρονος των Μεγάλων Βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου  και  Ελένης, γεννήθηκε στην  κωμόπολη  της  Παλαιστίνης  την Θαβαθά, που βρίσκεται πέντε περίπου μίλια μακριά από  την αρχαία πόλη των Φιλισταίων, την Γάζα. Οι  γονείς του, πλούσιοι ειδωλολάτρες  φρόντισαν  από  νωρίς  να δώσουν  στο  παιδί  τους  μια  ξεχωριστή  μόρφωση. Γι’ αυτό  και  από  μικρό  έσπευσαν να τον αποχωρισθούν και  να τον στείλουν στην Αλεξάνδρεια, που ήταν τότε ένα μεγάλο κέντρο Ελληνικών σπουδών. Σε μία από τις ονομαστές Σχολές της πόλεως αυτής  φρόντισε ο μικρός  Ιλαρίων να εγγραφεί και  μ’ ενδιαφέρον να  παρακολουθήσει τα μαθήματά της. Ο πόθος του όμως να γνωρίσει την αλήθεια οδήγησε κάποτε τα βήματά  του  και  σε  χριστιανικές  συγκεντρώσεις.
Η ζωή  των χριστιανών, η ευγένεια και η καλοσύνη τους, το ενδιαφέρον τους να εξυπηρετήσουν τους άλλους με κάθε ανιδιοτέλεια και προθυμία του έκαμαν απ’ την πρώτη  στιγμή  ξεχωριστή εντύπωση. Αλλά  και  τα  αγνά  ήθη  κι  έθιμά  τους  και  η όλη τους αρετή  του σκλάβωσαν την ψυχή και  άναψαν μέσα του θερμό  τον ζήλο να γνωρίσει  καλύτερα την πηγή  της τροφοδοσίας  τους. Έτσι  ο  φιλομαθής  νέος  επεδίωξε να έρθει  σ’ επαφή  με σημαίνοντας  χριστιανούς  και  από  υπεύθυνα πρόσωπα να μάθει τις  επιταγές της  νέας  πίστεως. Ο  ενθουσιασμός  του για όσα άκουε  και  ο  ζήλος  του  να  γνωρίσει  περισσότερα, προχωρούσε  μέρα  με τη  μέρα  για να  καταλήξει  κάποτε  στην  αποδοχή  της  νέας  θρησκείας  και  να  βαπτισθεί.
Η  χαρά  και  η  ευτυχία  του  αγνού  νέου την  ημέρα  εκείνη, που  φόρεσε  τον  λευκό χιτώνα  του  βαπτίσματος, υπήρξε  αφάνταστα  μεγάλη. Μια  απόδειξη τούτης της χαράς είναι και  η  πλούσια χρηματική  προσφορά  του  για  χάρη  των  πτωχών αδελφών  του  Χριστού.
Με  την  είσοδό του  στην  Εκκλησία  του  Θεού  ο  νεοπροσήλυτος  χριστιανός  ρίχτηκε με  πιο  πολύ  κέφι  στον  αγώνα. Η  Αγία  Γραφή  γίνηκε  ο  αγαπημένος  του  σύντροφος και  η  ζωή  των ενάρετων ανδρών, που  μελετούσε  στα  ιερά  κείμενα, ήταν εκείνη που  προσπαθούσε και  ο  ίδιος  να  μιμηθεί  και  ακολουθήσει. Η  πνευματική ζωή  τον  συνείχε  κυριολεκτικά. Πόθος  του  ένας:
Ν’ αποχωρισθεί  από  καθετί που  θα τον  κρατούσε  δεμένο  με  τα  υλικά, τα  γήινα  και ελεύθερος να τραβήξει τον δύσκολο, μα ευλογημένο δρόμο, που  φέρει τον  άνθρωπο στον  ουρανό.
Αυτή  την  εποχή στην  Αλεξάνδρεια  και  σ’ όλη  την  Αίγυπτο  κυριαρχούσε  η  φήμη του  Μεγάλου Αντωνίου. Μορφωμένοι και  αγράμματοι μιλούσαν με σεβασμό για  τη θεοσέβεια του  ξακουστού ασκητή. Κοντά σ’ αυτόν ο ζηλωτής  νέος  επιθύμησε να μαθητεύσει  έστω  και  για λίγο.
Χωρίς  να  χάσει  καιρό  ένα  πρωί  άφησε την  πολυθόρυβη  πόλη  και  τράβηξε στην έρημο. Βρήκε  τον  Άγιο  ερημίτη  και  έμεινε κοντά του αρκετό καιρό. Στο  διάστημα αυτό  σαν τη  μέλισσα  ρούφηξε  από  τον  καθηγητή  της  ασκήσεως  ότι  καλό  μπόρεσε να  δει  και  ν’ ακούσει  με  αποτέλεσμα  η  καρδιά  του να σκλαβωθεί ακόμη περισσότερο  από  την  αγάπη  της  άλλης,  της  μακαρίας  ζωής.
Πλησίον  στον  πολύπειρο  αγωνιστή  του  καλού  και  της  αρετής  έμαθε  ο  αγνός  νέος να  ζει  σε μία  θεϊκή  ανάταση. Η  ζωντανή  προσευχή, η  προσεκτική  μελέτη, η ανάλογη περισυλλογή  και  ο  αυστηρός  αυτοέλεγχος  ήταν  η  καθημερινή απασχόλησή του. Με τα μέσα τούτα τα πνευματικά ο  ζηλωτής  νέος  αγωνίστηκε ν’ αυξήσει τις διανοητικές του δυνάμεις και να αποκτήσει σιγά – σιγά τα εφόδια που χρειαζόταν για τους κατοπινούς του αγώνες. Εδώ  συνήθισε ακόμη ν’ αξιοποιεί  τον χρόνο  του  και  να  ιεραρχεί  τις  ανάγκες  του. Έτσι  έγινε  ένας θεοκεντρικός άνθρωπος. Κύριο  σκοπό  της  υπάρξεώς  του  έβαλε  ν’ αρέσει  στον  Θεό.  Και  όλες  του οι  δυνάμεις,  όλες του οι προσπάθειες, όλοι του οι αγώνες σε τούτο και  μόνο στράφηκαν: Στο  πως να καλλιεργήσει μέσα του το  «κατ’ εικόνα», για  να  επιτύχει  «το καθ’ ομοίωσιν». Στο  πως ν’ αναπτύξει τα χαρίσματα με τα οποία τον επροίκισε ο Πανάγαθος  Θεός, για να επιτύχει να  γίνει  κάποια  μέρα  γνήσια  εικόνα  του  Θεού. Ένας  αληθινός  άνθρωπος  αρετής. Ένας  Άγιος.
Με τούτη  την  απόφαση  και  τούτο τον πόθο και  σκοπό  ως  θησαυρό  πολύτιμο  στην ψυχή  του αποχαιρέτησε κάποιο πρωινό  τον  πνευματικό  του  πατέρα  και  καθοδηγητή της  ερήμου  Αντώνιο  και  πήρε  τον  δρόμο  της  επιστροφής  στην  πατρίδα του. Ποθούσε  να  δει  τους γονείς του, γιατί έμαθε πως  δεν ήσαν καλά  στην  υγεία. Και ακόμη  ήθελε  να  τακτοποιήσει  και  μερικά  περιουσιακά  στοιχεία,  που  ήσαν  εκκρεμή.
Σαν έφθασε, πήγε και κτύπησε την πόρτα του σπιτιού του. Κάποιος γείτονας που άκουσε το  κτύπημα, βγήκε  και  του είπε πως  τόσο  ο  πατέρας  όσο  και  η  μητέρα  του είχαν  εδώ  και  αρκετό  καιρό  φύγει  από  τούτο  τον  κόσμο. Λυπημένος  ο  φιλόστοργος νέος και  ακολουθούμενος  από  τον  γείτονα  τράβηξε  προς  το κοιμητήριο. Πάνω από το  χώμα του τάφου που σκέπαζε τ’ αγαπημένα πρόσωπα, γονάτισε. Για  ώρες  έμεινε  εκεί  προσευχόμενος  με  ιερή  κατάνυξη.

Στην  πατρίδα  του  ο  εραστής της αγγελικής ζωής  δεν στάθηκε για πολύ. Αφού μοίρασε την πατρική περιουσία στους πτωχούς και αποχαιρέτησε τους γνωστούς, ανεχώρησε. Γεμάτος αποφασιστικότητα προχώρησε για την εκπλήρωση του ιερού σκοπού του. Τα λόγια του θείου Παύλου  «εμοί κόσμος εσταύρωται και εγώ τω κόσμω» (Γαλατ. στ’ 14) αντηχούσαν δυνατά μέσα του και του γέμιζαν την ψυχή από αληθινή  ευτυχία. Όλος  ο κόσμος με τις  δόξες  και  τις  τιμές  μα  και  τα  Πλούτη  και τις ηδονές  και  όλα  τα  θέλγητρά του  σταυρώθηκαν  και  νεκρώθηκαν  για  τον ευγενικό  νέο. Τίποτα  απ’ αυτά  δεν  μπορούσε να τον τραβήξει ή να τον συγκινήσει. Μα και κανένα άλλο από εκείνα που λέγονται αγαθά του κόσμου τούτου, δεν ήταν δυνατό να τον  δελεάσει  και  να του  μεταλλάξει  την αγάπη και  την  αφοσίωσή του στον  Σωτήρα  Χριστό. Καύχηση  και  χαρά  του ήταν  μόνο Αυτός, που πέθανε πάνω στον σταυρό για τις αμαρτίες του, μα και για τις αμαρτίες όλων εκείνων που θα πίστευαν  σ’ Αυτόν. Το  όνομά  Του  ανέλαβε  να  κηρύξει. Και  το  κηρύττει  παντού.
 «Ουκ  εστίν εν άλλω ουδενί  η  σωτηρία, ουδέ  γαρ όνομα  εστίν  έτερον  υπό  τον  ουρανόν το  δεδομένον εν ανθρώποις  εν  ώ  δει σωθήναι ημάς» (Πράξ. δ’ 12). Κανένα άλλο πρόσωπο δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει την σωτηρία. Κανένα άλλο όνομα δεν έχει δοθεί από μέρους του Θεού, που  να μπορεί να μας σώσει. Μόνο ο Χριστός είναι ο αληθινός Σωτήρ. Σ’ Αυτόν άς πιστέψουμε όλοι. Αυτά με παρρησία και ζωντάνια κηρύττει παντού ο  νέος Ιεραπόστολος. Και  το  κήρυγμά  του  συγκινεί  και  ενθουσιάζει. Μα  και  πείθει και  οικοδομεί. Ένα μεγάλο ποσοστό από τους ειδωλολάτρες που κατοικούσαν στις περιοχές εκείνες της Γάζας και της Νότιας Παλαιστίνης  δέχτηκαν  το κήρυγμα της σωτηρίας χάρη στον Άγιο και έγιναν χριστιανοί. Αλλά  και  οι  αιρετικοί  που ζούσαν  στα  μέρη εκείνα, στο πρόσωπο του Οσίου  βρήκαν  τον  σθεναρό  και  ακαταμάχητο  πρόμαχο  της  Ορθοδοξίας.
Αφού για ένα χρονικό  διάστημα  ο  ζηλωτής  εργάτης του  Ευαγγελίου  ασχολήθηκε  με το  ιεραποστολικό  έργο, κατόπιν  αποσύρθηκε  στην  αγαπημένη  του έρημο. Εκεί  κοντά στο λιμάνι του  Μαϊουμά προχώρησε και  έστησε το  ησυχαστήριό του. Τριάντα επτά χρόνια πέρασε στο μέρος αυτό. Τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια αυστηρής ασκήσεως.
Ένας  τρίχινος  σάκος,  που  ταλαιπωρούσε  το  κορμί  του, ήταν  το  φόρεμά  του χειμώνα – καλοκαίρι. Στον  λαιμό  έφερε  μία  δερμάτινη  λωρίδα,  δώρο του πνευματικού  του  πατέρα, του  Μεγάλου  Αντωνίου. Κατοικία του  είχε μία  σπηλιά  μ’ ένα  στενότατο  κελί. Και  τροφή του λίγα ξερά  σύκα  και  μερικά  άγρια  χόρτα. Με την αυστηρή του τούτη εγκράτεια, αλλά  και  την  θερμή  και  αδιάλειπτη  προσευχή  και  την  συνεχή  μελέτη  της  Αγίας  Γραφής  αγωνιζόταν  κάθε  μέρα  για ένα πράγμα μόνο:
Στο  πως  να  αρέσει  στον  Θεό.
Σαν το χρυσάφι που δοκιμάζεται στη φωτιά, έτσι και  αυτός  δοκιμάστηκε  τούτο  τον καιρό  από  τους  ποικίλους  πειρασμούς  που  η αγάπη του  Θεού  επέτρεψε να του έρθουν  για προσωπική του ωφέλεια  και  δοκιμή. Όμως  με  το  να έχει την  σκέψη  του στραμμένη στο θέλημα του Θεού και την καρδιά του καθαρή από κάθε ακάθαρτο λογισμό κατόρθωσε και τους πειρασμούς να ξεπεράσει και αυτός απρόσβλητος να μένει. Κάτι περισσότερο. Πέτυχε να γίνει η ψυχή του κατοικητήριο Αυτού του Αγίου Πνεύματος, ώστε  τίποτα  στον  κόσμο  να  μην  τον  φοβίζει  και  να μη  τον  ταράσσει.

Το  παρακάτω περιστατικό  είναι  ενδεικτικό  του  θάρρους  και  της  τόλμης  που διέκρινε  τον  Όσιο.
Κάποτε εκεί  στην ερημιά, στην αρχή  που  πήγε, μια  συμμορία  από  ληστές  τον  είχε επισημάνει  και  τον  πλησίασε  με  κακές  διαθέσεις.
- Τι  θα  έκαμνες, καλόγηρε, άν εδώ  στην ερημιά που  είσαι μόνος, σου επετίθεντο ληστές; τον  ρώτησε με προσποιητή  αφέλεια  ο  αρχηγός  τους.
- Τι  έχει να φοβηθεί  ένας  γυμνός  σαν  και  εμένα;  απήντησε  με πραότητα κι αταραξία  ο  ερημίτης.
- Και  άν  σε  σκοτώσουν;  πρόσθεσε  ο  ληστής.
- Ο  θάνατος  δεν  φοβίζει  εκείνον,  που  είναι  έτοιμος  να  πεθάνει,  ξανάπε  ο  ερημίτης. Ο  θάνατος κλείει τούτη την  ζωή  την  προσωρινή. Μα  ανοίγει  την  άλλη, την αιώνια, την  πραγματική. Σ’ αυτήν  βαδίζουμε  όλοι.
Τα λόγια του αυτά  και  ο  τρόπος  με  τον  οποίο τα είπε έκαμαν τους ληστές σκεφτικούς. Απομακρύνθηκαν σιωπηλοί, για να ξαναγυρίσουν σε λίγο. Κάθισαν μπροστά στο  κελί του και άρχισαν να ζητούν από αυτόν πιο  πολλές  εξηγήσεις. Στο τέλος  ομολόγησαν  τον  σκοπό τους και με δάκρυα γονάτισαν μπροστά του και ζήτησαν συγχώρηση. Ο  Άγιος  τους  συγχώρησε  και  εξακολούθησε την  διδασκαλία του. Από  την ημέρα εκείνη  συνεχίστηκαν  οι  επισκέψεις  με αποτέλεσμα  στο  τέλος  να πιστέψουν  και  να  βαπτιστούν  όχι μονάχα αυτοί, αλλά  και  άλλοι  ομοεθνείς  τους που  κατοικούσαν στην πόλη της Ιδουμαίας, Ελούζη. Έτσι ο Άγιος πήρε τον τίτλο: Απόστολος  των  Σαρακηνών.
Η φήμη της αγιότητας του οσίου διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε νωρίς πλήθη από μοναχούς συγκεντρώθηκαν γύρω του, για ν’ ακούνε τα λόγια του και  να έχουν  την πνευματική  καθοδήγησή του. Με τον  τρόπο  αυτό  πολλά  μοναστήρια  φύτρωσαν  σε όλη εκείνη την περιοχή. Για τούτο  δίκαια  θεωρείται  ο  ιερός  ασκητής  ως  ο  εισηγητής του μοναχισμού στην Παλαιστίνη, καθώς και ο Μέγας Αντώνιος εισηγητής του μοναχισμού  στην  Αίγυπτο.
Στη  μεγάλη φήμη του  Ιλαρίωνα, πολύ  συνέβαλε  και  το  θαυματουργικό  του  χάρισμα. Πολλά, πάρα πολλά θαύματα αναφέρονται σ’ αυτόν. Θεραπείες  διαφόρων ασθενειών  και  δαιμονισμένων.
Η  αγάπη  του σε όσους έπασχαν από κάτι ήταν συγκινητική. Ένα πράγμα δεν ανεχόταν  ο  καλοκάγαθος ερημίτης: Την πλεονεξία και  τη φιλαργυρία στους  μοναχούς.
Σαν παρατηρούσε μία  τέτοια  αδυναμία σε κάποιον, τότε ο  Άγιος φρόντιζε να καλέσει εκείνον τον μοναχό κοντά του και να τον συμβουλέψει. Όταν όμως εκείνος περιφρονούσε  τις  συμβουλές του  και  συνέχιζε να  διατηρεί  το πάθος του, τότε κι αυτός έσπευδε να διακόψει κάθε σχέση και   επαφή  μαζί του. Κάτι  περισσότερο. Αρνιόταν  και να τον δεχθεί να πάρει κάτι, που προερχόταν από τον κήπο του. Ένα λάχανο, για παράδειγμα  ἢ  ένα  καρπό.
Μια φορά ένας τέτοιος φιλάργυρος μοναχός, που παρά τις υποδείξεις του Αγίου, συνέχιζε να μένει  αδιόρθωτος, έστειλε λάχανα σ’ αυτόν από τον κήπό του, για να τον εξευμενίσει.
Στον μαθητή του Ησύχιο που έφερε το δώρο για να το δείξει σ’ αυτόν και να το καμαρώσει, ο συνεπής στις αρχές του ασκητής είπε: Βρωμούν  αυτά  τα  λάχανα, Ησύχιε, βρωμούν...
– Τα  έχω  πλύνει  καλά, Αββά, εξήγησε ο μαθητής.
– Και όμως σε βεβαιώνω  πως  βρωμούν, επανέλαβε ο  Άγιος. Βρωμούν  από  φιλαργυρία!
Και  δεν  τα  άγγισε. Ναι!  δεν  δέχτηκε  να τ’  αγγίσει.
Υπερβολική αυστηρότης θα πουν μερικοί. Συνέπεια λέγουμε εμείς. Συνέπεια! Το στοιχείο που λείπει από την ζωή των συγχρόνων χριστιανών. Η αρετή που πρέπει να προσεχθεί  ιδιαίτερα  σήμερα  και να γίνει  αχώριστος  σύντροφος της  όλης ζωής μας, άν θέλουμε να μη νοθευτεί περισσότερο και να  καταντήσει  αγνώριστη η  Ορθόδοξη  Πίστη μας  με  τις  συνεχείς  υποχωρήσεις  μας  και   τις  σκοπιμότητές  μας.
Οι καθημερινές επισκέψεις στο κελί του Αγίου για θεραπεία και συνομιλία  μ’ αυτόν είχαν γίνει τόσες  πολλές  με  τον  καιρό, που  ο μακάριος  ασκητής πήρε την απόφαση να φύγει  από τον τόπο  εκείνο. Και  το  έκαμε.
Παρά τις παρακλήσεις των  γνωστών του, που με  δάκρυα  τον προέπεμψαν  στο  τέλος, ο Ιλαρίων στην ηλικία των 63 περίπου χρόνων έφυγε από την Παλαιστίνη. Στην αρχή κατευθύνθηκε στην Αίγυπτο. Με συνοδεία μερικούς μαθητές του προχώρησε και έφτασε στο αναχωρητήριο του Αγίου Αντωνίου. Ο μεγάλος ερημίτης είχεν  ήδη  πεθάνει. Δύο μαθητές του ανέλαβαν την ξενάγησή τους. Με βαθιά συγκίνηση ο  Ιλαρίων και οι συνοδοί του επισκέφθηκαν και στάθηκαν  στα μέρη που  ο  θεμελιωτής  της  αγγελικής ζωής  συνήθιζε  να προσεύχεται, να  εργάζεται, να  απασχολείται...
Ύστερα  από λίγες μέρες παραμονή  τους  στον τόπο εκείνο, ο Άγιος προχώρησε με την συνοδεία του και  από τη μία έρημο  στην άλλη κατέβηκε σε μία παραλιακή πόλη της Λιβύης, την  Άβασσο.
Την εποχή αυτή στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ανέβηκε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361 – 363). Οι Αρειανοί που αναθάρρησαν από  τη  στάση  του  αυτοκράτορα άρχισαν ν’ αναζητούν τον Άγιο για να τον κακοποιήσουν. Ο Ιλαρίων σαν το έμαθε, έφυγε και  από  εκεί  και  με  πλοίο  πέρασε  στην  Σικελία  και  μετά  στην  Δαλματία.
Τα πολλά θαύματα, που με την χάρη του Θεού έκανε στα μέρη που περνούσαν, προσείλκυαν καθημερινά στον τόπο που διέμενε πλήθη ανθρώπων, που έπασχαν από διάφορες  αρρώστιες. Τούτο όμως εμπόδιζε τον  Όσιο να χαρεί τη θεόγνωστη  ησυχία  που διψούσε. Γι’ αυτό, κάποια μέρα  που  βρήκε  ένα πλοίο  που  ταξίδευε στην  Κύπρο, μπήκε μέσα  για το  νησί.
Στο ταξίδι ένα πλοίο ληστρικό τους κυνήγησε. Οι ταξιδιώτες, που το είδαν, τρόμαξαν κυριολεκτικά και  άρχισαν να κλαίνε. Ο  Άγιος όμως τους ενίσχυσε και στο τέλος τους έσωσε. Την ώρα που το εχθρικό πλοίο τους πλησίαζε και ετοιμαζόταν να τους  κτυπήσει, ο Ιλαρίων έριξε μία πέτρα ανάμεσα στα δυο πλοία. Ένα τείχος ορθώθηκε μπροστά στους ληστές που δεν τους  άφησε να προχωρήσουν. Έτσι ασφαλισμένο  πια το  πλοίο  με τον  Άγιο  συνέχισε  το ταξίδι  του  και  έφτασαν  στην Πάφο.
Η πόλη, όπως μας αναφέρει ο Άγιος Νεόφυτος, ήταν τότε καταστρεμμένη από  σεισμούς εξ αιτίας της ασέβειας των κατοίκων της. Έξω από αυτή και ανάμεσα στα ερείπια συνέχισε ο Άγιος τους ασκητικούς του  αγώνες. Επειδή όμως και στο μέρος αυτό άρχισαν να τον επισκέπτονται πολλοί για θεραπεία, δυο χρόνια μόνο  έμεινε  στον  τόπο εκείνο. Από εκεί προχώρησε και έφτασε στο μεγάλο και δύσβατο βουνό, με τα πανύψηλα δένδρα και τα πολλά νερά. Μα και τον ειδωλολατρικό ναό που ήταν αφιερωμένος κατά την παράδοση στην «θεά του έρωτα». Στον τόπο αυτό έστησε ο Άγιος το ησυχαστήριό του. Πέντε  χρόνια  έζησε  εκεί. Χρόνια  δημιουργικά, ευλογημένα.
Με την διδασκαλία του την ζωντανή και τα  πολλά  του  θαύματα  σιγά – σιγά η  λατρεία των ειδώλων εκτοπίσθηκε και την θέση της  πήρε η  αληθινή  θρησκεία  του  γλυκύτατου Ιησού.
Στην ηλικία των ογδόντα χρόνων  ο  θαυματουργός  ασκητής  αρρώστησε. Αφού  κάλεσε κοντά του τα πνευματικά του παιδιά και τα συνεβούλεψε να μένουν πιστά μέχρι θανάτου  στην  διδασκαλία του Κυρίου, τα ευλόγησε και αφήκε την  αγνή ψυχή του  να μεταπηδήσει  στους  πάμφωτους  κόσμους  του  ουρανού (371 μ.Χ.).
Οι Κύπριοι θρήνησαν με την καρδιά τους  τον  αγαπημένο  τους  ερημίτη  και  έθαψαν με μεγάλες  τιμές  το  σκήνωμά  του  στον χώρο  εκείνο.
Δυστυχώς το λείψανο του  μεγάλου  θαυματουργού  δεν  έμεινε για  καιρό  στο  νησί μας. Οι χριστιανοί της Παλαιστίνης, σαν έμαθαν τον θάνατο του Οσίου, έστειλαν εδώ τον μαθητή του  Ησύχιο, ο οποίος με τρόπο  ανέσκαψε τον τάφο. Χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας  πήρε τα ιερά λείψανα και τα μετέφερε στην  Παλαιστίνη. Εκεί  οι  χριστιανοί  τα εναπέθεσαν  με  ξεχωριστές  τιμές  στη  Μονή  του  Μαϊουμά.
Όμως άν τα ιερά λείψανα του μεγάλου ασκητή αφαιρέθηκαν και μεταφέρθηκαν  μακριά από το φιλόξενο νησί της Κύπρου, που ο ίδιος διάλεξε για επίγεια κατοικία του, η πνευματική  παρουσία  του  Αγίου  παραμένει στη  μαρτυρική  μας  πατρίδα.  Παραμένει με τα θαύματα που γίνονται ακόμη και σήμερα στον τόπο όπου θάφτηκε αρχικά. Παραμένει ακόμη με τους ναούς που έχουν αφιερωθεί στην χάρη του και τις  πάμπολλες εικόνες  του  που  είναι  εγκατεσπαρμένες  στο νησί μας.
Όλα αυτά αποτελούν μία ζωντανή πνευματική παρουσία του Αγίου στον τόπο μας. Γιατί  όλα  αυτά μας  μιλούν για  τον  φλογερό  και ακατάβλητο  αγωνιστή του καλού και της  αρετής. Τον  αγωνιστή με την  Αγία  ζωή, την ζωή της  συνέπειας  και του ηρωισμού. Τον αγωνιστή που πάλεψε και νίκησε  την σάρκα και τον κόσμο  της  αμαρτίας.  Αλλά  και τον αγωνιστή που ζητάει και θέλει μιμητές. «Μιμητοί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού» μας φωνάζει. Θα θελήσουμε οι σημερινοί κάτοικοι του πονεμένου αυτού νησιού ν’ αφουγκρασθούμε και ν’ ακούσουμε την σωστική τούτη πρόσκληση; Θα θελήσουν προ παντός οι νέοι του καιρού μας να τραβήξουν κόντρα στο ρέμα της σαρκολατρείας για να ζήσουν μία ζωή ανώτερη, μια ζωή αγνή, και αληθινά χριστιανική; Το ευχόμαστε μετά κραυγής ισχυράς. Τοις του Αγίου  Ιλαρίωνος  πρεσβείαις ο  Θεός, ελέησον  και  σώσον  ημάς. Αμήν.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.         
Ἐγκρατείας τῇ αἴγλῃ λαμπρυνθεὶς τὴν διάνοιαν, ἤστραψας θαυμάτων ἀκτῖνας Ἱλαρίων Πατὴρ ἡμῶν, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, καὶ στῦλος εὐσεβείας θεαυγής, καταυγάζων τῇ ἐνθέῳ σου βιοτῇ, τοὺς πίστει προσιόντας σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος.     
Ὡς φωστῆρα ἄδυτον, τοῦ νοητοῦ σε Ἡλίου, συνελθόντες σήμερον, ἀνευφημοῦμεν ἐν ὕμνοις· ἔλαμψας, τοῖς ἐν τῷ σκότει τῆς ἀγνωσίας, ἅπαντας, ἀναβιβάζων πρὸς θεῖοv ὕψος, Ἱλαρίων τοὺς βοῶντας· χαίροις ὦ Πάτερ, τῶν Ἀσκητῶν ἡ κρηπίς.


Μεγαλυνάριον.
῎Ωφθης ὡς ἐλαία καρποτελής, ἐν οἴκῳ Κυρίου, Ἱλαρίων Πατῆρ ἡμῶν, ἔργων σου ἐλαίῳ, φαιδρῶς καθιλαρύνων, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, σὲ μεγαλύνουσαν.