31/12/12

Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ Ρωμαία


Ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ βασιλιὰς ἦταν ὁ Ὀνώριος, δεύτερος γιὸς τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Οἱ γονεῖς της, εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, τὴν πάντρεψαν σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀπέκτησε δύο παιδιά. Ὅμως μεγάλες δοκιμασίες τὴν περίμεναν. Τὴν μητρική της καρδιὰ σπάραξε ὁ θάνατος τῶν δυὸ παιδιῶν της. Μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ ἐντελῶς ξαφνικά, πέθανε καὶ ὁ σύζυγός της. Καὶ γιὰ νὰ γεμίσει τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς λύπης, χάνει καὶ τοὺς γονεῖς της. Οἱ στιγμὲς δύσκολες. Ποιὸς θὰ τὴν παρηγορήσει; Μὰ ποιὸς ἄλλος; Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». Δηλαδή, ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σας στὰ μέλλοντα ἀγαθά, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύει γιὰ νὰ δείχνετε ὑπομονὴ στὴν θλίψη. Καὶ νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχή, συνεχίζει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς σας.
Ἔτσι καὶ ἡ Μελάνη, ἀδιάφορη γιὰ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἐξοχικό της κτῆμα, ὅπου ἀφοσιώθηκε στὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Ἐκεῖ ἐπίσης καλλιγραφοῦσε ἱερὰ βιβλία καὶ τὰ ἔδινε νὰ τὰ διαβάζουν οἱ πιστοί. Διέθεσε ὅλη της τὴν περιουσία γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ ἀσθενῶν.
Καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε πολλοὺς τόπους βοηθώντας τοὺς πάσχοντες, κατέληξε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πλευρίτιδα.
Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν Ἁγία αὐτή: «...Αὐτὴ ἣν ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀνωρίου (395 – 423), Ρωμαία πλούσια καὶ ἐκ γένους περιφανοῦς καὶ ἐνδόξου. Συζευχθεῖσα παρὰ τὴν θέλησιν αὐτῆς, ἀπεσύρθη μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῶν δύο αὐτῆς τέκνων εἰς ἐν προάστειον τῆς Ρώμης, ἐπιμελουμένη τῶν πτωχῶν, ὑποδεχόμενη τοὺς ξένους, ἐπισκεπτόμενη τοὺς ἐξόριστους καὶ ἐν φυλακαὶς καὶ θεραπεύουσα τοὺς νοσοῦντας. Μετὰ τὴν ἐκποίησιν τῶν κτημάτων αὐτῆς καὶ διανομὴν τῶν προσόντων εἰς μονὰς καὶ ἐκκλησίας, διὰ τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἀλεξανδρείας κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐνεκλείσθη εἰς πενιχρὸν κελλίον ἐκεῖ ἔκτισε καὶ μονὴν εἰς ἣν συνήγαγεν ἐνενήκοντα παρθένους, ἐξ ἰδίων διὰ τὴν διατροφὴν αὐτῶν δαπανώσα, μικρὸν ἀσθενήσασα ἐκ πλευρίτιδας, μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἐλευθερουπόλεως καὶ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ".

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ πλούτου σκορπίσασα, τὰς μυριάδας σεμνή, τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία ἐπλούτησας· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καὶ ζωῆς ἰσαγγέλου, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, ἐπαξίως ἐδείχθης· διὸ σὲ μακαρίζομεν, Μελάνη θεόληπτε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου δοξάσασα
Μῆτερ Μελάνη τὸν λαμπρῶς σε θαυμαστώσαντα
Οὐρανίου κατηξίωσαι εὐκληρίας.
Ἀλλ’ ὡς θείας ἀπολαύουσα λαμπρότητος
Σκοτασμοῦ ἁμαρτιῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔρωι τῷ θείῳ τὴν σὴν ψυχήν, πτερώσασα Μῆτερ, ἠγωνίσω ἀσκητικῶς, καὶ ἀντί τοῦ πλούτου, τοῦ ἐπιγείου εὗρες, Μελάνη μακαρία, ὄλβον οὐράνιον.

Ὁ Ἅγιος Ζωτικὸς ὁ Ὀρφανοτρόφος


Γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴν Ρώμη, ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια, μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ παιδεία. Τὸν στόλιζε πολλὴ φιλανθρωπία καὶ τὸν διέκρινε ἡ εἰλικρινὴς προσπάθεια στὸ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Χριστό, πράττοντας τὶς ἐντολές Του. Γι’ αὐτά του τὰ χαρίσματα, ὁ Ζωτικὸς ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο (330 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔκτισε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἀνέδειξε πρωτεύουσα τοῦ κράτους του, προσκάλεσε σ’ αὐτὴν τὸν Ζωτικὸ μὲ ἄλλους εὐσεβεῖς ἄνδρες, γιὰ νὰ τοὺς ἔχει ἐκεῖ πολύτιμους ἐργάτες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης.
Ὁ Ἅγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στὴν περιποίηση τῶν λεπρῶν. Τοὺς ὁποίους πλησίαζε χωρὶς φόβο, δίνοντας σ’ αὐτοὺς βοηθήματα καὶ παρηγοροῦσε τὴν δυστυχία τους μὲ ἀδελφικὴ ἀφοσίωση. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ γιός του Κωνστάντιος, ἀκολούθησε ἄλλους δρόμους καὶ κακομεταχειρίστηκε τὸν Ζωτικό, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ φιλάνθρωπος αὐτὸς ἄνδρας, νὰ πεθάνει ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες.
Ἀλλὰ ὁ θάνατός του, κίνησε τὴν μετάνοια τοῦ Κωνσταντίου. Ἀφοῦ μεταμελήθηκε, τίμησε τὴν μνήμη του κτίζοντας ἕνα λεπροκομεῖο γιὰ τὴν περίθαλψη τῶν λεπρῶν. Καὶ τὸ προίκισε μὲ πολλὰ κτήματα καὶ εἰσοδήματα.
Ἀπὸ τότε, πολλοὶ αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος Ζ’ ὁ Πορφυρογέννητος (945), ὁ Ἰωάννης ὁ Τσιμισκὴς (963 – 976), ὁ Ρωμανὸς ὁ Γ’ (1028 – 1034), ἐξασφάλιζαν τὴν καλὴ λειτουργία του καὶ ἐξυπηρετοῦσε πλῆθος λεπρῶν, χάρη στὴν ἀρχικὴ φιλανθρωπικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Ζωτικοῦ.

30/12/12

1ο μέρος ομιλίας στη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα


2ο μέρος ομιλίας στη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα


Ἡ Ἁγία Ἀνυσία ἡ Ὁσιομάρτυς


Ἡ Ἁγία Ἀνυσία, ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (298 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἦταν θυγατέρα γονέων εὐσεβῶν καὶ πολὺ πλουσίων. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, ἡ Ἀνυσία στάθηκε κυρία τοῦ ἐαυτοῦ της. Οὔτε τὰ πλούτη ποὺ κληρονόμησε τὴν μέθυσαν, οὔτε ἡ ὀρφάνια της τὴν παρέσυρε. Ἀλλὰ μὲ φρόνηση καὶ ἐγκράτεια, προσπαθοῦσε πάντα νὰ μαθαίνει «τί ἐστὶν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ». Τί δηλαδή, εἶναι εὐχάριστο καὶ εὐπρόσδεκτο στὸν Κύριο.
Ἡ εὐσέβειά της αὐτή, τὴν ἔκανε γνωστὴ στοὺς εἰδωλολάτρες. Μιὰ φορὰ λοιπόν, ἐνῶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία, τὴν συνάντησε κάποιος εἰδωλολάτρης στρατιώτης. Ἀφοῦ τὴν ἔπιασε βίαια, τὴν ἔσυρε στοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ τὴν πίεζε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεούς. Ἡ Ἀνυσία ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ Αὐτὸν ἀγωνίζεται νὰ εὐχαριστεῖ κάθε μέρα. Ὁ στρατιώτης ἐξαγριωμένος, ἄρχισε νὰ βλασφημεῖ τὸ Θεὸ καὶ τότε ἡ Ἀνυσία τὸν ἔφτυσε στὸ πρόσωπο.
Ντροπιασμένος αὐτός, ἔσυρε τὸ σπαθί του καὶ διαπέρασε τὰ πλευρά της. Ἔτσι ἡ Ἀνυσία, πῆρε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Χριστὸν ποθήσασα, ἀπὸ νεότητος, αὐτοῦ τοῖς ἴχνεσι, κατηκολούθησας, ἐν ἀρεταῖς ἀσκητικαῖς ἐκλάμπουσα Ἀνυσία· ὅθεν καὶ ἀθλήσασα, πρὸς νυμφῶνα οὐράνιον, χαίρουσα ἀνέδραμες, ὡς παρθένος θεόληπτος, πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας χάρισι, κεκοσμημένη Ὁσία, μαρτυρίου ἤνυσας, γνώμῃ ἀνδρείᾳ τὸ σκάμμα· ὅθεν σε, διπλοῖς στεφάνοις ὁ σὸς Νυμφίος ἔστεψεν, ὁ κατ’ ἀξίαν νέμων τὰ γερά· ὃν δυσώπει Ἀνυσία, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Θεσσαλονίκης θεῖος βλαστός, καὶ ἄμωμος νύμφη, τοῦ Παντάνακτος Ἰησοῦ, ὤφθης Ἀνυσία, ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει, ἐχθρὸν καταβαλοῦσα, τὸν πολυμήχανον.

Ὁ Ἅγιος Γεδεὼν ὁ Νέος Ὁσιομάρτυρας


Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάπουρνα τῆς Δημητριάδος (Νομὸς Μαγνησίας). Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, ὀνομάζονταν Αὐγερινὸς καὶ Κυράτζα.
Ὁ Γεδεών, κατὰ κόσμον Νικόλαος, δώδεκα χρονῶν μὲ τὴν οἰκογένειά του ἦλθε στὸ χωριὸ Γιερμὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Βελεστῖνο, ὅπου ἐργαζόταν κοντὰ στὸν θεῖο του. Τὸν ἅρπαξε ὅμως κάποιος Τοῦρκος καὶ τὸν ἐξισλάμισε μὲ τὸ ὄνομα Ἰμπραήμ. Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος, κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε καὶ ἐπανῆλθε στὴν οἰκογένειά του. Ὁ πατέρας του τὸν φυγάδευσε στὸ χωριὸ Κεραμίδι, ὅπου κοντὰ σὲ κάποιους οἰκοδόμους πῆγε στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιον ἱερέα καὶ βρῆκε ἄσυλο στὸ ἐξωκλήσι του.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱερέα, ὁ Νικόλαος ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πάλι ἐξομολογήθηκε, ἔλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ στὴ Μονὴ Καρακάλου, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Γεδεών.
Στὴν Μονὴ αὐτὴ ἔμεινε 35 χρόνια. Μὲ τὸν πόθο ὅμως τοῦ μαρτυρίου, ἦλθε στὸ Βελεστίνο, ὅπου μέσα στὴν ἀγορὰ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Διωκόμενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἦλθε στὴν Ἀγυϊά, ὅπου συνελήφθη. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν διαπόμπευσαν στοὺς δρόμους τοῦ Τιρνάβου, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ ἀποχωρητήρια.
Ἐκεῖ, μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὶς 30 Δεκεμβρίου 1818. Ἡ τίμια κάρα τοῦ μάρτυρα, ἀποθησαυρίστηκε στὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, τῆς Καρακάλλου Μονῆς, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ στερρῶς ἀθλήσας, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσω· ἔνθεν Ὁσιομάρτυς, Γεδεὼν ἐδοξάσθης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας θεόφρον, τῇ ἀθλήσει ὕστερον, θεοπρεπῶς ἐδοξάσθης· πόνοις γάρ, ἐγκαρτερήσας τοῖς ἀφορήτοις, ᾔσχυνας, ἐχθροῦ εἰς τέλος τὰς μεθοδείας· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ὁσιομάρτυς Γεδεὼν ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής· χαίροις τῶν Μαρτύρων, θιασώτης καὶ ζηλωτής· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Ὁσιομάρτυς ὤφθης, Γεδεὼν ἔνθεος.

29/12/12

Τὰ Ἅγια Νήπια (περίπου 14.000) ποὺ ἐσφάγισαν μὲ διαταγὴ τοῦ Ἡρώδη


Ὅταν οἱ Μάγοι δὲν ἐπέστρεψαν στὸν Ἡρώδη νὰ τοῦ ποῦν ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ πονηρὸς αὐτὸς βασιλιὰς μηχανεύθηκε ἄλλο σχέδιο γιὰ νὰ ἐξοντώσει τὸ Θεῖο Βρέφος.
Εἶχε ἀκούσει ὅτι, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές, τόπος γέννησης τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν ἡ Βηθλεέμ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲ γνώριζε ποιὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς ἂν βρισκόταν μέσα στὴ Βηθλεὲμ ἢ στὰ περίχωρά της καὶ ἐπειδὴ συμπέρανε ὅτι τὸ παιδὶ θὰ ἦταν κάτω ἀπὸ δυὸ χρονῶν, ἔδωσε διαταγὴ νὰ σφαγοῦν ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων της, μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν δύο ἐτῶν.
Ἡ σφαγὴ ἔγινε ξαφνικά, ὥστε νὰ μὴ μπορέσουν οἱ οἰκογένειες νὰ ἀπομακρυνθοῦν μὲ τὰ βρέφη τους. Καὶ οἱ δυστυχισμένες μητέρες εἶδαν νὰ σφάζονται τὰ παιδιά τους μέσα στις  ἴδιες τὶς ἀγκαλιές τους.
Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, πολὺ σωστὰ ἀνακήρυξε Ἅγια τὰ σφαγιασθέντα αὐτὰ παιδιά, διότι πέθαναν σὲ μία ἀθώα ἡλικία καὶ ὑπῆρξαν κατὰ κάποιο τρόπο οἱ πρῶτοι μάρτυρες τοῦ χριστιανισμοῦ. Μπορεῖ βέβαια νὰ μὴ βαπτίσθηκαν ἐν ὕδατι, βαπτίσθηκαν ὅμως, μέσα στὸ ἴδιο εὐλογημένο αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς θύματα δεκτά, ὡς νεόδρεπτα ῥόδα, καὶ θεία ἀπαρχή, καὶ νεόθυτοι ἄρνες, Χριστῷ τῷ ὥσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, ἁγνὰ Νήπια, τὴν τοῦ Ἡρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα, καὶ δυσωποῦντα ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον  Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἐν τῇ Βηθλεέμ, τεχθέντος τοῦ Βασιλέως, ἐξ Ἀνατολῶν, σὺν δώροις ἥκασι Μάγοι, δι’ ἀστέρως ἐξ ὕψους ὁδηγούμενοι, ἀλλ’ Ἡρώδης ἐκταράσσεται, καὶ θερίζει τὰ Νήπια, ὥσπερ σῖτον ὀδυρόμενος· ὅτι τὸ κράτος αὐτοῦ, καθαιρεῖται ταχύ.

Μεγαλυνάριον.
Βρέφη ἀπειρόκακα καὶ ἁγνά, τῷ ἐκ τῆς Παρθένου, νηπιάσαντι ἑκοντί, ἤχθησαν σφαγέντα, ὡς ἄμωμοι θυσίαι· διὸ τὴν τοῦ Ἡρώδου, κακίαν φύγωμεν.

Ὁ Ὅσιος Μάρκελλος


Πέτυχε στὴν ζωή του διότι μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατάλαβε, ὅτι οἱ κοσμικὲς λαμπρότητες φαίνονται καὶ ἀφανίζονται ὅπως τὰ ἄνθη. Καὶ εἶχε τὴν πεποίθεση ὅτι ζωὴ ἀληθινὴ καὶ κερδισμένη εἶναι μόνο ἐκείνη, ποὺ ἀφιερώνεται στὴν ὑπηρεσία τοῦ καλοῦ, ἐπάνω στὸν δρόμο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Μάρκελλος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα, ἐπὶ πατριαρχείας Γενναδίου τοῦ Α’ (458 – 471) καὶ βασιλέως τοῦ Λέοντα Α’ τοῦ Μακέλλη. Ἡ καταγωγὴ τοῦ Μάρκελλου ἦταν ἀπὸ τὴ Συρία καὶ ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀρκετὰ πλούσια. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς του ἀγαποῦσαν τὰ γράμματα, στόλισαν τὸν γιό τους μὲ πολλὴ παιδεία. Ἀλλὰ ἡ καρδιὰ τοῦ νέου, εἶχε μέσα της ζωηρὴ καὶ ἀκοίμητη τὴν φλόγα τῆς εὐσεβείας. Τὰ κοσμικὰ ἀξιώματα δὲν τὸν ἐνδιέφεραν.
Μὲ τέτοιες διαθέσεις πῆγε στὴν Ἔφεσο, ὅπου μπῆκε σὲ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχός. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ Μονὴ Ἀκοιμήτων, ὅπου ἡγούμενος ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ, γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς, γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ διατηροῦσε, ἂν καὶ ἦταν ἄνθρωπος μελέτης καὶ μεγάλης διανοητικῆς ἀξίας.
Ἀφοῦ πέθανε ὁ ἡγούμενος Ἀλέξανδρος καὶ ὑστέρα ὁ διάδοχός του Ἰάκωβος, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐκτίμηση τῶν ἀδελφῶν, ἀνέδειξε ἡγούμενο τὸν Μάρκελλο. Ἡ διοίκησή του ἦταν ἄριστη. Σύμφωνα μὲ ἄλλη γνώμη, τὴν μονὴ Ἀκοιμήτων, εἶχε κτίσει αὐτὸς ὁ Ὅσιος Μάρκελλος, πιθανὼν στὴ θέση τοῦ σημερινοῦ Τσιμπουκλί.
Ἔτσι μὲ αὐτὴ τὴν θεία καὶ Ὁσία ζωή του, κοιμήθηκε καὶ ἀναπαύτηκε ὁ Μάρκελλος στὴ Μονή του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ὕμνον ἄληκτον, Θεῷ προσφέρων, νοῦν ἀκοίμητον, προσφόρως ἔσχες, πρὸς ἐκπλήρωσιν τῶν θείων προστάξεων· ὅθεν κανὼν ἀρετῆς ἐχρημάτισας, καὶ Μοναστῶν ποδηγέτης θεόσοφος. Πάτερ Μάρκελλε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ἀγγελικήν, ἀσίγητον ὑμνῳδίαν, σώματι θνητῷ, μιμούμενος θεοφόρε, ποιμὴν ἄγρυπνος ὤφθης, σαφῶς καὶ ἀρχέτυπον, τοῖς ἐκ πόθου ἑπομένοις σοι, εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι, καὶ βοῶσι Πάτερ Μάρκελλε· χαίροις θεράπον Χριστοῦ, καὶ Ὁσίων κρηπίς.

Μεγαλυνάριον.
Αἴνεσιν ἀκοίμητον τῷ Θεῷ, Μάρκελλε προσφέρων, κατεκοίμησας τῶν παθῶν, τὰς ἐπαναστάσεις, καὶ ἄγρυπνος προστάτης, ὑπνώσας πανοσίως, ἡμῖν γεγένησαι.

28/12/12

Οἱ Ἅγιοι Δισμύριοι (20.000) Μάρτυρες οἱ ἐν Νικομηδείᾳ καέντες


Τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, οἱ χριστιανοὶ τῆς Νικομήδειας ἦταν ἀρκετὰ πολυπληθείς. Ὁ ἐπίσκοπος Ἄνθιμος, ἄνδρας ἄξιος καὶ μὲ αὐταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα – μέρα γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἡ πρόοδος αὐτὴ τῶν χριστιανῶν κέντρισε τὸ φθόνο τῶν εἰδωλολατρῶν ἀρχόντων καὶ θέλησαν νὰ ἐξοντώσουν τὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία, προπάντων στὰ μεγαλύτερα καὶ πολυπληθέστερα κέντρα της.
Σχεδίασαν λοιπόν, ἀνήμερα Χριστούγεννα νὰ κάνουν γενικὴ σφαγὴ τῶν χριστιανῶν τῆς Νικομήδειας. Οἱ χριστιανοὶ εἶχαν μαζευτεῖ καὶ πανηγύριζαν τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι τοὺς εἶχαν περικυκλώσει στρατὸς καὶ ὄχλος εἰδωλολατρῶν μὲ ὄπλα καὶ ρόπαλα, διέταξε νὰ γίνει γρήγορα ἡ κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἔπειτα, βάπτισε τοὺς κατηχουμένους, γιὰ νὰ ἔχουν ἀσφαλὴ ἐφόδια στὴν αἰώνια σωτηρία.
Τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἔβαλαν φωτιὰ στὸ ναό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καοῦν χιλιάδες πιστοί. Τὸ τραγικὸ αὐτὸ γεγονός, ἀντὶ νὰ μειώσει τὸν ἀριθμὸ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀντίθετα τὸν πολλαπλασίασε καὶ χαλύβδωσε ἀκόμα περισσότερο τὸ ἠθικὸ τῶν πιστῶν.
Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀποδείχθηκε περίτρανα αὐτὸ ποὺ εἶπε ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός: «καὶ πύλαι ἅδου οὗ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ὁ θάνατος δηλαδὴ καὶ οἱ ὀργανωμένες δυνάμεις τοῦ κακοῦ, δὲ θὰ ὑπερισχύσουν, οὔτε θὰ κατανικήσουν τὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι αἰώνια καὶ ἀθάνατη.
(Συναξαριακὴ πηγή, μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τῶν πιὸ πάνω Μαρτύρων, ἀναφέρει καὶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους καὶ Δημοκρίτου. Ἡ ὕπαρξη ὅμως τῶν Ἁγίων αὐτῶν εἶναι ἀμφίβολη, διότι τὰ ὀνόματά τους καθὼς καὶ βιογραφικὰ στοιχεῖα γι’ αὐτοὺς δὲν ἀναφέρονται ἀπὸ καμία Ἁγιολογικὴ πηγή. Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι καὶ συγχέονται μὲ τοὺς ὁμώνυμούς τους Μάρτυρες τῆς 10ης Ἀπριλίου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον στράτευμα, πόλις ἁγία, περιούσιος λαὸς Κυρίου, ἀνεδείχθητε Δισμύριοι Μάρτυρες· τῇ γὰρ ἀγάπῃ αὐτοῦ δροσιζόμενοι, διὰ πυρὸς τὸν ἀγώνα ἠνύσατε. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, ἐλέους σοφοὶ τὸν πρύτανιν, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Συρατὸς ἐν ἀριθμῷ, δισμυρίων Μαρτύρων, ὡς ἄδυτος φωστήρ, ἀνατέλλει φωτίζων, καρδίας καὶ νοήματα, εὐσεβῶν διὰ πίστεως· ἐξαφθέντες γάρ, θείᾳ στοργῇ τοῦ Δεσπότου, τέλος ἅγιον, διὰ πυρὸς οἱ γενναῖοι, προθύμως ἐδέξαντο.

Μεγαλυνάριον.
Φάλαγξ τροπαιοῦχος ἀθλητική, καὶ ἅγιος κλῆρος, ὦ Δισμύριοι Ἀθληταί, ἐκ παντὸς γένους, καὶ πάσης ἡλικίας, λαμπρῶς συγκροτηθέντες, Θεῷ ἐδείχθητε.

27/12/12

Ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Πρωτομάρτυρας καὶ Ἀρχιδιάκονος


Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διακεκριμένους μεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων, ποὺ ἐξέλεξαν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ γιὰ νὰ ἐπιστατοῦν στὶς κοινὲς τράπεζες τῶν ἀδελφῶν, ὥστε νὰ μὴ γίνονται λάθη. Ἂν καὶ κουραστικὴ ἡ εὐθύνη τοῦ ἐπιστάτη γιὰ τόσους ἀδελφούς, παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Στέφανος ἔβρισκε καιρὸ καὶ δύναμη γιὰ νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή, «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ» (Πράξεις τῶν Ἀποστόλων στ’ 8 – 15, ζ’ 1 – 60). Δηλαδὴ ὁ Στέφανος, ποὺ ἦταν γεμάτος πίστη καὶ χάρισμα εὐγλωττίας, ἔκανε μεταξὺ τοῦ λαοῦ μεγάλα θαύματα, ποὺ προκαλοῦσαν κατάπληξη καὶ ἀποδείκνυαν τὴν ἀλήθεια τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.
Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως, καθὼς ἦταν προκατειλημμένοι, ἐξαπέλυσαν συκοφάντες ἀνάμεσα στὸν λαό, ποὺ διέδιδαν ὅτι ἄκουσαν τὸν Στέφανο νὰ βλασφημεῖ τὸ Μωϋσῆ καὶ τὸν Θεό. Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν αὐτὲς τὶς συκοφαντίες, ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἐνσπείρει, ἅρπαξαν μὲ μίσος τὸν Στέφανο καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸ Συνέδριο, τάχα γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Ἡ ἀπολογία τοῦ Στεφάνου ὑπῆρξε πρότυπο τόλμης καὶ θάρρους. Χωρὶς νὰ φοβηθεῖ καθόλου, ἐξαπέλυσε λόγια – κεραυνοὺς ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ἀπὸ ὑπόδικος, ὀρθώθηκε θυελλώδης ἐλεγκτὴς καὶ κατήγορος. Τότε, ἀκράτητοι ἀπὸ τὸ μίσος οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου τὸν θανάτωσαν μὲ λιθοβολισμό.
Ἐκεῖ φάνηκε καὶ ἡ μεγάλη συγχωρητικότητα τοῦ Στεφάνου πρὸς τοὺς ἐχθρούς του μὲ τὴν φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε, μὴ λογαριάσεις σ’ αὐτοὺς τὴν ἁμαρτία αὐτή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε Στέφανε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδές σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει, καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γάρ, ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δέ, ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται, δι’ αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.

Μεγαλυνάριον.
Πρῶτος διακόνων ἀναδειχθείς, πρῶτος τοῦ Δεσπότου, ἐχρημάτισας μιμητής· ὅθεν Ἀθλοφόρων, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αὐτοῖς ἐγένου, Πρώταθλε Στέφανε.

26/12/12

Ἐορτὴ τῆς Σύναξης τῆς Θεοτόκου


Ὁ Ὅσιος Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Ἰουδαίων


Ὁ Ὅσιος Κωνσταντῖνος ἦταν ἀπὸ τὰ Σύναδα τῆς Φρυγίας. Σὲ νεαρὴ ἡλικία προσπάθησε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ζωὴ τῶν ἐνάρετων χριστιανῶν. Ὁ νεαρὸς Ἰουδαῖος, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὴν χριστιανικὴ πίστη ἤδη στὴ ψυχή του, ἀποφάσισε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κόσμου, καὶ μετέβη στὸ μοναστήρι Φουβούτιον, τοῦ ὁποίου οἱ μοναχοὶ φημίζονταν γιὰ τὴν θεάρεστη ζωή τους.
Ἀφοῦ δοκιμάσθηκε ἀρκετὰ καὶ πείστηκαν γιὰ τὴν εἰλικρινὴ καὶ φωτεινὴ πίστη του, τοῦ ἔδωσαν τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ τὸν ὀνόμασαν Κωνσταντῖνο. Ἔγινε ἔτσι ἀδελφὸς τῆς Μόνης.
Ἐπιδόθηκε στὴν μελέτη τῶν πνευματικῶν πραγμάτων. Ὅμως αὐτὸ δὲν τοῦ ἦταν ἀρκετό, ἤθελε νὰ διδάξει καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ἄρχισε νὰ μεταβαίνει ἀπὸ τὴν μία πόλη στὴν ἄλλη καὶ νὰ κηρύσσει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἀπεβίωσε ἐν εἰρήνῃ.

25/12/12

Εγκύκλιος για τα Χριστούγεννα


Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὸ μεγάλο καὶ ἀνερμήνευτο γεγονὸς τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παρθένου Μαρίας ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ καὶ ἐνῶ πλησίαζε ὁ καιρὸς νὰ τελειώσουν οἱ ἐννέα μῆνες ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὴν παρθενική της μήτρα, ὁ Καίσαρ Αὔγουστος διέταξε ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους.
Τότε ὁ Ἰωσὴφ μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο, ξεκίνησαν γιὰ τὴν Βηθλεέμ, γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν ἐκεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε πλησιάσει ὁ καιρὸς νὰ γεννήσει ἡ Παρθένος καὶ δὲν ἔβρισκαν κατοικία νὰ καταλύσουν, διότι εἶχε μαζευτεῖ πολὺς λαὸς στὴν Βηθλεέμ, μπῆκαν σὲ ἕνα φτωχικὸ σπήλαιο. Ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος γέννησε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ σπαργάνωσε σὰν βρέφος τὸν Κτίστη τῶν ἁπάντων. Ἔπειτα Τὸν ἔβαλε ἐπάνω στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων, διότι «ἔμελλε νὰ ἐλευθέρωση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν ἀλογίαν», ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἀπὸ τότε, ὅλοι οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ μὲ χαρὰ ψάλλουν τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων ἐκείνης τῆς νύκτας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίᾳ». Δόξα δηλαδή, ἂς εἶναι στὸν Θεό, ποὺ βρίσκεται στὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ στὴν γῆ ὁλόκληρη, ποὺ εἶναι ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη, διότι ὁ Θεὸς ἔδειξε τὴν ἀγάπη Του στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του.
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων καθιερώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν 25η Δεκεμβρίου τοῦ 397 ἐπὶ πατριαρχείας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Κατ’ ἄλλους ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιος, χώρισε τὶς δύο ἑορτὲς τῶν Φώτων καὶ τῶν Χριστουγέννων, οἱ ὁποῖες παλιότερα γίνονταν τὴν ἴδια μέρα, δηλαδὴ τὴν 6η Ἰανουαρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ἡ Γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους Ἀνατολήν. Κύριε δόξα σοι.

Ὑπακοή. Ἦχος πλ. δ’.
Τὴν ἀπαρχὴν τῶν ἐθνῶν, ὁ οὐρανός σοι προσεκόμισε, τῷ κειμένῳ Νηπίῳ ἐν φάτνῃ, δι’ ἀστέρος τοὺς Μάγους καλέσας· οὓς καὶ κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ’ ἐσχάτη πτωχεία· τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων; ἐν οἷς διέλαμψεν ὁ τῆς Θεότητός σου πλοῦτος. Κύριε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Αὐτόμελον. Ποίημα Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν Ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι, μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι, Μάγοι δέ, μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Μεγαλυνάριον.
Δόξα ἐν ὑψίστοις πᾶσα πνοή, ἐν χαρᾷ βοάτω, τῷ τεχθέντι ἐν Βηθλεέμ· ἐπὶ γῆς γὰρ ὤφθη, δωρούμενος εἰρήνην. Τὴν τούτου προσκυνήσωμεν, θείαν Γέννησιν.

Ἡ Προσκύνησις τῶν Μάγων


Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον Κεφάλαιο Β’ 1 – 12:

1 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραιςἩρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰςἹεροσόλυμα
2 λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.
3 Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ᾿αὐτοῦ,
4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται.
5 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰτοῦ προφήτου·
6 καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσινἸούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν ᾿Ισραήλ.
7 Τότε Ἡρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος,
8 καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶςἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ.
9 Οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸπαιδίον· 10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα,
11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶσμύρναν·
12 καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι᾿ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.

Ἀπόδοση στὴ Νεοελληνική:

1 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθηκε εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Ἡρώδη τοῦ βασιλέως, ἔφθασαν μάγοι ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐρωτοῦσαν,
2 «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐγεννήθηκε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; Διότι εἴδαμε τὸ ἄστρον του νὰ ἀνατέλλῃ καὶ ἤλθαμε νὰ τὸν προσκυνήσωμεν».
3 Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης, ἐταράχθηκε καὶ μαζί του ὅλη ἡ πόλις τῶν Ἱεροσολύμων καὶ,
4 ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ἐζητοῦσε νὰ πληροφορηθῇ ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστὸς.
5 Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν, «Εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, διότι εἶναι γραμμένον διὰ τοῦ προφήτου,
6 «Και σὺ, Βηθλεέμ, γῆ τοῦ Ἰούδα, δὲν εἶσαι μὲ κανένα τρόπον ἡ μικρότερη μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων τοῦ Ἰούδα, διότι ἀπὸ σὲ θὰ προέλθῃ ἕνας ἀρχηγός, ὁ ὁποῖος θὰ κυβερνήσῃ τὸν λαόν μου, τὸν Ἰσραήλ».
7 Τότε ὁ Ἡρώδης ἐκάλεσε κρυφὰ τοὺς μάγους καὶ ἐξακρίβωσε ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χρόνον ποὺ ἐφάνηκε τὸ ἄστρον.
8 Κατόπιν τοὺς ἔστειλε εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε καὶ ἐξετάσατε ἀκριβῶς περὶ τοῦ παιδιοῦ. Καὶ ὅταν τὸ βρῆτε, εἰδοποιήσατέ με, διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω».
9 Αὐτοὶ, ἀφοῦ ἄκουσαν τὸν βασιλέα, ἔφυγαν. Καὶ νὰ, τὸ ἄστρον, τὸ ὁποῖον εἶχαν ἰδῆ νὰ ἀνατέλλῃ, προηγεῖτο, ἕως ὅτου ἦλθε καὶ ἐστάθηκε ἐπάνω εὶς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκετο τὸ παιδί.
10 Μόλις εἶδαν τὸ ἄστρον, αἰσθάνθηκαν μεγάλην χαράν.
11 Καὶ ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὸ σπίτι, εἶδαν τὸ παιδὶ μαζὶ μὲ τὴν Μαρίαν, τὴν μητέρα του, καὶ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν καὶ τὸ προσκύνησαν· κατόπιν ἄνοιξαν τοὺς θησαυρούς τως καὶ τοῦ προσέφεραν γιὰ δῶρα χρυσὸν καὶ λιβάνι καὶ σμύρναν.
12 Καὶ ἐπειδὴ καθωδηγήθησαν μὲ ὄνειρον ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ ἐπιστρέψουν στὸν Ἡρώδην, ἀνεχώρησαν εἰς τὴν πατρίδα τους ἀπὸ ἄλλον δρόμον.

24/12/12

Ἡ Ἁγία Εὐγενία ἡ Ὁσιομάρτυς


Ἔζησε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ οἱ γονεῖς της ὀνομάζονταν Φίλιππος καὶ Κλαυδία. Ἐπίσης, εἶχε καὶ δυὸ ἄλλα ἀδέλφια, τὸν Ἀβίτα καὶ τὸν Σέργιο. Ὁ πατέρας της διορίστηκε ἔπαρχος στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πῆγε ἐκεῖ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια.
Ἐκεῖ ἡ Εὐγενία σπούδασε κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο καὶ ἔμαθε ἄριστα τὴν ἑλληνικὴ καὶ ρωμαϊκὴ φιλολογία. Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές της, ψάχνοντας γιὰ περισσότερη γνώση πῆρε στὰ χέρια της ἀπὸ μία χριστιανὴ κόρη τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὶς διάβασε, ἐντυπωσιάσθηκε πολύ. Ἐκεῖ μέσα δὲν ὑπῆρχαν θεωρίες καὶ φιλοσοφικὲς δοξασίες. Οἱ γραμμές τους ἐνέπνεαν ζωὴ καὶ ἐλπίδα.
Ἐκείνη τὴν περίοδο, οἱ γονεῖς της ἤθελαν νὰ τὴν δώσουν σύζυγο σὲ κάποιο Ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο, τὸν Ἀκυλίνα. Τότε ἡ Εὐγενία, ἀρνούμενη νὰ δεχθεῖ αὐτὴ τὴν πρόταση τῶν γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἔφυγε σὲ ἄλλη πόλη. Ἐκεῖ κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανὴ καὶ ἔλαβε συγχρόνως τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της καὶ ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἔγινε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀνέκφραστη χαρά. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ὅλοι στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας δέχθηκαν τὸν χριστιανισμό.
Ἀπὸ μίσος τότε οἱ εἰδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τὸν πατέρα της. Καὶ ὅταν ἡ Εὐγενία ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη, ἐπειδὴ δὲν θυσίαζε στὰ εἴδωλα, τὴν ἀποκεφάλισαν, τερματίζοντας ἔτσι ἔνδοξα «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως», μαζὶ μὲ τὴν ἐπίγεια ζωή της.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου πνεύματος, τῇ ὑμνωδίᾳ, φῶς προσέλαβες θεογνωσίας, Εὐγενία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· καὶ ἐν Ὁσίων χορείᾳ ἐκλάμψασα, ἀθλητικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐθριάμβευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου πρόσκαιρον φυγοῦσα δόξαν, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας, τὸ εὐγενές σου τῆς ψυχῆς, ἀδιαλώβητον σώζουσα, Μάρτυς θεόφρον, Εὐγενία πανεύφημε.

Μεγαλυνάριον.
Ὄρπηξ εὐγενείας θεοειδοῦς, ἤθεσιν ὁσίοις, καὶ ἀγῶσιν ἀθλητικοῖς, ὤφθης Εὐγενία· ἐντεῦθεν ἐνυμφεύθης, τῷ Ὑπερθέῳ Λόγῳ, ὡς καλλιπάρθενος.

23/12/12

Οἱ Ἅγιοι 10 Μάρτυρες οἱ ἐν Κρήτῃ


Ἀπὸ αὐτούς, οἱ μὲν Θεόδουλος, Σατορνῖνος, Εὔπορος, Γελάσιος καὶ Εὐνικιανός, ἦταν ἀπὸ τὴ Γορτυνία τῆς Κρήτης. Ὁ Ζωτικός, ἀπὸ τὴν Κνωσό. Ὁ Ἀγαθόπους ἀπὸ τὸ λιμένα Πανούρμου. Ὁ Βασιλειάδης (ἢ Βασιλείδης) ἀπὸ τὴν Κυδωνία. Ὁ Εὐάρεστος καὶ ὁ Μόβιος (ἢ Πόμπιος, ἢ Πόντιος) ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο.
Ὅλοι μαρτύρησαν τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος. Καὶ οἱ δέκα μὲ πολὺ ζῆλο ἐργάζονταν γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὸ νησί. Καταγγέλθηκαν στὸν ἔπαρχο Κρήτης, ποὺ ἦταν συνώνυμος τοῦ αὐτοκράτορα, ὀνομαζόταν δηλαδὴ καὶ αὐτὸς Δέκιος. Ὁ ἔπαρχος, ὅταν εἶδε τὴν ἀνθηρὴ νεότητά τους καὶ τὸ ἀρρενωπό τους παράστημα, προσπάθησε νὰ τοὺς παρασύρει μὲ πολλὲς ὑποσχέσεις ἐγκόσμιων ἀπολαύσεων καὶ ἡδονῶν. Ἀλλὰ ὅταν εἶδε ὅτι τίποτα δὲν πετύχαινε, διέταξε νὰ τοὺς μαστιγώσουν, καὶ κατόπιν τοὺς λιθοβόλησαν.
Οἱ γενναῖοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ὑπέμειναν ἡρωικὰ τὰ βασανιστήρια, ἐνθυμούμενοι τὰ λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἀνδρίζεσθε καὶ κραταιούσθω ἡ καρδίᾳ ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ Κύριον». Δηλαδή, νὰ ἔχετε γενναῖο καὶ ἀνδρεῖο φρόνημα, καὶ ἡ καρδιά σας ἂς γίνεται κραταιὰ καὶ ἀτρόμητη, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἐλπίζετε στὸν Κύριο.
Κατόπιν, μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου, οἱ στρατιῶτες ἔκοψαν μὲ τὰ ξίφη τους τὶς τίμιες κεφαλὲς τῶν δέκα χριστιανῶν Ἁγίων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Κρήτης τὰ εὔοσμα, ἄνθη τιμήσωμεν, τὰ διαπνέοντα, ὀσμὴν τὴν ἔνθεον, Θεόδουλον καὶ Ζωτικόν, Γελάσιον Σατορνῖνον, Εὔπορον Εὐάρεστον, Ἀγαθόποδα Πόμπιον, Εὐνικιανὸν ὁμοῦ, Βασιλείδην τε ἔνδοξον, βοῶντες πρὸς αὐτοὺς ὁμοφρόνως· χαῖρε Δεκὰς ἡ τῶν Μαρτύρων.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑωσφόρος ἔλαμψεν ἡ τῶν Μαρτύρων, σεβασμία ἄθλησις, προκαταυγάζουσα ἡμῖν, τὸν ἐν Σπηλαίῳ τικτόμενον, ὃν ἡ Παρθένος ἀσπόρως ἐκύησεν.

Μεγαλυνάριον.
Ὅμιλος θεόλεκτος καὶ σεπτός, πίστει συνημμένος, καὶ ἀγάπῃ εἰλικρινεῖ, ὤφθησαν ἐν Κρήτῃ, οἱ Δέκα Ἀθλοφόροι, ἐχθρῶν τὰς μυριάδας καταπαλαίσαντες.

Ὁ Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανὴς


Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ ζωή του βρίσκεται στοὺς ἀρχαίους Κώδικες καὶ μεταγενέστερους, ὅπως στοὺς Λαυριωτικοὺς Β81 φ. 1 – 155,1 23 φ. 228α – 278, Λ. 66 φ. 32α – 58 καὶ στὸν Βατοπεδινὸ 618 φ. 143α – 159.
Ἡ ἐπιγραφὴ τῆς βιογραφίας του ἔχει ὡς ἑξῆς: «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Νήφωνος τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει μὲν ἀσκήσαντος, γενομένου δὲ ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς κατὰ Ἀλεξάνδρειαν».
Στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Β 81, λέγεται ἐπίσκοπος Ἀλμυρουπόλεως καὶ ὅτι ἀπεβίωσε 23 Δεκεμβρίου. Ἀκολουθία του βρίσκεται στὸν Κώδικα Δ. δ. II τῆς Κρυπτοφέρης (Βλ. Κατάλογο Roechi σελ. 389). Ἐλεύθερη ἀπόδοση τῆς ζωῆς του ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ χειρόγραφο, βρίσκεται στὸ βιβλίο «Ἕνας Ἀσκητὴς Ἐπίσκοπος», ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ (1993).

22/12/12

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια


Ἡ Ἁγία Ἀναστασία εἶχε πατέρα τὸν Πατρίκιο, ὁ ὁποῖος ἦταν Ρωμαῖος. Διακρινόταν γιὰ τὸ ὑπέροχο κάλος, τὴν παιδεία καὶ τὴν κοσμιότητά της. Παντρεύτηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία τὸν Ποπλίωνα, ἄρχοντα τῶν Ρωμαίων καὶ φανατικὸ εἰδωλολάτρη. Ἡ Ἀναστασία ὅμως, κατηχήθηκε στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλαβε τὸ Θεῖο Βάπτισμα. Ἐπειδὴ δὲν φανέρωσε δημόσια, λόγω τοῦ ἀνδρός της, τὴν χριστιανική της πίστη βοηθοῦσε κρυφὰ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ ἕνα χέρι βοηθείας ἢ ἕνα λόγο παρηγοριάς. Ντυνόταν πενιχρὰ καὶ μετέβαινε στὶς φυλακὲς πηγαίνοντας τροφὴ καὶ χρήματα.
Ὅταν ἔμαθε ὁ Ποπλίωνας τὴν δράση τῆς Ἁγίας, ἐξοργίστηκε. Ἀρχικὰ προσπάθησε νὰ τὴν μεταπείσει μὲ συμβουλές. Ὅμως, ἡ Ἀναστασία παρέμενε ἀκλόνητη στὴν πίστη της ἀκόμα καὶ ὅταν τὴν κακοποίησε. Αὐτὴ ἡ ἐπιμονή της, ἐξόργισε τὸν Ποπλίωνα καὶ τὴν κατέδωσε στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν φυλάκισή της.
Ἐπειδὴ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑμνολογεῖ τὸν Κύριο, ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε τὸν βασανισμό της. Τελικὰ ἡ Ἁγία Ἀναστασία παρέδωσε τὸ πνεῦμά της στὴν πυρά.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Μαρτύρων ταῖς χρείαις διακονήσασα, μαρτυρικῶς ἐμιμήσω τὰς ἀριστείας αὐτῶν, δι’ ἀθλήσεως ἐχθρὸν καταπαλαίσασα· ὅθεν βλυστάνεις δαψιλῶς, χάριν ἄφθονον ἀεί, Ἀναστασία θεόφρον, τοῖς προσιοῦσιν ἐκ πόθου, τῇ ἀρωγῇ τῆς προστασίας σου.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Οἱ ἐν πειρασμοῖς, καὶ θλίψεσιν ὑπάρχοντες, πρὸς τὸν σὸν ναόν, προστρέχοντες λαμβάνουσι, τὰ σεπτὰ δωρήματα, τῆς ἐν σοὶ οἰκούσης θείας χάριτος, Ἀναστασία· σὺ γὰρ ἀεί, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ πάθη ἡμῶν, τὰ μυσαρὰ καὶ χρόνια, ῥοπῇ μυστικῇ, Ἀναστασία ἴασαι, καὶ ζωὴν ἀκίνδυνον, διανύειν ἡμᾶς, καταξίωσον, ὡς ἂν τῶν θείων ἐντολῶν, τρυγήσωμεν πάντες τοὺς ἐνθέους καρπούς.

Μεγαλυνάριον.
Φάρμακα προχέουσα μυστικά, ψυχῶν καὶ σωμάτων, θεραπεύεις πάθη δεινά, ὦ Ἀναστασία, τῇ θείᾳ ἐνεργείᾳ· διὸ τὰς χάριτάς σου, πάντες κηρύττομεν.

Ὁ Ἅγιος Ναοὺμ ὁ Θαυματουργός καὶ Θεοφόρος


Ὑπῆρξε συνεργάτης τοῦ Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, τὸν 9ο αἰώνα (842), στοὺς ἀγῶνές τους γιὰ τὴν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστης στὴ Βουλγαρία. Καὶ στὸ βαρὺ αὐτὸ ἔργο, ὅπου συνάντησαν μεγάλα ἐμπόδια καὶ ἐπικίνδυνες ἀντιστάσεις, ἡ παρουσία τοῦ Ναοὺμ εἶχε μεγάλη ἐπίδραση. Διότι στὴν δύναμη τῆς διδασκαλίας του, πρόσθετε καὶ τὴν ἐντύπωση, ποὺ προκαλοῦσαν τὰ θαύματα ποὺ ἐνεργοῦσε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ναούμ, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Ρώμη, ὅπου πῆγε στὸν τότε Πάπα Ἀδριανό, πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Γερμανία, ὅπου ὑπῆρχαν πολλὲς καὶ διάφορες αἱρέσεις. Καὶ ἀφοῦ κήρυξε καὶ ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἐπανῆλθε καὶ πάλι στὴ Βουλγαρία. Ἐκεῖ, ὀργάνωσε μαζὶ μὲ ἄλλους συναγωνιστές του, σῶμα ἐσωτερικῆς ἱεραποστολῆς καὶ ἐργάστηκε θερμότατα γιὰ τὴν διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς συνεχεῖς διδακτικὲς περιοδεῖες του.
Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ὄρθιο, νὰ κοπιάζει μέχρι τελευταίας του πνοῆς γιὰ τὸν εὐσεβὴ σκοπό του.

21/12/12

Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ ἡ Παρθενομάρτυς


Οἱ γονεῖς τῆς Ἰουλιανῆς ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ θέλησαν νὰ τὴν μνηστεύσουν μὲ κάποιο διακεκριμένο ἀξιωματοῦχο τῆς Ἀντιόχειας, τὸν Ἐλεύσιο. Ἀλλὰ ἡ Ἰουλιανὴ ἀρνήθηκε σθεναρά. Ἡ ἄρνησή της κατέπληξε τοὺς γονεῖς της, διότι μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ δὲν τοὺς εἶχε φέρει καμιὰ ἀντίρρηση καὶ ἦταν ὑπάκουη κόρη.
Ὁ Ἐλεύσιος μὲ πληγωμένο ἐγωισμὸ ζητοῦσε ἐκδίκηση. Ἀφοῦ ἐρεύνησε καὶ παρακολούθησε γιὰ πολὺ καιρὸ τὴν Ἰουλιανή, ἔμαθε ὅτι ἐν ἀγνοίᾳ τῶν γονέων της εἶχε γίνει χριστιανή. Ἔτσι ὁ Ἐλεύσιος τὴν κατήγγειλε στὸν ἔπαρχο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ φυλακισθεῖ. Μέσα στὴν φυλακή, συνεχίστηκαν οἱ προσπάθειες νὰ γίνει σύζυγος τοῦ Ἐλευσίου καὶ νὰ ἀποφύγει τὸν κίνδυνο τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ἡ Ἰουλιανὴ προτιμοῦσε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ πάρει εἰδωλολάτρη σύζυγο.
Τότε ὁ Ἐλεύσιος μὲ διαταγὴ τοῦ ἔπαρχου καὶ πολὺ μίσος τὴν μαστίγωσε ἀνελέητα. Ἔπειτα, ἔκαψε τὸ πρόσωπό της μὲ πυρακτωμένο σίδερο, καὶ τῆς εἶπε: «Πήγαινε τώρα στὸν καθρέπτη νὰ καμαρώσεις τὴν ὀμορφιά σου». Ἡ δὲ Ἰουλιανή, μὲ ἕνα ἐλαφρὸ μειδίαμα τοῦ ἀπάντησε: «Στὴν ἀνάσταση τῶν δικαίων, στὰ πρόσωπα δὲ θὰ ὑπάρχουν πληγὲς καὶ ἐγκαύματα. Θὰ ὑπάρχουν μόνο οἱ πληγὲς τῶν ψυχῶν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτό, Ἐλεύσιε προτιμῶ τώρα τὶς πληγὲς τοῦ σώματος, ποὺ εἶναι προσωρινές, παρὰ τὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς, ποὺ βασανίζουν αἰώνια».
Μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ ξίφος τοῦ δημίου ἔκοψε τὸ νεανικὸ κεφάλι τῆς Ἰουλιανῆς. Ἀργότερα ὁ Ἐλεύσιος, ὅταν βρέθηκε ναυαγὸς σὲ κάποιο ἄγνωστο νησί, βρῆκε τραγικὸ τέλος, ὅταν τὸν κατασπάραξε ἕνα ἄγριο λιοντάρι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς νύμφη πανάμωμος, καὶ Ἀθληφόρος σεμνή, τῷ Λόγῳ νενύμφευσαι, τοῦ ἀθανάτου Πατρός, Ἰουλιανὴ ἔνδοξε· σὺ γὰρ φθαρτὸν μνηστῆρα, παριδοῦσα ἐμφρόνως, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες. Καὶ νῦν ταῖς τοῦ Νυμφίου σου, τρυφᾷς φαιδρότητι.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Παρθένος παγκαλής, καὶ περίδοξος Μάρτυς, ἐδείχθης ἀληθῶς, θείῳ φίλτρῳ τρωθεῖσα· διὸ ἀμφοτέρωθεν, διαλάμπουσα ἔνδοξε, πρὸς οὐράνιον, μετεβιβάσθης νυμφῶνα, ἰκετεύουσα, διὰ παντὸς Ἀθληφόρε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Κῆπος παρθενίας πολυανθής, ἀθλήσεως φέρων, ἔνθη εὔοσμα καὶ τερπνά, ὤφθης Ἀθληφόρε, τοῖς ἱεροῖς σου πόνοις· ὦ Ἰουλιανή σε, ὅθεν γεραίρομεν.

Ὁ Ἅγιος Θεμιστοκλῆς ὁ Μάρτυρας


Σήμερα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεμιστοκλέους, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας καὶ ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου. Ἦταν βοσκὸς στὸ ἐπάγγελμα.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Ἀσκληπιός, ὁ ἄρχοντας τῆς Λυκίας, ξεκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν καὶ ὁ στόχος του ἦταν νὰ συλλάβει τὸν Ἅγιο μάρτυρα Διοσκουρίδη. Ὁ Διοσκουρίδης ὅμως κατέφυγε στὸ ὄρος ὅπου ἔβοσκε ὁ Θεμιστοκλῆς τὰ πρόβατά του. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἄρχοντα κίνησαν καὶ αὐτοὶ πρὸς τὸ ὄρος ὅπου καὶ συνάντησαν τὸν Θεμιστοκλῆ. Ὅταν ἐρωτήθηκε γιὰ τὴν πίστη του δὲν δίστασε οὔτε στιγμὴ νὰ ὁμολογήσει τὸν ἕναν καὶ μοναδικὸ Θεό. Οἱ στρατιῶτες ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία αὐτὴ τῆς πίστης του, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Ἀσκληπιό. Παρ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς ποὺ δέχθηκε ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Αὐτὸ ἐξόργισε τὸν Ἀσκληπιὸ καὶ διέταξε τὸν βασανισμό του.
Ὁ Ἅγιος Θεμιστοκλῆς παρέδωσε τὸ πνεῦμά του πάνω στὸ μαρτύριο.

20/12/12

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Θεοφόρος


Ὁ χρόνος γέννησης καὶ ἡ ἐθνικότητα τοῦ Ἅγιου Ἰγνατίου εἶναι ἀσαφή. Στὸ θρόνο τῆς Ἀντιόχειας ὁ Ἰγνάτιος ἀνέβηκε μεταξὺ 68 – 70 μ.Χ. Ποίμανε σὰν ἀποστολικὸς διδάσκαλος καὶ στάθηκε φρουρὸς τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου του.
Ὅταν ὁ Τραϊανὸς διέταξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, θαρραλέα ὁ Ἰγνάτιος, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς περνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, παρουσιάστηκε μπροστά του καὶ ὑπεράσπισε τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστης. Τότε ὁ Τραϊανός, διέταξε τὴν σύλληψη τοῦ Ἰγνατίου καὶ τὴν μεταφορά του στὴν Ρώμη. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ρώμης σκόπευαν νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὸ μαρτύριο, ἀλλὰ ὁ Ἰγνάτιος, μὲ φλογερὴ δίψα πρὸς τὸ μαρτύριο, ἔγραψε σ’ αὐτοὺς νὰ ἀφήσουν νὰ γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, τὴν 20η Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 107 μ.Χ., τὸν ἔριξαν στὸ ἀμφιθέατρο, ὅπου πεινασμένα θηρία τὸν κατασπάραξαν. Διασώθηκαν μόνο τὰ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ὀστά του, ποὺ μεταφέρθηκαν καὶ τάφηκαν μὲ τιμὲς στὴν Ἀντιόχεια.
Ἀργότερα μετεκομίσθησαν στὴν Ρώμη (β’ ἀνακομιδὴ τὸ 540 μ.Χ. καὶ ἐναποτέθησαν στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος).
Ἔτσι, ὁ Ἰγνάτιος ἔμεινε μέχρι τέλους πιστὸς στὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ «ὁ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, οὗτος καὶ τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν ἔχει». Ἐκεῖνος δηλαδή, ποὺ μένει στὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ ἔχει, διότι αὐτὸς ἔγινε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπομένως φέρει μέσα του τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰγνάτιος ἐπονομάσθηκε Θεοφόρος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ ἔρωτι ἐπτερωμένος, τοῦ σὲ ψαύσαντος, χερσὶν ἀχράντοις, θεοφόρος ἀνεδείχθης Ἰγνάτιε· καὶ ἐν τῇ Δύσει τελέσας τὸν δρόμον σου, πρὸς τὴν ἀνέσπερον λῆξιν ἐσκήνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι  ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου, ἡ φωτοφόρος ἡμέρα, προκηρύττει ἅπασι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα, τούτου γὰρ, διψῶν ἐκ πόθου κατατρυφῆσαι, ἔσπευσας, ὑπὸ θηρίων ἀναλωθῆναι· διὰ τοῦτο Θεοφόρος, προσηγορεύθης, Ἰγνάτιε ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον.
Ὕδωρ τὸ ἁλλόμενον εἰς ζωήν, Ἰγνάτιε Πάτερ, θησαυρίσας ἐν τῇ ψυχῇ, ἔσπευσας τεθνάναι, ὑπὸ θηρῶ ἀγρίων· διὸ τὴν μακαρίαν, ζωὴν ἐτρύγησας.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης (Ρῶσος)


Στοιχεῖα γιὰ τὴν ζωή του παίρνουμε ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης» τοῦ Ἐπισκ. Ἀλεξάνδρου Σεμενὼφ – Τιᾶν – Σάνσκυ, ποὺ τὸ μετέφρασε ὁ Ἀρχιμ. Τιμόθεος Καθηγούμενος τῆς Ι. Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ καὶ τὸ ἐξέδωσε ἡ ἴδια ἡ Μονή.
Αὐτὸς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης λοιπόν, γεννήθηκε στὶς 18 Ὀκτωβρίου τοῦ 1829 στὸ χωριὸ Σούρα τοῦ νομοῦ Ἀρχάγγελκ καὶ τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Ἰβᾶν Ἤλιτς Σέργιεφ. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἠλίας Μιχαήλοβιτς Σέργιεφ καὶ ἦταν ἱεροψάλτης, ἡ δὲ μητέρα του Θεοδώρα Βλάσιεθνα.
Στὴν ἀρχὴ τὰ γράμματα τὰ ἔπαιρνε δύσκολα, ἀλλὰ κατόπιν προχώρησε καὶ μὲ κρατικὴ ὑποτροφία. Τὸ 1851, μπῆκε στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Πετρούπολης. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὴν Σχολή, παντρεύτηκε τὴν Ἐλισάβετ Κωνσταντίνοβα καὶ τοῦ πρότειναν νὰ ἀναλάβει θέση ἱερέα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κρονστάνδης ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Ἀνδρέα τὸν Πρωτόκλητο.
Στὶς 11 Νοεμβρίου 1855 ἔγινε ἡ χειροτονία του σὲ διάκονο καὶ τὴν ἑπομένη σὲ πρεσβύτερο. Χειροτονήθηκε στὴν Πετρούπολη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Βιννίσκυ Χριστόφορο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἀρχίζει μία τέτοια πνευματικὴ ἀνοδικὴ πορεία, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ περιγράψει κανεὶς μέσα σὲ λίγες γραμμές. Ὑπῆρξε φωτεινὸ παράδειγμα λειτουργοῦ ἱερέως, ἄριστος ποιμένας ἀφοῦ ἵδρυσε πολλὰ εὐαγὴ ἱδρύματα καὶ ἔδωσε ὅλο του τὸν ἑαυτὸ στὴν βοήθεια τῶν συνανθρώπων του.
Ἐπίσης συνέγραψε πολὺ πνευματικὰ ἔργα καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δωρίσει τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ διὰ τῶν θερμῶν του προσευχῶν. Πέθανε στὶς 7.40 τὸ πρωὶ τῆς 20ης Δεκεμβρίου τοῦ 1908 σὲ ἡλικία 80 χρονῶν, ἀφήνοντας πίσω του ἕνα τεράστιο πνευματικὸ ἀλλὰ καὶ ὑλικὸ ἔργο γιὰ τὸ ποίμνιό του.

19/12/12

Οἱ Ἅγιοι Βονιφάτιος καὶ Ἀγλαΐα ἡ Ρωμαία


Ἔζησαν τὸν 3ο μ.Χ. αἰώνα. Ἡ Ἀγλαΐα ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν εὐγενῶν καὶ πλούσιων Ρωμαίων γυναικὼν καὶ ἦταν πάντα πρόθυμη στὶς ἐλεημοσύνες καὶ στὶς διάφορες ἀγαθοεργίες.
Ὁ δὲ Βονιφάτιος ἦταν γραμματέας τῆς περιουσίας τῆς Ἀγλαΐας καὶ ἐπόπτης τῶν κτημάτων της. Ὅπως ἡ κυρία του, ἦταν καὶ αὐτὸς εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος. Διαχειριζόταν τὴν περιουσία τῆς Ἀγλαΐας μὲ πολλὴ τιμιότητα, καὶ ἀπέναντι στοὺς ὑπηρέτες ἦταν εὐγενέστατος.
Ἀλλὰ ἡ ἀνεξέλεγκτη καλοζωία ἔπνιξε τὴν πνευματικότητα τοῦ Βονιφατίου καὶ τῆς Ἀγλαΐας. Ἄναψε τὴν εὔφλεκτη νεότητά τους καὶ παρασύρθηκαν ἀπὸ τὶς ἔνοχες σαρκικὲς ἡδονές. Εὐτυχῶς ὅμως, ὁ ἔλεγχος τῶν συνειδήσεών τους ἦταν αὐτὸς ποὺ τελικὰ ἐπικράτησε. Ἁμάρτησαν. Ἔκλαψαν καὶ οἱ δυὸ πικρά. Θὰ τοὺς δεχόταν ἄραγε καὶ πάλι ὁ Θεὸς σὰν ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας του; Γιατί ὄχι; Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος εἶπε: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἐνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοούντι». Δηλαδή, χαρὰ γίνεται στοὺς οὐρανούς, μὲ τὴν παρουσία ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, ποὺ συμμετέχουν στὴ χαρὰ αὐτή, γιὰ ἕναν ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ.
Μὲ πολλὴ συντριβὴ λοιπόν, οἱ δυὸ μετανοοῦντες ἐξομολογήθηκαν τὸ ἠθικό τους ὀλίσθημα σὲ πνευματικὸ ἱερέα καὶ ἡ ἠθική τους ἐπιστροφὴ καὶ ἀναγέννηση ἦταν πλέον γεγονός.
Ἔτσι ἀργότερα ὁ μὲν Βονιφάτιος πέθανε μαρτυρικὰ γιὰ τὴν πίστη στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, ἡ δὲ Ἀγλαΐα, ἀφοῦ πούλησε τὰ ὑπάρχοντά της, ἀφιέρωσε τὴν ζωή της στὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πασχόντων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μαρτύρων τὴν εὔκλειαν, ἰχνηλατήσας θερμῶς, Χριστὸν ὡμολόγησας, ἐπὶ ἀπίστων στερρῶς, σοφὲ Βονιφάτιε· ὅθεν καθάπερ πλοῦτον, ἀδαπάνητον Μάρτυς, δέδωκας σοῦ τὸ σῶμα, τῇ σεμνῇ Ἀγλαΐᾳ· ἐξ οὗ τῷ κοσμῷ πηγάζει, ῥῶσις καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον. 
Ἱερεῖον ἄμωμον, ἐθελουσίως, σεαυτὸν προσήγαγες, τῷ ἐκ Παρθένου διὰ σέ, τεχθῆναι μέλλοντι Ἅγιε, στεφανηφόρε σοφὲ Βονιφάτιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἄθλοις ἀπαθείας καταυγασθείς, παθῶν τῆς δουλείας, ἀπεσείσω τὸν σκοτασμόν, καὶ ἀνδραγαθήσας, υἱὸς φωτὸς ἐδείχθης, ὡς Ἀθλητὴς τοῦ Λόγου, ὦ Βονιφάτιε.

Οἱ Ἅγιοι Ἠλίας, Πρόβος καὶ Ἄρης οἱ Μάρτυρες


Οἱ Ἅγιοι Ἠλίας, Πρόβος καὶ Ἄρης κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Μετέβαιναν ἀπὸ πόλη σὲ πόλη γιὰ νὰ διαδώσουν τὸ λόγο τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς χριστιανούς.
Συνελήφθησαν στὴν Ἀσκαλώνα. Ἐπειδὴ δὲ, ἀρνήθηκαν νὰ ἀσπαστοῦν τὰ εἴδωλα καὶ ὁμολόγησαν τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεὸ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο ἀπὸ τὸν Φιρμιλιανό.
Οἱ μὲν Ἠλίας καὶ Πρόβος διατάχθηκε καὶ ἀποκεφαλίστηκαν, ὁ δὲ Ἄρης διατάχθηκε νὰ καεῖ στὴν πυρά.

Ὁ Ὅσιος Γρηγέντιος Ἐπίσκοπος Αἰθιοπίας


Ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀγάπιος καὶ Θεοδότη καὶ ἦταν πολὺ εὐσεβεῖς. Ὁ Γρηγέντιος ἀπὸ πολὺ μικρὸς διακρινόταν γιὰ τὴν εὐγλωττία του καὶ γιὰ τὴν μεγάλη ἀρετή του. Γιὰ νὰ καταρτίσει τὸν ἑαυτό του περισσότερο πνευματικό, ἔκανε ταξίδι στὴν Ἀνατολή, ποὺ τότε ἦταν τὸ μεγαλύτερο θεολογικὸ καὶ πνευματικὸ κέντρο. Κατόπιν πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔγινε γνωστὸς τοῦ τότε αὐτοκράτορα Ἰουστίνου καὶ στὸν Πατριάρχη.
Στὴν συνέχεια ἐπισκέφτηκε τὴν Ἀλεξάνδρεια ἐπὶ Πατριάρχου Προτερίου, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Τὰ δὲ ἱερατικά του καθήκοντα, ὁ Γρηγέντιος, ἐκτελοῦσε ἄριστα. Ὅταν χήρεψε ἡ ἐπισκοπὴ Αἰθιοπίας, ὁ βασιλιὰς Ἐλεσβαᾶν ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας νὰ τοῦ στείλει ἐπίσκοπο μορφωμένο καὶ ἐνάρετο. Τότε ὁ Πατριάρχης ἐξέλεξε τὸν Γρηγέντιο, ὁ ὁποῖος ἐπετέλεσε τὴν ἀποστολή του μὲ πολὺ ζῆλο καὶ μεγάλη καρποφορία.
Στὸν τόπο αὐτὸ ἦταν πολλοὶ Ἑβραῖοι καὶ ἦταν φανατικὰ προσκολλημένοι στὴ θεωρία τους. Ἕνας μάλιστα δεινὸς συζητητὴς ἀπ’ αὐτούς, ἦταν καὶ ὁ Ραβῖνος Ἐρβᾶς. Ἀλλὰ ὁ Γρηγέντιος, μὲ τὰ σοφὰ ἐπιχειρήματά του, τὴν ἀγαθότητά του καὶ μὲ τὴ θεία χάρη, κατόρθωσε νὰ φέρει στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τοὺς περισσότερους Ἑβραίους τοῦ τόπου καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἐρβᾶ, ποὺ βαπτίστηκε παρουσία τοῦ βασιλιὰ καὶ μετονομάστηκε Λέων καὶ τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ Πατρικίου. Ὁ διάδοχος τοῦ Ἐλεσβαᾶν, γιὸς τοῦ Ἔρδιδος, συνέχισε τὴν ἴδια πολιτικὴ εὐλάβειας πρὸς τὸν Γρηγέντιο.
Ὁ Γρηγέντιος πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 19 Δεκεμβρίου 552 καὶ τὴν στέρησή του, θρήνησε πολὺς κόσμος.