30/4/18

Ο Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος


Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος  αδελφός  του  Ευαγγελιστού  Ιωάννου.  Καταγόταν και  αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας.  Ασχολούνταν  με  την  αλιεία  στην  λίμνη της  Γεννησαρέτ  μαζί  με  τον  Ιωάννη, έχοντας  και  οι  δύο  μαζί  τους  και  τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρόλα αυτά όταν άκουσαν  το  κήρυγμα  του  Ιησού  «αφέντες  τον  πατέρα  αυτών  Ζεβεδαίον  εν τω  πλοίω  μετά  των  μισθωτών  απήλθον  οπίσω  αυτού».
Ο  Ιάκωβος  μαζί  με  τον  Πέτρο  και  τον  Ιωάννη  επέδειξαν  μεγάλο  ζήλο  ως Μαθητές του Κυρίου. Γι’ αυτό και κλήθηκαν υιοί βροντής και  έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα βίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν τη θαυμαστή Ανάσταση της  θυγατέρας  του  αρχισυναγωγού Ιάειρου  και  είχαν  την  ευλογία  να  προσκληθούν  από  τον   Ιησού  κοντά  Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στον κήπο της Γεθσημανή.  Η  οικειότητα  αυτή  οδήγησε προφανώς τον  Ιάκωβο με  τον αδελφό  του  Ιωάννη  να  ζητήσουν  μέσω  της  μητέρας  τους  από  τον  Κύριο, πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του,  παρανοώντας  την  αποστολή του Μεσσία. Οι δυο Μαθητές ζήτησαν από τον  Χριστό,  δόξα  με  ανθρώπινα κριτήρια,  έχοντας  κατά  νου  ότι  η  Βασιλεία  Του  είναι  αισθητή.  Ο  Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και  αιώνια  δόξα,  η  οποία  διέρχεται  μέσα  από  το  «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι’ αυτό τους λέγει: «Ουκ οίδατε τι αιτείσθε. Δύνασθε πιείν το ποτήριον ό εγώ πίνω, και το βάπτισμα ό  εγώ βαπτίζομαι;».
Μετά  την  Πεντηκοστή  ο  Απόστολος   Ιάκωβος  κήρυξε  το  Ευαγγέλιο  στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη  νέα  πίστη  και  άλλαξε  τρόπο  ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό θορύβησε ιδιαίτερα τους  άρχοντες  των  Ιουδαίων,  οι  οποίοι, το έτος 44 μ.Χ., τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό,  με  διαταγή του  Ηρώδου  του  Αγρίππα.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Γόνος  άγιος,  βροντής  υπάρχων,  κατεβρόντησας, τη  οικουμένῃ, την του Σωτήρος  Ιάκωβε κένωσιν, και το ποτήριον τούτου εξέπιες, μαρτυρικώς εναθλήσας Απόστολε· όθεν πάντοτε, εξαίτει τοις σε γεραίρουσι, πταισμάτων  ιλασμόν  και  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Τα άνω ζητών.  
Φωνής  θεϊκής,  ακούσας  προσκαλούσης  σε,  αγάπην  πατρός,  παρείδες  και προσέδραμες,  τω  Χριστώ  Ιάκωβε,  μετά  του  συγγόνου  σου  ένδοξε· μεθ’ ού ηξιώθης  ιδείν,  Κυρίου  την  θείαν  Μεταμόρφωσιν.


Μεγαλυνάριον.
Η των απορρήτων θεία βροντή, ο εν Θαβωρίω,   επακούσας   φωνής  Πατρός, και βροντοφωνήσας, ημίν την σωτηρίαν, Ιάκωβος ο μύστης, Χριστού υμνείσθω μοι.

Ο Άγιος Μάξιμος ο Μάρτυρας



Ο  Άγιος  Μάρτυς  Μάξιμος,  τελειώθηκε  μαρτυρικά  στην  Έφεσο,  αφού  του διαπέρασαν  την  κοιλιά  με  ξίφος.

Εύρεσις Τιμίων Λειψάνων Αγίου Βασιλέως του Ιερομάρτυρος


Ο   Άγιος  Βασιλέας  ο  Ιερομάρτυρας  ήταν  Επίσκοπος  Αμασείας  και  η  μνήμη του  τιμάται  στις  26  Απριλίου  όπου  και  ο  βίος  του.

Ο Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως


Ο  Άγιος  Ιγνάτιος  (Μπριαντσιανίνωφ)  γεννήθηκε  το  έτος  1807 μ.Χ.  στην κωμόπολη  Ποκρόφσκ  της  επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από οικογένεια  ευγενών.  Το  κατά   κόσμον  όνομά του ήταν  Δημήτριος.  Ο τόπος  όπου  μεγάλωσε  ο  Άγιος  ήταν  γεμάτος  από  μονές  και  σκήτες και γι’ αυτό  τον λόγο  ονομαζόταν  «Θηβαΐδα  της  Ρωσίας».  Το  πνευματικό αυτό  περιβάλλον επέδρασε  πολύ  στη  διαμόρφωση  της  προσωπικότητας του  Αγίου  και  στην  καλλιέργεια  της  ευσέβειάς  του.
Ο  πατέρας  του  τον  έγραψε στην  αυτοκρατορική  σχολή  πολέμου  στην Αγία  Πετρούπολη.  Παρά  την  πρόοδό  του  στη  σχολή,  εκείνος  επιθυμούσε  να  γίνει  μοναχός  και να ακολουθήσει το δρόμο της μοναχικής  πολιτείας.  Αφορμή  γι’ αυτό  έδωσε  μία  σοβαρή  ασθένειά  του το  έτος  1827,  όταν  ο  Άγιος   ήταν είκοσι ετών, που τον έκανε να παραιτηθεί από την σχολή παρά τις αντιρρήσεις των αξιωματικών. Αμέσως  εγκαταβιώνει  στη  μονή  του  Αγίου Αλεξάνδρου  του  Σβιρ  στην  Πετρούπολη.  Εκεί  συνδέεται πνευματικά  με  τον Στάρετς  Λεωνίδα,  της  Όπτινα  ο  οποίος  διέμενε  εκείνο  τον  καιρό  στη  μονή. Στην  συνέχεια  πήγε  στη  μονή  του  Αγίου  Κυρίλλου  Πετρουπόλεως,  όπου γνώρισε  τον  Στάρετς  Θεοφάνη.  Εκεί  έμεινε  τέσσερα  ακόμη  χρόνια,  για  να καταλήξει  κοντά  στον  γέροντά  του  Λεωνίδα  στη  μονή  της  Όπτινα.
Κείρεται μοναχός το 1831 μ.Χ. και ονομάζεται Ιγνάτιος. Λίγο καιρό αργότερα  χειροτονείται  διάκονος  και  πρεσβύτερος.  Ο  Άγιος  αρχίζει  τον έντονο πνευματικό αγώνα. Σε αυτόν αναφέρεται σχετικά ο γέρων Σωφρόνιος, που γράφει: «Η  χριστιανική τελειότητα έγκειται στην εσωτερική  (εγκάρδια) καθαρότητα, χάρη  στην  οποία  εμφανίζεται  ο  Θεός  να αποκαλύπτει τη διαμονή Του μέσα στην καρδιά, με πολλά  και  ποικίλα χαρίσματα του Πνεύματος. Εκείνος που απέκτησε την τελειότητα  αυτή γίνεται  φορεύς  φωτός,  εκπληρώνοντας  την  εντολή  της  αγάπης  προς  τον πλησίον  όχι  με  σωματική  υπηρεσία, αλλά με τη  διακονία του Πνεύματος, καθοδηγώντας τους σωζομένους, εγείροντας αυτούς από την πτώση, θεραπεύοντας  τις  ψυχικές  τους  πληγές.  Ο  χορός  των  μοναχών  έδωσε  στην Εκκλησία Ποιμένες, οι οποίοι όχι με επιτηδευμένους λόγους ανθρώπινης σοφίας αλλά με τους λόγους του Πνεύματος, που επικυρώνονταν με θαύματα,  ποίμαναν  και  στερέωναν  την  Εκκλησία.
Ιδού,  γιατί  η  Εκκλησία  μετά   την  περίοδο  των  Μαρτύρων  επεκτάθηκε  στην έρημο.  Εκεί  βρίσκεται  η  τελειότητα  της  Εκκλησίας,  η  πηγή  του  φωτός  της  και η  κύρια  δύναμη  της  στρατευόμενης  Εκκλησίας».
Με εντολή του τσάρου Νικολάου καλείται στην Αγία Πετρούπολη και αναλαμβάνει ηγούμενος της μονής του Αγίου Σεργίου. Προηγουμένως όμως,  παραιτείται  από όλα τα αξιώματα  που  είχε στην  Εκκλησία  και αποσύρεται στην   ησυχία  της  μονής  της  Όπτινα.   Στο  μεταξύ  η  Εκκλησία τον  καλεί  να  την  διακονήσει  ως Επίσκοπος  Σταυρουπόλεως,  Καυκάσου  και Ευξείνου  Πόντου.  Η  πνευματική  του  δραστηριότητα  δεν  σταματά.  Κατά εκείνη  την  περίοδο  θα  γράψει  και  το π ερίφημο  έργο  του  «Προσφορά  εις  τον σύγχρονον μοναχισμόν», στο οποίο αποτυπώνεται η αγιότητα της  υπάρξεώς του.
Λόγοι ασθενείας τον αναγκάζουν να παραιτηθεί από τον επισκοπικό θρόνο. Έτσι, αποσύρεται  στη  μονή  του  Αγίου  Νικολάου  στο  Μπαμπάεβο.
Ο  Άγιος  Ιγνάτιος,  αφού  έζησε  εκεί  ως  απλός μοναχός, κοιμήθηκε  οσίως  με ειρήνη,  το  έτος  1867,  σε  ηλικία  εξήντα  ετών.


Ανακομιδή Τιμίων Λειψάνων Αγίου Νικήτα Αρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ


Την  μνήμη  του  Αγίου  Νικήτα  Αρχιεπισκόπου  Νόβγκοροντ  τιμάται  από  την Εκκλησία  στις  31  Ιανουαρίου.  
Τα  ιερά  λείψανα  του  Αγίου  Νικήτα,  ανεκομίσθηκαν  το  έτος  1558.

Ανακομιδή Τιμίων Λειψάνων Αγίας Αργυρής της Νεομάρτυρος


Η  μνήμη  της  Αγίας  Αργυρής  της  Νεομάρτυρος,  τιμάται  από  την  Εκκλησία  στις  5  Απριλίου  όπου  και  ο  βίος  της.      

Στις  30  Απριλίου  1725  ετελείται  η  ανακομιδή  των  λειψάνων  της,  επειδή ζήτησε  τούτο  πολύς  κόσμος  που  εγνώριζε τα  βάσανα  που  υπέφερε επί  τόσα χρόνια η Αργυρή. Κατά την ανακομιδή,  τη  βρήκαν  ολόσωμη  να  ευωδιάζει. Αμέσως  ειδοποίησαν  τον  Πατριάρχη  Παΐσιο,  ο  οποίος  αφού  ερεύνησε αυτοπροσώπως  και  είδε  με  τα  μάτια  του  το  θαύμα,  ελειτούργησε  με  όλη  την Ιερά Σύνοδο και διέταξε να θέσουν το άγιο λείψανό της σε ιδιαίτερη λάρνακα.           
Ιδού  τι  γράφει  και  ο  Πατριάρχης:  «Ω, των θαυμασίων σου Χριστέ.  Αφού ανοίξαμεν  τον  τάφον  είδα  να  μένει  σώο  και  άφθορο  το  άγιο  αυτής   σκήνος, να αναβλύζει  δε  θαυμασίαν  ευωδίαν  και  να  κάνει  σε  όλους  θαύματα».


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.          
Θείας πίστεως, αντεχομένη, πολυχρόνιον, ήνυσας άθλον, Νεομάρτυς Αργυρή αξιάγαστε· και τον Χριστόν τοις σοις πόνοις δοξάσασα, εμεγαλύνθης ενθέοις χαρίσμασιν· όθεν πρέσβευε, δοθήναι τοις σε γεραίρουσι,  πταισμάτων  ιλασμόν  και  μέγα  έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Πτερωθείσα πάνσεμνε, της ευσεβείας τω πόθω,  ανδρικώς  ενήθλησας,  υπέρ Χριστού του Σωτήρος· όθεν σε, ο σος Νυμφίος λαμπρώς δοξάσας, άφθαρτον, ημίν ανέδειξε το σον σώμα, Αργυρή Μεγαλομάρτυς, πάσι πηγάζον  χάριν  αέναον.


Μεγαλυνάριον.
Ήθλησας νομίμως υπέρ Χριστού, Αργυρή θεόφρον, και δεδόξασαι θαυμαστώς·  όθεν  σου  το  σώμα,  το  τίμιον  πλουτούντες,  εκ  τούτου  θείαν χάριν  πιστώς  καρπούμεθα.


29/4/18

ομιλία στην Κυριακή του παραλύτου

Οι Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι


Οι  Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη  χορεία των Αποστόλων  του  Κυρίου  και  κατάγονταν ο μεν Ιάσων  από  την  Ταρσό  ή  την  Θεσσαλονίκη,  κατά  το  παλαιό  χειρόγραφο,  όπως  σημειώνει  ο  Άγιος Νικόδημος  ο  Αγιορείτης,  ο  δε  Σωσίπατρος  από  την  Αχαΐα.
Το  όνομα  του  Ιάσων  απαντά  σε  δύο  από  τα  βιβλία  της Καινής Διαθήκης.  Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς  Ρωμαίους Επιστολή  του   Παύλου.
Ο  Απόστολος  Παύλος,  μετά  τους  Φιλίππους,  ήλθε  στην  Θεσσαλονίκη, όπου  δίδαξε  επί  τρεις  εβδομάδες.  Η  διδασκαλία του επέσυρε το  μίσος των  Ιουδαίων,  οι  οποίοι  στράφηκαν  εναντίον  του, παρακινώντας  και τους  αγοραίους  της  πόλεως. Επειδή  φιλοξενούνταν στο σπίτι του  Ιάσονος,  οι  Ιουδαίοι  τον  αναζήτησαν  εκεί.  Δεν  τον  βρήκαν  όμως,  γι’ αυτό  έσυραν τον Ιάσονα και  τους άλλους αδελφούς  στους  πολιτάρχες, δηλαδή  στους δημοτικούς  άρχοντες. Στην  αφήγηση  αυτή  των  Πράξεων των  Αποστόλων  αναφέρεται  για  πρώτη  φορά  το  όνομα  του  Ιάσονα. Στην  προς  Ρωμαίους  Επιστολή  ο  Παύλος  αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους  που  απηύθυναν  χαιρετισμούς  στους παραλήπτες της Επιστολής.
Από  την  Αγία  Γραφή,  από  την  οποία   έχουμε  τις  πρώτες  πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενείς» του  Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός  αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά  πάσα πιθανότητα  σημαίνει  ότι  ο  Παύλος  και  ο  Ιάσων  ήταν  ομότεχνοι,  πάντως  όχι  συγγενείς  εξ  αίματος.  Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή  είναι  ένα  και  το  αυτό  πρόσωπο.  «Τούτου  του  Ιάσονος»,  λέγει ο  ιερός  Χρυσόστομος,  «και  Λουκάς  μέμνηται. Ου  γαρ απλώς  συγγενήν μέμνηται,  ει μη και  την  ευσέβειαν  είεν  εοικότως  αυτώ». Με  το   ίδιο  πνεύμα  ομιλεί  και  ο  Θεοφύλακτος:  «Ει  μη  γαρ τοιούτοι  ήσαν, ουκ άν αυτών  εμνήσθη».  Στο  ίδιο  συμπέρασμα  καταλήγουν  ο  Θεοδώρητος Κύρου, ο  Οικουμένιος  και  όλοι  οι  νεότεροι  ερμηνευτές·  δέχονται  δηλαδή ταυτισμό  του  Ιάσονος  των  Πράξεων  και  της  Επιστολής.
Ο  Ιάσων  φαίνεται  ότι  διατηρούσε  μικρό  εργαστήριο  υφαντουργίας,  στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου  ήταν  εγκατεστημένος  στη  Θεσσαλονίκη  και  ίσως  μονίμως. Το  Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ο μεν Ιάσων Ταρσεύς ήν, ός και πρώτος εκείθεν ζωγρείται  προς  την  ευσέβειαν». Ίσως  η  άποψη  αυτή  σχηματίσθηκε  από την  φράση  του  Παύλου  «οι  συγγενείς  μου»  και  κυρίως  από  παρερμηνεία σχετικής  φράσεως  των  λεγομένων  «Πράξεων των Αγίων», έργο  κατά πάσα  πιθανότητα  του  9ου αιώνος  μ.Χ.  Οι «Πράξεις των Αγίων»  αναφέρουν  ότι  ο Ιάσων  καταστάθηκε από τον Παύλο,  Επίσκοπος Ταρσού. «Εξ αρχής»,  λέγει το κείμενο των «Πράξεων των Αγίων»,  «ομού  Ιάσων  της  Ταρσού  μητρόπολιν κυβερνών εμπεπίστευτο παρά Παύλου ως οικείαν πατρίδα». Αλλά το  «οικείαν  πατρίδα»  δεν  αναφέρεται  στον  Ιάσονα, αλλά στον  Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον  Ιάσονα. Αλλά  και άν ακόμη  ο  Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα  ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι  εάν  είχε  γνωρίσει  την  χριστιανική  πίστη  στην  Ταρσό, βρισκόμενος  στην  Θεσσαλονίκη  έπρεπε  τουλάχιστον να είχε  προλειάνει  το έδαφος.  Το  μόνο  βέβαιο  είναι  ότι ο  Ιάσων  ζούσε  στην  Θεσσαλονίκη  και  ότι έγινε  μαθητής  του  Αποστόλου  Παύλου.
Η γνώμη του  Holzner  ότι  ο  Απόστολος  Παύλος  ήλθε  από  τους  Φιλίππους στη  Θεσσαλονίκη  κομίζοντας  Επιστολές προς τον  Ιάσονα,  συνηγορεί  υπέρ της  απόψεως  εκείνης  ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον  Ιάσονα  και  ότι  ο  Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα  χρόνια  της  ιεραποστολικής  δράσεώς  του,  επισκεπτόταν  καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και  στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη  συναγωγή,  όπου και  μίλησε.  Πολλοί  από  τους  ερμηνευτές  ισχυρίζονται  ότι ο  Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα  Ιάσων ήταν συνηθισμένο  στους  Έλληνες,  το  έπαιρναν όμως και πολλοί  Ελληνιστές Ιουδαίοι.  Η πληροφορία του Δωροθέου  Τύρου, ότι  ο   Ιάσων  ήταν  ένας  από  τους   Εβδομήκοντα  Μαθητές  του  Κυρίου  έχει αποκρουσθεί.
Η  δράση  του  Ιάσονος,  αρχίζει  αμέσως  μετά  την  μεταστροφή του  στον Χριστό.  Φιλοξενεί  τον  Παύλο  στο  σπίτι  του, προσφέρει στον δάσκαλο  και στους  πρώτους  Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι  για τις  συνάξεις  και  υφίσταται  διώξεις χάρη του  Ευαγγελίου.  Η  αναζήτηση  του Παύλου από τους  Ιουδαίους και η  σύλληψη  του  Ιάσονος  στη  Θεσσαλονίκη ήταν  πράξη  ανεύθυνη.  Άν πράγματι οι  κατηγορίες ότι  ενεργούσε  κατά  του Καίσαρος  ήταν  επιβεβαιωμένες, τότε  έπρεπε  να  γίνει  έρευνα  όχι  από τον όχλο,  αλλά  από  τις  αρχές. Οι  πολιτάρχες, ύστερα  από  εξέταση  στην   οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρ’ όλα αυτά,  η θέση  του  Ιάσονος  δεν έπαυσε  να  είναι  επισφαλής.
Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων  διώξεων  που  επρόκειτο  να  υποστεί ο  Ιάσων.  Ο  ιερός  Χρυσόστομος, επαινώντας  τον  Απόστολο  Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει  θαυμαστό:  «Θαυμαστός  ο  ανήρ  εις κινδύνους εαυτόν  εκδούς και  εκπέμψας  αυτούς».
Μετά   τα  συμβάντα  στη  Θεσσαλονίκη,  ο  Παύλος  αναχωρεί γρήγορα   για  την Βέροια.  «Οι  δε  αδελφοί  δια  νυκτός  εξέπεμψαν  τον  τε  Παύλον  και  Σίλαν  εις Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.
Όταν  οι  Απόστολοι  Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην  Κόρινθο,  ο  Ιάσων  τους έδωσε  χρήματα  για  τον  Παύλο.  Και  όταν  ο  Απόστολος  Παύλος  έγραφε  την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς  στους  Χριστιανούς  της  κοινότητος  της  Ρώμης.
Μία παράδοση φέρει  τον  Απόστολο  Ιάσονα  Επίσκοπο  της  γενέτειρας  του διδασκάλου  του,  τον  δε  Απόστολο  Σωσίπατρο  Επίσκοπο  Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα  Επίσκοπο  Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν  στην Κέρκυρα,  όπου  ανέπτυξαν  πλούσια  δράση.
Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και  ρίχθηκαν  στη  φυλακή  από  τον  ηγεμόνα  Κερκυλλίνο. Στην  φυλακή μετέστρεψαν  επτά  ληστές  στον  Χριστό,  οι  οποίοι   αργότερα  μαρτύρησαν  για την  πίστη  τους.  Οι  δύο  Απόστολοι  παραδόθηκαν  από  τον  ηγεμόνα στον έπαρχο  Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους  μεταπείσει,  τους  έριξε στην  φυλακή.
Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν  την  θυγατέρα  του  ηγεμόνος,  Κέρκυρα, η  οποία  ασπάσθηκε  τον Χριστιανισμό.  Οι  δύο  Απόστολοι  ρίχθηκαν  σε  ένα  σιδερένιο  καζάνι,  όπου υπήρχε  πίσσα  και  ρητίνη.  Ο  Ιάσων  εξήλθε  αβλαβής,  ενώ  ο  Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε,  κατηχήθηκε,  βαπτίσθηκε  και  μετονομάσθηκε  Σεβαστιανός.
Ο Απόστολος  Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις των Αγίων», έζησε μέχρι  τα  βαθειά γεράματα,  διακονώντας  την  Εκκλησία  της  Κέρκυρας  και χτίζοντας  ναούς.  Οι  Κερκυραίοι  για  την  προσφορά  των  δύο  Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.        
Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται  με  ευλάβεια  στην  ιερά  μονή  Οσίου  Λουκά  Βοιωτίας.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Δυάς η ομότροπος, των Αποστόλων Χριστού, Ιάσων ο  ένδοξος,  Σωσίπατρος ο κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν·  ούτοι  γαρ  δεδεγμένοι,  τον  της  χάριτος λόγον, ηύγασαν εν Κερκύρα, ευσεβείας το φέγγος, πρεσβεύοντες τω  Κυρίω, υπέρ  των  ψυχών  ημών.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Χειρόγραφον εικόνα.  
Τοις δόγμασι του Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστήρες της οικουμένης, τρισμακάριοι· καταυγάζετε γαρ  αεί  κόσμον  θαύμασιν,  Ιάσων, η πηγή των ιαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστού Μαρτύρων κλέος, Απόστολοι θεοφόροι, προστάται  των  εν  ανάγκαις,  καθικετεύσατε  Θεώ,  του  σωθήναι τας  ψυχάς  ημών.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Αποστόλων η ξυνωρίς, της σεπτής Τριάδος, δημηγόροι και υπουργοί, συν τω Σωσιπάτρω, Ιάσων θεοφόρε· υμείς γαρ αληθείας,  ώφθητε στόματα.