31/3/15

Ο Άγιος Ιωνάς Μητροπολίτης Μόσχας και πασών των Ρωσιών

Ο  Άγιος Ιωνάς γεννήθηκε στο  χωριό Σολιγκαλίτς της επαρχίας Κοστρόμα της  Ρωσίας. Ο πατέρας του Θεόδωρος Οπουάσεβ φρόντισε για την Χριστιανική  ανατροφή και  διαπαιδαγώγηση του υιού του και τον έστειλε  στη μονή του Γκαλίτς. Εκεί ήταν υπό την πνευματική καθοδήγηση των στάρετς Βαρθολομαίου, Ιωάννου και Ιγνατίου του εικονογράφου.
Το έτος 1433 εξελέγη Επίσκοπος Μούρωμα και Ριαζάν και άρχισε να εργάζεται για την πνευματική οικοδόμηση του ποιμνίου του. Μετά τον θάνατο  του  Μητροπολίτου Ρωσίας Γερασίμου (1433 – 1435), ο  Άγιος Ιωνάς  προεβλήθηκε  υπό του  ηγεμόνος  της Ρωσίας Βασιλείου Βασίλιεβιτς  ως  διάδοχός του. Εξελέγη  Μητροπολίτης Ρωσίας υπό τοπικής  Συνόδου, που συγκλήθηκε εσπευσμένα, δεν μετέβη όμως στην Κωνσταντινούπολη, για να λάβει την Πατριαρχική ευλογία κατά το κανονικό έθος. Μετά το  πέρας της  διαμάχης των ηγεμόνων  Βασιλείου και  Γεωργίου  Δημητρίεβιτς, κατά  τις αρχές του 1436, ο Άγιος  μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, αλλά  η προγενέστερη καθυστέρηση  υπήρξε η αφορμή  για την αποστολή του Πελοποννήσιου Ισιδώρου, ως Μητροπολίτου Ρωσίας.
Ο Ισίδωρος μετέβη στη Ρωσία μετά του Αγίου Ιωνά. Ο Ρώσος ηγεμόνας είχε κάθε λόγο να είναι δυσαρεστημένος με τις ενέργειες του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά μετά από λίγο εκτίμησε τον Μητροπολίτη Ισίδωρο για την ευφυΐα και  την πολυμάθειά του. Οι λόγοι της ενέργειας αυτής του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να ήταν σχετικοί είτε προς την γενικότερη προσπάθεια για την διατήρηση της πειθαρχίας των υπαγομένων σε αυτό Μητροπόλεων, είτε γιατί αποσκοπούσαν στην τοποθέτηση Έλληνα Ιεράρχη σε τέτοια επίκαιρη θέση, όπως ήταν η Μητρόπολη  Ρωσίας.
Λίγο μετά την άφιξή του στην Μόσχα, ο Μητροπολίτης Ισίδωρος έπεισε τον Ρώσο ηγεμόνα για την συμμετοχή της Ρωσικής Εκκλησίας στην Σύνοδο της Φερράρας. Ο ηγεμόνας πείσθηκε με το επιχείρημα του Ισιδώρου ότι και η ένωση των Εκκλησιών θα επιτυγχανόταν και η αυτοκρατορία θα διασωζόταν, διατηρούμενης της Ορθοδοξίας. Ο Ρώσος ηγεμόνας δέχθηκε, χορήγησε δε αξιόλογο χρηματικό ποσό και πολύ πρόσωπη  ακολουθία.
Ο Ισίδωρος αναχώρησε από την Μόσχα στις 8 Σεπτεμβρίου 1437 και έφθασε στη Φερράρα στις 18 Αυγούστου 1438. Η Σύνοδος, άν και οι Βυζαντινοί  είχαν φθάσει από τον μήνα  Μάρτιο, δεν είχε  αρχίσει  ακόμη τις εργασίες της. Η συμμετοχή του  Ισιδώρου στις συζητήσεις δεν ήταν μεγάλη, άν και ο ρόλος αυτού στην καθόλου εξέλιξη της υποθέσεως υπήρξε σημαντικός. Γενικώς ακολουθούσε τις  απόψεις του  Βησσαρίωνος Νικαίας.
Μετά  από πολλές ζυμώσεις και υπό απειλή πάντοτε του τουρκικού κινδύνου, ο όρος της ενώσεως έγινε δεκτός στις 5 Ιουλίου 1439, ο δε Ισίδωρος ήταν από τους πρώτους, οι οποίοι δέχθηκαν την ένωση. Τα πράγματα όμως δεν  εξελίχθηκαν  όπως  ανέμενε ο Ισίδωρος. Η  κατάληξη  ήταν η  καταδίκη του  Ισιδώρου  από  Σύνοδο  και  ο  εγκλεισμός του στη μονή Τσουντώφ. Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Ισίδωρος διέφυγε και έφθασε στο Νόβγκοροντ. Από εκεί  κατέφυγε στον  ηγεμόνα της  Λιθουανίας  Καζιμίρ, μετά δε  από  λίγο  στην  Ρώμη.
Ο Άγιος Ιωνάς απεστάλη πάλι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά όταν ο ηγεμόνας έμαθε ότι  και  ο  Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως  είχε δεχθεί την ένωση, διέταξε την αποστολή να επιστρέψει. Ο Άγιος Ιωνάς καταστάθηκε Μητροπολίτης υπό Συνόδου το έτος 1448 και  απέστειλε στον  Πατριάρχη  επιστολή, για  να  λάβει την  ευλογία του.
Ο  Άγιος Ιωνάς αναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα. Ήταν πνευματικός πατέρας, θαυματουργός και προορατικός. Όταν οι Αγαρηνοί περικύκλωσαν την Μόσχα, ο  Άγιος τους  απώθησε  με  την  προσευχή του.
Στα τελευταία χρόνια του  βίου του ευχόταν  να  βασανισθεί  από  κάποια ασθένεια, για να λιώσει σαν το  χρυσό  στο  χωνευτήρι. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του και επέτρεψε τη δοκιμασία. Τα πόδια του Αγίου γέμισαν πληγές. Έτσι, δοξολογώντας το Όνομα του Αγίου Τριαδικού Θεού,  κοιμήθηκε  το  έτος  1461.


Ο Άγιος Υπάτιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Γαγγρών

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὑπάτιος ἦταν Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 325 μ.Χ., στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴν πιστότητά του στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ τὴν σφοδρὴ πολεμική του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Ἡ στάση του αὐτὴ ἐξήγειρε τοὺς πληγέντες Νοβατιανούς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν μὲ κάθε τόπο τὴν ἐξόντωσή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι σὲ κρημνώδη περιοχὴ ἐπιτέθηκαν κατὰ τοῦ Ἁγίου μὲ ξύλα καὶ πέτρες καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Πρὶν ξεψυχήσει, μία ἐκ τῶν φανατικῶν αἱρετικῶν γυναικῶν τὸν θανάτωσε διὰ λίθου.           
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος μαρτύρησε καὶ κληρονόμησε τὴν Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῷ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε· ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἱὸν ὡμολόγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.    
Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.



Μεγαλυνάριον.
Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.

Ο Άγιος Ιννοκέντιος Μητροπολίτης Μόσχας και Ιεραπόστολος Αλάσκας

Ο  Άγιος Ιννοκέντιος γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε της Σιβηρίας της επαρχίας Ιρκούτσκ, από πτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ευσέβειο και τη Θέκλα Ποπλώφ. Το  κατά  κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως  του  Νηστευτού  ( 2 Σεπτεμβρίου).
Στην  συνέχεια  σπουδάζει  στο  εκκλησιαστικό  σεμινάριο  του  Ιρκούτσκ.
Ο Άγιος επιστρέφει με την οικογένεια στην Μόσχα το 1838 και τοποθετείται στον καθεδρικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο. Όμως, στις 25 Νοεμβρίου 1835 ανήμερα στην εορτή της, η πρεσβυτέρα Αικατερίνη πεθαίνει. Ο Άγιος με την συμβολή του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχός στις 27 Νοεμβρίου 1840 και λαμβάνει το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του Αγίου Ιννοκεντίου  του  Ιρκούτσκ.
Το έργο του στην Αλάσκα είναι τεράστιο. Εργάζεται μέσα σε ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις και κινδυνεύοντας συνεχώς. Η ίδρυση σχολείων αποτελεί  κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αυτό, το 1845, στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο:  «Προσπάθησα να διδάξω όλα τα παιδιά του Θεού. Άν οι Αλλεουτιανοί με αγαπούν, το  κάνουν μόνο γιατί τους  έχω  διδάξει».
Την ίδια περίοδο, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας, η Επισκοπή του Αγίου Ιννοκεντίου επεκτείνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη τη Γιακουτία και η έδρα μετατίθεται από την πόλη Σίτκα στο Γιακοὺτσκ της Σιβηρίας. Εκεί ακολουθούν  νέοι  ιεραποστολικοί  αγώνες.
Ο  Άγιος Ιννοκέντιος είναι  πλέον 70 ετών και έχει  χάσει τις  σωματικές του  δυνάμεις, υποφέροντας πολύ  από τα μάτια του. Η  επιθυμία του είναι να παραιτηθεί και  να εγκαταβιώσει σε κάποιο μοναστήρι. Όμως ο Θεός, που κηδεμονεύει την ιστορία του  κόσμου, οικονόμησε αλλιώς τα πράγματα. Στις 25 Μαΐου 1868 εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Και από τη νέα αυτή  έπαλξη εργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο, το  Μέγα Σάββατο, στις  31 Μαρτίου του  έτους 1879 και  ενταφιάσθηκε στη  Λαύρα της  Αγίας Τριάδος του  Σεργίου.


30/3/15

Ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος

Ο  Όσιος Ιωάννης της  Κλίμακος  γεννήθηκε  περί το έτος  525 μ.Χ. και ήταν  υιός ευσεβούς και  εύπορης  οικογένειας. Έλαβε  πλούσια  μόρφωση, γι’ αυτό  και  τον αποκαλούσαν «σχολαστικό», αλλά  σε  ηλικία δεκαέξι ετών, αφού  εγκατέλειψε τον κόσμο, παραδόθηκε στην πνευματική καθοδήγηση του  Γέροντος Μαρτυρίου, στο  όρος Σινά, όπου  έμεινε  μέχρι το  θάνατό  του.
Στην συνέχεια επισκέφθηκε μοναχικές κοινότητες στη Σκήτη και Ταβέννιση  της  Αιγύπτου, αργότερα δε εγκαταστάθηκε σε κελί της ερήμου του Σινά, που απείχε δύο ώρες από τη μονή της Αγίας Αικατερίνης.
Ο βιογράφος του Οσίου Ιωάννου, Δανιήλ ο  Ραϊθηνός, μας  δίνει μερικές πληροφορίες για τον βίο του, κυρίως όμως μας παρουσιάζει το πως αναδείχθηκε  δεύτερος Μωϋσής καθοδηγώντας τους νέους Ισραηλίτες από την γη της δουλείας στην γη  της επαγγελίας. Με την λίγη τροφή νίκησε το κέρας του τύφου της οιήσεως και της κενοδοξίας, πάθη πολύ λεπτά και δυσδιάκριτα για τους ανθρώπους που εμπλέκονται στις κοσμικές ενασχολήσεις. Με την ησυχία, νοερά  και  σωματική, έσβησε  την φλόγα της  καμίνου της σαρκικής  επιθυμίας. Με την Χάρη του  Θεού  και τον δικό του αγώνα ελευθερώθηκε από  την δουλεία στα είδωλα. Ανέστησε την ψυχή του από τον θάνατο που  την απειλούσε. Με την απονέκρωση της προσπάθειας και με την αίσθηση των άυλων και ουρανίων έκοψε τα  δεσμά  της λύπης. Ο  Όσιος Ιωάννης έγινε ο κατεξοχήν άνθρωπος, ο υπό  του Θεού πλασμένος και υπό του Αγίου Πνεύματος εν Χριστώ Ιησού ανακαινισμένος. Και με όσα έγραψε δεν μετέφερε σε εμάς μόνο τις ανθρώπινες γνώσεις αλλά  την ίδια του την ύπαρξη, γι’ αυτό  ο  λόγος του είναι  αφοπλιστικός  και  θεραπευτικός.
Μετά από σαράντα χρόνια άσκηση στην έρημο, σε προχωρημένη πλέον ηλικία, εξελέγη ηγούμενος της μονής Σινά, ενώ προς το τέλος του βίου του αποσύρθηκε πάλι στην έρημο, όπου κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη σε ηλικία  εβδομήντα ετών,  κατά  το  έτος  600 μ.Χ.
Η  μνήμη  του  εορτάζεται, επίσης, την  Δ’ Κυριακή  των  Νηστειών.
Ο Όσιος Ιωάννης έγραψε δύο περίφημα συγγράμματα: την «Κλίμακα»  και το  «Λόγο προς τον Ποιμένα». Η  «Κλίμακα»  είναι συνέχεια των ησυχαστικών  κειμένων της  Εκκλησίας. Ο  Όσιος  Ιωάννης παρουσιάζει τα στάδια της τελειώσεως σε τριάντα κεφάλαια. Την ιδέα της κλίμακος εμπνεύστηκε από το όραμα του Ιακώβ, τον δε αριθμό  τριάντα από  την ηλικία της ωριμότητας κατά την οποία ο Ιησούς Χριστός άρχισε την δημόσια δράση Του.         
Κατ’ αρχάς περιγράφει το πρώτο στάδιο της μοναχικής ζωής, που συνίσταται στην αναχώρηση από τον κόσμο και από καθετί που υπενθυμίζει τον κόσμο, την ξενιτεία. Έπειτα έρχεται η περιγραφή του αγώνος του ασκητού, μεταξύ των αρετών και κακιών, οι οποίες περιγράφονται ανάμεικτες: λύπη, υπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, κατά Θεόν πένθος, αοργησία, μνησικακία, καταλαλιά, σιωπή. Τα τελευταία κεφάλαια ομιλούν για την εν αγάπῃ τελείωση, την  ησυχία  και την  εσωτερική  προσευχή.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.          
Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πᾶσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.       
Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ σῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε· κλῖμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμώντων σε.


Μεγαλυνάριον.
Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μεθέξιν.


Ο Άγιος Σωφρόνιος Επίσκοπος Ιρκούτσκ και πάσης Σιβηρίας

Ο  Άγιος Σωφρόνιος, κατά  κόσμον  Στέφανος  Κρισταλέφσκϊυ,  γεννήθηκε στις  25 Δεκεμβρίου 1703  στην  Ουκρανία,  κοντά  στην περιοχή  του Τσέρνιγκωφ, από ευσεβείς γονείς. Από την παιδική του ηλικία  αγάπησε την  Εκκλησία  και  το  μοναχικό  βίο. Ανέπτυξε σπουδαία ιεραποστολική  δράση και εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως Ιρκούτσκ

Ο  Άγιος  Σωφρόνιος  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος 1771, κατά  την Δευτέρα ημέρα του Πάσχα. Ενώ αναμενόταν η απόφαση της Ιεράς Συνόδου περί του  ενταφιασμού του ιερού λειψάνου, η σορός του παρέμεινε άταφη επί έξι μήνες, χωρίς να υποστεί την παραμικρή αλλοίωση. Το  γεγονός  αυτό, καθώς  και  η  φήμη του αυστηρού ασκητικού του βίου, προσείλκυσαν πλήθη πιστών, οι οποίοι προσκυνούσαν το ιερό λείψανο ως σκήνωμα Αγίου του Θεού. Τα ιερά λείψανα του  Αγίου διασώθηκαν θαυματουργικά  από  την  πυρκαγιά  που κατέστρεψε ολοσχερώς τον καθεδρικό ναό του Ιρκούτσκ.
 Η  ανακήρυξη της  αγιοποιήσεώς του  έγινε από  τη  Ρωσική  Εκκλησία στις  23  Απριλίου 1918.

29/3/15

Ε' Κυριακή των Νηστειών Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας

Αυτή τη Κυριακή τιμάμε τη μνήμη της οσίας Μητέρας μας η οποία εορτάζεται και κατά την 1η Απριλίου. Το «Ωρολόγιο» γράφει ότι «Πλησιάζοντας το τέλος της αγίας Σαρακοστής, τάχθηκε να εορτάζεται σήμερα η αγία προς τόνωση των ραθύμων και αμαρτωλών σε μετάνοια.
Όταν ήταν δώδεκα ετών η αγία, έφυγε μακριά από τους γονείς της και πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου έζησε για 17 χρόνια ασώτως. Έπειτα από περιέργεια ξεκίνησε με πολλούς προσκυνητές για τα Ιεροσόλυμα, να παραβρεθεί στην ύψωση του Τιμίου Σταυρού, όπου όμως συνέχισε την ακολασία και παρέσυρε πολλούς στην απώλεια.
Θέλησε μάλιστα να μπει στην Εκκλησία τη μέρα της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, αλλά αισθάνθηκε τέσσερις φορές κάποια αόρατο δύναμη να την εμποδίζει να εισέλθει στο Ναό, ενώ όλοι οι άλλοι έμπαιναν ανεμπόδιστα. Πληγώθηκε αφάνταστα η καρδιά της από το γεγονός αυτό και παρεκάλεσε τη Παναγία να της επιτρέψει και ότι θα αλλάξει ζωή. Αμέσως μπήκε μέσα, προσκύνησε το Τίμιο Ξύλο και έφυγε από τα Ιεροσόλυμα, πέρασε τον Ιορδάνη και προχώρησε στα βάθη της ερήμου, προσευχομένη και ζώντας σκληρή ζωή μετανοίας για 47 χρόνια.
Όταν έφθασε το τέλος της ζωής της συνάντησε ένα ερημίτη που τον έλεγαν Ζωσιμά στον οποίο ζήτησε και εξομολογήθηκε όλη τη ζωή της και τον παρεκάλεσε να τη κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Αυτό έκανε εκείνος ο ερημίτης το επόμενο έτος τη Μεγάλη Πέμπτη. Το μεθεπόμενο έτος επανήλθε ο Ζωσιμάς να την ξανακοινωνήσει, αλλά την βρήκε νεκρή και με ένα σημείωμα που έγραφε: «Αββά Ζωσιμά, θάψε μου εδώ το σώμα της αθλίας Μαρίας. Πέθανα την ίδια μέρα που με κοινώνησες των Αχράντων Μυστηρίων. Να εύχεσαι για μένα.»
Πρέπει να ήταν τότε το έτος 378 ή κατ' άλλους το 437.»
Η οσία Μαρία είναι ζωντανό παράδειγμα της δυνάμεως της μετανοίας. Παρά το ότι βυθίσθηκε μέχρι το κεφάλι στη λάσπη της αμαρτίας, έπειτα μετανοήσει και με τη Χάρη του ελέους του Θεού, έφθασε στη καθαρότητα των Αγγέλων.
Μπορούμε να γίνουμε όλοι κατάλευκοι, όπως ήμασταν προ του βαπτίσματος, αρκεί να μετανοήσουμε.
Η Εκκλησία μας ψάλλει σήμερα για την οσία Μαρία το ακόλουθο τροπάριο:
”Αφού διέφυγες από το σκότος της αμαρτίας και φωτίσθηκες από το φώς της μετανοίας, προσέφερες, ω δοξασμένη αγία Μαρία, τη καρδιά σου στο Χριστό. Εκείνος δε τη δέχθηκε, γιατί εσύ έβαλες να μεσιτεύσει προς Αυτόν η ακηλίδωτος και αγία Μητέρα Του, η γεμάτη από συμπάθεια. Γι' αυτό όχι μόνο απαλλάχθηκες από τις αμαρτίες σου, αλλά και ευφραίνεσαι αιώνια μαζί με τους Αγγέλους”.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.       
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τῇ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανὴς λαμπηδών, τῶν παθῶν σου τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾷ τῷ ἱερῷ, ὡράθης ἐν τῇ ἐρήμῳ Μαρία Ὁσία Μῆτερ· μεθ’ οὗ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.    
Τῆς ἁμαρτίας τὴν ἀχλὺν ἐκφυγοῦσα, τῆς μετανοίας τῷ φωτὶ αὐγασθεῖσα, τὴν σὴν καρδίαν ἔνδοξε προσῆξας τῷ Χριστῷ, τούτου τὴν Πανάμωμον, καὶ ἁγίαν Μητέρα, πρέσβυν συμπαθέστατον, προσενέγκασα· ὅθεν, καὶ τῶν πταισμάτων εὗρες ἀποχήν, καὶ σὺν Ἀγγέλοις, ἀεὶ ἐπαγγέλλεσαι.


Μεγαλυνάριον.
Αἴγυπτον φυγοῦσα τὴν τῶν παθῶν, δάκρυσιν ἐκπλύνεις, ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν, καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ Ἰορδάνου Μῆτερ, ὡς ἄγγελος Μαρία, ὄντως ἠγώνισαι.


Ο Άγιος Μάρκος Επίσκοπος Αρεθουσίων

Ο  Άγιος Μάρκος ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.) και του  Ιουλιανού  του  Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ήταν Επίσκοπος Αρεθουσίων. Το έτος 341 μ.Χ. συμμετείχε στην Σύνοδο της Αντιόχειας. Στα Πρακτικά μάλιστα αυτής, διασώζεται  «Έκθεσις Πίστεως Μάρκου Αρεθουσίων». Το επόμενο έτος συμμετείχε στην αντιπροσωπεία Επισκόπων, η οποία μετέβη στα Τρέβηρα για να συναντήσει τον αυτοκράτορα  Κώνσταντα. Το  έτος  343 μ.Χ. έλαβε  μέρος  στην  Σύνοδο της Φιλιππουπόλεως και  το έτος 351 μ.Χ. στην Σύνοδο του Σιρμίου, η οποία καταδίκασε τον Φωτεινό, Επίσκοπο Σιρμίου, ως οπαδό του αιρετικού  Επισκόπου  Αγκύρας, Μαρκέλλου. Τον συναντάμε, επίσης, στην  Σύνοδο  της  Σελευκείας  της  Ισαυρίας, το  έτος 358 μ.Χ.
Ο Άγιος Μάρκος αναδείχθηκε μεγάλος διώκτης της ειδωλολατρίας και οδήγησε με τον φιλόθεο βίο και το ευαγγελικό κήρυγμά του πολλούς Εθνικούς  στην  αληθινή  πίστη. Με την προτροπή του δε οι  Χριστιανοί, οι οποίοι προέρχονταν από τον κόσμο των Εθνικών, γκρέμισαν έναν ειδωλολατρικό ναό. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης απαιτούσε από τον Άγιο ή να δώσει αποζημίωση για τον κατεστραμμένο ναό ή  να τον ξαναοικοδομήσει. Γι’ αυτό, όταν πληροφορήθηκε την σύλληψη πολλών Χριστιανών για το συγκεκριμένο γεγονός, παρουσιάσθηκε μόνος του  στις  αρχές  που  τον  καταδίωκαν, το  363 μ.Χ.
Το  μαρτύριο και  τα βασανιστήρια, τα οποία υπέστη ο Άγιος Μάρκος, χαρακτηρίζονται από τον Θεοδώρητο Κύρου ως πραγματική τραγωδία. Να πως περιγράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος το μαρτύριο του Αγίου:  «Οδηγούσαν τον γέροντα Επίσκοπο, τον εθελοντή  αθλητή, δια μέσου της πόλεως και σε όλους ήταν σεβαστός για την πολιτεία του, πλην των διωκτών και  τυράννων, που  αγωνίζονταν πως να υπερβάλλουν ο ένας τον άλλον στην θρασύτητα κατά του πρεσβύτου. Τον έσυραν δια μέσου πλατειών, τον ωθούσαν προς υπονόμους, τον έσυραν από τα μαλλιά  και  τα γένια. Δεν υπήρχε μέλος του σώματός του που να μην υπέστη μαζί με τις κακώσεις και ταπείνωση. Τον ύψωναν μετέωρο από τα πόδια και με τις μυτερές γραφίδες έκαναν παιχνίδι τους την τραγωδία. Του τρυπούσαν τα αυτιά… Τον κρέμασαν ψηλά μέσα σε δίχτυ και τον άλειψαν με μέλι και αλάτι. Οι  σφίγγες και  οι μέλισσες τον κεντούσαν, ενώ το  καταμεσήμερο ο ήλιος  με  τις  καυστικές του ακτίνες αύξανε  την  φλόγωση».
Ο Άγιος Μάρκος τα υπέμεινε όλα με καρτερία και ανεξικακία. Ευχαριστούσε  και  δοξολογούσε το  Όνομα του  Τριαδικού  Θεού.
Ο ύπαρχος της πόλεως Αρεθούσης θαύμασε την γενναιότητα και την πνευματική  ανδρεία του Αγίου Μάρκου και εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκειά του προς τον αυτοκράτορα Ιουλιανό για τον διωγμό του Αγίου. Ζήτησε δε μάλιστα την απελευθέρωσή του. Ο Άγιος όχι μόνο ελευθερώθηκε, αλλά  με την  Χάρη του  Θεού  βάπτισε  Χριστιανούς  και τους διώκτες του.    
Ο  Άγιος  Μάρκος  κοιμήθηκε  με  ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀρεθουσίων ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, ὑπὲρ Χριστοῦ Μᾶρκε στερρῶς ἠνωνίσω, ἐν τῇ Φοινίκῃ δὲ ὦ Κύριλλε Διάκονε, Μάρτυς ὤφθης ἔνθεος, καὶ ἐν Γάζῃ τῇ πόλει, ἅμα καὶ Ἀσκάλωνι, Ἱερεῖς θεοφόροι, μετὰ Γυναίων ἤθλησον σεμνῶν· οὓς ὡς ὁπλίτας, Χριστοῦ μακαρίσωμεν.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.           
Τὸν Χριστὸν δοξάσαντες, ἀθλητικαῖς ἀριστείαις, Μᾶρκε Πάτερ Ὅσιε, σὺν τῷ Λευΐτῃ Κυρίλλῳ, ἅμα δέ, ταῖς ἐν Ἀσκάλωνι καὶ τῇ Γάζῃ, χάριτι, ἀνδρισαμέναις κατὰ τῆς πλάνης, ἐδοξάσθητε ἀξίως, καὶ τῶν Ἀγγέλων χοροῖς συνήφθητε.


Μεγαλυνάριον.
Τῶν Ἀρεθουσίων χαῖρε ποιμήν, Μᾶρκε θεηγόρε· χαῖρε Κύριλλε ἱερέ· χαῖρε τῶν Ἁγίων, Γυναίων ἡ χορεία, Μαρτύρων χαῖρε στῖφος, τὸ ἱερώτατον.


Ο Άγιος Κύριλλος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ άνδρες και γυναίκες Μάρτυρες εν Ασκαλώνι και Γάζη

Ο  διάκονος Κύριλλος, επί αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου, γκρέμισε ειδωλολατρικούς  ναούς και έκαψε τα ξόανα των ψεύτικων θεών, στην Φοινίκη. Για τον λόγο αυτό  συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες  και  θανατώθηκε  με απάνθρωπο τρόπο: άνοιξαν την κοιλιά του  και  του  έβγαλαν τα  σπλάχνα.
Με τον ίδιο απάνθρωπο τρόπο μαρτύρησαν στην Ασκάλωνα και στην Γάζα, το έτος 363 μ.Χ., άνδρες και γυναίκες, ιερείς και μοναχές, των οποίων αφαίρεσαν τα σπλάχνα και έριξαν εντός της κοιλίας αυτών κριθάρι, για να το φάνε οι χοίροι.        
Έτσι  οι  Άγιοι  αυτοί  Μάρτυρες και Ομολογητές της πίστεως, μαρτύρησαν  και  έλαβαν  το  αμαράντινο  στέφανο  της  δόξας του Κυρίου.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Δι’ ἐγκρατείας τῶν παθῶν τὰς πυριφλέκτους, ἀπονεκρώσαντες ὁρμὰς καὶ τὰς κινήσεις, τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες ἔλαβον τὴν χάριν, τὰς νόσους ἀποδιώκειν τῶν ἀσθενῶν, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τέλος θαυματουργεῖν, ὄντως θαῦμα παράδοξον! ὅτι ὀστέα γυμνά, ἐκβλύζoυσιν ἰάματα. Δόξα τῷ μόνῳ Θεῶ ἡμῶν.

28/3/15

Ο Όσιος Ιλαρίων ο Νέος

Ο  Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής  Πελεκητής  στην Τριγλία και  διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το  φιλόθεο ζήλο του, το  χάρισμα της  ελεημοσύνης και  τους  πνευματικούς  αγώνες. Γι’ αυτό  ο Άγιος  Θεός  τον  προίκισε με το  προορατικό  χάρισμα. Ο  Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754 μ.Χ.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.       
Ἱλαρότητι τρόπων καλλωπιζόμενος, ὡς καθαρώτατον σκεῦος τῆς ἐπιπνοίας Χριστοῦ, τῆς ἐνθέου βιοτῆς ἐδείχθης ἔσοπτρον· ὅθεν ἀστράπτεις νοητῶς, ἀρετῶν μαρμαρυγὰς, Πατὴρ ἡμῶν Ἱλαρίων, πρὸς ἀπλανῆ ὁδηγίαν, καὶ σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.   
Ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἀναβλαστήσας, Ἱλαρίων Ὅσιε, καθιλαρύνεις μυστικῶς, τῷ σῷ ἐλαίῳ τοὺς ψάλλοντας· χαίροις Ὁσίων, κανὼν ἀπαρέγκλιτε.


Μεγαλυνάριον.
Ἔλεος καὶ χάριν παρὰ Θεοῦ, Πάτερ Ἱλαρίων, ὡς τῷ θρόνῳ αὐτοῦ ἑστώς, αἴτει θεοφόρε, ἡμῖν καταπεμφθῆναι, τοῖς ἐπιγραφομένοις, θερμὸν προστάτην σε.


Ο Άγιος Ευστράτιος ο Οσιομάρτυρας ο Νηστευτής

Ο Όσιος Ευστράτιος, απόγονος μιας πλούσιας οικογένειας του Κιέβου, διέθεσε στους πτωχούς όλα τα πλούτη του και εγκαταβίωσε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, όπου αφιερώθηκε στην  άσκηση και  τη νηστεία. Στις εικόνες περιγράφεται με ανοιχτού χρώματος μαλλιά, αραιή γενειάδα, ντυμένος με το  μοναχικό  ράσο και  ανυπόδητος.
Μόλις ο  Όσιος έγινε μοναχός, άρχισε να αγωνίζεται κατά  των σαρκικών παθών και του διαβόλου με τα όπλα του φωτός, την αγρυπνία, την προσευχή και  προπαντός την χριστομίμητη νηστεία. Με τον αγώνα και την σκληρή εγκράτεια, ταπείνωσε τους δαίμονες και εξουδετέρωνε τις προσβολές τους. Πάντοτε θυμόταν ότι ο  Κύριός του, ο Ιησος  Χριστός, με την σαρανταήμερη νηστεία και  την προσευχή Του κατέβαλε τον πονηρό, ενώ αντίθετα ο πρωτόπλαστος Αδάμ, λόγω της αποτυχίας του στο να φανεί εγκρατής, έπεσε και εξορίσθηκε από τον Παράδεισο. Έτσι ο γενναίος Ευστράτιος έλιωσε πραγματικά το σώμα του με την αυστηρή νηστεία, αλλά  μαζί  με αυτό έλιωσε και  τα πάθη και διέλυσε τις δαιμονικές  πλεκτάνες. Γι’ αυτό  επονομάσθηκε Νηστευτής.
Ο  Βίος του Οσίου Ευστρατίου περιγράφει, με ιδιαίτερη επιμέλεια, τις περιστάσεις του μαρτυρίου του. Στις 20 Ιουλίου του έτους 1096, η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, έγινε ξαφνικά στόχος επιθέσεως των Πολόφσκυ, οι οποίοι  καθοδηγούμενοι από  τον  Μπονγιάκ τον Φιλάργυρο, λεηλάτησαν τη  μονή και αιχμαλώτισαν μοναχούς και εργάτες αυτής και τους πούλησαν ως σκλάβους στην Βυζαντινή πόλη Χερσόνησο, στην Ταυρίδα.
Ο Όσιος Ευστράτιος και  άλλοι πενήντα αιχμάλωτοι αγοράστηκαν από ένα Εβραίο της Χερσονήσου, ο οποίος, για να τους εξαναγκάσει να ασπασθούν την ιουδαϊκή πίστη τους  άφησε  να  υποφέρουν από την πείνα και τη δίψα. Καθώς η αποδοχή του Ιουδαϊσμού σήμαινε απελευθέρωση από την σκλαβιά, μετά από  έξι χρόνια  σκληρής  δουλείας, οι αιχμάλωτοι ήταν έτοιμοι να αρνηθούν τον Χριστό. Ο Όσιος Ευστράτιος, όμως, τους έπεισε νσ μην αρνηθούν την υπόσχεση που έδωσαν με το βάπτισμα. Μετά από  δέκα τέσσερις ημέρες όλοι πέθαναν από  πείνα και  δίψα, εκτός από  τον Όσιο  Ευστράτιο, που  είχε  συνηθίσει στις πολυήμερες νηστείες. Ο ιδιοκτήτης λοιπόν, οργισμένος, τον κατηγόρησε για τον θάνατο των συντρόφων του και διέταξε να σταυρωθεί  ανήμερα του  Χριστιανικού  Πάσχα. Σύμφωνα με το  Βίο, ο Όσιος Ευστράτιος έζησε για δεκαπέντε ακόμα  ημέρες  επάνω στον σταυρό  και  βρήκε  την  δύναμη  να συζητήσει με τον  Εβραίο  ιδιοκτήτη εάν ο  σταυρικός  θάνατος  ήταν  ατιμία ή  προνόμιο  και  να  προφητέψει για τους  δουλοκτήτες  του μία επικείμενη θεομηνία. Μόλις το  είπε αυτό, μαχαιρώθηκε.
Οι ανόσιοι σταυρωτές κατέβασαν το ιερό λείψανο από τον σταυρό  και  το έριξαν στην θάλασσα. Η ανεξερεύνητη οικονομία του Θεού  μετέφερε το τίμιο σκήνωμα θαυματουργικά, χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση, στα σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Εκεί  το  βρήκαν με κατάπληξη και  δέος οι  μοναχοί, εκείνοι που  είχαν σωθεί  και είχαν επιστρέψει στη  μονή  μετά από το πέρασμα των Πολόφσκυ και το ενταφίασαν με τιμές και δοξολογίες. Στον τόπο αυτό παραμένει μέχρι σήμερα, άφθορο και δοξασμένο, επιτελώντας  αναρίθμητα θαύματα στους  πιστούς.


Ο Όσιος Ιωάννης εκ Γεωργίας

Ο  Όσιος  Ιωάννης  ήταν  Επίσκοπος  της  πόλεως  Μανγκλίσι  της  ανατολικής Γεωργίας  και  κοιμήθηκε  με  ειρήνη  το  έτος  1751.

27/3/15

Η Οσία Ματρώνα η Ομολογήτρια η εν Θεσσαλονίκη

Η  Οσία Ματρώνα έζησε στη Θεσσαλονίκη και  συγκαταλέγεται  μεταξύ των Μαρτύρων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας  μας, κατά  την περίοδο των διωγμών. Υπήρξε  ακόλουθος μιας  πλούσιας  και  ευγενούς Ιουδαίας, με το όνομα  Παντίλλα  ή  Παυτίλλα,  η  οποία  ήταν  σύζυγος του  στρατοπεδάρχη της  Θεσσαλονίκης. Καθημερινά  συνόδευε  την  κυρία  της στη  συναγωγή  της  πόλεως, όπου  ωστόσο  δεν  πήγαινε  η ίδια,  διότι  κρυφά  κατέφευγε σε  χριστιανικό  ναό, για να  προσευχηθεί.
Μοιραία, όμως, επειδή  για πολύ  καιρό  η  Ματρώνα  ξεγελούσε  την κυρία της, μία λάθος κίνηση στάθηκε αφορμή για να αποκαλυφθεί  η ταυτότητά της. Σε  μία  εορτή  των  Ιουδαίων, κατά  την  οποία  συνήθιζαν να  τρώνε  πικρά  χόρτα  και  άζυμα, η Ματρώνα άργησε  να  επιστρέψει από  το ναό  και όταν έφθασε στην  συναγωγή  γινόταν η  τελετή  των Επιτιμίων. Ένας από τους δούλους της Παντίλλας κατήγγειλε ότι η Ματρώνα ήταν Χριστιανή  και  ότι  εξαπατά  την  κυρία  της, φροντίζοντας κάθε φορά  που αυτή  προσερχόταν στην  συναγωγή, εκείνη να πηγαίνει στην Εκκλησία. Αυτό προκάλεσε την οργή της Παντίλλας, που  δεν  δίστασε, ξεσπώντας σε κραυγές, να την κατηγορήσει ότι  είναι εχθρική  προς αυτήν. Διέταξε αμέσως την σύλληψή της και, αφού την συνέλαβαν και  την έδεσαν, άρχισαν να την  μαστιγώνουν. Η  Ματρώνα, όμως, με  παρρησία  δήλωσε  ότι  είναι  Χριστιανἠ  και  ότι, άν  και  η  κυρία της εξουσίαζε το σώμα της  και  την  ίδια της την  ζωή, ωστόσο  δεν μπορούσε  να  την  μεταπείσει  σε  όσα  πίστευε.
Η  Παντίλλα, αφού  την αλυσόδεσε, διέταξε να την φυλακίσουν και  να σφραγίσουν την πόρτα του  κελιού  της. Έπειτα  από  τρεις  ημέρες, νωρίς το πρωί, πήγε  η  ίδια  να  δει  άν η  Ματρώνα  ζει. Έκπληκτη  διαπίστωσε ότι  είχε  ελευθερωθεί  από τα δεσμά της και  στεκόταν φωτεινή ψάλλοντας, χωρίς  να έχει το παραμικρό  ίχνος τραύματος και βασανισμού. Εξοργισμένη η Παντίλλα διέταξε να δέσουν πάλι την Ματρώνα  και  να την μαστιγώσουν ανηλεώς. Εκείνη, έκπληκτη για την ιδιαίτερη σκληρότητα της κυρίας της, την ρώτησε γιατί την βασάνιζε, ομολογώντας  ωστόσο  την  πίστη  της  στον  Χριστό. Καταπονημένη  από τα βασανιστήρια και μην μπορώντας να σταθεί στα πόδια της, η Ματρώνα  κλείσθηκε  και  πάλι  στην  φυλακή.
Έπειτα από τρεις ημέρες, όταν η Παντίλλα επισκέφθηκε το κελί της φυλακής της Αγίας, αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Την Μάρτυρα απελευθερωμένη  από  τα  δεσμά της, με  το  ίδιο  φωτεινό  πρόσωπο, παρά  τα βασανιστήρια και την πείνα που υπέστη επί δεκατέσσερις ημέρες. Τότε η  κυρία της, γεμάτη οργή, διέταξε να δέσουν την Ματρώνα σε δρύϊνα ξύλα και  να την βασανίσουν. Εξαντλημένη η  Αγία από  τις μαστιγώσεις  και με το σώμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε με αδύναμη φωνή  λίγες  λέξεις  προσευχής  και  παρέδωσε το  πνεύμα  της.
Η  Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον με το όνομα  Στρατόνικος, να τυλίξει το λείψανο της Αγίας σε δέρμα  και  στην  συνέχεια  να το  ρίξει  έξω  από τα τείχη της  πόλεως. Το  ιερό  λείψανό της το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με ευλάβεια κοντά στην Λεωφόρο, δηλαδή την Εγνατία οδό. Μετά το τέλος των διωγμών, ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος πήρε το  σκήνωμα της  Μάρτυρος  και  το  μετέφερε μέσα στην  πόλη  και, αφού  έκτισε  ναό, το  απέθεσε  εντός αυτού.
Την εποχή  της Φραγκοκρατίας, όμως, το σκήνωμα της Αγίας μεταφέρθηκε στην Βαρκελώνη και εναποτέθηκε σε ναό, που καταστράφηκε κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εκτός  των  τειχών  της  Θεσσαλονίκης  υπήρχε  και  μονή  αφιερωμένη στην  Αγία  Ματρώνα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.        Γνώμην ἀήττητον, Ματρῶνα φέρουσα, πίστιν τὴν ἔνθεον, ἄσυλονἔσωσας, μὴ δουλωθεῖσα τὴν ψυχήν, Ἑβραίων τῇ ἀπηνείᾳ· ὅθενἀριστεύσασα, καὶ τὸν δόλιον κτείνασα, μυστικῶς νενύμφευσαι, τῷΔεσπότῃ τῆς κτίσεως. Αὐτὸν οὖν ἐκτενῶς ἐκδυσώπει, πάσης ἡμᾶς ῥυσθῆναι βλάβης.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.  Φωτὶ νοητῷ, Ματρῶνα ἀτενίζουσα, εἱρκτῆς τὴν φρουράν, ὡς θάλαμον λελόγισαι, ἐξ ἧς Μάρτυς ἔδραμες, πρὸς παστάδα πάμφωτον κράζουσα· Τῇ σῇ Λόγε θείᾳ στοργῇ, μαστίγων τὴν πεῖραν, καθυπέστην φαιδρῶς.

Μεγαλυνάριον.Οὐδόλως δεδούλωσαι τὴν ψυχὴν, ἀλλ’ ἐλευθερίᾳ, ἐνδιέπρεψας εὐσεβεῖ, καὶ ἀρρενωθεῖσα, τὴν φρένα ὦ Ματρῶνα, ἠγώνισαι ἀνδρείως, κατὰ τοῦ ὄφεως.

Ακάθιστος Ύμνος

Ο  Ακάθιστος  Ύμνος είναι «Κοντάκιον». «Κοντάκια» παλαιότερα ελέγοντο  ολόκληροι  ύμνοι,  ανάλογοι προς τους «Κανόνες».  Η ονομασία  οφείλεται μάλλον στο  κοντό  ξύλο  επί  του  οποίου ετυλίσσετο  η  μεμβράνη που  περιείχε τον  ύμνο. Το  πρώτο τροπάριο ελέγετο «προοίμιο»  ή  «κουκούλιο» και  τα  ακολουθούντα  ελέγοντο  «οίκοι»,  ίσως διότι  ολόκληρος  ο  ύμνος θεωρείτο  ως σύνολο οικοδομημάτων  αφιερωμένων στη  μνήμη κάποιου  αγίου. Κοντάκιο λέγεται συνήθως σήμερα  το  πρώτο  τροπάριο  ενός  τέτοιου  ύμνου.
Ο  Ακάθιστος  Ύμνος περιέχει προοίμιο  και  24 «οίκους». Το  προοίμιό του σήμερα  εἶναι  το:  «Τη  Υπερμάχω  Στρατηγώ».
Η  «ακροστιχίδα» του  ύμνου είναι  αλφαβητική, δηλαδή  ακολουθεί  τη σειρά  των  γραμμάτων Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄ έως  Ω΄.
 «Εφύμνιο» λέγεται  η  τελευταία φράσις του  ύμνου που επαναλαμβάνει  ο  λαός.  «Εφύμνια»  ο  Ακάθιστος  Ύμνος  έχει δυο: Το «Χαίρε, Νύμφη  ανύμφευτε» στους περιττούς «οίκους» (1,3,5,7,κτλ) και το  «Αλληλούϊα» στους  αρτίους (2,4,6,8 κτλ).
Ο  Ακάθιστος  Ύμνος  αρχίζει με  τον Ευαγγελισμό  της Θεοτόκου και έπειτα  αναφέρεται σε  άλλα  γεγονότα, όπως  της  σαρκώσεως  του Κυρίου, της θεώσεως των  ανθρώπων και  της θεομητορικής  αξίας της Θεοτόκου.
Ποιητής που  να  μην  επιδέχεται  αντιρρήσεις δεν δόθηκε μέχρι σήμερα. Οι  περισσότεροι  θεωρούν  τον Ύμνο  ως  έργο  του  Ρωμανού του  Μελῳδού.
Κατά  το  έτος 626  η  Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε  από  τους  Πέρσες και  Αβάρους. Ο  βασιλέας  Ηράκλειος  απουσίαζε στη  Μικρά Ασία σε  πόλεμο  κατά  των Περσών. Τότε  ο  φρούραρχος Βώνος μαζί με τον Πατριάρχη Σέργιο  ανέλαβαν την  υπεράσπιση της αυτοκρατορίας. Ο  Πατριάρχης περιέτρεχε τη  πόλη με  την εικόνα της Παναγίας και  ενεθάρρυνε τα πλήθη και  τους μαχητές. Ξαφνικά έγινε φοβερός  ανεμοστρόβιλος που  κατέστρεψε τον  εχθρικό  στόλο και  τη νύκτα της 7ης προς την 8η Αυγούστου, αναγκάσθηκαν να φύγουν  άπρακτοι. Ο  λαός πανηγυρίζοντας τη  σωτηρία του, συγκεντρώθηκε στο  Ναό  της  Παναγίας των Βλαχερνών και  όλοι όρθιοι  έψαλλαν τον  από  τότε λεγόμενο «Ακάθιστο»  Ύμνο στην Παναγία,  αποδίδοντας τα  «νικητήρια»  και  την  ευγνωμοσύνη  τους  στην  «Υπερμάχω  Στρατηγώ».
Ο  Ακάθιστος  Ύμνος ψάλλεται  από  τότε τμηματικά  στις πρώτες τέσσερις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής και  ολόκληρος την Πέμπτη  εβδομάδα των Νηστειών.
Ο  Ακάθιστος Ύμνος είναι  ένα  αριστούργημα της παγκοσμίου θρησκευτικής  ποιήσεως  και  δημοφιλέστατος.

Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.

Ἤκουσαν oἱ ποιμένες,
τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,
τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,
θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,
ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,
χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,
χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,
χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Θεοδρόμον ἀστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,
δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,
ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούια.

Ἴδον παῖδες Χαλδαίων,
ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,
τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,
εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,
καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,
χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,
χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,
χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οἱ Μάγοι,
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,
καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,
μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούια.

Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,
τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,
μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,
οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,
ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,
χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,
χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,
χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,
χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεῶνος,
τοῦ παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,
ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,
κράζων·
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.

Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.

Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.

Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.        
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ Ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ· Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί· ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι· Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια
Ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον
Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,       
Ἴνα κράζω σοι· Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.



Μεγαλυνάριον.
Ὕμνοις ἐν αΰπνοις οἱ εὐσεβεῖς, ἀκαθίστῳ στάσει, ἀνυμνοῦμεν πανευλαβῶς, τὴν πρὸς τὸν λαόν σου, θερμήν σου προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε, ἡμῶν βοήθεια.

Οι Άγιοι Φιλητός, Λυδία, Θεοπρέπιος, Μακεδόνας, Αμφιλόχιος και Κρονίδης οι Μάρτυρες

Ο  Άγιος  Φιλητός  ήταν  Συγκλητικός, η  Αγία  Λυδία  ήταν  η  σύζυγός του, οι  Άγιοι  Θεοπρέπιος  και  Μεκαδόνας  τα τέκνα τους, ενὠ  ο  Άγιος Αμφιλόχιος  ή ταν  Δοῦκας  και  ο Άγιος  Κρονίδης  Κομενταρήσιος.
Οι  Άγιοι  αυτοί  Μάρτυρες  έζησαν  κατά  τους  χρόνους  του  βασιλέως Αδριανού  (117 – 138 μ.Χ.) και  ήταν  Χριστιανοί  ευσεβείς  και  φοβούμενοι τον  Θεό. Όταν  ο  Αδριανός  άκουσε  περί  αυτών, κάλεσε  τον  Άγιο Φιλητό  και  τον  ρώτησε περί  της  ομολογίας αυτού. Όμως, επειδή  ο βασιλέας  δεν  μπορούσε  να  αντισταθεί  στην  σοφία  του  Μάρτυρος, τον παρέδωσε στον Δούκα Αμφιλόχιο, ο  οποίος  αμέσως, αφού  κρέμασε  τον Άγιο  Φιλητό  και  την  Αγία  Λυδία  επάνω  σε  ξύλο, τους  έγδαρε. Στην συνέχεια  έριξε  στην  φυλακή  τον  Κρονίδη  τον  κομενταρήσιο, που πίστεψε  στον  Χριστό. Τη  νύχτα, ενώ  οι  Άγιοι  έψαλλαν  και προσεύχονταν, ήλθαν  Άγγελοι  που  τους  έδωσαν θάρρος για  τους μαρτυρικούς  αγώνες. Την  επόμενη  ημέρα παρουσιάσθηκαν οι  Άγιοι στον  τύραννο, ο  οποίος  τους  είπε: «Προετοιμάζονται για  εσάς πολλές τιμωρίες». Και  έδωσε  εντολή  να  τους  ρίξουν μέσα σε χάλκινο λέβητα πυρωμένο  και  γεμάτο με έλαιο και  ρητίνη. Μόλις, όμως, οι Άγιοι  έκαναν το  σημείο  του  Σταυρού, ο λέβητας ψυχράνθηκε. Όταν το είδε αυτό  ο δούκας  Αμφιλόχιος πίστεψε στον Χριστό  και  έριξε  τον  εαυτό του στον λέβητα λέγοντας: «Κύριε, βοήθησε με». Τότε ήλθε  φωνή  από  τον ουρανό που  έλεγε :«Άκουσα την  δέησή σου, ανέβα προς  Εμένα με χαρά». Όταν δε ο  βασιλέας είδε  τους  Αγίους να έχουν  διαφυλαχθεί  σώοι  και  υγιείς, αναχώρησε  και  τους  άφησε  ελεύθερους  και  έτσι  τελείωσαν τον  βίο τους προσευχόμενοι.

26/3/15

Σύναξις Αρχαγγέλου Γαβριήλ

Το όνομα Γαβριήλ σημαίνει την ισχύ του Θεού. Ο Άρχων Γαβριήλ είναι ένας εκ των τριών Αγγέλων που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Απεστάλη  από τον Θεό στον Ζαχαρία, για να του αναγγείλει την γέννηση  του  Ιωάννου  του  Προδρόμου, στην Παρθένο Μαριάμ, για να την χαιρετίσει και να φέρει το μήνυμα της επικείμενης γέννησης του Λυτρωτού και  στον Προφήτη Δανιήλ, για να εξηγήσει τα οράματα τα οποία είχε δει αυτός και  να αποκαλύψει τον χρόνο της ελεύσεως του Μεσσία.
Η Εκκλησία τιμά την Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, επειδή προανήγγειλε τη  Σάρκωση  του  Υιού  και  Λόγου  του  Θεού.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ. Φερωνυμίᾳ καταλλήλῳ ἐμπρέπων, καθυπουργεῖς ἐν τῇ τοῦ Λόγου σαρκώσει, ὡς στρατηγὸς τῶν Ἀσωμάτων τάξεων· ὅθεν εὐηγγέλισαι, τῇ Παρθένῳ Μαρίᾳ, χαῖρε προσφωνῶν αὐτῇ, τὸν Θεὸν γὰρ συλλήψῃ· ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς σὲ ὑμνοῦντας, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Οὐρανίου τάξεως, φωτοειδὴς στρατηγέτης, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε, γεγενημένος ἐν δόξῃ, ἤγγειλας, χαρὰν τὴν ἄληκτον τῇ Παρθένῳ· ταύτῃ γὰρ, τὴν τοῦ ἀνάρχου σύλληψιν Λόγου, ἐκβοῶν εὐηγγελίσω· χαῖρε Παρθένε εὐλογημένη Ἁγνή.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’.     Ἀρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργὲ θείας δόξης, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγὲ καὶ ἀρχηγὲ ἀσωμάτων, τὸ συμφέρον ἡμῖν πρέσβευε, καὶ τὸ μέγα ἔλεος, ὡς τῶν ἀσωμάτων Ἀρχιστράτηγος.

Μεγαλυνάριον.Ὅλος ἡλιόμορφος καὶ φαιδρός, Γαβριὴλ ἐπέστης, τῇ Παρθένῳ ἐν Ναζαρέτ· παρ’ ἧς νῦν τὴν αἴγλην, τῆς Τρισηλίου δόξης, δεχόμενος ἀΰλως, ἡμᾶς καταύγασον.

Οι Άγιοι Είκοσι Έξι Μάρτυρες οι εν Γοτθία μαρτυρήσαντες

Οι  Άγιοι αυτοί Μάρτυρες έζησαν κατά τους χρόνους του βασιλέως των Γότθων Ιουγγουρίχου και του αυτοκράτορα Γρατιανού (375 – 383 μ.Χ.). Ενώ ευρίσκονταν όλοι στην Εκκλησία και  έψαλλαν, συνελήφθησαν από τον βασιλέα των Γότθων και  ρίχθηκαν ζωντανοί  στην πυρά. Τότε συνέβη και το  εξής: Κάποιος άνθρωπος Χριστιανός, που έφερνε την προσφορά του στην Εκκλησία, συνελήφθη και αυτός  και  ρίχθηκε  στην  φωτιά, αφού πρώτα ομολόγησε τον Χριστό, προσφέροντας έτσι τον ίδιο του τον εαυτό στον Χριστό, αντί  άλλης προσφοράς. Τα λείψανα των Μαρτύρων περισυνέλεξε η  συμβία άλλου  άρχοντα του έθνους των Γότθων, που ήταν Χριστιανή, μαζί με πρεσβυτέρους και λαϊκούς. Και αφού εγκατέλειψε την εξουσία στον υιό της
, περιδιαβαίνοντας από τόπο σε τόπο, ήλθε μέχρι την γη των Ρωμαίων μαζί με την θυγατέρα της. Στην συνέχεια αναχώρησε για την χώρα της, αφού κληροδότησε στην θυγατέρα της τα ιερά λείψανα. Αυτή, φεύγοντας για την Κύζικο, έδωσε ένα μέρος από τα λείψανα αυτά στην πόλη και ύστερα από λίγο τελειώθηκε ο  βίος της.

Τα ονόματα των Αγίων Μαρτύρων είναι: Βαθούσης ή Ααθούσης πρεσβύτερος μετά των δύο υιών και  τριών θυγατέρων αυτού, μοναχός Αρπύλας, Αβίππας, Αγνάς, Ηγάθραξ, Ησκόος, Θέρμας ή  Θέρθας, Ρύαξ ή Ρύϊας, Σεΐμβλας ή  Σουΐμβλας, Σιγήτζας ή  Σίδητζας, Σίλας, Σουηρίλας, Φίλγας  και  οι  γυναίκες: Αλλάς, Ανιμαΐς, Άννα, Βάρις  ή  Βάρκα, Λαρίσσα, Μαμύκα, Μωϊκώ και Ουϊρκώ.        
Το  μαρτύριό τους συνέβη  μεταξύ  των ετών  375 – 383 μ.Χ.