13/2/16

Ο Άγιος Μαρτινιανός

Ο  Άγιος  Μαρτινιανός  καταγόταν  από  την  Καισάρεια  της  Παλαιστίνης και έζησε στα χρόνια  του  αυτοκράτορα  Θεοδοσίου  του  Μικρού (408 – 450 μ.Χ.). Από μικρός ποθούσε τον βίο της ασκήσεως και της ησυχίας. Σε ηλικία 18 ετών αποσύρθηκε στο όρος του Κιβωτού  και  ζούσε  εκεί  ασκούμενος  στην προσευχή και την νηστεία. Κάποια γυναίκα αμαρτωλή εμφανίστηκε με δολιότητα στη θύρα του κελιού του Αγίου  και  παρακαλούσε να την  δεχθεί  για  διανυκτέρευση  μέσα στο κελί,  διότι  έχασε,  όπως  έλεγε, το  δρόμο  και κινδύνευε  να  κατασπαραχθεί  από  τα  θηρία  κατά  την  διάρκεια  της  νύχτας.
Ο Άγιος ενεργώντας με φιλανθρωπία την φιλοξένησε στο εξωτερικό μέρος του ερημητηρίου του. Η γυναίκα αυτή όμως απέβαλε το προσωπείο και ποικιλοτρόπως προκαλούσε τον Άγιο. Ο γενναίος του Χριστού αθλητής προς κατανίκηση της  εμπαθούς επιθυμίας, άναψε φωτιά και έριξε τον εαυτό του εντός αυτής. Μόλις η γυναίκα είδε αυτό, τα μάτια του πνεύματός της που έβλεπαν μόνο την διαφθορά, ανέβλεψαν για πρώτη φορά. Η αμαρτωλή γυναίκα μετανόησε και αφού έφυγε έγινε μοναχή με το όνομα  Παύλα  και  σώθηκε  ζώντας  οσιακά  στη  Βηθλεέμ.
Ο Άγιος Μαρτινιανός αναχώρησε από τον τόπο εκείνο και μετέβη σε ύφαλο,  μέσα  στην θάλασσα, ασκούμενος εκεί επί δέκα ολόκληρα χρόνια. Επειδή  έφθασε  στον  ύφαλο  μία γυναίκα ναυαγός, ο Όσιος απέφυγε τον πειρασμό και ασκούμενος περιπλανιόταν σε διαφόρους τόπους. Έτσι έφθασε στην Αθήνα, όπου και κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη σε βαθιά γεράματα περί τα  τέλη  του  5ου  ή τις  αρχές  του  6ου  αιώνα μ.Χ.  Ενταφιάσθηκε με τιμή  από  τον  Επίσκοπο  της  πόλεως  και το  λαό. 
Η Σύναξη του Οσίου ετελείτο στο Αποστολείο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου,  που  ήταν  κοντά  στην  Μεγάλη  Εκκλησία.


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.         
Την φλόγα των πειρασμών, δακρύων τοις οχετοίς, εναπέσβεσας μακάριε, και της θαλάσσης τα κύματα, και των θηρών τα ορμήματα, χαλινώσας, εκραύγαζες· Δεδοξασμένος εί  Παντοδύναμε, πυρός  και  ζάλης  ο σώσας  με


Κοντάκιον. Ήχος β’. Τους ασφαλείς.
Ως ασκητήν, της ευσεβείας δόκιμον, και  αθλητήν, τη προαιρέσει τίμιον, και  ερήμου καρτερόψυχον, πολίτην άμα και συνίστορα, εν ύμνοις επαξίως ευφημήσωμεν, Μαρτινιανόν  τον  αεισέβαστον·  αυτός γαρ  τον  όφιν  κατεπάτησε.



Μεγαλυνάριον.
Ο  δια γυναίου επιβαλών, πάλαι τω  Γενάρχη, και συλήσας  αυτόν  οικτρώς,  ούτω  και  σοι Πάτερ,  υπούλως  επετέθη,  αλλ’  ήττηται  εις  τέλος,  τη  καρτερίᾳ  σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: