30/11/13

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἀπόστολος ὁ Πρωτόκλητος

Μορφὴ βιβλική. Φυσιογνωμία προνομιοῦχος καὶ διαλεχτή. Πρῶτος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀποστόλους γνώρισε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ πρῶτος κλήθηκε νὰ τὸν ἀκολουθήσει, γι’ αὐτὸ καὶ Πρωτόκλητος. Τὸ ὄνομά του τὸ ἱερὸ κατέχει ἰδιαίτερη θέση στὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Ἔθνους μας.

Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαῖας καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφὸς τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν ψαράς.
Ἦταν ὅμως ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς ἐκεῖνες ψυχές, ποὺ μελετοῦσαν τοὺς προφῆτες καὶ περίμεναν μὲ λαχτάρα τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ὁ Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Ἐὐαγγελιστὴ, ὑπῆρξαν στὴν ἀρχὴ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, ποὺ βρισκόντουσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη καὶ ὁ Πρόδρομος τοὺς ἔδειξε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς εἶπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οἱ δυὸ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, ποὺ χωρὶς κανένα δισταγμὸ καὶ ἐπιφύλαξη ἀφήκαν ἀμέσως τὸν δάσκαλό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ. Τὸν ἀκολούθησαν μὲ προθυμία καὶ ζῆλο κι ἔμειναν κοντά του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τί εἶδαν καὶ τί ἄκουσαν ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἀξέχαστες ὧρες; Χωρὶς ἄλλο, λόγια ἅγια καὶ θεία. Ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Λόγια, ποὺ τοὺς συνεπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τοὺς ἔκαμαν νὰ πιστέψουν πὼς στ’ ἀλήθεια ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν.
Ὁ Μεσσίας. Ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων.

Τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἱκανοποίησή τους ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφή τους μὲ τὸν Κύριο τὴν βλέπουμε ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἀνδρέα. Μόλις χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἔτρεξε νὰ συναντήσει τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Πέτρο καὶ νὰ τοῦ πεῖ μὲ χαρά: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν (ὁ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον Χριστός) καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Πόση καλοσύνη. Πόση εὐγένεια ψυχῆς! Πόση ἀγάπη! Δὲν κράτησε μόνος τὴν χαρά του. Ἔσπευσε νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του. Καὶ εἶχε δίκαιο! Κεῖνος ποὺ γεύτηκε τὸ μέλι τοῦ Εὐαγγελίου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ τρώει μόνος του. Ἡ πραγματικὴ χάρη, ὅταν φωτίσει τὴν ψυχή, βάνει τέρμα στὸ πνευματικὸ μονοπώλιο, λέει καὶ ἕνας μεγάλος ἱεραπόστολος τοῦ περασμένου αἰώνα.

Ἡ περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἕνα ἔξοχο παράδειγμα ἀδελφικῆς ἀλληλεγγύης καὶ πνευματικότητας. Τὰ ἀδέλφια μας, οἱ γονεῖς μας, οἱ συγγενεῖς μας, οἱ οἰκεῖοι μας πρέπει νὰ εἶναι γιὰ μᾶς πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ μοιραστοῦμε κάθε στιγμὴ καὶ τὴν χαρὰ καὶ τὴν λύπη μας. Σ’ αὐτοὺς θὰ ποῦμε τὸν καλὸ τὸν λόγο. Θὰ δώσουμε τὸ χριστιανικὸ ἔντυπο. Θὰ τοὺς καλέσουμε σὲ μία χριστιανικὴ συγκέντρωση. Θὰ τοὺς ποῦμε σὲ μίαν ἐπίσκεψη: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ἀδελφοί μας! Ἐλᾶτε στὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ χαρά. Αὐτὸς ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Αὐτὸς ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Μὴ σᾶς σκανδαλίζουν μερικὰ ἔκτροπα, ποὺ βλέπετε γύρω σας. Μὴ σᾶς σκανδαλίζει ἡ ζωὴ μερικῶν, ποὺ αὐτοκαλοῦνται χριστιανοὶ καὶ θέλουν τάχατες νὰ δείχνουν καὶ τὸν δρόμο στοὺς ἄλλους. Ἐσεῖς κοιτᾶτε μόνο τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ μόνο αὐτὸς στὸν κόσμο τοῦτο δίνει τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν. Τὸ βεβαιώνει ἡ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου μας.

Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἀναφέραμε, τόσο ὁ Ἀνδρέας, ὅσο καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ξαναγύρισαν στὰ πλοῖα τους καὶ ἔπιασαν πάλι τὴν δουλειά τους. Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ἡ εὐλογημένη ὤρα νὰ ἀρχίσει ὁ Κύριος τὸ ἔργο του. Αὐτὸ ἔγινε λίγες μέρες ἀργότερα. Ἐκεῖ στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ οἱ δυὸ ἀδελφοὶ καταγίνονταν νὰ ρίψουν τὰ δίχτυα τους στὴν θάλασσα, ὅταν τοὺς ξαναβρῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. «Δεῦτε ὀπίσω μου», τοὺς εἶπε, «καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». «Εὐθέως», χωρὶς καμιὰ χρονοτριβή, χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τὸν ἀκολούθησαν. Στὴν περίσταση αὐτὴ ἔμοιασαν μὲ τὸν σοφὸ καὶ συνετὸ ἐκεῖνο ἔμπορο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ποὺ ζητοῦσε νὰ βρεῖ καὶ ν’ ἀγοράσει μαργαριτάρια. Καὶ ὅταν βρῆκε κάποτε ἕνα σπουδαῖο καὶ «πολύτιμον μαργαρίτην», ἔσπευσε νὰ πωλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ τὸν ἀγοράσει. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δύο ἀδελφοί.

Ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸν Κύριο πιστὰ καὶ πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς μαθητείας του δύο ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπεισόδια καταδεικνύουν τὴν ἰδιαίτερη θέση, ποὺ εἶχε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Τὸ πρῶτο συνέβηκε στὴν ἔρημο. Τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν πληροφορηθεῖ πὼς ὁ Κύριος βρισκόταν ἐκεῖ, μαζεύτηκαν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη γύρω, γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς εὐεργεσίες του καὶ ν’ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του. Κόντευε νὰ δύσει ὁ ἥλιος καὶ κανένας δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Κάποια στιγμὴ ὁ Ἰησοῦς φώναξε κοντά του τὸν Φίλιππο καὶ τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ καὶ μὲ τί χρήματα θὰ ἀγοράσουμε ψωμιά, γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;» Ὁ Κύριος φυσικὰ γνώριζε τί θὰ ἔκαμνε. Τὸ εἶπε ὅμως αὐτό, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ μέρους καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν γεμάτος ἀμηχανία ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν φτάνουν, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας μιὰ μπουκιά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη πετάχτηκε ὁ Ἀνδρέας κι εἶπε. «Κύριε, εἶναι ἐδῶ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἔχει πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια» (Ἰωάν. στ’ 9). Φυσικὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια δὲν εἶναι τίποτα γιὰ τόσο κόσμο. Μὰ ἐσύ Κύριε, μπορεῖς νὰ τὰ εὐλογήσεις καὶ τότε, ὦ, ναί! Τότε μποροῦν νὰ φᾶνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ περισσέψουν. Πρόσωπο μὲ παρρησία καὶ μὲ μία λανθάνουσα πίστη στὸν Χριστό μας παρουσιάζει τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τὸν Ἀνδρέα.

Πρόσωπο μὲ πλατιὰ καὶ μεγάλη καρδιὰ μᾶς τὸν παρουσιάζει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Συγχρόνως ὅμως καὶ ἄνθρωπο μὲ τόλμη, ποὺ δὲν διστάζει νὰ πάρει μία μεγάλη ἀπόφαση καὶ ν' ἀναλάβει συνάμα καὶ τὶς εὐθύνες του. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο ἔδωκαν μερικοὶ συμπατριῶτες μας Ἕλληνες. Ἦταν οἱ μέρες τοῦ Πάσχα, τοῦ τελευταίου Πάσχα τοῦ Κυρίου μας. Μέσα στὰ πλήθη, ποὺ μαζεύτηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἦταν καὶ αὐτοί. Ἀσφαλῶς ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν προσηλυτισθεῖ στὸν ἰουδαϊσμό. Ἡ πνευματικὴ θρησκεία τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς εἶχε τραβήξει μέσα στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ τὸν γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπὸν τὸν Φίλιππο – ἴσως τὸ ἑλληνικό του ὄνομα τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος – καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν Χριστό. Ὁ Φίλιππος ὅμως ἔσπευσε νὰ ζητήσει τὴ γνώμη τοῦ Ἀνδρέα. Γιατί τοῦ Ἀνδρέα; Γιατί ἦταν συμπατριώτης του καὶ ἤξερε τὴν παρρησία του. Ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ Ἀνδρέας ἦταν γνωστὸς σὰν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μεγάλη καρδιὰ καὶ τὸ θέμα θὰ τὸ ἀντίκριζε ὄχι μὲ τὴ στενὴ ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη, πὼς ὁ Χριστὸς ἦλθε καὶ ἀνῆκε μόνο στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ πραγματικὰ ἡ στάση του δικαίωσε τὴν φήμη του.

Ὁ Ἀνδρέας, σὰν ἔμαθε ἀπὸ τὸν Φίλιππο τὸ περιστατικό, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, πῆρε τοὺς Ἕλληνες καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοὺς ἔφερε στὸν Χριστὸ (Ἰωάν. ιβ’ 20 – 22). Τί φανερώνει καὶ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό; Τὴν μεγάλη, τὴν πλατιά του καρδιά, μὰ καὶ τὴν οἰκειότητά του πρὸς τὸν Χριστό. Εὐτυχεῖς ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μιμοῦνται τὸν Πρωτόκλητο καὶ βοηθοῦν καὶ ἄλλες ψυχὲς νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριο.

Ἡ ζωὴ τοῦ Πρωτοκλήτου κατὰ τὰ τρία χρόνια τῆς μαθητείας εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ἀχόρταγα καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους ρουφοῦσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ «ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς». Μαζί του περιέτρεχε τὴν Ἅγια Γῆ καὶ ἔβλεπε τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ θαύματά του. Βαθιὰ ἦταν ἡ συγκίνησή του γιὰ τὴν ὑποδοχή, ποὺ ὁ περιούσιος λαὸς ἐπεφύλαξε στὸν Κύριό μας «πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Πιὸ βαθιὰ ἡ θλίψη του γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ Διδασκάλου του καὶ γιὰ ὅσα ἀκολούθησαν αὐτή. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου ὅμως κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἐνῶ πιὰ εἶχε βραδιάσει καὶ οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἦταν κλειστὲς «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ξανάφερε στὴν ψυχή του τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα. Ὁ Ἀνδρέας παρευρέθηκε στὴν Ἀνάληψη καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ματθία.

Μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Ἀπόστολός μας, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀφοῦ «διεπέτασε τὸ ἱστίον τοῦ Πνεύματος, ὡς κύμα γαληνὸν πραέτω πνεύματι κινούμενον, πάσαν ἐπλούτισε τὴν γῆν τοῦ ἐνθέου κηρύγματος». Ὁ Ἀνδρέας ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Σκυθία, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ νότιος Ρωσία, ἡ Ἑλληνικὴ Βιθυνία, ὁ Πόντος, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος κι ἡ Ἀχαΐα ποτίστηκαν πλούσια μὲ τὸν τίμιο ἱδρώτα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀπετέλεσε καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολό μας ἱδρύθηκε. Ἐδῶ ὁ Ἀνδρέας ἐγκατέστησε πρῶτο ἐπίσκοπο τὸν Ἀπόστολο Στάχυ κιαὶαὐτοῦ διάδοχος εἶναι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Σὲ μία του περιοδεία, ἀναφέρεται ἀπὸ τὴν παράδοση, πὼς ὁ Ἅγιος μας ἦλθε καὶ στὸ νησί μας. Τὸ καράβι, ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὴν Ἰόππη, λίγο πρὶν προσπεράσουν τὸ γνωστὸ ἀκρωτήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα καὶ τὰ νησιά, ποὺ εἶναι γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα Κλεῖδες, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει ἐκεῖ σ’ ἕνα μικρὸ λιμανάκι, γιατί κόπασε ὁ ἄνεμος. Τὶς μέρες αὐτὲς τῆς νηνεμίας τοὺς ἔλειψε καὶ τὸ νερό. Ἕνα πρωί, ποὺ ὁ πλοίαρχος βγῆκε στὸ νησὶ καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ νερό, πῆρε μαζί του καὶ τὸν Ἀπόστολο. Δυστυχῶς πουθενὰ νερό. Κάποια στιγμή, ποὺ ἔφτασαν στὴ μέση τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινούργιας, ποὺ εἶναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ὁ Ἅγιος γονάτισε μπροστὰ σ’ ἕνα κατάξερο βράχο καὶ προσευχήθηκε νὰ στείλει ὁ Θεὸς νερό. Ποθοῦσε τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ στὸν Χριστό. Ὕστερα σηκώθηκε, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὸν βράχο καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ βράχου βγῆκε ἀμέσως μπόλικο νερό, ποὺ τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ἕνα λάκκο τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας καὶ ἀπ’ ἐκεῖ προχωρεῖ καὶ βγαίνει ἀπὸ μία βρύση κοντὰ στὴ θάλασσα. Εἶναι τὸ γνωστὸ ἁγίασμα. Τὸ εὐλογημένο νερό, ποὺ τόσους ξεδίψασε, μὰ καὶ τόσους ἄλλους, μυριάδες ὁλόκληρες, ποὺ τὸ πῆραν μὲ πίστη δρόσισε καὶ παρηγόρησε. Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ τυφλὸ παιδὶ τοῦ καπετάνιου.

Ἦταν καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ καραβιοῦ ποὺ μετέφερε ὁ πατέρας. Γεννήθηκε τυφλὸ καὶ μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα συνεχὲς σκοτάδι. Ποτέ του δὲν εἶδε τὸ φῶς. Δένδρα, φυτά, ζῶα ἀγωνιζόταν νὰ τὰ γνωρίσει μὲ τὸ ψαχούλεμα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅταν οἱ ναῦτες γύρισαν μὲ τὰ ἀσκιὰ γεμάτα νερὸ καὶ ἐξήγησαν τὸν τρόπο ποὺ τὸ βρῆκαν στὸ νησί, ἕνα φῶς γλυκιᾶς ἐλπίδας ἄναψε στὴν καρδιὰ τοῦ δύστυχου παιδιοῦ. Μήπως τὸ νερὸ αὐτό, σκέφτηκε, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο ὕστερα ἀπ’ τὴν προσευχὴ τοῦ παράξενου ἐκείνου συνεπιβάτη τους, θὰ μποροῦσε νὰ χαρίσει καὶ σ’ αὐτὸν τὸ φῶς του ποῦ ποθοῦσε; Ἀφοῦ μὲ θαυμαστὸ τρόπο βγῆκε, θαύματα θὰ μποροῦσε καὶ νὰ προσφέρει. Μὲ τούτη τὴν πίστη καὶ τὴν βαθιὰ ἐλπίδα ζήτησε καὶ τὸ παιδὶ λίγο νερό. Διψοῦσε. Καιγόταν ἀπ’ τὴν δίψα. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἔσπευσε καὶ ἔδωσε στὸ παιδὶ ἕνα δοχεῖο γεμάτο ἀπὸ τὸ δροσερὸ νερό. Ὅμως τὸ παιδὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ δροσίσει μὲ τὸ νερὸ τὰ χείλη του, νὰ πλύνει πρῶτα τὸ πρόσωπό του. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ δροσερὸ νερὸ ἄγγιξε τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν τοῦ παιδιοῦ, τὸ χρόνιο σκοτάδι ἄρχισε νὰ διαλύεται. Καὶ ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, ἄρχισε νὰ λούζει τὰ γύρω πράγματα...

— Πατέρα, πατέρα, ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ παιδὶ πότε ψαχουλεύοντας καὶ πότε τρέχοντας νὰ βρεῖ τὸν πατέρα. Καὶ ὁ καπετάνιος ποὺ τρόμαξε ἀπ' τὶς φωνὲς τοῦ παιδιοῦ τρέχει καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἀκουόταν ἡ φωνή. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παιδιοῦ του σταμάτησε, ἔσκυψε καὶ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του.
— Παιδί μου, τί σου συμβαίνει; ρώτησε μὲ τρόμο ὁ πατέρας.
— Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Γιὰ κοίτα με, βλέπω τὴν θάλασσα, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ μας ποὺ φουσκώνουν. Πατέρα, τὸ εὐλογημένο νερὸ ποὺ μοῦ ἔδωκε ἐκεῖνος ὁ παππούλης, γιὰ νὰ πιῶ καὶ νὰ πλυθῶ, αὐτό μου χάρισε ὅτι ποθούσαμε. Τὸ φῶς μου, πατέρα...

Ὕστερα ἀπὸ μικρὴ διακοπὴ ποὺ πέρασε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀναφιλητὰ εὐγνωμοσύνης ὁ καπετάνιος σηκώθηκε καὶ εἶπε:
— Παιδί μου, πᾶμε νὰ βροῦμε τὸν παππούλη ποὺ λές, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ ὅτι μας χάρισε!
— Ὄχι ἐμένα, εἶπε ὁ Ἀπόστολος ποὺ πλησίασε. Τὸν Χριστὸ νὰ εὐχαριστήσουμε ὅλοι. Αὐτὸς μᾶς ἔδωκε τὸ νερό. Αὐτὸς γιάτρεψε καὶ τὸ παιδί. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσει!

Καὶ ὁ   Ἀπόστολος, ποὺ τὸν κοίταζαν ὅλοι μὲ θαυμασμό, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ καὶ νὰ τοὺς διδάσκει τὴ νέα θρησκεία. Τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας πολὺ καρποφόρο. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν. Τὴν ἀρχὴ ἔκανε ὁ καπετάνιος μὲ τὸ παιδί του, ποὺ πῆρε καὶ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Καὶ ὕστερα ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες καὶ μερικοὶ ψαράδες ποὺ ἤσαν ἐκεῖ. Πίστεψαν ὅλοι στὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς κήρυξε ὁ Ἀπόστολός μας καὶ βαφτίστηκαν. Φυσικὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ παιδιοῦ, ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα. Στὸ μεταξὺ ὁ ἄνεμος ἄρχισε νὰ φυσᾶ καὶ τὸ καράβι ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι του. Ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαφτίστηκαν, τοὺς ἔδωκε τὶς τελευταῖες συμβουλές του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε. Ἔτσι στὸ εὐλογημένο νησὶ ὀργανώθηκε ἀκόμη μιὰ ὁμάδα, μία ἐκκλησία πιστῶν στὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.

Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, κτίστηκε στὸν τόπο αὐτὸν ποὺ περπάτησε καὶ ἅγιασε μὲ τὴν προσευχή, τὰ θαύματα καὶ τὸν ἱδρώτα του ὁ Πρωτόκλητος μαθητής, τὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ εἶχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητὲς ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς Κύπρου, ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι κι ἀλλόθρησκοι ἀκόμη, συνέρεαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου, νὰ βαφτίσουν ἐκεῖ τὰ νεογέννητα παιδιά τους καὶ νὰ προσφέρουν τὰ πλούσια δῶρα τους σὲ χρῆμα ἢ σὲ εἴδη, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὰ εὐχαριστῶ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸν θεῖο Ἀπόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωὰμ ἦταν ἡ ἐκκλησία του γιὰ τοὺς πονεμένους. Πλεῖστα ὅσα θαύματα γινόντουσαν ἐκεῖ σὲ ὅσους μετέβαιναν μὲ πίστη ἀληθινὴ καὶ συντριβὴ ψυχῆς.

Σὲ ὅλους τους ναοὺς τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας θὰ βροῦμε τὴν ἁγία εἰκόνα του καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο μεταξὺ τῶν κατοίκων (Ἀνδρέας ἢ Ἀδρεανὴ - Ἀνδρούλα) καὶ τὸ πιὸ διαδεδομένο. Γιὰ λόγους ποὺ μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια – ἀπὸ τὸ 1974 — τὸ ἅγιο μοναστήρι μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Καρπασία, τὴ Μεσαορία καὶ τὴ Βόρειο Κύπρο ἔχει περιέλθει στὴν κυριαρχία τοῦ πιὸ βάρβαρου εἰσβολέα, τοῦ Τούρκου. Οἱ εὐλογημένες ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται στὰ μέρη αὐτὰ μένουν κανονικὰ ἀλειτούργητες. Καὶ οἱ καμπάνες σώπασαν ἀπὸ τότες νὰ κτυποῦν καὶ νὰ καλοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ συναγερμὸ ψυχῆς. Τὸ ἁγίασμα ὅμως ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὴν γῆ ὕστερα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Ἀνδρέου μένει καὶ συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του. Συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του καὶ περιμένει τὴν ἁγία ὥρα, ποὺ οἱ πιστοὶ τοῦ νησιοῦ, πλυμένοι καὶ καθαρισμένοι μέσα στὰ δάκρυα μιᾶς εἰλικρινοῦς μετάνοιας, θὰ ἀξιωθοῦν ἐλεύθεροι καὶ πάλι νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ ὄμορφο μοναστήρι γιὰ νὰ ψάλουν τὰ εὐχαριστήρια στὸν Κύριο γιὰ τὴν λύτρωσή τους ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς πικρῆς δοκιμασίας καὶ νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσίσουν τὰ χείλη ἀπὸ τὸ γλυκὸ νερό. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, μὲ τὴν βοήθεια τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, μὰ καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων της Κύπρου μας, ἡ μέρα αὐτὴ νὰ ἔρθει τὸ γρηγορότερο.

Τὸ τέλος τοῦ Ἀποστόλου ὑπῆρξε ἀνάλογο τῆς ἱστορίας του. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα, ὅπου εἶχε φτάσει, γιὰ νὰ μεταδώσει καὶ ἐδῶ τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίσκεψή του ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ ἔφερε πολλοὺς καρπούς. Σὲ λίγες μέρες τὸ κήρυγμά του μαζὶ μὲ τὰ πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικὰ τὰ θεμέλια τῆς εἰδωλολατρίας στὴν Ἀχαΐα. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, ποὺ πίστεψαν, ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἀνθύπατος. Ἔτσι λεγόνταν κατὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες, ποὺ διοικοῦσαν μία ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τοῦ κράτους. Τῆς πόλεως, ὁ Λέσβιος ὅπως λεγόταν, ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἄξαφνα βαριὰ καὶ τὸν εἶχε γιατρέψει ὁ Ἀπόστολός μας. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀνθύπατου ἔσπευσαν ν’ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Μὰ τὸ πράγμα ἔγινε γνωστὸ στὴν Ρώμη. Ὁ αὐτοκράτορας Νέρων λύσσαξε ἀπ’ τὸ κακό του καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀμέσως ὁ Λέσβιος ἀπὸ κάποιο Αἰγεάτη, πολὺ φανατικὸ εἰδωλολάτρη καὶ πολὺ σκληρό.

Ὁ Πρωτόκλητος ἔχοντας συνοδὸ τὸν Λέσβιο συνεχίζει καθημερινὰ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς θαυματουργικές του θεραπεῖες. Πλήθη λαοῦ ἀπ’ ὅλη τὴν Ἀχαΐα τὰ παρακολουθοῦν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ πολλοὶ κάθε μέρα πυκνώνουν τὶς τάξεις τῶν πιστῶν. Μέσα σ’ αὐτοὺς προστίθενται τώρα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Αἰγεάτη, ἡ Μαξιμίλλα, ὁ ἀδελφός του Στρατοκλῆς, σοφὸς μαθηματικός, καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὴ συνοδεία του.



Ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, ἂν καὶ εἶδε τὴν γυναίκα του Μαξιμίλλα νὰ σώζεται ἀπὸ βέβαιο θάνατο μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Πρωτοκλήτου, ἂν καὶ εἶδε τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε τόσο, νὰ προσχωρεῖ στὴ νέα πίστη, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ἀξίωσε ἀπ’ αὐτὴν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Μαξιμίλλα ὅμως δὲν δέχτηκε ν’ ἀκούσει.

– Προτιμῶ, τοῦ εἶπε, νὰ χωριστῶ ἀπὸ σένα παρὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μου.

Καὶ αὐτός, τυφλωμένος ἀπ’ τὸ πάθος του, διατάσσει νὰ συλλάβουν τὸν Πρωτόκλητο καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει δὲ περισσότερο τὴν ἀφοσιωμένη στὸν Χριστὸ γυναίκα, τὴν ἀπειλεῖ πώς, ἂν δὲν ἐπιστρέψει στὴν θρησκεία τῶν πατέρων της, τὴν εἰδωλολατρία, θὰ βασανίσει τρομερὰ τὸν γέροντα Ἀπόστολο καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν σταυρώσει. Ἀνήσυχη ἡ Μαξιμίλλα τρέχει στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μεταφέρει στὸν Ἀπόστολο τὶς ἀπειλὲς τοῦ συζύγου της. Τρέμει ἡ καλὴ γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακὸ ὁ εὐεργέτης καὶ σωτήρας της.
— Μὴ φοβᾶσαι, κόρη μου, γιὰ τὴν ζωή μου, τῆς εἶπε ὁ Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερὰ τὴν πίστη σου. Θὰ εἶναι τιμὴ καὶ εὔνοια τοῦ Θεοῦ σὲ μένα ν’ ἀξιωθῶ νὰ φύγω ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἔφυγε ὁ Λυτρωτής μας. Ἂς κάμει, ὅτι θέλει ὁ Αἰγεάτης. Ἂς μὲ κάψει στὴν φωτιά. Ἂς μὲ κατακάψει μὲ τὰ μαχαίρια. Ἂς μὲ καρφώσει στὸν Σταυρό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». Ὁ Στρατοκλής, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, λούστηκε στὸ κλάμα.
1 – Μὴν κλαῖς, τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος. Κάποια μέρα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔσπειρα στὴν καρδιά σου. Κράτησέ τον προσεκτικὰ καὶ σπεῖρέ τον καὶ ἐσὺ παρακάτω.

Τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου τόνωσαν τὸ θάρρος τῆς Μαξιμίλλας καὶ τοῦ Στρατοκλῆ καὶ ἀτσάλωσαν τὴν θέληση τοὺς ν’ ἀγωνιστοῦν ὡς τὸ τέλος. Ὁ Αἰγεάτης ξαναφώναξε τὴν γυναίκα του καὶ προσπάθησε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ κολακευτικὰ νὰ τὴν μεταπείσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
— Εἶμαι ἕτοιμος νὰ κάμω τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, τῆς εἶπε. Ἂν πεισθεῖς νὰ ἀφήσεις τὸν Χριστό, θὰ σ’ ἔχω βασίλισσα στὸ σπίτι μου. Ἀλλιῶς θὰ καρφώσω σ’ ἕνα σταυρὸ τὸν γέρο, πού σου πῆρε τὰ μυαλά, καὶ θὰ σκοτώσω καὶ ἐσένα.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Μαξιμίλλας ὑπῆρξε ἀληθινὰ ἡρωική.
— Προτιμῶ χίλιες φορὲς τὸν θάνατο παρὰ τὴ ζωὴ μ’ ἕνα εἰδωλολάτρη σὰν καὶ σένα.

Τὰ λόγια τῆς ἡρωίδας χριστιανῆς ἄναψαν τὸν θυμὸ τοῦ συζύγου της, ποὺ ἔδωκε ἐντολὴ νὰ βασανίσουν σκληρὰ τὸν Ἅγιο καὶ στὸ τέλος νὰ τὸν ὑψώσουν πάνω σ’ ἕναν σταυρό, ποὺ εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Χ καὶ ποὺ εἶχε στηθεῖ στὸ «χεῖλος τῆς θαλάσσιας ἀμμουδιᾶς». Πάνω στὸν Σταυρὸ αὐτό, ποὺ ἦταν φτιαγμένος ἀπὸ ξύλα ἐλιᾶς, ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου, χωρὶς νὰ τὸν καρφώσουν. Καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιατί ὁ Ἀνθύπατος ἤθελε νὰ κρατήσει πολὺν καιρὸ τὸν Ἅγιο στὴ ζωή, γιὰ νὰ τὸν βασανίσει.

Ἀπὸ μία θάλασσα, τὴν ὄμορφη θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, κάλεσε ὁ Κύριος τὸν μεγάλο Ψαρὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ γίνει μαθητής του καὶ νὰ ψαρεύει ἀνθρώπους. Ἀπὸ μία ἄλλη θάλασσα κοντά, τὴν θάλασσα τῆς ἱστορικῆς πόλεως τῶν Πατρών, κάλεσε καὶ πάλι ὁ Χριστὸς τὸν μαθητὴ καὶ Ἀπόστολό του Ἀνδρέα, ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ ἐργασία σπορᾶς τοῦ λόγου του, νὰ μεταπηδήσει στὴν οὐράνια πατρίδα μας, γιὰ νὰ λάβει τὸν ἄφθαρτο στέφανο τῆς δικαιοσύνης. Ὁ ἀπόστολος ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν σὲ ἡλικία 80 περίπου χρόνων.

Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀχαΐας θρήνησαν βαθιὰ τὸν θάνατό του. Ὁ πόνος τους ἔγινε ἀκόμη πιὸ μεγάλος, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης ἀρνήθηκε νὰ τοὺς παραδώσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Τὴν ἴδια μέρα, ποὺ πέθανε ὁ Ἅγιος, ὁ Αἰγεάτης τρελάθηκε καὶ αὐτοκτόνησε. «Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός». Οἱ χριστιανοὶ τότε μὲ τὸν ἐπίσκοπό τους τὸν Στρατοκλῆ, πρῶτο Ἐπίσκοπο τῶν Πατρών, παρέλαβαν τὸ σεπτὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμές. Ἀργότερα, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ὁ Κωνστάντιος, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, μέρος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρὼν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων «ἔνδον τῆς Ἁγίας Τραπέζης». Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου φαίνεται πὼς ἀπέμεινε στὴν Πάτρα. Ὅταν ὅμως οἱ Τοῦρκοι ἐπρόκειτο νὰ καταλάβουν τὴν πόλη τὸ 1460, τότε ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος, ἀδελφὸς τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καὶ τελευταῖος Δεσπότης τοῦ Μοριᾶ, πῆρε τὸ πολύτιμο κειμήλιο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης, ὅπου ἔμεινε μέχρι τοῦ 1964. Τὴν 26η τοῦ Σεπτέμβρη ( Ἀνακομιδὴ Τιμίας Κάρας) τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἀντιπροσωπεία τοῦ πάπα Παύλου μετέφερε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸν πολύτιμο θησαυρὸ καὶ τὸν παρέδωσε στὸν νόμιμο κάτοχο, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πατρέων. Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου ὕστερα ἀπὸ ἐνέργειες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μεταφέρθηκε καὶ στὴν Κύπρο τὸ 1967 γιὰ μερικὲς μέρες καὶ ἐξετέθηκε σὲ εὐλαβικὸ προσκύνημα. Χιλιάδες Κύπριοι τότε, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ νησιοῦ μας καὶ πῆγαν καὶ προσκύνησαν τὴν ἅγια Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ μπροστά της κατέθεσαν τὸν βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλαβικὴ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὰ ὅσα ἡ χάρη του πρόσφερε καὶ προσφέρει στὸ νησί μας.

Στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου ἀποστόλου ἂς κλίνει τακτικὰ μὲ εὐλάβεια τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς κάθε Ἑλληνικὴ καρδιά. Εἶναι ἕνας ἀπ’ τοὺς Ἀποστόλους ποὺ ἀγάπησαν τὴν πατρίδα μας καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μήνυμά του δὲ, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» ἂς γίνει καὶ γιὰ μᾶς σύνθημα ζωῆς.
 
«Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» φωνάζει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Πρωτόκλητος μαθητής. Ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναδικὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι τὸν γνωρίσαμε ἐμεῖς. Ἔτσι θὰ τὸν γνωρίσετε καὶ ἐσεῖς, ἂν τὸν ἀναγνωρίσετε Ἀρχηγὸ καὶ Κύριό σας κι ἂν βάλετε τὸ θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ στὴν ζωή σας. Ναί! ἂν βάλετε τὸ ἅγιο θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ καὶ σύντροφο στὴ ζωή σας. Γιατί ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας». Τὸ σωστικὸ αὐτὸ μήνυμα ἂς ἀγκαλιάσουμε μὲ πίστη φλογερὴ ὅλοι ἀνεξαίρετα ὅσοι ποθοῦμε νὰ δοῦμε στὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ τόπο καλύτερες μέρες. Ὅτι γκρεμίζει ἡ ἁμαρτία ἀνορθώνει καὶ ξαναφτιάχνει μόνο μιὰ εἰλικρινὴς μετάνοια. Μὲ μία γνήσια μετάνοια καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς καταφύγουμε καὶ πάλι ὅλοι στὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἃς τοῦ ζητήσουμε νὰ συγχωρήσει καὶ ἐμᾶς ὅπως κάποτε τοὺς Νινευΐτες καὶ νὰ μᾶς ξαναδώσει τὴ λευτεριά μας. Καὶ θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Κύριος. Ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἀκούσει. Μᾶς τὸ βεβαιώνει μὲ τὰ ἅγια λόγια Του: «Ἐπικάλεσαι με, ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με». Παιδί μου, ὅπου καὶ νὰ εἶσαι, φώναξέ με στὸν πόνο σου. Καὶ θὰ σὲ ἀκούσω. Καὶ θὰ σοῦ δώσω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς, μιὰς καὶ εἶναι γιὰ τὸ καλό σου. Καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Ἀκοῦς; Θὰ στὸ δώσω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων πρωτόκλητος, καὶ τοῦ κορυφαίου αὐτάδελφος, τὸν Δεσπότην τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Δεσπότην τῶν ὅλων ἰδὼν Ἀπόστολε, σωματωθέντα ἀτρέπτως εἰς σωτηρίαν ἡμῶν, πρῶτος ἔδραμες αὐτῷ Ἀνδρέα πάνσοφε· ὅθεν ηὐγάσθης παρ’ αὐτοῦ, ὡς ἀστὴρ ἀειφανής, καὶ ἔλαμψας τοῖς ἐν κόσμῳ, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, φωταγωγῶν τὰς διανοίας ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ Μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ καὶ νῦν ἡμὶν ἐκέκραγεν· Εὐρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.

Μεγαλυνάριον.
Πρῶτος προσπελάσας τῷ Ἰησοῦ, πρωτόκλητος ὤφθης, καὶ ἀκρότης τῶν Μαθητῶν, Ἀνδρέα θεόπτα· ἐντεῦθεν προσεπάγης, Σταυρῷ ὡς ὁ Δεσπότης, μεθ’ οὗ δεδόξασαι.

29/11/13

Ὁ Ἅγιος Παράμονος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ 370 σὺν αὐτῷ Μάρτυρες

Μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους 370 χριστιανοὺς στὰ μέσα του 3ου μ.Χ. αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος, ποὺ εἶχε κάνει πολλοὺς φόνους χριστιανῶν.
Τότε λοιπόν, κοντὰ στὸν ποταμὸ Τίγρη ὑπῆρχαν ἰαματικὰ λουτρά. Στὰ λουτρὰ αὐτὰ εἶχε πάει καὶ ἕνας φανατικὸς λάτρης τῶν εἰδώλων, ὁ ἄρχων Ἀκυλίνος. Ὅταν ἔκανε θυσίες στὸ ναὸ τῆς Ἴσιδος, ἔδωσε διαταγὴ νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτὲς ὁ Παράμονος καὶ ἄλλοι 370 χριστιανοί, ποὺ εἶχαν συλληφθεῖ καὶ τοὺς κρατοῦσαν φυλακισμένους. Ὅλοι ὅμως ἀρνήθηκαν. Καὶ ἐνῶ γίνονταν οἱ εἰδωλολατρικὲς θυσίες, οἱ πιστοί του Χριστοῦ ἔψαλλαν «ψαλμοὶς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαὶ πνευματικαί», στὸν Σωτήρα τους.
Ὁ Ἀκυλίνος, ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν στάση τους, διέταξε νὰ τοὺς σκοτώσουν. Ὅρμησαν ἐναντίον τους οἱ στρατιῶτες, καὶ κτυπώντας τους μὲ τὶς λόγχες, καταξέσχισαν τὰ σώματά τους. Ἔτσι, μαρτυρικὰ καὶ ἔνδοξα παρέδωσαν ὅλοι τὴν γενναία ψυχή τους στὸ στεφανοδότη Χριστό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν, σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντος, καὶ Ἀθλητὰς εὐκλεεῖς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως, ὡς φιλήσαντες ἄγαν, ᾔσχυναν δι’ ἀγώνων, παρανόμων τὸ κράτος, αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν, πᾶσι καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς στρατευθέντες Χριστῷ διὰ πίστεως, τὰς τῶν ἐχθρῶν διεκόψατε φάλαγγας, καὶ νίκης τὸ στέφος δεξάμενοι, σὺν Παραμόνῳ θεόφρον Φιλούμενε, Ἀγγέλων ἰσότιμοι ὤφθητε.

Μεγαλυνάριον.
Νόμοις παραμένοντες ἱεροῖς, Παράμονε μάκαρ, καὶ Φιλούμενε Ἀθλητά, φίλοι τοῦ Σωτῆρος, ἐδείχθητε ἐν ἄθλοις, ἀχλὺν παρανομίας διασκεδάσαντες.

Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὸν Ἅγιο Φιλούμενο, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴ Λυκαονία. Ἦταν ἔμπορος σιτηρῶν.
Καταγγέλθηκε, τὸ 270, ὡς χριστιανὸς στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἄγκυρας Φήλικα. Συνελήφθη καὶ τὸν παρουσίασαν μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα. Ὁ Φιλούμενος ὅμως δὲν πτοήθηκε ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς ποὺ δέχθηκε καὶ παρέμεινε πιστὸς στὴν μία καὶ ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, τρυπώντας του τὰ ἄκρα μὲ καρφιά. Μὲ αὐτὸ τὸν μαρτυρικὸ τρόπο παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν, σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντος, καὶ Ἀθλητὰς εὐκλεεῖς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως, ὡς φιλήσαντες ἄγαν, ᾔσχυναν δι’ ἀγώνων, παρανόμων τὸ κράτος, αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν, πᾶσι καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς στρατευθέντες Χριστῷ διὰ πίστεως, τὰς τῶν ἐχθρῶν διεκόψατε φάλαγγας, καὶ νίκης τὸ στέφος δεξάμενοι, σὺν Παραμόνῳ θεόφρον Φιλούμενε, Ἀγγέλων ἰσότιμοι ὤφθητε.

Μεγαλυνάριον.
Νόμοις παραμένοντες ἱεροῖς, Παράμονε μάκαρ, καὶ Φιλούμενε Ἀθλητά, φίλοι τοῦ Σωτῆρος, ἐδείχθητε ἐν ἄθλοις, ἀχλὺν παρανομίας διασκεδάσαντες.

Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ὁ νέος Ἱερομάρτυρας

Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ἀγάπησε τὸν Χριστό.  Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του περίμεναν νὰ ἀποκοιμηθεῖ ὁ μεγαλύτερός τους ἀδελφὸς καὶ αὐτοὶ σηκώνονταν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ γιὰ ὦρες.
Κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὁροῦντα τῆς ἐπαρχίας Μόρφου.  Καλὴ παιδαγωγὸ καὶ δασκάλα τῆς εὐσεβείας εἶχαν τὴ γιαγιά τους Λωξάντρα, ἡ ὁποία τοὺς ζητοῦσε νὰ τῆς διαβάζουν βίους ἁγίων.
Διαβάζοντας ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ Φιλούμενος, τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὡς ἄλλος μιμητὴς ἐκείνου, ἔκαυσε τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τούτου.
Τὰ δίδυμα τέκνα τῆς Μαγδαληνῆς καὶ Γεωργίου Ὀρουντιώτη, Φιλούμενος καὶ Ἐλπίδιος φλεγόμενα ἀπὸ θεῖο ἔρωτα, ξεκίνησαν γιὰ τὴν παλαίφατη Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου.
Ἐκεῖ παρέμειναν γιὰ πέντε χρόνια καὶ μετὰ ἀνεχωρήσαν ἀπὸ τὴ μαρτυρικὴ γῆ τῆς Κύπρου στὴν Ἁγία Γῆ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ πατὴρ Ἐλπίδιος μετὰ ἀπὸ δώδεκα ἔτη διακονίας στὰ Ἱεροσόλυμα συνέχισε τὸν ἐκκλησιαστικό του βίο σὲ διάφορα μέρη τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐκοιμήθη στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ Φιλούμενος ἔμεινε στὴν ἁγία γῆ γιὰ 46 ἔτη διακονώντας τὴν ἐκεῖ ἀδελφότητα τοῦ Πατριαρχείου, ὡς φύλακας ἁγίων τόπων, ἀλλὰ ἐξαιρέτως ἁγίων τρόπων.
Τελευταῖος σταθμὸς τῆς διακονίας του ἦταν τὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, τὸ ὁποῖον ἔγινε τόπος τοῦ μαρτυρίου του.
Στὶς 29 Νοεμβρίου 1979, ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς, φανατικοὶ σιωνιστές, ποὺ διεκδικοῦσαν τὸ προσκύνημα ὡς δικό τους, τὸν κατέκοψαν τὴν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἁγιοταφίτες πατέρες παρέλαβαν τὸ τίμιό του λείψανο ἔπειτα ἀπὸ πέντε ἡμέρες καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴν ἁγία γῆ.
Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, μετὰ ἀπὸ τρία ἔτη, αὐτὰ εὐωδίαζαν δείχνοντας τὴν ἁγιότητά του. 
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 29η Νοεμβρίου, ἐξαιρέτως δὲ στὴν κοινότητα τῆς Ὁροῦντας μὲ παννύχιο ἀγρυπνία.

28/11/13

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Ὁμολογητής ὁ Νέος

Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἰωάννης καὶ Ἄννα, τὸν ἀνέθρεψαν κατὰ τὸν καλύτερο χριστιανικὸ τρόπο. Ὅταν μεγάλωσε, μορφώθηκε ἀρκετὰ καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡγούμενος στὸ περίφημο ὄρος τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου.
Ὅταν ξέσπασε ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνο δὲ συμμορφώθηκε μὲ τὶς αὐτοκρατορικὲς διαταγές, ἀλλὰ καὶ χαρακτήρισε αἱρετικοὺς τοὺς εἰκονομάχους βασιλεῖς.
Καταγγέλθηκε στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τὸν Κοπρώνυμο, ὁ ὁποῖος ἤλπιζε μὲ τὴν προσωπική του ἐπιβολή, ὅταν τὸν ἔφερνε μπροστά του, νὰ δαμάσει τὸ φρόνημα τοῦ Στεφάνου. Συνέβη ὅμως τὸ ἀντίθετο. Ὁ Στέφανος, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ «πολλὴν παρρησίαν ἐν πίστει τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», δηλαδὴ μὲ πολλὴ παρρησία καὶ θάρρος στὸ νὰ διακηρύττει τὴν πίστη ποὺ ὁμολογοῦν ὅσοι εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἤλεγξε αὐστηρὰ κατὰ πρόσωπο τὸν Κοπρώνυμο. Αὐτὸς τότε τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ καὶ μετὰ ἀπὸ μέρες διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακή, ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν καὶ νὰ τὸν κτυποῦν μὲ βαρεία ρόπαλα. Ἕνα ἰσχυρὸ κτύπημα στὸ κεφάλι ἔδωσε τέλος στὴ ζωὴ τοῦ Στεφάνου, τὸ 767 μ.Χ. Κατόπιν τὸ σῶμά του τὸ ἔριξαν στὴν θάλασσα, ἀλλὰ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ ποὺ τὸ βρῆκαν ὅταν τὰ κύματα τὸ ἔφεραν στὴν παραλία, τὸ ἔθαψαν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας, δικαιοσύνης, διαπρεπῶν ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον, τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντάς σε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν τῆς Τριάδος ἐραστὴν καὶ μύστην ἔνθεον
Ὡς ἐν ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει διαλάμψαντα
Στεφανώσωμεν τῶν ὕμνων τῷ θείῳ στέφει·
Τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὸ ἐκτύπωμα σεβόμενος
Τῶν ἀνόμων καταβέβληκε τὸ φρύαγμα.
Ὅθεν εἴπωμεν, χαίροις ἔνδοξε Στέφανε.

Μεγαλυνάριον.
Αἷμα τῆς ἀθλήσεως τῆς σεπτῆς, ἱδρῶσι κεράσας, θεοφόρε ἀσκητικοῖς, ὡς εὔπνοον μύρον, τὴν παναγίαν κρᾶσιν, προσήγαγες τῷ Λόγῳ, Ὅσιε Στέφανε.

Ὁ Ἅγιος Εἰρήναρχος

Ὁ Ἅγιος Εἰρήναρχος ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλιὰ Διοκλητιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σεβάστεια.
Γεννήθηκε σὲ οἰκογένεια εἰδωλολατρῶν καὶ εἶχε μάθει νὰ αἰσθάνεται μᾶλλον ἀπέχθεια πρὸς τοὺς χριστιανούς. Ὑπηρετοῦσε τοὺς βασανιστὲς τῶν χριστιανῶν στοὺς διωγμούς των.
Ὅμως ἡ συχνὴ προσέγγιση ποὺ εἶχε μὲ τοὺς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, φώτισε σταδιακὰ τὸν Εἰρήναρχο. Ἔβλεπε τοὺς ἡρωικοὺς μάρτυρες πράους ἀλλὰ ταυτόχρονα δυνατοὺς καὶ ἀκλόνητους εἰς τὴν πίστη τους, τὶς γυναῖκες νὰ ὑπομένουν τὰ φρικτὰ βασανιστήρια μὲ καρτερικότητα καὶ αὐταπάρνηση καὶ τοὺς θαύμαζε γιὰ τὸ μεγαλεῖο τους. Ἡ βαθμιαία αὐτὴ μεταβολὴ στὴν ψυχὴ τοῦ Εἰρηνάρχου κατέληξε στὴν ὁμολογία του στὸν Χριστό.
Ἡ ὁμολογία αὐτὴ τοῦ στοίχισε τὸ θάνατο, τὸν ὁποῖο βρῆκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ καὶ τὸν ὁποῖο ὑπέστη μὲ πλήρη ἀγαλλίαση.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰρήνης τὸν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τὸν τάραχον, κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε· ὅθεν δι’ ὕδατός τε, καὶ πυρὸς ὡς διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καὶ σωτηρίαν, πᾶσιν αἰτούμενος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς στρατιώτης ἄριστος, τοῦ τῆς εἰρήνης ἄρχοντος, τοῦ σκότους Μάρτυς καθεῖλες τὸν ἄρχοντα, τῇ καρτερᾷ ἐνστάσει σου· καὶ ταῖς σαῖς ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνη φυλάττοις Εἰρήναρχε, τοὺς πίστει εὐφημοῦντας, τὰ θεῖά σου κατορθώματα.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς εἰρηνοδώρου μαρμαρυγῆς, Εἰρήναρχε μάκαρ, εἰσδεξάμενος τὴν αὐγήν, υἱὸς φωτὸς ὤφθης, περιφανῶς ἀθλήσας· διὸ ταῖς σαῖς πρεσβείαις, ἡμᾶς διάσωζε.

27/11/13

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ἔζησε τὸν 4ο μ.Χ. αἰ. ἐπὶ βασιλέως Ἀρκαδίου. Ζοῦσε στὴν Βηθλαδὰ τῆς Περσίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπίσημο γένος. Ἦταν φίλος μὲ τὸν βασιλιὰ τῶν Περσῶν, Ἰσδιγέρδη.
Παρασυρμένος ἀπὸ αὐτὴ τὴ φιλία του, ὁ Ἰάκωβος ἀπαρνήθηκε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Ἰσδιγέρδη, ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ χαθεῖ μέσα στὴν ψευδαίσθηση τοῦ πλούτου τῶν ἀνακτόρων. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ ἡ μητέρα καὶ ἡ γυναίκα του, οἱ ὁποῖες ἦταν εὐσεβεῖς καὶ πιστὲς χριστιανὲς λυπήθηκαν καὶ ἐξοργίστηκαν. Καὶ οἱ δυὸ λοιπὸν τὸν ἐπιπλήξανε γιὰ τὴ στάση του καὶ τοῦ δήλωσαν ὅτι δὲν ἤθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αὐτὸ τὸ μικρὸ πλῆγμα, ἐπανέφερε τὸν Ἰάκωβο στὸν ἴσιο δρόμο. Τὸν ἔκανε νὰ διαπιστώσει τὸ χάσμα τὸ ὁποῖο δημιούργησε.
Ἔτσι ὁ Ἰάκωβος ἀποφάσισε νὰ ἐξαγνίσει τὸ ἀτόπημά του καὶ νὰ ἐπανέλθει στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόφαση αὐτή, πῆγε στὸν βασιλιὰ καὶ ὁμολόγησε μπροστά του τὴν μία καὶ ἀληθινὴ πίστη στὸν Χριστό. Ὁ Ἰσδιγέρδης ἐξεπλάγη γι’ αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἰακώβου καὶ προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει. Ὁ Ἰάκωβος παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του καὶ γι’ αὐτὸ διατάχθηκε νὰ τὸν βασανίσουν.
Μαρτύρησε μὲ ἀκρωτηριασμὸ τῶν ἄκρων του καὶ κατόπιν μὲ τὸν ἀποκεφαλισμό του. Μὲ αὐτὸ τὸν μαρτυρικὸ τρόπο παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδος βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοῖς τῶν αἱμάτων κρουνοῖς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε· πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πεισθεὶς τῇ καλῇ, συζύγῳ καρτερόψυχε, καὶ τὸ φοβερόν, κριτήριον πτοούμενος, τῶν Περσῶν τὸ πρόσταγμα, καὶ τὸν φόβον, Ἰάκωβε κατέπτυσας, καὶ ἀνεδείχθης μάρτυς σεπτός, τὸ σῶμα ὡς κλῆμα συντεμνόμενος.

Μεγαλυνάριον.
Τίς σου τῆς ἀνδρείας τὸ εὐσταθές, ἐξείπει εἰκότως, καρτερόψυχε Ἀθλητά; μεληδὸν γὰρ ἅπαν, τμηθεὶς τὸ σῶμα ἔστης, Ἰάκωβε ὡς ἄκμων· διὸ δεδόξασαι.

26/11/13

Ὁ Ὅσιος Στυλιανὸς ὁ Παφλαγόνας

Γιὸς πλουσίων γονέων (ποὺ γεννήθηκε στὴν Ἀδριανούπολη τὸν 7οαἰῶνα, καὶ ὀνομάστηκε Παφλαγόνας γιατὶ εκεῖ φυλασσόταν τὸ τίμιο λείψανό του), διδάχτηκε νωρὶς ἀπ’ αὐτοὺς νὰ εἶναι ἐγκρατὴς καὶ νὰ θεωρεῖ τὸ χρῆμα μέσο γιὰ τὴν ἀνακούφιση καὶ περίθαλψη τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀρρώστων.
Ἀφοῦ ἔτσι ἀνατράφηκε, καὶ οἱ γονεῖς του πέθαναν, διαμοίρασε ὅλη τὴν κληρονομιά του καὶ πῆγε σὰν ἀσκητὴς στὴν ἔρημο, χωρὶς νὰ ἀποκόψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸν κόσμο. Εἰσερχόταν στὴν κοινωνία γιὰ νὰ βοηθήσει ὄποτε καὶ ὅπως μποροῦσε καὶ κατέφευγε στὴν σπηλιά του γιὰ νὰ ἀνανεωθεῖ Πνευματικά. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ ἄλλους ἀσκητές, ποὺ ζοῦσε μαζί τους μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, χριστιανικὴ συγκατάβαση καὶ ἐπιείκεια. Δὲν λύπησε ποτὲ κανένα, μεγάλη του χαρὰ μάλιστα, ἦταν νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὶς ταραγμένες ψυχές. Σύνθημά του τὰ ὄμορφα λόγια τοῦ Ἰησοῦ «ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιθ’ 14). Τοῦ ἐμπιστεύτηκαν τόσες οἰκογένειες τὴν καθοδήγηση τῶν παιδιῶν τους, ποὺ πραγματοποιοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς συνασκητές του, δημιουργῶντας αὐτὸ ποὺ ὀνομάσθηκε «ὁ πρῶτος παιδικὸς σταθμὸς στὸν κόσμο» (Ὀρθόδοξοι Ἅγιοι, Γ. Πούλου). Κάθε φορὰ ποὺ οἱ γονεῖς ἔφεραν πρὸς αὐτὸν τὰ παιδιά τους, ἡ ἀγαλλίαση τοῦ Ὁσίου ἦταν πολὺ μεγάλη.
Ἡ φήμη τῆς θαυμαστὴς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἔφθασε μέχρι τὶς πόλεις, καὶ πολλοὶ ἔτρεχαν νὰ τὸν βροῦν γιὰ νὰ ζητήσουν ἀπ’ αὐτὸν τὶς πνευματικές του ὁδηγίες.
Ὁ Ὅσιος Στυλιανός, παρὰ τὴν ἐρημικὴ ζωή του, ἔτρεφε στοργὴ καὶ συμπάθεια πρὸς τὰ παιδιά, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ ὁ Κύριος. Ἄν, ἔλεγε, ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποτελεῖ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, ἡ παιδικὴ ἡλικία ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι περισσότερο ἐνάρετη, ἀπ’ ὅτι οἱ μεγαλύτεροι τῶν φιλοσόφων. Ὁ Θεὸς βραβεύοντας τὸ ἱερὸ αὐτὸ αἴσθημά του, προίκισε τὸν Ὅσιο μὲ τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει τὰ ἄρρωστα παιδιὰ καὶ νὰ καθίστα εὔτεκνους, ἄτεκνες γυναῖκες. Ὑπῆρχε πλῆθος ἀνθρώπων γύρω του ποὺ προσπάθησαν νὰ «ἐμπορευθοῦν» τὸ χάρισμά του, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀνρεῖτο κάθε ἀπόπειρα νὰ κερδίσει χρήματα, λέγοντας ἁπλὰ, πὼς εἶχε ἤδη πληρωθεῖ προκαταβολικὰ μὲ τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πέθανε πλήρης ἡμερῶν ἀλλὰ καὶ ἀρετῶν. Δὲν τοῦ ἔλειπε ποτὲ τὸ χαμόγελο καί, ὅταν πέθανε, λέγεται πὼς τὸ πρόσωπό του ἔφερε ἀκόμα ἕνα ἀχνὸ χαμόγελο καθὼς τὸν ἔθαβαν. Ἕνας στοργικὸς καὶ ἀγαπημένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Στυλιανός, εἶναι φυσικά, ἰδιαίτερος προστάτης τῶν παιδιῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στήλη ἔμψυχος, τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος, τῆς Ἐκκλησίας, Στυλιανὲ ἀνεδείχθης μακάριε· ἀνατεθεῖς γὰρ Θεῷ ἐκ νεότητος, κατοικητήριον ὤφθης τοῦ Πνεύματος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἁγιασθεὶς ἀπὸ μητρῴας νηδύος, ὥσπερ ὁ θεῖος Σαμουὴλ θεοφόρε, ἀσκητικῶς ἐδόξασας Χριστὸν τὸν Θεόν· ὅθεν τῶν ἰἀσεων, ἀνεδείχθης ταμεῖον, καὶ προστάτης ἔνθεος, νεογνῶν καὶ νηπίων· ὁ γὰρ Χριστὸς δεξάζει σε λαμπρῶς, ὃν ἀπὸ βρέφους, Στυλιανὲ ἐδόξασας.

Μεγαλυνάριον.
Στήλη θεοχάρακτος καὶ σεπτή, ἀρετῶν ποικίλων, ὁ σὸς βίος πέλει ἡμῖν, Στυλιανὲ Πάτερ, θεοπρεπῶς ῥυθμίζων, ἡμῶν τὰς διανοίας, τῶν εὐφημούντων σε.

Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»

Καταγόταν ἀπὸ τὸν Πολεμωνιακὸ Πόντο καὶ ἦταν γιὸς μεγιστάνα. Νέος ἀκόμα ἄφησε τὸ πατρικό του σπίτι καὶ μόνασε. Ἐπειδὴ δὲ, τὸν διέκρινε ἱερὸς ζῆλος καὶ μεγάλο χάρισμα διδακτικότητας, γύρισε ὅλη τὴν Ἀνατολὴ σὰν ἀπεσταλμένος τῆς Μονῆς του κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐπαναλάμβανε τὴν φωνή, ποὺ ἀντήχησε πρῶτα στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας καὶ κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη: «Μετανοεῖτε».
Κατόπιν ὁ Ὅσιος Νικῶν πῆγε στὴν Κρήτη, ὅπου παρέμεινε διδάσκοντας γιὰ 20 χρόνια. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Πελοπόννησο, ὅπου κατέληξε στὴν πόλη τῶν Λακώνων. Ἐκεῖ κήρυξε, ἔκανε διάφορα θαύματα καὶ ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἠθικὴ ἐπιρροή του στοὺς κατοίκους, ὑπῆρξε μεγάλη.
Καὶ στὴν χώρα αὐτή, ποὺ ἀγάπησε περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ τὸ ἔτος 998.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα, ἡ Λακεδαίμων, θείαν λάρνακα, τῶν σῶν λειψάνων, ἀναβρύουσαν πηγὰς τῶν ἰάσεων, καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεων, τοὺς σοὶ προστρέχοντας Πάτερ ἐκ πίστεως. Νίκων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ἀγγελικὴν μιμούμενος πολιτείαν, κόσμου τὰ τερπνὰ, ὡς σκύβαλα ἐλογίσω, μετανοίας τὴν τρίβον, δεικνύων ἡμῖν, θεοφόρε Νίκων Ὅσιε· διὰ τοῦτό σε γεραίρομεν, ἐκτελοῦντες νῦν τὴν μνήμην σου· ὑπάρχεις γὰρ ἀληθῶς, ἰαμάτων πηγή.

Μεγαλυνάριον.
Νίκην περιφέρων κατὰ παθῶν, τὴν εὔκλειαν ταύτης, διαγράφεις Νίκων σοφέ, τοῖς πᾶσι κηρύττων, τὴν τοῦ Προδρόμου ῥῆσιν· Μετανοεῖτε, ἤγγικεν ἡ ἀπόδοσις.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Χίου

Γεννήθηκε στὴν Χίο. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Παρασκευᾶς, ἡ δὲ μητέρα τοῦ Ἀγγεροῦ. Σὲ ἡλικία 18 μηνῶν, ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα, παραδόθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ τὸν ἀναθρέψει ἡ μητριά του. Σὲ παιδικὴ ἡλικία οἱ γονεῖς, παρέδωσαν τὸν Γεώργιο σὲ κάποιο λεπτουργό, Βισσετζῆ ὀνομαζόμενο, γιὰ νὰ τοῦ μάθει τὴν τέχνη του.
Ὅταν κάποτε μὲ τὸ ἀφεντικό του ἦλθε στὰ Ψαρά, γιὰ νὰ φιλοτεχνήσουν τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὁ Γεώργιος ἔφυγε μὲ ὁρισμένους νέους στὴν Καβάλα. Ἐκεῖ συνελήφθη νὰ κλέβει ἀπὸ ἕναν κῆπο καὶ παραδόθηκε στὸν κριτή. Γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν τιμωρία δέχτηκε τὸν Ἰσλαμισμό, περιτμήθηκε καὶ ὀνομάστηκε Ἀχμέτ.
Σὲ ἡλικία 10 χρονῶν, ἐπέστρεψε στὴ Χίο κλαίγοντας καὶ ὀμολογώντας τὸν Χριστό. Ὁ πατέρας του γιὰ νὰ τὸν προφυλάξει τὸν μετέφερε σ’ ἕνα κτῆμα του στὶς Κυδωνιές. Ἀργότερα, 22 χρονῶν, ἀρραβωνιάστηκε καὶ ὁ ἀδελφὸς τῆς μνηστῆς του, ἐπειδὴ εἶχε μαζί του χρηματικὲς διαφορές, τὸν πρόδωσε στὸν Τοῦρκο διοικητή, ὅτι ἐνῶ ἔγινε Μουσουλμάνος ἐπανῆλθε στὸν Χριστιανισμό.
Βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ἀφοῦ μέσα στὴν φυλακὴ κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, τὸ πρωὶ τῆς 26ης Νοεμβρίου 1807 τοῦ ἔκοψαν – μὲ μαρτυρικὸ τρόπο – τὸ κεφάλι λίγο – λίγο.
Ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀπὸ τὸν ἀθλοθέτη Χριστό.

25/11/13

Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη ἡ Μεγαλομάρτυς

Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ μαρτύρησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ. Ἦταν εὐφυέστατη καὶ φιλομαθής. Ἤδη σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ χρονῶν κατεῖχε τὶς γνώσεις τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας καὶ φιλοσοφίας, ἀλλὰ καὶ ἦταν ἄρτια καταρτισμένη καὶ στὰ δόγματα τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ὅταν ἐπὶ Μαξεντίου διεξαγόταν διωγμὸς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ἡ Αἰκατερίνη δὲ φοβήθηκε, ἀλλὰ μὲ παρρησία διέδιδε πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος προσπάθησε μὲ συζητήσεις νὰ τὴν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της. Ὅταν ὁ ἔπαρχος διαπίστωσε τὴν ἀνωτερότητα τῶν λόγων τῆς Αἰκατερίνης, συγκάλεσε δημόσια συζήτηση μὲ τοὺς πιὸ ἄξιους ρήτορες τῆς Ἀλεξάνδρειας, τοὺς ὁποίους ὅμως ἡ Αἰκατερίνη ἀποστόμωσε. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ κάποιοι ἀπὸ τοὺς συνομιλητές της πείσθηκαν γιὰ τοὺς λόγους της καὶ ἀσπάστηκαν τὴν Χριστιανικὴ Πίστη.
Μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν κατάληξη, ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τὴ βασανίσουν σκληρὰ μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς ἡ Ἁγία θὰ λύγιζε καὶ θὰ ἀρνιόταν τὸν Χριστό. Ὅμως ἡ Αἰκατερίνη ἔμεινε ἀκλόνητη στὴν πίστη της.
Πέθανε στὸν τροχό, ὕστερα ἀπὸ διαταγὴ τοῦ ἔπαρχου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ ὑμνήσωμεν, Αἰκατερίναν τὴν θείαν καὶ πολιοῦχον Σινᾶ, τὴν βοήθειαν ἡμῶν καὶ ἀντίληψιν· ὅτι ἐφίμωσε λαμπρῶς, τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν, τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει, καὶ νῦν ὡς Μάρτυς στεφθεῖσα, αἰτεῖται πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιoν. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν σοφίαν ἄνωθεν, κομισαμένη τοῦ λόγου, τῶν ῥητόρων ἤλεγξας, τὰς φληναφίας εὐτόνως· κάλλεσι, τῆς παρθενίας ὡραϊσμένη, αἵμασι, τῆς μαρτυρίας πεποικιλμένη· διὰ τοῦτό σε ὡς νύμφην, Αἰκατερίνα Χριστὸς προσήκατο.

Μεγαλυνάριον.
Νύμφη τοῦ Σωτῆρος πανευκλεής, αἴγλη παρθενίας, καὶ σοφίας τῇ καλλονῇ, καὶ Μαρτύρων ἄθλοις, λαμπρῶς πεποικιλμένη, Αἰκατερίνα ὤφθης, ὠς καλλιπάρθενος.

Ὁ Ἅγιος Μερκούριος ὁ Μεγαλομάρτυρας

Γενναῖος στρατιωτικός, ὄχι μόνο τοῦ στρατοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου, ποὺ ὑπηρετοῦσε, ἀλλὰ καὶ τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Μερκούριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Σκυθία. Διακρινόμενος σὲ κάποια μάχη, κατὰ τὴν ὁποία σκότωσε τὸν στρατηγὸ τῶν ἀντιπάλων, τιμήθηκε  μὲ ἀνώτερο ἀξίωμα. Ἀλλὰ ὅταν κλήθηκε νὰ συμμετέχει σὲ εἰδωλολατρικὲς θυσίες, ἀρνήθηκε. Καὶ δὲν δίστασε, ὅταν ρωτήθηκε, νὰ ὁμολογήσει ὅτι ἦταν χριστιανός.
Ὁ βασιλιὰς προσπάθησε στὴν ἀρχή, μὲ γλυκὰ λόγια νὰ τὸν μεταπείσει. Βλέποντας ὅμως, ὅτι ἀποτύγχανε, διέταξε τὸν βασανισμό του. Καὶ ἀφοῦ τὸν γέμισαν μὲ πληγές, καὶ ἐπέφεραν μεγάλα ἐγκαύματα στὶς σάρκες του, ἀποκεφάλισαν τὸν γενναῖο ἀθλητὴ καὶ στεφανηφόρο ἀγωνιστὴ τοῦ Χριστοῦ, στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, περίπου τὸ 253 μὲ 259 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οὐράνιον Ἄγγελον, χειραγωγὸν ἀσφαλῆ, πρὸς δόξαν ἀρίδηλον, ὡς τοῦ φωτὸς κοινωνός, Μερκούριε ἔσχηκας· ὅθεν τῷ ἀθανάτῳ, Βασιλεῖ πειθαρχήσας, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς γενναῖος ὁπλίτης· διὸ τοὺς σοὶ προσιόντας, μάκαρ περίσωζε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὤσπερ θεῖον θώρακα, ἠμφιεσμένος, τοῦ Χριστοῦ τὴν δύναμιν, ἀθλητικῶς ἀνδραγαθεῖς, καταπυρσεύων τοὺς ψάλλοντας· χαῖρε Μαρτύρων τὸ κλέος Μερκούριε.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης νεανίας πανευπρεπής, οἷα στρατιώτης, τοῦ Σωτῆρος περιφανής· φύσεως γὰρ ᾥρα, τὴν ἄθλησιν ἀνθήσας, Μερκούριε θεόφρον, Χριστῷ δεδόξασαι.

Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἡσυχαστὴς

Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ Εὐξείνου Πόντου καὶ ἀπὸ μικρὸς διακρινόταν γιὰ τὴν θερμὴ εὐσέβειά του καὶ τὴν τέλεια ἀφοσίωσή του στὰ πνευματικὰ ἀγαθά.
Πῆγε στὴν Γαλατία καὶ τὴν Παλαιστίνη, ὅπου ἡ πίστη του θερμάνθηκε ἀκόμα περισσότερο καὶ κατέληξε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἀσκήτευε στὰ βουνά της, δοξασμένα ἀπὸ τόσους μεγάλους ἀθλητὲς καὶ διδασκάλους τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἡ πνευματική του καρποφορία δὲν ἄργησε νὰ διαδοθεῖ καὶ πλῆθος λαοῦ ἐρχόταν σ’ αὐτόν, ἀποκομίζοντας πολύτιμες συμβουλὲς καὶ παρηγοριὰ στὰ δυσκολοθεράπευτα τραύματα τῆς ψυχῆς.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 95χρονών.

24/11/13

Ὁ Ἅγιος Κλήμης ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ρώμης

Ἦταν Ρωμαῖος ἀριστοκράτης ἀπὸ βασιλικὸ γένος, γιὸς τοῦ Φαύστου καὶ τῆς Ματθιδίας. Ὁ Κλήμης σπούδασε ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἀντάμωσε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο καὶ διδάχθηκε ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ θεογνωσία, ὁπότε ἔγινε θερμὸς κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ συνέγραψε  ἀρκετὰ συγγράμματα.
Ὁ Κλήμης ὑπῆρξε τρίτος ἐπίσκοπος Ρώμης, ἀφοῦ διαδέχθηκε τὸν Ἀνέγκλητο, περίπου τὸ ἔτος 92 μ.Χ. Ποίμανε μὲ ὑπέρμετρο ζῆλο τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, στὰ βαρεία ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν. Συνελήφθη ἀπὸ τὸ Δομετιανὸ καὶ ἐξορίστηκε σὲ πόλη ἔρημο κοντὰ στὴ Χερσώνα.
Ἐκεῖ, ἔδεσαν στὸ λαιμό του μιὰ σιδερένεια ἄγκυρα καὶ τὸν ἔριξαν στὴν θάλασσα, ὅπου παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του (101 μ.Χ).
Ἀξίζει, ὅμως, νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Κλήμης δὲν ὑπῆρξε μόνο σοφὸς κατὰ τὴν γραμματικὴ μόρφωση, ἀλλὰ ἀνῆκε σ’ αὐτοὺς ποὺ ὁ Θεῖος Παῦλος ὀνομάζει «σοφοὺς εἰς τὸ ἀγαθόν, ἀκεραίους δὲ εἰς τὸ κακόν». Συνετούς, δηλαδή, ὅταν κάνουν τὸ καλό, καὶ συγχρόνως ἀμέτοχους ἀπὸ κάθε κακό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῆς θείας γνώσεως, εὔσημοι σάλπιγγες, καὶ τῶν τῆς πίστεως, θεσμῶν ἐκφάντορες, Ἱερομάρτυρες Χριστοῦ, ἐδείχθητε τοῖς ἐν κόσμῳ, Κλήμη παναοίδιμε, τῆς ζωῆς κλῆμα εὔκαρπον, καὶ Πέτρε θεόσοφε, εὐσεβῶν πέτρα ἄρρηκτε· διὸ ὡς τῶν ἀρρήτων ἐπόπται, ῥύσασθε πάσης ἡμᾶς βλάβης.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον. 
Ἐκκλησίας ἄσειστοι καὶ θεῖοι πύργοι, εὐσεβείας ἔνθεοι, στῦλοι ὡς ὄντως κραταιοί, Κλήμη σὺν Πέτρῳ πανεύφημοι, ὑμῶν πρεσβείαις, φρουρήσατε ἅπαντας.

Μεγαλυνάριον.
Κλῆμα ἀφθαρσίας πανευθαλές, ὁ Κλήμης ἐδείχθη, οἶνον στάζον τὸν μυστικόν, πέτρα Ἐκκλησίας, ὁ Πέτρος δὲ ὡράθη· διὸ τὰς ἀριστείας, τούτων ὑμνήσωμεν.

23/11/13

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ἀκραγαντίνων

Γεννήθηκε στὸν Ἀκράγαντα τῆς Σικελίας ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς, τὸν Χαρίτωνα καὶ τὴν Θεοδότη. Βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ποταμίωνα, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέθρεψε, τὸν μόρφωσε καὶ τὸν κατάταξε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Ρινότμητου (685 – 695).
Δεκαοκτὼ χρονῶν πῆγε γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐκεῖ χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο. Κατόπιν ἐπανῆλθε στὸ Βυζάντιο καὶ ἀπὸ ἐκει στὴν Ρώμη, ὅπου γιὰ τὶς μεγάλες του ἀρετὲς καὶ τὴν μεγάλη του μόρφωση προήχθηκε στὴν ἐπισκοπὴ τῶν Ἀκραγαντίνων.
Στὴν ἐπισκοπὴ αὐτή, βρῆκε σφοδροὺς κατηγόρους δύο κληρικούς, τὸν Σαβῖνο καὶ τὸν Κρισκέντιο, ποὺ τὸν συκοφάντησαν γιὰ μοιχεία. Ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ὁ Γρηγόριος τοὺς ντρόπιασε καὶ παρέλαβε πάλι τὴν Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ διετὴ φυλάκιση καὶ ἀργία. Στὴν συνέχεια ἔκανε καὶ ἄλλα θαύματα.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα τὸ 690 μ.Χ. Σώζονται 10 ἐξηγηματικοὶ λόγοι του στὸν Ἐκκλησιαστή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Γρηγορῶν ἐκ σπάργανων, φερωνύμως Γρηγόριε, ἐν τοῖς δικαιώμασι Πάτερ, τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἐπλήσθης οὐρανίων δωρεῶν, ὡς γρήγορος ποιμὴν τῶν εὐσεβῶν· διὰ τοῦτο πρὸς λειμῶνας ἀειθαλεῖς, ἰθύνεις τοὺς βοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος, ἀνατολαῖς τῶν θαυμάτων, καταυγάζεις ἅπασαν, τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· ἔσωσας, ταῖς σαῖς πρεσβείαις πολλοὺς ἀνθρώπους· ἤλασας, τοὺς κακοδόξους ἐκ τῆς σῆς ποίμνης. Διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, θεόφρον Πάτερ, σοφὲ Γρηγόριε.

Μεγαλυνάριον.
Γρήγορσιν σοφίας καρποφορῶν, λόγοις ψυχοτρόφοις, διατρέφεις ὡς ἀληθῶς, ὡς Χριστοῦ θεράπων, τὴν σοὶ λαχοῦσαν ποίμνην· διό σε μακαρίζει, Πάτερ Γρηγόριε.

Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἐπίσκοπος Ἰκονίου

Ἦταν Καππαδόκης, σύγχρονός του Μ. Βασιλείου καὶ φίλος του.
Διακεκριμένος γιὰ τὴν  μεγάλη του μόρφωση καὶ εὐσέβεια, ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος Ἰκονίου τὸ ἔτος 344. Ὑπῆρξε ἄριστος ἐπίσκοπος καὶ μετεῖχε στὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ διέπρεψε.
Ὁ Ἀμφιλοχίας δὲν εἶχε κύρος μόνο στὴ δική του Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὸ ἠθικὸ κύρος του εἶχε ἐπεκταθεῖ καὶ σὲ ἄλλες περιοχές. Ἔτσι, παρενέβαινε καὶ σὲ Ἐκκλησίες κοντινές, ὅπου διασφάλιζε τὴν εἰρήνη καὶ ὀρθοτομοῦσε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Διότι στὸ ἔργο του, εἶχε ὁδηγὸ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου: «Σπούδασον σὲ αὐτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Δηλαδή, λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος, προσπάθησε νὰ παραστήσεις τὸν ἑαυτό σου στὸ Θεὸ δοκιμασμένο καὶ τέλειο ἐργάτη, ποὺ δὲν τὸν ντροπιάζει τὸ καλοφτιαγμένο ἔργο του, καὶ διδάσκει ὀρθὰ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.
Στὴν πρὸς Ἀμφιλοχία ἐπιστολὴ ὁ Μ. Βασίλειος φανερώνει τὴν λαμπρὴ ἠθικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἀμφιλοχίου. Τὸν παρακαλεῖ νὰ παραστεῖ στὴν τιμητικὴ γιορτὴ ὑπὲρ τῶν μαρτύρων τῆς Καισαρείας, γιὰ νὰ ἀποβεῖ αὐτὴ σεμνότερη, διότι ὁ λαὸς τῆς Καισαρείας τὸν ἀγαπᾶ, ὅσο κανένα ἄλλο ἐπίσκοπο.
Ὁ Ἀμφιλοχίας συνέταξε ἀρκετοὺς λόγους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, καὶ πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 394.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τὴν ἔλλαμψιν, ὡς καθαρὸς μυηθεῖς, δογμάτων ὀρθότητος, φωτοειδεῖς ἀστραπάς, ἐκλάμπεις τοῖς πέρασι· σὺ γὰρ τὴν ἐν Τριάδι, ὁμοούσιον φύσιν, ἐκήρυξας ἀσυγχύτως, καθελὼν τὰς αἱρέσεις. Διό σε Ἱεράρχα  Ἀμφιλόχιε,  Χριστὸς ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος
Όρθοδοξίας ἀνεδείχθης σάλπιγξ εὔσημος
Καὶ αἰρέσεων καθεῖλες τὰς ἐπινοίας.
Τὴν Τριάδα ὁμοούσιον γὰρ Ὅσιε
Καὶ ὁμόθρονον τοῖς πᾶσιν ἀνεκήρυξας·
Διὸ κράζομεν, χαίροις Πάτερ Ἀμφιλόχιε.

Μεγαλυνάριον.
Ῥεῖθρα ἐκ χειλέων τὰ λογικά, θεορρημοσύνης, ἐπιρραίνων ὡς ἀληθῶς, ὤφθης Ἐκκλησίας, πνευματικὴ νεφέλη· διό σε μεγαλύνει, ὦ Ἀμφιλόχιε.