30/9/16

Ο Άγιος Γρηγόριος

Έζησε  και  μαρτύρησε  επί  αυτοκρατορίας  Διοκλητιανού.
Ήταν  γιος  του  Ανάκ,  ο  οποίος  ήταν  συγγενής  του  βασιλιά  της Αρμενίας  Κουσαρώ.  Ο  πατέρας του Αγίου Γρηγορίου  ήταν  ένας  από  τους  υπεύθυνους  για  τη δολοφονία  του  βασιλιά  της  Αρμενίας.  Οι  Αρμένιοι  για  να  εκδικηθούν  σκότωσαν τον  Ανάκ  και  την  οικογένειά  του,  εκτός  από τον Γρηγόριο  και  έναν  αδελφό  του. Μετά  από  χρόνια  ο  γιος  του  Κουσαρώ,  ο  Τηριδάτης,  συνέλαβε τον Γρηγόριο  επειδή ήταν  χριστιανός  και  τον  βασάνισε σκληρά. Όταν  δε έμαθε  ότι πρόκειται  για  το  γιο του  Ανάκ,  ο  οποίος  ευθυνόταν  για τη δολοφονία του  πατέρα του, διέταξε να  τον ρίξουν σε λάκκο με φίδια και άλλα ερπετά. Ο  Γρηγόριος  όχι μόνο  δεν  έπαθε  τίποτα αλλά  επέζησε  για  15  χρόνια  τρεφόμενος με το ψωμί που του πήγαινε κρυφά  μια χήρα.
Κάποια στιγμή  ο  Τηριδάτης παραφρόνησε. Η  αδελφή  του  βασιλιά  άκουσε  μία  μέρα φωνή,  η  οποία  της  έλεγε πως άν ήθελε να θεραπευτεί  ο  αδελφός  της  θα  έπρεπε  να ελευθερώσουν  τον  Γρηγόριο.  Πράγματι  όταν  βγήκε από τον λάκκο ο Άγιος θεράπευσε τον βασιλιά.  
Εξεδήμησε  εις  Κύριον  εν  ειρήνη.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Θείας πίστεως,  τη  γεωργία,  ενεούργησας, βροτών  καρδίας, κατασπείρας την του Λόγου επίγνωσιν, και λαμπρυνθείς μαρτυρίου τοις στίγμασιν, ιεραρχία Γρηγόριε έφανας. Πάτερ  Όσιε,  Χριστόν  τον  Θεόν  ικέτευε, δωρήσασθαι  ημίν  το  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Τους ασφαλείς.
Τον ευκλεή  και  Ιεράρχην  άπαντες,  ως  Αθλητήν της  αληθείας  σήμερον, οι  πιστοί θείοις  εν άσμασι, και  υμνῳδίαις  ευφημήσωμεν,  Γρηγόριον  ποιμένα,  και  διδάσκαλον, τον  έκλαμπρον  φωστήρα  και  παγκόσμιον·  Χριστώ  γαρ πρεσβεύει, υπέρ πάντων ημών.


Μεγαλυνάριον.
Γρήγορος  τοις  τρόποις   αναδειχθείς, προς  θεογνωσίας,  διεγείρεις  τον  φωτισμόν,  τους  τη  δυσσεβεία, υπνώττοντας  αθλίως,  Γρηγόριε  τρισμάκαρ,  αξιοθαύμαστε.


28/9/16

Ο Όσιος Κυριακός ο Αναχωρητής

Ήταν  άνθρωπος  που  καλλιεργούσε  υπομονήν  και  πραότητα.  Γι' αυτό  και  πέτυχε στην  ασκητική  του  ζωή.
Γεννήθηκε  στην  Κόρινθο  το  5ο  αιώνα,  από  ιερέα  πατέρα,  τον  Ιωάννη.  Την  μητέρα του  την  έλεγαν  Ευδοξία  και  είχε  αδελφό τον Αρχιεπίσκοπο  Κορίνθου  Πέτρο.
Από  ιερατικό,  λοιπόν, γένος  ο  Κυριακός,  σε  νεαρή  ηλικία  πήγε  στα  Ιεροσόλυμα  και  από  εκεί  στη  Λαύρα  του  Μεγάλου  Ευθυμίου.  Εκεί,  ο  Μέγας  Ευθύμιος,  τον έκανε  μοναχό  και τον έστειλε στον ασκητή  Γεράσιμο. Όταν  πέθανε  ο  Γεράσιμος,  ο Κυριακός  επέστρεψε  στην  Λαύρα  του  Ευθυμίου,  όπου  με  ζήλο  καλλιεργούσε  τις αρετές  του,  ώσπου  κάποια  στάση  που  έγινε  στη  Λαύρα  του  Ευθυμίου τον ανάγκασε  να  πάει  στη  Λαύρα  του  Σουκά.
Εκεί 40 χρονών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε την επιστασία του Σκευοφυλακίου. Εκείνο που τον διέκρινε απέναντι στους συμμοναστές του, ήταν  ο γαλήνιος τρόπος με τον οποίο τους  αντιμετώπιζε, γι’ αυτό  και  ήταν  παράδειγμα  προς μίμηση από όλους.          
Εβδομήντα χρονών ο  Κυριακός, έφυγε και  από  εκεί  και  με υπομονή  γύρισε  πολλά μοναστήρια  και  σκήτες, όπου έζησε με αυστηρότατη άσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονών, και  σε όλους έμεινε η ενθύμηση του ασκητή, που έδειχνε «πραότητα  προς πάντας  ανθρώπους». Πραότητα, δηλαδή, σ’ όλους  ανεξαίρετα  τους  ανθρώπους.


Απολυτίκιον. Ήχος  δ’. Ταχύ  προκατάλαβε.
Χριστώ  ηκολούθησας,  καταλιπών  τα  της  γης,  και  βίον ισάγγελον, επολιτεύσω σαφώς,  ως  άσαρκος Όσιε· συ γαρ εν ταις ερήμοις, προσχωρών θείω πόθω, σκίλλη πικρά την πάλαι, πικράν γεύσιν απώσω. Διο  Κυριακέ  θεοφόρε,  αξίως  δεδόξασαι.

Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.                   
Απαλών εξ ονύχων τω Χριστώ ηκολούθησας, την αγγελικήν πολιτείαν ολοτρόπως ελόμενος· διο εν ταις ερήμοις προσχωρών, των θείων ηξιώθης δωρεών, θεραπεύων πάσαν  νόσον  Κυριακέ,  των  πίστει  προσιόντων  σοι.  Δόξα  τω  σε  δοξάσαντι  Χριστώ, δόξα  τω  σε   στεφανώσαντι,  δόξα  τω  ενεργούντι  δια  σου,  πάσιν  ιάματα.


Κοντάκιον. Ήχος  πλ. δ’. Τη  υπερμάχω.
Ως  υπερμάχω  κραταιώ  και  αντιλήπτορι
Η  σε  τιμώσα  ιερά  Λαύρα εκάστοτε
Εορτάζει  τα  μνημόσυνα  ετησίως.
Αλλ’ ως έχων  παρρησίαν προς τον Κύριον
Εξ εχθρών επεμβαινόντων ημάς φρούρησον,
Ίνα  κράζωμεν,  χαίροις  Πάτερ  τρισόλβιε.


Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.


Ο Όσιος Αυξέντιος ο Μοναχός

Η   εγκράτεια  και  η  ηθική  καθαρότητα,  σύμφωνα  με  την  ομολογία  και  της  ίδιας της επιστήμης, είναι δυο από τους πολύτιμους παράγοντες πάνω στους οποίους στηρίζεται  η  σωματική  υγεία  και  η  μακροβιότητα  του  ανθρώπου.
Είναι  πια  διαπιστωμένο  και  αποδεκτό  απ’ όλους, ότι κανένα πράγμα δεν καταστρέφει  τόσο  την  υγεία  και  δεν  σακατεύει  τον  άνθρωπο  σε  τέτοιο  βαθμό,  όσο οι  καταχρήσεις  και  οι  ηθικές  παρεκτροπές.
Αυτές  είναι που κλονίζουν πρόωρα τον άνθρωπο και τον κάνουν να φαίνεται γερασμένος,  και  απ’ αυτήν  ακόμη  τη  νεανική  του  ηλικία.
Αντίθετα  εκείνοι  που  κάνουν  βίωμά  τους  από  νωρίς  τα  λόγια  του  Πνεύματος  του Θεού  «υμείς  εστε  ναός  Θεού  ζώντος»,  και  ζουν  μία  ζωή  συγκρατημένη  και σέβονται  το  σώμά  τους, γιατί  το  θεωρούν  έμψυχο  ναό  του  Θεού,  αυτοί  μπορούν  να  χαίρονται  την  υγεία τους και  να  δουλεύουν  ευτυχισμένοι  σ’ ολόκληρη  την  ζωή τους.
Την  αλήθεια αυτή  βεβαιώνουν οι μυριάδες των ασκητών αγίων, που  έζησαν  με εγκράτεια,  αλλά  και  θολερότητα  μέχρι  τα  βαθιά  τους  γηρατειά.
Ένας  απ’  αυτούς  τους  ξεχωριστούς  και  γνωστούς  στην  Κύπρο  μας  αγίους,  είναι και  ο  ιερός  Αυξέντιος.

Είναι  ένας  από  τους  τριακόσιους  Αλαμανούς,  όπως  λέγονται,  αγίους,  που  ήρθαν στο  νησί  μας  τον  12  αιώνα  μ.Χ. και  ήταν  μάλιστα  και  ο  αρχηγός  τους.  Ο  μακάριος  αυτός  Όσιος υπήρξε μία μορφή εξαιρετική και ασκητική. Μια προσωπικότητα  ιερή  και  φωτεινή.  Ένα  παράδειγμα  φλογερής αγάπης και αφοσίωσης  στον  Χριστό.  Από  παιδί  γνώρισε  τη  στρατιωτική  τέχνη,  μα  και  την δόξα και τα κέρδη της παλικαριάς. Η  καρδιά του όμως δεν παρασύρθηκε. Δεν ξεγελάστηκε  από  τα εφήμερα αγαθά. Δεν νικήθηκε. Διψούσε κάτι ανώτερο, υψηλότερο,  αγιότερο. Και  σαν  τέτοιο  δεν  έβρισκε  άλλο  από  την  αφιέρωσή  του  στον  Χριστό.

Εκείνο  τον  καιρό  η  Ευρώπη  συγκλονιζόταν  από  ένα  κήρυγμα:  Οι  Άγιοι  Τόποι,  οι τόποι που γεννήθηκε, μεγάλωσε, περπάτησε και δίδαξε ο Σωτήρας των ανθρώπων, όπως και οι τόποι που θαυματούργησε, αλλά και συλλήφθηκε κι υβρίστηκε και σταυρώθηκε και πέθανε και τάφηκε, βρισκόντουσαν κάτω από την μωαμεθανική εξουσία. Και  οι κατακτητές, βάρβαροι και σκληροί, υπέβαλλαν σε μύριους εξευτελισμούς  όλους  εκείνους  που  αποτολμούσαν  να  πάνε  μέχρι  την  Αγία  Γη, για να  επισκεφθούν  και  να  προσκυνήσουν  τα  ιερά  προσκυνήματα.  Οι  Άγιοι Τόποι πρέπει  να  ελευθερωθούν.  Όσοι νοιώθουν την καρδιά τους να πυρώνεται  από  την αγάπη  του  Χριστού,  άς  έλθουν  να  ενωθούν  μαζί  μας  για  τον  ιερό  τούτο  πόλεμο. Τον πόλεμο που αποβλέπει στην απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Χιλιάδες πολεμιστές πίστεψαν στο προσκλητήριο σάλπισμα και  ενώθηκαν σε μία μεγάλη στρατιά, τη  Β’ Σταυροφορία. Ανάμεσα  σε  αυτούς  τους  φλογερούς  οραματιστές  που κατατάχτηκαν και σχημάτισαν την ιερή  στρατιά  ήταν  και  τριακόσιοι  Έλληνες,  που εργάζονταν  στην  Γερμανία.  Με  αρχηγό  τον  πιστό  και  θαρραλέο Αυξέντιο σμίχτηκαν  και  αυτοί  για  την  μεγάλη  προσπάθεια.  Δυστυχώς  η  στρατιά  αυτή,  όπως ξέρουμε, απέτυχε στον σκοπό της. Τα διάφορα τάγματα διαλύθηκαν και διασκορπίστηκαν.  Ο  ιερός  Αυξέντιος  στην  περίπτωση  αυτή  κάλεσε  τα  παλικάρια του  κι  αφού  τους  μίλησε  με  παλμό  για  την  αγάπη  του  Χριστού  και  τη  θυσία  του για τους ανθρώπους, τους υπέδειξε, άν ήθελαν να μη γυρίσουν πίσω, αλλά να τραβήξουν  προς τα μέρη του  Ιορδάνη, για να ζήσουν μία ζωή  ασκητική, μια  ζωή ολοκληρωτικής  αφιέρωσης  στον  Θεό.

Η  πρόταση  έγινε  ενθουσιαστικά  δεκτή.  Και  την  ίδια  στιγμή  όλοι  τους  έσπευσαν  να  την κάμουν έργο. Αφού πήγαν όλοι μαζί  και προσκύνησαν στην Ιερουσαλήμ, ύστερα  γύρισαν  στην  έρημό  του  Ιορδάνη  με  σκοπό,  να  αφιερωθούν  στον  Θεό  και να  ζήσουν  εκεί  την  μοναχική  και  ασκητική  ζωή.  Η νηστεία, η  αγρυπνία, η προσευχή,  η  μελέτη  των  Γραφών,  η  ευποιΐα  κι η   έμπρακτη  αγάπη  προς  εκείνους, που  είχαν  ανάγκη της βοήθειάς τους, ήταν η καθημερινή τους φροντίδα. Το περιβάλλον  όμως  του Ιορδάνη  δεν τους βοηθούσε για την ζωή που  διάλεξαν να ζήσουν.  Γι’ αυτό  μια  μέρα  κατέβηκαν  στην  παραλία  με  τον  σκοπό  να  φύγουν  από τον  τόπο  εκείνο.  Εδώ  βρήκαν  ένα  καράβι,  μπήκαν  μέσα,  κι  ήρθαν  στην  Κύπρο μας, που  ήταν τότε ονομαστή  για  τη  θεοσέβειά  της.  Το  πλοίο  σταμάτησε  στην Πάφο. Μια παράδοση, λέει, πως τσακίστηκε πάνω στους βράχους εξ αιτίας μιας δυνατής  τρικυμίας.  Οι  επιβάτες  όμως  δεν έπαθαν τίποτε και βγήκαν  όλοι  στην στεριά.  Απ’  εδώ  σκορπίστηκαν  σε  διάφορα μέρη κι έζησαν ο καθένας τους τη μακαρία  ζωή  με  το  δικό  του  τρόπο.

Ο  Αυξέντιος, αφού περιήλθε το νησί, κατέληξε σε μία σπηλιά στην περιοχή της Καρπασίας  μεταξύ  των  χωριών  Κώμης  Κεπήρ  και  Επτακώμης.

Η  ζωή  του  υπήρξε  μία ζωή θερμής αγάπης και  στ’ αλήθεια ολοκληρωτικής προσφοράς  στον  Χριστό.  Κάθε  ημέρα  ύστερα  από  θερμή  και  άγρυπνη  προσευχή που  κρατούσε  ώρα  πολλή,  άρχιζε να  διαβάζει  ή  και  να  αποστηθίζει  τα  λόγια  του Θεού.  Για  να  επιτύχει  στην  προσπάθειά  του  αυτή  αγωνιζόταν  να  κρατάει  στο  νου του  την  κάθε περικοπή χωρίς βία, αλλά με υπομονή και πραότητα και ταπεινοφροσύνη.  Τα  λόγια  του  Κυρίου  «μάθετε  απ’  εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός  τη  καρδία» (Ματθ. ια’ 29)  αντηχούσαν  κάθε  στιγμή  στ’  αυτιά  του.

Για  ν’  αποφεύγει  τους  πονηρούς και  ακάθαρτους λογισμούς, που  ο  Σατανάς  του έριχνε  στην  σκέψη,  για  να  του λερώνει την καθαρότητα της καρδιάς, ο ουρανοπολίτης αθλητής με φόβο Θεού στοχαζόταν πάντα την μέλλουσα κρίση. «Πρόσεχε», έλεγε ο ίδιος στον εαυτό του, «έπεχε, σεαυτώ, Αυξέντιε. Ενθυμού  το Δικαστήριο.  Ενθυμού  τις δοκιμασίες της  αιώνιας  τιμωρίας».  Με  τα  συνθήματα  αυτά και  με  παρόμοιες  ευλαβείς  σκέψεις  κρατούσε την καρδιά του άγρυπνη και προσεχτική  από  την επίθεση  των  λῃστών,  που  λέγονται  πονηροί  διαλογισμοί.  Όταν  η  αγάπη  του  θεού  τον  απάλλασσε  από  τα  «πεπυρωμένα  βέλη  του  πονηρού»,  τότε η  προσευχή  του  Οσίου  γινόταν  και  πιο  θερμή.  «Κύριε»,  έλεγε  τότε με πόνο  ψυχής  ο  ασκητής,  «γενηθήτω  η  καρδία  μου  άμωμος  εν τοις  δικαιώμασί σου,  όπως  άν  μη  αισχυνθώ»  (ψαλμ. ριη’ 80).  Δηλαδή,  Κύριε,  είθε  η  καρδιά  μου  με τον  φωτισμό  και την ενίσχυσή  σου  να γίνει άμεμπτη  στην προσπάθειά μου να κρατήσω τα  δικαιώματά  σου.  Να  γίνει  άμεμπτη για να μη  ντροπιαστώ  μπροστά στους  ανθρώπους  και  μπροστά  στο  φοβερό  σου  κριτήριο  σαν ένας ένοχος άνθρωπος  και  παραβάτης.  «Ελθέτω  σαν  μοι  οι  οικτιρμοί  σου,  και  ζήσομαι,  ότι  ο νόμος  σου  μελέτη  μου  εστίν» (Ψαλμ. ριη’ 77). Άς  έλθουν  σε  μένα  οι  οικτιρμοί  σου, Κύριε,  για να μου  δώσουν  ζωή,  γιατί  και  μέσα  στις  θλίψεις  μου  δεν  σε  λησμόνησα. Ο  νόμος  σου  αποτελεί  για  μένα  τη  διαρκή  σκέψη  και  απασχόληση  του  μυαλού μου.

Πολλές  φορές  ο  πονηρός  δημιουργούσε  τέτοια  ταραχή  στο  ασκητήριο  του  Οσίου και  τέτοιο  θόρυβο  που  νόμιζε  κανείς  πως  γινόταν  σεισμός.  Σεισμός  που  απειλούσε να  καταρρίψει  και  να  ισοπεδώσει  τα πάντα.  Και  τις  στιγμές  αυτές  ο  Άγιος ειρηνικός κι ατάραχος έψαλλε δυνατά και μελωδικά τον ψαλμό της βαθιάς εμπιστοσύνης  και  πίστεως  στον  Θεό.  «Ο  Θεός  ημών  καταφυγή  και  δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα, δια τούτο ου φοβηθησόμεθα  εν  τω ταράσσεσθαι  την  γη  και  μετατίθεσθαι  όρη  εν  καρδίαις  θαλασσών»  (ψαλμ. με’ 2 – 3). Δηλαδή  ο  Θεός  είναι  η  καταφυγή  και  η  δύναμή  μας είναι  ο παντοδύναμος βοηθός  μας  στις  θλίψεις  που  μας βρήκαν. Για τούτο τον λόγο ο,τιδήποτε  και  άν συμβεί,  και  άν ακόμη  συμβούν  οι  ανατροπές  και  οι  καταστροφές  που  θα  γίνουν στη  συντέλεια  του  κόσμου,  εμείς  δεν  θα  φοβηθούμε.  Δεν  θα φοβηθούμε  έστω  και άν η γη θα σείεται συθέμελα κι άν τα βουνά θα κόβονται απ’ τη ρίζα τους και θα πέφτουν  μέσα  στην  θάλασσα.

Ο  Όσιος  υπέμεινε και  άλλους  πολλούς  και  σκληρούς  πειρασμούς.  Με  την προσευχή  όμως, την αυστηρή νηστεία και  την εγκράτειά του, τους αποδίωκε και έβγαινε νικητής και θριαμβευτής, ζωντανό δοχείο του Παναγίου Πνεύματος. Τούτο μαρτυράνε  τα πάμπολλα  θαύματα, που  έκανε  όσο  ζούσε.  Τούτο  βεβαιώνουνε  ακόμη  και  τα  θαύματα  που γίνονται  με την χάρη του  ύστερα  από  τον  θάνατό  του. Ένα  απ’ αυτά  τα  Θαύματα  είναι  και  τούτο:

Εκεί  στη  σπηλιά  όπου  έζησε  χρόνια  ο  Άγιος,  αναπαύτηκε  κιόλας.  Οι χριστιανοί των  γύρω  χωριών  με  σεβασμό  και  ευλάβεια  μαζεύτηκαν  τότε  για  να  κηδέψουν  το άγιο σκήνωμά του και  να πάρουν με τον τελευταίο ασπασμό την ευλογία του. Με συντριβή καρδιάς ενταφίασαν το σώμα στην γη, ενώ η ηρωική ψυχή του πέταξε ολόλευκη  στον  ουρανό,  για  να  χαρεί  και  να  ζήσει  εκεί  την  ασφαλή  κι  άμεμπτη ζωή  των  νικητών  της  πίστεώς  μας.



Ύστερα  από  καιρό  οι  κάτοικοι  των  δυο  χωρίων  βρήκαν  στη  σπηλιά  το  άγιο λείψανό του. Δεν δυσκολεύτηκαν να το  αναγνωρίσουν. Η ευωδία και  το  μύρο που ξέχυνε  ήταν  χαρακτηριστική.  Ο  πόθος  των  κατοίκων  των δυο χωριών να μεταφέρουν  τον  θησαυρό  που  βρήκαν  στο  χωριό  τους  για να τον έχουν πάντα κοντά  τους,  σκόνταψε  στο  που  να  τον μεταφέρουν. Και  τα δυο χωριά τον απαιτούσαν.  Κανένας  δεν  υποχωρούσε  για  το  άλλο.  Η  χαρά  που  γέμισε  τις καρδιές  με  την  εύρεση  του  λειψάνου,  χάθηκε  για  μία  στιγμή  και  τη  θέση  της  πήρε  μία  ζωηρή  συζήτηση, που  απειλούσε  να  εξελιχθεί  σε  επικίνδυνη  φιλονικία. Την  στιγμή  εκείνη  μια  πρόταση  που  ρίχτηκε  από  κάποιον  έδωκε  τη  διέξοδο  και  τη λύση  στο  πρόβλημα  που  δημιουργήθηκε:

- Να  δώσουμε  ένα  βόδι το  ένα χωριό και  ένα βόδι το άλλο. Να τα ζέψουμε σ’ ένα αμάξι, στο  οποίο να  βάλουμε  το  άγιο  λείψανο  κι  όπου σταματήσουν  τα  βόδια,  εκεί να  κτίσουμε  ένα  ναό  και  να  το  αποθέσουμε,  είπε  η  φωνή.

Αυτό  και  έγινε.  Τα  βόδια  έσυραν  το  αμάξι  και  σταμάτησαν  στην  Κώμη  Κεπήρ. Εκεί  εναποτέθηκε  το  άγιο  λείψανο και  βρίσκεται  μέχρι  σήμερα,  για  να  θυμίζει  σ' όλους  τη δύναμη της εγκράτειας και  της ηθικής καθαρότητας, την ανυπέρβλητη δύναμη  της  αρετής.

Την  εγκράτεια  και  την  ηθική  καθαρότητα,  την  αρετή  με  μία  λέξη  καλείται  να κάμει  βίωμα  και  σκοπό  της  ζωής  του  και  ο  σύγχρονος  άνθρωπος. Το  απαιτεί  η έξοδός  μας  από  τη  συμφορά και  τον όλεθρο στον οποίο μας έχουν ρίξει οι καταχρήσεις  και  οι  ηθικές  παρεκτροπές  του  καιρού  μας.  Το  ζητά  η  ειρηνική  ζωή που  νοσταλγούμε  όλοι  μας.  Το  θέλει  αυτό  τούτο  το  συμφέρον  μας. Γιατί  όπως πολύ  σοφά  τονίζει  ο  μεγάλος  της  ερήμου  ασκητής, ο  Άγιος  Αντώνιος και  το μαρτυρεί  και  ο  Άγιός  μας  με  το  παράδειγμά  του,  «ο  μεν  πλούτος  και  συλάται  και υπό  των  δυνατωτέρων  αρπάζεται,  η  δε  αρετή  της  ψυχής,  μόνη  εστι  κτήσις ασφαλής  και  ασύλητος  και  μετά  θάνατον  σῴζουσα  τους  κεκτημένους  αυτήν».

Αλήθεια!  Μόνη  αυτή  και  υψώνει  και  σῴζει.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’.    
Χαίρει έχουσα  η  Καρπασέων  Κώμη  λάρνακα  των  σων  λειψάνων,  παναοίδιμε  πάτερ Αυξέντιε.  Ως  γαρ  ποτέ  πολεμίους  κατήσχυνας,  και των δαιμόνων το θράσος ενίκησας  και  κατηύφρανας  ημάς  τους  πιστώς  σοι  κράζοντας,  ικέτευε,  δωρήσασθαι ημίν  το  μέγα  έλεος.


Ο Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής

Κατείχε  μεγάλη  κοινωνική  θέση  στο  Ικόνιο,  αλλά  και  μεγάλες  χριστιανικές  αρετές.
Όταν, λοιπόν, ο  αυτοκράτωρ Αυρηλιανός (270 – 275) εξέδωσε διάταγμα κατά των χριστιανών, ο έπαρχος Ικονίου συνέλαβε τον Χαρίτωνα από τους πρώτους. Τα βασανιστήρια που  υπέστη  ήταν  σκληρά.  Όμως  ο  Χαρίτων  έμεινε  αμετακίνητος  στην  πίστη  του.
Στο  διάστημα  δε  που βρισκόταν στη φυλακή, ο Αυρηλιανός δολοφονήθηκε. Ο Διάδοχός του Πρόβος σταμάτησε το διωγμό κατά της Εκκλησίας και  ο Χαρίτων απελευθερώθηκε.
Αποφάσισε,  τότε,  να  πάει προσκυνητής στα  Ιεροσόλυμα. Αλλά  στον δρόμο συνελήφθη  από  λῃστές,  που  τον  οδήγησαν  στο  κρησφύγετό  τους.  Όταν  έφθασαν στη  σπηλιά  τους,  έφαγαν και  ήπιαν. Αλλά  το  κρασί  ήταν δηλητηριασμένο και πέθαναν όλοι. Τότε, η  σπηλιά  εκείνη των λῃστών μετατράπηκε από τον Όσιο σε εκκλησία  του  θεού.
Η  φήμη  του  Χαρίτωνα  έφερε  κοντά του πολλούς μαθητές. Τους κυβερνούσε με στοργή  και  τους  προήγαγε  σε  υψηλές βαθμίδες αρετής. Ποθώντας, όμως, περισσότερη  ησυχία, όρισε διάδοχό του στο μοναστήρι και αναχώρησε  στην έρημο, όπου  ασκήτεψε  μέσα  σε  διάφορα  σπήλαια.
Όταν πλησίαζε το τέλος του, επέστρεψε στο αρχικό του μοναστήρι, κοντά στους αγαπημένους του μαθητές, τους οποίους είχε οδηγήσει «επί ζωής πηγάς υδάτων». Δηλαδή  τους είχε οδηγήσει σε πηγές νερών, που είναι γεμάτα ζωή.
Εκεί,  λοιπόν, παρέδωσε  ήσυχα  και  ειρηνικά  την  ψυχή  του  στον  Θεό.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεὶς ταῖς αὐγαῖς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς  εναρέτου ζωής, Χαρίτων μακάριε· συ γαρ ομολογία, αληθείας  εμπρέψας, έλαμψας εν ερήμω, εγκράτειας  τοις  πόνοις. Διο  των  ευφημούντων  σε,  Πάτερ  μνημόνευε.


Κοντάκιον. Ήχος  πλ. δ’. Τη  υπερμάχω.
Ως  των  χαρίτων  εραστής  των  υπέρ  έννοιαν
Ομολογίας  εθησαύρισας  τας  χάριτας
Τον  Χριστόν  ομολογήσας,  Πάτερ  Χαρίτων.
Αλλ’  ως  χάριτος  της  θείας  ενδιαίτημα
Μοναζόντων παιδοτρίβης εχρημάτισας          
Των  βοώντων  σοι,  χαίροις  Πάτερ  θεόληπτε.


Μεγαλυνάριον.
Θείων Αθλοφόρων συγκοινωνός, ευκλεών Οσίων, υποφήτης θεοειδής, Χαρίτων εδείχθης,  εν  εκατέροις  λάμψας·  εντεύθεν  καταυγάζεις,  κόσμον  ταις  χάρισι.


27/9/16

Ο Άγιος Καλλίστρατος ο Μάρτυρας και οι στν αυτώ 49 Μαρτυρήσαντες

Καταγόταν από την Καρχηδόνα. Οι γονείς του, καθώς και οι πρόγονοί του, ήταν ευσεβέστατοι  χριστιανοί.
Όταν μεγάλωσε ο Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στο στρατό  σαν νεοσύλλεκτος. Η «ομίχλη» της σαρκολατρείας που  επικρατούσε  στο  στράτευμα  δεν  επηρέασε  καθόλου τον  Καλλίστρατο. Αντίθετα μάλιστα, καλλιέργησε ακόμα περισσότερο τις ευσεβείς συνήθειές  του. Μια  απ’  αυτές  ήταν  να  προσεύχεται  κατά  τη  νύκτα.
Αυτό  όταν  το  είδαν  οι  συνάδελφοί  του,  τον  κατήγγειλαν  στο  στρατηγό  Περσεντίνο  (287 μ.Χ.). Αυτός αμέσως τον κάλεσε, και όταν άκουσε και από τον  ίδιο  ότι  είναι  χριστιανός, διέταξε και τον  βασάνισαν, σκληρά. Κατόπιν, αφού τον  έδεσαν μέσα  σ’  έναν  σάκο,  τον έριξαν  στη  θάλασσα. Αλλά με θαύμα ο σάκος σχίστηκε,  και  δυο  δελφίνια  έφεραν  σώο και αβλαβή τον Καλλίστρατο, στην  στεριά. Τότε,  49  στρατιώτες  που  είδαν  το  γεγονός πίστεψαν  στο  Χριστό,  και  αφού  έτρεξαν  στον  Καλλίστρατο,  του  είπαν:  «Πράγματι, είδαμε  ότι  υπάρχει  στ’ αλήθεια  και  είναι  μεγάλος  ο  Θεός  σου,  ο  οποίος  και  από  τον  βυθό της  θάλασσας  υπερφυσικά  σε  έβγαλε.  Θα  μπορούσε,  άραγε,  να  δεχθεί  και  εμάς  τους ειδωλολάτρες;».
Ο  Καλλίστρατος  τους  απάντησε:  «Ο  δικός  μου  Κύριος  Ιησούς Χριστός,  εκείνους  που έρχονται  κοντά  του  δεν  τους  διώχνει. Διότι  Εκείνου  ο  λόγος  είναι:  «Δεύτε προς  εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς».
Τότε  ο  Καλλίστρατος  κατήχησε  όλους  αυτούς  τους  στρατιώτες  μέσα  στην  φυλακή.  Ο  δε Περσεντίνος,  ερχόμενος  σε  αδιέξοδο  από  την  πίστη  τους,  όλους  τους  αποκεφάλισε.

Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Την ωραιότητα.        
Τω θείω Πνεύματι, περιφραξάμενος, Μάρτυς Καλλίστρατε, λαμπρώς  ηρίστευσας, καταβολών  τον  δυσμενή,  σοφία  των  σων  αγώνων· όθεν και  προσήγαγες,  τω  Χριστώ  ως θυμίαμα, δήμον παναοίδιμον, Αθλητών πιστευσάντων σοι, μεθ’ ών υπέρ ημών εκδυσώπει,  των  ευφημούντων  σε  εν  ύμνοις.

Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.     
Πάντας υμάς σήμερον η Εκκλησία, συντιμώσα  Άγιοι, ανευφημεί πνευματικώς,  ως  υπέρ ταύτης  αθλήσαντας,  Μάρτυρες  θείοι,  καλλίνικοι  πάνσοφοι.

Μεγαλυνάριον.
Κάλλος ευσεβείας υπερφερές, Καλλίστρατε Μάρτυς, εν αγώσι καρποφόρων, προς θεογνωσίας,  την  καλλονήν  ιθύνεις,  αθλητικήν χορείαν,  μεθ’ ής  τιμώμέν σε.

Οι Άγιοι Μάρκος, Αρίσταρχος και Ζήνων οι Απόστολοι

Ο  Αρίσταρχος,  είχε  τη  μεγάλη  τιμή  να χρηματίσει  συνεργάτης  του  Απ.  Παύλου, (προς  Φιλήμ. α’ 23)  και  συναιχμάλωτός  του  (Κολοσ. δ’ 10).  Κατόπιν  διέπρεψε  και σαν  επίσκοπος  Απαμείας  στη  Συρία.

Ο  Μάρκος,  που  δεν  είναι  βέβαια  ο  Ευαγγελιστής,  χειροτονήθηκε  επίσκοπος  Βύβλου  και  έδρασε αποστολικά. Όπως μάλιστα του Πέτρου (Πράξ. ε’ 15), έτσι και αυτού η σκιά μόνη όταν έπεφτε στους ασθενείς τους θεράπευε.
Ο  Ζήνων,  είναι  ο  ίδιος με  τον  νομικό  Ζηνά,  που  σαν  γνήσιος  και  ευδόκιμος εργάτης  του Ευαγγελίου,  βοήθησε  γι’ αυτό  και  στην  Κρήτη  μαζί  με  τον  Απολλώ. Γι’  αυτό  και  ο  Απόστολος  Παύλος  τόσο  συγκινητικά  και  φιλόστοργα  συνιστά  στον Τίτο,  να  τους  φροντίσει  τόσο πολύ, ώστε να μη τους λείψει  τίποτα (Τίτ. γ’ 13). Ο Ζήνων, διέπρεψε  και  σαν  επίσκοπος  Διοσπόλεως.

26/9/16

Μετάστασις Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου

Αρκετοί  είχαν  την  άποψη  ότι  ο  Ιωάννης  δεν πέθανε, αλλά  μετατέθηκε  στην  άλλη  ζωή, όπως ο Ενώχ και ο  Ηλίας. Αφορμή  γι'  αυτή  την  άποψη  έδωσε  το  γνωστό  ευαγγελικό χωρίο, Ιωάννου κα’ 22. Όμως, ο αμέσως επόμενος στίχος κα’ 23 διευκρινίζει  τα πράγματα.
Η  παράδοση που ασπάσθηκε η Εκκλησία μας είναι η εξής: Ο Ιωάννης σε βαθειά γεράματα πέθανε στην Έφεσο και τάφηκε έξω απ’ αττήν. Αλλά μετά από  μερικές ημέρες,  όταν  οι  μαθητές  του  επισκέφθηκαν  τον  τάφο,  βρήκαν  αυτόν  κενό.
Η   Εκκλησία  μας, λοιπόν, δέχεται  ότι  στον  αγαπημένο  μαθητή  του  Κυρίου  συνέβη  ότι και με την Παναγία μητέρα Του. Δηλαδή, ο  Ιωάννης  ναι  μεν  πέθανε  και  ετάφη,  αλλά μετά τρεις  ημέρες  αναστήθηκε  και  μετέστη  στην  αιώνια  ζωή, για  την  οποία  ο  ίδιος,  να  τι λέει σχετικά:           
«Ο έχων τον υιόν έχει την ζωήν, ο μη έχων τον υιόν του Θεού την ζωὴν  ουκ  έχει».  Εκείνος, δηλαδή,  που  είναι  ενωμένος  μέσω  της πίστης  με  τον  Χριστό  και  τον  έχει  δικό  του,  έχει την  αληθινή  και  αιώνια  ζωή.  Εκείνος,  όμως,  που  δεν  έχει  τον Υιό  του  Θεού,  να  έχει  υπ’ όψιν  του  πως  δεν  έχει  και  την  αληθινή  και  αιώνια  ζωή.


Απολυτίκιον. Ήχος  β’.
Απόστολε Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον  ρύσαι  λαόν  αναπολόγητον·  δέχεταί σε  προσπίπτοντα,  ο  επιπεσόντα  τω  στήθει  καταδεξάμενος·  όν  ικέτευε  Θεολόγε,  και επίμονον  νέφος  εθνών  διασκεδάσαι,  αιτούμενος  ημίν  ειρήνην  και  το  μέγα  έλεος.

Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.         
Αγάπης ως έμπλεως, του διδασκάλου Χριστού, τω στήθει ανέπεσας, και εμυήθης σαφώς,  την  γνώσιν  την  άρρητον.  Όθεν  θεολογίας,  θείον  όργανον  ώφθης, Απόστολε Ιωάννη, και  φωστήρ  ευσεβείας·  διο  Ευαγγελιστά  σε,  πόθω  γεραίρομεν.


Κοντάκιον. Ήχος  β’.
Τα μεγαλείά σου Παρθένε τις διηγήσεται;  βρύεις   γαρ  θαύματα,  και  πηγάζεις  ιάματα, και  πρεσβεύεις  υπέρ  των  ψυχών  ημών,  ως  Θεολόγος  και  φίλος  Χριστού.

Έτερον Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.         
Προσελθών Απόστολε, του  Διδασκάλου  τω  στήθει,  εξ  αυτού  αντλήσας  δε,  θεολογίας  τα ρείθρα, άπασαν, την οικουμένην τερπνώς αρδεύεις, νάμασι, τοις ζωηφόροις  και αθανάτοις· διο  χαίρέ  σοι  βοώμεν,  ω  Ιωάννη,  θεολογίας  πηγή.


Μεγαλυνάριον.
Ως ηγαπημένος τω Ιησού, της θεολογίας, εμυήθης τον θησαυρόν· όθεν Ιωάννη, Απόστολον  θεόπτην,  και  μύστην  των  αρρήτων,  σε  μεγαλύνομεν.


Ανακομιδή Τιμίας Κάρας του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου

Η  Ανακομιδή  των  λειψάνων  του  Πρωτοκλήτου  Αποστόλου  Ανδρέα,  έγινε  στις  26 Σεπτεμβρίου  1964,  και  ματακομίσθησαν  από  την  πόλη  της  Ρώμης  στην  πόλη  του μαρτυρίου  του,  την  Πάτρα.          
Τον  βίο  του  Αποστόλου  Ανδρέου,  μπορείτε  να  διαβάσετε  την  30η  Νοεμβρίου,  όπου  τιμάται η  μνήμη  του.

25/9/16

ομιλία στην Κυριακή Α΄Λουκά που έγινε στο χωριό Εθνικό Φλωρίνης την 25-9...

Η Οσία Ευφροσύνη

Ήταν μοναχοκόρη και πολύ πλούσια. Ο  πατέρας της Παφνούτιος ήταν  ο  πλουσιότερος της  Αλεξάνδρειας  και  μαζί με την σύζυγό του  διακρίνονταν  για  την  θερμή  πίστη  τους στον  Θεό.
Δώδεκα χρονών η Ευφροσύνη έμεινε ορφανή από μητέρα, και ο πατέρας της αφοσιώθηκε ακόμα πιο φιλόστοργα στην επιμέλεια της  κόρης  του.  Όταν  η  Ευφροσύνη έφθασε  στο  18ο  έτος  της  ηλικίας της, ο  πατέρας  της  θέλησε  να  την  παντρέψει  με  έναν νέο υψηλής κοινωνικής τάξης. Όμως την ψυχή της Ευφροσύνης  είχε  καταλάβει  ο  θείος έρωτας. Ο γάμος και οι κοσμικότητες θα της  ήταν  εμπόδιο  να  αφιερωθεί  συστηματικά στην  ελεημοσύνη  και  στην  υπηρεσία  του  πλησίον.
Γι’ αυτό κάποια μέρα, αφού διαμοίρασε τα υπάρχοντά της στους φτωχούς,  έφυγε  κρυφά από  το  σπίτι,  και  μετά  από  πολλές  περιπέτειες,  κατέληξε  μεταμφιεσμένη  ανδρικά  σε κοινόβιο ανδρικό μοναστήρι. Εκεί πήρε το όνομα Σμάραγδος και όλοι οι  μοναχοὶ θαύμαζαν τον πνευματικό της αγώνα και τη διακονία που πρόθυμα πρόσφερε σε  όλους. Έζησε  στο  μοναστήρι  38  χρόνια.  Στο  τέλος  της  ζωής  της  συναντήθηκε  και  με  τον πατέρα της, όταν και αυτός έγινε μοναχός στο ίδιο μοναστήρι.
Έτσι,  με  την  ζωή  της  η  Ευφροσύνη  μας  υπενθυμίζει  τα  λόγια  της  Αγίας  Γραφής, που λένε:  «αρνησάμενοι τας κοσμικάς επιθυμίας σωφρόνως και δικαίως  και  ευσεβώς  ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι». Δηλαδή, αφού αρνηθούμε  τις  επιθυμίες  του  ματαίου  και  αμαρτωλού αυτού κόσμου, να ζήσουμε στον παρόντα αιώνα με εγκράτεια στην ζωή μας, με δικαιοσύνη  προς  τους  συνανθρώπους  μας  και  με  ευσέβεια  προς  τον  Θεό.


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.       
Ως παρθένος  φρονίμη  και  αδιάφθορος,  κατηγγυήθης  οσίως  τω  Ζωοδότη  Χριστώ,  και προσκαίρων την χλιδήν  εμφρόνως  έλιπες·  όθεν  εν  μέσω  των  ανδρών,  ως  αμόλυντος αμνάς, εξέλαμψας Ευφροσύνη, και του Βελίαρ τα κέντρα, τη πολιτεία  σου  απήμβλυνας.


Κοντάκιον.  Ήχος  β’.  Τα  άνω  ζητών.
Της άνω ζωής, ποθούσα, την κάτω τρυφήν, σπουδαίως καταλέλοιπας, και σαυτήν κατέμιξας, αναμέσον ανδρών παναοίδιμε· δια Χριστόν γαρ τον νυμφίον  σου,  μνηστήρος προσκαίρου  κατεφρόνησας.

Έτερον Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον. 
Ευφροσύνης  πρόξενος  η  βιοτή  σου, τοις  εν  κόσμω  γέγονε,  προτυπωθείσης  εναργώς,  τη φερωνύμω  σου  πένσεμνε,  προσηγορία  Ευφροσύνη  ένδοξε.


Μεγαλυνάριον.
Μνήστορα  λιπούσα  τον  γεηρόν, φαιδρώς  ενυμφεύθης,  τω  ωραίω  κάλλει  Χριστώ,  δι’ αμέμπτου  βίου,  Οσία  Ευφροσύνη,  δι’ ού  αεί  ευφραίνεις,  τους  σε  γεραίροντας.


24/9/16

Η Αγία Θέκλα η Ισαπόστολος

Γεννήθηκε  από  ειδωλολατρική  οικογένεια  στο  Ικόνιο.  Μνηστεύθηκε  με  κάποιο  νέο, το  Θάμυρη,  με  τον  οποίο  έμελλε  να  συζευχθεί.
Εν  τω  μεταξύ  ήλθε στο  Ικόνιο ο  Απόστολος  Παύλος  και  κήρυττε  τον  λόγο  του Θεού στο σπίτι ενός ευσεβούς άνδρα, του Ονησιφόρου, μετέπειτα αποστόλου († 7 Σεπτεμβρίου). Η  συνεχής  προσέλευση  στο θείο κήρυγμα προσείλκυσε την  προσοχή της  Θέκλας.  Και  κάποια νύκτα, μέσα στο  ακροαζόμενο πλήθος ἠταν  και  αυτή. Τα λόγια που  άκουσε την τράβηξαν τόσο πολύ, ώστε την έκαναν να επανέλθει πολλές φορές να  ακούσει  τον  Απ. Παύλο.
Αυτό, όμως, όταν το έμαθαν η μητέρα της και  ο  μνηστήρας  της, προκειμένου  να  την επαναφέρουν στην ειδωλολατρία συκοφάντησαν τον Απ. Παῦλο, με αποτέλεσμα ο ηγεμόνας  Καστίλλιος  να  τον φυλακίσει και  στην συνέχεια  να  τον  διώξει  από  την πόλη.  Αλλά  η  Θέκλα  είχε πάρει  την  απόφαση  να  δοθεί  ολοκληρωτικά  στη διακονία  του  Ευαγγελίου.
Συγγενείς  και  πρώην  φίλοι  της την πολέμησαν ανελέητα. Αυτή  όμως, είχε στη θύμησή  της  τα  λόγια  του  διδασκάλου  της  Απ. Παύλου:  «Θύρα  μοι  ανέωγε  μεγάλη και  ενεργής, και  αντικείμενοι πολλοί». Μου  ανοίχτηκε, δηλαδή, πόρτα μεγάλη, για καρποφόρα  Ιεραποστολική  δράση.  Και  γι’ αυτό, λόγω  του  φθόνου που  έχει  ο σατανάς  για  κάθε  καλό,  πολλοί  και  τώρα  παρουσιάζονται  ενάντιοι  και  πολέμιοι.
Τελικά  η  Θέκλα  στην  πορεία της  Ιεραποστολικής της δράσης πέρασε πολλά μαρτύρια, από τα οποία, όμως, με θαυματουργικό τρόπο βγήκε άθικτη.
Πέθανε  90  χρονών  σε  κάποιο  όρος  της  Σελεύκειας.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Του  Παύλου  συνέκδημος,  ως  καθαρά  την ψυχήν, και  πρώταθλος πέφηνας, εν γυναιξίν  ευκλεώς,  Χριστόν  αγαπήσασα·  συ  γαρ  της  ευσεβείας,  πτερωθείσα τω πόθω, ήθλησας υπέρ φύσιν, Ισαπόστολε Θέκλα· διο σε ο Πανοικτίρμων νύμφην ηγάγετο.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.        
Της παρθενίας τω κάλλει εξέλαμψας, μαρτυρίου στεφάνω  κεκόσμησαι,  αποστολήν πιστεύη  Παρθένε  ως  ένδοξος·  και  του  πυρός  μεν  την  φλόγα,  εις  δρόσον  μετέβαλες,  του  ταύρου  δε  τον  θυμόν,  προσευχή  σου  ημέρωσας,  ω  Πρωτόαθλε.


Μεγαλυνάριον.
Παύλου  λαμπρυνθείσα  ταις  αστραπαίς, όλη  καλή  ώφθης,  όλη  άμωμος  τω  Χριστώ, Θέκλα  Πρωτομάρτυς,  υπερφυέσιν  άθλοις,  ών  φαίδρυνον τη δόξη τους σε γεραίροντας.