29/9/12

Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ὁ Ἀναχωρητὴς


Ἦταν ἄνθρωπος ποὺ καλλιεργοῦσε ὑπομονήν καὶ πραότητα. Γι' αὐτὸ καὶ πέτυχε στὴν ἀσκητική του ζωή.
Γεννήθηκε στὴν Κόρινθο τὸ 5ο αἰῶνα, ἀπὸ ἱερέα πατέρα, τὸν Ἰωάννη. Τὴν μητέρα του τὴν ἔλεγαν Εὐδοξία καὶ εἶχε ἀδελφὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.
Ἀπὸ ἱερατικό, λοιπόν, γένος ὁ Κυριακός, σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Λαύρα τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἐκεῖ, ὁ Μέγας Εὐθύμιος, τὸν ἔκανε μοναχὸ καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἀσκητὴ Γεράσιμο. Ὅταν πέθανε ὁ Γεράσιμος, ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὴν Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου, ὅπου μὲ ζῆλο καλλιεργοῦσε τὶς ἀρετές του, ὥσπου κάποια στάση ποὺ ἔγινε στὴ Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου τὸν ἀνάγκασε νὰ πάει στὴ Λαύρα τοῦ Σουκᾶ.
Ἐκεῖ 40 χρονῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀνέλαβε τὴν ἐπιστασία τοῦ Σκευοφυλακίου. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν διέκρινε ἀπέναντι στοὺς συμμοναστές του, ἦταν ὁ γαλήνιος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τοὺς ἀντιμετώπιζε, γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν παράδειγμα πρὸς μίμηση ἀπὸ ὅλους.
Ἑβδομήντα χρονῶν ὁ Κυριακός, ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ ὑπομονὴ γύρισε πολλὰ μοναστήρια καὶ σκῆτες, ὅπου ἔζησε μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονῶν, καὶ σὲ ὅλους ἔμεινε ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἀσκητή, ποὺ ἔδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους». Πραότητα, δηλαδή, σ’ ὅλους ἀνεξαίρετα τοὺς ἀνθρώπους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε· σὺ γὰρ ἐν ταῖς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείῳ πόθῳ, σκίλλῃ πικρᾷ τὴν πάλαι, πικρὰν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ὑπερμάχῳ κραταιῷ καὶ ἀντιλήπτορι
Ἡ σὲ τιμῶσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε
Ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
Ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἡμᾶς φρούρησον,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.

28/9/12

Ὁ Ὅσιος Χαρίτων ὁ Ὁμολογητής


Κατεῖχε μεγάλη κοινωνικὴ θέση στὸ Ἰκόνιο, ἀλλὰ καὶ μεγάλες χριστιανικὲς ἀρετές.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ αὐτοκράτωρ Αὐρηλιανὸς (270 – 275) ἐξέδωσε διάταγμα κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἰκονίου συνέλαβε τὸν Χαρίτωνα ἀπὸ τοὺς πρώτους. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη ἦταν σκληρά. Ὅμως ὁ Χαρίτων ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του.
Στὸ διάστημα δὲ ποὺ βρισκόταν στὴ φυλακή, ὁ Αὐρηλιανὸς δολοφονήθηκε. Ὁ Διάδοχός του Πρόβος σταμάτησε τὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Χαρίτων ἀπελευθερώθηκε.
Ἀποφάσισε, τότε, νὰ πάει προσκυνητὴς στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ στὸν δρόμο συνελήφθη ἀπὸ λῃστές, ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὸ κρησφύγετό τους. Ὅταν ἔφθασαν στὴ σπηλιά τους, ἔφαγαν καὶ ἤπιαν. Ἀλλὰ τὸ κρασὶ ἦταν δηλητηριασμένο καὶ πέθαναν ὅλοι. Τότε, ἡ σπηλιὰ ἐκείνη τῶν λῃστῶν μετατράπηκε ἀπὸ τὸν Ὅσιο σὲ ἐκκλησία τοῦ θεοῦ.
Ἡ φήμη τοῦ Χαρίτωνα ἔφερε κοντὰ του πολλοὺς μαθητές. Τοὺς κυβερνοῦσε μὲ στοργὴ καὶ τοὺς προήγαγε σὲ ὑψηλὲς βαθμίδες ἀρετῆς. Ποθώντας, ὅμως, περισσότερη ἡσυχία, ὅρισε διάδοχό του στὸ μοναστῆρι καὶ ἀναχώρησε στὴν ἔρημο, ὅπου ἀσκήτεψε μέσα σὲ διάφορα σπήλαια.
Ὅταν πλησίαζε τὸ τέλος του, ἐπέστρεψε στὸ ἀρχικό του μοναστῆρι, κοντὰ στοὺς ἀγαπημένους του μαθητές, τοὺς ὁποίους εἶχε ὁδηγήσει «ἐπὶ ζωῆς πηγᾶς ὑδάτων». Δηλαδὴ τοὺς εἶχε ὁδηγήσει σὲ πηγὲς νερῶν, ποὺ εἶναι γεμάτα ζωή.
Ἐκεῖ, λοιπόν, παρέδωσε ἥσυχα καὶ εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεὶς ταῖς αὐγαῖς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε· σὺ γὰρ ὁμολογίᾳ, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοῖς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σε, Πάτερ μνημόνευε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν χαρίτων ἐραστὴς τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν
Ὁμολογίας ἐθησαύρισας τὰς χάριτας
Τὸν Χριστὸν ὁμολογήσας, Πάτερ Χαρίτων.
Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας ἐνδιαίτημα
Μοναζόντων παιδοτρίβης ἐχρημάτισας
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον.
Θείων Ἀθλοφόρων συγκοινωνός, εὐκλεῶν Ὁσίων, ὑποφήτης θεοειδής, Χαρίτων ἐδείχθης, ἐν ἑκατέροις λάμψας· ἐντεῦθεν καταυγάζεις, κόσμον ταῖς χάρισι.

Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ Μοναχός


Ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἠθικὴ καθαρότητα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁμολογία καὶ τῆς ἴδιας της ἐπιστήμης, εἶναι δυὸ ἀπὸ τοὺς πολύτιμους παράγοντες πάνω στοὺς ὁποίους στηρίζεται ἡ σωματικὴ ὑγεία καὶ ἡ μακροβιότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι πιὰ διαπιστωμένο καὶ ἀποδεκτὸ ἀπ’ ὅλους, ὅτι κανένα πρᾶγμα δὲν καταστρέφει τόσο τὴν ὑγεία καὶ δὲν σακατεύει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέτοιο βαθμό, ὅσο οἱ καταχρήσεις καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπές.
Αὐτὲς εἶναι ποὺ κλονίζουν πρόωρα τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν νὰ φαίνεται γερασμένος, καὶ ἀπ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴ νεανική του ἡλικία.
Ἀντίθετα ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν βίωμά τους ἀπὸ νωρὶς τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «ὑμεῖς ἔστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος», καὶ ζοῦν μία ζωὴ συγκρατημένη καὶ σέβονται τὸ σῶμά τους, γιατί τὸ θεωροῦν ἔμψυχο ναὸ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ μποροῦν νὰ χαίρονται τὴν ὑγεία τους καὶ νὰ δουλεύουν εὐτυχισμένοι σ’ ὁλόκληρη τὴν ζωή τους.
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ βεβαιώνουν οἱ μυριάδες τῶν ἀσκητῶν ἁγίων, ποὺ ἔζησαν μὲ ἐγκράτεια, ἀλλὰ καὶ θολερότητα μέχρι τὰ βαθιὰ τους γηρατειά.
Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ξεχωριστοὺς καὶ γνωστοὺς στὴν Κύπρο μας ἁγίους, εἶναι καὶ ὁ ἱερὸς Αὐξέντιος.

Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακόσιους Ἀλαμανούς, ὅπως λέγονται, ἁγίους, ποὺ ᾖρθαν στὸ νησί μας τὸν 12 αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μάλιστα καὶ ὁ ἀρχηγός τους. Ὁ μακάριος αὐτὸς Ὅσιος ὑπῆρξε μία μορφὴ ἐξαιρετικὴ καὶ ἀσκητική. Μιὰ προσωπικότητα ἱερὴ καὶ φωτεινή. Ἕνα παράδειγμα φλογερῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσίωσης στὸν Χριστό. Ἀπὸ παιδὶ γνώρισε τὴ στρατιωτικὴ τέχνη, μὰ καὶ τὴν δόξα καὶ τὰ κέρδη τῆς παλικαριᾶς. Ἡ καρδιὰ του ὅμως δὲν παρασύρθηκε. Δὲν ξεγελάστηκε ἀπὸ τὰ ἐφήμερα ἀγαθά. Δὲν νικήθηκε. Διψοῦσε κάτι ἀνώτερο, ὑψηλότερο, ἁγιότερο. Καὶ σὰν τέτοιο δὲν ἔβρισκε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀφιέρωσή του στὸν Χριστό.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Εὐρώπη συγκλονιζόταν ἀπὸ ἕνα κήρυγμα: Οἱ Ἅγιοι Τόποι, οἱ τόποι ποὺ γεννήθηκε, μεγάλωσε, περπάτησε καὶ δίδαξε ὁ Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων, ὅπως καὶ οἱ τόποι ποὺ θαυματούργησε, ἀλλὰ καὶ συλλήφθηκε κι ὑβρίστηκε καὶ σταυρώθηκε καὶ πέθανε καὶ τάφηκε, βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν μωαμεθανικὴ ἐξουσία. Καὶ οἱ κατακτητές, βάρβαροι καὶ σκληροί, ὑπέβαλλαν σὲ μύριους ἐξευτελισμοὺς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀποτολμοῦσαν νὰ πᾶνε μέχρι τὴν Ἁγία Γῆ, γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ ἱερὰ προσκυνήματα. Οἱ Ἅγιοι Τόποι πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦν. Ὅσοι νοιώθουν τὴν καρδιά τους νὰ πυρώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἂς ἔλθουν νὰ ἑνωθοῦν μαζί μας γιὰ τὸν ἱερὸ τοῦτο πόλεμο. Τὸν πόλεμο ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων. Χιλιάδες πολεμιστὲς πίστεψαν στὸ προσκλητήριο σάλπισμα καὶ ἑνώθηκαν σὲ μία μεγάλη στρατιά, τὴ Β’ Σταυροφορία. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοὺς φλογεροὺς ὁραματιστὲς ποὺ κατατάχτηκαν καὶ σχημάτισαν τὴν ἱερὴ στρατιὰ ἦταν καὶ τριακόσιοι Ἕλληνες, ποὺ ἐργάζονταν στὴν Γερμανία. Μὲ ἀρχηγὸ τὸν πιστὸ καὶ θαρραλέο Αὐξέντιο σμίχτηκαν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν μεγάλη προσπάθεια. Δυστυχῶς ἡ στρατιὰ αὐτή, ὅπως ξέρουμε, ἀπέτυχε στὸν σκοπό της. Τὰ διάφορα τάγματα διαλύθηκαν καὶ διασκορπίστηκαν. Ὁ ἱερὸς Αὐξέντιος στὴν περίπτωση αὐτὴ κάλεσε τὰ παλικάρια του κι ἀφοῦ τοὺς μίλησε μὲ παλμὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ θυσία του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὑπέδειξε, ἂν ἤθελαν νὰ μὴ γυρίσουν πίσω, ἄλλα νὰ τραβήξουν πρὸς τὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνη, γιὰ νὰ ζήσουν μία ζωὴ ἀσκητική, μιὰ ζωὴ ὁλοκληρωτικῆς ἀφιέρωσης στὸν Θεό.

Ἡ πρόταση ἔγινε ἐνθουσιαστικὰ δεκτή. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὅλοι τους ἔσπευσαν νὰ τὴν κάμουν ἔργο. Ἀφοῦ πῆγαν ὅλοι μαζὶ καὶ προσκύνησαν στὴν Ἱερουσαλήμ, ὕστερα γύρισαν στὴν ἔρημό τοῦ Ἰορδάνη μὲ σκοπό, νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ τὴν μοναχικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή. Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν, ἡ εὐποιΐα κι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς ἐκείνους, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη τῆς βοήθειάς τους, ἦταν ἡ καθημερινή τους φροντίδα. Τὸ περιβάλλον ὅμως τοῦ Ἰορδάνη δὲν τοὺς βοηθοῦσε γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ διάλεξαν νὰ ζήσουν. Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα κατέβηκαν στὴν παραλία μὲ τὸν σκοπὸ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἐδῶ βρῆκαν ἕνα καράβι, μπῆκαν μέσα, κι ᾖρθαν στὴν Κύπρο μας, ποὺ ἦταν τότε ὀνομαστὴ γιὰ τὴ θεοσέβειά της. Τὸ πλοῖο σταμάτησε στὴν Πάφο. Μιὰ παράδοση, λέει, πὼς τσακίστηκε πάνω στοὺς βράχους ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατῆς τρικυμίας. Οἱ ἐπιβάτες ὅμως δὲν ἔπαθαν τίποτε καὶ βγῆκαν ὅλοι στὴν στεριά. Ἀπ’ ἐδῶ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη κι ἔζησαν ὁ καθένας τους τὴ μακαριὰ ζωὴ μὲ τὸ δικό του τρόπο.

Ὁ Αὐξέντιος, ἀφοῦ περιῆλθε τὸ νησί, κατέληξε σὲ μία σπηλιὰ στὴν περιοχὴ τῆς Καρπασίας μεταξὺ τῶν χωριῶν Κώμης Κεπὴρ καὶ Ἐπτακώμης.

Ἡ ζωὴ του ὑπῆρξε μία ζωὴ θερμῆς ἀγάπης καὶ στ’ ἀλήθεια ὁλοκληρωτικῆς προσφορᾶς στὸν Χριστό. Κάθε ἡμέρα ὕστερα ἀπὸ θερμὴ καὶ ἄγρυπνη προσευχὴ ποὺ κρατοῦσε ὤρα πολλή, ἄρχιζε νὰ διαβάζει ἢ καὶ νὰ ἀποστηθίζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὴν προσπάθειά του αὐτὴ ἀγωνιζόταν νὰ κρατάει στὸ νοῦ του τὴν κάθε περικοπὴ χωρὶς βία, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα καὶ ταπεινοφροσύνη. Τὰ λόγια του Κυρίου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του.

Γιὰ ν’ ἀποφεύγει τοὺς πονηροὺς καὶ ἀκάθαρτους λογισμούς, ποὺ ὁ Σατανᾶς τοῦ ἔριχνε στὴν σκέψη, γιὰ νὰ τοῦ λερώνει τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ὁ οὐρανοπολίτης ἀθλητὴς μὲ φόβο Θεοῦ στοχαζόταν πάντα τὴν μέλλουσα κρίση. «Πρόσεχε», ἔλεγε ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του, «ἔπεχε, σεαυτῶ, Αὐξέντιε. Ἐνθυμοῦ τὸ Δικαστήριο. Ἐνθυμοῦ τὶς δοκιμασίες τῆς αἰώνιας τιμωρίας». Μὲ τὰ συνθήματα αὐτὰ καὶ μὲ παρόμοιες εὐλαβεῖς σκέψεις κρατοῦσε τὴν καρδιὰ του ἄγρυπνη καὶ προσεχτικὴ ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τῶν λῃστῶν, ποὺ λέγονται πονηροὶ διαλογισμοί. Ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ τὸν ἀπάλλασσε ἀπὸ τὰ «πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ», τότε ἡ προσευχὴ τοῦ Ὁσίου γινόταν καὶ πιὸ θερμή. «Κύριε», ἔλεγε τότε μὲ πόνο ψυχῇς ὁ ἀσκητής, «γενηθήτω ἡ καρδία μου ἄμωμος ἐν τοὶς δικαιώμασί σου, ὅπως ἂν μὴ αἰσχυνθῶ» (ψαλμ. ριη’ 80). Δηλαδή, Κύριε, εἴθε ἡ καρδιά μου μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἐνίσχυσή σου νὰ γίνει ἄμεμπτη στὴν προσπάθειά μου νὰ κρατήσω τὰ δικαιώματά σου. Νὰ γίνει ἄμεμπτη γιὰ νὰ μὴ ντροπιαστὼ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ μπροστὰ στὸ φοβερό σου κριτήριο σὰν ἕνας ἔνοχος ἄνθρωπος καὶ παραβάτης. «Ἐλθέτω σὰν μοὶ οἱ οἰκτιρμοί σου, καὶ ζήσομαι, ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μου ἐστίν» (Ψαλμ. ριη’ 77). Ἂς ἔλθουν σὲ μένα οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, γιὰ νὰ μοῦ δώσουν ζωή, γιατί καὶ μέσα στὶς θλίψεις μου δὲν σὲ λησμόνησα. Ὁ νόμος σου ἀποτελεῖ γιὰ μένα τὴ διαρκὴ σκέψη καὶ ἀπασχόληση τοῦ μυαλοῦ μου.

Πολλὲς φορὲς ὁ πονηρὸς δημιουργοῦσε τέτοια ταραχὴ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου καὶ τέτοιο θόρυβο ποὺ νόμιζε κανεὶς πὼς γινόταν σεισμός. Σεισμὸς ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ καταρρίψει καὶ νὰ ἰσοπεδώσει τὰ πάντα. Καὶ τὶς στιγμὲς αὐτὲς ὁ Ἅγιος εἰρηνικὸς κι ἀτάραχος ἔψαλλε δυνατὰ καὶ μελωδικὰ τὸν ψαλμὸ τῆς βαθιᾶς ἐμπιστοσύνης καὶ πίστεως στὸν Θεό. «Ὁ Θεὸς ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς εὐρούσαις ἡμᾶς σφόδρα, διὰ τοῦτο οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆ καὶ μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν» (ψαλμ. με’ 2 – 3). Δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καταφυγὴ καὶ ἡ δύναμή μας εἶναι ὁ παντοδύναμος βοηθός μας στὶς θλίψεις πού μᾶς βρῆκαν. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο ὁτιδήποτε καὶ ἂν συμβεῖ, καὶ ἂν ἀκόμη συμβοῦν οἱ ἀνατροπὲς καὶ οἱ καταστροφὲς ποὺ θὰ γίνουν στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἐμεῖς δὲν θὰ φοβηθοῦμε. Δὲν θὰ φοβηθοῦμε ἔστω καὶ ἂν ἡ γῆ θὰ σείεται συθέμελα κι ἂν τὰ βουνὰ θὰ κόβονται ἀπ’ τὴ ρίζα τους καὶ θὰ πέφτουν μέσα στὴν θάλασσα.

Ὁ Ὅσιος ὑπέμεινε καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ σκληροὺς πειρασμούς. Μὲ τὴν προσευχὴ ὅμως, τὴν αὐστηρὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτειά του, τοὺς ἀποδίωκε καὶ ἔβγαινε νικητὴς καὶ θριαμβευτής, ζωντανὸ δοχεῖο τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Τοῦτο μαρτυρᾶνε τὰ πάμπολλα θαύματα, ποὺ ἔκανε ὅσο ζοῦσε. Τοῦτο βεβαιώνουνε ἀκόμη καὶ τὰ θαύματα ποὺ γίνονται μὲ τὴν χάρη του ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ Θαύματα εἶναι καὶ τοῦτο:

Ἐκεῖ στὴ σπηλιὰ ὅπου ἔζησε χρόνια ὁ Ἅγιος, ἀναπαύτηκε κιόλας. Οἱ χριστιανοὶ τῶν γύρω χωριῶν μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια μαζεύτηκαν τότε γιὰ νὰ κηδέψουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ πάρουν μὲ τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ τὴν εὐλογία του. Μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἐνταφίασαν τὸ σῶμα στὴν γῆ, ἐνῷ ἡ ἡρωικὴ ψυχὴ του πέταξε ὁλόλευκη στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ χαρεῖ καὶ νὰ ζήσει ἐκεῖ τὴν ἀσφαλὴ κι ἄμεμπτη ζωὴ τῶν νικητῶν τῆς πίστεώς μας.



Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ οἱ κάτοικοι τῶν δυὸ χωρίων βρῆκαν στὴ σπηλιὰ τὸ ἅγιο λείψανό του. Δὲν δυσκολεύτηκαν νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν. Ἡ εὐωδία καὶ τὸ μύρο ποὺ ξέχυνε ἦταν χαρακτηριστική. Ὁ πόθος τῶν κατοίκων τῶν δυὸ χωριῶν νὰ μεταφέρουν τὸν θησαυρὸ ποὺ βρῆκαν στὸ χωριό τους γιὰ νὰ τὸν ἔχουν πάντα κοντά τους, σκόνταψε στὸ ποῦ νὰ τὸν μεταφέρουν. Καὶ τὰ δυὸ χωριὰ τὸν ἀπαιτοῦσαν. Κανένας δὲν ὑποχωροῦσε γιὰ τὸ ἄλλο. Ἡ χαρὰ ποὺ γέμισε τὶς καρδιὲς μὲ τὴν εὕρεση τοῦ λειψάνου, χάθηκε γιὰ μία στιγμὴ καὶ τὴ θέση της πῆρε μία ζωηρὴ συζήτηση, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἐπικίνδυνη φιλονικία. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη μιὰ πρόταση ποὺ ρίχτηκε ἀπὸ κάποιο ἔδωκε τὴ διέξοδο καὶ τὴ λύση στὸ πρόβλημα ποὺ δημιουργήθηκε:

- Νὰ δώσουμε ἕνα βόδι τὸ ἕνα χωριὸ καὶ ἕνα βόδι τὸ ἄλλο. Νὰ τὰ ζέψουμε σ’ ἕνα ἁμάξι, στὸ ὁποῖο νὰ βάλουμε τὸ ἅγιο λείψανο κι ὅπου σταματήσουν τὰ βόδια, ἐκεῖ νὰ κτίσουμε ἕνα ναὸ καὶ νὰ τὸ ἀποθέσουμε, εἶπε ἡ φωνή.

Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Τὰ βόδια ἔσυραν τὸ ἁμάξι καὶ σταμάτησαν στὴν Κώμη Κεπήρ. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε τὸ ἅγιο λείψανο καὶ βρίσκεται μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ θυμίζει σ' ὅλους τὴ δύναμη τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἠθικῆς καθαρότητας, τὴν ἀνυπέρβλητη δύναμη τῆς ἀρετῆς.

Τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἠθικὴ καθαρότητα, τὴν ἀρετὴ μὲ μία λέξη καλεῖται νὰ κάμει βίωμα καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Τὸ ἀπαιτεῖ ἡ ἔξοδός μας ἀπὸ τὴ συμφορὰ καὶ τὸν ὄλεθρο στὸν ὁποῖο μᾶς ἔχουν ρίξει οἱ καταχρήσεις καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ καιροῦ μας. Τὸ ζητᾶ ἡ εἰρηνικὴ ζωὴ ποὺ νοσταλγοῦμε ὅλοι μας. Τὸ θέλει αὐτὸ τοῦτο τὸ συμφέρον μας. Γιατί ὅπως πολὺ σοφὰ τονίζει ὁ μεγάλος τῆς ἐρήμου ἀσκητής, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ Ἅγιός μας μὲ τὸ παράδειγμά του, «ὁ μὲν πλοῦτος καὶ συλᾶται καὶ ὑπὸ τῶν δυνατωτέρων ἁρπάζεται, ἡ δὲ ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, μόνη ἐστι κτῆσις ἀσφαλὴς καὶ ἀσύλητος καὶ μετὰ θάνατον σῴζουσα τοὺς κεκτημένους αὐτήν».
 
Ἀλήθεια! Μόνη αὐτὴ καὶ ὑψώνει καὶ σῴζει.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Καρπασέων Κώμη λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αὐξέντιε. Ὡς γὰρ ποτὲ πολεμίους κατήσχυνας, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ θράσος ἐνίκησας καὶ κατηύφρανας ἡμᾶς τοὺς πιστῶς σοι κράζοντας, ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

27/9/12

Ὁ Ἅγιος Καλλίστρατος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 49 Μαρτυρήσαντες


Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα. Οἱ γονεῖς του, καθὼς καὶ οἱ πρόγονοί του, ἦταν εὐσεβέστατοι χριστιανοί.
Ὅταν μεγάλωσε ὁ Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στὸ στρατὸ σὰν νεοσύλλεκτος. Ἡ «ὁμίχλη» τῆς σαρκολατρείας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ στράτευμα δὲν ἐπηρέασε καθόλου τὸν Καλλίστρατο. Ἀντίθετα μάλιστα, καλλιέργησε ἀκόμα περισσότερο τὶς εὐσεβεῖς συνήθειές του. Μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ἦταν νὰ προσεύχεται κατὰ τὴ νύκτα.
Αὐτὸ ὅταν τὸ εἶδαν οἱ συνάδελφοί του, τὸν κατήγγειλαν στὸ στρατηγὸ Περσεντῖνο (287 μ.Χ.). Αὐτὸς ἀμέσως τὸν κάλεσε, καὶ ὅταν ἄκουσε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο ὅτι εἶναι χριστιανός, διέταξε καὶ τὸν βασάνισαν, σκληρά. Κατόπιν, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν μέσα σ’ ἕναν σάκο, τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ μὲ θαῦμα ὁ σάκος σχίστηκε, καὶ δυὸ δελφίνια ἔφεραν σῶο καὶ ἄβλαβη τὸν Καλλίστρατο, στὴν στεριά. Τότε, 49 στρατιῶτες ποὺ εἶδαν τὸ γεγονὸς πίστεψαν στὸ Χριστό, καὶ ἀφοῦ ἔτρεξαν στὸν Καλλίστρατο, τοῦ εἶπαν: «Πράγματι, εἴδαμε ὅτι ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια καὶ εἶναι μεγάλος ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος καὶ ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς θάλασσας ὑπερφυσικὰ σὲ ἔβγαλε. Θὰ μποροῦσε, ἄραγε, νὰ δεχθεῖ καὶ ἐμᾶς τοὺς εἰδωλολάτρες;».
Ὁ Καλλίστρατος τοὺς ἀπάντησε: «Ὁ δικός μου Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐκείνους ποὺ ἔρχονται κοντὰ του δὲν τοὺς διώχνει. Διότι Ἐκείνου ὁ λόγος εἶναι: «Δεῦτε πρὸς ἐμὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς».
Τότε ὁ Καλλίστρατος κατήχησε ὅλους αὐτοὺς τοὺς στρατιῶτες μέσα στὴν φυλακή. Ὁ δὲ Περσεντῖνος, ἐρχόμενος σὲ ἀδιέξοδο ἀπὸ τὴν πίστη τους, ὅλους τοὺς ἀποκεφάλισε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ Πνεύματι, περιφραξάμενος, Μάρτυς Καλλίστρατε, λαμπρῶς ἠρίστευσας, καταβολὼν τὸν δυσμενῆ, σοφίᾳ τῶν σῶν ἀγώνων· ὅθεν καὶ προσήγαγες, τῷ Χριστῷ ὡς θυμίαμα, δῆμον παναοίδιμον, Ἀθλητῶν πιστευσάντων σοι, μεθ’ ὧν ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσώπει, τῶν εὐφημούντων σε ἐν ὕμνοις.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Πάντας ὑμᾶς σήμερον ἡ Ἐκκλησία, συντιμῶσα Ἅγιοι, ἀνευφημεῖ πνευματικῶς, ὡς ὑπὲρ ταύτης ἀθλήσαντας, Μάρτυρες θεῖοι, καλλίνικοι πάνσοφοι.

Μεγαλυνάριον.
Κάλλος εὐσεβείας ὑπερφερές, Καλλίστρατε Μάρτυς, ἐν ἀγῶσι καρποφόρων, πρὸς θεογνωσίας, τὴν καλλονὴν ἰθύνεις, ἀθλητικὴν χορείαν, μεθ’ ἧς τιμῶμέν σε.

Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος, Ἀρίσταρχος καὶ Ζήνων οἱ Ἀπόστολοι


Ὁ Ἀρίσταρχος, εἶχε τὴ μεγάλη τιμὴ νὰ χρηματίσει συνεργάτης τοῦ Ἀπ. Παύλου, (πρὸς Φιλήμ. α’ 23) καὶ συναιχμάλωτός του (Κολοσ. δ’ 10). Κατόπιν διέπρεψε καὶ σὰν ἐπίσκοπος Ἀπαμείας στὴ Συρία.
Ὁ Μᾶρκος, ποὺ δὲν εἶναι βέβαια ὁ Εὐαγγελιστής, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Βύβλου καὶ ἔδρασε ἀποστολικά. Ὅπως μάλιστα τοῦ Πέτρου (Πράξ. ε’ 15), ἔτσι καὶ αὐτοῦ ἡ σκιὰ μόνη ὅταν ἔπεφτε στοὺς ἀσθενεῖς τοὺς θεράπευε.
Ὁ Ζήνων, εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν νομικὸ Ζηνά, ποὺ σὰν γνήσιος καὶ εὐδόκιμος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, βοήθησε γι’ αὐτὸ καὶ στὴν Κρήτη μαζὶ μὲ τὸν Ἀπολλῶ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τόσο συγκινητικὰ καὶ φιλόστοργα συνιστᾷ στὸν Τίτο, νὰ τοὺς φροντίσει τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴ τοὺς λείψει τίποτα (Τίτ. γ’ 13). Ὁ Ζήνων, διέπρεψε καὶ σὰν ἐπίσκοπος Διοσπόλεως.

26/9/12

Μετάστασις Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου


Ἀρκετοὶ εἶχαν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Ἰωάννης δὲν πέθανε, ἀλλὰ μετατέθηκε στὴν ἄλλη ζωή, ὅπως ὁ Ἐνὼχ καὶ ὁ Ἠλίας. Ἀφορμὴ γι' αὐτὴ τὴν ἄποψη ἔδωσε τὸ γνωστὸ εὐαγγελικὸ χωρίο, Ἰωάννου κα’ 22. Ὅμως, ὁ ἀμέσως ἑπόμενος στίχος κα’ 23 διευκρινίζει τὰ πράγματα.
Ἡ παράδοση ποὺ ἀσπάσθηκε ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ ἕξης: Ὁ Ἰωάννης σὲ βαθειὰ γεράματα πέθανε στὴν Ἔφεσο καὶ τάφηκε ἔξω ἀπ’ αὐτήν. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες, ὅταν οἱ μαθητὲς του ἐπισκέφθηκαν τὸν τάφο, βρῆκαν αὐτὸν κενό.
Ἡ Ἐκκλησία μας, λοιπόν, δέχεται ὅτι στὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου συνέβη ὅτι καὶ μὲ τὴν Παναγία μητέρα Του. Δηλαδή, ὁ Ἰωάννης ναὶ μὲν πέθανε καὶ ἐτάφη, ἀλλὰ μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε καὶ μετέστη στὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος, νὰ τί λέει σχετικά:
«Ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν, ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει». Ἐκεῖνος, δηλαδή, ποὺ εἶναι ἑνωμένος μέσῳ τῆς πίστης μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἔχει δικό του, ἔχει τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή. Ἐκεῖνος, ὅμως, ποὺ δὲν ἔχει τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔχει ὑπ’ ὄψιν του πὼς δὲν ἔχει καὶ τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπης ὡς ἔμπλεως, τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῷ στήθει ἀνέπεσας, καὶ ἐμυήθης σαφῶς, τὴν γνῶσιν τὴν ἄρρητον. Ὅθεν θεολογίας, θεῖον ὄργανον ὤφθης, Ἀπόστολε Ἰωάννη, καὶ φωστὴρ εὐσεβείας· διὸ Εὐαγγελιστά σε, πόθῳ γεραίρομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖά σου Παρθένε τὶς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς Θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Προσελθὼν Ἀπόστολε, τοῦ Διδασκάλου τῷ στήθει, ἐξ αὐτοῦ ἀντλήσας δέ, θεολογίας τὰ ῥεῖθρα, ἅπασαν, τὴν οἰκουμένην τερπνῶς ἀρδεύεις, νάμασι, τοῖς ζωηφόροις καὶ ἀθανάτοις· διὸ χαῖρέ σοι βοῶμεν, ὦ Ἰωάννη, θεολογίας πηγή.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς ἠγαπημένος τῷ Ἰησοῦ, τῆς θεολογίας, ἐμυήθης τὸν θησαυρόν· ὅθεν Ἰωάννη, Ἀπόστολον θεόπτην, καὶ μύστην τῶν ἀρρήτων, σὲ μεγαλύνομεν.

Ἀνακομιδὴ Τιμίας Κάρας τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου

Ἡ Ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ἔγινε στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1964, καὶ ματακομίσθησαν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ρώμης στὴν πόλη τοῦ μαρτυρίου του, τὴν Πάτρα.
Τὸν βίο τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, μπορεῖτε νὰ διαβάσετε τὴν 30ηΝοεμβρίου, ὅπου τιμᾶται ἡ μνήμη του.

25/9/12

Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη


Ἦταν μοναχοκόρη καὶ πολὺ πλούσια. Ὃ πατέρας της Παφνούτιος ἦταν ὁ πλουσιότερος τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του διακρίνονταν γιὰ τὴν θερμὴ πίστη τους στὸν Θεό.
Δώδεκα χρονῶν ἡ Εὐφροσύνη ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ μητέρα, καὶ ὁ πατέρας της ἀφοσιώθηκε ἀκόμα πιὸ φιλόστοργα στὴν ἐπιμέλεια τῆς κόρης του. Ὅταν ἡ Εὐφροσύνη ἔφθασε στὸ 18ο ἔτος τῆς ἡλικίας της, ὁ πατέρας της θέλησε νὰ τὴν παντρέψει μὲ ἕναν νέο ὑψηλῆς κοινωνικῆς τάξης. Ὅμως τὴν ψυχὴ τῆς Εὐφροσύνης εἶχε καταλάβει ὁ θεῖος ἔρωτας. Ὁ γάμος καὶ οἱ κοσμικότητες θὰ τῆς ἦταν ἐμπόδιο νὰ ἀφιερωθεῖ συστηματικὰ στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴν ὑπηρεσία τοῦ πλησίον.
Γι’ αὐτὸ κάποια μέρα, ἀφοῦ διαμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς φτωχούς, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες, κατέληξε μεταμφιεσμένη ἀνδρικὰ σὲ κοινόβιο ἀνδρικὸ μοναστῆρι. Ἐκεῖ πῆρε τὸ ὄνομα Σμάραγδος καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ θαύμαζαν τὸν πνευματικό της ἀγῶνα καὶ τὴ διακονία ποὺ πρόθυμα πρόσφερε σὲ ὅλους. Ἔζησε στὸ μοναστῆρι 38 χρόνια. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς της συναντήθηκε καὶ μὲ τὸν πατέρα της, ὅταν καὶ αὐτὸς ἔγινε μοναχὸς στὸ ἴδιο μοναστῆρι.
Ἔτσι, μὲ τὴν ζωή της ἡ Εὐφροσύνη μᾶς ὑπενθυμίζει τὰ λόγια της Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ λένε: «ἀρνησάμενοι τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι». Δηλαδή, ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ματαίου καὶ ἁμαρτωλοῦ αὐτοῦ κόσμου, νὰ ζήσουμε στὸν παρόντα αἰῶνα μὲ ἐγκράτεια στὴν ζωή μας, μὲ δικαιοσύνη πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας καὶ μὲ εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς παρθένος φρονίμη καὶ ἀδιάφθορος, κατηγγυήθης ὁσίως τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ προσκαίρων τὴν χλιδὴν ἐμφρόνως ἔλιπες· ὅθεν ἐν μέσῳ τῶν ἀνδρῶν, ὡς ἀμόλυντος ἀμνάς, ἐξέλαμψας Εὐφροσύνη, καὶ τοῦ Βελίαρ τὰ κέντρα, τῇ πολιτείᾳ σου ἀπήμβλυνας.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω ζωῆς, ποθοῦσα, τὴν κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, καὶ σαυτὴν κατέμιξας, ἀναμέσον ἀνδρῶν παναοίδιμε· διὰ Χριστὸν γὰρ τὸν νυμφίον σου, μνηστῆρος προσκαίρου κατεφρόνησας.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης πρόξενος ἡ βιοτή σου, τοῖς ἐν κόσμῳ γέγονε, προτυπωθείσης ἐναργῶς, τῇ φερωνύμῳ σου πένσεμνε, προσηγορίᾳ Εὐφροσύνη ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον.
Μνήστορα λιποῦσα τὸν γεηρόν, φαιδρῶς ἐνυμφεύθης, τῷ ὡραίῳ κάλλει Χριστῷ, δι’ ἀμέμπτου βίου, Ὁσία Εὐφροσύνη, δι’ οὗ ἀεὶ εὐφραίνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.

24/9/12

Ἡ Ἁγία Θέκλα ἡ Ἰσαπόστολος


Γεννήθηκε ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια στὸ Ἰκόνιο. Μνηστεύθηκε μὲ κάποιο νέο, τὸ Θάμυρη, μὲ τὸν ὁποῖο ἔμελλε νὰ συζευχθεῖ.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε στὸ Ἰκόνιο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι ἐνὸς εὐσεβῆ ἄνδρα, τοῦ Ὀνησιφόρου, μετέπειτα ἀποστόλου ( 7 Σεπτεμβρίου). Ἡ συνεχὴς προσέλευση στὸ θεῖο κήρυγμα προσείλκυσε τὴν προσοχὴ τῆς Θέκλας. Καὶ κάποια νύκτα, μέσα στὸ ἀκροαζόμενο πλῆθος ἦταν καὶ αὐτή. Τὰ λόγια ποὺ ἄκουσε τὴν τράβηξαν τόσο πολύ, ὥστε τὴν ἔκαναν νὰ ἐπανέλθει πολλὲς φορὲς νὰ ἀκούσει τὸν Ἀπ. Παῦλο.
Αὐτό, ὅμως, ὅταν τὸ ἔμαθαν ἡ μητέρα της καὶ ὁ μνηστήρας της, προκειμένου νὰ τὴν ἐπαναφέρουν στὴν εἰδωλολατρία συκοφάντησαν τὸν Ἀπ. Παῦλο, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἡγεμώνας Καστίλλιος νὰ τὸν φυλακίσει καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν διώξει ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀλλὰ ἡ Θέκλα εἶχε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ δοθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴ διακονία τοῦ Εὐαγγελίου.
Συγγενεῖς καὶ πρώην φίλοι της τὴν πολέμησαν ἀνελέητα. Αὐτὴ ὅμως, εἶχε στὴ θύμησή της τὰ λόγια τοῦ διδασκάλου τῆς Ἀπ. Παύλου: «Θύρα μοὶ ἀνέωγε μεγάλη καὶ ἐνεργής, καὶ ἀντικείμενοι πολλοί». Μοῦ ἀνοίχτηκε, δηλαδή, πόρτα μεγάλη, γιὰ καρποφόρα Ἱεραποστολικὴ δράση. Καὶ γι’ αὐτό, λόγω τοῦ φθόνου ποὺ ἔχει ὁ σατανᾶς γιὰ κάθε καλό, πολλοὶ καὶ τώρα παρουσιάζονται ἐνάντιοι καὶ πολέμιοι.
Τελικὰ ἡ Θέκλα στὴν πορεία τῆς Ἱεραποστολικῆς της δράσης πέρασε πολλὰ μαρτύρια, ἀπὸ τὰ ὁποία, ὅμως, μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βγῆκε ἄθικτη.
Πέθανε 90 χρονῶν σὲ κάποιο ὄρος τῆς Σελεύκειας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρὰ τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς, Χριστὸν ἀγαπήσασα· σὺ γὰρ τῆς εὐσεβείας, πτερωθεῖσα τῷ πόθῳ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, Ἰσαπόστελε Θέκλα· διὸ σὲ ὁ Πανοικτίρμων νύμφην ἠγάγετο.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς παρθενίας τῷ κάλλει ἐξέλαμψας, μαρτυρίου στεφάνῳ κεκόσμησαι, ἀποστολὴν πιστεύῃ Παρθένε ὡς ἔνδοξος· καὶ τοῦ πυρὸς μὲν τὴν φλόγα, εἰς δρόσον μετέβαλες, τοῦ ταύρου δὲ τὸν θυμόν, προσευχῇ σου ἡμέρωσας, ὦ Πρωτόαθλε.

Μεγαλυνάριον.
Παύλου λαμπρυνθεῖσα ταῖς ἀστραπαῖς, ὅλη καλὴ ὤφθης, ὅλη ἄμωμος τῷ Χριστῷ, Θέκλα Πρωτομάρτυς, ὑπερφυέσιν ἄθλοις, ὧν φαίδρυνον τῇ δόξῃ τοὺς σὲ γεραίροντας.

Μνήμη Θαύματος τῆς Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας τῆς Μυρτιδιωτίσσης


Τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώρα στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Μυρτιδίων στὸ νησὶ Κύθηρα, ὅταν θεράπευσε παράλυτο.
Λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὶς παραδόσεις τῆς εὑρέσεως τῆς Ἁγίας εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιωτίσσης, βλέπε στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ, αὐτὴ τὴν ἡμέρα, τόμος 9οςσελίδα 514, ἔκδοση 5η, 1992.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς κρήνη ἀκένωτος, τῶν παρὰ σοὶ ἀγαθῶν, Εἰκών σου ἡ πάνσεπτος, τοῖς Κυθηρίοις ἁγνή, ἐδόθη κραυγάζουσι· χαῖρε ἡ προστασία, πάντων τῶν δεομένων· χαῖρε ἡ σωτηρία, τῶν τιμώντων σε πόθῳ· χαῖρε ἡ τῷ παραλύτῳ, τὴν ἴασιν βραβεύσασα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ Θεοτόκῳ οἱ πιστοὶ νῦν προσπελάσωμεν
Ὡς χορηγούσῃ δαψιλῶς πᾶσιν ἰάματα,
Ἀναμέλποντες ἐφύμνια μετὰ πόθου.
Ἀλλ’ ὡς ἤγειρας παράλυτον, Θεόνυμφε,
Ἀπὸ πάσης ἡμᾶς ῥῦσαι περιστάσεως
Τοὺς σοὶ κράζοντας· χαῖρε δόξα παγκόσμιος.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης τῶν Κυθήρων καταφυγή, ἐξαιρέτῳ τρόπῳ, ἀναβλύζουσα ἐν αὐτοῖς, ἐκ τῆς σῆς Εἰκόνος, προνοίας σου τὰ ῥεῖθρα, ὦ Κεχαριτωμένη· διὸ ὑμνοῦμέν σε.

Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἁγιορείτης


Ἔγινε γνωστὸς πρὶν ἀκόμα ἁγιοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὸ βιογραφικὸ ἔργο «Ὁ γέροντας Σιλουανὸς τοῦ Ἄθω», ποὺ τὸ συνέγραψε μὲ ὡραῖο τρόπο ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου στὸ Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, ποὺ ἔζησε κοντὰ στὸν Ἅγιο γιὰ πολὺ καιρὸ στὸν Ἄθω.
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν Σωφρόνιο, ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ἀσκήθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ 46 ὁλόκληρα χρόνια καὶ συγκεκριμένα στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα.
Γεννήθηκε τὸ 1866 στὸ χωριὸ Σόβοκ τῆς ἐπαρχίας Λεμπεντιάσκ τῆς Ρωσίας καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Συμεὼν Ἰβάνοβιτς Ἀντόνωφ. Στὴ Ρωσία ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ξυλουργοῦ.
Στὸ Ἅγιο Ὅρος ἦλθε τὸ 1892 καὶ ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Τὸ 1911 ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ στολίστηκε μὲ πολλὲς ἅγιες ἀρετὲς καὶ γέμισε ὅλος ἀπὸ Θεῖο φῶς. Τὸ 1905 βγῆκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια τῆς πατρίδας του.
Ἀπεβίωσε στὶς 24 Σεπτεμβρίου τοῦ 1938 καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρόσφατα τὸν ἁγιοποίησε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἐφάμιλλος, καὶ κοινωνὸς ἀληθῶς, ἐσχάτοις ἐν ἔτεσι, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, ἐδείχθης μακάριε. Ὅθεν Σιλουανέ σε, ἡ οὐράνιος δόξα, δέδεκται μετὰ τέλος, σὺν Ὁσίοις Πατράσι· μεθ’ ὧν καὶ καθικέτευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Ὁσίων σύσκηνος τῶν πάλαι ὤφθης, ἐναρέτοις πράξεσι, Χριστὸν δοξάσας ἐπὶ γῆς, Σιλουανὲ παναοίδιμε, καὶ ἐκομίσω τὸν ἄφθαρτον στέφανον.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις θεοφόρε Σιλουανέ, ὁ ἐσχάτοις χρόνοις, διαλάμψας ἀσκητικῶς· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ὑπόδειγμα Πατέρων, καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης, ἡμῶν θερμότατος.

23/9/12

Σύλληψις τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννη


Ἔτσι προφήτευσε ὁ προφήτης Ἠσαΐας γιὰ τὸν Πρόδρομο τοῦ Κυρίου, Ἰωάννη: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». Δηλαδή, φωνὴ ἀνθρώπου, ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο καὶ λέει: «Ἑτοιμάστε τὸν δρόμο, ἀπ’ ὅπου θὰ ἔλθει ὁ Κύριος σὲ σᾶς. Κάνετε ἴσιους καὶ ὁμαλοὺς τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ περάσει». Ξεριζῶστε, δηλαδή, ἀπὸ τὶς ψυχές σας τὰ ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ρίξτε μακριὰ τὰ λιθάρια τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς πώρωσης καὶ καθαρίστε μὲ μετάνοια τὸ ἐσωτερικό σας, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Κύριο.
Ἡ φωνὴ αὐτή, ποὺ ἦταν ὁ Ἰωάννης, γεννήθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Ὁ Πατέρας του Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας. Τὴν ὥρα τοῦ θυμιάματος μέσα στὸ θυσιαστήριο, εἶδε ἄγγελο Κυρίου, ποὺ τοῦ ἀνήγγειλε, ὅτι θὰ ἀποκτοῦσε γιὸ καὶ θὰ ὀνομαζόταν Ἰωάννης. Ὁ Ζαχαρίας σκίρτησε ἀπὸ χαρά, ἀλλὰ δυσπίστησε. Ἡ γυναῖκά του ἦταν στείρα καὶ γριά, πῶς θὰ γινόταν αὐτὸ ποὺ ἄκουγε; Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε ὅτι γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ ἡ δυσπιστία του, μέχρι νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς θὰ ἔμενε κωφάλαλος. Πράγματι, ἡ Ἐλισάβετ συνέλαβε, καὶ μετὰ ἐννιὰ μῆνες ἔκανε γιό. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες, στὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ, οἱ συγγενεῖς θέλησαν νὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ὅμως, ὁ Ζαχαρίας, ἔγραψε ἐπάνω σὲ πινακίδιο τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Ἀμέσως δέ, λύθηκε ἡ γλώσσα του, καὶ ἡ χαρὰ γιὰ ὅλους ἦταν μεγάλη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡ πρῴην οὐ τίκτουσα, στεῖρα εὐφράνθητι. Ἰδοὺ γὰρ συνέλαβες, Ἡλίου λύχνον σαφῶς, φωτίζειν τὸν μέλλοντα, πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, ἀβλεψίᾳ νοσοῦσαν. Χόρευε Ζαχαρία, ἐκβοῶν παρρησίᾳ· Προφήτης τοῦ Ὑψίστου, ἐστὶν ὁ μέλλων τίκτεσθαι.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Εὐφραίνεται λαμπρῶς, Ζαχαρίας ὁ μέγας, καὶ ἡ πανευκλεής, Ἐλισάβετ ἡ σύζυξ, ἀξίως συλλαμβάνουσα, Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, ὃν Ἀρχάγγελος, εὐηγγελίσατο χαίρων, καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀξιοχρέως τιμῶμεν, ὡς μύστην τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον.
Στεῖρα καὶ πρεσβῦτις θείᾳ βουλῇ, καρπὸν συλλαμβάνει, τὸν ὑπέρτερον Προφητῶν, τὸν τὴν ἀκαρπίαν, ψυχῶν μέλλοντα τέμνειν, ἀξίνῃ μετανοίας· ὃν μεγαλύνομεν.

Ἡ Ἁγία Ραΐς ἡ παρθένος


Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Βάταν (ἢ Τάμαν) τῆς Αἰγύπτου καὶ ἦταν θυγατέρα κάποιου Πέτρου. Ἀπὸ 12χρονών ἔγινε μοναχή.
Ὅταν κάποτε πῆγε στὴν πηγή, μαζὶ μὲ ἄλλες παρθένες, γιὰ νὰ φέρει νερό, εἶδε πλῆθος χριστιανῶν τοὺς ὁποίους εἶχε δεμένους ὁ ἡγεμόνας Λουκιανός. Τότε καὶ αὐτὴ πῆγε καὶ ἔσμιξε μὲ τὸ πλῆθος αὐτό. Ὁ δὲ δεσμοφύλακας, τὴ συμβούλεψε νὰ ἀπομακρυνθεῖ γιὰ νὰ μὴ χάσει τὴ ζωὴ της μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους. Ἡ δὲ Ἁγία Ραΐς ὄχι μόνο δὲν ἔφυγε, ἀλλὰ μὲ εὐτολμία παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, περιγέλασε τοὺς θεούς του καὶ τὸν ἔφτυσε κατάμουτρα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς εἰρωνεύτηκε τὸν Χριστό.
Ἀμέσως τότε τὴ βασάνισαν φρικτὰ καὶ στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν, παίρνοντας ἔτσι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Οἱ Ὁσίες Ξανθίππη καὶ Πολυξένη


Ἦταν Ἰσπανίδες ἀδελφὲς καὶ ἔζησαν στὰ μέσα τοῦ πρώτου αἰώνα μ.Χ., ὅταν Καίσαρ ἦταν ὁ Κλαύδιος ὁ Α’.
Ἡ Ξανθίππη μαζὶ μὲ τὸν σύζυγο της Πρόβο, διδάχτηκε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, καὶ ἦλθε σ’ αὐτή, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.
Ἡ Πολυξένη ἀφοῦ πῆγε στὴν Ἀνατολή, βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν πρωτόκλητο Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Καὶ οἱ δυὸ ἀδελφές, ἐργάστηκαν γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ὁδήγησαν σ’ αὐτὴν πολλὲς γυναῖκες.
Πέθαναν καὶ οἱ δυὸ εἰρηνικὰ σὲ προχωρημένη ἡλικία, χωρὶς νὰ πάψουν μέχρι καὶ τὴν τελευταία τους πνοὴ νὰ στηρίζουν τὶς ἀσθενικὲς ψυχὲς στὴ χριστιανικὴ ἐλπίδα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὸ φῶς δεχθεῖσα, ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσεβείας, Πολυξένη Ὁσία θεόληπτε· καὶ ἐν τῷ βίῳ Χριστὸν ἐμεγάλυνας, σὺν τῇ συγχρόνῳ ἀμέμπτοις σου πράξεσι· μεθ’ ἧς πρέσβευε Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Πολυτρόποις πράξεσιν ὁσίου βίου, Πολυξένη πάνσεμνε, Χριστῷ λατρεύσασα πιστῶς, τῆς ἄνω δόξης ἠξίωσαι, ὐπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς ἱκετεύουσα.

Μεγαλυνάριον.
Βίον διελθοῦσα ἀσκητικόν, Μῆτερ Πολυξένη, σὺν ὁμαίμονι τῇ σεμνῇ, σὺν αὐτῇ μετέσχες, τῆς ἄνω κληρουχίας, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, τὸ θεῖον ἔλεος.

22/9/12

Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Θαυματουργὸς


Πατρίδα του ἦταν ἡ Σινώπη τοῦ Εὐξείνου Πόντου.
Οἱ γονεῖς του Πάμφυλος καὶ Μαρία μεταλαμπάδευσαν στὸν Φωκᾶ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία τὴν φλόγα τῆς ἁγνῆς πίστης τους καὶ τὴν θερμὴ εὐσέβειά τους.
Ὁ Φωκᾶς ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἐντρυφοῦσε στὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἰδιαίτερα τὸν διέκρινε ἦταν ἡ θερμὴ καὶ εἰλικρινὴς ἀγάπη ποὺ εἶχε πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς συνανθρώπους του. Διότι ὁδηγὸ στὴν ἀγάπη του αὐτὴ εἶχε πάντα τὰ θεόπνευστα λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει,... ὁ δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτία ἐστι». Ἐκεῖνος, δηλαδή, ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφόν του, μένει μέσα στὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ φῶς. Ἐνῶ ἀντίθετα, ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του, μένει μέσα στὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ σκοτάδι.
Ὁ Φωκᾶς, λοιπόν, μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ τὸν διέκρινε, ἔγινε ἐπίσκοπος Σινώπης καὶ κήρυττε ἄφοβα τὸ Εὐαγγέλιο. Μὲ τὰ θαύματα δέ, ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ πράττει, κατόρθωσε νὰ φέρει πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Τελικὰ μαρτύρησε ἐπὶ Τραϊανοῦ, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καυτὸ λουτρό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τοῦ Πνεύματος, ὀφθεὶς δοχεῖον λαμπρόν, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν παρ’ αὐτοῦ δωρεάν, Φωκᾶ ἱερώτατε· ὅθεν ἱερουργήσας, τῷ Σωτῆρι ὁσίως, ἔπιες ἐν ἀθλήσει, τὸ ποτήριον τούτου· ᾧ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν πλουσιόδωρον χάριν, ὡς πηγὴν θεόβρυτον, ἐν τῇ ψυχῇ κεκτημένος, ἔσβεσας, πόνων ἱδρῶσι πλάνης τὴν φλόγα, βρύεις δὲ, θαυμάτων ῥεῖθρα τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κλέος Ἱερέων, καὶ τῶν Μαρτύρων Φωκᾶ μακάριε.

Μεγαλυνάριον.
Τοῦ Εὐαγγελίου μυσταγωγός, ἱερῶν θαυμάτων, θεοδόξαστος αὐτουργός, Ἐκκλησίας στῦλος, Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐδείχθης διασώζων, τοὺς προσιόντας σοι.

21/9/12

Ὁ Προφήτης Ἰωνὰς


Ἔζησε ἐπὶ τῶν βασιλέων Ἀμασίου καὶ Ἱεροβοάμ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἀμαθὶ καὶ εἶχε πατρίδα τὴν Γεχθοφέρ, τῆς φυλῆς Ζαβουλῶν.
Ὁ Ἰωνὰς ἦταν αὐτός, ποὺ μὲ θεία νεύση ἐνθάρρυνε τὸν Ἱεροβοὰμ σὲ πόλεμο κατὰ τοῦ ἄρχοντα τῆς Συρίας, ποὺ κατέληξε σὲ νίκη τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἀποκατάσταση τῶν συνόρων του.
Ὁ Ἰωνὰς φέρεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πέμπτος μεταξὺ τῶν μικρῶν λεγόμενων προφητῶν. Βρίσκουμε δὲ γι’ αὐτὸν στὸ ὁμώνυμο βιβλίο, ποὺ κυρίως τὸν ἔκανε γνωστὸ λόγω τῆς ἱερῆς δραματικότητός του. Ὁ Κύριος τὸν εἶχε διατάξει νὰ πάει στὴ Νινευή, ἕδρα πλάνης μάταιων καλλωπισμῶν καὶ ὀργίων, γιὰ νὰ κηρύξει σ’ αὐτὴν καὶ νὰ προφητέψει τὴν καταστροφή της. Ὁ Ἰωνὰς ὅμως, ἀποφάσισε νὰ λησμονήσει τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκρινε καλὸ νὰ πάει σὲ μία ἄλλη πόλη, στοὺς Θαρσεῖς.
Ξεκίνησε λοιπὸν τὸ ταξίδι του μὲ πλοῖο, ἀλλὰ στ’ ἀνοιχτὰ ἔπιασε μεγάλη τρικυμία. Τότε ἔριξαν κλῆρο, γιὰ νὰ δοῦν ποιὸς εἶναι ὑπεύθυνός τοῦ κάκου ποὺ τοὺς βρῆκε. Καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσε στὸν Ἰωνά, ποὺ εἶχε παρακούσει τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἡ τρικυμία σταμάτησε. Ἀλλὰ καὶ τὸν Ἰωνά, τὸν κατάπιε ἕνα μεγάλο κῆτος χωρὶς νὰ τὸν φάει καὶ μετὰ τρεῖς μέρες καὶ νύκτες τὸν ἔβγαλε στὴν ξηρὰ σῶο καὶ ἀβλαβῆ.
Τότε ὁ Ἰωνὰς πῆγε στὴ Νινευή, προφήτεψε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς καὶ οἱ Νινευΐτες μετάνιωσαν, νήστεψαν 40 μέρες καὶ ἔτσι ἡ πόλη τους σώθηκε ἀπ’ τὴν καταστροφή. Διότι ἡ μετάνοια φέρει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πάνω ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη Του.
Ὁ Ἰωνὰς πέθανε στὴ γῆ Σαραάρ, κοντὰ στὴ βελανιδιὰ τῆς Δεβόρας καὶ τάφηκε μέσα σὲ σπηλιά. Βέβαια ἄλλα γεγονότα τῆς ζωῆς του μαθαίνουμε στὴν Π.Δ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σάλπιγξ εὔηχος, θείων κριμάτων, κόσμῳ πέφηνας, ἀναφωνοῦσα, Ἰωνᾶ τοῖς Νινευΐταις μετάνοιαν· καὶ συσχεθεὶς ἐν τῷ κήτει προέγραψας, τὴν τοῦ Σωτῆρος τριήμερον ἔγερσιν· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν κοιλίᾳ ἔνδοξε, τριημερεύσας τοῦ κήτους, τοῦ Χριστοῦ τὴν κάθοδον, τοῖς ἐν τῷ Ἅδῃ προφαίνεις· πάθος γάρ, δεχθεὶς σαρκὶ ἑκὼν ὁ Δεσπότης, ἔλαμψεν, ἀπὸ τοῦ μνήματος τριημέρως· διὰ τοῦτό σε Προφῆτα, ὡς τύπον τούτου, Ἰωνᾶ μέλπομεν.

Μεγαλυνάριον.
Βροντὴ οὐρανία τῇ Νινευΐ, ἡ φωνή σου ὤφθη, μετανοίας τὰς ἀπαρχάς, ταύτῃ προξενοῦσα, ὦ Ἰωνᾶ Προφῆτα, καὶ παύουσα κακίας, ὁρμὴν τὴν ἄσχετον.

20/9/12

Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ


Ἦταν ἀρχικὰ εἰδωλολάτρης καὶ ὀνομαζόταν Πλακίδας. Ἦταν ἀρχιστράτηγος στὸ ρωμαϊκὸ στρατὸ ἐπὶ αὐτοκρατορίας Τραϊανοῦ.
Ὅταν ὁ Χριστὸς παρουσιάσθηκε μπροστὰ του μιὰ μέρα στὸ δάσος μὲ τὴν μορφὴ ἐλαφιοῦ, ὁ Εὐστάθιος πίστεψε καὶ βαπτίσθηκε μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Θεοπίστη καὶ τὰ παιδιὰ τους, Ἀγάπιο καὶ Θεόπιστο.
Μόλις πληροφορήθηκε ὁ αὐτοκράτορας ὅτι ὁ ἀξιωματικός του ἔγινε χριστιανός, τὸν ἀπέμπεψε ἀπὸ τὸ στρατὸ καὶ τὸν ἐξόρισε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Μάλιστα, στὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐξορία ὁ Εὐστάθιος χωρίσθηκε ἀπὸ τὴν σύζυγό του καὶ τὰ παιδιά του.
Ἔπειτα ἀπὸ κάποια χρόνια, ὁ Τραϊανὸς χρειάσθηκε ξανὰ τὴν πολύτιμη προσφορὰ τοῦ Εὐσταθίου καὶ τὸν ἀνακάλεσε στὸ στράτευμά του. Οἱ πολεμικὲς ἱκανότητες τοῦ Ἁγίου χάρισαν στὸν αὐτοκράτορα μεγάλες νίκες. Μάλιστα ὁ Εὐστάθιος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκστρατεῖες του βρῆκε ξανὰ τὴν οἰκογένειά του, ἡ ὁποία ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια εἶχε περάσει πολλὲς κακουχίες.
Λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ Ἀνδριανός, διάδοχος τοῦ Τραϊανοῦ, ζήτησε ἀπὸ τὸν Εὐστάθιο νὰ παραστεῖ σὲ θυσία ποὺ θὰ γινόταν σὲ εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Ὁ Εὐστάθιος ἀρνήθηκε καὶ ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν, κλείνοντάς τον σὲ πυρακτωμένο χάλκινο βόδι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς εὐσέβειαν ἔνδοξε, τῇ τοῦ σοὶ ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καὶ ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, σὺν τῇ θείᾳ σου συμβίω καὶ τοῖς υἱοῖς, φαιδρύνων τοὺς βοῶντάς σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντί σε ἐν παντί, Ἰὼβ παμμάκαρ δεύτερον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς ἀνδρείας τοῦ Ἰὼβ ἔμψυχον ἄγαλμα
Καὶ τῶν Μαρτύρων κοινωνόν καὶ ἀκροθίνιον
Ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε Ἀθλοφόρε.
Ὡς ὁ Παῦλος γὰρ θεόκλητος γενόμενος
Ἐμεγάλυνας τὸν Λόγον δι’ ἀθλήσεως·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Μάρτυς Εὐστάθιε.

Μεγαλυνάριον.
Οὐρανόθεν μάκαρ καταυγασθείς, στήλη τῆς ἀνδρείας, ἀνεδείχθης ἐν πειρασμοῖς, καὶ πανοικεσίᾳ, Εὐστάθιε ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας, ἀξίως ἔτυχες.

19/9/12

Οἱ Ἅγιοι Τρόφιμος, Σαββάτιος καὶ Δορυμέδων


Μαρτύρησαν ἐπὶ βασιλέως Πρόβου καὶ διοικητοῦ Ἀντιοχείας Ἠλιοδώρου (278 μ.Χ.).
Ὅταν λοιπὸν ὁ Τρόφιμος μὲ τὸν Σαββάτιο βρέθηκαν στὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶδαν τὰ πολυποίκιλα ἁμαρτωλὰ ὄργια ποὺ γίνονταν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνα, δὲ συγκρατήθηκαν καὶ ἀποδοκίμασαν δημόσια τὴν ἁμαρτωλὴ αὐτὴ παραφροσύνη.
Βέβαια, γρήγορα συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὸ δικαστήριο. Θαρραλέα δήλωσαν πὼς εἶναι χριστιανοί. Τότε ὁ ἡγεμόνας Ἠλιόδωρος διέταξε καὶ τοὺς μαστίγωσαν ἀνελέητα. Τόσο, ποὺ οἱ σάρκες τους κόβονταν κομμάτια. Ἐκεῖ ὁ Σαββάτιος ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή.
Ὁ δὲ Τρόφιμος ὁδηγήθηκε σὲ ἄλλο σκληρότερο ἡγεμόνα, τὸν Διονύσιο Περώννιο. Αὐτός, ἀφοῦ τὸν ἔγδαρε μὲ σιδερένια νύχια, μισοπεθαμένο τὸν ἔριξε στὴν φυλακή. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιος, βουλευτής, ὁ Δορυμέδων, ποὺ εἶδε τὸ μαρτύριό του καὶ στερεώθηκε στὴν πίστη τοῦ Χρίστου. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ ἡγεμόνας, βασάνισε σκληρὰ τὸν Δορυμέδοντα. Ἔπειτα, ἔριξε καὶ τοὺς δυὸ τροφὴ στὰ θηρία, μέσα στὸ ἀμφιθέατρο. Ἀλλὰ ἡ πεινασμένη ἀρκούδα καὶ ἡ αἱμοβόρα λεοπάρδαλη στάθηκαν στὰ πόδια τους σὰν ἥμερα ἀρνιά. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἀγριεμένο λιοντάρι ποὺ ἐλευθέρωσαν ἀργότερα.
Γιὰ νὰ πληρωθεῖ ἔτσι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «οἱ διὰ πίστεως... ἔφραξαν στόματα λεόντων». Αὐτοί, δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι, ἐπειδὴ εἶχαν μεγάλη καὶ συνειδητὴ πίστη, βούλωσαν καὶ ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν.
Ὅταν λοιπὸν εἶδαν ὅτι δὲν τοὺς ἄγγιξαν τὰ θηρία, ἀμέσως οἱ δήμιοι τοὺς ἀποκεφάλισαν.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἀκαθαίρετον, Τριάδος δύναμιν, ἀνθηφορήσαντες, Μάρτυρες ἔνδοξοι, ἐναπετέματε στερρῶς, τὴν ἄκανθαν τῆς ἀπάτης, Τρόφιμε μακάριε, Ἐκκλησίας ἐντρύφημα, Σαββάτιε πάνσοφε, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, καὶ δόξα εὐσεβῶν Δορυμέδον· ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς Ἀθλητῶν ἑδραίωμα, καὶ εὐσεβείας ἔρεισμα, ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ καὶ γεραίρει σου, τὴν φωτοφόρον ἄθλησιν, παναοίδιμε μάκαρ, Ἀθλητὰ γενναιόφρον, ἔνδιξε Τρόφιμε, σὺν τοῖς συνάθλοις σου, ἱλασμὸν ἐξαιτούντων, ἡμῖν καὶ συγχώρησιν.

Μεγαλυνάριον.
Δόξῃ λαμπρυθέντες Τριαδικῇ, Τρόφιμος ὁ θεῖος, Δορυμέδων ὁ εὐκλεής, σὺν τῷ Σαββατίῳ, μαρτυρικοῖς ἀγῶσι, τῆς πίστεως τὸ κάλλος, ὡς λύχνοι ἔφαναν.

18/9/12

Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Γορτύνης


Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Εὐμένιος ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ πολλὲς σκληραγωγίες καὶ ἀσκήσεις. Ἡ ἐγκράτεια ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν διέκρινε περισσότερο. Διότι στὸ μυαλό του, εἶχε πάντα τὴν συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται». Καθένας, δηλαδή, ποὺ ἀγωνίζεται, ἐγκρατεύεται σὲ ὅλα, ἀκόμα καὶ στὴν τροφὴ καὶ στὸ ποτό, προκειμένου νὰ πετύχει τὸν πνευματικό του σκοπό. Καὶ ὁ Εὐμένιος, ἀκολουθώντας τὰ λόγια τοῦ θεόπνευστου Ἀποστόλου, πέτυχε.
Ἀξιώθηκε νὰ ἱερωθεῖ καὶ νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Γορτύνης στὴν Κρήτη. Ἀπὸ τὴ νέα του θέση, ἡ ἀρετή του ἔλαμψε ἀκόμα περισσότερο καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὴν χάρη καὶ τὴν δύναμη νὰ θαυματουργεῖ. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση, μιὰ φορὰ μὲ ἀναμμένες λαμπάδες κατέκαυσε ἕναν δράκοντα, ποὺ ὅρμησε ἐναντίον του.
Ἔπειτα ὁ Εὐμένιος πῆγε στὴν Ρώμη, ὅπου μὲ τὴ θεία του διδασκαλία καὶ μὲ θαύματα στερέωσε τοὺς πιστούς. Ποθώντας, ὅμως, περισσότερη σκληραγωγία καὶ ἄσκηση, πῆγε στὴ Θηβαΐδα τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στοὺς μεγάλους ἀσκητές.
Ἐκεῖ παρέδωσε καὶ τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό. Τὸ δὲ λείψανό του μεταφέρθηκε καὶ θάφτηκε μὲ τιμὲς στὴν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς του, στὴν Κρήτη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταχὺν προμηθέα σε, καὶ ἀρωγὸν εὐμενῆ, κεκτήμεθα Ὅσιε, ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητήν, Εὐμένιε ἔνδοξε· σὺ γὰρ ἀναβλυστάνων, συμπαθείας τὰ ῥεῖθρα, βρύεις τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἰαμάτων πελάγη. Ἀλλὰ καὶ τοῖς τιμῶσί σε, σκέπη γενήθητι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὤφθης πλοῦτος ἄσυλος τῇ Ἐκκλησίᾳ, βλύζων πᾶσιν ἄφθονον, χάριν θαυμάτων τοῖς πιστοῖς· διό σε πάντες γεραίρομεν, θευματοφόρε Εὐμένιε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ τῆς Γόρτυνος ποδηγός, καὶ τῆς Κρήτης πάσης, ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· χαίροις τῶν θαυμάτων, ἀκένωτος χειμάρρους, Εὐμένιε τρισμάκαρ, πιστῶν ἀντίληψις.