26/9/13

Μετάστασις Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου

Ἀρκετοὶ εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Ἰωάννης δὲν πέθανε, ἀλλὰ μετατέθηκε στὴν ἄλλη ζωή, ὅπως ὁ Ἐνὼχ καὶ ὁ Ἠλίας. Ἀφορμὴ γι' αὐτὴ τὴν ἄποψη ἔδωσε τὸ γνωστὸ εὐαγγελικὸ χωρίο, Ἰωάννου κα’ 22. Ὅμως, ὁ ἀμέσως ἑπόμενος στίχος κα’ 23 διευκρινίζει τὰ πράγματα.
Ἡ παράδοση ποὺ ἀσπάσθηκε ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ ἕξης: Ὁ Ἰωάννης σὲ βαθειὰ γεράματα πέθανε στὴν Ἔφεσο καὶ τάφηκε ἔξω ἀπ’ αὐτήν. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες, ὅταν οἱ μαθητὲς του ἐπισκέφθηκαν τὸν τάφο, βρῆκαν αὐτὸν κενό.
Ἡ Ἐκκλησία μας, λοιπόν, δέχεται ὅτι στὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου συνέβη ὅτι καὶ μὲ τὴν Παναγία μητέρα Του. Δηλαδή, ὁ Ἰωάννης ναὶ μὲν πέθανε καὶ ἐτάφη, ἀλλὰ μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε καὶ μετέστη στὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος, νὰ τί λέει σχετικά:
«Ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν, ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει». Ἐκεῖνος, δηλαδή, ποὺ εἶναι ἑνωμένος μέσῳ τῆς πίστης μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἔχει δικό του, ἔχει τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή. Ἐκεῖνος, ὅμως, ποὺ δὲν ἔχει τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔχει ὑπ’ ὄψιν του πὼς δὲν ἔχει καὶ τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπης ὡς ἔμπλεως, τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῷ στήθει ἀνέπεσας, καὶ ἐμυήθης σαφῶς, τὴν γνῶσιν τὴν ἄρρητον. Ὅθεν θεολογίας, θεῖον ὄργανον ὤφθης, Ἀπόστολε Ἰωάννη, καὶ φωστὴρ εὐσεβείας· διὸ Εὐαγγελιστά σε, πόθῳ γεραίρομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖά σου Παρθένε τὶς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς Θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Προσελθὼν Ἀπόστολε, τοῦ Διδασκάλου τῷ στήθει, ἐξ αὐτοῦ ἀντλήσας δέ, θεολογίας τὰ ῥεῖθρα, ἅπασαν, τὴν οἰκουμένην τερπνῶς ἀρδεύεις, νάμασι, τοῖς ζωηφόροις καὶ ἀθανάτοις· διὸ χαῖρέ σοι βοῶμεν, ὦ Ἰωάννη, θεολογίας πηγή.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς ἠγαπημένος τῷ Ἰησοῦ, τῆς θεολογίας, ἐμυήθης τὸν θησαυρόν· ὅθεν Ἰωάννη, Ἀπόστολον θεόπτην, καὶ μύστην τῶν ἀρρήτων, σὲ μεγαλύνομεν.

Μετάστασις Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου

Ἀρκετοὶ εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Ἰωάννης δὲν πέθανε, ἀλλὰ μετατέθηκε στὴν ἄλλη ζωή, ὅπως ὁ Ἐνὼχ καὶ ὁ Ἠλίας. Ἀφορμὴ γι' αὐτὴ τὴν ἄποψη ἔδωσε τὸ γνωστὸ εὐαγγελικὸ χωρίο, Ἰωάννου κα’ 22. Ὅμως, ὁ ἀμέσως ἑπόμενος στίχος κα’ 23 διευκρινίζει τὰ πράγματα.
Ἡ παράδοση ποὺ ἀσπάσθηκε ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ ἕξης: Ὁ Ἰωάννης σὲ βαθειὰ γεράματα πέθανε στὴν Ἔφεσο καὶ τάφηκε ἔξω ἀπ’ αὐτήν. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες, ὅταν οἱ μαθητὲς του ἐπισκέφθηκαν τὸν τάφο, βρῆκαν αὐτὸν κενό.
Ἡ Ἐκκλησία μας, λοιπόν, δέχεται ὅτι στὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου συνέβη ὅτι καὶ μὲ τὴν Παναγία μητέρα Του. Δηλαδή, ὁ Ἰωάννης ναὶ μὲν πέθανε καὶ ἐτάφη, ἀλλὰ μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε καὶ μετέστη στὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος, νὰ τί λέει σχετικά:
«Ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν, ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει». Ἐκεῖνος, δηλαδή, ποὺ εἶναι ἑνωμένος μέσῳ τῆς πίστης μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἔχει δικό του, ἔχει τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή. Ἐκεῖνος, ὅμως, ποὺ δὲν ἔχει τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔχει ὑπ’ ὄψιν του πὼς δὲν ἔχει καὶ τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπης ὡς ἔμπλεως, τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῷ στήθει ἀνέπεσας, καὶ ἐμυήθης σαφῶς, τὴν γνῶσιν τὴν ἄρρητον. Ὅθεν θεολογίας, θεῖον ὄργανον ὤφθης, Ἀπόστολε Ἰωάννη, καὶ φωστὴρ εὐσεβείας· διὸ Εὐαγγελιστά σε, πόθῳ γεραίρομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖά σου Παρθένε τὶς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς Θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Προσελθὼν Ἀπόστολε, τοῦ Διδασκάλου τῷ στήθει, ἐξ αὐτοῦ ἀντλήσας δέ, θεολογίας τὰ ῥεῖθρα, ἅπασαν, τὴν οἰκουμένην τερπνῶς ἀρδεύεις, νάμασι, τοῖς ζωηφόροις καὶ ἀθανάτοις· διὸ χαῖρέ σοι βοῶμεν, ὦ Ἰωάννη, θεολογίας πηγή.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς ἠγαπημένος τῷ Ἰησοῦ, τῆς θεολογίας, ἐμυήθης τὸν θησαυρόν· ὅθεν Ἰωάννη, Ἀπόστολον θεόπτην, καὶ μύστην τῶν ἀρρήτων, σὲ μεγαλύνομεν.

Ἀνακομιδὴ Τιμίας Κάρας τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου

Ἡ Ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ἔγινε στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1964, καὶ ματακομίσθησαν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ρώμης στὴν πόλη τοῦ μαρτυρίου του, τὴν Πάτρα.
Τὸν βίο τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, μπορεῖτε νὰ διαβάσετε τὴν 30ηΝοεμβρίου, ὅπου τιμᾶται ἡ μνήμη του.

25/9/13

Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη

Ἦταν μοναχοκόρη καὶ πολὺ πλούσια. Ὃ πατέρας της Παφνούτιος ἦταν ὁ πλουσιότερος τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του διακρίνονταν γιὰ τὴν θερμὴ πίστη τους στὸν Θεό.
Δώδεκα χρονῶν ἡ Εὐφροσύνη ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ μητέρα, καὶ ὁ πατέρας της ἀφοσιώθηκε ἀκόμα πιὸ φιλόστοργα στὴν ἐπιμέλεια τῆς κόρης του. Ὅταν ἡ Εὐφροσύνη ἔφθασε στὸ 18ο ἔτος τῆς ἡλικίας της, ὁ πατέρας της θέλησε νὰ τὴν παντρέψει μὲ ἕναν νέο ὑψηλῆς κοινωνικῆς τάξης. Ὅμως τὴν ψυχὴ τῆς Εὐφροσύνης εἶχε καταλάβει ὁ θεῖος ἔρωτας. Ὁ γάμος καὶ οἱ κοσμικότητες θὰ τῆς ἦταν ἐμπόδιο νὰ ἀφιερωθεῖ συστηματικὰ στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴν ὑπηρεσία τοῦ πλησίον.
Γι’ αὐτὸ κάποια μέρα, ἀφοῦ διαμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς φτωχούς, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες, κατέληξε μεταμφιεσμένη ἀνδρικὰ σὲ κοινόβιο ἀνδρικὸ μοναστῆρι. Ἐκεῖ πῆρε τὸ ὄνομα Σμάραγδος καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ θαύμαζαν τὸν πνευματικό της ἀγῶνα καὶ τὴ διακονία ποὺ πρόθυμα πρόσφερε σὲ ὅλους. Ἔζησε στὸ μοναστῆρι 38 χρόνια. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς της συναντήθηκε καὶ μὲ τὸν πατέρα της, ὅταν καὶ αὐτὸς ἔγινε μοναχὸς στὸ ἴδιο μοναστῆρι.
Ἔτσι, μὲ τὴν ζωή της ἡ Εὐφροσύνη μᾶς ὑπενθυμίζει τὰ λόγια της Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ λένε: «ἀρνησάμενοι τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι». Δηλαδή, ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ματαίου καὶ ἁμαρτωλοῦ αὐτοῦ κόσμου, νὰ ζήσουμε στὸν παρόντα αἰῶνα μὲ ἐγκράτεια στὴν ζωή μας, μὲ δικαιοσύνη πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας καὶ μὲ εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς παρθένος φρονίμη καὶ ἀδιάφθορος, κατηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ προσκαίρων τὴν χλιδὴν ἐμφρόνως ἔλιπες· ὅθεν ἐν μέσῳ τῶν ἀνδρῶν, ὡς ἀμόλυντος ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καὶ τοῦ Βελίαρ τὰ κέντρα, τῇ πολιτείᾳ σου ἀπήμβλυνας.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω ζωῆς, ποθοῦσα, τὴν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καὶ σαυτὴν κατέμιξας, ἀναμέσον ἀνδρῶν παναοίδιμε· διὰ Χριστὸν γὰρ τὸν νυμφίον σου, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης πρόξενος ἡ βιοτή σου, τοῖς ἐν κόσμῳ γέγονε, προτυπωθείσης ἐναργῶς, τῇ φερωνύμῳ σου πένσεμνε, προσηγορίᾳ Εὐφροσύνη ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον.
Μνήστορα λιποῦσα τὸν γεηρόν, φαιδρῶς ἐνυμφεύθης, τῷ ὡραίῳ κάλλει Χριστῷ, δι’ ἀμέμπτου βίου, Ὁσία Εὐφροσύνη, δι’ οὗ ἀεὶ εὐφραίνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.

24/9/13

Ἡ Ἁγία Θέκλα ἡ Ἰσαπόστολος

Γεννήθηκε ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια στὸ Ἰκόνιο. Μνηστεύθηκε μὲ κάποιο νέο, τὸ Θάμυρη, μὲ τὸν ὁποῖο ἔμελλε νὰ συζευχθεῖ.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε στὸ Ἰκόνιο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι ἐνὸς εὐσεβῆ ἄνδρα, τοῦ Ὀνησιφόρου, μετέπειτα ἀποστόλου ( 7 Σεπτεμβρίου). Ἡ συνεχὴς προσέλευση στὸ θεῖο κήρυγμα προσείλκυσε τὴν προσοχὴ τῆς Θέκλας. Καὶ κάποια νύκτα, μέσα στὸ ἀκροαζόμενο πλῆθος ἦταν καὶ αὐτή. Τὰ λόγια ποὺ ἄκουσε τὴν τράβηξαν τόσο πολύ, ὥστε τὴν ἔκαναν νὰ ἐπανέλθει πολλὲς φορὲς νὰ ἀκούσει τὸν Ἀπ. Παῦλο.
Αὐτό, ὅμως, ὅταν τὸ ἔμαθαν ἡ μητέρα της καὶ ὁ μνηστήρας της, προκειμένου νὰ τὴν ἐπαναφέρουν στὴν εἰδωλολατρία συκοφάντησαν τὸν Ἀπ. Παῦλο, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἡγεμώνας Καστίλλιος νὰ τὸν φυλακίσει καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν διώξει ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀλλὰ ἡ Θέκλα εἶχε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ δοθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴ διακονία τοῦ Εὐαγγελίου.
Συγγενεῖς καὶ πρώην φίλοι της τὴν πολέμησαν ἀνελέητα. Αὐτὴ ὅμως, εἶχε στὴ θύμησή της τὰ λόγια τοῦ διδασκάλου τῆς Ἀπ. Παύλου: «Θύρα μοὶ ἀνέωγε μεγάλη καὶ ἐνεργής, καὶ ἀντικείμενοι πολλοί». Μοῦ ἀνοίχτηκε, δηλαδή, πόρτα μεγάλη, γιὰ καρποφόρα Ἱεραποστολικὴ δράση. Καὶ γι’ αὐτό, λόγω τοῦ φθόνου ποὺ ἔχει ὁ σατανᾶς γιὰ κάθε καλό, πολλοὶ καὶ τώρα παρουσιάζονται ἐνάντιοι καὶ πολέμιοι.
Τελικὰ ἡ Θέκλα στὴν πορεία τῆς Ἱεραποστολικῆς της δράσης πέρασε πολλὰ μαρτύρια, ἀπὸ τὰ ὁποία, ὅμως, μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βγῆκε ἄθικτη.
Πέθανε 90 χρονῶν σὲ κάποιο ὄρος τῆς Σελεύκειας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρὰ τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς, Χριστὸν ἀγαπήσασα· σὺ γὰρ τῆς εὐσεβείας, πτερωθεῖσα τῷ πόθῳ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, Ἰσαπόστελε Θέκλα· διὸ σὲ ὁ Πανοικτίρμων νύμφην ἠγάγετο.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς παρθενίας τῷ κάλλει ἐξέλαμψας, μαρτυρίου στεφάνῳ κεκόσμησαι, ἀποστολὴν πιστεύῃ Παρθένε ὡς ἔνδοξος· καὶ τοῦ πυρὸς μὲν τὴν φλόγα, εἰς δρόσον μετέβαλες, τοῦ ταύρου δὲ τὸν θυμόν, προσευχῇ σου ἡμέρωσας, ὦ Πρωτόαθλε.

Μεγαλυνάριον.
Παύλου λαμπρυνθεῖσα ταῖς ἀστραπαῖς, ὅλη καλὴ ὤφθης, ὅλη ἄμωμος τῷ Χριστῷ, Θέκλα Πρωτομάρτυς, ὑπερφυέσιν ἄθλοις, ὧν φαίδρυνον τῇ δόξῃ τοὺς σὲ γεραίροντας.

Μνήμη Θαύματος τῆς Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας τῆς Μυρτιδιωτίσσης

Τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώρα στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Μυρτιδίων στὸ νησὶ Κύθηρα, ὅταν θεράπευσε παράλυτο.
Λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὶς παραδόσεις τῆς εὑρέσεως τῆς Ἁγίας εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιωτίσσης, βλέπε στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ, αὐτὴ τὴν ἡμέρα, τόμος 9οςσελίδα 514, ἔκδοση 5η, 1992.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς κρήνη ἀκένωτος, τῶν παρὰ σοὶ ἀγαθῶν, Εἰκών σου ἡ πάνσεπτος, τοῖς Κυθηρίοις ἁγνή, ἐδόθη κραυγάζουσι· χαῖρε ἡ προστασία, πάντων τῶν δεομένων· χαῖρε ἡ σωτηρία, τῶν τιμώντων σε πόθῳ· χαῖρε ἡ τῷ παραλύτῳ, τὴν ἴασιν βραβεύσασα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ Θεοτόκῳ οἱ πιστοὶ νῦν προσπελάσωμεν
Ὡς χορηγούσῃ δαψιλῶς πᾶσιν ἰάματα,
Ἀναμέλποντες ἐφύμνια μετὰ πόθου.
Ἀλλ’ ὡς ἤγειρας παράλυτον, Θεόνυμφε,
Ἀπὸ πάσης ἡμᾶς ῥῦσαι περιστάσεως
Τοὺς σοὶ κράζοντας· χαῖρε δόξα παγκόσμιος.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης τῶν Κυθήρων καταφυγή, ἐξαιρέτῳ τρόπῳ, ἀναβλύζουσα ἐν αὐτοῖς, ἐκ τῆς σῆς Εἰκόνος, προνοίας σου τὰ ῥεῖθρα, ὦ Κεχαριτωμένη· διὸ ὑμνοῦμέν σε.

Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἁγιορείτης

Ἔγινε γνωστὸς πρὶν ἀκόμα ἁγιοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὸ βιογραφικὸ ἔργο «Ὁ γέροντας Σιλουανὸς τοῦ Ἄθω», ποὺ τὸ συνέγραψε μὲ ὡραῖο τρόπο ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου στὸ Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, ποὺ ἔζησε κοντὰ στὸν Ἅγιο γιὰ πολὺ καιρὸ στὸν Ἄθω.
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν Σωφρόνιο, ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ἀσκήθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ 46 ὁλόκληρα χρόνια καὶ συγκεκριμένα στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα.
Γεννήθηκε τὸ 1866 στὸ χωριὸ Σόβοκ τῆς ἐπαρχίας Λεμπεντιάσκ τῆς Ρωσίας καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Συμεὼν Ἰβάνοβιτς Ἀντόνωφ. Στὴ Ρωσία ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ξυλουργοῦ.
Στὸ Ἅγιο Ὅρος ἦλθε τὸ 1892 καὶ ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Τὸ 1911 ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ στολίστηκε μὲ πολλὲς ἅγιες ἀρετὲς καὶ γέμισε ὅλος ἀπὸ Θεῖο φῶς. Τὸ 1905 βγῆκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια τῆς πατρίδας του.
Ἀπεβίωσε στὶς 24 Σεπτεμβρίου τοῦ 1938 καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρόσφατα τὸν ἁγιοποίησε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἐφάμιλλος, καὶ κοινωνὸς ἀληθῶς, ἐσχάτοις ἐν ἔτεσι, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, ἐδείχθης μακάριε. Ὅθεν Σιλουανέ σε, ἡ οὐράνιος δόξα, δέδεκται μετὰ τέλος, σὺν Ὁσίοις Πατράσι· μεθ’ ὧν καὶ καθικέτευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Ὁσίων σύσκηνος τῶν πάλαι ὤφθης, ἐναρέτοις πράξεσι, Χριστὸν δοξάσας ἐπὶ γῆς, Σιλουανὲ παναοίδιμε, καὶ ἐκομίσω τὸν ἄφθαρτον στέφανον.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις θεοφόρε Σιλουανέ, ὁ ἐσχάτοις χρόνοις, διαλάμψας ἀσκητικῶς· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ὑπόδειγμα Πατέρων, καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης, ἡμῶν θερμότατος.

23/9/13

Ἡ Ἁγία Ραΐς ἡ παρθένος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Βάταν (ἢ Τάμαν) τῆς Αἰγύπτου καὶ ἦταν θυγατέρα κάποιου Πέτρου. Ἀπὸ 12χρονών ἔγινε μοναχή.
Ὅταν κάποτε πῆγε στὴν πηγή, μαζὶ μὲ ἄλλες παρθένες, γιὰ νὰ φέρει νερό, εἶδε πλῆθος χριστιανῶν τοὺς ὁποίους εἶχε δεμένους ὁ ἡγεμόνας Λουκιανός. Τότε καὶ αὐτὴ πῆγε καὶ ἔσμιξε μὲ τὸ πλῆθος αὐτό. Ὁ δὲ δεσμοφύλακας, τὴ συμβούλεψε νὰ ἀπομακρυνθεῖ γιὰ νὰ μὴ χάσει τὴ ζωὴ της μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους. Ἡ δὲ Ἁγία Ραΐς ὄχι μόνο δὲν ἔφυγε, ἀλλὰ μὲ εὐτολμία παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, περιγέλασε τοὺς θεούς του καὶ τὸν ἔφτυσε κατάμουτρα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς εἰρωνεύτηκε τὸν Χριστό.
Ἀμέσως τότε τὴ βασάνισαν φρικτὰ καὶ στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν, παίρνοντας ἔτσι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Οἱ Ὁσίες Ξανθίππη καὶ Πολυξένη

Ἦταν Ἰσπανίδες ἀδελφὲς καὶ ἔζησαν στὰ μέσα τοῦ πρώτου αἰώνα μ.Χ., ὅταν Καίσαρ ἦταν ὁ Κλαύδιος ὁ Α’.
Ἡ Ξανθίππη μαζὶ μὲ τὸν σύζυγο της Πρόβο, διδάχτηκε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, καὶ ἦλθε σ’ αὐτή, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.
Ἡ Πολυξένη ἀφοῦ πῆγε στὴν Ἀνατολή, βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν πρωτόκλητο Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Καὶ οἱ δυὸ ἀδελφές, ἐργάστηκαν γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ὁδήγησαν σ’ αὐτὴν πολλὲς γυναῖκες.
Πέθαναν καὶ οἱ δυὸ εἰρηνικὰ σὲ προχωρημένη ἡλικία, χωρὶς νὰ πάψουν μέχρι καὶ τὴν τελευταία τους πνοὴ νὰ στηρίζουν τὶς ἀσθενικὲς ψυχὲς στὴ χριστιανικὴ ἐλπίδα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὸ φῶς δεχθεῖσα, ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσεβείας, Πολυξένη Ὁσία θεόληπτε· καὶ ἐν τῷ βίῳ Χριστὸν ἐμεγάλυνας, σὺν τῇ συγχρόνῳ ἀμέμπτοις σου πράξεσι· μεθ’ ἧς πρέσβευε Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Πολυτρόποις πράξεσιν ὁσίου βίου, Πολυξένη πάνσεμνε, Χριστῷ λατρεύσασα πιστῶς, τῆς ἄνω δόξης ἠξίωσαι, ὐπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς ἱκετεύουσα.

Μεγαλυνάριον.
Βίον διελθοῦσα ἀσκητικόν, Μῆτερ Πολυξένη, σὺν ὁμαίμονι τῇ σεμνῇ, σὺν αὐτῇ μετέσχες, τῆς ἄνω κληρουχίας, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, τὸ θεῖον ἔλεος.

Σύλληψις τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννη

Ἔτσι προφήτευσε ὁ προφήτης Ἠσαΐας γιὰ τὸν Πρόδρομο τοῦ Κυρίου, Ἰωάννη: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». Δηλαδή, φωνὴ ἀνθρώπου, ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο καὶ λέει: «Ἑτοιμάστε τὸν δρόμο, ἀπ’ ὅπου θὰ ἔλθει ὁ Κύριος σὲ σᾶς. Κάνετε ἴσιους καὶ ὁμαλοὺς τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ περάσει». Ξεριζῶστε, δηλαδή, ἀπὸ τὶς ψυχές σας τὰ ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ρίξτε μακριὰ τὰ λιθάρια τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς πώρωσης καὶ καθαρίστε μὲ μετάνοια τὸ ἐσωτερικό σας, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Κύριο.
Ἡ φωνὴ αὐτή, ποὺ ἦταν ὁ Ἰωάννης, γεννήθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Ὁ Πατέρας του Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας. Τὴν ὥρα τοῦ θυμιάματος μέσα στὸ θυσιαστήριο, εἶδε ἄγγελο Κυρίου, ποὺ τοῦ ἀνήγγειλε, ὅτι θὰ ἀποκτοῦσε γιὸ καὶ θὰ ὀνομαζόταν Ἰωάννης. Ὁ Ζαχαρίας σκίρτησε ἀπὸ χαρά, ἀλλὰ δυσπίστησε. Ἡ γυναῖκά του ἦταν στείρα καὶ γριά, πῶς θὰ γινόταν αὐτὸ ποὺ ἄκουγε; Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε ὅτι γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ ἡ δυσπιστία του, μέχρι νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς θὰ ἔμενε κωφάλαλος. Πράγματι, ἡ Ἐλισάβετ συνέλαβε, καὶ μετὰ ἐννιὰ μῆνες ἔκανε γιό. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες, στὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ, οἱ συγγενεῖς θέλησαν νὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ὅμως, ὁ Ζαχαρίας, ἔγραψε ἐπάνω σὲ πινακίδιο τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Ἀμέσως δέ, λύθηκε ἡ γλώσσα του, καὶ ἡ χαρὰ γιὰ ὅλους ἦταν μεγάλη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡ πρῴην οὐ τίκτουσα, στεῖρα εὐφράνθητι. Ἰδοὺ γὰρ συνέλαβες, Ἡλίου λύχνον σαφῶς, φωτίζειν τὸν μέλλοντα, πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, ἀβλεψίᾳ νοσοῦσαν. Χόρευε Ζαχαρία, ἐκβοῶν παρρησίᾳ· Προφήτης τοῦ Ὑψίστου, ἐστὶν ὁ μέλλων τίκτεσθαι.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Εὐφραίνεται λαμπρῶς, Ζαχαρίας ὁ μέγας, καὶ ἡ πανευκλεής, Ἐλισάβετ ἡ σύζυξ, ἀξίως συλλαμβάνουσα, Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, ὃν Ἀρχάγγελος, εὐηγγελίσατο χαίρων, καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀξιοχρέως τιμῶμεν, ὡς μύστην τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον.
Στεῖρα καὶ πρεσβῦτις θείᾳ βουλῇ, καρπὸν συλλαμβάνει, τὸν ὑπέρτερον Προφητῶν, τὸν τὴν ἀκαρπίαν, ψυχῶν μέλλοντα τέμνειν, ἀξίνῃ μετανοίας· ὃν μεγαλύνομεν.

22/9/13

Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Θαυματουργὸς


Πατρίδα του ἦταν ἡ Σινώπη τοῦ Εὐξείνου Πόντου.
Οἱ γονεῖς του Πάμφυλος καὶ Μαρία μεταλαμπάδευσαν στὸν Φωκᾶ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία τὴν φλόγα τῆς ἁγνῆς πίστης τους καὶ τὴν θερμὴ εὐσέβειά τους.
Ὁ Φωκᾶς ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἐντρυφοῦσε στὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἰδιαίτερα τὸν διέκρινε ἦταν ἡ θερμὴ καὶ εἰλικρινὴς ἀγάπη ποὺ εἶχε πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς συνανθρώπους του. Διότι ὁδηγὸ στὴν ἀγάπη του αὐτὴ εἶχε πάντα τὰ θεόπνευστα λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει,... ὁ δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτία ἐστι». Ἐκεῖνος, δηλαδή, ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφόν του, μένει μέσα στὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ φῶς. Ἐνῶ ἀντίθετα, ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του, μένει μέσα στὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ σκοτάδι.
Ὁ Φωκᾶς, λοιπόν, μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ τὸν διέκρινε, ἔγινε ἐπίσκοπος Σινώπης καὶ κήρυττε ἄφοβα τὸ Εὐαγγέλιο. Μὲ τὰ θαύματα δέ, ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ πράττει, κατόρθωσε νὰ φέρει πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Τελικὰ μαρτύρησε ἐπὶ Τραϊανοῦ, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καυτὸ λουτρό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τοῦ Πνεύματος, ὀφθεὶς δοχεῖον λαμπρόν, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν παρ’ αὐτοῦ δωρεάν, Φωκᾶ ἱερώτατε· ὅθεν ἱερουργήσας, τῷ Σωτῆρι ὁσίως, ἔπιες ἐν ἀθλήσει, τὸ ποτήριον τούτου· ᾧ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν πλουσιόδωρον χάριν, ὡς πηγὴν θεόβρυτον, ἐν τῇ ψυχῇ κεκτημένος, ἔσβεσας, πόνων ἱδρῶσι πλάνης τὴν φλόγα, βρύεις δὲ, θαυμάτων ῥεῖθρα τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κλέος Ἱερέων, καὶ τῶν Μαρτύρων Φωκᾶ μακάριε.

Μεγαλυνάριον.
Τοῦ Εὐαγγελίου μυσταγωγός, ἱερῶν θαυμάτων, θεοδόξαστος αὐτουργός, Ἐκκλησίας στῦλος, Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐδείχθης διασώζων, τοὺς προσιόντας σοι.

21/9/13

Ὁ Ἅγιος Κοδρᾶτος ὁ Ἀπόστολος ὁ ἐν Μαγνησίᾳ

Τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἀποστόλου τοῦ Θεοῦ, Πέτρου, συμβουλεύουν: «Ἕτοιμοι ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτούντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμὶν ἐλπίδος μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου», ποὺ σημαίνει, νὰ εἶστε πάντοτε ἕτοιμοι γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖτε καὶ νὰ ὑπερασπίσετε τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου στὸν καθένα πού σᾶς ζητᾶ λόγο καὶ ἀπόδειξη γι’ αὐτὰ ποὺ ἐλπίζετε νὰ ἀπολαύσετε στὸ μέλλον, καὶ γιὰ τὰ ὁποία μας περιγελοῦν οἱ ἄπιστοι. Νὰ ἀπολογηθεῖτε ὅμως, χωρὶς ἐξάψεις καὶ φανατισμό, ἀλλὰ μὲ πραότητα καὶ μὲ φόβο Θεοῦ.
Ἕνας τέτοιος μέγας ἀπολογητὴς ἦταν καὶ ὁ ἀπόστολος Κοδρᾶτος. Ἄνδρας σεμνός, σοφός, πολυμαθέστατος καὶ μὲ ἄριστη διαλεκτικὴ ἱκανότητα. Ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, στὴν πόλη ποὺ ἀνθοῦσαν ἀκόμα οἱ διάφορες φιλοσοφικὲς σχολὲς καὶ χρειαζόταν ἐπίσκοπος μὲ μεγάλη ἀπολογητικὴ ἱκανότητα.
Ὁ Κοδράτος ἔχοντας αὐτὰ τὰ προσόντα, ἐργάστηκε μὲ ζῆλο, προσευχὴ καὶ πραότητα. Ἔτσι κατάφερε νὰ φωτίσει σὲ πολλοὺς τὸν δρόμο τῆς Ἀλήθειας καὶ νὰ φιμώσει τοὺς φιλοσοφοῦντες. Αὐτοί, μὴ μπορώντας νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν μὲ λόγια, τὸν ἔδιωξαν μὲ τὴ βία ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
Τὸ φρόνημα, ὅμως, τοῦ Κοδράτου δὲν κάμφθηκε. Πῆγε στὴν Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου μὲ παρρησία κήρυξε καὶ ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔγραψε, μάλιστα, καὶ ἀπολογία γιὰ τὸ χριστιανισμὸ στὸν Ἀδριανό. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀδριανοῦ ἦταν νὰ τὸν φονεύσει. Ἔτσι ὁ μέγας ἀπολογητὴς πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Σοφίας ταῖς ἀκτῖσι φαιδρύνας σου τὸν βίον, εἴλκυσας τοῦ Πνεύματος μάκαρ τὴν πυρίπνοον χάριν, καὶ ηὔγασας δόγματα ζωῆς, Κοδρᾶτε ὡς Ἀπόστολος Χριστοῦ· διὰ τοῦτο ὡς φωστῆρά σε ἀπλανῆ, γεραίροντες ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς Ἱεράρχην τίμιον, καὶ Ἀθλητὴν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη προσάγει σοι Κύριε, Κοδρᾶτον τὸν Ἀπόστολον· καὶ τοῖς ὕμνοις γεραίρει τὴν σεπτὴν αὐτοῦ μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε πταισμάτων ἄφεσιν, δι’ αὐτοῦ δωρηθῆναι, τοῖς μέλπουσι τοῦτον Εὔσπλαγχνε.

Μεγαλυνάριον.
Ἱερῶν δογμάτων ὑφηγητά, στόμα εὐσεβείας, πνευματέμφορον καὶ τερπνόν, κοινωνὲ Μαρτύρων, Ἀπόστολε Κοδρᾶτε, μετάδος τῇ ψυχῇ μου, ἐκ τῆς σῆς χάριτος.

Ὁ Προφήτης Ἰωνὰς

Ἔζησε ἐπὶ τῶν βασιλέων Ἀμασίου καὶ Ἱεροβοάμ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἀμαθὶ καὶ εἶχε πατρίδα τὴν Γεχθοφέρ, τῆς φυλῆς Ζαβουλῶν.
Ὁ Ἰωνὰς ἦταν αὐτός, ποὺ μὲ θεία νεύση ἐνθάρρυνε τὸν Ἱεροβοὰμ σὲ πόλεμο κατὰ τοῦ ἄρχοντα τῆς Συρίας, ποὺ κατέληξε σὲ νίκη τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἀποκατάσταση τῶν συνόρων του.
Ὁ Ἰωνὰς φέρεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πέμπτος μεταξὺ τῶν μικρῶν λεγόμενων προφητῶν. Βρίσκουμε δὲ γι’ αὐτὸν στὸ ὁμώνυμο βιβλίο, ποὺ κυρίως τὸν ἔκανε γνωστὸ λόγω τῆς ἱερῆς δραματικότητός του. Ὁ Κύριος τὸν εἶχε διατάξει νὰ πάει στὴ Νινευή, ἕδρα πλάνης μάταιων καλλωπισμῶν καὶ ὀργίων, γιὰ νὰ κηρύξει σ’ αὐτὴν καὶ νὰ προφητέψει τὴν καταστροφή της. Ὁ Ἰωνὰς ὅμως, ἀποφάσισε νὰ λησμονήσει τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκρινε καλὸ νὰ πάει σὲ μία ἄλλη πόλη, στοὺς Θαρσεῖς.
Ξεκίνησε λοιπὸν τὸ ταξίδι του μὲ πλοῖο, ἀλλὰ στ’ ἀνοιχτὰ ἔπιασε μεγάλη τρικυμία. Τότε ἔριξαν κλῆρο, γιὰ νὰ δοῦν ποιὸς εἶναι ὑπεύθυνός τοῦ κάκου ποὺ τοὺς βρῆκε. Καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσε στὸν Ἰωνά, ποὺ εἶχε παρακούσει τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἡ τρικυμία σταμάτησε. Ἀλλὰ καὶ τὸν Ἰωνά, τὸν κατάπιε ἕνα μεγάλο κῆτος χωρὶς νὰ τὸν φάει καὶ μετὰ τρεῖς μέρες καὶ νύκτες τὸν ἔβγαλε στὴν ξηρὰ σῶο καὶ ἀβλαβῆ.
Τότε ὁ Ἰωνὰς πῆγε στὴ Νινευή, προφήτεψε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς καὶ οἱ Νινευΐτες μετάνιωσαν, νήστεψαν 40 μέρες καὶ ἔτσι ἡ πόλη τους σώθηκε ἀπ’ τὴν καταστροφή. Διότι ἡ μετάνοια φέρει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πάνω ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη Του.
Ὁ Ἰωνὰς πέθανε στὴ γῆ Σαραάρ, κοντὰ στὴ βελανιδιὰ τῆς Δεβόρας καὶ τάφηκε μέσα σὲ σπηλιά. Βέβαια ἄλλα γεγονότα τῆς ζωῆς του μαθαίνουμε στὴν Π.Δ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σάλπιγξ εὔηχος, θείων κριμάτων, κόσμῳ πέφηνας, ἀναφωνοῦσα, Ἰωνᾶ τοῖς Νινευΐταις μετάνοιαν· καὶ συσχεθεὶς ἐν τῷ κήτει προέγραψας, τὴν τοῦ Σωτῆρος τριήμερον ἔγερσιν· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν κοιλίᾳ ἔνδοξε, τριημερεύσας τοῦ κήτους, τοῦ Χριστοῦ τὴν κάθοδον, τοῖς ἐν τῷ Ἅδῃ προφαίνεις· πάθος γάρ, δεχθεὶς σαρκὶ ἑκὼν ὁ Δεσπότης, ἔλαμψεν, ἀπὸ τοῦ μνήματος τριημέρως· διὰ τοῦτό σε Προφῆτα, ὡς τύπον τούτου, Ἰωνᾶ μέλπομεν.

Μεγαλυνάριον.
Βροντὴ οὐρανία τῇ Νινευΐ, ἡ φωνή σου ὤφθη, μετανοίας τὰς ἀπαρχάς, ταύτῃ προξενοῦσα, ὦ Ἰωνᾶ Προφῆτα, καὶ παύουσα κακίας, ὁρμὴν τὴν ἄσχετον.

20/9/13

Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ

Ἦταν ἀρχικὰ εἰδωλολάτρης καὶ ὀνομαζόταν Πλακίδας. Ἦταν ἀρχιστράτηγος στὸ ρωμαϊκὸ στρατὸ ἐπὶ αὐτοκρατορίας Τραϊανοῦ.
Ὅταν ὁ Χριστὸς παρουσιάσθηκε μπροστὰ του μιὰ μέρα στὸ δάσος μὲ τὴν μορφὴ ἐλαφιοῦ, ὁ Εὐστάθιος πίστεψε καὶ βαπτίσθηκε μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Θεοπίστη καὶ τὰ παιδιὰ τους, Ἀγάπιο καὶ Θεόπιστο.
Μόλις πληροφορήθηκε ὁ αὐτοκράτορας ὅτι ὁ ἀξιωματικός του ἔγινε χριστιανός, τὸν ἀπέμπεψε ἀπὸ τὸ στρατὸ καὶ τὸν ἐξόρισε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Μάλιστα, στὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐξορία ὁ Εὐστάθιος χωρίσθηκε ἀπὸ τὴν σύζυγό του καὶ τὰ παιδιά του.
Ἔπειτα ἀπὸ κάποια χρόνια, ὁ Τραϊανὸς χρειάσθηκε ξανὰ τὴν πολύτιμη προσφορὰ τοῦ Εὐσταθίου καὶ τὸν ἀνακάλεσε στὸ στράτευμά του. Οἱ πολεμικὲς ἱκανότητες τοῦ Ἁγίου χάρισαν στὸν αὐτοκράτορα μεγάλες νίκες. Μάλιστα ὁ Εὐστάθιος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκστρατεῖες του βρῆκε ξανὰ τὴν οἰκογένειά του, ἡ ὁποία ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια εἶχε περάσει πολλὲς κακουχίες.
Λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ Ἀνδριανός, διάδοχος τοῦ Τραϊανοῦ, ζήτησε ἀπὸ τὸν Εὐστάθιο νὰ παραστεῖ σὲ θυσία ποὺ θὰ γινόταν σὲ εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Ὁ Εὐστάθιος ἀρνήθηκε καὶ ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν, κλείνοντάς τον σὲ πυρακτωμένο χάλκινο βόδι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς εὐσέβειαν ἔνδοξε, τῇ τοῦ σοὶ ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καὶ ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, σὺν τῇ θείᾳ σου συμβίω καὶ τοῖς υἱοῖς, φαιδρύνων τοὺς βοῶντάς σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντί σε ἐν παντί, Ἰὼβ παμμάκαρ δεύτερον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς ἀνδρείας τοῦ Ἰὼβ ἔμψυχον ἄγαλμα
Καὶ τῶν Μαρτύρων κοινωνόν καὶ ἀκροθίνιον
Ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε Ἀθλοφόρε.
Ὡς ὁ Παῦλος γὰρ θεόκλητος γενόμενος
Ἐμεγάλυνας τὸν Λόγον δι’ ἀθλήσεως·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Μάρτυς Εὐστάθιε.

Μεγαλυνάριον.
Οὐρανόθεν μάκαρ καταυγασθείς, στήλη τῆς ἀνδρείας, ἀνεδείχθης ἐν πειρασμοῖς, καὶ πανοικεσίᾳ, Εὐστάθιε ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας, ἀξίως ἔτυχες.

19/9/13

Οἱ Ἅγιοι Τρόφιμος, Σαββάτιος καὶ Δορυμέδων

Μαρτύρησαν ἐπὶ βασιλέως Πρόβου καὶ διοικητοῦ Ἀντιοχείας Ἠλιοδώρου (278 μ.Χ.).
Ὅταν λοιπὸν ὁ Τρόφιμος μὲ τὸν Σαββάτιο βρέθηκαν στὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶδαν τὰ πολυποίκιλα ἁμαρτωλὰ ὄργια ποὺ γίνονταν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνα, δὲ συγκρατήθηκαν καὶ ἀποδοκίμασαν δημόσια τὴν ἁμαρτωλὴ αὐτὴ παραφροσύνη.
Βέβαια, γρήγορα συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὸ δικαστήριο. Θαρραλέα δήλωσαν πὼς εἶναι χριστιανοί. Τότε ὁ ἡγεμόνας Ἠλιόδωρος διέταξε καὶ τοὺς μαστίγωσαν ἀνελέητα. Τόσο, ποὺ οἱ σάρκες τους κόβονταν κομμάτια. Ἐκεῖ ὁ Σαββάτιος ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή.
Ὁ δὲ Τρόφιμος ὁδηγήθηκε σὲ ἄλλο σκληρότερο ἡγεμόνα, τὸν Διονύσιο Περώννιο. Αὐτός, ἀφοῦ τὸν ἔγδαρε μὲ σιδερένια νύχια, μισοπεθαμένο τὸν ἔριξε στὴν φυλακή. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιος, βουλευτής, ὁ Δορυμέδων, ποὺ εἶδε τὸ μαρτύριό του καὶ στερεώθηκε στὴν πίστη τοῦ Χρίστου. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ ἡγεμόνας, βασάνισε σκληρὰ τὸν Δορυμέδοντα. Ἔπειτα, ἔριξε καὶ τοὺς δυὸ τροφὴ στὰ θηρία, μέσα στὸ ἀμφιθέατρο. Ἀλλὰ ἡ πεινασμένη ἀρκούδα καὶ ἡ αἱμοβόρα λεοπάρδαλη στάθηκαν στὰ πόδια τους σὰν ἥμερα ἀρνιά. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἀγριεμένο λιοντάρι ποὺ ἐλευθέρωσαν ἀργότερα.
Γιὰ νὰ πληρωθεῖ ἔτσι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «οἱ διὰ πίστεως... ἔφραξαν στόματα λεόντων». Αὐτοί, δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι, ἐπειδὴ εἶχαν μεγάλη καὶ συνειδητὴ πίστη, βούλωσαν καὶ ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν.
Ὅταν λοιπὸν εἶδαν ὅτι δὲν τοὺς ἄγγιξαν τὰ θηρία, ἀμέσως οἱ δήμιοι τοὺς ἀποκεφάλισαν.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἀκαθαίρετον, Τριάδος δύναμιν, ἀνθηφορήσαντες, Μάρτυρες ἔνδοξοι, ἐναπετέματε στερρῶς, τὴν ἄκανθαν τῆς ἀπάτης, Τρόφιμε μακάριε, Ἐκκλησίας ἐντρύφημα, Σαββάτιε πάνσοφε, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, καὶ δόξα εὐσεβῶν Δορυμέδον· ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς Ἀθλητῶν ἑδραίωμα, καὶ εὐσεβείας ἔρεισμα, ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ καὶ γεραίρει σου, τὴν φωτοφόρον ἄθλησιν, παναοίδιμε μάκαρ, Ἀθλητὰ γενναιόφρον, ἔνδιξε Τρόφιμε, σὺν τοῖς συνάθλοις σου, ἱλασμὸν ἐξαιτούντων, ἡμῖν καὶ συγχώρησιν.

Μεγαλυνάριον.
Δόξῃ λαμπρυθέντες Τριαδικῇ, Τρόφιμος ὁ θεῖος, Δορυμέδων ὁ εὐκλεής, σὺν τῷ Σαββατίῳ, μαρτυρικοῖς ἀγῶσι, τῆς πίστεως τὸ κάλλος, ὡς λύχνοι ἔφαναν.

18/9/13

Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Γορτύνης

Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Εὐμένιος ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ πολλὲς σκληραγωγίες καὶ ἀσκήσεις. Ἡ ἐγκράτεια ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν διέκρινε περισσότερο. Διότι στὸ μυαλό του, εἶχε πάντα τὴν συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται». Καθένας, δηλαδή, ποὺ ἀγωνίζεται, ἐγκρατεύεται σὲ ὅλα, ἀκόμα καὶ στὴν τροφὴ καὶ στὸ ποτό, προκειμένου νὰ πετύχει τὸν πνευματικό του σκοπό. Καὶ ὁ Εὐμένιος, ἀκολουθώντας τὰ λόγια τοῦ θεόπνευστου Ἀποστόλου, πέτυχε.
Ἀξιώθηκε νὰ ἱερωθεῖ καὶ νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Γορτύνης στὴν Κρήτη. Ἀπὸ τὴ νέα του θέση, ἡ ἀρετή του ἔλαμψε ἀκόμα περισσότερο καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὴν χάρη καὶ τὴν δύναμη νὰ θαυματουργεῖ. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση, μιὰ φορὰ μὲ ἀναμμένες λαμπάδες κατέκαυσε ἕναν δράκοντα, ποὺ ὅρμησε ἐναντίον του.
Ἔπειτα ὁ Εὐμένιος πῆγε στὴν Ρώμη, ὅπου μὲ τὴ θεία του διδασκαλία καὶ μὲ θαύματα στερέωσε τοὺς πιστούς. Ποθώντας, ὅμως, περισσότερη σκληραγωγία καὶ ἄσκηση, πῆγε στὴ Θηβαΐδα τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στοὺς μεγάλους ἀσκητές.
Ἐκεῖ παρέδωσε καὶ τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό. Τὸ δὲ λείψανό του μεταφέρθηκε καὶ θάφτηκε μὲ τιμὲς στὴν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς του, στὴν Κρήτη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταχὺν προμηθέα σε, καὶ ἀρωγὸν εὐμενῆ, κεκτήμεθα Ὅσιε, ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητήν, Εὐμένιε ἔνδοξε· σὺ γὰρ ἀναβλυστάνων, συμπαθείας τὰ ῥεῖθρα, βρύεις τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἰαμάτων πελάγη. Ἀλλὰ καὶ τοῖς τιμῶσί σε, σκέπη γενήθητι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὤφθης πλοῦτος ἄσυλος τῇ Ἐκκλησίᾳ, βλύζων πᾶσιν ἄφθονον, χάριν θαυμάτων τοῖς πιστοῖς· διό σε πάντες γεραίρομεν, θευματοφόρε Εὐμένιε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ τῆς Γόρτυνος ποδηγός, καὶ τῆς Κρήτης πάσης, ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· χαίροις τῶν θαυμάτων, ἀκένωτος χειμάρρους, Εὐμένιε τρισμάκαρ, πιστῶν ἀντίληψις.

17/9/13

Οἱ Ἁγίες Σοφία, Πίστη, Ἐλπίδα καὶ Ἀγάπη

Ἔζησαν ὅταν αὐτοκράτορας τῶν ρωμαίων ἦταν ὁ Ἀνδριανός.
Ὅταν ἡ τίμια καὶ ἐνάρετη Σοφία χήρεψε, πῆγε μαζὶ μὲ τὶς κόρες της στὴν Ρώμη. Ἐκεῖ ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε ὅτι οἱ τέσσερις γυναῖκες ἦταν χριστιανὲς καὶ διέταξε νὰ τὶς συλλάβουν. Ἀφοῦ χώρισε τὴν μητέρα ἀπὸ τὰ παιδιά της, ζήτησε νὰ παρουσιασθεῖ μπροστὰ του ἡ δωδεκάχρονη Πίστη. Μὲ δελεαστικοὺς λόγους ὁ Ἀνδριανὸς προσπάθησε νὰ πείσει τὴν Πίστη νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, ἀλλὰ ἀντιμετώπισε τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τῆς νεαρῆς. Τότε ὁ σκληρὸς ἡγεμόνας διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό της.
Τὸ ἴδιο σθένος μὲ τὴν Πίστη ἐπέδειξαν καὶ οἱ ἀδελφές της, ἡ δεκάχρονη Ἐλπίδα καὶ ἡ ἐννιάχρονη Ἀγάπη. Ὁ σκληρὸς Ἀνδριανὸς δὲ δίστασε νὰ διατάξει τοὺς δήμιούς του νὰ ἀποκεφαλίσουν καὶ τὰ ἄλλα δυὸ κορίτσια.
Περήφανη γιὰ τὰ παιδιά της ἡ Σοφία, ἐνταφίασε μὲ τιμὲς τὶς κόρες της καὶ παρέμεινε γιὰ τρεῖς μέρες στοὺς τάφους τους, παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τὴν πάρει κοντά του. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή της καὶ ἡ Σοφία παρέδωσε τὸ πνεῦμά της δίπλα στοὺς τάφους τῶν παιδιῶν της.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ ἐκθρέψασα, κατὰ τὴν κλῆσιν σεμνή, τὰς τρεῖς θυγατέρας σου, ταύτας προσάγεις Χριστῷ, ἀθλήσεως σκάμμασιν· ὅθεν τῆς ἄνω δόξης, σὺν αὐταῖς κοινωνοῦσα, πρέσβευε τῷ Σωτῆρι, καλλιμάρτυς Σοφία, δοῦναι τοῖς σὲ τιμῶσι, χάριν καὶ ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἀνεβλάστησας, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου Σοφία Μάρτυς σεμνή, καὶ προσήγαγες Χριστῷ καρπὸν ἡδύτατον, τοὺς τῆς νηδύος σου βλαστούς, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, Ἀγάπην τε καὶ Ἐλπίδα, καὶ τὴν θεόφρονα Πίστιν· μεθ’ ὧν δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Σοφίας τῆς σεμνῆς, ἱερώτατοι κλάδοι, ἡ Πίστις καὶ Ἐλπίς, καὶ Ἀγάπη δειχθεῖσαι, σοφίαν ἀπεμώραναν, τῶν Ἑλλήνων ἐν χάριτι, καὶ ἀθλήσασαι, καὶ νικηφόροι φανεῖσαι, στέφος ἄφθαρτον, παρὰ τοῦ πάντων Δεσπότου, Χριστοῦ ἀνεδήσαντο.

Μεγαλυνάριον.
Μήτηρ ἐπὶ τέκνοις Δαβιτικῶς, ὤφθης τερπομένη, ὦ Σοφία πανευκλεής· σὺ γὰρ τῇ Τριάδι, τὰς τρεῖς σου θυγατέρας, ὥσπερ γυνὴ ἀνδρεία, ἄθλοις προσήγαγες.

Ἡ Ἁγία Ἀγαθόκλεια

Μὲ τὴν μεγάλη της ὑπομονὴ στὸ μαρτύριο, στόλισε καὶ αὐτὴ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ἂν καὶ ἀπὸ τὴ γέννησή της δούλα, ἔλαμψε διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐλεύθερη στὴν ψυχή. Ὁ κύριος της, ποὺ ὀνομαζόταν Νικόλαος, εἶχε γίνει χριστιανὸς καὶ φερόταν πρὸς τὴν Ἀγαθόκλεια μὲ πολλὴ φιλανθρωπία καὶ ἀγαθότητα. Ἀλλὰ ἡ κυρία της, Παυλίνα, γυναίκα σκληρόκαρδη, ἐπέμενε στὴν εἰδωλολατρία. Καὶ ὅπως ἦταν θυμώδης καὶ μέθυσος βασάνιζε πολλὲς φορὲς τὴν Ἀγαθόκλεια καὶ προσπαθοῦσε μὲ πεῖσμα νὰ τὴν ἐπαναφέρει στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων.
Ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια ἔτσι, ἡ ταλαίπωρη καὶ συγχρόνως μακάρια δούλα, ὑπέφερε καθημερινὴ ζωὴ μαρτυρίου. Τὴν ἔβριζε, τὴν χτυποῦσε, κένταγε μὲ πιρούνια τὸ σῶμα της καὶ τὴν πλήγωνε μὲ ἀλύπητο μαστίγωμα. Καὶ ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ δὲν νικοῦσαν τὴν γνώμη τῆς εὐσεβέστατης χριστιανῆς, κάποια μέρα, ἄναψε φωτιὰ καὶ τὴν ἔσπρωξε μέσα σ’ αὐτή.
Ἔτσι ἡ Ἀγαθόκλεια λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀσεβὴ καὶ κακούργα εἰδωλολάτρισσα κυρία της, καὶ ἀπεδήμησε στὰ μακάρια καὶ ἐλεύθερα σκηνώματα τῶν δικαίων.

Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Κύπρῳ

Τὸ ὄνομά του κατέχει ξεχωριστὴ θέση στὶς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν τῆς νήσου μας.
Τὰ πολλὰ καὶ διάφορα θαύματά του ἀναφέρονται ἀπ’ ὅλους μὲ βαθὺ σεβασμό.
Γιὰ τὴν ζωή του ὅμως λίγα, πολὺ λίγα, γνωρίζουμε. Ἀπὸ τὴν φυλλάδα του μανθάνουμε, πὼς ἔζησε στὰ χρόνια τῶν Κομνηνῶν τὸν 12ο αἰώνα.
Ἐπίσης ὅτι ἦταν καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνες ποὺ ὑπηρετοῦσαν ὡς μισθοφόροι στὴ Γερμανία  καὶ ἔλαβαν μέρος στὴν δεύτερη σταυροφορία, ποὺ κίνησε ἀπὸ τὴν Δύση, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει δῆθεν τοὺς Ἁγίους Τόπους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν μουσουλμάνων.
Σὰν τέλειωσε ἡ ἐκστρατεία, τριακόσιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀποσύρθηκαν στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη.
Πόθος καὶ παλμὸς καὶ ἀγώνας τους ἕνας: Νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεό.
Γι’ αὐτὸ ζητοῦσαν κάποιο μέρος μακριὰ ἀπὸ τὸν θόρυβο τοῦ κόσμου μὲ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς καὶ τὶς τόσες παγίδες τοῦ Σατανᾶ, γιὰ νὰ περάσουν τὴ ζωή τους ἥσυχα μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὴ σκέψη δοσμένα στὸν Θεό.
Στὸν τόπο ὅμως ἐκεῖνο ὁ πόθος τους ὁ ἱερὸς συνήντησε ἐμπόδιο ἀπροσπέλαστο τὸν παράλογο θρησκευτικὸ φανατισμὸ τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι καθημερινὰ δημιουργοῦσαν πολλὰ ἐπεισόδια καὶ ταλαιπωρίες στοὺς ὀρθοδόξους ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ἡ συνεχὴς αὐτὴ δοκιμασία καὶ δίκαιη ἀγανάκτηση, ποὺ πλημμύριζε τὶς καρδιές τους γιὰ τὴν βάναυση καὶ ἀδικαιολόγητη τούτη συμπεριφορά τους εἰς βάρος ἀδελφῶν χριστιανῶν, συμπεριφορὰ ποὺ ἐκδηλωνόταν στὸ ὄνομα τοῦ Διδασκάλου τῆς ἀγάπης, τοὺς ἀνάγκασε νὰ σηκωθοῦν νὰ φύγουν. Μιὰ μέρα συγκεντρώθηκαν ὅλοι μαζὶ στὴν παραλία.
Ἐκεῖ βρῆκαν ἕνα πλοῖο, καὶ ἐπιβιβάστηκαν σ’ αὐτὸ μὲ σκοπὸ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα τους. Δυνατὴ ὅμως τρικυμία, καὶ ἴσως καὶ ναυάγιο, τοὺς ἔφερε στὰ δυτικὰ παράλια τῆς Κύπρου, στὴν περιοχὴ τῆς Πάφου.
Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ χωρίστηκαν σὲ ὁμάδες, διασκορπίσθηκαν σ’ ὅλο τὸ νησὶ καὶ ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα σ’ αὐτό.
Ἐδῶ παρέμειναν καὶ ἀσκήτεψαν σὲ διάφορα μέρη.

Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὴν εἶχαν χάρη στὴ μεγάλη τους πίστη, προώδευσαν πολὺ στὴν ἀρετὴ καὶ ἀξιώθηκαν νὰ κάμνουν καὶ θαύματα. Νὰ θεραπεύουν δηλαδὴ ὅλων τῶν εἰδῶν τὶς ἀρρώστιες ὄχι μονάχα ὅσο καιρὸ ἦσαν στὴν ζωή, ἄλλα καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό τους. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τριακόσιους ἀγωνιστὲς τοῦ καλοῦ καὶ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος.
Μετὰ τὸν ἀποχωρισμό του ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὁ μακάριος αὐτὸς ἀθλητὴς προχώρησε καὶ πῆγε καὶ κατοίκησε κοντὰ στὴν Περιστερωνοπηγὴ τῆς Ἀμμοχώστου, ὅπου γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἁγιότητά του. Κάτω ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη Ἐκκλησία του ὑπάρχει καὶ σήμερα ἕνας ὑπόγειος χῶρος, ἕνα σπήλαιο, στὸ ὁποῖο συνήθως καταβαίνουν οἱ ἄρρωστοι, γιὰ νὰ βροῦν τὴν θεραπεία τους.
Στὸν χῶρο αὐτὸ διέμενε ὁ Ἅγιος. Ὑπὸ τὴν γῆν. «Ἐν ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Μήπως τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ὅλη ἀρετὴ τῶν χριστιανῶν τῶν χρόνων αὐτῶν θὰ πρέπει νὰ τὴν ἀναζητήσουμε καὶ σὲ τοῦτο τὸν παράγοντα; Ὅσο καιρὸ ἡ Ἐκκλησία διωκόμενη ζοῦσε κάτω ἀπ’ τὴν γῆ, μέσα στὶς τρύπες καὶ τὶς κατακόμβες, τὰ μέλη της εἶχαν καὶ ζῆλο καὶ εὐσέβεια καὶ βάθος πνευματικό.
Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ τὶς τρύπες ἀντικατέστησαν οἱ περικαλλεὶς ναοὶ μὲ τὶς ἀνέσεις τους, τὸ πνευματικὸ βάθος καὶ ἡ ἀληθινὴ θρησκευτικότητα λιγόστεψαν, ἔγιναν σπάνια εἴδη, ἐξανεμίσθηκαν. Ἂς μὴ φοβίζουν, λοιπὸν τοὺς χριστιανοὺς οἱ διωγμοὶ καὶ οἱ παρεμβαλλόμενες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου δυσκολίες στὴν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων.
Ἀντίθετα. Αὐτὰ πρέπει νὰ τοὺς δυναμώνουν καὶ νὰ τοὺς ἐνθουσιάζουν. Βαθιὲς ρίζες στὴν γῆ ρίχνουν μόνο τὰ δέντρα ἐκεῖνα, ποὺ τὰ κτυποῦν δυνατὰ οἱ ἄνεμοι. Καὶ οἱ χριστιανοὶ ποὺ δοκιμάζονται, ἂς εἶναι ἕτοιμοι νὰ φωνάξουν μαζὶ μὲ τὸν πνευματοκίνητο τῆς Ἐκκλησίας Πατέρα, τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσοστομο. «Πολλὰ τὰ κύματα καὶ χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον ἀλλ’ οὗ δεδοίκαμεν μὴ καταποντισθῶμεν ἐπὶ γὰρ τῆς πέτρας ἐστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλύσαι οὗ δύναται· ἐγειρέσθω τὰ κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τὸ πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει». Δηλαδὴ εἶναι πολλὰ τὰ κύματα καὶ τρομερὴ ἡ τρικυμία· ὅμως δὲν φοβόμαστε μήπως καταποντισθοῦμε.
Δὲν φοβόμαστε, γιατί στεκόμαστε ἐπάνω στὴν πέτρα. Ἂς μαίνεται ἡ θάλασσα. Τὴν πέτρα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν διαλύσει. Ἂς σηκώνονται τὰ κύματα.
Τὸ πλοῖο τοῦ Ἰησοῦ δὲν θὰ δυνηθοῦν ποτὲ νὰ τὸ καταποντίσουν. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ μεγάλου Ἱεράρχη ἐπανέλαβαν κατὰ καιροὺς ὅλοι οἱ ἅγιοι καὶ συνεπεῖς ἀγωνιστὲς τῆς ἀρετῆς. Μὲ τὸ πνεῦμα τῶν λόγων αὐτῶν ἔζησε καὶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος.
Σ’ ἕνα σπήλαιο εἶχε τὴν κατοικία του. Σ’ ἕναν χῶρο ὑγρό, χωρὶς ἥλιο, χωρὶς φῶς. Ἡ ἁγία ψυχή του ὅμως καθαρμένη καὶ φωτεινὴ ἀπὸ τὴ σχέση της μὲ τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸν Χριστό, ἀνέβαινε καθημερινὰ σὲ ὕψη ἀρετῆς. Ἐδῶ εἶχε στημένο τὸν ἀργαλειό του στὸν ὁποῖο ὕφαινε σακιά, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ζεῖ καὶ νὰ βοηθᾶ ἀκόμη καὶ ἐκείνους ποὺ ζητοῦσαν τὴν συνδρομή του.

Τὸ σπήλαιο αὐτὸ μέσα στὸ ὁποῖο ἀσκήτεψε ὁ ὅσιος διατηρεῖται ὡς σήμερα. Ὁ ἐπισκέπτης ποὺ εἰσέρχεται καὶ στέκεται στὴν εἴσοδό του προχωρεῖ καὶ καταβαίνει σ’ αὐτὸ ἀπὸ ἐννιὰ σκαλοπάτια.
Τὸ σπήλαιο εἶναι σκαλισμένο σ’ ἕνα βράχο. Τὸ ἐσωτερικό του εἶναι στενόμακρο μὲ στέγη καμαρωτὴ καὶ στὸ μέσο στηρίζεται σὲ μία κολώνα, ποὺ ἔχει ὕψος δυὸ περίπου μέτρα.
Ἡ κολώνα πάλι στέκεται σ’ ἕνα κιονόκρανο Κορινθιακοῦ ρυθμοῦ. Στὸ κιονόκρανο πατοῦν συνήθως οἱ ἄρρωστοι, καὶ ἀφοῦ ἀγκαλιάσουν τὴν κολώνα, περιστρέφονται γύρω ἀπ’ αὐτὴν τρεῖς φορές, γιὰ νὰ γιατρευτοῦν ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὶς νευραλγίες τους. Στὴ νότια πλευρὰ τοῦ σπηλαίου εἶναι μία μικρὴ πεζούλα καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὴν ὁ τάφος τοῦ ἁγίου. Πάνω στὴν πεζούλα εἶναι τοποθετημένη μία εἰκόνα του καὶ δίπλα σ’ αὐτὴ εἶναι μερικὰ ξύλινα ἐργαλεῖα, σακκοράφια καὶ σαΐτες ὑφαντικῆς (μακούτζια), ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ μακάριος ἀσκητὴς γιὰ τὴ δουλειά του. Τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ πολὺ τὰ σέβονται οἱ πιστοὶ καὶ σ’ αὐτὰ ἀποδίδουν θεραπευτικὲς Ἰδιότητες. Οἱ προσκυνητὲς ποὺ ἐπισκέπτονται τὸν Ἅγιο, παίρνουν μὲ σεβασμὸ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐργαλεῖα καὶ τὰ τρίβουν μ’ εὐλάβεια στὸ μέρος τοῦ σώματος ποὺ πονοῦν, καὶ ἐπικαλοῦνται τὴ βοήθειά του γιὰ νὰ θεραπευτοῦν ἀπὸ τοὺς πόνους τους, τὶς «τζεγκιές τους».
Τὰ σύνεργα αὐτὰ πολλὰ λένε καὶ σ’ ἐμᾶς. Δούλευαν οἱ ἅγιοι γιὰ νὰ ζήσουν. Δούλευαν διάφορες ἐργασίες. Καὶ ὅμως οἱ ἐργασίες τους αὐτὲς ποτὲ δὲν στάθηκαν ἐμπόδιο στὴν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων καὶ τὴν σωτηρία τους. Τονίζουμε ἰδιαίτερα τὸ σημεῖο αὐτό, γιατί πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε πὼς τὸ ζήτημα τοῦτο δημιουργεῖ καὶ στὴν ἐποχή μας μεγάλη παρεξήγηση.
Πολλοὶ καὶ πολλές, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν θρησκευτική τους ἀδιαφορία, προβάλλουν σὰν αἰτία τὴν ἐργασία. Θέλουμε καὶ ἐμεῖς, λένε, νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ἐκτελέσουμε τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα. Μὰ δὲν βρίσκουμε καιρό. Μᾶς τρῶνε οἱ δουλειές. Ἔχουν δίκαιο; Ὄχι! Καμιὰ νόμιμη ἐργασία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐμπόδιο σὲ κάποιον ποὺ θέλει νὰ ζεῖ τὴν χριστιανικὴ ζωή.
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ βεβαιώνει τὸ παράδειγμα τῶν μυριάδων ἐργατῶν τῆς ἀρετῆς.
Τὸ διακηρύττει ἀκόμη μὲ τὴν ζωή του καὶ ὁ Ἅγιος μας.
Ἔζησε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ἐργαζόμενος σκληρὰ καὶ καλλιεργώντας καθημερινὰ μὲ προσοχὴ καὶ φόβο Θεοῦ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν χριστιανικὴ μόρφωση τῆς ψυχῆς του ὡς τὶς τελευταῖες του στιγμές.
Πρὶν κλείσει τὰ μάτια κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ τὰ ἄχραντα μυστήρια καὶ ἀφοῦ κάλεσε κοντὰ του τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ συνέστησε σ’ ὅλους νὰ ἔχουν μεταξὺ τους ὁμόνοια καὶ ἀγάπη, ἀφῆκε τὴν ἁγία ψυχή του νὰ φτερουγίσει ἤρεμα γιὰ τὰ αἰθέρια παλάτια τ’ οὐρανοῦ. Ἔφυγε ἀνάλαφρα 17 τοῦ Σεπτέμβρη, γιὰ νὰ ξαποστάσει κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ ἀγάπησε μὲ τὴν καρδιὰ του ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια.
Οἱ χριστιανοὶ τῶν γύρω χωριῶν μὲ βαθιὰ συγκίνηση πληροφορήθηκαν τὴν κοίμησή του. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔτρεξαν κοντὰ στὸ τίμιο σκήνωμά του γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του καὶ μὲ ὕμνους ἐξοδίους τὸ κήδευσαν. Καὶ ὁ Κύριος ποὺ ὑποσχέθηκε, πὼς «θὰ δοξάζει πάντα αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐδόξασαν», δοξάζει καὶ τιμᾶ καὶ σήμερα τὴν μνήμη του ὄχι μόνο στὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ στὴν γῆ.
Πολλὰ καὶ ποικίλα θαύματα γίνονται κάθε χρόνο σὲ ὅσους μ’ εὐλάβεια καὶ πίστη καταφεύγουν στὴν μεσιτεία του, ποὺ δίνουν τὴν εὐκαιρία στὸν καθένα νὰ ὑμνήσει μὲ εὐφρόσυνη ψυχῆς τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ μὰ καὶ νὰ θαυμάσει τὴν ἀρετὴ τοῦ ἁγίου.
Μὲ αὐτοὺς ἂς ἑνωθοῦμε καὶ ἐμεῖς.
Ἂς ἑνωθοῦμε νοερὰ καὶ μὲ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδιὰ ἂς τοῦ ποῦμε: 
Πανεύφημε Ἀναστάσιε, τῶν ἀσκητῶν ἐγκαλλώπισμα, Ἀγγέλων συνόμιλε, δικαίων ὁμόσκηνε καὶ ὁσίων, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. 
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Θεοφόρε πατὴρ ἡμῶν Ἀναστάσιε. Νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

16/9/13

Ἡ Ἁγία Εὐφημία ἡ Μεγαλομάρτυς

Ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ.
Γεννήθηκε στὴν Χαλκηδόνα ἀπὸ οἰκογένεια θεοσεβῆ καὶ εὐγενική. Οἱ γονεῖς της Ψιλόφρων καὶ Θεοδωριανὴ φρόντισαν ὥστε ἡ θυγατέρα τους νὰ ἀναπτύξει κάθε χριστιανικὴ ἀρετή.
Ἡ Εὐφημία ἐξελίχθηκε σὲ ἄνθρωπο μὲ σπάνια χαρίσματα καὶ δυνατὸ χριστιανικὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο ἐπέδειξε ὅταν ὁ εἰδωλολάτρης ἀνθύπατος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Πρίσκος διέταξε νὰ παρευρεθοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Χαλκηδόνας σὲ γιορτή, τὴν ὁποία ὀργάνωνε πρὸς τιμὴ τοῦ θεοῦ τῶν εἰδωλολατρῶν Ἄρη.
Τότε ἡ Εὐφημία ἀποφάσισε μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴ γιορτὴ τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας της οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ πείσουν τὴν Ἁγία νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ εἴδωλα. Ὅταν συνειδητοποίησαν πὼς ἡ Εὐφημία δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη της μὲ τοὺς λόγους, τὴν βασάνισαν φριχτά. Ὅμως μὲ τὴ θεία χάρη, ἡ Ἁγία δὲν ἔπαθε τίποτα ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.
Τελικὰ οἱ δήμιοι, τὴν ἔριξαν σὲ ἄγρια θηρία καὶ ἡ Εὐφημία βρῆκε τὸ θάνατο ἀπὸ μία ἀρκούδα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ ἔρωτι, λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἶα νεᾶνις παγκαλής, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη· ὅθεν εἰσελήλυθας, εἰς παστάδα οὐράνιον, κόσμῳ διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σώζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοῶντας· χαίροις θεόφρον Εὐφημία.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου καλῶς ἠγωνίσω, καὶ μετὰ θάνατον ἡμᾶς ἁγιάζεις, ταῖς τῶν αἱμάτων βλύσεσι Πανεύφημε· ὅθεν σου τὴν κοίμησιν, τὴν ἁγίαν τιμῶμεν, πίστει παριστάμενοι, τῷ σεπτῷ σου λειψάνῳ, ἵνα ῥυσθῶμεν νόσων ψυχικῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν ἀντλήσωμεν.

Μεγαλυνάριον.
Εὔφημόν σοι αἶνον καὶ ἱερόν, πανεύφημε Μάρτυς, ἀναμέλπομεν εὐπρεπῶς· σὺ γὰρ Εὐφημία, ἐμπρέψασα εὐφήμως, τῷ Λόγῳ ἐδοξάσθης, ὡς καλλιπάρθενος.

15/9/13

Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Γότθος

Ἦταν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Γότθων, ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ πέραν τοῦ Ἴστρου ποταμοῦ, στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου. Ἀπὸ παιδὶ ὁ Νικήτας διδάχθηκε τὴν ἁγία πίστη ἀπὸ τὸ Γότθο ἐπίσκοπο Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος συχνὰ ὑπενθύμιζε στὸ Νικήτα τὰ λόγια του Ἀπ. Παύλου: ‘Μένε ἐν οἲς ἔμαθες... ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενα σὲ σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Δηλαδή, μένε ἀκλόνητος σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἔμαθες. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ γνωρίζεις τὶς Ἅγιες Γραφές, ποὺ μποροῦν νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴν ἀληθινὴ σοφία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία διὰ μέσου τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Καὶ ἔτσι ἔγινε. Ὅταν ὁ ἡγεμόνας Ἀθανάριχος συνέλαβε τὸ Νικήτα καὶ τὸν ἀπείλησε γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, αὐτὸς ἔμεινε ἀμετακίνητος σ’ αὐτὰ ποὺ ἔμαθε ἀπὸ παιδί. Ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ὅταν τὸν ἄκουσε ἐξαγριώθηκε πολύ. Διέταξε ἀμέσως καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ κόκαλα μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόποἌλλα τὸ μίσος τῶν Βαρβάρων ἦταν τόσο, ὥστε μετὰ τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά, ὅπου βρῆκε τὸ θάνατο. Ἡ φωτιά, ὅμως, μὲ τὴ θεία θέληση σεβάστηκε τὸ λείψανό του. Τὸ πῆρε κάποιος εὐσεβὴς χριστιανὸς καὶ τὸ διαφύλαξε σὲ θήκη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκην ἔστησας, κατὰ τῆς πλάνης, νίκης εἴληφας, ἄφθαρτον γέρας, ἐπαξίως Νικήτα φερώνυμε· σὺ γὰρ νικήσας ἐχθρῶν τὴν παράταξιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγώνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Νικητὴς γενόμενος ἐν τοῖς ἀγῶσι, νικητὰς ἀνάδειξον, κατὰ παθῶν φθοροποιῶν, τοὺς εὐλαβῶς ἐκβοῶντάς σοι· χαίροις Νικήτα, Μαρτύρων ὡράϊσμα.

Μεγαλυνάριον.
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ἔφλεξας ὡς ἄνθραξ, ἀγνωσίας ὕλην σαθράν, καὶ ὡλοκαυτώθης, οἷα τερπνὴ θυσία, Νικήτα Ἀθλοφόρε, τῷ σὲ δοξάσαντι.