31/7/13

Απολυτίκιο


Ὁ Ἅγιος Εὐδόκιμος

Ὁ Ἅγιος Εὐδόκιμος γεννήθηκε στὴ Καππαδοκία καὶ ἔδρασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου (829 – 842).
Οἱ γονεῖς του Βασίλειος καὶ Εὐδοκία ἦταν ἄνθρωποι πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς. Ἡ ὀρθόδοξη οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ γρήγορα ὁ Εὐδόκιμος διακρίθηκε γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὶς ἀρετές του.
Ὁ ἠθικὸς βίος του καὶ ἡ φιλάνθρωπη δράση του ἐκτιμήθηκαν ἀπὸ τὸναὐτοκράτορα Θεόφιλοὁ ὁποῖος τὸν διόρισε στρατοπεδάρχη τῆςΚαππαδοκίας ἀρχικὰ καὶ ἀργότερα ὅλης της αὐτοκρατορίαςΚατὰ τὴντέλεση τῶν καθηκόντων του ὁ Εὐδόκιμος ἦταν πάντα δίκαιος καὶταπεινόφρωνἐνῷ δὲν σταμάτησε στιγμὴ νὰ ἐπιδίδεται στὸφιλάνθρωπο ἔργο του.
Ἐνῷ βρισκόταν στὸ 33ο ἔτος τῆς ἡλικίας του ὁ Εὐδόκιμος προσβλήθηκε ἀπὸ βαριὰ σωματικὴ ἀσθένεια. Ὅταν παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, ἡ χριστιανικὴ κοινότητα βυθίστηκε σὲ θλίψη καὶ ἐνταφίασε τὸ τίμιο σῶμα του εὐλαβῶς.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς οὐρανίους σκηνάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον, ἀδιαλώβητον, τὸ σῶμά σου Ἅγιε· σὺ γὰρ ἐν σωφροσύνῃ, καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ, μάκαρ ἐπολιτεύσω, μὴ μολύνας τὴν σάρκα. Διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθήναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ σεπτή σου σήμερον, ἡμᾶς συνήθροισε μνήμη, ἐν τῇ θείᾳ λάρνακι, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων· πάντες οὖν, οἱ προσιόντες καὶ προσκυνοῦντες, ἅπασαν, δαιμόνων βλάβην ἀποσοβοῦνται, καὶ ποικίλων νοσημάτων, λυτροῦνται τάχος μάκαρ Εὐδόκιμε.

Μεγαλυνάριον.
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών· ὃ λαθὼν γὰρ ἔσχες, ἐγνώσθη μετὰ τέλος, Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.

Ἐγκαίνια Ναοῦ τῆς Θεοτόκου ἐν Βλαχερναὶς καὶ Προεόρτια Προόδου Τιμίου Σταυροῦ

Ο Σ. Εὐστρατιάδης γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ γράφει τὰ ἕξης:
«Κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος σταυρός, περιήγετο ἀνὰ τὴν πόλιν καὶ ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναοὺς πρὸς προσκύνησιν καὶ ἁγιασμὸν τῶν πιστῶν καὶ πάλιν ἀπετίθετο εἰς τὸ σκευοφυλάκιον. Εἰς τοὺς κώδικας, τὰς τοῦ τιμίου σταυροῦ προεόρτια ἀναγράφονται καὶ ἄρχονται ἀπὸ τῆς πρώτης Αὐγούστου, ἡ δὲ κατὰ τὴν προεόρτιον ταύτην ἀνάμνησιν ὑμνογραφία εἶναι πλούσια καὶ κεῖται ἀνέκδοτος εἰς πολλοὺς Κώδικας καὶ ἶνα μόνον εἰς τοὺς κατ’ αὐτὴν συντεθέντας Κανόνας περιορισθῶ, σημειῶ Κανόνα τοῦ Θεοφάνους (ἐν τοὶς Κώδ. 368 φ. 3636, 1568 φ. 3α Παρισίων καὶ Ω 147 Λαύρας), τοῦ Γεωργίου Νικομήδειας (ἐν τοὶς Κώδ. 1567 φ. 240 6, 13φ 351α Παρισίων καὶ Θ 32 φ. 344α, Δ 12 φ. 273α, 1135 φ. 333α καὶ Ω 147 φ. 368α Λαύρας), ἕτερον τοῦ αὐτοῦ Γεωργίου Νικομήδειας φέροντα ἀκροστιχίδα «Σταυρῶ γεγηθῶς ἐξάδω θεῖον μέλος Γεώργιος» (ἐν τῷ Παρισινῷ Κώδ. 13 φ. 352 6 καὶ τῷ τῆς Λαύρας Θ 33 φ. 5). Εἰς τοὺς αὐτοὺς δὲ Κώδικας καὶ ἄλλους Στιχηρὰ πολλά, Ἰδιόμελα, Καθίσματα κλπ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸ σωτήριον ὅπλον, δεξώμεθα πιστοί, καθαρᾷ διανοίᾳ· προέρχεσθαι μέλλει γάρ, θείαν χάριν δωρούμενος, καὶ ἰώμενος, ψυχῶν ὁμοῦ καὶ σωμάτων, τὰ νοσήματα, δι’ ἐνεργείας ἀρρήτου, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὡς θεία λαμπάς, προέρχεται τοῖς πέρασι, Χριστοῦ ὁ Σταυρός, δι’ οὗ ζωὴ δεδώρηται· προσέλθωμεν οὖν ἄνθρωποι, καὶ ῥυφθῶμεν τούτου τῇ χάριτι· ὁ γὰρ ἐν τούτῳ προσπαγείς, παρέχει τοῖς πᾶσιν, ἱλασμὸν καὶ ζωήν.

Μεγαλυνάριον.
Δεῦτε καὶ δεξώμεθα εὐλαβῶς, καθαραῖς ἐννοίαις, τὸν πανάγιον νῦν Σταυρόν· αἵματι γὰρ θείῳ, Χριστοῦ κατηρδευμένος, βλυσταίνει ἀκενώτως, πᾶσιν ἰάματα.

30/7/13

Οἱ Ἅγιοι Σίλας, Σιλουανός, Ἐπαινετός, Κρήσκης καὶ Ἀνδρόνικος οἱ Ἀπόστολοι

Οἱ Ἅγιοι Σίλας, Σιλουανός, Ἐπαινετός, Κρήσκης καὶ Ἀνδρόνικος, ἦταν πέντε ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Ὅλοι ὑπηρέτησαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Σίλας φυλακίστηκε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας. Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς μόχθους καὶ μακρὰ πορεία ἔγινε ἐπίσκοπος Κορίνθου.
Ὁ Κρήσκης, ἔγινε ἐπίσκοπος Καρχιδονίας καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ μόχθησε καὶ ὑπηρέτησε τὸ Θεῖο Εὐαγγέλιο.
Ὁ Σιλουανός, ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης, ἀγωνίσθηκε καὶ βασανίστηκε καὶ αὐτὸς γιὰ τὴν πίστη του στὸν Κύριο.
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀγωνίσθηκε καὶ ὁ Ἐπαινετὸς σὰν ἐπίσκοπος Καρθαγένης.
Τέλος καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ἀγωνίστηκε καὶ βασανίστηκε γιὰ τὴν πίστη του στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, ὡς οὐρανοὶ λογικοί, τὴν δόξαν ἀστράψαντες, τοῦ κενωθέντος ἐν γῇ, συμφώνως ὑμνείσθωσαν, Κρήσκης Σιλουανός τε, καὶ ὁ ἔνθεος Σίλας, ἅμα σὺν Ἀνδρονίκῳ, Ἐπαινετὸς ὁ θεόφρων· Χριστὸν γὰρ ἱκετεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Σίλα. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Συνοδίτης τοῦ Παύλου γεγονὼς καὶ συνέκδημος, τὴν Νεάπολιν μάκαρ καὶ Φιλίππους ἐφώτισας, τῆς θείας ἐπιγνώσεως φωτί, Ἀπόστολε Σίλα ἱερέ. Ἀλλὰ φύλαττε καὶ σκέπε πάντας ἡμᾶς, ἐν πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Εἰς τὰ τοῦ κόσμου δραμόντες πληρώματα, θεογνωσίας τὸν λόγον ἐσπείρατε· καὶ στάχυν πολύχουν δρεψάμενοι, τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων προσήξατε, Ἀπόστολοι Χριστοῦ παναοίδιμοι.

Ἕτερον Κοντάκιον τοῦ Ἁγίου Σίλα. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐορτάζει σήμερον ἐν εὐφροσύνῃ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐκβοᾷ σοι Ἀπόστολε· χαῖρε ὦ Σίλα τοῦ Παύλου συνόμιλε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Ἀνδρόνικε Σίλα, καὶ θεόφρον Σιλουανέ, σὺν Ἐπαινετῷ τε, καὶ Κρήσκεντι τῷ θείῳ, τῆς ἀληθοῦς σοφίας ἐνδιαιτήματα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου Σίλα.
Χαίροις εὐσεβείας θεῖος πυρσός, Ἀπόστολε Σίλα, καὶ τῆς χάριτος θησαυρός· χαίροις ὁ τῷ Παύλῳ, πιστῶς διακονήσας, αἰτούμενος δὲ πᾶσιν, ἡμῖν τὰ κρείττονα.

29/7/13

Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος ὁ Μάρτυρας

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία. Μὲ ἰδιαίτερη εὐφράδεια λόγου, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ζῆλο, δίδασκε τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὅταν ἔφθασε στὴν Αἴγυπτοφανατικοὶ εἰδωλολάτρες ἐξεγέρθηκανἐναντίον τουτὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόναΣακέρδωναΑὐτός, ὑποκρινόμενος, ἔδειξε ὅτι λυπᾶται, καὶ γιὰ νὰ κάμψει τὸ φρόνημα τοῦ Καλλινίκου, ἀνέφερε δῆθεν περιστατικὰ πρώην γενναίων χριστιανῶν, ποὺ ὅταν ἀντίκρισαν τὰ σκληρὰ βάσανα, ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους. Ὁ Καλλίνικος, ἀντιλαμβανόμενος τὴν ὑποκρισία τοῦ ἡγεμόνα, μειδίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴν ἀναβάλλεις, ἔπαρχε, νὰ λάβεις πεῖρα τῆς δύναμης μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ὁπλίζει τοὺς γνήσιους πιστούς Του. Γρήγορα ἑτοίμασε ὅλα σου τὰ κολαστήρια ὄργανα, φωτιά, ξίφη, τροχούς, μαχαίρια, μαστίγια καὶ ὅτι ἄλλο σκληρὸ μαρτύριο ἔχεις. Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα καὶ σκληρότερα βασανιστήρια ποθῶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».
Πράγματι, ὁ ἔπαρχος τὸν μαστίγωσε σκληρά. Ἔσκισε τὶς σάρκες του μὲ σιδερένια νύχια καὶ ὅπως ἦταν μισοπεθαμένος, τὸν ἔδεσε πίσω ἀπὸ ἕνα ἄγριο ἄλογο, ποὺ τὸν ἔσυρε γιὰ πολλὰ χιλιόμετρα. Τόση ἦταν ἡ λύσσα τοῦ ἐπάρχου, ποὺ πρὶν ὁ Καλλίνικος ἀφήσει τὴν τελευταία του πνοή, τὸν ἔριξε μέσα στὴ φωτιά.
Ἔτσι ἔνδοξα πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Κλῆσιν σύνδρομον, ἔχων τῷ βίῳ, νῖκος κάλλιστον, ἦρας ἐν ἄθλοις, καταλλήλως γεγονώς ὃ προκέκλησαι· σὺ γὰρ καλῶς τὸν ἀγῶνα τελέσας σου, ὡς νικητὴς ἐδοξάσθης Καλλίνικε. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ταῖς ἐπομβρίαις τῶν ἐνθέων σου λόγων, τῆς ἀσεβείας κατασβέσας τὴν φλόγα, μερτυρικοῖς διέλαμψας ἀγῶσι σοφέ· ὅθεν καὶ εἰσέδραμες, τῇ καμίνῳ προθύμως, ἐκβοῶν Καλλίνικε, τῷ ἰσχύν σοι διδόντι· Ἐν τῷ φωτί με ἴθυνον τῷ σῷ, τὸν ἐν πυρί σε, Χριστὲ μεγαλύναντα.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξι τῶν λόγων σου τῶν σοφῶν, ὕλην ἀσεβείας, καταφλέξας ἀθλητικῶς, ὡς τερπνὴ θυσία, διὰ πυρὸς προσήχθης, Καλλίνικε παμμάκαρ, τῷ ἀθλοθέτῃ σου.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ στρατιώτης

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ὑπῆρξε στὰ χρόνια του Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361) καὶ ἦταν στρατιώτης «εἰς τὰ νούμερα τῶν καλουμένων Ταϊφάλων».
Αὐτὸς λοιπόν, εἶχε σταλεῖ μαζὶ μὲ ἄλλους στρατιῶτες νὰ καταδιώξει χριστιανούς. Φαινομενικά τους καταδίωκε, ἐνῷ στὰ κρυφά τους βοηθοῦσε νὰ διαφύγουν, νὰ ἀντέχουν τὰ βασανιστήρια, νὰ ἔχουν τὰ στοιχειώδη γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν τους καὶ ἄλλα.
Ἔτσι θεάρεστα ἀφοῦ πέρασε τὴ ζωὴ τοῦ ὁ Ἰωάννης, ἀναπαύθηκε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν Πανδέκτη, τόπο ποὺ καὶ οἱ ξένοι ἐνταφιάζονταν.
Ἡ δὲ σύναξή του γινόταν στὸν πρῶτο ἀποστολικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

28/7/13

ομιλία που συνέβη στο Αμμοχώρι στις 28-7-2013


Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνία καὶ μαρτύρησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Λικίνιου. Ἦταν ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ δεινὸς κήρυκάς του.
Λόγω τοῦ ἔργου του καταγγέλθηκε καὶ βασανίστηκε. Ὅμως μὲ τὴ Θεία ἐπέμβαση, βγῆκε ἀλάβωτος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια. Ἔτσι δὲν ἔπαθε τίποτα ὅταν τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καζάνι μὲ βραστὸ νερὸ καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὴν ἀγριότητα πεινασμένου λιονταριοῦ. Βλέποντας αὐτὰ τὰ θαύματα ὁ ἔπαρχος Τερέντιος, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Μίλητο, ὅπου καὶ συνέχισε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς μιᾶς ἀληθινῆς πίστης τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων καὶ μὲ τὴν ἀπειλὴ τῶν βασανιστηρίων, θέλησαν οἱ εἰδωλολάτρες νὰ τὸν κάνουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὅμως μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς του καὶ μόνο, μπόρεσε νὰ συντρίψει τὰ ἀγάλματα τῶν εἰδώλων.
Γι’ αὐτήν του τὴν πράξη ἀποκεφαλίστηκε. Τὸ ἅγιο λείψανό του ἐναποτέθηκε στὴν πόλη τῶν Συνάδων.

Ἡ Ὁσία Εἰρήνη ἡ Χρυσοβαλάντου

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῆς βασίλισσας Θεοδώρας, ποὺ ἀναστήλωσε τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Ἡ Εἰρήνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ διακρινόταν ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐσέβειά της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σωματικὴ ὡραιότητά της καὶ γιὰ τὴν εὐγενῆ ἀνατροφή της. Εἶχε ζητηθεῖ λοιπὸν σὲ γάμο, ἀπὸ διακεκριμένο ἄνδρα τοῦ παλατιοῦ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ Βυζάντιο. Στὴ διαδρομὴ ὅμως, πέρασε ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου καὶ τόσο ἑλκύστηκε ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ τῶν καλογριῶν, ὥστε πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ παραμείνει μαζί τους. Ἔτσι ἀπέρριψε τὶς κοσμικὲς δόξες, γύρισε στὴν πατρίδα της, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά της, βοηθώντας πολλοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρήματα τὰ ἐναπόθεσε στὴ Μονή.
Ἔγινε μοναχὴ καὶ ἡ ζωὴ τῆς μέσα στὸ μοναστήρι ὑπῆρξε πολὺ ἀσκητικὴ καὶ ἁγία. Ὅταν πέθανε ἡ ἡγουμένη, ἡ Εἰρήνη, παρὰ τὴν ἄρνησή της, ὁρίστηκε διάδοχός της. Ἀπὸ τὴ νέα της θέση, ἐπετέλεσε τὰ καθήκοντά της ἄριστα. Ὁ Θεὸς μάλιστα, τὴν προίκισε μὲ τὸ προφητικὸ καὶ θαυματουργικὸ χάρισμα. Ἔτσι διὰ τῆς προσευχῆς της, ἀπάλλαξε πολλοὺς ἀπὸ τὰ δαιμόνια.
Προαισθάνθηκε τὸν θάνατό της καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά, γεμάτη χαρὰ γιὰ τὸ εὐχάριστο οὐράνιο ταξίδι της.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόξαν ῥέουσαν, ὑπεριδοῦσα, νύμφη ἄμωμος, ὤφθης Κυρίου, δι’ ἀσκήσεως Ὀσία ἐκλάμψασα· ὡς οὖν Εἰρήνη τυχοῦσα τοῦ πόθου σου, ἐν ὁμονοίᾳ ἡμᾶς διαφύλαττε, ἀξιάγαστε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύουσα, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου εὔκλειαν, καταλιποῦσα Ὁσία, τῷ Χριστῷ νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῷ ἀφθάρτῳ, κάλλεσι, τῆς παρθενίας λελαμπρυσμένη, σκάμμασι, τῆς ἐγκρατείας πεποικιλμένη· διὰ τοῦτό σε Εἰρήνη, ὁ σὸς Νυμφίος λαμπρῶς ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Καππαδοκίας τὴν καλλονήν, καὶ Χρυσοβαλάντου, ὀδηγίαν τὴν ἀσφαλῆ, τὴν πηγὴν θαυμάτων, πηγάζουσαν τῷ κόσμῳ, Εἰρήνην τὴν Ὁσίαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ξηροποταμηνός

Σύμφωνα μὲ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη ἡ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Παύλου, ποὺ βρίσκεται στὸ Νέον Ἐκλόγιον, εἶναι τελείως φανταστική.
Σ’ αὐτὸ φέρεται σὰν γιὸς τοῦ Βασιλιὰ Μιχαὴλ Α’ τοῦ Ραγκαβὲ (811 – 813) καὶ τῆς θυγατέρας τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου τοῦ Γενικοῦ. Εὐνουχίστηκε σὲ παιδικὴ ἡλικία καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη φιλοσοφίας. Ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔκτισε τὴ Μονὴ Ξηροποτάμου, τῆς ὁποίας καὶ ἔγινε ἡγούμενος. Ἡ ἁγιορείτικη παράδοση ὅμως, τὸν θέλει σύγχρονο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἱδρυτὴ τῆς Λαύρας.
Τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ Παύλου, σώζονται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου ἕξι Κανόνες στοὺς Ἁγίους 40 μάρτυρες, Κανόνας ἰαμβικὸς στὸν τίμιο σταυρὸ καὶ λόγος στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείου ἀξίας ἀνταλλαξάμενος, τὸν θεοΰφαντον τρίβωνα τῆς ὁσίας ζωῆς, ὡς ἀστὴρ ἑωθινὸς ἐν Ἄθῳ ἔλαμψας, καὶ ὁδηγεῖς φωτιστικῶς, Μοναζόντων τοὺς χορούς, πρὸς κτῆσιν τὴν τῶν κρειττόνων, Παῦλε Πατέρων ἀκρότης, καὶ πρεσβευτὰ ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀνάκτων βλάστημα, Παῦλε θεόφρον, κληρονόμος ἄξιος, καὶ υἱὸς ὤφθης εὐκλεής, τοῦ οὐρανίου Παντάνακτος, δι’ ἰσαγγέλου ζωῆς Πάτερ Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὡς ἀνάκτων γόνος, κληρονόμος δι’ ἀρετῶν· σὺ γὰρ Πάτερ Παῦλε, ἀγγελικῶς βιώσας, τῆς ὑπὲρ νοῦν εὐκλείας, λαμπρῶς ἠξίωσαι.

27/7/13

Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ὁ Μεγαλομάρτυρας καὶ Ἰαματικός

Τὸν καιρὸ ποὺ τὰ μαῦρα σύννεφα τῆς εἰδωλολατρείας σκέπαζαν ἀπειλητικὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη, στὰ τέλη δηλαδὴ τοῦ τρίτου αἰώνα μετὰ Χριστόν, γεννήθηκε στὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ φοβερὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ Μαξιμιανός.

Ὁ πατέρας του λεγόταν Εὐστόργιος καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης ἀξιωματοῦχος, μέλος τῆς συγκλήτου. Ἡ μητέρα του λεγόταν Εὐβούλη καὶ ἦταν θερμὴ Χριστιανή. Τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσαν στὸ παιδί τους ἦταν Παντολέον.

Ὁ Παντολέον ἦταν πολὺ ἔξυπνος, εὐγενικός, ἐπιμελής, ταπεινὸς καὶ πράος, γεμάτος ἀρετή, παρ’ ὅλο ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε βαπτιστεῖ Χριστιανός. Ὅταν μεγάλωσε, ὁ πατέρας του τὸν παρέδωσε σ’ ἕνα φημισμένο γιατρό, τὸν Εὐφρόσυνο , γιὰ νὰ τοῦ διδάξει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Σὲ λίγο καιρὸ ὁ Παντολέον ξεπέρασε ὅλους τους συνομήλικούς του στὴν μόρφωση καὶ ὅλοι μιλοῦσαν μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ χαρακτήρα του. Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, μαθαίνοντας γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἐξυπνάδα του, τὸν προόριζε γιὰ νὰ γίνει γιατρὸς στὸ παλάτι, ὁ γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων.

Τὸν ἴδιο καιρὸ ὁ γέροντας ἱερέας τῆς Νικομήδειας Ἐρμόλαος, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάλεσε στὸ σπίτι ποὺ κρυβόταν τὸν Παντολέοντα γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει. Ἀφοῦ συνομίλησαν γιὰ πολλὴ ὥρα, ὁ Ἐρμόλαος κατενθουσιάστηκε ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποὺ κοσμοῦσαν τὸ νέο καὶ ἀποφάσισε νὰ τοῦ γνωρίσει τὴν πίστη στὸ Χριστό. Ἔτσι ἀναπτύχθηκε ἀνάμεσά τους μιὰ ἄριστη πνευματικὴ σχέση. Ὁ Παντολέον ἐπισκεπτόταν καθημερινὰ τὸν Ἅγιο Ἐρμόλαο καὶ ἀπολάμβανε τοὺς Χριστιανικούς του λόγους. Στερεωνόταν ἔτσι, σιγὰ - σιγὰ,  στὴν ἀληθινὴ πίστη.

Ἕνα ἐντυπωσιακὸ γεγονὸς κάνει τὸν Παντολέοντα νὰ πάρει τὴ σοβαρὴ καὶ γενναία ἀπόφαση νὰ δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, νὰ γίνει Χριστιανός. Ἐνῶ περπατοῦσε στὸν δρόμο συνάντησε ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ δάγκωσε μία ὀχιὰ καὶ πέθανε. Λέει λοιπὸν στὸν ἑαυτό του: Θὰ προσευχηθῶ στὸ Χριστὸ νὰ ἀναστήσει αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἂν πράγματι τὸ παιδὶ ἀναστηθεῖ, ἐγὼ πιὰ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ καθυστερῶ τὴν βάπτισή μου, θὰ γίνω Χριστιανός, θὰ πιστέψω ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὰ σκέφτηκε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Κύριο. Ἀμέσως τὸ παιδὶ ζωντάνεψε καὶ τὸ φίδι πέθανε.

Γεμάτος χαρὰ ὁ Παντολέον τρέχει στὸ γέροντα Ἐρμόλαο, τοῦ διηγεῖται τὸ θαῦμα καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ τὸν βαπτίσει. Καὶ ὁ Ἐρμόλαος, ἐπειδὴ γνώριζε ποιὸς ὁδηγεῖται στὴν τελειότητα, γεμάτος συγκίνηση ὁδήγησε στὸ φωτισμὸ τοῦ Θείου Βαπτίσματος τὸν Παντολέοντα.

Ἀπὸ τότε ὁ Παντολέον ἔγινε ἀνάργυρος ἰατρός. Θεράπευε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀσθενεῖς, χωρὶς νὰ παίρνει καθόλου χρήματα. Ἀκόμη, ὅταν εὕρισκε φτωχοὺς τοὺς βοηθοῦσε ποικιλότροπα, δίνοντάς τους χρήματα καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα εἴδη. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐντυπωσιακὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἦταν ἡ θεραπεία ἐνὸς τυφλοῦ, μὲ τὴ δύναμη καὶ πάλι τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ μας, τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ θαυμαστὲς θεραπεῖες τοῦ Ἁγίου προκάλεσαν τὸ θαυμασμὸ τῶν κατοίκων τῆς Νικομήδειας, ἀλλὰ καὶ τὸ μίσος καὶ τὸ φθόνο τῶν ἄλλων ἰατρῶν τῆς πόλης. Οἱ τελευταῖοι κατάγγειλαν τὸν Παντολέοντα στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό, τὸν φοβερὸ αὐτὸ διώκτη τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ὁ Μαξιμιανὸς κάλεσε τὸν Ἅγιο στὰ ἀνάκτορα γιὰ νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις. Ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε μὲ θάρρος ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὁ αὐτοκράτορας στὴν ἀρχὴ προσπάθησε νὰ τὸν πείσει μὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Παντολέον ὅμως ἔμεινε πιστὸς καὶ ἀκλόνητος. Δὲν ἀρνήθηκε. Δὲν πρόδωσε τὸ Χριστό.

Ὁ αὐτοκράτορας ἐξαγριωμένος, διέταξε φοβερὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ κλονίσει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ἐξαναγκάσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.

Οἱ στρατιῶτες τοῦ αὐτοκράτορα, ἄρχισαν νὰ τοῦ ξέουν τὴ σάρκα μὲ μαχαίρια καὶ νὰ καῖνε τὶς πληγὲς μὲ λαμπάδες. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἦλθε σὲ βοήθεια τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ θεράπευσε τὶς πληγές, φωτίζοντάς τον μὲ ἀστραπές. Στὴ συνέχεια ἔβαλαν τὸν Παντολέοντα μέσα σὲ ἕνα καζάνι ποὺ ἔβραζε. Μὲ τὴ βοήθεια ὅμως καὶ πάλι τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἔμεινε σῶος καὶ ἀβλαβὴς καὶ ἡ φωτιὰ θαυματουργικὰ ἔσβησε. Ἀκολούθως βύθισαν τὸν Ἅγιο στὰ βάθη τῆς θάλασσας, ἀφοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμό του μιὰ τεράστια πέτρα. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἔκανε τὴν πέτρα πιὸ ἐλαφριὰ ἀπὸ φύλλο καὶ ἔδωσε στὸν Παντολέων τὴν δύναμη νὰ περπατᾶ πάνω στὰ νερά. Ἔτσι σῶος καὶ ἀβλαβής, βγῆκε στὴ στεριά. Στὴ συνέχεια ἔρριξαν τὸν Ἅγιο σὲ πεινασμένα ἄγρια θηρία. Ὅμως τὰ ζῶα, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξουν, ἔγλειφαν ἤρεμα καὶ εἰρηνικὰ μὲ τὴ γλώσσα τους τὰ πόδια του, κουνόντας τὶς οὐρές τους.

Ἔκπληκτος ἀλλὰ καὶ ἐξαγριωμένος ὁ ἡγέμονας, διατάσσει τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου. Θαυματουργικὸς τὸ ξίφος λυγίζει καὶ ἀντὶ αἷμα τρέχει γάλα. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπ’ τὸν οὐρανό. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Παντελεήμων, ποὺ σημαίνει τὸν Ἅγιο ποὺ ὅλους τους βοηθᾶ καὶ τοὺς ἐλεεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς του.
 
Τὸ Τίμιο Σῶμα τοῦ Ἁγίου τάφηκε μὲ τιμὲς ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη του τὴν 27η Ἰουλίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

 
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χάριν ἔνθεον εἰσδεδεγμένος, ῥῶσιν ἄφθονον ἀεὶ παρέχεις, καὶ ψυχῶν τε καὶ σωμάτων τὴν ἴασιν, τοῖς τῷ ἁγίῳ ναῷ σου προστρέχουσι, Παντελεῆμον ἐλέους θησαύρισμα. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. α’. Αὐτόμελον.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ’ αὐτοῦ κομισάμενος, Ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου, τὰς ψυχικὰς ἠμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεὶ πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Μεγαλυνάριον.
Ρεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βλύζει χρήζουσι δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες, δεῦτε ἀρύσασθε.

26/7/13

Ἡ Ἁγία Παρασκευὴ ἡ Ὁσιομάρτυς

Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Παρασκευή, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη, οἱ δὲ γονεῖς της Ἀγάθων καὶ Πολιτεία ἦταν χριστιανοί.
Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἄτεκνοι παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσειἕνα παιδίΠράγματι ὁ Θεὸς τοὺς ἄκουσε καὶ τοὺς χάρισε ἕνα παιδί. Καὶ ἐπειδὴ ὅταν γεννήθηκε ἦταν ἡ ἕκτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τὴν ὀνόμασαν Παρασκευὴ καὶ ἀπὸ μικρὴ τὴν ἀφιέρωσαν στὸν Θεό. Ἡ Παρασκευή, ἔλαβε τὴν χριστιανικὴ μόρφωση ἀπὸ τὴν μητέρα της καὶ μάλιστα μελετοῦσε συνέχεια τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ προσευχόταν πολλὲς ὧρες στὴν ἐκκλησία.
Μετὰ τὸν θάνατο τῶν δικῶν της μοίρασε ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔγινε μοναχή. Ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ λαμβάνοντας τὴν εὐχὴ τῆς ἡγουμένης βγῆκε ἔξω στὸν κόσμο καὶ κήρυττε τὸν Χριστὸ προσελκύοντας πολὺ κόσμο στὸν χριστιανισμό.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁδηγήθηκε στὸν βασιλιὰ Ἀντωνῖνο ὁ ὁποῖος θαμπωμένος ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της καὶ τὴν σύνεσή της προσπάθησε νὰ τὴν πείσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ θὰ τῆς ἔδινε ὅτι ἤθελε.
Ἡ Ἁγία ὅμως ἀρνήθηκε καὶ τότε διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Μάλιστα τὴν ἔβαλαν μέσα σὲ ἕνα θερμασμένο λέβητα γεμάτο πίσσα καὶ λάδι. Μόλις ἔγινε αὐτὸ ἡ Ἁγία φαινόταν νὰ δροσίζεται μέσα σ’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀντωνῖνος ἐξοργισμένος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θανατωθεῖ, περνώντας καὶ αὐτὴ στὴν μεγάλη χορεία τῶν μαρτύρων τῆς ἐκκλησίας μας.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον  Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῇ Ἀθληφόρῳ οἱ πιστοὶ τὸν ὑμνητήριον
Παρασκευῇ δεῦτε συμφώνως ἀναμέλψωμεν·
Ἀπαστράπτει γὰρ τοῖς θαύμασιν ἐν τῷ κόσμῳ
Ἀπελαύνουσα τῆς πλάνης τὴν σκοτόμαιναν
Καὶ παρέχουσα πιστοῖς τὴν χάριν ἄφθονον
Τοῖς κραυγάζουσι, χαίροι Μάρτυς πολύαθλε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἡ λαμπηδών, καὶ τῶν ἰαμάτων, πολυχεύμων ὄντως κρουνός· χαίροις προστασία, καὶ σεπτὴ οὐρανία, Παρασκευὴ θεόφρον, τῶν εὐφημούντων σε.

Οἱ Ἅγιοι Ἑρμόλαος, Ἕρμιππος καὶ Ἑρμοκράτης οἱ Μάρτυρες

Ἀνῆκαν καὶ οἱ τρεῖς στὸν Ἱερὸ κλῆρο τῆς ἐκκλησίας, στὴ Νικομήδεια.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ἀνακρινόταν, καὶ ρωτήθηκε ἀπὸ ποιὸν διδάχτηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη, ἀπάντησε, ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἑρμόλαο. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετό, γιὰ νὰ σταλοῦν ἀμέσως στρατιῶτες καὶ νὰ συλλάβουν τὸν Ἑρμόλαο. Μὲ τὴν θέλησή τους, ἀκολούθησαν αὐτὸν μπροστὰ στὸν κριτὴ τῆς Νικομήδειας, οἱ φίλοι καὶ συνεργάτες του ἱερεῖς, Ἕρμιππος καὶ Ἑρμοκράτης.
Ὁ δικαστής, ἀφοῦ ἐξέτασε πρῶτα τὸν Ἑρμόλαο, ρώτησε ἔπειτα τοὺς ἄλλους δύο τί ζητοῦσαν καὶ ἦλθαν σ’ αὐτόν. Ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν, ὅτι ἦταν στρατιῶτες τοῦ Ἑρμολάου κάτω ἀπὸ τὴν σημαία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅτι τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἔχουν ὅλοι κοινὸ θάνατο, ὅπως εἶχαν καὶ κοινὴ ἀδελφικὴ ζωή. Ἡ ἀπάντηση αὐτή, ἀντὶ νὰ κινήσει τὸ θαυμασμὸ τοῦ δικαστή, ἄναψε περισσότερο τὸν θυμό του. Καταδίκασε λοιπὸν καὶ τοὺς τρεῖς σὲ θάνατο.
Ἔτσι μὲ τὴν θυσία τῶν κεφαλῶν τους, κέρδισαν τὰ ἀθάνατα βραβεῖα τῶν ἀθλητῶν τῆς πίστης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Χρίστου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἱερατεύσαντες, γνησίως Ἅγιοι, τῷ πρυτανεύσαντι, ὑμῖν τὰ κρείττονα, τοῦ μαρτυρίου τὴν ὁδόν, ἠνύσατε γηθοσύνως, ἱερὲ Ἑρμόλαε, σὺν Ἑρμίππῳ Ἑρμόκρατες, τρίστυλον ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενοι· διὸ ἐκδυσωπεῖτε ἀπαύστως, σώζεσθαι πάντας πάσης βλάβης.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἱερεῖς θεόφρονες, ὡς ἀληθῶς δεδειγμένοι, ἱερεῖα ἔμψυχα, προσήχθητε τῇ Τριάδι, ῥεύμασι, τοῖς τῶν αἱμάτων πεφοινιγμένοι, στίγμασι, τοῖς ζωηφόροις πεποικιλμένοι, Ἑρμόλαε θεοφόρε, σὺν τῷ Ἑρμίππῳ καὶ Ἑρμοκράτει ὁμοῦ.

Μεγαλυνάριο.
Ἱερομαρτύρων τριὰς σεπτή, Ἑρμόλαε πάτερ, σὺν Ἑρμίππῳ τῷ ἱερῷ, καὶ τῷ Ἑρμοκράτει, Τριάδι τῇ Ἁγίᾳ, ὑπὲρ ἡμῶν ἐντεύξεις, ἀεὶ προσφέρετε.

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ ἐν Ἀλάσκα

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἅγιοί τῆς Ἀλάσκας», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι.

25/7/13

Ἡ Κοίμηση τῆς Ἁγίας Ἄννας Μητέρας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Ἡ Ἁγία Ἄννα, ἡ μητέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευί.
Ὁ πατέρας της, ποὺ ἦταν ἱερέας, ὀνομαζόταν Ματθᾶν καὶ ἡ μητέρα της Μαρία. Ἡ Ἄννα εἶχε καὶ δυὸ ἀδελφές, τὴν ὁμώνυμη μὲ τὴ μητέρα της Μαρία καὶ τὴ Σοβήν. Καὶ ἡ μὲν Μαρία εἶχε κόρη τὴ Σαλώμη, ἡ δὲ Σοβῆ τὴν Ἐλισάβετ. Καὶ ἡ Ἄννα τὴν Παρθένο Μαρία.
Ἡ Ἁγία  Ἄννα ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τὴ μεγάλη τιμὴ καὶ εὐτυχία νὰ ἀποκτήσει μοναδικὴ κόρη, τὴν μητέρα τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου. Ἀφοῦ ἡ Ἁγία Ἄννα ἀπογαλάκτισε τὴν Θεοτόκο καὶ τὴν ἀφιέρωσε στὸ Θεό, αὐτὴ πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἐλεημοσύνες πρὸς τοὺς φτωχούς.
 Τέλος, εἰρηνικὰ παρέδωσε στὸ Θεὸ τὴ δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τὰ αἰώνια ἀγαθά. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαίωσε ὅτι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται». Οἱ δίκαιοι, δηλαδή, θὰ μεταβοῦν γιὰ νὰ ἀπολαύσουν ζωὴ αἰώνια.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, Ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα· διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη ἱλασμόν, ἀειμακάριστε.

Κοντάκιον  Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν, τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως τοὺς κράζοντας· ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ’ ἡμῶν, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τοῦ Σωτῆρος εὐκλεέστατοι Προπάτορες
Ἐπουρανίων δωρεῶν ἄμφω ἐτύχετε
Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα οἱ θεοφόροι.
Ἀλλ’ ἐκ πάσης ἐπηρείας ἐκλυτρώσασθε
Τοὺς αἰτοῦντας τὴν θερμὴν ὑμῶν ἀντίληψιν
Καὶ κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος θεόκλητον.


Μεγαλυνάριον.
Χαίρουσα μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Ἄννα ὥσπερ μήτηρ, τῆς τεκούσης τὸν Ποιητήν. Ὅθεν τοὺς τιμῶντας, τὴν θείαν κοίμησίν σου, χαρᾶς τῆς ἀθανάτου, μετόχους ποίησον.

Μνήμη Ε’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Σήμερα ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τῶν ἁγίων 165 Πατέρων, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Ἄνθιμος ὁ Α’, ὁ ὁποῖος ἦταν αἱρετικὸς καὶ συγκεκριμένα μονοφυσίτης. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἐκθρονίστηκε ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους καὶ ἀπὸ τὸν τότε πάπα τῆς Ρώμης Ἀγαπητὸ καὶ στὴ θέση του χειροτονήθηκε ὁ ἁγιότατος Μηνᾶς.
Μὲ ἀφορμὴ ὅμως τὸ γεγονὸς τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Ἀνθίμου ξεσηκώθηκαν ὁ Σέβηρος καὶ ὁ Πέτρος, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν κάτω ἀπὸ αἱρετικὴ κυριαρχία καὶ συνιστοῦσαν μάλιστα καὶ τὰ βλάσφημα δόγματα τοῦ Ὠριγένη.
Γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Ἰουστινιανός, συγκάλεσε τὸ 553μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία πῆραν μέρος 165 Ἅγιοι Πατέρες, μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μηνᾶ.
Ἡ σύνοδος αὐτὴ ἀναθεμάτισε τοὺς μονοφυσίτες Σέβηρο καὶ Πέτρο καὶ τὶς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπιπνοίᾳ, θεῖος ὅμιλος, σεπτῶν Πατέρων, ἐν τῇ Πέμπτῃ Συνόδῳ καθείλετε, αἱρετικῶν τὰ ὀθνεῖα διδάγματα, καὶ Ὀρθοδόξοις τὸ κράτος δεδώκατε· ἀλλ’ αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν Ὑπερούσιον, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, τὴν Πέμπτην Σύνοδον ἐν Πνεύματι θείῳ, θεοειδεῖς Πατέρας συγκροτήσαντας, ὕμνοις εὐφημήσωμεν, Ὀρθοδόξων οἱ δῆμοι, πρὸς αὐτοὺς κραυγάζοντες· ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, τὴν Ἐκκλησίαν ῥύσασθε Χριστοῦ, ὑμῶν πρεσβείαις, Πατέρες θεόληπτοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, τῆς Πέμπτης Συνόδου, οἱ φωστῆρες καὶ συνεργοί· χαίρετε προστάται, Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῶν αἱρετιζόντων, ἧττα καὶ ὄλεθρος.

Ἡ Ὁσία Ὀλυμπιάδα ἡ Διακόνισσα

Ἡ Ὀλυμπιάδα ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν Πατριαρχῶν Νεκταρίου καὶ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (395 μ.Χ.). Ὁ πατέρας της Ἀκοῦνδος εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ κόμητος. Κατ’ ἄλλους ὅμως ὀνομαζόταν Σέλευκος.
Ἡ Ὀλυμπιάδα εἶχε μεγάλη σωματικὴ ὡραιότητα, εὐφυΐα, παιδεία, καὶ πολλὰ πλούτη. Παντρεύτηκε τὸν ἔπαρχο Κωνσταντινούπολης Νευρίδιο, ἀλλὰ αὐτὸς μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο πέθανε καὶ ἔτσι ἡ Ὀλυμπιάδα ἔμεινε χήρα σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Ὁ αὐτοκράτωρ Θεοδόσιος προσπάθησε νὰ τὴν πείσει νὰ πάρει δεύτερο ἄνδρα, κάποιο ἀξιωματοῦχο Ἐλπίδιο. Αὐτὴ ὅμως, τιμώντας τὴν μνήμη τοῦ ἄντρα της καὶ φλεγόμενη ἀπὸ τὸν πόθο νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ πλούτη της, ἀπέρριψε τὸν δεύτερο γάμο.
Ἀφοσιώθηκε λοιπὸν στὸν μέγα ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ γεμάτη ἐνθουσιασμὸ ἔδωσε στὴν ἀρχιεπισκοπὴ του χιλιάδες χρυσὰ νομίσματα καὶ κτήματα. Μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶχε τὸν τίτλο τῆς Διακόνισσας. Ἵδρυσε μάλιστα καὶ μοναστήρι, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης.
Ἀργότερα, ὅταν ὁ Χρυσόστομος ἐξορίστηκε, ἡ Ὀλυμπιάδα ἔπεσε σὲ βαθὺ πένθος. Γιὰ νὰ τὴν παρηγορήσει ὁ μέγας ἱεράρχης, τῆς ἔστειλε ἀρκετὲς ἐπιστολὲς (σώζονται 17).
Πέθανε ἐξορισμένη στὴ Νικομήδεια, μόλις 50 ἐτῶν, λίγο μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸν πλοῦτον σκορπίσασα, τὸν σὸν τελίῳ νοΐ, Χριστῷ ἠκολούθησας δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία πανεύφημε· σὺ γὰρ ἐφεπομένη, τῷ σοφῷ Χρυσοστόμῳ, χρύσεον ὤφθης σκεῦος, τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας· διό σε Ὀλυμπιάς, ὁ Κύριος ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐσεβείᾳ λάμψασα καὶ ἐγκρατείᾳ, τὸν Θεὸν ἐδόξασας, ἔργοις καὶ τρόποις ἱεροῖς, Ὀλυμπιὰς ἀεισέβαστε· διὸ τῆς δόξης τῆς ἄνω ἠξίωσαι.

Μεγαλυνάρια.
Χαίροις ἡ Ὁσία Ὀλυμπιάς, ἐναρέτων ἔργων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ἡ τῶν ἄθλων, καὶ τῆς ἁγίας δόξης, τῷ θείῳ Χρυσοστόμῳ συγκοινωνήσασα.

Ἡ Ὁσία Εὐπραξία

Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἦταν κόρη τοῦ συγκλητικοῦ Ἀντίγονου καὶ τῆς Εὐπραξίας (ἡ Ἅγια εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ τὴ μητέρα της), ποὺ ἦταν συγγενὴς τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395).
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀντιγόνου, ἡ μητέρα της τὴν παρέδωσε στὸν βασιλιὰ Θεοδόσιο γιὰ νὰ τὴν ἀποκαταστήσει. Αὐτὸς τὴν ἀρραβώνιασε πολὺ μικρὴ μὲ κάποιον συγκλητικό. Ἄλλα κατὰ τὴ διάρκεια κάποιας περιήγησής της στὴν Αἴγυπτο, μὲ τὴ συνοδεία τῆς μητέρας της, ἡ Εὐπραξία ἐπισκέφθηκε κάποια γυναικεία Μονὴ στὴ Θήβα τῆς Ἄνω Αἰγύπτου (ὅπου ἡγουμένη ἦταν μία ἁγία γυναίκα, ποὺ λεγόταν Μαρίνα) καὶ τόσο τῆς ἄρεσε ἡ ζωὴ τῶν ἐκεῖ ἀσκουμένων, ὥστε ἀποφάσισε νὰ περάσει τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της μαζὶ μ’ αὐτές. Ἡ δὲ μητέρα της δὲν ἔφερε ἀντίρρηση, ἐπέστρεψε στὴν Ἀνατολή, πούλησε τὴν κτηματική της περιουσία καὶ ἐπανῆλθε στὴ Μονή. Ἐκεῖ ἀφοῦ κατέθεσε ὅλα τὰ χρήματα ἀπὸ τὴν πώληση τῆς περιουσίας της, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ δὲ κόρη της Εὐπραξία, μοίρασε τὰ χρήματα αὐτὰ στὶς ἐκκλησίες καὶ στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατη ἄσκηση γιὰ 45 ὁλόκληρα χρόνια.
Ἔτσι ἀσκητικὰ καὶ ἅγια ἀφοῦ ἔζησε, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα της στὸν Θεό, ἐπιτελώντας πολλὰ θαύματα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκ νεότητος Μῆτερ τὸν Χριστὸν ἀγαπήσασα, κόσμου τὰ τερπνὰ ὑπερεῖδες, καὶ μνηστῆρα τὸν πρόσκαιρον, καὶ ἤσκησας ἰσάγγελον ζωήν, Ὁσία Εὐπραξία ἐπὶ γῆς· διὰ τοῦτο ἐδοξάσθης παρὰ Χριστοῦ, καὶ ᾔσχυνας τὸν δράκοντα· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ ἡμῶν τὰ αἰτήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὴν τῶν παρθένων καλλονὴν καὶ ὑποτύπωσιν
Καὶ τῶν ὁσίων στηλογράφημα καὶ σέμνωμα
Τὴν Ὁσίαν εὐφημήσωμεν Εὐπραξίαν·
Ἀρετῶν γὰρ εὐπραγίαις διαλάμπουσα
Νύμφη ὤφθη τοῦ Σωτῆρος θεοδόξαστος.
 βοήσωμεν· χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Εὐπραξία νύμφη Χριστοῦ· χαίροις παρθενίας, καὶ ἀσκήσεως λαμπηδών· χαίροις ἡ τῆς δόξης, τρυφῶσα τοῦ Κυρίου· ᾧ πρέσβευε σωθῆναι, τοὺς σὲ γεραίροντας.

Ὁ Ὅσιος Μακάριος Ζελτοβόδας ὁ Θαυματουργός (Ρῶσος)

Ὁ Ἅγιος Μακάριος Ζελτοβόδας καὶ Οὔνζας γεννήθηκε τὸ ἔτος 1349 μ.Χ. στὸ Νίζνιϊ – Νόβγκοροντ, ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια. Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ Νίζνιϊ – Νόβγκοροντ, ὐπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Ἁγίου Διονυσίου (26 Ἰουνίου). Μὲ ὅλη τὴν ἔνταση τῆς νεανικῆς ψυχῆς του ἀφιερώθηκε στὴν ἐργασία γιὰ τὴ σωτηρίας. Ἐξεχώρισε μεταξύ τῶν αδελφῶν γιὰ τὴν αὐστηρὴ νηστεία καὶ τὴν ἀκριβὴ τήρηση τοῦ μοναστικοῦ κανόνα.
Ὅταν οἱ γονεῖς του ἔμαθαν ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια ποὺ βρισκόταν ὁ υἱός τους, πῆγε ὁ πατέρας του νὰ τὸν ἱκετεύσει μὲ δάκρυα νὰ ἐπιστρέψει στὴν οἰκογένειά του. Ὁ Ἅγιος Μακάριος μίλησε μὲ τὸν πατέρα του πίσω ἀπὸ ἕναν τοῖχο, καὶ τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἴσως νὰ πάει κοντά τους στὸ μέλλον. Ὁ πατέρας του, τοῦ ζήτησε ἔστω νὰ βγάλει τὸ χέρι του ἔξω ἀπὸ τὸν τοῖχο, γιὰ νὰ τὸ δεῖ, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἀφοῦ φίλησε τὸ χέρι τοῦ υἱοῦ του, ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου, ἔφερε πολὺ κόσμο κοντά του καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, ἔφυγε γιὰ τὶς ἀκτές τοῦ Βόλγα, ὅπου ἀσκήτεψε κοντά στα νερὰ τῆς κίτρινης λίμνης. Ἐδῶ μὲ πολὺ ὑπομονὴ νίκησε τοὺς πειρασμοὺς τοῦ κακού.
Πολλοὶ ἐραστές τοῦ μοναχισμοῦ ἦρθαν κοντά του καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος Μακάριος, τὸ 1435 μ.Χ., ἔφτιαξε μονὴ ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα.
Ἐδῶ, ἐπίσης, ἄρχισε νὰ κηρύττει τὸν χριστιανισμὸ στοὺς γύρω ἀπὸ τὴν περιοχὴ λαούς, καὶ μάλιστα βάπτισε πολλοὺς μουσουλμάνους καὶ ἑθνικοὺς στὴ λίμνη, ἡ ὁποία ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Ὅταν οἱ Τατάροι κατέστρεψαν τὸ Μοναστήρι, τὸ 1439, πῆραν αἰχμάλωτο τὸν Ἅγιο Μακάριο. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τατάρων, Καάν, τὸν ἐλευθέρωσε μαζὶ μὲ σχεδὸν 400 Χριστιανοὺς, γιατὶ εἶδε στὰ μάτια τοῦ Ἁγίου τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη, καὶ μὲ ἀντάλλαγμα τοῦ ζήτησε νὰ μὴν ἐγκατασταθεῖ πάλι στὴν κίτρινη λίμνη.
 Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἔθαψε ταπεινά ἐκείνους ποὺ σκοτώθηκαν στὸ μοναστήρι του, καὶ πῆγε 200 βέρστια πρὸς τὰ σύνορα τοῦ Γκάλιστς. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου αὐτῆς τῆς ἐπανατακτοποίησης ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ῆταν μαζί του, ταΐστηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο μέςῳ τῶν προσευχῶν τοῦ Ἁγίου. Φθάνοντας λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Οὔνζα, ἵδρυσε ἕνα νέο μοναστήρι. Πέντε χρόνια μετά, ἀρρώστησε καὶ κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν, τὸ 1444 μ.Χ.
 Ἐνῷ ἦταν ἀκόμη ἐν ζωῇ, ὁ Ἅγιος Μακάριος, τοῦ χορηγήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔνα δῶρο. Αὐτὸ τῆς θαυματουργίας. Ἐθεράπευσε ἔνα τυφλὸ, δαιμονισμένο κορίτσι. Ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, πολὺς κόσμος ἔλαβε τὴν εὐλογία του, μέσω τῶν λειψάνων του. Οἱ μοναχοὶ ἔχτισαν ἕναν ναὸ κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἵδρυσαν κοινόβιο.
 Τὸ 1522, οἱ Τατάροι ἐπιτέθηκαν στὴν Οὔζνα καὶ στὴ μονὴ, καὶ θέλησαν νὰ καταστρέψουν τὴν ἀσημένια λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ ξάφνου τυφλώθηκαν. Πάνω στὸν πανικό τους πνίγηκαν στὴν λίμνη Οὔζνα.
Τὸ 1532, μέσῳ τῶν προσευχῶν τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ἡ πόλη Σολίγκαλιτς σώθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους. Ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, οἱ κάτοικοι ἔχτισαν ἕνα παρεκκλησι στὴν ἐκκλησία τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου. Περισσότεροι ἀπό 50 ἄνθρωποι θεραπεύθηκαν μετὰ ἀπὸ προσευχές στὸν Ἅγιο Μακάριο, ὅπως πιστοποιεῖ ἡ ἐπιτροπὴ ποὺ ἐστάλει ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Φιλάρετο τὸ 1619 μ.Χ.

24/7/13

Ἡ Ἁγία Χριστίνα ἡ Μεγαλομάρτυς

Ἡ Ἁγία μεγαλομάρτυς Χριστίνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Συρίας.
Ἦταν κόρη στρατηγοῦ. Ὁ πατέρας της, τῆς ἔχτισε ἕναν πύργο καὶ τὴν ἔβαλε μέσα σ’ αὐτόν. Μάλιστα κατασκεύασε ἀγάλματα τῶν εἰδώλων καὶ τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει σ' αὐτά. Ἐκείνη ὅμως τὰ ἔκανε ὅλα κομμάτια. Γιὰ αὐτές της τὶς πράξεις, ἡ Ἁγία ὑποβλήθηκε σὲ βασανιστήρια ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν πατέρα καὶ μετὰ φυλακίστηκε. Στὴν φυλακὴ τὴν ἄφησαν νηστικὴ γιὰ νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα. Ὅμως, ἄγγελος Κυρίου τῆς πήγαινε τροφὴ καὶ τῆς θεραπεύτηκαν ὅλες οἱ πληγές της.
Μετὰ τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα, ὅπου ἔλαβε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἄγγελος Κυρίου τὴν ἔβγαλε στὴν στεριά. Μόλις ἔγινε γνωστὸ ὅτι εἶχε διασωθεῖ, ὁ πατέρας της πρόσταξε καὶ τὴν ἔκλεισαν πάλι στὴν φυλακή. Τὴν νύχτα ποὺ ἀκολούθησε ὁ πατέρας της πέθανε καὶ τὴν θέση του στὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ, πῆρε κάποιος ὀνόματι Δίων.
Αὐτὸς ὁδήγησε τὴν μάρτυρα στὸ δικαστήριο. Καὶ ἐκεῖ ἡ Ἁγία ὁμολόγησε τὴν πίστη της. Ἀμέσως ὁ Δίων ὀργίστηκε καὶ διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων πολλοὶ πίστευσαν στὸν Χριστό.
Μετὰ τὸ Δίωνα ἀνέλαβε κάποιος Ἰουλιανός. Αὐτὸς ἔριξε τὴν Χριστίνα μέσα σὲ πυρακτωμένη κάμινο, σὲ ἕνα κλουβὶ μὲ φίδια δηλητηριώδη, τὰ ὁποία ἀντὶ νὰ τὴν δαγκώσουν τῆς ἔγλυφαν τὰ πόδια μὲ εὐσπλαχνία. Μετὰ τῆς ἔκοψαν τοὺς μαστοὺς ἀπὸ ὅπου χύθηκε γάλα ἀντὶ γιὰ αἷμα καὶ τῆς ἔκοψαν καὶ τὴν γλώσσα.
Ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια τὰ ὑπέμεινε μὲ καρτερία καὶ στὸ τέλος μὲ κοντάρια ποὺ τὴν χτύπησαν παρέδωσε τὸ πνεῦμα, λαμβάνοντας τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, καὶ περνώντας στὴν αἰώνια ζωή.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος· ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστῖνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον  Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Φωτοειδὴς περιστερὰ άνεδείχθης, πτέρυγας ἔχουσα χρυσᾶς, καὶ εἰς ὕψος, τῶν οὐρανῶν κατέπαυσας Χριστῖνα σεμνή· ὅθεν σου τὴν ἔνδοξον, ἑορτὴν ἐκτελοῦμεν, πόθῳ προσκυνοῦντές σου, τῶν λειψάνων τὴν θήκην, ἐξ ἧς πηγάζει πᾶσιν ἀληθῶς, ἴαμα θεῖον, ψυχῆς τε καὶ σώματος.

Μεγαλυνάριον.
Κάλλει διαπρέπουσα τῆς σαρκός, τῆς ψυχῆς τὸ κάλλος, καθιέρωσας τῷ Χριστῷ· σὺ γὰρ ὦ Χριστῖνα, τὴν πλάνην ἐβδελύξω, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἄθλων, ἤγειρας τρόπαια.

Οἱ Ἅγιοι Μπορίσος καὶ Γλιέβος οἱ Μάρτυρες (Ρῶσοι)

Ὁ Ἅγιος Μπορίσος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου (15 Ιουλίου), καὶ βαπτίσθηκε μετονομαζόμενος σὲ Ρωμανὸς. Μετὰ ἀπό τὸν θάνατο τοῦ πατέρα τους ὁ μεγαλύτερος υἱὸς Σβιατοπόλκ προγραμμάτισε νὰ σκοτώσει τοὺς αδελφούς του Μπορίσο, Γλιέβο και Γιαροσλὰβ προκειμένου νὰ παρθεῖ διὰ τῆς βίας ἡ ἐξουσία. Ἔστειλε ἕνα μήνυμα στον Μπορίσο, ποὺ προσποιεῖται ὅτι ἐπεθύμησε νὰ ζήσουν εἰρηνικά, ἔτσι ὥστε να πάρει τὰ ἐδάφη του Μπορίσου ποὺ κληρονομήθηκαν από τον πατέρα τους.
Μερικοί ἀπό τοὺς συμβούλους τοῦ Βλαδιμήρου εἶπαν στὸν Μπορίσο ότι πρέπει να πάρει στρατό και να ορίσει τον ἑαυτό του ὡς κυβερνήτη τοῦ Κιέβου. Ὁ Ἅγιος Μπορίσος, ἐντοῦτοις εἶπε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε ποτέ νὰ ἀνυψώσει τὸ χέρι του ἐνάντια στὸν αδελφό του. Δυστυχώς ὁ Σβιατοπόλκ δὲν ἦταντὸ ἴδιο εὐσυνείδητος. Ἦρθε στὴν πόλη Βίσγκοροντ νὰ ρωτήσει τοὺς ἡγέτες του ἐάν ἦταν πιστοί σὲ αὐτόν. Τὸν βεβαίωσαν ὅτι ὴταν ἔτοιμοι νὰ πεθάνουν γι’ αὐτόν.
Ὁ Σβιάτοπλοκ ἔστειλε δολοφόνους στὴν Ἄλτα για να θανατώσει τον Μπορίσο. Ὅταν ἔφθασαν τὸν ἄκουσαν να ψέλνει καὶ να προσεύχεται μπροστά σε μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ζήτησε ἀπό τον Κύριο να του δώσει δύναμη να μὴν λυγίσει στα βασανιστήρια καθώς και να συγχωρέσει τον αδελφό του Σβιατοπόλκ.
Κατόπιν οἱ δολοφόνοι τὸν διαπέρασαν μὲ τὶς λόγχες τους, καὶ τὸν σκότωσαν μαζὶ μὰ κάποιους ὑπηκόους του, ποὺ ἦταν παρόντες. Τύλιξαν τὸν Μπορίσο σὲ ἕνα ὕφασμα και τὸν ἔριξαν πάνω σὲ ἕνα βαγόνι ἐμπορευμάτων.
Ὅμως ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε πεθάνει καὶ ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Σβιατοπόλκ, ἔστειλε μερικοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του γιὰ νὰ τὸν ἀποτελειώσουν μὲ τὰ ξίφη τους.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Μπορίσος ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ Μαρτυρίου τὸ 1015 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Γλιέβος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Μπορίσου, και βαπτιζόμενος μετονομάσθηκε Δαβίδ.
Ὅταν ὁ Σβιατοπόλκ σκότωσε τὸν Μπορίσο, ἄρχισε να ψάχνει τρόπους νὰ σκοτώσει και τὸν ἄλλον ἀδελφό του, τὸν Γλιέβο. Τοῦ ἔστειλε ἕνα μήνυμα ὅτι ὁ πατέρας τους ἦταν πολὺ ἄρρωστος καὶ ὅτι ζήτησε νὰ τὸν δεῖ. Ὅμως ὅ ἕτερος ἀδελφός τους Γιαροσλάβος τοῦ μήνυσε ἐνῷ ἦταν στὸν δρόμο γιὰ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα του, ὅτι ὁ πατέρας τους εἶχε ἤδη πεθάνει καὶ ὅτι ὁ Σβιατοπόλκ εἶχε δολοφονήσει τὸν ἀδελφό τους Μπορίσο.
Ὁ Ἅγιος Γλιέβος ἔκλαψε γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὸν ἀδελφό του, καὶ τὴν ὥρα ποὺ θρηνοῦσε ἔφθασαν οἱ δολοφόνοι. Κατέλαβαν τὴ βάρκα του καὶ τὸν σκότωσαν μὲ μαχαίρι.
Τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρα ρίχτηκε ἐπάνω στὴν ἀκτή μεταξὺ δύο δέντρων. Θάφτηκε δίπλα στὸν ἀδελφό του Ἅγιο Μπορίσο στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων, τιμοῦνται ἐπίσης καὶ τὴν 2α Μαΐου.

Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων τοῦ Τβάλι

Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων τοῦ Τβάλι (Τουλασβίλι) μόναζε στὴ Μονὴ Κακούλι στὴ νοτιοδυτικὴ Γεωργία τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ.
Στὸ βιβλίο του ὁ μοναχὸς Γεώργιος ο Νεότερος, γράφει ὅτι ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ζοῦσε ἀσκητικά καὶ εἶχε πολὲς ἀρετές.
Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ἦταν πνευματικὸς υἱὸς τοῦ Γεωργίου τοῦ Νέου ὁ ὁποῖος τὸν νουθέτησε νὰ γίνει λαμπρὸς συγγραφέας, μεταφραστὴς καὶ Θεολόγος.
Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ἔφυγε ἀπὸ τὴ Μονὴ Κακούλι καὶ πῆγε στὴ Μονὴ Τβάλι, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια ὅπου παρέμεινε γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικό – εἰκονογράφο Michael Sabinin, ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ἀναπάυθηκε εἰρηνικά τὸ ἔτος 1041. 

23/7/13

Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ.
Ἐπειδὴ ἦταν χριστιανός, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν Ἀφρικανό, τὸν ἔπαρχο. Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ ἐρώτηση, τοῦ ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν ἕναν καὶ μόνον ἀληθινὸ Θεό. Ὕστερα ἀπὸ αὐτήν του τὴν ὁμολογία, ὁ Ἀφρικανὸς ἄρχισε νὰ βρίζει τὸν Χριστὸ καὶ προσπάθησε νὰ χτυπήσει τὸν Ἅγιο. Τότε ἔγινε ἕνας τρομερὸς σεισμός, ὁ ἔπαρχος ἔπεσε κάτω καὶ κείτονταν νεκρὸς μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Τότε ὁ Ἅγιος μετὰ ἀπὸ παράκληση τῆς γυναίκας του, τὸν ἀνάστησε.
Κατόπιν ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ὁδήγησαν στὸν αὐτοκράτορα. Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ σ' αὐτὸν ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Θεό. Ἀμέσως ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια.
Πρῶτα τὸν κρέμασαν ἀπὸ ἕνα ξύλο καὶ τοῦ ἔσκισαν τὸ σῶμα μὲσιδερένια νύχια καὶ μετὰ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἕνα λάκκο μὲ ἀσβέστη.Στὸ τέλος τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα λουτρόὅπου εἶχαν ζεστάνει τὸ νερὸπάρα πολύ.
Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχή Ἅγιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸνΚύριο.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φῶς ἐκλάμπουσα, τῶν ἰαμάτων, κόσμῳ δέδεικται, τῶν σῶν λειψάνων, Ἱερομάρτυς ἡ θήκη ἡ ἔνθεος· ἧς τὴν σεπτὴν κομιδὴν ἑορτάζοντες, ἁγιασμὸν ἀληθῆ κομιζόμεθα. Φωκᾶ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς θησαυρὸν ἀνέκλειπτον, τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων τὴν λάρνακα, περικυκλοῦντες ἔνδοξε, ψυχικῶν νοσημάτων, καὶ παντοίων παθῶν ἰάσεις λαμβάνομεν, Φωκᾶ ἀνευφημοῦντες, τὰ θεῖά σου κατορθώματα.

Μεγαλυνάριον.
Βρύει τοῖς ἐν κόσμῳ ποταμηδόν, ἐκ πηγῶν ἀΰλων, σβτηρίους ἐπιρροάς, ἡ σεπτή σου θήκη, Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐξ ὧν ἀεὶ ἀντλοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.