29/2/16

Ο Όσιος Κασσιανός ο Ρωμαίος

Ο Όσιος Κασσιανός γεννήθηκε στην Ρώμη από γονείς ευσεβείς και  επιφανείς,  οι  οποίοι φρόντισαν να τον αναθρέψουν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Η γνωριμία και η συναναστροφή του, από την παιδική του ηλικία, με Αγίους ανθρώπους επέδρασε ευεργετικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του όλου τρόπου ζωής του. Σπούδασε την  επιστήμη  της  φιλοσοφίας  και  της  αστρονομίας και μελέτησε  ιδιαίτερα  τα συγγράμματα  των  Πατέρων  και  την  Αγία  Γραφή.
Ο Όσιος ακολούθησε το μοναχικό βίο, γενόμενος μοναχός σε μία σκήτη και επισκέφθηκε  τα  μοναστήρια  της  Αιγύπτου  και  της  Θηβαΐδας, της Νιτρίας, της  Ασίας  και της Καππαδοκίας. Ο Άγιος  Νικόδημος  ο  Αγιορείτης  γράφει  χαρακτηριστικά:  «ο  Άγιος μετέβη εις διαφόρους τόπους και συνήντησε  αγίους  και  γνωστικωτάτους  Οσίους  και  τας αρετάς όλων συναθροίζει εις τον εαυτόν του, ως άλλη φιλόπονος μέλισσα, ώστε  και  αυτός έγινε  εις  τους  άλλους τύπος και παράδειγμα παντός  είδους  αρετής.  Όθεν  ανώτερος  των παθών γενόμενος και τον νουν καθαρίσας, εγνώρισε την τελείαν κατά  των  παθών  νίκην».
Στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας,  περιλαμβάνονται  δύο  λόγοι  του  Οσίου  Κασσιανού,  «Προς Κάστορα Επίσκοπον, περί των οκτώ της κακίας λογισμών, γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, οργής, λύπης, ακηδίας, κενοδοξίας και υπερηφανείας»  και  «Προς Λεόντιον ηγούμενον, περί των κατά την Σκήτην  αγίων  Πατέρων και λόγος περί διακρίσεως», που δείχνουν την καθαρότητα της ζωής του και το  ορθόδοξο φρόνημά του και προξενούν μεγάλη ωφέλεια. Ο  δε  Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος πλέκει δίκαιο εγκώμιο στον Όσιο Κασσιανό στον περί υπακοής Λόγο του.
Ο  Όσιος  Κασσιανός  κοιμήθηκε  με  ειρήνη.


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.       
Της σοφίας τον λόγον Πάτερ τοις έργοις σου, ασκητικώς γεωργήσας ως οικονόμος πιστός, αρετών μυσταγωγείς τα κατορθώματα· συ γαρ πράξας  ευσεβώς, εκδιδάσκεις ακριβώς, Κασσιανέ θεοφόρε,  και  τω  Σωτήρι  πρεσβεύεις,  ελεηθήναι  τας  ψυχάς  ημών.


Κοντάκιον. Ήχος α’. Χορός Αγγελικός.        
Οι λόγοι σου σοφέ, ουρανίου  κασσίας,  οσμήν  πνευματικήν,  διαπνέουσι  κόσμω·  φιάλαι γαρ  ώφθησαν,  αρωμάτων  ως γέγραπται, σιαγόνες σου, αι  αναπτύσσουσαι  πάσι,  τας  εν Πνεύματι,  πνευματικάς  αναβάσεις,  Κασσιανέ  Όσιε.



Μεγαλυνάριον.
Γνώσεως της θύραθεν μετασχών, ώφθης κεκρυμμένης,  επιστήμης  μυσταγωγός,  ής  τας επιδόσεις,  λόγοις  ημάς  παιδεύεις,  Κασσιανέ  θεόφρον,  Πνεύματος  σκήνωμα.

Ο Όσιος Γερμανός εκ Ρουμανίας



Ο  Όσιος  Γερμανός  της  Ντομπρουζία  γεννήθηκε  περί  το  έτος  358  μ.Χ.  Έγινε μοναχός  και  ασκήτεψε  θεοφιλώς  στη  Ρουμανία.  Κοιμήθηκε  με  ειρήνη  μεταξύ  των ετών  405 – 415 μ.Χ.

28/2/16

ομιλία στην Κυριακή του Ασώτου, που έγινε στο χωριό Μαρίνα την 28-2-2016

Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής

Ο  Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής έζησε και έδρασε  επί  του  εικονομάχου  αυτοκράτορα Λέοντος Γ’  του  Ισαύρου  (717 – 741 μ.Χ.).  Από  νεαρή  ηλικία  ο  Όσιος  αφιερώθηκε  στον ασκητικό βίο και εκάρη μοναχός. Έγινε μαθητής και υποτακτικός του  Οσίου  Προκοπίου του  Δεκαπολίτου ( 27 Φεβρουαρίου). Αρχικά  ζούσε σε κάποιο  ερημητήριο  και  αφού προηγουμένως καλλιέργησε με επιμέλεια την  ασκητική  ζωή,  αργότερα,  όταν  ανέκυψε  η αίρεση κατά των ιερών εικόνων, αντιστάθηκε με πνευματική ανδρεία στους εικονομάχους. Για τον λόγο αυτό συνελήφθη, τιμωρήθηκε και υπέστη πολλά βασανιστήρια. Όταν δέ, πέθανε ο αυτοκράτορας, απελευθερώθηκε και αφού  βγήκε  από τη φυλακή, φρόντιζε για την καλλιέργεια της αρχαίας υγείας της ευσέβειας, παρακινώντας πολλούς προς την  αρετή  και  επαναφέροντάς  τους  προς  την  ορθόδοξη πίστη.
Έτσι  αφού  αγωνίσθηκε  ο  Όσιος  Βασίλειος, κοιμήθηκε  με  ειρήνη.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Βασίλειον δώρημα, της  Εκκλησίας Χριστού,  εδείχθης  Βασίλειε,  ως  βασιλεύσας  παθών, τοις θείοις σου σκάμμασι· συ γαρ ομολογία, τον σον βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι’ αμφοτέρων,  ως  αστήρ  σελασφόρος·  εντεύθεν  της  ασαλεύτου  βασιλείας  ηξίωσαι.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Τα άνω ζητών.  
Εξ  ύψους  λαβών, την  θείαν  αποκάλυψιν,  εξήλθες  σοφέ,  εκ  μέσου  των  συγχύσεων, και μονάσας  Όσιε, των θαυμάτων είληφας την ενέργειαν, και τας νόσους  ιάσθαι  τη  χάριτι, Βασίλειε  Πάτερ  ιερώτατε.



Μεγαλυνάριον.
Ώφθης Βασιλέως των ουρανών, θεράπων και μύστης, δια βίου ειλικρινούς· ού τον χαρακτήρα,  σεβόμενος  αισχύνεις,  Βασίλειε  παμμάκαρ,  άνακτα  τύραννον.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

Λουκ. ιε’ 11-32

Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷπατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁνεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάνταἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατοὑστερεῖσθαι.    
Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώραςἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷἀπόλλυμαι!  ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰςἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦκαὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,  ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.  ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡςἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν,  καὶπροσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲεἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτεἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲεἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σάἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.



Διαβάζουμε από  το Ευαγγέλιο  την  παραβολή  του  Ασώτου Υιού (Λουκ.15, 11-32). Η  παραβολή  αυτή μαζί  με  τους  ύμνους  της  ημέρας, μας  παρουσιάζουν  τη  μετάνοια σαν  επιστροφή  του  ανθρώπου  από την  εξορία. Ο  άσωτος γιος, πήγε σε μια μακρινή  χώρα και  εκεί σπατάλησε  ό,τι  είχε  και  δεν  είχε. Μια  μακρινή  χώρα. Είναι  ο μοναδικός  ορισμός της  ανθρώπινης  κατάστασης  που  θα  έπρεπε  να αποδεχτούμε καθώς  αρχίζουμε την προσέγγισή μας στο  Θεό. Ένας  άνθρωπος  που ποτέ  δεν είχε  αυτή  την εμπειρία, έστω  και  για λίγο, που  ποτέ  δεν αισθάνθηκε  ότι  είναι  εξόριστος  από  το  Θεό  και  από την  αληθινή ζωή, αυτός ποτέ  δεν θα καταλάβει τι ακριβώς είναι  ο Χριστιανισμός. Αυτό  το  αίσθημα της  αποξένωσης  από  το  Θεό, από την  μακαριότητα  της  κοινωνίας  μαζί  Του, από την  αληθινή  ζωή όπως  τη  δημιούργησε  και  μας την  έδωσε  Εκείνος. Να  παραδεχθώ ότι  έχω  αμαυρώσει  και  έχω  χάσει  την πνευματική  μου  ομορφιά, ότι είμαι  πολύ  μακριά  από  το πραγματικό μου σπίτι, την αληθινή  ζωή.
Έλαβα  από  το  Θεό  θαυμαστά  πλούτη: πρώτα απ' όλη τη  ζωή  και  τη δυνατότητα  να τη  χαίρομαι, να την ομορφαίνω  με νόημα, αγάπη και γνώση. Ύστερα - με το Βάπτισμα - έλαβα τη νέα ζωή από  τον  ίδιο το Χριστό, τα  δώρα  του  Αγίου Πνεύματος, την ειρήνη  και  τη  χαρά  της ουράνιας  Βασιλείας. Και  όλα  αυτά  τα έχασα, τα χάνω  καθημερινά, όχι μόνο  με  τις  αμαρτίες, τις παραβάσεις, αλλά  με την αμαρτία όλων των  αμαρτιών: την  απομάκρυνση της αγάπης μου από  το  Θεό, προτιμώντας την  μακρινή  χώρα από  το  όμορφο  σπίτι  του  Πατέρα.
Η  Εκκλησία  όμως είναι  εδώ παρούσα  για  να μου θυμίζει τι  έχω εγκαταλείψει, τι  έχω  χάσει.
Και, καθώς αναλογίζομαι, βρίσκω  μέσα μου  την  επιθυμία της επιστροφής  και  τη  δύναμη να τη πραγματοποιήσω. Αυτό και  μόνο αυτό, είναι  μετάνοια,  να αποκτήσω ξανά  το  χαμένο σπίτι. «Θα  σηκωθώ  και  θα  πάω στον πατέρα μου και  θα  του  πω. Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό  και  σε σένα, και  δεν είμαι πλέον άξιος  να ονομασθώ  γιος  σου».




Κοντάκιον. Ήχος  γ’. Η  Παρθένος  σήμερον.         
Της  πατρώας  δόξης  σου,  αποσκιρτήσας  αφρόνως, εν  κακοίς  εσκόρπισα, όν μοι παρέδωκας πλούτον· όθεν  σοι, την  του  Ασώτου  φωνήν κραυγάζω· Ήμαρτον, ενώπιόν σου Πάτερ οικτίρμον· δέξαι με μετανοούντα,  και  ποιήσόν  με  ως  ένα  των  μισθίων σου.

Ο Άγιος Νέστωρας ο Μάρτυρας

Ο  Άγιος Μάρτυς Νέστορας καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας της Μικράς Ασίας και έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) και του ηγεμόνος  Ποπλίου.  Γεννήθηκε  από  ευσεβείς  και  φιλόθεους  γονείς  και  αφού  έμαθε από  αυτούς τα ιερά γράμματα, αποστόμωνε τους Έλληνες με τις θείες γραφές και οδηγούσε πολλούς προς την αλήθεια. Όμως κατηγορήθηκε ότι ήταν Χριστιανός, συνελήφθη από τον Άρχοντα Ειρήναρχο και  οδηγήθηκε  στον  ηγεμόνα, ενώπιον  του οποίου  ομολόγησε  τον  Χριστό  ως Θεό  αληθινό  και Δημιουργό του κόσμου. Το μαρτύριο  άρχισε.  Πρώτα  τον  κτύπησαν μέχρι θανάτου. Έπειτα  τον έγδαραν  και τέλος, επειδή  δεν  αρνιόταν  τον  Χριστό,  τον  κάρφωσαν  πάνω  σε  σταυρό. Και  όσο ήταν κρεμασμένος δίδασκε στους παρευρισκόμενους την οδό της αλήθειας. Έτσι, δοξολογώντας  τον  Θεό,  εξέπνευσε  και  έλαβε  το  στέφανο  του  μαρτυρίου.

Ο Άγιος Προτέριος ο Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας

Ο Άγιος Προτέριος έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ήταν πρεσβύτερος στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας και έλαβε μέρος στην  Δ’ Οικουμενική  Σύνοδο, που συνήλθε το έτος 451 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, κατά τους χρόνους των βασιλέων Μαρκιανού και  Πουλχερίας.
Η Σύνοδος καταδίκασε τον μονοφυσίτη Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκουρο. Μετά την καθαίρεση του Διοσκούρου, εξελέγη  Πατριάρχης  ο Άγιος  Προτέριος (452 – 457 μ.Χ.), ο οποίος διέπρεψε στη Σύνοδο και έφραξε  τα  στόματα  των δυσσεβών αιρετικών.
Όταν ο Άγιος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια οι οπαδοί του Ευτυχούς και του Διοσκούρου προκαλούσαν στάσεις και ρήξεις και εμπόδιζαν να κατέρχεται το σιτάρι στην Αλεξάνδρεια μέσῳ του Πηλουσίου, με σκοπό να πεινάσουν οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας και να στραφούν κατά του Αγίου. Όμως ο αυτοκράτορας Μαρκιανός, κατόπιν παρακλήσεως του Αγίου, διέταξε την  διέλευση του  σιταριού  δια  της  Αλεξάνδρειας  και έτσι  σώθηκε  η  πόλη  από  την  πείνα.
Μετά  το θάνατο του Μαρκιανού οι αιρετικοί θρασύνθηκαν και κατέφυγαν σε σατανικές επινοήσεις, για να εκπληρώσουν τα ασεβή σχέδιά τους  και  να εκθρονίσουν τον  Άγιο. Επικεφαλής  αυτών  τέθηκε  ο ιερεύς  Τιμόθεος ο Αίλουρος, ο οποίος  με  μύρια τεχνάσματα  κατόρθωσε να  διεγείρει κατά του Αγίου Προτερίου τους απλοϊκούς μοναχούς της Αλεξάνδρειας, περιερχόμενος κατά τη  διάρκεια της νύχτας  τα κελιά  των μοναχών, λέγοντας ότι είναι άγγελος και  προτρέποντας αυτόύς να μην έχουν  κοινωνία  με  τον  Άγιο.
Οι μοναχοί παρασύρθηκαν και προκάλεσαν μεγάλη ταραχή με τους αιρετικούς, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του στρατιωτικού  διοικητού της πόλεως Διονυσίου. Ο Άγιος αναγκάστηκε να φύγει, αλλά επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και κρύφθηκε μέσα στην κολυμβήθρα ενός ναού. Οι διώκτες του τον ανακάλυψαν και  τον κατάσφαξαν με οξείς  καλάμους, το έτος 454 μ.Χ., ενώ  ανεκήρυξαν Πατριάρχη  τον  Τιμόθεο. Το ιερό  λείψανό του  το  έδεσαν  με σχοινί  και το έσυραν στους δρόμους της πόλεως. Τέλος, το παρέδωσαν στα ζώα  και  το  επίλοιπο το  κατέκαψαν. Και  ο νέος Πατριάρχης τολμούσε όλα αυτά κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να τελεί τις Ακολουθίες των Παθών  του  Κυρίου.
Όταν πληροφορήθηκε τα γενόμενα ο διάδοχος του Μαρκιανού, αυτοκράτορας  Λέων ο Μέγας ο Θράξ ( 457 – 474 μ.Χ.) διέταξε να δικασθεί  ο  Τιμόθεος ο Αίλουρος κανονικά  και  να  εξορισθεί  στη Γάγγρα. Ομοίως τιμωρήθηκαν και  όλοι εκείνοι που  έλαβαν μέρος στο φόνο του Αγίου Προτερίου. Αντί δε του καθαιρεθέντος Τιμοθέου, Πατριάρχης εξελέγη ο  Ορθόδοξος Τιμόθεος ο  Σαλοφακίολος (460 – 482 μ.Χ.). Ο Λέων επέβαλε τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, εξεδίωξε  τους  μονοφυσίτες  Επισκόπους  Αλεξανδρείας  και  Αντιοχείας και διόρισε Ορθοδόξους στη θέση αυτών.    
Έτσι  έζησε και μαρτύρησε ο Άγιος Προτέριος και  η μνήμη  αυτού  ανθεί στο  βίο  των  Αγίων  της  Εκκλησίας.


Οι Οσίες Κύρα και Μαράνα

Τον  βίο των Οσίων  αυτών γυναικών, συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη  Φιλόθεο  Ιστορία  του.
Οι Οσίες Κύρα και Μαράνα κατάγονταν από τη Βέροια της Συρίας και έζησαν  στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Η  καταγωγή τους  ήταν επίσημη  και ευγενική, ανάλογη δε και η μόρφωσή τους. Η αφοσίωσή τους ήταν στραμμένη στην πνευματική ζωή και τον ησυχαστικό βίο. Έτσι εγκατέλειψαν  τον  κόσμο  και έκτισαν έξω από την πόλη περιτοίχισμα από πέτρες και επιδόθηκαν εκεί στον πνευματικό αγώνα. Τη θύρα του περιβόλου τους την έκλεισαν  με πηλό, για να μην εισέρχεται  κανένας  σε αυτόν και άφησαν μόνο μία μικρή θυρίδα, για να επικοινωνούν με τους έξω  και να λαμβάνουν την τροφή τους. Ασκήθηκαν στη σιωπή και έφεραν στα χέρια, τα πόδια, τον τράχηλο και τη μέση σίδερα, για να νεκρώσουν το σώμα  και να νικήσουν τους πειρασμούς.

Ο ευσεβής πόθος τους τις έφερε στους Αγίους Τόπους και στο ναό της Αγίας Θέκλας στην Ισαυρία, απ’ όπου επέστρεψαν πνευματικά ενισχυμένες στο ερημητήριό τους και συνέχισαν με ταπεινοφροσύνη  και αγαθοεργίες τη ζωή τους.      
Έτσι, αφού  έζησαν, κοιμήθηκαν με ειρήνη και παρέδωσαν τις  ψυχές  τους  στο  Νυμφίο  Χριστό.

Ο Άγιος Νικόλαος ο δια Χριστόν Σαλός του Πσκώφ

Ο  Άγιος  Νικόλαος  καταγόταν  από  τη  Ρωσία  και   ήταν  δια  Χριστόν  σαλός. Έζησε  στην  πόλη  Πσκώφ  κατά  τους  χρόνους  της  βασιλείας  του  τσάρου Ιβάν  του  Τρομερού  και  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος  1576.

27/2/16

Ο Όσιος Προκόπιος ο Ομολογητής, ο Δεκαπολίτης

Ο  Όσιος Προκόπιος  ο  Δεκαπολίτης  έζησε  στα  χρόνια  του  εικονομάχου  αυτοκράτορα Λέοντος του Ισαύρου  (717 – 741 μ.Χ.)  και  διακρίθηκε  για  την  πνευματική  γενναιότητά του ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας. Άν και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το  μοναχισμό, δεν έμεινε στην απομόνωση του κελιού του, αλλά αγωνίσθηκε σθεναρά κατά των εικονομάχων. Γι’ αυτό υπέστη πολλά βασανιστήρια, μαστιγώσεις,  φυλακές  και  εξορίες. Διακρίθηκε, επίσης, στον  αγώνα  της  Εκκλησίας κατά των αιρετικών  Μονοφυσιτών.       
Ο Άγιος Προκόπιος φαίνεται ότι λίγο μετά την  αποφυλάκισή  του  κοιμήθηκε,  ενώ  κατ’ άλλους  υπέμεινε  μαρτυρικό  θάνατο.


Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.          
Φερωνύμως προκόπτων εν ασκήσει Προκόπιε, ήρθης εκ δυνάμεως Πάτερ, προς αθλήσεως έλλαμψιν· Χριστού γαρ την Εικόνα προσκυνών, Μαρτύρων ανεδείχθης κοινωνός· μεθ’ ών  πρέσβευε  παμμάκαρ  διαπαντός, υπέρ  των  εκβοώντων  σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενερνούντι  δια  σου, πάσιν ιάματα.


Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.    
Εωσφόρον σήμερον η Εκκλησία, κεκτημένη άπασαν, κακοδοξίας την αχλύν, διασκεδάζει  τιμώσά  σε,  ουρανομύστα,  Προκόπιε  ένδοξε.



Μεγαλυνάριον.
Θείας υπαλείπτην σε προκοπής, και ομολογίας, θεηγόρου υφηγητήν,  Πάτερ  εύ  ειδότες, τους  πόνους  σου  τιμώμεν,  δι’  ών  καταπυρσεύεις,  ημάς  Προκόπιε.

Οι Όσιοι Ασκληπιός και Ιάκωβος

Τον  βίο των Οσίων Ασκληπιού και Ιακώβου συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη Φιλόθεο  Ιστορία  του.
Ο Όσιος Ασκληπιός ήταν μαθητής του Αγίου Πολυχρονίου ( 23 Φεβρουαρίου), που διακόνησε τον  Όσιο  Ζεβινά  και  μιμήθηκε κατά πάντα τον Γέροντα αυτού στην άσκηση.

Ο Όσιος Ιάκωβος, μετά από πολλά χρόνια ασκήσεως και ερημιτικού βίου, σε πολύ μεγάλη  ηλικία  κλείσθηκε σε κελί κοντά στην πόλη Νιμουζάν, χωρίς να βλέπει κανέναν και τίποτα.          
Έτσι  αφού  έζησαν,  κοιμήθηκαν  οσίως  με  ειρήνη.

Ο Όσιος Θαλλέλαιος

Ο Όσιος Θαλλέλαιος καταγόταν από την Κιλικία της Μικράς Ασίας. Επειδή  αγάπησε τον μοναχικό βίο, μετέβη στην πόλη των  Γαβάλων της Συρίας, σε  όρος ψηλό επί του οποίου υπήρχε ναός των ειδώλων και έστησε την μικρή καλύβα του ασκητεύοντας με προσευχή και νηστεία. Όταν είδαν οι  δαίμονες την αρετή του, δοκίμασαν να τον εκφοβήσουν. Δεν μπόρεσαν όμως. Με προσευχή τους έκανε άφαντους. Εκείνοι τότε εξεμάνησαν και άρχισαν να σπάνε τα δένδρα και επειδή ούτε με αυτό παρακίνησαν τον Όσιο, τη νύχτα με φωνές  και  θορύβους, επιτίθονταν σε αυτόν. Χωρίς  όμως  να  κατορθώσουν  τίποτα, υπεχώρησαν.

Ο Όσιος ήταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη. Ποτέ δεν υπερηφανεύθηκε για την εγκράτεια και τα πνευματικά κατορθώματά του και οδηγούσε προς τον Χριστό πλανεμένες ψυχές. Οπότε μάλιστα του έκαναν λόγο επαινετικό, ο Όσιος δεν ήθελε  να  τον  δεχθεί,  διότι θεωρούσε πνευματικά  ωφέλιμο να προσέχει που  υστερούσε  και  όχι  να  ακούει  για την προκοπή του.      
Επειδή  όμως  ο  Όσιος  επιθυμούσε  να  ζήσει  πιο  αυστηρό  ασκητικό  βίο, εγκατέλειψε την  καλύβα  και  έκτισε  κελί  τόσο  στενό, ώστε  εισερχόταν σε  αυτό με δυσκολία. Έτσι, αφού έζησε θεοφιλώς επί δέκα χρόνια, κοιμήθηκε με ειρήνη. Τον βίο του συνέγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου στη Φιλόθεο  Ιστορία του.

Ο Άγιος Λέανδρος Επίσκοπος Σεβίλλης

Ο  Άγιος Λέανδρος, Επίσκοπος Σεβίλλης της Ισπανίας, διδάσκαλος της Εκκλησίας και φωτιστής των Ισπανών, έζησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα  και  ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας. Ο πατέρας του ήταν δούκας και καταγόταν  από  βυζαντινή γενιά, ενώ η μητέρα του ήταν πρωτότοκη κόρη του Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, που βασίλευε στην Σεβίλλη, την  πρωτεύουσα  του βασιλείου των Βησιγότθων. Πολύ νωρίς ακολούθησε τον μοναχικό βίο και διακρίθηκε  για την μόρφωση και  τις αρετές του. Γι’ αυτούς τοὺς  λόγους η  Εκκλησία  τον  κατέστησε  Επίσκοπο  το  έτος  579 μ.Χ. Ίδρυσε  θεολογική  σχολή με σκοπό τη διάδοση  της  Ορθοδοξίας, αλλά  και  την  καλλιέργεια  των  επιστημών και των τεχνών γενικά, μέσα στο λαό του τότε βάρβαρου ακόμα βασιλείου. Οι  δύο βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλντ  και  Ρεκαρέντ, ανεψιοί του από την πλευρά της μητέρας του, ήταν μεταξύ των μαθητών του Αγίου Λεάνδρου. Ο Χερμενεγκὶλντ ανατράφηκε με τα νάματα της Ορθοδοξίας. Η πίστη του στην Εκκλησία  δυναμώθηκε πιο πολύ χάρη στην  ευσεβή  σύζυγό του Ίνγκαρντ, θυγατέρα του βασιλέως των Φράγκων Σιγεβέρτου. Όταν ο πατέρας του, μεταφέροντας την πρωτεύουσά του στο Τολέδο, του όρισε για διαμονή του τη Σεβίλλη, ξέσπασε  διωγμός  κατά  των  Ορθοδόξων. Ο  αιρετικός  Λέβεγκιλντ  ήλθε σε σύγκρουση  με τον  Ορθόδοξο γιο του Χερμενεγκίλντ. Ήταν  τέτοια  η ένταση του διωγμού  και της μανίας των αιρετικών, που όπως  γράφεται δεν  έβλεπε  κανείς  πουθενά  ελεύθερο άνθρωπο  και  η  ίδια η  γη  έχασε την παλαιά της γονιμότητα. Ο αιρετικός βασιλέας πολιόρκησε την Σεβίλλη και έκλεισε σε σκοτεινή φυλακή τον υιό του, όπου και τον στραγγάλισε  την  ημέρα  του  Πάσχα  του  586 μ.Χ.

Την εποχή αυτή, λίγο πριν εξορισθεί και αυτός μαζί με άλλους ομολογητές της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Λέανδρος έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει τη  βοήθεια του  αυτοκράτορα. Εκεί γνώρισε τον  Άγιο  Γρηγόριο  τον  Μέγα, τον  Διάλογο, και  συνδέθηκε μαζί του με δυνατή  φιλία. Όταν ο  διωγμός  κατά  των Ορθοδόξων έφθασε στα  άκρα, ο βασιλιάς  Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε από θανατηφόρο ασθένεια, άλλαξε στάση, προσκάλεσε τον Άγιο Λέανδρο στην επιθανάτια κλίνη του και, αφού μετανόησε, τον παρακάλεσε να κατευθύνει το διάδοχό του Ρεκαρέντ  προς την  αληθινή  Ορθόδοξη  πίστη. Ο νέος βασιλέας, υπάκουος στον παλαιό διδάσκαλό του, μεταστράφηκε και ανέλαβε αμέσως να συγκαλέσει την Τρίτη εν Τολέδω Σύνοδο, όπου ανέγνωσε ενώπιον όλων την ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας και ανακοίνωσε ότι οι λαοί των Γότθων και Σουέβων, ενωμένοι, επανέρχονται στην ενότητα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Λέανδρος, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος αυτης της Συνόδου, αφιέρωσε πλέον  την υπόλοιπη ζωή του στη διδασκαλία του ποιμνίου του με το φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ αρχήν, αλλά και  με τα  εμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ακόμη τον αδελφό του, Άγιο Ισίδωρο, να γίνει διάδοχός του στο θρόνο της Σεβίλλης και η δόξα της Εκκλησίας της Ισπανίας. Βοήθησε ακόμη την αδελφή του, Αγία Φλωρεντίνη, να γίνει ιδρύτρια και ηγουμένη σαράντα μονών με χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αυτήν μοναχικό τυπικό που από τότε καλείται «Κανὼν του Αγίου Λεάνδρου». Οργάνωσε, επίσης, τη Θεία Λατρεία της κκλησίας της Ισπανίας, που λειτουργικά ονομάζεται «μοζαραβική».
Ο Άγιος Επίσκοπος  της Σεβίλλης, αφού  υπέμεινε πολλές  αντιξοότητες και  δοκιμασίες, παρέδωσε  την  αγία ψυχή του στον Κύριο στις 13 Μαρτίου  του  έτους  600  ή  601 μ.Χ.

Ο Όσιος Τίτος εκ Ρωσίας

Ο Όσιος Τίτος γεννήθηκε στη Ρωσία και ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η  ιερατική του  βιοτή  ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής  και ανυπόκριτη.
Τότε  ζούσε στη  Λαύρα  και  ένας  διάκονος, που  ονομαζόταν  Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε σπείρει ζιζάνια, έσπειρε έχθρα ανάμεσα  στον  Όσιο Τίτο και το διάκονο Ευάγριο. Και ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο  βαθιά  αμοιβαία  αγάπη, έφθασαν  τώρα  να μην  θέλουν  ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ   μάλιστα  τους  σκότισε  η  οργή και  η μνησικακία, ώστε, όταν  θυμίαζε  ο ένας στο ναό, ο άλλος έφευγε. Και  άν  δεν  έφευγε, ο πρώτος τον  προσπερνούσε  χωρίς  να  τον θυμιάσει.
Έχοντας  βυθιστεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας οι δύο αδελφοί, τολμούσαν να λειτουργούν και  να προσφέρουν τα Τίμια Δώρα και να κοινωνούν,  ξεχνώντας  την εντολή του Κυρίου που λέγει:  «Εάν προσφέρεις  το  δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί ενθυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει  κάτι  εναντίον σου, άφησε εκεί  το  δώρο  σου  μπροστά στο θυσιαστήριο και  πήγαινε, πρώτα να συμφιλιωθείς  με τον  αδελφό σου, και  τότε αφού  έλθεις πρόσφερε το  δώρο  σου».

Κάποτε  ο  Όσιος Τίτος αρρώστησε πολύ σοβαρά. Είχε μάλιστα φθάσει στα πρόθυρα  του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά  να  κλαίει  και  να θρηνεί  για την αμαρτία του. Αμέσως παρακάλεσε τους μοναχούς να καλέσουν  τον  Ευάγριο, για  να  συγχωρεθούν. Εκείνος  όμως, όχι  μόνο δεν  δέχθηκε να συγχωρέσει τον ετοιμοθάνατο  αδελφό, αλλά  άρχισε  να τον  καταριέται. Τότε  τον άρπαξαν και τον έφεραν δισ της βίας στον Όσιο, για να ειρηνεύσουν. Μόλις  τον  είδε  ο  Όσιος  Τίτος  ανασηκώθηκε με  δυσκολία  και  τον ικέτευσε κλαίγοντας να τον ευλογήσει. Ο ανελέητος Ευάγριος αποστράφηκε άσπλαχνα  τον Όσιο και δήλωσε μπροστά σε όλους, ότι ποτέ δεν πρόκειται να συμφιλιωθεί  μαζί του  ούτε στην  παρούσα  ζωή  ούτε  στην  άλλη. Δεν πρόλαβε  όμως  να  τελειώσει τον  λόγο του και έπεσε κάτω ξερός! Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το σώμα του αμέσως πάγωσε σαν μάρμαρο. Την ίδια στιγμή  ο Όσιος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Με φρίκη και δέος αντίκρισαν όλοι τον ἀδοξο θάνατο του μνησίκακου Ευαγρίου  και  την θαυματουργική  ίαση του Αγίου.           
Ο  Όσιος  Τίτος, μετά  την  συγκλονιστική  αυτή  εμπειρία, απομάκρυνε για πάντα  από τη ζωή του, όχι μόνο την εξωτερική  οργή, αλλά  και  κάθε κακό  λογισμό  για οποιονδήποτε αδελφό, μέχρι  την ημέρα που  κοιμήθηκε ειρηνικά  και  παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Ήταν  το έτος 1190.

Ο Άγιος Ραφαήλ Επίσκοπος Μπρούκλυν

Ο  Άγιος Ραφαήλ γεννήθηκε στη Συρία  το  έτος  1860  από  ευσεβείς  γονείς,  τον Μιχαήλ  Χαβαβίνυ  και  τη  Μαριάμ,  θυγατέρα  του  ιερέως  της  Δαμασκού.  Την  ημέρα της  εορτής  των  Θεοφανείων  του  1861  βαπτίσθηκε  και  ονομάσθηκε  Ραφαήλ.
Σπούδασε στη θεολογική σχολή της Χάλκης και χειροτονήθηκε διάκονος στις 8 Δεκεμβρίου  του 1885. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη θεολογική ακαδημία  του  Κιέβου. Με  την ευλογία του Πατριάρχη Αντιοχείας Σίλβεστρου, διευθυντή  της ακαδημίας  και  ένα  μήνα αργότερα έλαβε  το  οφφίκιο του αρχιμανδρίτου από  τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωαννίκιο. Ως πρεσβύτερος πλέον ανέλαβε  καθήκοντα  εξάρχου  του  Πατριαρχείου  Αντιοχείας  στη  Ρωσία.
Ο  ιεραποστολικός ζήλος οδήγησε τα βήματά του στην Αμερική. Έφθασε στη Νέα Υόρκη στις 2 Νοεμβρίου 1895 και ανέλαβε ως βοηθός του Επισκόπου Νικολάου. Ανέλαβε  σημαντικό  ιεραποστολικό  έργο  και  ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεολογικών  βιβλίων  καθώς  και  με  την  ανέγερση  νέων  ναών.

Το  έτος  1903 η  Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον εξέλεξε  Επίσκοπο Μπρούκλυν και του  ανέθεσε το  ιεραποστολικό έργο στη Βόρειο Αμερική.
Ο  Άγιος  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος  1915.

26/2/16

Η Αγία Φωτεινή η Μεγαλομάρτυς η Σαμαρείτιδα

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Φωτεινή  καταγόταν από την Σαμαρειτική πόλη Σιχάρ. Τις πρώτες πληροφορίες για την Αγία τις βρίσκουμε στο Δ’ κεφάλαιο  του  κατά  Ιωάννη  Ευαγγελίου.
Κάθε μεσημέρι πήγαινε έξω από  την πόλη, στο πηγάδι το λεγόμενο του Ιακώβ, και γέμιζε την στάμνα της. Εκεί, μία ημέρα, συνάντησε τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος φανέρωσε σε αυτήν όλη τη ζωή της. Ο  Κύριος  είπε  στην Αγία, ότι Αυτός είναι «το ύδωρ το ζων», δηλαδή η αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το «πνευμνατικό ύδωρ» έδωσε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα, η οποία βαπτίσθηκε Χριστιανή μεταξύ των πρώτων γυναικών της  Σαμάρειας  και  ονομάσθηκε  Φωτεινή.
Από  τότε αφιέρωσε τον εαυτό της στην διάδοση του Ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη. Εκεί έλαβε και μαρτυρικό θάνατο από τον αυτοκράτορα  Νέρωνα (54 – 68 μ.Χ.), όταν  αυτός έμαθε ότι η Αγία Φωτεινή  έκανε  Χριστιανές  την θυγατέρα του Δομνίνα και μερικές δούλες της.         
Μαζί  με την Αγία  Φωτεινή  μαρτύρησαν οι  υιοί  της  και οι πέντε αδελφές της.


Απολυτίκιον.  Ήχος  δ’. Ταχύ  προκατάλαβε.
Χριστώ συνομίλησας επί τω φρέαρ σεμνή, και πίστιν  εισδέδεξαι, την  προς αυτόν  ακλινώς, Φωτεινή  Ισαπόστολε·  όθεν  της  ευσεβείας,  εφαπλούσα  το φέγγος, ήθλησας υπέρ φύσιν, συν υιοίς και συγγόνοις· μεθ’  ών  απαύστως πρέσβευε, υπέρ  των  τιμώντων  σε.

Έτερον  Απολυτίκιον.  Ήχος  α’. Της  ερήμου  πολίτης.  
Την πηγήν δεξαμενή της σοφίας και χάριτος,  εκ  χειλέων  Κυρίου  Φωτεινή Ισαπόστολε, νομίμως ηγωνίσω πανοικεί, και νέμεις φωτισμόν παρά  Θεού, τοις προστρέχουσι τη σκέπη σου τη  σεπτή,  και  ευλαβώς  βοώσί σου. Δόξα τω  δεδωκότι  σοι  ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω  χορηγούντι  δια σου,  χάριν  ημίν  και  έλεος.


Κοντάκιον.  Ήχος  δ’.  Επεφάνης  σήμερον.
Του Χριστού της πίστεως, το φως εδέξω, και αυτού εκήρυξας, την παρουσίαν εν σαρκί, ω Φωτεινή Ισαπόστολε, και μαρτυρίου, αγώσι διέλαμψας.



Μεγαλυνάριον.
Χαίροις  Ισαπόστολε Φωτεινή,  η  ζωής  το  ύδωρ,  δεξαμένη  παρά  Χριστού· χαίροις  η  εν  Ρώμη,  αθλήσασα  ανδρείως, συν πάσι τοις οικείοις, Χριστός δοξάσασα.

Ο Άγιος Πορφύριος Επίσκοπος Γάζης

Ο Άγιος Πορφύριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από πλούσιους και ευσεβείς γονείς. Αφού  εγκατέλειψε  και γονείς  και  πλούτη, στα  χρόνια της βασιλείας του Αρκαδίου  και  Ονωρίου, αναχώρησε για την Αίγυπτο που  ήταν τότε μεγάλο μοναστικό κέντρο και έγινε  μοναχός  σε σκήτη. Μετά πενταετή διαμονή ήλθε στα Ιεροσόλυμα και κήρυσσε στους Ιουδαίους και  τους  Έλληνες  το  Ευαγγέλιο  του  Χριστού. Εκεί  ασθένησε σοβαρά  από κίρρωση του ήπατος, αλλά παρά την ασθένειά του δεν παρέλειπε καθημερινά να επισκέπτεται το Ναό της Αναστάσεως  και  τα άλλα ιερά προσκυνήματα, προκαλώντας τον θαυμασμό των άλλων προσκυνητών. Μεταξύ αυτών  ήταν  και  ο Μάρκος, ο μετέπειτα βιογράφος  του Πορφυρίου, ο οποίος είχε μεταβεί, επίσης, για προσκύνημα  από  την  Ασία  στα  Ιεροσόλυμα  και  από  τότε  συνδέθηκαν δια βίου. Ο Μάρκος αποδείχθηκε πιστός και χρήσιμος συνεργάτης του, ανέλαβε μάλιστα να τακτοποιήσει μία σοβαρή  εκκρεμότητα που είχε αφήσει στη Θεσσαλονίκη ο Πορφύριος, τον καταμερισμό δηλαδή της οικογενειακής περιουσίας του με τα ενήλικα πλέον αδέλφια του. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Μάρκου στη Θεσσαλονίκη, η υγεία του Αγίου Πορφυρίου αποκαταστάθηκε θαυματουργικά, κατόπιν οράματος της σταυρώσεως του Κυρίου και του ευγνώμονος λῃστού. Ο Μάρκος διεκπεραίωσε την υπόθεση με τον καλύτερο τρόπο και επέστρεψε με το μερίδιο της περιουσίας, ύψους 4.400 νομισμάτων και με πλήθος  αργυρών σκευών και πολύτιμων ενδυμάτων, τα οποία σύντομα εκποίησε και μοίρασε στους πτωχούς και στα μοναστήρια των Ιεροσολύμων και της Αιγύπτου, τα  οποία  ήταν  πολύ  πτωχά.
Εκεί  χειροτονήθηκε, το έτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος  από  τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων  Ἶωάννη Β’ (386 – 417 μ.Χ.). Μετά την κοίμηση του Επισκόπου  Γάζης  Αινείου, το 395 μ.Χ., εξελέγη  Επίσκοπος  της  Γάζης  και χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ιωάννη. Εκεί, αφού επιτέλεσε πολλά θαύματα, οδήγησε και πολλούς ειδωλολάτρες και αιρετικούς  στην  αληθινή  θεογνωσία.
Για να προστατεύσει  ο  Άγιος  το ποίμνιό του από τις αδικίες των  Εθνικών και των αρχόντων, δεν δίστασε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να ζητήσει την συνδρομὴ των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) και Ευδοξίας. Εκεί  συνάντησε και τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος τον συνέστησε στον Αμάντιο τον κουβικουλάριο  και  στους  βασιλείς  και  στήριξε  με θέρμη  το αίτημά του να καταστήσει γνωστή  στους βασιλείς την τυραννία των πολιτικών αρχόντων που καταπίεζαν τον λαό. Παρά τις αρχικές του αντιδράσεις ο βασιλέας επείσθη και χορήγησε στον  Άγιο  Πορφύριο  βασιλικό  διάταγμα με το οποίο περιόριζε την δράση των ειδωλολατρών και των λοιπών αιρετικών και με βασιλική  χορηγία  ανήγειρε εκκλησίες εκεί  όπου προηγουμένως βρίσκονταν ειδωλολατρικοί ναοί. Κατάφερε δε ο  Άγιος να κατεδαφιστεί το Μαρνείον, ο περίφημος ναός των Εθνικών Γαζαίων, που είχε ιδρυθεί  από τον αυτοκράτορα  Αδριανό  το  έτος 129 μ.Χ. Στην θέση του ανοικοδομήθηκε περικαλλής ναός με χορηγία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, η οποία απέστειλε για τον σκοπό αυτό στην Γάζα  τον  Αντιοχέα  αρχιτέκτονα Ρουφίνο. Ο ναός αυτός, που ονομάστηκε  Ευδοξιανός, είχε 32 μεγάλους κίονες από καρυστινό μάρμαρο  και  τα  εγκαίνιά  του  έγιναν  το  Πάσχα  του  407 μ.Χ.
 Κατά τα μετέπειτα έτη ο Άγιος Πορφύριος εργάστηκε για την συγκρότηση της Επισκοπής του. Με ζωηρά χρώματα διασώζει ο βιογράφος  του  Μάρκος, την φιλανθρωπική και ιεραποστολική του δράση. Το  έτος  415 μ.Χ. έλαβε  μέρος στη  Σύνοδο  της  Διοσπόλεως, υπό την προεδρία  του  Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου Β’. Η Σύνοδος  αυτή ασχολήθηκε με τον θεολόγο Πελάγιο, ο οποίος είχε καταφύγει στα Ιεροσόλυμα κοντά στον Ιωάννη, μετά την σύγκρουση που είχε στην Αφρική  με τον ιερό  Αυγουστίνο, Επίσκοπο  Ιππώνος ( 15 Ιουνίου) για τα θέματα του προπατορικού  αμαρτήματος και  της θείας χάριτος. Στη Σύνοδο αυτή ο Πελάγιος αθωώθηκε, αφού αποδέχθηκε τη βασική διδασκαλία, ότι η θεία Χάρη είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Άγιος αναπαύθηκε το έτος 420 μ.Χ. μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία 72 ετών, «τον καλόν αγώνα τετελεκώς προς τους  ειδωλομανείς  έως της  ημέρας της κοιμήσεως αυτού».


Απολυτίκιον.  Ήχος  δ’. Ο  υψωθείς  εν τω  Σταυρώ.        
Πορφυραυγέσιν αρετών λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτόν Ιεράρχα, καθάπερ φως εξέλαμψας Πορφύριε σοφέ· λόγοις γαρ και θαύμασιν, αληθώς διαπρέψας πάσιν εβεβαίωσας, ευσέβειας την χάριν· και νυν Χριστώ  αΰλως  λειτουργών,  υπέρ  του  κόσμου,  μη  παύσῃ  δεόμενος.


Κοντάκιον.  Ήχος  β’.  Τοις  των  αιμάτων  σου.    
Ιερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, ιερωσύνης στολή κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, και ιαμάτων εμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων  απαύστως  υπέρ  πάντων  ημών.



Μεγαλυνάριον.
Της  Θεσσαλονίκης  σεπτός  βλαστός, και  Γαζαίων  θείος,  Ποιμενάρχης  και οδηγός, και της Εκκλησίας,  νυμφαγωγός  εδείχθης,  Πορφύριε  τρισμάκαρ, σώζων  τους  δούλους  σου.

Οι Αγίες Φωτώ, Φώτις, Παρασκευή, Κυριακή και Ανατολή οι Μάρτυρες αδελφές της Αγίας Φωτεινής

Οι Αγίες Φωτώ, Παρασκευή, Κυριακή  και Ανατολή  τελειώθησαν δια ξίφους  και  η  Αγία  Φώτις  ετέθηκε  σε  δύο  δένδρα, τα οποία απολυθέντα  την  διέσχισαν  στα  δύο.



Απολυτίκιον. Ήχος  α’. Της  ερήμου πολίτης.        
Φωτεινήν  και  Φωτίδα  και  Φωτώ  ανυμνήσωμεν, συν  Ανατολή  Φωτεινόν τε  Ιωσήν  θείοις άσμασιν, ομού  Κυριακήν  Παρασκευήν, τους  Μάρτυρας Χριστού  περιφανείς· θείαν  χάριν  γαρ αιτούνται και φωτισμόν, τοις πίστει ανακράζουσι· δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω  στεφανώσαντι, δόξα  τω  ενεργούντι  δι’ υμών  πάσιν  ιάματα.

Ο Άγιος Σεβαστιανός ο δούκας

Ο  Άγιος  Μάρτυς Σεβαστιανός  ήταν  ηγεμόνας  της  πόλεως  της  Καρθαγένης. Ασπάσθηκε  τη  χριστιανική  πίστη  από  τον  ευαγγελικό  λόγο  του  υιού  της Αγίας  Φωτεινής  Βίκτωρος  ή  Φωτεινού  και  μαρτύρησε  επί  αυτοκράτορα Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).

25/2/16

Ο Άγιος Ρηγίνος ο Ιερομάρτυρας

Ο Άγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στη Λεβάδεια της Βοιωτίας στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. από ευσεβείς  και  ενάρετους  γονείς, οι οποίοι τον βοήθησαν  να  λάβει  τη  θύραθεν  παιδεία  αλλά και  την ορθόδοξη αγωγή. Η αγάπη του για τον Κύριο  και  η  πνευματική του πρόοδος τον μεταμόρφωσαν σε σκεύος εκλογής  και  σε ναό  της  Αγίας  Τριάδος.
Ο Άγιος έζησε την εποχή που βασίλευσαν οι δύο υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο  μεν  Κωνστάντιος  στην  Κωνσταντινούπολη (Ανατολή), ο δε Κώνστας στη Ρώμη (Δύση). Και οι δύο διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχαν ανατραφεί με τις αρχές  της  χριστιανικής  πίστεως, αλλά ο  μεν  Κωνστάντιος  είχε  συνειδητά  αποδεχθεί  τον  Αρειανισμό, ο δε Κώνστας παρέμεινε πιστός στις δογματικές αποφάσεις της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά  της θρησκευτικής τους πολιτικής, αφ’ ενός μεν την καταπολέμηση της εθνικής θρησκείας, αφ’ ετέρου δε την υπεράσπιση της ενότητος της Εκκλησίας.
Η εκκλησιαστική τους πολιτική  είχε  ως  συνέπεια όχι μόνο τη συντήρηση, αλλά και την διεύρυνση της εκκλησιαστικής διασπάσεως μεταξύ  των  οπαδών  και  των  αντιπάλων  της  Α’ Οικουμενικής  Συνόδου. Οι συνεχείς παρεμβάσεις, αυθαίρετες ή μη, στα  εκκλησιαστικά πράγματα  υπήρξαν πηγή  εντάσεως  στις αρειανικές έριδες του 4ου αιώνος  μ.Χ.
Έτσι  ο Άγιος απεστάλη  στη νήσο  Σκόπελο  από τον θείο  του  Αχίλλειο ( 15 Μαΐου, πολιούχος της πόλεως Λάρισας), για να ενισχύσει τους εξόριστους που  βρίσκονταν  εκεί και  να τους  στερεώσει  στην  ορθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα  με κάποιες πληροφορίες του Συναξαριστή του Αγίου Αχιλλείου, ο Ἅγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τις εργασίες της Α’ Οικουμενικής  Συνόδου, το  έτος 325 μ.Χ. μαζί με τον Άγιο Αχίλλειο. Όμως, μολονότι  καταδικάσθηκε  ομόφωνα  από  τους  θεοφόρους Πατέρες  η  αίρεση του  Αρειανισμού, οι οπαδοί του  Αρείου  δεν  εξέλιπαν και συνέχισαν να διαδίδουν τις αιρετικές δοξασίες τους. Επικράτησε εκ νέου  μεγάλη  αναταραχή  στους  κόλπους  της  Εκκλησίας, κρίση  και κατά συνέπεια χωρισμός σε δυο παρατάξεις, κάτι που ανησύχησε ιδιαίτερα  τους  δύο  αυτοκράτορες  Κωνστάντιο  και  Κώνστα. Τελικά  οι δύο αυτοκράτορες συμφώνησαν να συγκληθεί στη Σαρδική (Σόφια). Πράγματι, η Σύνοδος συγκλήθηκε στη Σαρδική, το έτος 343 μ.Χ. Στη Σύνοδο έλαβε μέρος και ο Άγιος Ρηγίνος, ο οποίος εξόντωσε όλες  τις αιρέσεις  με το  λόγο  του  και  την  τόλμη  της  γνώμης  του.
Μετά  τη λήξη της Συνόδου ο Άγιος Ρηγίνος επέστρεψε στη Σκόπελο. Αλλά  και πάλι η Εκκλησία του  Χριστού  κλυδωνίσθηκε  και  ταράχθηκε από  τον αυτοκράτορα  της  Κωνσταντινουπόλεως Ιουλιανό τον Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.), ο οποίος θέλησε να επαναφέρει τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.     
Στη  διάρκεια  των  διωγμών που  διέταξε ο βασιλέας, έφθασε στη Σκόπελο  ο  έπαρχος  της Ελλάδας  και  των  Σποράδων. Αμέσως  κάλεσε τον  ποιμενάρχη  της  Σκοπέλου  και  του  υπέδειξε  να  αλλάξει πίστη  και να  ασπασθεί  την ειδωλολατρία. Όμως ο Άγιος περιφρόνησε την υπόδειξή  του  και  ενέμεινε  με πνευματική  ανδρεία και  σταθερότητα στην πατρῴα ευσέβεια. Στις 25  Φεβρουαρίου  του  362 μ.Χ. οδηγήθηκε  για τελευταία  φορά  ενώπιον του  επάρχου. Στις προτροπές του  να  αρνηθεί τον Χριστό, ο Άγιος δεν έδωσε καμία  απάντηση. Έτσι οδηγήθηκε στο στάδιο της νήσου, όπου υπέστη και άλλα φρικτά βασανιστήρια και ακολούθως  στη  θέση  «Παλαιό  Γεφύρι»,  όπου  αποκόπηκε από τον δήμιο  η τίμια κεφαλή του. Την νύχτα οι  Χριστιανοί  παρέλαβαν  το  τίμιο σκήνωμα  του  Αγίου και το ενταφίασαν μέσα στο δάσος του υπερκείμενου  λόφου, όπου  βρίσκεται  μέχρι  σήμερα  ὁ  τάφος  του.


Απολυτίκιον. Ήχος  α’. Της  ερήμου  πολίτης.       
Της  Σκοπέλου προστάτης και ποιμήν ενθεώτατος, ώφθης Ιεράρχα  Ρηγίνε,  ως του Πνεύματος σκήνωμα, και αίματι σοφέ μαρτυρικώ, φοινίξας την αγίαν σου στολήν, διασώζεις εκ κινδύνων και  πειρασμών, τους πίστοι εκβοώντάς σοι· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι,  δόξα  τω  ενεργούντι  δια  σου,  πάσιν  ιάματα.


Κοντάκιον. Ήχος  πλ. δ’. Τη  υπερμάχω.
Τον  Ιεράρχην  της  Σκοπέλου  και  διδάσκαλον
Και  των  Μαρτύρων  κοινωνόν  και  ισοστάσιον
Μακαρίσωμεν  Ρηγίνον  τον  θεηγόρων·
Τω  Χριστώ  γαρ  ιεράτευσεν  ως  άγγελος
Και  αθλήσας  διασώζει  πάσης  θλίψεως       
Τους  κραυγάζοντας, χαίροις  Πάτερ  θεόληπτε.



Μεγαλυνάριον.
Χαίροις της Σκοπέλου θείος ποιμήν, Ρηγίνε παμμάκαρ, ο αθλήσας καρτερικώς· χαίροις Εκκλησίας, ο φωτοφόρος λύχνος, σοφέ  Ιερομάρτυς, Αγγέλων  σύσκηνε.

Ο Άγιος Ταράσιος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

Ο Άγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ανατράφηκε και  εκπαιδεύθηκε  στην  Κωνσταντινούπολη από γονείς ευσεβείς  και  ευγενείς,  τον  Γεώργιο,  κριτή  και  πατρίκιο  και την  Ευκρατία. Λόγω  της  μεγάλης του  μορφώσεως  ανυψώθηκε  στο  αξίωμα  του  πρωτασηκρίτου.
Οι εκκλησιαστικές περιστάσεις την εποχή εκείνη ήταν  αρκετά  σοβαρές. Υπήρχε  ακόμα ο πόλεμος των εικονομάχων, η δε θέση  των  Ορθοδόξων  έγινε  ακόμη  πιο  δύσκολη  δια του θανάτου του Πατριάρχου Παύλου Δ’ του Κυπρίου (780 – 781 μ.Χ.). Η βασίλισσα Ειρήνη  η  Αθηναία,  η  οποία  επιτρόπευε  τον  ανήλικο  υιό  της  Κωνσταντίνο  ΣΤ’ (780 – 798 μ.Χ.), κατανόησε, ότι χρειαζόταν εκκλησιαστικός ηγέτης με ευσέβεια, θεολογική κατάρτιση και διοικητική ικανότητα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί  στις  περιστάσεις και τα προβλήματα.  Έτσι εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από  τους  λαϊκούς ο Άγιος  Ταράσιος παρά τις επίμονες αρνήσεις του, αφού  έλαβε  υπόσχεση  από τους βασιλείς,  ότι  θα  συγκληθεί  Οικουμενική  Σύνοδος που  θα  αντιμετωπίσει  τα διάφορα θεολογικά ζητήματα και τα εκκλησιαστικά  θέματα. Η χειροτονία του  νέου  Πατριάρχου έγινε  στις  25  Δεκεμβρίου  784  μ.Χ.
Κατά την διάρκεια της πατριαρχίας του  ο  Άγιος μερίμνησε  για  την  αποκατάσταση  των σχέσεων με την Δυτική Εκκλησία επί Πάπα  Αδριανού Α’ (771 – 795 μ.Χ.) και  την σύγκλιση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, το έτος 787 μ.Χ., στη Νίκαια, η οποία καταδίκασε τους εικονομάχους και  ακύρωσε την εικονομαχική Σύνοδο του έτους 754 μ.Χ. θέτοντας ως βάση του δογματικού καθορισμού τα σχετικά συγγράμματα του  Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ( 4 Δεκεμβρίου). Η  όγδοη  συνεδρία  της  Συνόδου  έγινε  στην Κωνσταντινούπολη, στα ανάκτορα, όπου οι βασιλείς Ειρήνη και Κωνσταντίνος υπέγραψαν  τους  Όρους  της  Συνόδου.
Στην ευσέβεια και το εκκλησιαστικό  ήθος του Αγίου  οφείλεται και η μέριμνα  που  έλαβε η Εκκλησία κατά της σιμωνίας, του χρηματισμού δηλαδή για την απόκτηση εκκλησιαστικών αξιωμάτων και ιδιαίτερα των επισκοπικών θέσεων. Παράλληλα ο Άγιος ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση και διακρίθηκε για την ελεημοσύνη  του  προς  τους  πτωχούς.
Η αγάπη  του  προς τον μοναχισμό  εκφράστηκε  και  με την ίδρυση  Μονής  στο  στενό  του Βοσπόρου,  στην  οποία  και  ενταφιάσθηκε  μετά  την  οσιακή  κοίμησή του την  Τετάρτη  της Α’ εβδομάδας  των  Νηστειών, το έτος 806 μ.Χ. Ο  αυτοκράτορας  Μιχαήλ Α’ ο  Ραγκαβές (811 – 813 μ.Χ.) τον Μάρτιο του έτους 813 μ.Χ.  ενέδυσε  τον  τάφο  του  Αγίου  με  άργυρο, επιδεικνύοντας  έτσι  και  αυτός  και  η  βασίλισσα  Προκοπία  τον  σεβασμό  τους  προς  την μνήμη του Αγίου.           
Η  Σύναξη  του  Αγίου  Ταρασίου  ετελείτο  στη  Μεγάλη  Εκκλησία.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Την ωραιότητα.       
Βίου  ορθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστήρ υπέρλαμπρος, ώφθης  του  Πνεύματος, και  την Εικόνα του Χρίστου, Συνόδω εν  τη  Εβδόμη, προσκυνείν  εκήρυξας,  ορθοδόξως  μακάριε, στύλος και εδραίωμα, Εκκλησίας γενόμενος· διο τους σους αγώνας γεραίρει, Πάτερ Ιεράρχα  Ταράσιε.





Κοντάκιον.  Ήχος γ’.  Η  Παρθένος  σήμερον.
Ορθοδόξοις δόγμασι, την  Εκκλησίαν  φαιδρύνας,  και  Χριστού  μακάριε, την  σεβασμίαν Εικόνα, σέβεσθαι, και προσκυνείσθαι πάσι διδάξας, ήλεγξας, Εικονομάχων άθεον δόγμα·  δια  τούτό  σοι  βοώμεν·  χαίροις  ω  Πάτερ  σοφέ  Ταράσιε.

Έτερον Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον. 
Ώσπερ μέγας ήλιος, ταις των δογμάτων, και θαύμα, των λάμψεσι, φωταγωγείς διαπαντός,  της  οικουμένης  το  πλήρωμα,  ουρανομύστα,  παμμάκαρ  Ταράσιε.



Μεγαλυνάριον.
Τύπων καλών έργων δι’ αρετής, εν τη  Εκκλησία, παραστήσας Πάτερ  σαυτόν, του Χριστού  τον  τύπον,  εν  ιεραίς  Εικόσιν,  εδίδαξας  τιμάσθαι,  ορθώς  Ταράσιε.