31/3/18

Ο Άγιος Υπάτιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Γαγγρών


Ο Άγιος  Ιερομάρτυς  Υπάτιος ήταν Επίσκοπος Γαγγρών κατά τους  χρόνους του αυτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου και έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική  Σύνοδο,  η  οποία  συνήλθε  το  έτος 325 μ.Χ., στη  Νίκαια της Βιθυνίας. Διακρίθηκε για την πιστότητά του  στα  ορθόδοξα  δόγματα  και  την σφοδρή πολεμική του  κατά των  δυσσεβών αιρετικών και μάλιστα  των Αρειανών. Η στάση του αυτή εξήγειρε τους πληγέντες  Νοβατιανούς, οι οποίοι  ζητούσαν  με  κάθε  τόπο  την  εξόντωσή  του.  Για  τον  σκοπό  αυτό  το έτος  326 μ.Χ. πλήρωσαν  κάποιους  ειδωλολάτρες, οι  οποίοι  σε  κρημνώδη περιοχή  επιτέθηκαν  κατά  του  Αγίου  με  ξύλα  και  πέτρες  και  τον  άφησαν μισοπεθαμένο. Πριν ξεψυχήσει, μία εκ των φανατικών αιρετικών γυναικών  τον  θανάτωσε  δια  λίθου.  
Έτσι ο Άγιος Υπάτιος μαρτύρησε και κληρονόμησε την Βασιλεία  της Τριαδικής  Θεότητος.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ιέρευσας, τω επί πάντων  Θεώ,  και  πρόεδρος  ένθεος,  της  Εκκλησίας Γαγγρών, εδείχθης  Υπάτιε·  ὅόθεν  θαυματουργίαις,  διαλάμπων  ποικίλαις, σύνθρονον  τω  Τεκόντι,  τον  Υιόν  ωμολόγεις,  δι' όν  και  χαίρων  ήθλησας, Ιερομάρτυς  ένδοξε.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. β’. Την υπέρ ημών.     
Την ζωοποιόν, τελέσας ιερουργίαν, και των δωρεών, το τάλαντον επαύξησας, ως θυσία προσήχθης, και κάρπωμα ένθεον, δι’ αθλήσεως Υπάτιε, τω  δοξάσαντι  τον βίον σου,  τοις  αρρήτοις  Πάτερ  θαύμασιν.  Αυτόν δυσώπει  αεί,  υπέρ  πάντων  ημών.


Μεγαλυνάριον.
Ομοουσιότητος του Πατρός, και Υιού παμμάκαρ, χρηματίζων κήρυξ λαμπρός, αθλήσει σφραγίζεις,  τον  θαυμαστόν  σου  βίον,  Υπάτιε  θεόφρον, Γαγγρών  ο  πρόεδρος.


Ανάστασις του Λαζάρου


Αυτό το Σάββατο τιμάμε την υπό του Χριστού Ανάσταση του φίλου Του Λαζάρου.
Αναγράφει το «Ωρολόγιο»: «Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Χριστού και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία που τον φιλοξένησαν πολλές φορές (Λουκ. ι΄, 38-40, Ιωαν. ιβ΄, 1-3) στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα περίπου δύο μίλια. Λίγες μέρες προ του πάθους του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν σχετικά τον Ιησού που τότε ήταν στη Γαλιλαία να τον επισκεφθεί. Ο Κύριος όμως επίτηδες καθυστέρησε μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος, οπότε είπε στους μαθητές του πάμε τώρα να τον ξυπνήσω. Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λάζαρου που ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και ζήτησε να δει το τάφο του.
Όταν έφθασε στο μνημείο, δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: Λάζαρε, βγες έξω. Αμέσως βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. (Ιωαν. ια΄,44)   
Αρχαία παράδοση λέγει ότι τότε ο Λάζαρος ήταν 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Τελείωσε το επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 και ό τάφος του στην πόλη των Κιτιέων έγραφε: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».
Το έτος 890 μετακομίσθηκε το ιερό λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου: Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν, κλπ».
Χαρακτηριστικό της μετέπειτας ζωής του Λαζάρου λέγει η παράδοση, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο όταν είδε κάποιο να κλέβει μια γλάστρα και είπε την εξής φράση: Το ένα χώμα κλέβει το άλλο.
Η Ανάσταση του Λαζάρου επέτεινε το μίσος των Εβραίων που μόλις την έμαθαν ζήτησαν να σκοτώσουν τον Λάζαρο και το Χριστό.
Το απολυτίκιο της ημέρας είναι: «Θέλοντας Χριστέ και Θεέ μας να δείξεις, προ της σταυρικής Σου Θυσίας, ότι είναι βέβαιο πράγμα η ανάσταση όλων των νεκρών, ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρον. Για τούτο και εμείς, μιμούμενοι τα παιδιά που σε υποδέχθηκαν κατά την είσοδό Σου στην Ιερουσαλήμ, κρατούμε στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης, τα βάγια και βοώμε προς Εσένα, τον νικητή του θανάτου: Βοήθησέ μας και σώσε μας, Συ που ως Θεός κατοικείς στα ύψιστα μέρη του ουρανού, ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο!»         
Αυτή τη μέρα δεν γίνονται μνημόσυνα με κόλλυβα, σε ανάγκη μόνο απλό Τρισάγιο.
(Αρχιμ. Επιφ. Θεοδωρόπουλος - Περίοδος Τριωδίου)     
 

Απολυτίκιον. Ήχος α’.    
Την κοινήν Ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας  τον  Λάζαρον  Χριστέ  ο  Θεός·  όθεν  και  ημείς  ως  οι  παίδες,  τα της  νίκης  σύμβολα  φέροντες,  σοι  τω νικητή  του  θανάτου βοώμεν· Ωσαννά  εν τοις  υψίστοις,  ευλογημένος  ο  ερχόμενος,  εν  ονόματι  Κυρίου.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Τα άνω ζητών.  
Η  πάντων χαρά, Χριστός η αλήθεια, το  φως η ζωή, του κόσμου η ανάστασις,  τοις  εν  γη πεφανέρωται, τη αυτού  αγαθότητι, και  γέγονε τύπος  της  Αναστάσεως,  τοις  πάσι  παρέχων  θείαν  άφεσιν.


Μεγαλυνάριον.
Ήγειρας  Σωτήρ  μου  εκ  των  νεκρών, Λάζαρον  σον  φίλον,  τετραήμερον ως  Θεός·  όθεν  Ιουδαίων,  εξέστησαν  οι  δήμοι,  της  δόξης  σου  Σωτήρ  μου, το   μεγαλούργημα.


Ο Άγιος Ιωνάς Μητροπολίτης Μόσχας και πασών των Ρωσιών


Ο Άγιος  Ιωνάς γεννήθηκε στο χωριό  Σολιγκαλίτς  της  επαρχίας  Κοστρόμα της Ρωσίας. Ο πατέρας του Θεόδωρος Οπουάσεβ φρόντισε για την Χριστιανική ανατροφή  και  διαπαιδαγώγηση του   υιού  του  και  τον  έστειλε στη  μονή  του  Γκαλίτς.  Εκεί  ήταν  υπό  την  πνευματική  καθοδήγηση  των στάρετς  Βαρθολομαίου,  Ιωάννου  και  Ιγνατίου  του  εικονογράφου.
Το έτος 1433 εξελέγη Επίσκοπος Μούρωμα και Ριαζάν και άρχισε να εργάζεται  για  την  πνευματική  οικοδόμηση  του  ποιμνίου  του.  Μετά  τον θάνατο του  Μητροπολίτου  Ρωσίας  Γερασίμου (1433 – 1435),  ο  Άγιος  Ιωνάς προεβλήθηκε υπό  του  ηγεμόνος της Ρωσίας Βασιλείου Βασίλιεβιτς  ως διάδοχός  του.  Εξελέγη  Μητροπολίτης  Ρωσίας  υπό  τοπικής  Συνόδου, που συγκλήθηκε  εσπευσμένα,  δεν  μετέβη  όμως  στην  Κωνσταντινούπολη, για να  λάβει  την  Πατριαρχική  ευλογία  κατά το  κανονικό  έθος.  Μετά  το  πέρας της  διαμάχης  των  ηγεμόνων  Βασιλείου  και  Γεωργίου  Δημητρίεβιτς,  κατά τις αρχές του 1436, ο Άγιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η προγενέστερη καθυστέρηση υπήρξε η αφορμή για την αποστολή του Πελοποννήσιου  Ισιδώρου,  ως  Μητροπολίτου  Ρωσίας.
Ο   Ισίδωρος  μετέβη  στη  Ρωσία  μετά  του  Αγίου  Ιωνά.  Ο  Ρώσος  ηγεμόνας είχε κάθε λόγο να είναι  δυσαρεστημένος  με  τις  ενέργειες  του  Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά μετά από λίγο εκτίμησε τον Μητροπολίτη Ισίδωρο  για  την  ευφυΐα  και  την  πολυμάθειά  του.  Οι  λόγοι  της  ενέργειας αυτής  του  Πατριαρχείου  Κωνσταντινουπόλεως  πρέπει  να  ήταν  σχετικοί είτε  προς  την  γενικότερη  προσπάθεια  για  την  διατήρηση  της  πειθαρχίας των  υπαγομένων  σε  αυτό  Μητροπόλεων,  είτε  γιατί  αποσκοπούσαν  στην τοποθέτηση Έλληνα Ιεράρχη σε τέτοια επίκαιρη θέση, όπως ήταν η Μητρόπολη  Ρωσίας.
Λίγο  μετά  την  άφιξή  του  στην  Μόσχα, ο Μητροπολίτης  Ισίδωρος  έπεισε  τον Ρώσο  ηγεμόνα  για  την  συμμετοχή  της  Ρωσικής  Εκκλησίας  στην  Σύνοδο  της Φερράρας.  Ο  ηγεμόνας  πείσθηκε  με  το  επιχείρημα  του  Ισιδώρου  ότι  και  η ένωση των Εκκλησιών θα επιτυγχανόταν και η αυτοκρατορία θα διασωζόταν, διατηρούμενης της  Ορθοδοξίας.  Ο  Ρώσος  ηγεμόνας  δέχθηκε, χορήγησε  δε  αξιόλογο  χρηματικό   ποσό  και  πολυπρόσωπη  ακολουθία.
Ο Ισίδωρος αναχώρησε από την Μόσχα στις 8 Σεπτεμβρίου 1437 και έφθασε στη Φερράρα στις 18 Αυγούστου 1438. Η Σύνοδος, άν και οι Βυζαντινοί  είχαν  φθάσει  από  τον  μήνα  Μάρτιο,  δεν  είχε  αρχίσει  ακόμη  τις εργασίες της. Η συμμετοχή του  Ισιδώρου στις συζητήσεις δεν ήταν  μεγάλη, άν και ο ρόλος αυτού στην καθόλου εξέλιξη της υποθέσεως υπήρξε σημαντικός. Γενικώς ακολουθούσε τις  απόψεις  του  Βησσαρίωνος  Νικαίας.
Μετά από πολλές ζυμώσεις και υπό απειλή πάντοτε του τουρκικού κινδύνου, ο όρος της ενώσεως  έγινε δεκτός στις 5  Ιουλίου 1439, ο δε  Ισίδωρος ήταν από τους πρώτους, οι οποίοι δέχθηκαν την ένωση. Τα πράγματα όμως  δεν  εξελίχθηκαν  όπως  ανέμενε  ο  Ισίδωρος.  Η  κατάληξη ήταν  η  καταδίκη  του  Ισιδώρου  από  Σύνοδο  και  ο  εγκλεισμός  του  στη  μονή Τσουντώφ. Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Ισίδωρος διέφυγε και  έφθασε  στο Νόβγκοροντ.  Από  εκεί  κατέφυγε  στον  ηγεμόνα  της  Λιθουανίας  Καζιμίρ, μετά  δε  από  λίγο  στην  Ρώμη.
Ο  Άγιος  Ιωνάς  απεστάλη  πάλι  στην  Κωνσταντινούπολη,  αλλά  όταν  ο ηγεμόνας  έμαθε  ότι  και   ο  Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως  είχε  δεχθεί την ένωση, διέταξε την αποστολή να επιστρέψει. Ο Άγιος Ιωνάς καταστάθηκε  Μητροπολίτης  υπό Συνόδου το   έτος 1448  και  απέστειλε  στον Πατριάρχη  επιστολή,  για  να  λάβει  την  ευλογία  του.
Ο Άγιος Ιωνάς αναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα. Ήταν πνευματικός πατέρας, θαυματουργός και προορατικός. Όταν οι Αγαρηνοί περικύκλωσαν την  Μόσχα,  ο  Άγιος  τους  απώθησε  με  την  προσευχή  του.
Στα  τελευταία  χρόνια  του  βίου  του  ευχόταν  να  βασανισθεί  από  κάποια ασθένεια,  για  να  λιώσει  σαν  το  χρυσό  στο  χωνευτήρι.  Ο  Θεός  άκουσε  την προσευχή του και επέτρεψε τη δοκιμασία. Τα πόδια του Αγίου γέμισαν πληγές. Έτσι, δοξολογώντας το Όνομα του Αγίου Τριαδικού Θεού, κοιμήθηκε  το  έτος  1461.


Ο Άγιος Ιννοκέντιος Μητροπολίτης Μόσχας και Ιεραπόστολος Αλάσκας


Ο  Άγιος Ιννοκέντιος γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε  της Σιβηρίας της επαρχίας  Ιρκούτσκ, από πτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ευσέβειο και  τη Θέκλα Ποπλώφ. Το  κατά  κόσμον όνομά του ήταν  Ιωάννης, προς τιμήν του  Αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως  του  Νηστευτού   ( 2 Σεπτεμβρίου).
Στην  συνέχεια  σπουδάζει  στο  εκκλησιαστικό  σεμινάριο  του  Ιρκούτσκ.
Ο  Άγιος επιστρέφει με την οικογένεια στην Μόσχα το 1838 και τοποθετείται στον καθεδρικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο. Όμως, στις 25 Νοεμβρίου 1835 ανήμερα στην εορτή της, η πρεσβυτέρα Αικατερίνη πεθαίνει. Ο Άγιος με την συμβολή του Μητροπολίτου  Μόσχας  Φιλαρέτου,  κείρεται  μοναχός  στις  27  Νοεμβρίου 1840  και  λαμβάνει το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του Αγίου  Ιννοκεντίου  του  Ιρκούτσκ
Το  έργο του στην Αλάσκα είναι τεράστιο. Εργάζεται μέσα σε  ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις και  κινδυνεύοντας  συνεχώς.  Η  ίδρυση  σχολείων  αποτελεί  κύριο  μέλημά του. Γράφει γι’ αυτό, το 1845, στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα να διδάξω όλα τα παιδιά του Θεού. Άν οι Αλλεουτιανοί  με  αγαπούν,  το  κάνουν  μόνο  γιατί  τους  έχω  διδάξει».
Την ίδια περίοδο, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας,  η Επισκοπή του Αγίου  Ιννοκεντίου επεκτείνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη τη Γιακουτία και  η έδρα μετατίθεται από την πόλη Σίτκα στο Γιακούτσκ της Σιβηρίας. Εκεί ακολουθούν  νέοι  ιεραποστολικοί  αγώνες.
Ο  Άγιος  Ιννοκέντιος  είναι  πλέον  70  ετών  και  έχει  χάσει  τις  σωματικές του  δυνάμεις,  υποφέροντας  πολύ  από  τα  μάτια του. Η  επιθυμία του είναι  να   παραιτηθεί  και  να   εγκαταβιώσει  σε   κάποιο  μοναστήρι.  Όμως ο  Θεός,  που  κηδεμονεύει  την  ιστορία  του  κόσμου,  οικονόμησε  αλλιώς τα πράγματα. Στις 25 Μαΐου 1868 εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Και  από  τη  νέα αυτή  έπαλξη  εργάσθηκε  σκληρά.  Παρέδωσε  την  αγία ψυχή  του  στον  Κύριο,  το  Μέγα  Σάββατο,  στις  31  Μαρτίου  του  έτους 1879  και  ενταφιάσθηκε  στη  Λαύρα  της  Αγίας  Τριάδος  του  Σεργίου.


30/3/18

Ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος


Ο  Όσιος  Ιωάννης  της  Κλίμακος  γεννήθηκε περί  το  έτος  525  μ.Χ.  και ήταν  υιός  ευσεβούς  και  εύπορης  οικογένειας. Έλαβε  πλούσια μόρφωση, γι’ αυτό  και τον  αποκαλούσαν «σχολαστικό»,  αλλά  σε  ηλικία δεκαέξι ετών, αφού εγκατέλειψε τον κόσμο, παραδόθηκε στην  πνευματική  καθοδήγηση του  Γέροντος Μαρτυρίου, στο όρος Σινά, όπου έμεινε μέχρι το θάνατό  του.
Στην συνέχεια επισκέφθηκε μοναχικές κοινότητες στη Σκήτη και Ταβέννιση της Αιγύπτου, αργότερα δε εγκαταστάθηκε σε κελί  της  ερήμου του  Σινά,  που  απείχε  δύο  ώρες  από  τή  μονή  της  Αγίας  Αικατερίνης.
Ο  βιογράφος  του  Οσίου  Ιωάννου, Δανιήλ ο Ραϊθηνός, μας δίνει μερικές πληροφορίες για τον βίο του, κυρίως όμως μας παρουσιάζει το πως αναδείχθηκε δεύτερος Μωϋσής καθοδηγώντας τους νέους  Ισραηλίτες  από την  γη  της  δουλείας στην γη  της  επαγγελίας.  Με  την  λίγη  τροφή  νίκησε το  κέρας του  τύφου  της  οιήσεως  και  της  κενοδοξίας,  πάθη  πολύ  λεπτά  και δυσδιάκριτα για τους ανθρώπους που εμπλέκονται στις κοσμικές ενασχολήσεις. Με την ησυχία,  νοερά  και  σωματική,  έσβησε  την φλόγα  της καμίνου  της  σαρκικής  επιθυμίας. Με  την  Χάρη  του Θεού  και  τον  δικό  του αγώνα  ελευθερώθηκε  από  την  δουλεία  στα  είδωλα.  Ανέστησε  την ψυχή του από τον θάνατο που την απειλούσε. Με την απονέκρωση της προσπάθειας και με την αίσθηση των αΰλων και ουρανίων έκοψε τα δεσμά  της λύπης.  Ο  Όσιος  Ιωάννης  έγινε  ο  κατεξοχήν  άνθρωπος,   υπό του  Θεού  πλασμένος  και  υπό  του  Αγίου  Πνεύματος  εν  Χριστώ  Ιησού ανακαινισμένος. Και με όσα έγραψε δεν μετέφερε σε εμάς μόνο  τις ανθρώπινες  γνώσεις  αλλά  την  ίδια  του  την  ύπαρξη, γι’  αυτό  ο  λόγος  του είναι  αφοπλιστικός  και  θεραπευτικός.
Μετά  από  σαράντα  χρόνια  άσκηση  στην  έρημο,  σε προχωρημένη  πλέον ηλικία,  εξελέγη  ηγούμενος  της  μονής  Σινά,  ενώ  προς  το  τέλος του  βίου του  αποσύρθηκε  πάλι  στην  έρημο,  όπου  κοιμήθηκε  οσίως  με  ειρήνη  σε ηλικία  εβδομήντα  ετών,  κατά  το  έτος  600 μ.Χ.
Η  μνήμη  του  εορτάζεται,  επίσης,  την  Δ’  Κυριακή  των  Νηστειών.
Ο  Όσιος  Ιωάννης  έγραψε  δύο  περίφημα  συγγράμματα:  την  «Κλίμακα»  και το «Λόγο προς τον Ποιμένα». Η  «Κλίμακα»  είναι συνέχεια  των  ησυχαστικών  κειμένων  της  Εκκλησίας.  Ο  Όσιος  Ιωάννης παρουσιάζει τα στάδια της τελειώσεως σε τριάντα κεφάλαια. Την ιδέα  της κλίμακος  εμπνεύστηκε  από  το  όραμα  του  Ιακώβ,  τον  δε  αριθμό  τριάντα από  την  ηλικία  της  ωριμότητας  κατά  την  οποία  ο  Ιησούς  Χριστός  άρχισε την  δημόσια  δράση  Του.     
Κατ’ αρχάς περιγράφει το πρώτο στάδιο της μοναχικής ζωής, που συνίσταται στη αναχώρηση από τον κόσμο και από καθετί που υπενθυμίζει  τον  κόσμο,  την  ξενιτεία.  Έπειτα  έρχεται  η  περιγραφή  του αγώνος του ασκητού, μεταξύ των αρετών και κακιών, οι οποίες περιγράφονται ανάμεικτες: λύπη, υπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, κατά Θεόν πένθος, αοργησία, μνησικακία, καταλαλιά, σιωπή. Τα τελευταία  κεφάλαια  ομιλούν  για  την εν  αγάπη  τελείωση,  την  ησυχία  και την  εσωτερική  προσευχή.


Απολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.          
Θείαν κλίμακα, υποστηρίξας, την των λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστών υφηγητής αναδέδειξαι, εκ πρακτικής  Ιωάννη καθάρσεως, προς θεωρίας ανάγων την έλαμψιν. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,  δωρήσασθαι  ημίν  το  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος  α’. Χορός  Αγγελικός.      
Καρπούς αειθαλείς, εκ σης βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, των τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· κλίμαξ γαρ εστι, ψυχάς ανάγουσα γήθεν, προς ουράνιον, και διαμένουσαν  δόξαν,  των  πίστει  τιμώντων  σε.


Μεγαλυνάριον.
Την ουρανοδρόμον ήν  Ιακώβ, κλίμακα  προείδεν,  ετεχνήσω  πνευματικώς, Πάτερ Ιωάννη, συνθήκῃ των σων λόγων, δι’ ής προς αφθαρσίας,  βαίνομεν μεθέξιν.


Ο Άγιος Σωφρόνιος Επίσκοπος Ιρκούτσκ και πάσης Σιβηρίας



Ο  Άγιος  Σωφρόνιος,  κατά  κόσμος Στέφανος Κρισταλέφσκϊυ, γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1703 στην Ουκρανία, κοντά στην περιοχή του Τσέρνιγκωφ, από ευσεβείς γονείς.  Από  την  παιδική  του  ηλικία  αγάπησε την  Εκκλησία  και  το  μοναχικό  βίο.  Ανέπτυξε  σπουδαία  ιεραποστολική δράση  και  εξελέγη  Επίσκοπος  της  πόλεως  Ιρκούτσκ
Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος  1771,  κατά  την  Δευτέρα ημέρα  του Πάσχα.  Ενώ  αναμενόταν  η  απόφαση  της  Ιεράς Συνόδου περί του  ενταφιασμού  του  ιερού  λειψάνου,  η  σορός  του  παρέμεινε  άταφη  επί έξι  μήνες,  χωρίς  να  υποστεί την  παραμικρή  αλλοίωση.  Το  γεγονός  αυτό, καθώς και η φήμη του αυστηρού ασκητικού του βίου, προσείλκυσαν πλήθη πιστών, οι  οποίοι προσκυνούσαν το ιερό λείψανο ως σκήνωμα Αγίου του Θεού. Τα ιερά λείψανα του  Αγίου  διασώθηκαν  θαυματουργικά από την πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς τον καθεδρικό ναό του Ιρκούτσκ      
Η  ανακήρυξη  της  αγιοποιήσεώς  του  έγινε  από  τη  Ρωσική  Εκκλησία  στις 23  Απριλίου  1918.

29/3/18

Ο Άγιος Μάρκος Επίσκοπος Αρεθουσίων


Ο  Άγιος  Μάρκος  ήκμασε  κατά  τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.) και του Ιουλιανού  του  Παραβάτου  (361 – 363 μ.Χ.). Ήταν Επίσκοπος Αρεθουσίων. Το έτος 341 μ.Χ. συμμετείχε στην Σύνοδο της Αντιόχειας. Στα Πρακτικά  μάλιστα αυτής, διασώζεται  «Έκθεσις Πίστεως Μάρκου Αρεθουσίων». Το επόμενο έτος συμμετείχε στην αντιπροσωπεία Επισκόπων, η  οποία μετέβη  στα  Τρέβηρα  για  να συναντήσει  τον  αυτοκράτορα  Κώνσταντα.  Το  έτος  343  μ.Χ. έλαβε μέρος  στην  Σύνοδο της  Φιλιππουπόλεως  και  το  έτος  351 μ.Χ.  στην Σύνοδο  του  Σιρμίου,  η  οποία  καταδίκασε τον Φωτεινό, Επίσκοπο Σιρμίου,  ως οπαδό  του  αιρετικού  Επισκόπου Αγκύρας, Μαρκέλλου. Τον συναντάμε, επίσης, στην Σύνοδο της  Σελευκείας   της  Ισαυρίας,  το  έτος  358  μ.Χ.
Ο  Άγιος  Μάρκος  αναδείχθηκε  μεγάλος διώκτης  της ειδωλολατρίας  και οδήγησε  με  τον  φιλόθεο  βίο  και  το  ευαγγελικό  κήρυγμά  του  πολλούς Εθνικούς  στην  αληθινή  πίστη.  Με  την  προτροπή  του  δε  οι  Χριστιανοί,  οι οποίοι προέρχονταν από τον κόσμο των Εθνικών, γκρέμισαν έναν ειδωλολατρικό ναό.  Ο αυτοκράτορας  Ιουλιανός  ο  Παραβάτης  απαιτούσε από  τον  Άγιο  ή  να  δώσει  αποζημίωση  για  τον  κατεστραμμένο  ναό  ή  να τον ξαναοικοδομήσει. Γι’ αυτό, όταν πληροφορήθηκε την σύλληψη πολλών Χριστιανών για το συγκεκριμένο γεγονός,  παρουσιάσθηκε  μόνος του  στις  αρχές  που  τον  καταδίωκαν,  το  363  μ.Χ.
Το μαρτύριο και τα βασανιστήρια, τα οποῖα υπέστη ο  Άγιος Μάρκος, χαρακτηρίζονται  από  τον  Θεοδώρητο  Κύρου  ως  πραγματική  τραγωδία. Να πως περιγράφει ο Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος το μαρτύριο του  Αγίου:  «Οδηγούσαν τον γέροντα Επίσκοπο, τον εθελοντή  αθλητή,  δια  μέσου της πόλεως και σε όλους ήταν σεβαστός για την πολιτεία του, πλην των διωκτών  και  τυράννων,  που  αγωνίζονταν  πως  να  υπερβάλλουν  ο  ένας τον άλλον στην θρασύτητα κατά του πρεσβύτου. Τον έσυραν δια μέσου πλατειών, τον  ωθούσαν  προς  υπονόμους,  τον  έσυραν  από  τα  μαλλιά  και  τα γένια. Δεν υπήρχε μέλος  του  σώματός του  που  να  μην  υπέστη  μαζί  με  τις κακώσεις και ταπείνωση. Τον ύψωναν μετέωρο από τα πόδια  και με  τις μυτερὲές  γραφίδες  έκαναν  παιχνίδι  τους  την  τραγωδία. Του  τρυπούσαν  τα αυτιά… Τον  κρέμασαν  ψηλά  μέσα  σε  δίχτυ  και  τον άλειψαν με μέλι  και αλάτι. Οι σφίγγες  και οι  μέλισσες  τον  κεντούσαν,  ενώ  το  καταμεσήμερο   ο ήλιος  με  τις  καυστικές  του  ακτίνες  αύξανε  την  φλόγωση».
Ο Άγιος Μάρκος τα υπέμεινε όλα με καρτερία και ανεξικακία. Ευχαριστούσε  και  δοξολογούσε  το  Όνομα  του  Τριαδικού  Θεού.
Ο  ύπαρχος  της πόλεως  Αρεθούσης  θαύμασε  την γενναιότητα  και την πνευματική ανδρεία του Αγίου Μάρκου και εξέφρασε  την  έντονη δυσαρέσκειά  του  προς  τον  αυτοκράτορα  Ιουλιανό  για  τον  διωγμό  του Αγίου.  Ζήτησε  δε  μάλιστα την  απελευθέρωσή  του.  Ο  Άγιος  όχι  μόνο ελευθερώθηκε,  αλλά   με  την  Χάρη  του  Θεού  βάπτισε  Χριστιανούς  και  τους διώκτες του.
Ο  Άγιος  Μάρκος  κοιμήθηκε  με   ειρήνη.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ. 
Αρεθουσίων ο σοφός Ποιμενάρχης, υπέρ Χριστού Μάρκε στερρώς ηνωνίσω,  εν  τη  Φοινίκη  δε  ω  Κύριλλε  Διάκονε, Μάρτυς  ώφθης  ένθεος,  και εν Γάζη τη πόλει, άμα και Ασκάλωνι, Ιερείς θεοφόροι, μετά  Γυναίων ήθλησον  σεμνών·  ούς  ως  οπλίτας,  Χριστού  μακαρίσωμεν.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Τον  Χριστόν  δοξάσαντες,  αθλητικαίς  αριστείαις,  Μάρκε  Πάτερ  Όσιε,  συν τω Λευΐτη Κυρίλλω, άμα δε, ταις εν Ασκάλωνι και τη Γάζη, χάριτι, ανδρισαμέναις  κατά  της  πλάνης,  εδοξάσθητε  αξίως,  και  των  Αγγέλων χοροίς  συνήφθητε.


Μεγαλυνάριον.
Των Αρεθουσίων χαίρε ποιμήν, Μάρκε θεηγόρε· χαίρε Κύριλλε  ιερέ·  χαίρε των  Αγίων,  Γυναίων  η  χορεία,  Μαρτύρων  χαίρε   στέφος,  το  ιερώτατον.