29/2/12

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος


Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς γεννήθηκε στὴν Ρώμη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐπιφανεῖς, οἱ ὁποῖοι φρόντισαν νὰ τὸν ἀναθρέψουν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἡ γνωριμία καὶ ἡ συναναστροφή του, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, μὲ Ἁγίους ἀνθρώπους ἐπέδρασε εὐεργετικὰ στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας καὶ τοῦ ὅλου τρόπου ζωῆς του. Σπούδασε τὴν ἐπιστήμη τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἀστρονομίας καὶ μελέτησε ἰδιαίτερα τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων καὶ τὴν Ἁγία Γραφή.
Ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο, γενόμενος μοναχὸς σὲ μία σκήτη καὶ ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Θηβαΐδας, τῆς Νιτρίας, τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Καππαδοκίας. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ Ἅγιος μετέβη εἰς διαφόρους τόπους καὶ συνήντησε ἁγίους καὶ γνωστικωτάτους Ὁσίους καὶ τὰς ἀρετὰς ὅλων συναθροίζει εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡς ἄλλη φιλόπονος μέλισσα, ὥστε καὶ αὐτὸς ἔγινε εἰς τοὺς ἄλλους τύπος καὶ παράδειγμα παντὸς εἴδους ἀρετῆς. Ὅθεν ἀνώτερος τῶν παθῶν γενόμενος καὶ τὸν νοῦν καθαρίσας, ἐγνώρισε τὴν τελείαν κατὰ τῶν παθῶν νίκην».
Στὸν πρῶτο τόμο τῆς Φιλοκαλίας, περιλαμβάνονται δύο λόγοι τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ, «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον, περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμῶν, γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας» καὶ «Πρὸς Λεόντιον ἡγούμενον, περὶ τῶν κατὰ τὴν Σκήτην ἁγίων Πατέρων καὶ λόγος περὶ διακρίσεως», ποὺ δείχνουν τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ προξενοῦν μεγάλη ὠφέλεια. Ὁ δὲ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος πλέκει δίκαιο ἐγκώμιο στὸν Ὅσιο Κασσιανὸ στὸν περὶ ὑπακοῆς Λόγο του.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγον Πάτερ τοῖς ἔργοις σου, ἀσκητικῶς γεωργήσας ὡς οἰκονόμος πιστός, ἀρετῶν μυσταγωγεῖς τὰ κατορθώματα· σὺ γὰρ πράξας εὐσεβῶς, ἐκδιδάσκεις ἀκριβῶς, Κασσιανὲ θεοφόρε, καὶ τῷ Σωτήρι πρεσβεύεις, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Οἱ λόγοι σου σοφέ, οὐρανίου κασσίας, ὀσμὴν πνευματικήν, διαπνέουσι κόσμῳ· φιάλαι γὰρ ὤφθησαν, ἀρωμάτων ὡς γέγραπται, σιαγόνες σου, αἱ ἀναπτύσσουσαι πᾶσι, τὰς ἐν Πνεύματι, πνευματικὰς ἀναβάσεις, Κασσιανὲ Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Γνώσεως τῆς θύραθεν μετασχών, ὤφθης κεκρυμμένης, ἐπιστήμης μυσταγωγός, ἧς τὰς ἐπιδόσεις, λόγοις ἡμᾶς παιδεύεις, Κασσιανὲ θεόφρον, Πνεύματος σκήνωμα.

Ὁ Ὅσιος Γερμανὸς ἐκ Ρουμανίας

Ὁ Ὅσιος Γερμανὸς τῆς Ντομπρουζία γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 358 μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ Ρουμανία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 405 – 415 μ.Χ.

28/2/12

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητής


Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς ἔζησε καὶ ἔδρασε ἐπὶ τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντος Γ’ τοῦ Ἰσαύρου (717 – 741 μ.Χ.). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Ὅσιος ἀφιερώθηκε στὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἔγινε μαθητὴς καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ὁσίου Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου ( 27 Φεβρουαρίου). Ἀρχικὰ ζοῦσε σὲ κάποιο ἐρημητήριο καὶ ἀφοῦ προηγουμένως καλλιέργησε μὲ ἐπιμέλεια τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἀργότερα, ὅταν ἀνέκυψε ἡ αἵρεση κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀντιστάθηκε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία στοὺς εἰκονομάχους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη, τιμωρήθηκε καὶ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια. Ὅταν δέ, πέθανε ὁ αὐτοκράτορας, ἀπελευθερώθηκε καὶ ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴ φυλακή, φρόντιζε γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀρχαίας ὑγείας τῆς εὐσέβειας, παρακινώντας πολλοὺς πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ ἐπαναφέροντάς τους πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Ἔτσι ἀφοῦ ἀγωνίσθηκε ὁ Ὅσιος Βασίλειος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον δώρημα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Βασίλειε, ὡς βασιλεύσας παθῶν, τοῖς θείοις σου σκάμμασι· σὺ γὰρ ὁμολογίᾳ, τὸν σὸν βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι’ ἀμφοτέρων, ὡς ἀστὴρ σελασφόρος· ἐντεῦθεν τῆς ἀσαλεύτου βασιλείας ἠξίωσαι.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σοφέ, ἐκ μέσου τῶν συγχύσεων, καὶ μονάσας Ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν ἐνέργειαν, καὶ τὰς νόσους ἰᾶσθαι τῇ χάριτι, Βασίλειε Πάτερ ἱερώτατε.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, θεράπων καὶ μύστης, διὰ βίου εἰλικρινοῦς· οὗ τὸν χαρακτῆρα, σεβόμενος αἰσχύνεις, Βασίλειε παμμάκαρ, ἄνακτα τύραννον.

Οἱ Ὁσίες Κύρα καὶ Μαράνα


Τὸν βίο τῶν Ὁσίων αὐτῶν γυναικῶν, συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Οἱ Ὁσίες Κύρα καὶ Μαράνα κατάγονταν ἀπὸ τὴ Βέροια τῆς Συρίας καὶ ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἐπίσημη καὶ εὐγενική, ἀνάλογη δὲ καὶ ἡ μόρφωσή τους. Ἡ ἀφοσίωσή τους ἦταν στραμμένη στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Ἔτσι ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο καὶ ἔκτισαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη περιτοίχισμα ἀπὸ πέτρες καὶ ἐπιδόθηκαν ἐκεῖ στὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Τὴ θύρα τοῦ περιβόλου τους τὴν ἔκλεισαν μὲ πηλό, γιὰ νὰ μὴν εἰσέρχεται κανένας σὲ αὐτὸν καὶ ἄφησαν μόνο μία μικρὴ θυρίδα, γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς ἔξω καὶ νὰ λαμβάνουν τὴν τροφή τους. Ἀσκήθηκαν στὴ σιωπὴ καὶ ἔφεραν στὰ χέρια, τὰ πόδια, τὸν τράχηλο καὶ τὴ μέση σίδερα, γιὰ νὰ νεκρώσουν τὸ σῶμα καὶ νὰ νικήσουν τοὺς πειρασμούς.
Ὁ εὐσεβὴς πόθος τους τὶς ἔφερε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας στὴν Ἰσαυρία, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψαν πνευματικὰ ἐνισχυμένες στὸ ἐρημητήριό τους καὶ συνέχισαν μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγαθοεργίες τὴ ζωή τους.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησαν, κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχὲς τους στὸ Νυμφίο Χριστό.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός τοῦ Πσκὼφ

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ ἦταν διὰ Χριστὸν σαλός. Ἔζησε στὴν πόλη Πσκὼφ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ τσάρου Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1576.

27/2/12

Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Ὁμολογητής ὁ Δεκαπολίτης


Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Δεκαπολίτης ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν πνευματικὴ γενναιότητά του ὡς ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂν καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχισμό, δὲν ἔμεινε στὴν ἀπομόνωση τοῦ κελιοῦ του, ἀλλὰ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν εἰκονομάχων. Γι’ αὐτὸ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακὲς καὶ ἐξορίες. Διακρίθηκε, ἐπίσης, στὸν ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν.
Ὁ Ἅγιος Προκόπιος φαίνεται ὅτι λίγο μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ἐνῷ κατ’ ἄλλους ὑπέμεινε μαρτυρικὸ θάνατο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φερωνύμως προκόπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν· Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός· μεθ’ ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐωσφόρον σήμερον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη ἅπασαν, κακοδοξίας τὴν ἀχλύν, διασκεδάζει τιμῶσά σε, οὐρανομύστα, Προκόπιε ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον.
Θείας ὑπαλείπτην σε προκοπῆς, καὶ ὁμολογίας, θεηγόρου ὑφηγητήν, Πάτερ εὖ εἰδότες, τοὺς πόνους σου τιμῶμεν, δι’ ὧν καταπυρσεύεις, ἡμᾶς Προκόπιε.

Οἱ Ὅσιοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ἰάκωβος


Τὸ βίο τῶν Ὁσίων Ἀσκληπιοῦ καὶ Ἰακώβου συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Ὁ Ὅσιος Ἀσκληπιὸς ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Πολυχρονίου ( 23 Φεβρουαρίου), ποὺ διακόνησε τὸν Ὅσιο Ζεβινᾶ καὶ μιμήθηκε κατὰ πάντα τὸν Γέροντα αὐτοῦ στὴν ἄσκηση.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἐρημιτικοῦ βίου, σὲ πολὺ μεγάλη ἡλικία κλείσθηκε σὲ κελὶ κοντὰ στὴν πόλη Νιμουζᾶν, χωρὶς νὰ βλέπει κανέναν καὶ τίποτα.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησαν, κοιμήθηκαν ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Λέανδρος Ἐπίσκοπος Σεβίλλης


Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, Ἐπίσκοπος Σεβίλλης τῆς Ἱσπανίας, διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ φωτιστὴς τῶν Ἰσπανῶν, ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ ἦταν γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας. Ὁ πατέρας του ἦταν δούκας καὶ καταγόταν ἀπὸ βυζαντινὴ γενιά, ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν πρωτότοκη κόρη τοῦ Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, ποὺ βασίλευε στὴν Σεβίλλη, τὴν πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τῶν Βησιγότθων. Πολὺ νωρὶς ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ διακρίθηκε  γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὶς ἀρετές του. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέστησε Ἐπίσκοπο τὸ ἔτος 579 μ.Χ. Ἵδρυσε θεολογικὴ σχολὴ μὲ σκοπὸ τὴ διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν γενικά, μέσα στὸ λαὸ τοῦ τότε βάρβαρου ἀκόμα βασιλείου. Οἱ δύο βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλντ  καὶ Ρεκαρέντ, ἀνεψιοί του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του, ἦταν μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου. Ὁ Χερμενεγκὶλντ ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ πίστη του στὴν Ἐκκλησία δυναμώθηκε πιὸ πολὺ χάρη στὴν εὐσεβὴ σύζυγό του Ἴνγκαρντ, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Σιγεβέρτου. Ὅταν ὁ πατέρας του, μεταφέροντας τὴν πρωτεύουσά του στὸ Τολέδο, τοῦ ὅρισε γιὰ διαμονή του τὴ Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ αἱρετικὸς Λέβεγκιλντ ᾖλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Ὀρθόδοξο γιό του Χερμενεγκίλντ. Ἦταν τέτοια ἡ ἔνταση τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς μανίας τῶν αἱρετικῶν, ποὺ ὅπως γράφεται δὲν ἔβλεπε κανεὶς πουθενὰ ἐλεύθερο ἄνθρωπο καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆ ἔχασε τὴν παλαιά της γονιμότητα. Ὁ αἱρετικὸς βασιλέας πολιόρκησε τὴν Σεβίλλη καὶ ἔκλεισε σὲ σκοτεινὴ φυλακὴ τὸν υἱό του, ὅπου καὶ τὸν στραγγάλισε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 586 μ.Χ.
Τὴν ἐποχὴ αὐτή, λίγο πρὶν ἐξορισθεῖ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἄλλους ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἅγιος Λέανδρος ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκεῖ γνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Μέγα, τὸν Διάλογο, καὶ συνδέθηκε μαζί του μὲ δυνατὴ φιλία. Ὅταν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἔφθασε στὰ ἄκρα, ὁ βασιλιὰς Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε ἀπὸ θανατηφόρο ἀσθένεια, ἄλλαξε στάση, προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Λέανδρο στὴν ἐπιθανάτια κλίνη του καί, ἀφοῦ μετανόησε, τὸν παρακάλεσε νὰ κατευθύνει τὸ διάδοχό του Ρεκαρὲντ πρὸς τὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη πίστη. Ὁ νέος βασιλέας, ὑπάκουος στὸν παλαιὸ διδάσκαλό του, μεταστράφηκε καὶ ἀνέλαβε ἀμέσως νὰ συγκαλέσει τὴν Τρίτη ἐν Τολέδῳ Σύνοδο, ὅπου ἀνέγνωσε ἐνώπιον ὅλων τὴν ὁμολογία πίστεως στὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι οἱ λαοὶ τῶν Γότθων καὶ Σουέβων, ἑνωμένοι, ἐπανέρχονται στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἀφιέρωσε πλέον  τὴν ὑπόλοιπη ζωή του στὴ διδασκαλία τοῦ ποιμνίου του μὲ τὸ φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ ἀρχήν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ἀκόμη τὸν ἀδελφό του, Ἅγιο Ἰσίδωρο, νὰ γίνει διάδοχός του στὸ θρόνο τῆς Σεβίλλης καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας. Βοήθησε ἀκόμη τὴν ἀδελφή του, Ἁγία Φλωρεντίνη, νὰ γίνει ἱδρύτρια καὶ ἡγουμένη σαράντα μονῶν μὲ χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αὐτὴν μοναχικὸ τυπικὸ ποὺ ἀπὸ τότε καλεῖται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου». Ὀργάνωσε, ἐπίσης, τὴ Θεία Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας, ποὺ λειτουργικὰ ὀνομάζεται «μοζαραβική».
Ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος τῆς Σεβίλλης, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὲς ἀντιξοότητες καὶ δοκιμασίες, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο στὶς 13 Μαρτίου τοῦ ἔτους 600 ἢ 601 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Τίτος ἐκ Ρωσίας


Ὁ Ὅσιος Τίτος γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτευε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ἡ ἱερατική του βιοτὴ ἦταν θεοφιλὴς καὶ ἰσάγγελη, ἐνῷ ἡ ἀγάπη του πρὸς ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς ἀνιδιοτελὴς καὶ ἀνυπόκριτη.
Τότε ζοῦσε στὴ Λαύρα καὶ ἕνας διάκονος, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐάγριος. Ὁ μισόκαλος διάβολος, ποὺ πάντοτε σπείρει ζιζάνια, ἔσπειρε ἔχθρα ἀνάμεσα στὸν Ὅσιο Τίτο καὶ τὸ διάκονο Εὐάγριο. Καὶ ἐνῷ πρῶτα ἔτρεφαν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο βαθιὰ ἀμοιβαία ἀγάπη, ἔφθασαν τώρα νὰ μὴν θέλουν οὔτε νὰ ἰδωθοῦν. Τόσο πολὺ μάλιστα τοὺς σκότισε ἡ ὀργὴ καὶ ἡ μνησικακία, ὥστε, ὅταν θυμίαζε ὁ ἕνας στὸ ναό, ὁ ἄλλος ἔφευγε. Καὶ ἂν δὲν ἔφευγε, ὁ πρῶτος τὸν προσπερνοῦσε χωρὶς νὰ τὸν θυμιάσει.
Ἔχοντας βυθιστεῖ σὲ τέτοιο σκοτάδι ἐμπάθειας οἱ δύο ἀδελφοί, τολμοῦσαν νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ προσφέρουν τὰ Τίμια Δῶρα καὶ νὰ κοινωνοῦν, ξεχνώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ποὺ λέγει: «Ἐὰν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἐκεῖ ἐνθυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίων σου, ἄφησε ἐκεῖ τὸ δῶρο σου μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο καὶ πήγαινε, πρῶτα νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν ἀδελφό σου, καὶ τότε ἀφοῦ ἔλθεις πρόσφερε τὸ δῶρο σου».
Κάποτε ὁ Ὅσιος Τίτος ἀρρώστησε πολὺ σοβαρά. Εἶχα μάλιστα φθάσει στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, ὅταν ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ κλαίει καὶ νὰ θρηνεῖ γιὰ τὴν ἁμαρτία του. Ἀμέσως παρακάλεσε τοὺς μοναχοὺς νὰ καλέσουν τὸν Εὐάγριο, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν. Ἐκεῖνος ὅμως, ὄχι μόνο δὲν δέχθηκε νὰ συγχωρέσει τὸν ἑτοιμοθάνατο ἀδελφό, ἀλλὰ ἄρχισε νὰ τὸν καταριέται. Τότε τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ἔφεραν διὰ τῆς βίας στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν. Μόλις τὸν εἶδε ὁ Ὅσιος Τίτος ἀνασηκώθηκε μὲ δυσκολία καὶ τὸν ἱκέτευσε κλαίγοντας νὰ τὸν εὐλογήσει. Ὁ ἀνελέητος Εὐάγριος ἀποστράφηκε ἄσπλαχνα  τὸν Ὅσιο καὶ δήλωσε μπροστὰ σὲ ὅλους, ὅτι ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του οὔτε στὴν παροῦσα ζωὴ οὔτε στὴν ἄλλη. Δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ τελειώσει τὸν λόγο του καὶ ἔπεσε κάτω ξερός! Οἱ πατέρες ἔτρεξαν νὰ τὸν σηκώσουν, ἀλλὰ διαπίστωσαν πὼς ἦταν νεκρός. Τὸ σῶμα του ἀμέσως πάγωσε σὰν μάρμαρο. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος Τίτος σηκώθηκε ὄρθιος, ἐντελῶς ὑγιής, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀρρωστήσει ποτέ. Μὲ φρίκη καὶ δέος ἀντίκρισαν ὅλοι τὸν ἄδοξο θάνατο τοῦ μνησίκακου Εὐαγρίου καὶ τὴν θαυματουργικὴ ἴαση τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Τίτος, μετὰ τὴν συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἐμπειρία, ἀπομάκρυνε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ ζωή του, ὄχι μόνο τὴν ἐξωτερικὴ ὀργή, ἀλλὰ καὶ κάθε κακὸ λογισμὸ γιὰ ὁποιονδήποτε ἀδελφό, μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό. Ἦταν τὸ ἔτος 1190.

Ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ Ἐπίσκοπος Μπρούκλυν


Ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ γεννήθηκε στὴ Συρία τὸ ἔτος 1860 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Μιχαὴλ Χαβαβίνυ καὶ τὴ Μάριαμ, θυγατέρα τοῦ ἱερέως τῆς Δαμασκοῦ. Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων τοῦ 1861 βαπτίσθηκε καὶ ὀνομάσθηκε Ραφαήλ.
Σπούδασε στὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ χειροτονήθηκε διάκονος στὶς 8 Δεκεμβρίου τοῦ 1885. Στὴ συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας Σίλβεστρο, διευθυντὴ τῆς ἀκαδημίας καὶ ἕνα μῆνα ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὀφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰωαννίκιο. Ὡς πρεσβύτερος πλέον ἀνέλαβε καθήκοντα ἐξάρχου τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στὴ Ρωσία.
Ὁ ἱεραποστολικὸς ζῆλος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ἀμερική. Ἔφθασε στὴ Νέα Ὑόρκη στὶς 2 Νοεμβρίου 1895 καὶ ἀνέλαβε ὡς βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου Νικολάου. Ἀνέλαβε σημαντικὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ συγγραφὴ θεολογικῶν βιβλίων καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀνέγερση νέων ναῶν.
Τὸ ἔτος 1903 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο Μπρούκλυν καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο στὴ Βόρειο Ἀμερική.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1915.

26/2/12

Ὁ Ἅγιος Πορφυριος Ἐπίσκοπος Γάζης


Ὁ Ἅγιος Πορφύριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε καὶ γονεῖς καὶ πλούτη, στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο ποὺ ἦταν τότε μεγάλο μοναστικὸ κέντρο καὶ ἔγινε μοναχὸς σὲ σκήτη. Μετὰ πενταετὴ διαμονὴ ἦλθε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κήρυσσε στοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἕλληνες τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἀσθένησε σοβαρὰ ἀπὸ κίρρωση τοῦ ἥπατος, ἀλλὰ παρὰ τὴν ἀσθένειά του δὲν παρέλειπε καθημερινὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ προσκυνήματα, προκαλώντας τὸν θαυμασμὸ τῶν ἄλλων προσκυνητῶν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Μᾶρκος, ὁ μετέπειτα βιογράφος τοῦ Πορφυρίου, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταβεῖ, ἐπίσης, γιὰ προσκύνημα ἀπὸ τὴν Ἀσία στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ τότε συνδέθηκαν διὰ βίου. Ὁ Μᾶρκος ἀποδείχθηκε πιστὸς καὶ χρήσιμος συνεργάτης του, ἀνέλαβε μάλιστα νὰ τακτοποιήσει μία σοβαρὴ ἐκκρεμότητα ποὺ εἶχε ἀφήσει στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Πορφύριος, τὸν καταμερισμὸ δηλαδὴ τῆς οἰκογενειακῆς περιουσίας του μὲ τὰ ἐνήλικα πλέον ἀδέλφια του. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀπουσίας τοῦ Μάρκου στὴ Θεσσαλονίκη, ἡ ὑγεία τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου ἀποκαταστάθηκε θαυματουργικά, κατόπιν ὁράματος τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ εὐγνώμονος λῃστοῦ. Ὁ Μᾶρκος διεκπεραίωσε τὴν ὑπόθεση μὲ τὸν καλύτερο τρόπο καὶ ἐπέστρεψε μὲ τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας, ὕψους 4.400 νομισμάτων καὶ μὲ πλῆθος ἀργυρῶν σκευῶν καὶ πολύτιμων ἐνδυμάτων, τὰ ὁποία σύντομα ἐκποίησε καὶ μοίρασε στοὺς πτωχοὺς καὶ στὰ μοναστήρια τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Αἰγύπτου, τὰ ὁποία ἦταν πολὺ πτωχά.
Ἐκεῖ χειροτονήθηκε, τὸ ἔτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Β’ (386 – 417 μ.Χ.). Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἐπισκόπου Γάζης Αἰνείου, τὸ 395 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Γάζης καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Ἰωάννη. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα, ὁδήγησε καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες καὶ αἱρετικοὺς στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία.
Γιὰ νὰ προστατεύσει ὁ Ἅγιος τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὶς ἀδικίες τῶν Ἐθνικῶν καὶ τῶν ἀρχόντων, δὲν δίστασε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ζητήσει τὴν συνδρομὴ τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ Εὐδοξίας. Ἐκεῖ συνάντησε καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος τὸν συνέστησε στὸν Ἀμάντιο τὸν κουβικουλάριο καὶ στοὺς βασιλεῖς καὶ στήριξε μὲ θέρμη τὸ αἴτημά του νὰ καταστήσει γνωστὴ στοὺς βασιλεῖς τὴν τυραννία τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων ποὺ καταπίεζαν τὸν λαό. Παρὰ τὶς ἀρχικές του ἀντιδράσεις ὁ βασιλέας ἐπείσθη καὶ χορήγησε στὸν Ἅγιο Πορφύριο βασιλικὸ διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο περιόριζε τὴν δράση τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν λοιπῶν αἱρετικῶν καὶ μὲ βασιλικὴ χορηγία ἀνήγειρε ἐκκλησίες ἐκεῖ ὅπου προηγουμένως βρίσκονταν εἰδωλολατρικοὶ ναοί. Κατάφερε δὲ ὁ Ἅγιος τὰ κατεδαφιστεῖ τὸ Μαρνεῖον, ὁ περίφημος ναὸς τῶν Ἐθνικῶν Γαζαίων, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ τὸ ἔτος 129 μ.Χ. Στὴν θέση του ἀνοικοδομήθηκε περικαλλὴς ναὸς μὲ χορηγία τῆς αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας, ἡ ὁποία ἀπέστειλε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ στὴν Γάζα τὸν Ἀντιοχέα ἀρχιτέκτονα Ρουφίνο. Ὁ ναὸς αὐτός, ποὺ ὀνομάστηκε Εὐδοξιανός, εἶχε 32 μεγάλους κίονες ἀπὸ καρυστινὸ μάρμαρο καὶ τὰ ἐγκαίνιά του ἔγιναν τὸ Πάσχα τοῦ 407 μ.Χ.
 Κατὰ τὰ μετέπειτα ἔτη ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἐργάστηκε γιὰ τὴν συγκρότηση τῆς Ἐπισκοπῆς του. Μὲ ζωηρὰ χρώματα διασώζει ὁ βιογράφος του Μᾶρκος, τὴν φιλανθρωπικὴ καὶ ἱεραποστολική του δράση. Τὸ ἔτος 415 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Διοσπόλεως, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἰωάννου Β’. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἀσχολήθηκε μὲ τὸν θεολόγο Πελάγιο, ὁ ὁποῖος εἶχε καταφύγει στὰ Ἱεροσόλυμα κοντὰ στὸν Ἰωάννη, μετὰ τὴν σύγκρουση ποὺ εἶχε στὴν Ἀφρικὴ μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο, Ἐπίσκοπο Ἱππῶνος ( 15 Ἰουνίου) γιὰ τὰ θέματα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ τῆς θείας χάριτος. Στὴ Σύνοδο αὐτὴ ὁ Πελάγιος ἀθωώθηκε, ἀφοῦ ἀποδέχθηκε τὴ βασικὴ διδασκαλία, ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Ἅγιος ἀναπαύθηκε τὸ ἔτος 420 μ.Χ. μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, σὲ ἡλικία 72 ἐτῶν, «τὸν καλὸν ἀγῶνα τετελεκῶς πρὸς τοὺς εἰδωλομανεῖς ἕως τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Πορφυραυγέσιν ἀρετῶν λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτὸν Ἱεράρχα, καθάπερ φῶς ἐξέλαμψας Πορφύριε σοφέ· λόγοις γὰρ καὶ θαύμασιν, ἀληθῶς διαπρέψας πᾶσιν ἐβεβαίωσας, εὐσέβειας τὴν χάριν· καὶ νῦν Χριστῷ ἀΰλως λειτουργῶν, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, μὴ παύσῃ δεόμενος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ἱερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, ἱερωσύνης στολῇ κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, καὶ ἰαμάτων ἐμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Θεσσαλονίκης σεπτὸς βλαστός, καὶ Γαζαίων θεῖος, Ποιμενάρχης καὶ ὁδηγός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφαγωγὸς ἐδείχθης, Πορφύριε τρισμάκαρ, σώζων τοὺς δούλους σου.

ΚΥΡΙΑΚΗ «ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ»


Ματθ. στ’ 14-21

ν γρ φτε τος νθρώποις τ παραπτώματα ατνφήσει καμν  πατρ μν  οράνιος· ἐὰν δ μ φτε τος νθρώποις τπαραπτώματα ατνοδ  πατρ μν φήσει τ παραπτώματαμνΟταν δ νηστεύητε, μ γίνεσθε σπερ ο ποκριτα σκυθρωποί·φανίζουσι γρ τ πρόσωπα ατν πως φανσι τος νθρώποις νηστεύοντες· μν λέγω μν τι πέχουσι τν μισθν ατν. Σ δνηστεύων λειψαί σου τν κεφαλν κα τ πρόσωπόν σου νίψαι, πως μφανς τος νθρώποις νηστεύων, λλ τ πατρί σου τ ν τ κρυπτ, κα  πατήρ σου  βλέπων ν τ κρυπτ ποδώσει σοι ν τ φανερ. Μθησαυρίζετε μν θησαυρος π τς γς, που σς κα βρσις φανίζει, κα που κλέπται διορύσσουσι κα κλέπτουσι· Θησαυρίζετε δ μν θησαυρος ν ορανπου οτε σς οτε βρσις φανίζει, κα που κλέπται ο διορύσσουσιν οδ κλέπτουσιν· που γάρ στιν  θησαυρςμν, κε σται κα  καρδία μν.

Φτάσαμε στὶς τελευταῖες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Μεγάλη Σαρακοστή.Ἤδη κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω , δυὸ μέρες - ἡ Τετάρτη καὶ ἡΠαρασκευὴ - ἀνήκουν στὴ Σαρακοστή. Ἡ Θεία Λειτουργία δὲν τελέσθηκε καὶ ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη στὶς ἀκολουθίες ἔχει πάρει τὰλειτουργικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Τὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου ἡ Ἐκκλησία μας  «ποιεῖ μνεία πάντων τῶνἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τὲ καὶ γυναικῶν». Οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θ' ἀκολουθήσουμε, οἱ ὁδηγοὶ στὴ δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας. Στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται ν'ἀρχίσουμε δὲν εἴμαστε μόνοι, ἔχουμε βοηθοὺς καὶ παραδείγματα.
Τὴν Κυριακή, τελευταῖα μέρα πρὶν τὴ Σαρακοστή, ποὺ συνήθως τὴνὀνομάζουμε Κυριακὴ τῆς συγγνώμης καὶ «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας του Πρωτόπλαστου Ἀδάμ».
Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία του ὅμως τὸνἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴ γῆεἶναι μιὰ ἐξορία. Η Μ. Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴσκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας. (σέλ. 32)
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Μάτθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μιὰ τέτοια ἀπελευθέρωση. Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία,ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶτῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Δὲν πρέπει ὅμως ἡ νηστεία μας νὰ εἶναιὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι», νὰ μὴ φαινόμαστε «στοὺςἀνθρώπους νηστεύοντες, ἀλλὰ στὸν Πατέρα μας ἐν τῷ κρυπτῷ» ὅπωςἀναφέρεται στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη: «Ἐὰν ἀφῆτε στοὺς ἀνθρώπους τὰπαραπτώματά τους, θὰ ἀφήσει καὶ τὰ δικά σας ὁ οὐράνιος Πατέρας».Ἡ συγχωρητικότητα εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴ σύμπνοια, στὴν ἀγάπη. Ἔτσι στὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς, στὸ τέλος τῆςἀκολουθίας, ὅλοι οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ζητώντας τὴν ἀμοιβαία συγχώρεση.
Οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτὸ ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή.Ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία μὲ τὸν ἱερέα ντυμένο στὰ λαμπερὰ ἄμφια καὶ τὰτροπάρια ἀναγγέλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μ. Σαρακοστῆς καὶ πέρα ἀπ' αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα. Κατόπιν γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦΕὐαγγελίου μὲ τὸν ἑσπερινὸ ὕμνο «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης» καὶ ὁἱερέας προχωρεῖ στὴν Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ ἀναφωνήσει τὸ Προκείμενο ποὺ πάντα ἀναγγέλει τὸ τέλος τῆς μιᾶς μέρας καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄλλης.Ἡ θαυμάσια μελωδία: «Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦπαιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου, πρόσχες τὴ ψυχή μου καὶ λύτρωσε αὐτήν» λέγεται πέντε φορές, τὰ φῶτα σβήνουν καὶ τὰχρωματιστὰ ἄμφια ἀλλάζουν.π ατ τ σημεο ξεκινάει  Μεγάλη Σαρακοστή: συναισθάνομαιτι εμαι ξόριστος π τν μορφι τς Βασιλείας Του κα θλίβομαι. Τελικ παραδέχομαι τι μόνο  Θες μπορε ν μ βοηθήσει σ' ατ τθλίψη. Μετάνοια πάνω π' λα εναι τ πελπισμένο κάλεσμα γι τΘεία βοήθεια. Στ συνέχεια διαβάζεται  προσευχ το γίου φραμ πο συνοδεύεται π μετάνοιες. Καθς ο πιστο πλησιάζουν τνερέα,  χορς ψάλλει πασχαλινος μνους. π τώρα βλέπουμε νλάμπει στ τέλος τ φς τς νάστασης, τ φς τς Βασιλείας τοΘεο.

ἈπολυτίκιονἮχος δ’.
Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶνὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ’ ἡμῶνκατὰ τὴν σὴνἐπιείκειανμὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ’ ἡμῶνἀλλὰ ταῖς αὐτῶνἱκεσίαιςἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον τὴν ζωὴν ἡμῶν.

Ἔτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.Τὸ πολυσύνθετον, Πατέρων σύστημα, ἀνευφημήσωμεν, ἐνθέοις ᾄσμασι, τοὺς ἐν Ἑῴᾳ καὶ Βορρᾷ, καὶ Ἄρκτῳ καὶ Μεσημβρίᾳ, ἐν ἀσκήσει λάμψαντας, καὶ Θεὸν θεραπεύσαντας, ἀρετῶν ἀκρότητι, καὶ θαυμάτων δυνάμεσι, γνωστοὺς καὶ ἀνωνύμους καὶ πάντας, οὓς ὁ Χριστὸς λαμπρῶς ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας κήρυκας, καὶ ἀσεβείας φίμωτρα, τῶν Θεοφόρων τὸν δῆμον ἐφαίδρυνας Κύριε, τὴν ὑφήλιον λάμποντα. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ τελείᾳ τοὺς σὲ δοξάζοντας, καὶ μεγαλύνοντας, διαφύλαξον ψάλλειν καὶ ᾄδειν σοι· Ἀλληλούϊα.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σύ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος· ἰδοῦ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπέσοντα.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις τῶν Ὁσίων θεία πληθὺς, οἱ πάσῃ τῇ κτίσει, ἐνασκήσαντες ἱερῶς, χρόνοις διαφόροις, ἀσκητικοῖς καμάτοις, Πατέρες Θεοφόροι, σκεύη χάριτος.

Οἱ Ἁγίες Φωτώ, Φῶτις, Παρασκευή, Κυριακὴ καὶ Ἀνατολὴ οἱ Μάρτυρες ἀδελφὲς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς


Οἱ Ἁγίες Φωτώ, Παρασκευή, Κυριακὴ καὶ Ἀνατολὴ τελειώθησαν διὰ ξίφους καὶ ἡ Ἁγία Φῶτις ἐτέθηκε σὲ δύο δένδρα, τὰ ὁποία ἀπολυθέντα τὴν διέσχισαν στὰ δύο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φωτεινὴν καὶ Φωτίδα καὶ Φωτὼ ἀνυμνήσωμεν, σὺν Ἀνατολὴ Φωτεινόν τε Ἰωσὴν θεῖοις ἄσμασιν, ὁμοῦ Κυριακὴν Παρασκευήν, τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ περιφανείς· θείαν χάριν γὰρ αἰτοῦνται καὶ φωτισμόν, τοῖς πίστει ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.

25/2/12

Ὁ Ἅγιος Ταράσιος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως


Ὁ Ἅγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ ἐκπαιδεύθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς, τὸν Γεώργιο, κριτὴ καὶ πατρίκιο καὶ τὴν Εὐκρατία. Λόγω τῆς μεγάλης του μορφώσεως ἀνυψώθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ πρωτασηκρίτου.
Οἱ ἐκκλησιαστικὲς περιστάσεις τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀρκετὰ σοβαρές. Ὑπῆρχε ἀκόμα ὁ πόλεμος τῶν εἰκονομάχων, ἡ δὲ θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἔγινε ἀκόμη πιὸ δύσκολη διὰ τοῦ θανάτου τοῦ Πατριάρχου Παύλου Δ’ τοῦ Κυπρίου (780 – 781 μ.Χ.). Ἡ βασίλισσα Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἡ ὁποία ἐπιτρόπευε τὸν ἀνήλικο υἱό της Κωνσταντῖνο ΣΤ’ (780 – 798 μ.Χ.), κατανόησε, ὅτι χρειαζόταν ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης μὲ εὐσέβεια, θεολογικὴ κατάρτιση καὶ διοικητικὴ ἱκανότητα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς περιστάσεις καὶ τὰ προβλήματα. Ἔτσι ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ὁ Ἅγιος Ταράσιος παρὰ τὶς ἐπίμονες ἀρνήσεις του, ἀφοῦ ἔλαβε ὑπόσχεση ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς, ὅτι θὰ συγκληθεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσει τὰ διάφορα θεολογικὰ ζητήματα καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα. Ἡ χειροτονία τοῦ νέου Πατριάρχου ἔγινε στὶς 25 Δεκεμβρίου 784 μ.Χ.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχίας του ὁ Ἅγιος μερίμνησε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων μὲ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ Πάπα Ἀδριανοῦ Α’ (771 – 795 μ.Χ.) καὶ τὴν σύγκλιση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ἔτος 787 μ.Χ., στὴ Νίκαια, ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἀκύρωσε τὴν εἰκονομαχικὴ Σύνοδο τοῦ ἔτους 754 μ.Χ. θέτοντας ὡς βάση τοῦ δογματικοῦ καθορισμοῦ τὰ σχετικὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ( 4 Δεκμβρίου). Ἡ ὄγδοη συνεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ ἀνάκτορα, ὅπου οἱ βασιλεῖς Εἰρήνη καὶ Κωνσταντῖνος ὑπέγραψαν τοὺς Ὅρους τῆς Συνόδου.
Στὴν εὐσέβεια καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος τοῦ Ἁγίου ὀφείλεται καὶ ἡ μέριμνα ποὺ ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία κατὰ τῆς σιμωνίας, τοῦ χρηματισμοῦ δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἐπισκοπικῶν θέσεων. Παράλληλα ὁ Ἅγιος ἀνέπτυξε πλούσια φιλανθρωπικὴ καὶ κοινωνικὴ δράση καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη του πρὸς τοὺς πτωχούς.
Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχισμὸ ἐκφράστηκε καὶ μὲ τὴν ἵδρυση Μονῆς στὸ στενὸ τοῦ Βοσπόρου, στὴν ὁποία καὶ ἐνταφιάσθηκε μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του τὴν Τετάρτη τῆς Α’ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν, τὸ ἔτος 806 μ.Χ. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.) τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους 813 μ.Χ. ἐνέδυσε τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου μὲ ἄργυρο, ἐπιδεικνύοντας ἔτσι καὶ αὐτὸς καὶ ἡ βασίλισσα Προκοπία τὸν σεβασμό τους πρὸς τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ταρασίου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου ὀρθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστὴρ ὑπέρλαμπρος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χρίστου, Συνόδῳ ἐν τῇ Ἑβδόμῃ, προσκυνεῖν ἐκήρυξας, ὀρθοδόξως μακάριε, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενος· διὸ τοὺς σοὺς ἀγῶνας γεραίρει, Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνας, καὶ Χριστοῦ μακάριε, τὴν σεβασμίαν Εἰκόνα, σέβεσθαι, καὶ προσκυνεῖσθαι πᾶσι διδάξας, ἤλεγξας, Εἰκονομάχων ἄθεον δόγμα· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Πάτερ σοφὲ Ταράσιε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὤσπερ μέγας ἥλιος, ταῖς τῶν δογμάτων, καὶ θαῦμα, τῶν λάμψεσι, φωταγωγεῖς διαπαντός, τῆς οἰκουμένης τὸ πλήρωμα, οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.

Μεγαλυνάριον.
Τύπων καλῶν ἔργων δι’ ἀρετῆς, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, παραστήσας Πάτερ σαυτόν, τοῦ Χριστοῦ τὸν τύπον, ἐν ἱεραῖς Εἰκόσιν, ἐδίδαξας τιμᾶσθαι, ὀρθῶς Ταράσιε.

Ὁ Ἅγιος Ρηγίνος ὁ Ἱερομάρτυρας


Ὁ Ἅγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στὴ Λεβάδεια τῆς Βοιωτίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν βοήθησαν νὰ λάβει τὴ θύραθεν παιδεία ἀλλὰ καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἀγωγή. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Κύριο καὶ ἡ πνευματική του πρόοδος τὸν μεταμόρφωσαν σὲ σκεῦος ἐκλογῆς καὶ σὲ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Ἅγιος ἔζησε τὴν ἐποχὴ ποὺ βασίλευσαν οἱ δύο υἱοὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ μὲν Κωνστάντιος στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἀνατολή), ὁ δὲ Κώνστας στὴ Ρώμη (Δύση). Καὶ οἱ δύο διάδοχοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶχαν ἀνατραφεῖ μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ ὁ μὲν Κωνστάντιος εἶχε συνειδητὰ ἀποδεχθεῖ τὸν Ἀρειανισμό, ὁ δὲ Κώνστας παρέμεινε πιστὸς στὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ οἱ δύο εἶχαν ὡς κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θρησκευτικῆς τους πολιτικῆς, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν καταπολέμηση τῆς ἐθνικῆς θρησκείας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκκλησιαστική τους πολιτικὴ εἶχε ὡς συνέπεια ὄχι μόνο τὴ συντήρηση, ἀλλὰ καὶ τὴν διεύρυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διασπάσεως μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν καὶ τῶν ἀντιπάλων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ συνεχεῖς παρεμβάσεις, αὐθαίρετες ἢ μή, στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα ὑπῆρξαν πηγὴ ἐντάσεως στὶς ἀρειανικὲς ἔριδες τοῦ 4ουαἰῶνος μ.Χ.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀπεστάλη στὴ νῆσο Σκόπελο ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἀχίλλειο ( 15 Μαΐου, πολιοῦχος τῆς πόλεως Λάρισας), γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἐξόριστους ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ καὶ νὰ τοὺς στερεώσει στὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες τοῦ Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου, ὁ Ἅγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ἔτος 325 μ.Χ. μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀχίλλειο. Ὅμως, μολονότι καταδικάσθηκε ὁμόφωνα ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου δὲν ἐξέλιπαν καὶ συνέχισαν νὰ διαδίδουν τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους. Ἐπικράτησε ἐκ νέου μεγάλη ἀναταραχὴ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, κρίση καὶ κατὰ συνέπεια χωρισμὸς σὲ δυὸ παρατάξεις, κάτι ποὺ ἀνησύχησε ἰδιαίτερα τοὺς δύο αὐτοκράτορες Κωνστάντιο καὶ Κώνστα. Τελικὰ οἱ δύο αὐτοκράτορες συμφώνησαν νὰ συγκληθεῖ στὴ Σαρδικὴ (Σόφια). Πράγματι, ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε στὴ Σαρδική, τὸ ἔτος 343 μ.Χ. Στὴ Σύνοδο ἔλαβε μέρος καὶ ὁ Ἅγιος Ρηγίνος, ὁ ὁποῖος ἐξόντωσε ὅλες τὶς αἱρέσεις μὲ τὸ λόγο του καὶ τὴν τόλμη τῆς γνώμης του.
Μετὰ τὴ λήξη τῆς Συνόδου ὁ Ἅγιος Ρηγίνος ἐπέστρεψε στὴ Σκόπελο. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κλυδωνίσθηκε καὶ ταράχθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ ἐπαναφέρει τὴ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Στὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν ποὺ διέταξε ὁ βασιλέας, ἔφθασε στὴ Σκόπελο ὁ ἔπαρχος τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν Σποράδων. Ἀμέσως κάλεσε τὸν ποιμενάρχη τῆς Σκοπέλου καὶ τοῦ ὑπέδειξε νὰ ἀλλάξει πίστη καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν εἰδωλολατρία. Ὅμως ὁ Ἅγιος περιφρόνησε τὴν ὑπόδειξή του καὶ ἐνέμεινε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ σταθερότητα στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Στὶς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 362 μ.Χ. ὁδηγήθηκε γιὰ τελευταῖα φορὰ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Στὶς προτροπές του νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ὁ Ἅγιος δὲν ἔδωσε καμία ἀπάντηση. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὸ στάδιο τῆς νήσου, ὅπου ὑπέστη καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἀκολούθως στὴ θέση «Παλαιὸ Γεφύρι», ὅπου ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν δήμιο ἡ τίμια κεφαλή του. Τὴν νύχτα οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ ἐνταφίασαν μέσα στὸ δάσος τοῦ ὑπερκείμενου λόφου, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκοπέλου προστάτης καὶ ποιμὴν ἐνθεώτατος, ὤφθης Ἱεράρχα Ῥηγῖνε, ὡς τοῦ Πνεύματος σκήνωμα, καὶ αἵματι σοφὲ μαρτυρικῷ, φοινίξας τὴν ἁγίαν σου στολήν, διασώζεις ἐκ κινδύνων καὶ πειρασμῶν, τοὺς πίστοι ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην τῆς Σκοπέλου καὶ διδάσκαλον
Καὶ τῶν Μαρτύρων κοινωνὸν καὶ ἰσοστάσιον
Μακαρίσωμεν Ῥηγῖνον τὸν θεηγόρων·
Τῷ Χριστῷ γὰρ ἱεράτευσεν ὡς ἄγγελος
Καὶ ἀθλήσας διασώζει πάσης θλίψεως
Τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Σκοπέλου θεῖος ποιμήν, Ῥηγῖνε παμμάκαρ, ὁ ἀθλήσας καρτερικῶς· χαίροις Ἐκκλησίας, ὁ φωτοφόρος λύχνος, σοφὲ Ἱερομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.

24/2/12

Εὕρεσις Τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Προφήτου, προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννη


Ὅταν ἀποκεφαλίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἡρώδη, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἡ τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ τοποθετήθηκε μέσα σὲ ἀγγεῖο ἀπὸ ὄστρακο καὶ κρύφθηκε στὴν οἰκία τοῦ Ἡρώδη. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης φανερώθηκε στὸ ὄνειρο δύο μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα μὲ σκοπὸ νὰ προσκυνήσουν τὸν τάφο τοῦ Κυρίου, ἀγγέλλοντας σὲ αὐτούς, ποῦ βρίσκεται ἡ τίμια κεφαλή του. Καὶ ἐκεῖνοι, ἀφοῦ τὴν βρῆκαν, τὴν εἶχαν μὲ τιμές. Ἀπὸ αὐτοὺς τὴν παρέλαβε κάποιος κεραμεὺς καὶ τὴν μετέφερε στὴν πόλη τῶν Ἐμεσηνῶν. Ὅταν ὅμως πέθανε, τὴν κληροδότησε στὴν ἀδελφή του. Καὶ ἀπὸ τότε διαδοχικὰ περιῆλθε σὲ πολλούς, γιὰ νὰ καταλήξει στὰ χέρια κάποιου ἱερομονάχου ἀρειανοῦ ποὺ ὀνομαζόταν Εὐστάθιος καὶ φύλαξε τὴν τίμια κάρα σὲ σπήλαιο. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταφέρθηκε, ἐπὶ Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.), στὸ Παντείχιον τῆς Βιθυνίας μέχρι ποὺ ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379 – 395 μ.Χ.) ἀνεκόμισε αὐτὴ στὸ Ἕβδομο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἀνήγειρε μέγα καὶ περικαλλέστατο ναό.
Βέβαια περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἀντιφατικὲς παραδόσεις. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχὴ ἡ τίμια κάρα εὑρέθηκε στὴν Ἔμεσα τὸ ἔτος 458 μ.Χ., ἐπὶ βασιλέως Λέοντος Α’ (457 – 474 μ.Χ.), ἐνῷ ἄλλοι δέχονται ὅτι αὐτὴ εὑρέθηκε τὸ ἔτος 760 μ.Χ. καὶ μεταφέρθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἔμεσα. Ἀπὸ ἐκεῖ μετακομίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ βασιλείας Μιχαὴλ Γ’ (842 – 867 μ.Χ.) καὶ πατριαρχίας Ἰγνατίου.
Περὶ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Τιμίου Προδρόμου βρίσκουμε εἰδήσεις καὶ σὲ διάφορους χρονογράφους. Ὁ Ζωναρᾶς ἀναφέρει ὅτι τὸ ἔτος 968 μ.Χ. ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς βρῆκε στὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας«βόστρυχον τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου αἵματι περφυμένον», ποὺ μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη. Πέντε δὲ χρόνια νωρίτερα, κόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴ Βέροια τῆς Συρίας, περὶ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 963 μ.Χ., μέρος τοῦ ἱματίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα μὲ ἄλλη μαρτυρία ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς βρῆκε στὴν Κρήτη«τὸ ἔνδυμα τοῦ Προφήτου ἐκ τριχῶν καμήλου τυγχάνον καὶ περὶ τὸν τράχηλον ἠμαγμένον».
Ἡ Σύναξη τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἐτελεῖτο στὸ Προφητεῖο του, ποὺ βρισκόταν στὴν τοποθεσία τὴν ὀνομαζόμενη Φωρακίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ἀνατείλασα, ἡ τοῦ Προδρόμου Κεφαλή, ἀκτῖνας ἀφίησι, τῆς ἀφθαρσίας πιστοῖς τῶν ἰάσεων· ἄνωθεν συναθροίζει, τὴν πληθὺν τῶν Ἀγγέλων, κάτωθεν συγκαλεῖται, τῶν ἀνθρώπων τὰ γένη, ὁμόφωνον ἀναπέμψαι, δόξαν Χριστῷ τῷ Θεῷ.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Προφῆτα Θεοῦ, καὶ Πρόδρομε τῆς χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ῥόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τὰς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν, καὶ γὰρ πάλιν ὡς πρότερον, τῷ κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.

Μεγαλυνάριον.
Ὤσπερ μυροθήκη πνευματική, ἐκ γῆς ἀνεφάνη, σοῦ ἡ πάντιμος Κεφαλή, Βαπτιστὰ Κυρίου, καὶ κόσμον κατευφραίνει, τῆς ἡδυπνόου δόξης ταῖς διαδόσεσι.

23/2/12

Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Σμύρνης


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πολύκαρπος γεννήθηκε περὶ τὸ 80 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Παγκράτιο καὶ τὴ Θεοδώρα, ποὺ εἶχαν ἐγκλειστεῖ στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία. Ὑπῆρξε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, μαθητὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη. Λίγο πρὶν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν πρόσκαιρο αὐτὸ βίο ὁ Ἅγιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης ( 6 Φεβρουαρίου), χειροτόνησε μετὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὡς διάδοχό του, τὸν Ἅγιο Πολύκαρπο καὶ μετὰ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος παρακολούθησε μὲ ἀγωνία καὶ προσευχὴ τὴ σύλληψη τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν θεοφόρο Πατέρα μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὴν Ἐπιστολὴ τὴν ὁποία ἔγραψε πρὸς τοὺς Φιλιππησίους. Σὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τοὺς συγχαίρει γιὰ τὴν φιλοξενία, τὴν ὁποία παρεῖχαν στὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅταν αὐτὸς διῆλθε ἀπὸ τὴν πόλη τους. Τὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου διακρίνεται γιὰ τὸν ἀποστολικό, θεολογικὸ καὶ ποιμαντικὸ χαρακτήρα του.
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν γιὰ τὴν σωφροσύνη, τὴ θεολογικὴ κατάρτιση καὶ τὴν ἀφοσίωση στὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, καθὼς μιλοῦσε πάντα σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές. Ἦταν ὁ γνησιότατος ἐκπρόσωπος τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος παρέχει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος μετέστρεψε πολλοὺς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τοῦ Βαλεντίνου καὶ τοῦ Μαρκίωνος στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Διηγεῖται μάλιστα καὶ ἕνα ἐπεισόδιο ἀναφερόμενο στὴ στάση τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἔναντι τοῦ Μαρκίωνος. Ὅταν ὁ αἱρεσιάρχης αὐτὸς τὸν πλησίασε κάποτε καὶ τοῦ ἀπηύθυνε τὴν παράκληση: «ἐπεγίνωσκε ἡμᾶς», δηλαδὴ ἀναγνώρισέ μας, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω σε τὸν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ».
Ἕνα ἄλλο ἐπεισόδιο ἀνάγεται στὴ γεροντικὴ ἡλικία τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν τὸ Πάσχα στὶς 14 τοῦ μηνὸς Νισσάν, σὲ ὁποιαδήποτε ἡμέρα καὶ ἂν τύχαινε αὐτό. Ἀντίθετα οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες δὲν ἑόρταζαν καθόλου τὸ Πάσχα, ἀλλὰ ἀρκοῦνταν στὸν ἑβδομαδιαῖο κατὰ Κυριακὴ ἑορτασμὸ τῆς Ἀναστάσεως, τονίζοντας ἀσφαλῶς περισσότερο τὸν ἑορτασμὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς μετὰ τὴν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδὴ λόγω τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης τηροῦσε αὐστηρὴ στάση ἔναντι τῶν Μικρασιατῶν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νὰ μεταβεῖ στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ διευθετήσει τὸ ζήτημα καὶ ἄλλα δευτερεύοντα θέματα, μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Ρώμη, ὑπέργηρος πλέον, συνέχισε τὴν ἀποστολικὴ δράση του μὲ τόση ἐπιτυχία, ὥστε προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῶν εἰδωλολατρῶν. Αὐτὴ ἡ προδιάθεση ἦταν φυσικὸ νὰ προκαλέσει τὸ μαρτύριό του, ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἑξῆς πορεία. Ὁ Κόϊντος, ζηλωτὴς Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ᾖλθε στὴ Σμύρνη ἀπὸ τὴ Φρυγία, παρακίνησε ὁμάδα Φιλαδελφέων Χριστιανῶν νὰ προσέλθουν στὸν ἀνθύπατο Στάτιο Κοδράτο, γιὰ νὰ δηλώσουν σὲ αὐτὸν τὴν ἰδιότητά τους καὶ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό, πράγμα τὸ ὁποῖο φυσικὰ προοιώνιζε θάνατο. Τελικὰ μαρτύρησαν ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κόϊντο, ὁ ὁποῖος δειλιάσας τὴν τελευταία στιγμή, θυσίασε στὰ εἴδωλα. Ὁ ὄχλος, ἂν καὶ θαύμασε τὴν γενναιότητα τῶν Μαρτύρων, ἀπαιτοῦσε νὰ ἐκτελεσθοῦν οἱ «ἄθεοι» καὶ νὰ ἀναζητηθεῖ ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος πιεζόμενος ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς εἶχε ἀναχωρήσει σὲ κάποιο ἀγρόκτημα. Τελικὰ ὁ Ἅγιος συνελήφθη τὸ ἔτος 167 καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἀνθυπάτου.
Ὁ γηραιὸς Ἐπίσκοπος δὲν ταράχθηκε. Τὸ πρόσωπό του ἦταν γαλήνιο καὶ λαμπερό. Ὁ ἀστυνόμος Ἡρώδης καὶ ὁ πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος ὅμως, μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε ὅτι ὑπηρετεῖ τὸν Χριστὸ ἐπὶ 86 ἔτη χωρὶς καθόλου νὰ Τὸν ἐγκαταλείψει. Πῶς μποροῦσε λοιπὸν τώρα νὰ Τὸν βλασφημήσει καὶ νὰ Τὸν ἀρνηθεῖ; Ὁ ἀνθύπατος τότε διέταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴν φωτιά. Ὁ Γέρων Πολύκαρπος ἀποδύθηκε μόνος τὰ ἱμάτιά του καὶ περίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, ὁ τοῦ ἀγαπητοῦ καὶ εὐλογητοῦ παιδός Σου Ἰησοῦ Χριστοῦ Πατήρ, δι’ Οὗ τὴν περὶ Σοῦ ἐπίγνωσιν εἰλήφαμεν,  ὁ Θεὸς τῶν ἀγγέλων καὶ δυνάμεων, καὶ πάσης τῆς κτίσεως, καὶ παντὸς τοῦ γένους τῶν δικαίων, οἳ ζῶσιν ἐνώπιόν Σου, εὐλογῶ Σε, ὅτι ἠξίωσάς με τῆς ἡμέρας καὶ ὥρας ταύτης τοῦ λαβεῖν με μέρος  ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων Σου, ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ Σου, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου, ψυχῆς τε καὶ σώματος, ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου, ἐν οἷς προσδεχθείην ἐνώπιόν Σου σήμερον ἐν θυσίᾳ πίονι καὶ προσδεκτῇ, καθὼς προητοίμασας καὶ προσεφανέρωσας καὶ ἐπλήρωσας ὁ ἀψευδὴς καὶ ἀληθινὸς Θεός. Διὰ τοῦτο καὶ περὶ πάντων αἰνῶ Σε, εὐλογῶ Σε, δοξάζω Σε, σὺν τῷ αἰωνίῳ καὶ ἐπουρανίω Ἰησοῦ Χριστῷ,…».
Ἡ φωτιὰ σχημάτισε γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρὶς νὰ τὸν ἀγγίζει. Τότε στρατιώτης ἐκτελεστὴς τελείωσε τὸν Ἅγιο Μάρτυρα διὰ τοῦ ξίφους. Ἔπειτα τὸ Ἱερὸ λείψανο ρίφθηκε στὴν φωτιά, οἱ δὲ πιστοὶ συνέλεξαν τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν τοῖς ἔργοις σου, ἐπισφραγίσας σοφέ, ἐλαία κατάκαρπος, ὤφθης ἐν οἴκῳ Θεοῦ, Πολύκαρπε ἔνδοξε· σὺ γὰρ ὡς Ἱεράρχης, καὶ στερρὸς Ἀθλοφόρος, τρέφεις τὴν Ἐκκλησίαν, λογικῇ εὐκαρπίᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Καρποὺς τοὺς λογικούς, τῷ Κυρίῳ προσφέρων, Πολύκαρπε σοφέ, ἀρετῶν δι’ ἐνθέων, ἐδείχθης ἀξιόθεος, Ἱεράρχα μακάριε, ὅθεν σήμερον, οἱ φωτισθέντες σοῖς λόγοις, ἀνυμνοῦμέν σου, τὴν ἀξιέπαινον μνήμην, Θεὸν μεγαλύνοντες.

Μεγαλυνάριον.
Φοῖνιξ ἀνεδείχθης καρποτελής, ὡς καρποφορίαν, περιφέρων θεουργικήν, τὴν τῶν Ἀποστόλων, ἀμέσως κοινωνίαν, δι’ ἧς ἐκτρέφεις κόσμον, Πάτερ Πολύκαρπε.