3/9/16

Ο Άγιος Πολύδωρος ο Νεομάρτυρας

Το  όνομά  του  δεν είναι  γνωστό  στους  πολλούς.  Κι  όμως  αποτελεί  ένα  πραγματικό στολίδι  της  Εκκλησίας  και  ένα  ηρωικό  μαχητή  και  νέο  μάρτυρα  της  χριστιανικής μας  πίστεως.
Γεννήθηκε  στην Λευκωσία της Κύπρου το 1794. Χρόνια δύσκολα. Χρόνια σκοτεινά. Χρόνια  μαύρης  σκλαβιάς.
Παρ’ όλα αυτά όμως οι γονείς του Χατζηλουκάς και Λουρδανού, άνθρωποι θεοφοβούμενοι  κι  ευσεβείς  φρόντισαν να δώσουν στο παιδί τους μόρφωση χριστιανική.
Και  η μόρφωση αυτή είναι η μόνη που κάνει κάθε άνθρωπο, αληθινό άνθρωπο. Φρόνιμο,  σοφό,  άνθρωπο  αρετής.

Όταν  ο  Πολύδωρος  μεγάλωσε,  φύση  έξυπνη  και  δημιουργική,  επιδόθηκε  στο εμπόριο.  Για τις δουλειές του μάλιστα  άρχισε  να  ταξιδεύει  σε  διάφορα  μέρη  και στην Αίγυπτο. Για ένα διάστημα οι συμβουλές των γονιών του, να προσέχει στις συναναστροφές  του,  αντηχούσαν  διαρκώς  στα  αυτιά  του  και  τον  συγκρατούσαν.
Με τον καιρό  όμως  η  προσοχή  χαλαρώθηκε  και  το  αποτέλεσμα  υπήρξε  και  γι’ αυτόν  τραγικό. Σε ένα  από  τα  ταξίδια  του  στην  χώρα του  Νείλου  γνωρίστηκε μ’ έναν πλούσιο εξωμότη από την Ζάκυνθο και προσλήφθηκε στην υπηρεσία του.
Στην εργασία αυτή συνδέθηκε και με διάφορους τύπους της ηλικίας του. Τύπους άμυαλους  και  διεφθαρμένους, τύπους  ανήθικους  και αισχρούς. Στην αρχή αγωνίστηκε  να  κρατηθεί.  Όμως  δεν  το  κατόρθωσε.
Και  ο  λόγος;  Εύκολος  και απλός. Τα μέσα, που θα τον συγκρατούσαν και θα τον ενίσχυαν στον αγώνα του, είχαν προ πολλού εγκαταλειφθεί. Στην αρχή εγκαταλείφθηκε  η  προσευχή.  Ύστερα  ακολούθησε  ο  εκκλησιασμός  και  οι επισκέψεις  του  σε  πρόσωπα που μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Μετά  ήλθε  η  σειρά του  πνευματικού  του.  Τον  παράτησε  και  αυτόν.  Και  σ’ επίμετρο  άρχισε  να  ξενυχτά, να πίνει και  να μεθά, να χαρτοπαίζει  και  να  νυχτοξημερώνεται  στα διάφορα  καταγώγια.

Μια  βράδια  σ’ ένα  από  τα κέντρα αυτά της ακολασίας παρασύρθηκε  και  ήπιε  τόσο που  μέθυσε.  Και  στο  μεθύσι  επάνω, αλίμονο! Αλλαξοπίστησε.  Ναι!  ο  Πολύδωρος  με τη  χριστιανική  ανατροφή  και  τον φόβο του  Θεού,  ο  νέος  με  τη  δυνατή  πίστη  και  το  θάρρος  για τη ζωή λύγισε, νικήθηκε, έπεσε.  Εγκατέλειψε τον πολύτιμο θησαυρό  του,  την χαρά της ψυχής του, την χριστιανική του πίστη, την πίστη των γονιών του και  ασπάσθηκε τον μωαμεθανισμό. Από  την πρώτη στιγμή  όμως τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας δεν τον ικανοποίησαν. Η νέα θρησκεία δεν του πρόσφερε καμιά χαρά. Εκείνος  που  έζησε  μέσα  στο  φως του Χριστού, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με το φως των πυγολαμπίδων. Έτσι και  η καινούργια θρησκεία δεν του πρόσφερε,  δεν μπορούσε να του προσφέρει και την ελάχιστη ψυχική  ικανοποίηση. Παρά  τα χρήματα που  κέρδιζε και  τις θέσεις  και  τα  μεγαλεία  που  εξασφάλισε με  τη  νέα  του  ζωή, καμιά  χαρά δεν είδε. Αντίθετα  οι τύψεις που άρχισαν να ξυπνούν μέσα  του και  που μεγάλωναν μέρα με την ημέρα και  πλήθαιναν δεν τον άφηναν να ησυχάσει.  Η  συνείδησή του, μαστίγιο σκληρό και  ανελέητο, τον έδερνε φρικτά και χωρίς οίκτο.

Κάποια  βραδιά σε μία τέτοια ψυχική  αναστάτωση, θυμήθηκε με γλυκιά νοσταλγία  το σπίτι του. Αγράμματοι ήταν οι  γονείς του. Μα είχαν τη μόρφωση της πίστεως  και  της αρετής. Αυτήν  ακριβώς  την μόρφωση αγωνίστηκαν να δώσουν και  σ’ αυτόν. Στην αθώα παιδική ψυχή του φρόντισαν να σταλάζουν καθημερινά της χάριτος την δροσιά με την προσευχή  και  του Θεού  τα  έργα. Πόση  ειρήνη  ήταν τότε χυμένη στις  καρδιές! Πόση  γαλήνη!

Και  η  προσευχή  πόσο  συγκινούσε  και  ξεκούραζε!  Πριν  να  πάνε  για  ύπνο  το  βράδυ  και  ύστερα  από  την  σκληρή  δουλειά  και  τους  κινδύνους  της  κάθε  ημέρας, τους κινδύνους που δημιουργούσε η  βαρβαρότητα του  Τούρκου δυνάστη  και  η  μαύρη σκλαβιά,  γονάτιζαν  όλοι μπροστά στο εικόνισμα της Μεγαλόχαρης  και του  αφέντη, του Χριστού. Γονάτιζαν και άκουαν με ευλάβεια τη μανούλα να λέει αργά και κατανυχτικά  μια  τέτοια  περίπου προσευχή:

— Σ’ ευχαριστούμε, Κύριε, που  μας φύλαξες καλά και τούτη την ημέρα. Σ’ ευχαριστούμε  και  για  τα  αγαθά  που  η  αγάπη σου μας χάρισε. Σε παρακαλούμε, Κύριε, φύλαξέ μας  και  τούτη  τη  νύχτα.  Φύλαξέ  μας  από  του  Τούρκου  την  μανία και  το  μαχαίρι.  Φύλαξέ  μας  από κάθε κακό.

Φύλαξέ μας  απ’ του Τούρκου  τη  μανία!... Αλίμονο!  Αυτού  του  Τούρκου  τη  θρησκεία ασπάσθηκε  τώρα. Κι αυτού τη συντροφιά διάλεξε. Ω  Θεέ μου! Τι συμφορά! Τι τραγῳδία! Κάποια στιγμή  εκεί που ο πόνος σαν δίκοπο μαχαίρι του τρυπούσε την καρδιά,  μια αχτίδα  ελπίδας πέρασε απὀ το κουρασμένο μυαλό του κι ένα παρήγορο φως  πρόβαλε  και  φώτισε τα δακρυσμένα μάτια του. Ήταν τα λόγια και πάλι της καλής του μάνας. Του τα είπε σε μία περίπτωση, που έκανε κάτι που δεν έπρεπε και ήταν  ανήσυχος  και  στενοχωρημένος, Παιδί μου, του  είχε πει, την ταραγμένη συνείδηση  ένα πράγμα μόνο την καθησυχάζει και  την  γαληνεύει:  Η μετάνοια  και  η εξομολόγηση.  Τα  λόγια αυτά της μάνας του θυμήθηκε εκείνη την στιγμή. Και  η θύμηση  αυτή τον ενίσχυσε κάπως. Μα και  τον έσπρωξε χωρίς  καμιά  καθυστέρηση  ή αναβολή  να  αφήσει  την  Αίγυπτο  και  να φύγει για τη Βηρυτό. Σαν έφτασε, με λαχτάρα έτρεξε να ιδεί τον Δεσπότη. Και  όταν τον βρήκε, με  βαθιά  συντριβή  έπεσε μπροστά  του  και  τον  παρακάλεσε  να  δεχθεί  την  εξομολόγησή του.

-Δέσποτά  μου! Πατέρα  μου!  Ψέλλισε  με  στεναγμούς  και  δάκρυα.  Είμαι  ένας  άθλιος  αμαρτωλός. Συγχώρεσέ  με. Ναι! Συγχώρεσέ  με, πατέρα... Τα  είπε  όλα. Τίποτα δεν απέκρυψε. Ο  Δεσπότης ένας ευλαβής κληρικός, τον άκουσε με συμπόνια και δάκρυα  στοργής.  Στο  τέλος,  αφού  τον  παρηγόρησε και τον ενίσχυσε, τον συμβούλεψε  για ασφάλειά του και για ξεκούρασμα να καταφύγει σε κανένα μοναστήρι.  Εκεί  με  το  πρόγραμμα  ψυχικής  περισυλλογής  και  την  όλη  πνευματική ζωή, την τακτική προσευχή, τη λιτή τροφή, την αποκοπή σου από τις παλιές συναναστροφές  και  την όλη ειρηνική  ατμόσφαιρα, θα ξεκουραστείς.  Θα  γαληνέψεις. Θα  ηρεμήσεις.
Ο  Πολύδωρος  τον  άκουσε  με  προσοχή.  Αφού  ευχαρίστησε  τον  καλό  γέροντα έφυγε.  Έσπευσε  να  εκτελέσει  την  συμβουλή  του.  Κατέφυγε  σ’ ένα  μοναστήρι.  Λίγο καιρό  όμως  έμεινε  εκεί.  Από  φόβο  μήπως  εκθέσει  τον  πνευματικό του  πατέρα έφυγε  νωρίς. Περιήλθε  διάφορους  τόπους  και  κατέληξε  στο  μυροβόλο  νησί  της Χίου. Εδώ  επισκέφθηκε κάποιο άλλο πνευματικό, εξομολογήθηκε και πάλι με  πόνο ψυχής και  ζήτησε να  ξαναγίνει  δεκτός  από  την  Εκκλησία.  Ο  πνευματικός  δέχτηκε τη  μετάνοιά του. Του  διάβασε τη συγχωρητική  ευχή, τον  έχρισε  με  άγιο  μύρο  και τον  κοινώνησε τα  άχραντα  Μυστήρια.

Μετά  την αποκατάστασή του αυτή στους κόλπους της Εκκλησίας ο  Πολύδωρος αναχώρησε  για  τη  Νέα Έφεσο. Ο πόθος του να  επανορθώσει πραγματικά  το αμάρτημά του, δεν τον αφήνει ήσυχο. Μια  σκέψη  στριφογυρίζει  αδιάκοπα  στο  μυαλό του. Η  σκέψη να  επισκεφθεί  τις τουρκικές αρχές και  με  παρρησία  να  διακηρύξει μπροστά  σ’ αυτούς την πίστη  του  στον  Χριστό  και  την  αφοσίωσή  του  στο  θέλημά του.  Και  το  έκαμε.
Μια  μέρα  παρουσιάστηκε  μπροστά  στον  μουφτή  και  χωρίς  περιστροφές τον ρώτησε:
-Πες  μου,  αφέντη. Είναι  νόμιμο  και  σωστό  να  δώσω  πίσω  ένα  πράγμα  κάλπικο, που  μου  έδωκαν  πριν  λίγο  καιρό  με  απάτη;
Ο  μουφτής  απήντησε καταφατικά. «Ναι, του είπε.  Είναι  νόμιμο».
Τότε  ο  αθλητής  πρόσθεσε:
— Δώσε  μου, σε παρακαλώ, αυτή  την  απόφαση  γραπτώς.
Ο  μουφτής  έγραψε  την  απόφαση  και  του  την  έδωσε.  Μόλις  ο  ηρωικός  αγωνιστής πήρε  στο  χέρι την απόφαση (τον φετφά), χωρις να χάσει καιρό, έτρεξε στον ιεροδικαστή  (Καδή) και  δείχνοντας  την  απόφαση  του  μουφτή  του  είπε:
— Πριν  δέκα  χρόνια  με  ξεγελάσατε  και  με κάματε να αρνηθώ την πίστη μου. Πέταξα  το  χρυσάφι  που  κρατούσα  για  να  πάρω το χώμα.  Τώρα  μετανιώνω. Λυπάμαι  γι’ αυτό που  έκαμα  και  στενοχωρούμαι  και  κλαίω.  Πάρτε  το  χώμα  σας και  εγώ  ξαναπαίρνω  το  χρυσάφι  μου.  Ήμουνα  χριστιανός! Μένω  χριστιανός!  Κι είμαι  έτοιμος  να  πεθάνω  χριστιανός!

Στα  λόγια  του  ομολογητή  ο  καδής  με  κόπο  συγκράτησε  τον  θυμό  του.  Δοκίμασε κάτι  να πει. Άρχισε τις κολακείες. Προχώρησε στις υποσχέσεις. Προσπάθησε να μεταπείσει  τον  Πολύδωρο  τάζοντας  χρήματα  και  θέσεις  και  τιμές...  Και  κατέληξε.
— Έναν  καιρό  ήσουν  χριστιανός.  Τώρα  όμως  είσαι  μωαμεθανός.
— Όχι!  Όχι!  Διαμαρτυρήθηκε  έντονα  ο  αθλητής.  Είμαι  χριστιανός. Και  θα πεθάνω χριστιανός.  Εγώ  Γραικός  γεννήθηκα,  Γραικός  θε  να  πεθάνω.

Ο  καδής δεν απογοητεύθηκε. Συνέχισε τις  υποσχέσεις. Υποσχέσεις δελεαστικές. Απίθανες. Μα τίποτα. Στο τέλος, σαν αντιλήφθηκε, πως οι προσπάθειες του  ήταν χαμένες, διέταξε να αρπάξουν τον Πολύδωρο, να τον κλείσουν στη  φυλακή  και  να αρχίσουν  τα  βασανιστήρια.

Βασανιστήρια!  Να  μία  λέξη  που  προκαλεί  ασυναίσθητα  την  φρίκη.  Βασανιστήρια! Μια  λέξη  τόσο  γνωστή  και  στην  εποχή  μας. Θεέ μου! Που  καταντά  ο  άνθρωπος, όταν απ’ την καρδιά του φύγει  ο  αυτοσεβασμός. Όλη  νύχτα  οι  δήμιοι  βασάνιζαν  τον μάρτυρα.  Να  αριθμήσει  κανείς  τα  βασανιστήρια;  Είναι αδύνατο. Τούτο μόνο λέγουμε. Την επομένη ο μακάριος αθλητής με το πρόσωπο αλλοιωμένο από τις ολονύχτιες κακώσεις και το κορμί τσακισμένο από τους αλύπητους ξυλοδαρμούς οδηγήθηκε  μπροστά  σ’ ένα  συμβούλιο  από  Τούρκους  άρχοντες. Για  δεύτερη  φορά  ο συντετριμμένος αγωνιστής της αλήθειας με σταθερότητα και  παρρησία ζηλευτή διακήρυξε πάλι την πίστη του στον Χριστό και  την αμετάκλητη απόφασή του να πεθάνει  γι’ Αυτόν.  Σ' όλες  τις απειλές  και τις πιέσεις που  του  έκαμναν  η  απάντησή του  ήταν:
— Είμαι  χριστιανός!  Θα  μείνω  χριστιανός!  Και  θα  πεθάνω  χριστιανός.

Η  άκαμπτη επιμονή του είχε εξοργίσει όλα τα μέλη του Συμβουλίου, που για να δώσουν  μία  διέξοδο  στο   αδιέξοδο,  διέταζαν  να ρίξουν και  πάλι τον άγιο  στὴν φυλακή  και  να επαναλάβουν τα βασανιστήρια. Οι δήμιοι με ασυγκράτητη μανία άρπαξαν το θύμα ξανά και  το  πέταξαν σ’ ένα σκοτεινό κελί. Εκεί  με  καννιβαλίστικο πάθος, τόσο γνωστό  και  στην  εποχή  μας,  άρχισαν  το  μακάβριο έργο τους. Έδεσαν τα χέρια  και  τα πόδια  του  μάρτυρος  για  να μη μπορεί  να μετακινηθεί  και  με μαστίγια τον κτυπούσαν συνέχεια παντού. Το  άγιο κορμί έγινε μία πληγή  από την οποία  το  αίμα  έτρεχε άφθονο. Ύστερα του έβαλαν σίδερα καυτά και τούβλα πυρωμένα  στους  ώμους  και  τις μασχάλες  και  άλλοι  την  ίδια  ώρα  του φορούσαν στο κεφάλι ένα πυρακτωμένο τάσι για σκούφο. Δεν θα αναφέρουμε άλλα βασανιστήρια. Μας είναι αδύνατο. Άλλωστε και  να τ’ ακούει κανείς δυσκολεύεται. Τούτο  μόνο  σημειώνουμε.  Ο  καρτερόψυχος ομολογητής  τα  υπέμεινε  όλα  με  θάρρος και  καρτερία μοναδική. Τα  υπέμεινε  προφέροντας  με πίστη:  «Κύριε, συγχώρησέ με». Είχε  πια  αποφασίσει τον θάνατο και  έτσι ο πόνος  δεν τον φόβιζε. Τον φόβιζε μονάχα μήπως λυπήσει ξανά τον Χριστό μας. Ακόμη λίγο σκεφτόταν και το μαρτύριο θα μεταβληθεί σε πηγή χαράς και αγαλλίασης. Θα γίνει η σκάλα που θα με ανεβάσει κοντά  στον  Χριστό  μου,  τον  Σωτῆρα  και Λυτρωτή μου. «Βαρύς ο  χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος. Αλγεινή  η  ψύξις αλλ’ ηδεία η απόλαυσις». Αυτά  μπορούσε  να λέει  κι  ο  Πολύδωρος  μαζί  με τους Σαράντα Μάρτυρες  της  Σεβάστειας.

Με  τα  μαρτύρια  πέρασε  όλη  η  νύχτα.  Αλλά  και  με  το  όραμα  του  Χριστού  να στέκεται  μπροστά  του.  Να  τον  κοιτάζει  με  ειρηνικό  χαμόγελο.  Να  του  δροσίζει  τα καμένα  απ’ τον πόνο χείλη του. Να του δείχνει τον Παράδεισο. Όταν  ξημέρωσε, μερικοί  δήμιοι πήραν τον μάρτυρα και  τον οδήγησαν με φωνές και  βρισιές  στην πλατεία,  μπροστά  στον  κριτή,  που  περίμενε καθισμένος σε  μία ψηλή  εξέδρα ανάμεσα  σε  πολλούς  επίσημους  μωαμεθανούς.
Λίγο  πιο  κάτω  ήταν  στημένη  μία  αγχόνη.  Ο  μάρτυρας  κοίταξε  πρώτα  την  αγχόνη και  ύστερα  τον  κριτή.  Ένα  αίσθημα  παρηγοριάς  ένοιωσε  βλέποντας  την πρώτη. Μια  αηδία  σαν  αντίκρισε  τον  δεύτερο.
— Άϊ! Τι  λες;  Του  φώναξε  ο  κριτής  με  ένα  γέλιο  σαρδόνιο.  Έβαλες  μυαλά  ή  ακόμα επιμένεις  στις  απόψεις  σου;
— Τα  μυαλά  μου  τα  έχασα  μόνο, όταν  παρασύρθηκα  και  αντάλλαξα  την  πίστη μου  με  τη  δική  σας. Τρέλα  είναι  να πετά  κανείς το  χρυσάφι, για  να πάρει το  χώμα. Τώρα τα έχω  τετρακόσια  τα  μυαλά  μου. Τώρα  που  ξαναγύρισα  στον  Χριστό  μου. Στα λόγια του μάρτυρα  ο  κριτής  έχασε  την  υπομονή  και  φώναξε:
— Κρεμάστε  τον  γκιαούρη  να  γλυτώσουμε.  Κρεμάστε  τον.  Είναι  αγύριστο  κεφάλι. Οι  δήμιοι  οδήγησαν  τον Πολύδωρο  προς την αγχόνη. Και  αυτός  αφού  με  σταθερό βήμα  πλησίασε,  ασπάστηκε με σεβασμό το σχοινί  της,  έκαμε  με  ευλάβεια  τον σταυρό  του  και γαλήνιος  δέχτηκε το  σχοινί  στον λαιμό του. Δοξολόγησε  ξανά τον Κύριο  για  την  τιμή  και  στα λίγα  δευτερόλεπτα  που  μεσολάβησαν  προσευχήθηκε θερμά  για  τους  εκτελεστές  του  και  την ανάσταση του  Γένους. Κύριε, είπε. Συγχώρησε τους βασανιστές μου! Χριστέ μου! Δώσε τη λευτεριά  στη  Ρωμιοσύνη!  Ο δήμιος έσυρε το  σχοινί. Το  κορμί  υψώθηκε  μετέωρο, ενώ  η  αγία  ψυχή  του  μάρτυρα πέταξε  στα  γαλανά χάη του  ουρανού,  για  να  αναπαυθεί  κοντά  στον  Χριστό  μας. Το  άγιο  λείψανο  έμεινε  τρεις  ημέρες στην αγχόνη. Την τρίτη μέρα οι Τούρκοι διέταξαν τους χριστιανούς να το πάρουν και  να το θάψουν. Μερικές αγνές ψυχές κατέβασαν το άγιο σκήνωμα από την αγχόνη, το  ξέπλυναν με καθαρό  νερό και  το έθαψαν  ραίνοντάς  το  με  τα  δάκρυα  του  θαυμασμού  και  της  αγάπης  τους.

Σε  κάποια  στιγμή  πειρασμού  και  απροσεξίας  ο  νεαρός  Πολύδωρος  γλίστρησε  κι έπεσε.  Αρνήθηκε  ότι  πολυτιμότερο  έχει  ο  άνθρωπος  στον  κόσμο  τούτο.  Την  πίστη του. Παράξενο; Όχι!  Φυσικό  το  πράγμα κι ανθρώπινο. «Η  διάνοια του  ανθρώπου έγκειται επί τα πονηρά  εκ νεότητας αυτού» λέγει  ο  λόγος του  Θεού. Όμως  με  μία ειλικρινή  μετάνοια, αλλά  και  σταθερή  ομολογία  και  αυτό το  μαρτύριο του  θανάτου ζήτησε  και  θέλησε  ο  καρτερόψυχος  αθλητής  για  να  επανορθώσει  το  σφάλμα  του. Και  το  πέτυχε.
Το  μαρτυρούν  τα  πολλά  θαύματά του.
Θα  αναφέρομε  δυο:

α) Στη Ν. Έφεσο ζούσε κάποιος χριστιανός που  λεγόταν  Νικόλαος. Ο  δυστυχισμένος είχε  προσβληθεί  από  δαιμόνιο,  που  μιλούσε  με  το  στόμα  του  και  σαν  την παιδίσκη των Φιλίππων φανέρωνε πολλές φορές και  τα μυστικά εκείνων που κατέφευγαν  σ’ αυτόν.  Κάποια  μέρα γνώρισε τον άρρωστο  ένας  κληρικός,  που  είχε στην  κατοχή του λείψανα του  Αγίου  Πολυδώρου  και  ένα  κομμάτι  από  το  σχοινί  της αγχόνης και τον λυπήθηκε. Πήρε τα ιερά κειμήλια και  πήγε στο σπίτι του. Μόλις έφτασε  στην  πόρτα  και  τον  είδε  ο  δαιμονισμένος  έβαλε  τις  φωνές:
-Εσύ  εδώ;  Εσύ  εδώ;  Τι  ήρθες  να  κάμεις;  Τι  θέλεις  από  μένα;
Ο  ιερέας  χωρίς  να  χάσει  καιρό,  έβγαλε  από  τον  κόρφο του  τα  άγια  λείψανα  κι έκαμε  το  σημείο  του  σταυρού  προς  τον  άρρωστο.
Ο  ιερέας  πλησίασε. Έβαλε πάνω στον άρρωστο τα λείψανα και το κομμάτι του σχοινιού  που  κρατούσε  και  ω του  θαύματος!  Ο  άρρωστος  έβγαλε μία  δυνατή κραυγή  κι  ύστερα  ηρέμησε.  Το  δαιμόνιο  έφυγε  και  ο  άνθρωπος  έγινε  πια  καλά.

β) Τις  θλιβερές  και  μαύρες  εκείνες  μέρες  που  ο  Ελληνισμός  εξ  αιτίας των αμαρτιών  μας  ξεριζωνόταν  από την κοιτίδα του, την Μ. Ασία και έφευγε κυνηγημένος, ένας Ιερομόναχος, ο Πρωτοσύγκελος της Ι. Μητροπόλεως Εφέσου Κύριλλος  Ψύλλος  άρπαξε  την  αγία κάρα του  μάρτυρος  για  να  την  σώσει.  Η  μανία των  Τούρκων  ενάντια  στους  κληρικούς  και  ο  έλεγχός  τους  για  την  ανεύρεσή  τους ήταν  απίστευτος.  Η  μανία  τους  στρεφόταν ακόμη  και  ενάντια  στους  ναούς  και  τα ιερά κειμήλια. Όταν  ανακάλυπταν κληρικούς  ή  άλλα  πρόσωπα  να  κρατάνε  εικόνες, λείψανα  κ.ά. τους  έσφαζαν  χωρίς  καμιά  κουβέντα. Η  πράξη  του  Πρωτοσύγκελου ήταν  πολύ  τολμηρή. Άν τον ανακάλυπταν, θα πλήρωνε αμέσως με τη ζωή του αυτό που πήγαινε να κάμει. Ο  ευλαβής  όμως  εργάτης  του  Χριστού  το  αποφάσισε. Ντύθηκε  σα ν  γερόντισσα, πήρε  μαζί του τον πολύτιμο θησαυρό του, έκαμε τον σταυρό  του  και προχώρησε. Ατέλειωτη  σειρά περίμενε μπροστά του για  έλεγχο. Σαν έφτασε  στο  τούρκικο φυλάκιο για την έρευνα, οι Τούρκοι ήσαν μανιασμένοι. Είχαν ανακαλύψει  μερικούς μεταμφιεσμένους  και  είχαν  γίνει  έξαλλοι. Την  ώρα  εκείνη  που  οι  άπιστοι  βρίζανε  και  κτυπούσαν  τα θύματά τους και  ούρλιαζαν σαν θεριά ήρθε  και  η  σειρά  του  μεταμφιεσμένου  Κύριλλου  για  έλεγχο.
Ο  πιστός  κληρικός,  χωρίς  να  χάσει την ψυχραιμία του, έσφιξε στα  στήθη  τον θησαυρό  του,  την  κάρα  του  Αγίου  και  ψιθύρισε  μέσα  του:
-Άγιε  Πολύδωρε,  σώσέ  με.  Και  τον  έσωσε.

- Γκιτ πε χανούμ (γκρεμίσου χανούμισσα) φώναξε ο Τούρκος και τον  έσπρωξε  μπροστά. Σε  λίγο  ο  ιερομόναχος  βρισκόταν πεταγμένος στη  βάρκα σωτηρίας με τον  θησαυρό  του. Πως έγινε τούτο; Ο ίδιος δεν  θυμάται.  Δεν  κατάλαβε.  Ένα  είναι  το  γεγονός:  Σώθηκε. Σώθηκε και αυτός κι η αγία κάρα του μάρτυρος. Όταν έφτασε στην Αθήνα,  την κατέθεσε στον  Ιερό Ναό της Αγίας Αικατερίνης της Πλάκας.  Εκεί βρίσκεται και σήμερα. Δεκάδες πιστών περνάνε κάθε  μέρα  για  να  την  προσκυνήσουν.  Και  χιλιάδες κάθε χρόνο στις 3 του Σεπτέμβρη, που είναι η μέρα της γιορτής του, τρέχουν να τιμήσουν τον μάρτυρα, τον εξωμότη, που μετανόησε, και να ζητήσουν την χάρη  του. Τρομερό κακό στον άνθρωπο η πτώση.  Πολύ  τρομερό!  Μεγάλη  η  αξία  της  μετάνοιας. Πολύ μεγάλη. Η πτώση καταστρέφει, εξευτελίζει. Η μετάνοια  αποκαθιστά, σῴζει. Αποκαθιστά τον άνθρωπο  στο  πατρικό  σπίτι.  Και  τον  σῴζει.  Τον  κάνει  «συμπολίτην  των αγίων  και  οικείον  του  θεού».
Ναι! συμπολίτη των αγίων και οικιακό του Θεού.    
Πραγματικά!  Τι  ωραία  να  θυμόντουσαν  συχνά  οι  άνθρωποι  τούτη  την  αλήθεια!.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’.    
Μέγα καύχημα της Λευκωσίας, μέγα  στήριγμα  πόλει  Εφέσου,  μέγα  κλέος  τε  των  δυο πόλεων της μεν γαρ  γόνος  σεπτός  εχρημάτισας  την  δε  τα  σα  επορφύρωσαν  αίματα, αλλά  πρέσβευε  Χριστώ  τω  Θεώ,  Πολύδωρε,  ίνα  ρυσθώμεν  κινδύνων  και  θλίψεων.


Δεν υπάρχουν σχόλια: