29/6/11


28/6/11

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίων Κύρου καὶ Ἰωάννου τῶν Ἀναργύρων καὶ Θαυματουργῶν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων καὶ Θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου· καὶ τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀθανασίας καὶ τῶν τριῶν αὐτῆς θυγατέρων καὶ παρθένων Θεοδότης, Θεοκτίστης καὶ Εὐδοξίας».
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κύρος καὶ Ἰωάννης, Ἀθανασία, Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία († 31 Ἰανουαρίου) ἄθλησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σήμερα ἑορτάζεται ἡ εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτῶν. Ἡ Σύναξή τους ἐτελεῖτο «ἐν τοῖς Φωρακίου καὶ ἐν ταῖς Ἀρκαδιαιναῖς».


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, τῇ ἐνεργείᾳ, ἀναβλύζοντα, θαυμάτων ῥεῖθρα, ἀναργύρως τὰ σεπτὰ ἡμῶν λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς κόσμῳ ἔλαμψαν, Κῦρε θεόφρον, Ἰωάννη τε ἔνδοξε· ὅθεν ἅπαντες, τὴν τούτων τιμῶντες εὕρεσιν, αἰτοῦμεν δι’ ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τὸ μέγα ἰατρεῖον τῆς οἰκουμένης, τὸ ζεῦγος τοῦ Χριστοῦ τὸ πεποθημένον, τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐκλάμποντας, ταῖς αὐγαῖς τῶν ἰάσεων, ὑμνήσωμεν πιστοὶ μεγαλοφώνως, ἔνδον τοῦ ναοῦ αὐτὸν βοῶντες· Κῦρος καὶ Ἰωάννης, οἱ χορηγοὶ τῶν θαυμάτων, καὶ ἰατροὶ τῶν νοσούντων, αὐγάζουσι τὰ πέρατα.


Μεγαλυνάριον.
Ρεῖθρα ἰαμάτων παντοδαπῶν, βλύζοντα τῷ κόσμῳ, ἀνεφάνησαν ἐκ τῆς γῆς, ὑμῶν νῦν τὰ σκήνη, Κῦρε καὶ Ἰωάννη, ἐξ ὧν ῥῶσιν τρυγῶμεν, ψυχῆς καὶ σώματος.

26/6/11


Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ ἐν Θεσσαλονίκη

Ημ. Εορτής: 26 Ιουνίου
Ημ. Γέννησης: 450 μ.Χ.
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων: 16 / 9 / 1978 μ.Χ.
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ καταγόταν ἀπὸ τὴ βόρεια Μεσοποταμία, ποὺ ἦταν μεγάλο μοναστικὸ κέντρο, καὶ ἐγεννήθηκε περὶ τὸ 450 μ.Χ. Γιὰ λόγους ποὺ δὲν ἀναφέρονται ἦλθε στὴ Θεσσαλονίκη μαζὶ μὲ τὸ μοναχὸ Ἀδολᾶ. Κατὰ τὸ βιογράφο τους ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε ἀρχικὰ στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θεοδώρου καὶ Μερκουρίου, ἐπιλεγομένη Κουκουλλιατῶν, τῆς ὁποίας ἡ τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Τὸ προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν»«Κουκουλλατῶν» δηλώνει τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἔφεραν κουκούλιο, ἴσως κατὰ ἰδιάζοντα τρόπο, ἂν κρίνει κανεὶς ἀπὸ τὶς σωζόμενες ἀπεικονίσεις τοῦ Ὁσίου, δηλαδὴ ριγμένο στοὺς ὤμους. Ἡ θέση τῆς μονῆς πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ βορειοανατολικὰ τῆς Ἀκροπόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἀναγνωρίζεται τὸ τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».
Τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως τοῦ Προφήτου καὶ βασιλέως Δαβίδ, ὁ ὁποῖος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ὤθησαν τὸν Ὅσιο Δαβὶδ νὰ ἀποφασίσει νὰ καθίσει σὲ δένδρο ἀμυγδαλέας μέχρι ὁ Κύριος νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ θέλημά Του καὶ νὰ τοῦ χαρίσει σύνεση καὶ ταπείνωση. Στὸ τέλος τῆς τριετίας ἐμφανίσθηκε στὸν Ὅσιο Ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος τὸν διαβεβαίωσε ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ παράκλησή του καὶ ἡ δοκιμασία του ὡς δενδρίτου ἀσκητοῦ ἔληξε. Ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε νὰ κατέλθει ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ νὰ συνεχίσει τὸν ἀσκητικό του βίο σὲ κελὶ αἰνῶν καὶ εὐλογῶν τὸν Θεό. Ὁ Ὅσιος ἐκοινοποίησε τὴν ὀπτασία αὐτὴ στοὺς μαθητές του, ζητώντας τὴ βοήθειά τους γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ κελιοῦ. Ἡ εἴδηση γρήγορα ἔφθασε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο καὶ σὲ ὅλη τὴν πόλη.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς μὲ τὴ Νεαρὰ 11, τοῦ 535 μ.Χ., ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τὶς βόρειες περιοχὲς τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ ἀνύψωσε τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα σὲ Ἀρχιεπισκοπή, ὑπὸ τὸν τίτλο τῆς Νέας Ἰουστινιανῆς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Ἀριστείδης, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἀποδέχθηκε τὴ μεταβολή, προσπάθησε ὅμως νὰ περισώσει τὴν πολιτικὴ σημασία τῆς πόλεως, μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ ὑπάρχου τοῦ Ἰλλυρικοῦ ἀπὸ τὴν Πρώτη Ἰουστινιανὴ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐνῶ ἡ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως δὲν ἐμείωνε τὴν ἀξία τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ μετάθεση τῆς ἕδρας τῆς ὑπαρχίας συνιστοῦσε σοβαρὸ ὑποβιβασμὸ τῆς πόλεως. Τὸ αἴτημα λοιπὸν τῶν Θεσσαλονικέων, καθὼς καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ὑπάρχου Δομνίκου, ἦταν ἡ ἐπαναφορὰ τῆς ἕδρας στὴ Θεσσαλονίκη, ἰδέα ποὺ ἐνστερνίσθηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀριστείδης. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐζητήθηκε ἡ βοήθεια τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ γιὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ αἰτήματος στὸν Ἰουστινιανό, διότι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὅπως ὁ Βίος ἐξηγεῖ, δὲν μποροῦσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὅμως, ἡ προτίμηση τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ δείχνει τὴ βαρύτητα, ἀλλὰ καὶ τὶς δυσχέρειες ποὺ προβλεπόταν ὅτι θὰ συναντοῦσε ἕνα παρόμοιο αἴτημα στὸν Ἰουστινιανό, ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχε τιμήσει τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ἰουστινιανή, μὲ τὶς ἕδρες τῆς νέας Ἀρχιεπισκοπῆς καὶ τῆς ὑπαρχίας. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἐγκλεισμοῦ ὁ Ὅσιος ἐμφανίσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἡ μορφή του εἶχε ἀλλάξει. Τὰ μαλλιά του εἶχαν μακρύνει μέχρι τὴν ὀσφὺ αὐτοῦ καὶ τὰ γένεια του μέχρι τοὺς πόδες του, τὸ δὲ ἅγιο πρόσωπό του ἔλαμπε σὰν τὶς ἀκτῖνες  τοῦ ἥλιου. Συνοδευόμενος ἀπὸ δύο μαθητές του, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Δημήτριο, ἀπέπλευσε πρὸς τὴ Βασιλεύουσα. Ἡ φήμη ὅμως τοῦ Ὁσίου εἶχε προτρέξει. Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ὅλη ἡ Πόλη τὸν ὑποδέχθηκε. Ἡ ὑποδοχή του ἀπὸ τὴ Θεοδώρα, σύζυγο τοῦ Ἰουστινιανοῦ, καθὼς καὶ οἱ τιμὲς καὶ ὁ σεβασμός της πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου, προκάλεσαν τὸν θαυμασμὸ ὅλων τῶν παρισταμένων. Ἡ Θεοδώρα ἐκινήθηκε  δραστήρια· ἔτσι, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε  σὲ ἐπίσημες ὑποχρεώσεις, ἐφρόντισε νὰ προκαταλάβει τὴ γνώμη του θετικὰ ὑπὲρ τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ αὐτοκράτορας νὰ προσκαλέσει τὸν Ὅσιο ἐνώπιον τῆς συγκλήτου. Ὁ Ὅσιος παρουσιάσθηκε στὴ σύγκλητο κατὰ τρόπο θεαματικὸ κρατώντας στὰ χέρια του φωτιὰ μὲ θυμίαμα ποὺ δὲν κατέκαιγε τὴ σάρκα του. Τὸ παράστημα τοῦ Ὁσίου καθὼς καὶ τὸ προφανὲς θαῦμα ἐπέβαλε σὲ ὅλους κλίμα  δέους καὶ κατανύξεως, ὥστε ὁ βασιλέας πρόθυμα ἱκανοποίησε τὸ αἴτημά του μὲ σπουδή.
Κομίζοντας τὰ ἀγαθὰ νέα ὁ Ὅσιος ἀπέπλευσε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία ὅμως ἔμελλε μόνο ἀπὸ μακριὰ νὰ ξαναδεῖ, διότι μόλις τὸ πλοῖο παρέκαμψε τὸ ἀκρωτήριο ἐκεῖνος παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸ Θεό. Τὸ γεγονὸς συνέβη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 535 – 541 μ.Χ.
Ἡ εἴδηση τῆς ἀφίξεως τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες αὐτὲς συγκλόνισε ὁλόκληρη τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Τὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ ἀρχικά κατατέθηκε στὸν τόπο, ὅπου εἶχαν ἀποτεθεῖ παλαιότερα τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων Θεοδούλου καὶ Ἀγαθόποδος, στὰ δυτικὰ τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀριστείδης μὲ πολλὴ θλίψη ὅρισε πάνδημη κηδεία. Τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου ἐνταφιάσθηκε στὴ μονή του, τῶν Ἀπροΐτων, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του.
Ἑκατὸν πενήντα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, περὶ τὸ 685 – 690 μ.Χ., ἔγινε μία προσπάθεια γιὰ τὴ διάνοιξη τοῦ τάφου, ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Ἀπροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις ὅμως ἐξεκίνησε ἡ ἐργασία αὐτή, ἡ πλάκα ποὺ ἐκάλυπτε τὸν τάφο ἔσπασε καὶ αὐτὸ ἐθεωρήθηκε ὡς φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Ὁσίου νὰ μὴ θιγεῖ. Τὸ ἱερὸ λείψανο παρέμεινε στὴν ἀρχική του θέση μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν σταυροφοριῶν. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς λατινικῆς κυριαρχίας τοῦ μομφερρατικοῦ οἴκου στὴ Θεσσαλονίκη (1204 – 1222), τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Ἰταλία καὶ τὸ 1236 ἀπαντᾶται στὴν Παβία, ἀπ’ ὅπου μεταφέρθηκε στὸ Μιλάνο, τὸ 1967.Τελικά, τὸ σεπτὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ μεταφέρθηκε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατατέθηκε στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1978.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοῖς ὁσίοις σου πόνοις, χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σε, θερμὸν πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου Πάτερ πτερούμενος, ἐπὶ τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικὴν βιοτήν, καὶ ἐξήνεγκας ἡμῖν καρποὺς τῆς χάριτος· ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, ἐκβοῶμέν σοι πιστῶς, Δαβὶδ Ὁσίων ἀκρότης· μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψηχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.Ὡς μιμητήν, τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἀπαξίως μακαρίζομεν, σὲ ὦ Δαβὶδ θεομακάριστε· τὸν βίον γὰρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, καὶ θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν μετάδος Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τῇ Ἐδέμ, ἑστὼς ὑπὲρ φύσιν, ἐπὶ δένδρου Πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἡδίστους, ζωῆς τῆς μακαρίας, δι’ ὧν ἀεὶ εὐφραίνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.

25/6/11

Ἡ Ἁγία Φεβρωνία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ πολύαθλος

Ημ. Εορτής: 25 Ιουνίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως: 304 μ.Χ.
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ὁσιομάρτυς Φεβρωνία ἐμόναζε σὲ κάποιο μοναστήρι τῆς πόλεως Νισίβεως τῆς Μεσοποταμίας μαζὶ μὲ τὴ θεία της Βρυαίνη καὶ τὴν ἀδελφὴ Θωμαΐδα, διότι ὅλες οἱ ἄλλες μοναχές, ἀφοῦ ἐπληροφορήθηκαν ὅτι ἔρχονταν στὴ μονὴ πρὸς σύλληψή τους στρατιῶτες τοῦ ἡγεμόνος Σελήνου (288 μ.Χ.), κατὰ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἐζήτησαν σωτηρία διὰ τῆς φυγῆς. Προσελθόντες δὲ οἱ στρατιῶτες τὶς ἀπήγαγαν πρὸς τὸν Σελῆνο, ὁποῖος καὶ ἐπέβαλε τὴν Ὁσία Φεβρωνία σὲ φρικότατα βασανιστήρια, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ δεχθεῖ ὡς σύζυγό της τὸν Λυσίμαχο, ἀνεψιὸ τοῦ ἡγεμόνος. Μὲ προσευχὲς καὶ πνευματικὴ ἀνδρεία, ἐπιθυμοῦσα νὰ γίνει «τῆς μελλούσης δόξης κοινωνὸς» ἐδέχθηκε τὸ μαρτυρικὸ διἀποκεφαλισμοῦ τέλος αὐτῆς, τὸ 304 μ.Χ. Σύναξις αὐτῆς ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ποὺ εὑρισκόταν στὴν Ὀξεία.

Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.

24/6/11

Γενέσιον τοῦ Τιμίου ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου

Ημ. Εορτής: 24 Ιουνίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος: Ξάνθης
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ἡ Ἐκκλησία, τρία μόνο Γενέθλια τιμᾶ καὶ ἑορτάζει: α. τοῦ Δεσπότου καὶ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, β. τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ γ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Τὰ γεγονότα  τῆς γεννήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ α’ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του.
Γράφει, λοιπόν, ὅτι στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλέως Ἡρώδη ἐζοῦσε στὴν Ἰουδαία κάποιος ἱερέας ποὺ λεγόταν Ζαχαρίας. Εἶχε σύζυγό του τὴν Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Προφήτου Ἀαρών. Ἦσαν καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἐζοῦσαν μὲ δικαιοσύνη, φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, σωφροσύνη, καὶ ἐτηροῦσαν τὶς θεῖες ἐντολές. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἱκέτευαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς εὐλογήσει μὲ τὴ χαρὰ τῆς τεκνογονίας, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀποκτήσει, παρὰ τὴ θερμὴ προσευχή τους, παιδί. Ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ στείρα σύζυγός του Ἐλισάβετ εἶχαν φθάσει σὲ βαθὺ γήρας καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ τεκνοποιήσουν.
Ἐνῶ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας εὑρισκόταν μία ἡμέρα στὸ ναὸ καὶ ἐθυμίαζε στὸ ἱερὸ Βῆμα, ἐφανερώθηκε σ’ αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου, γιὰ νὰ προμηνύσει τὴ γέννηση τοῦ ἐπιγείου καὶ ἔνσαρκου ἄγγελου, τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Βλέποντάς τον ὁ Ζαχαρίας ἐταράχθηκε καὶ ἐφοβήθηκε τόσο πολὺ ὥστε ἔμεινε ἐκστατικός. Τότε ὁ Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἐδέχθηκε τὴν προσευχή σου καὶ ἡ γυναίκα σου, ἡ Ἐλισάβετ, θὰ γεννήσει υἱό. Καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰωάννη. Καὶ θὰ δοκιμάσεις μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πολλοὶ θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννησή του, γιατὶ θὰ εἶναι μεγάλος καὶ περιφανὴς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θὰ λάβει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Θείας Χάριτος καὶ θὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἀκόμη θὰ κυοφορεῖται στὴν κοιλία τῆς μητέρας του Ἐλισάβετ. Καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του θὰ ἐπιστρέψουν πολλοὶ Ἰσραηλῖτες στὴ γνώση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου αὐτῶν».
Ἀκούγοντας ἔκπληκτος ὁ Ζαχαρίας τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου, κατεπλάγη καὶ τὸν ἐρώτησε γεμάτος ἀπορία: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τὸ γνωρίσω καὶ θὰ τὸ πιστέψω, ὅταν εἶμαι γέροντας στὴν ἡλικία καὶ ἡ γυναίκα μου ὑπέργηρη καὶ στείρα;». Τότε ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φέρω αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία. Καὶ ἰδού, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστεψες στὰ λόγια μου, θὰ μείνεις ἄλαλος μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅσα σοῦ προανήγγειλα, δηλαδὴ μέχρι νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἰωάννης».
Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ζαχαρίας ἔμεινε βουβὸς καὶ ἄλαλος, ἕως ὅτου ἡ Ἐλισάβετ ἔτεκε τὸν Πρόδρομο.
Τὴν ὄγδοη ἡμέρα οἱ συγγενεῖς ἦλθαν γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ ὀνομάσουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ἀλλὰ ἡ Ἐλισάβετ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ἰωάννης. Στὴν ἀπορία τους, πῶς θὰ λάβει τὸ ὄνομα αὐτό, ἐπειδὴ κανένας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς δὲν εἶχε τὸ ὄνομα αὐτό, ὁ Ζαχαρίας ἐζήτησε μία μικρὴ πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα: «Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του». Καὶ ἐξεπλάγησαν ὅλοι. Ὁ Ζαχαρίας δὲ ἄνοιξε ἀμέσως τὸ στόμα του καὶ εὐλογοῦσε τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ὁ δὲ Ἰωάννης καθημερινὰ ἀναδεικνυόταν ὡς ἔμψυχο ὄργανο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πλήρης τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήλη κάθε ἀρετῆς καὶ εὐσέβειας.Κατὰ τοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς χρόνους, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου τῆς Πέτρας, μὲ τὴν παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τ[πης παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε, οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας· ὃνπερ γὰρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης κῆρυξ, ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.

Μεγαλυνάριον.Ἄνθος τὸ θεόσδοτον ἐκφυέν, σήμερον ἐκ στείρας, εὐωδίας ἁγιασμοῦ, ἔπλησε τὰ πάντα, τὴν ἔρημον τὰ ὄρη, τῶν ποταμῶν τὰ ῥεῖθρα, Χριστοῦ ὁ Πρόδρομος.

23/6/11


Οἱ Ἅγιοι Ἀριστοκλῆς, Δημητριανὸς καὶ Ἀθανάσιος οἱ Μάρτυρες ἐν Κύπρῳ ἀθλήσαντες

Ημ. Εορτής: 23 Ιουνίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως: 302 μ.Χ.
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀθανάσιος ἦταν ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 302 μ.Χ., κατὰ τοὺς διωγμοὺς ἐπὶ Μαξιμιανοῦ, ἀφοῦ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, στὴ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, τμηθεὶς τὴν κεφαλή. Μαζί του ἐμαρτύρησαν ὁ πρεσβύτερος Ἀριστοκλῆς καὶ ὁ διάκονος Δημητριανός.

22/6/11

Ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Σαμοσάτων

Ημ. Εορτής: 22 Ιουνίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:   Εὐσέβιος, Εὐσεβία

  Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐσέβιος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῶν Σαμοσάτων στὴν Κομμαγηνὴ τῆς Συρίας. Διακρίθηκε γιὰ τοὺς ἀγῶνές του κατὰ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν καὶ ἐξορίσθηκε γιὰ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά του ἀπὸ τὸν ἀρειανίζοντα αὐτοκράτορα Οὐάλεντα στὶς παρὰ τὸ Δούναβη χῶρες. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Οὐάλεντος (378 μ.Χ.) ἐπανῆλθε στὴν Ἐπισκοπή του καὶ ἐξακολούθησε τὸν ἀγώνα του γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀφοῦ ἐχειροτόνησε πολλοὺς Ἐπισκόπους πρὸς καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Μάρη, Ἐπίσκοπο τῆς ἀρειανίζουσας πόλεως Δολιχῆς, ἐφονεύθηκε διὰ κεράμου ποὺ ἔρριψε ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του αἱρετικὴ γυναίκα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεὶς τῷ φωτί, τὸν λόγον ἐτράνωσας, τῆς εὐσεβείας ἡμῖν, Εὐσέβιε ἔνδοξε· σὺ γὰρ ἱεραρχήσας, εὐσεβῶς τῇ Τριάδι, ἤθλησας θεοφρόνως, καὶ τὴν πλάνην καθεῖλες. Καὶ νῦν Πάτερ δυσώπησον, σώζεσθαι ἅπαντας.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς εὐσεβείας κατασπείρας τὰ διδάγματα,
Τὰ τοῦ Ἀρείου ἐναπέτεμες ζιζάνια
Καὶ Μαρτύρων τῷ στεφάνῳ κατεκοσμήθης·
Τὸν γὰρ Λόγον σὺν Πατρί τε καὶ τῷ Πνεύματι
Ὁμοούσιον καὶ σύνθρονον ἐκήρυξας·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Εὐσέβιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Τριάδος μυσταγωγέ, καὶ τῶν Σαμοσάτων, ποιμενάρχα καὶ ὁδηγέ· χαίροις ὁ τοῦ Λόγου, πιὼν μετ’ εὐφροσύνης, ποτήριον τὸ θεῖον, μάκαρ Εὐσέβιε.

21/6/11

Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Νισύρου

Ημ. Εορτής: 21 Ιουνίου
Ημ. Γέννησης: 1716 μ.Χ.
Ημ. Κοιμήσεως: 1792 μ.Χ.
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος: Νισύρου, Σερρῶν
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικήτας ἐγεννήθηκε στὴ νῆσο Νίσυρο, τὸ 1716 ἢ 1717. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἀπὸ τοὺς προύχοντες τῆς κωμοπόλεως Μανδράκι. Ὁ πατέρας του, δημογέροντας τοῦ νησιοῦ, ἀφοῦ περιέπεσε στὴ δυσμένεια τῶν Τούρκων καὶ προσάχθηκε σὲ δίκη στὴ Ρόδο, ἀλλαξοπίστησε καὶ ἀσπάσθηκε τὸ Κοράνι. Ἔτσι μετακόμισε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Ρόδο. Ὁ μικρότερος ἀπὸ τοὺς υἱούς του ὀνομάσθηκε Μεχμὲτ καὶ ἀνατρεφόμενος μὲ τὰ τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας ἔδειχνε ζῆλο πρὸς τὴ θρησκεία αὐτή, χωρὶς νὰ γνωρίσει ποτὲ τὰ περὶ τῆς προγονικῆς πίστεώς του καὶ τῆς καταγωγῆς του.
Μία ἡμέρα ἐμάλωσε μὲ ἕνα Τουρκόπουλο καὶ ἡ μητέρα του ἔβρισε τὸν Νικήτα ὀνομάζοντάς τον γκιαούρη, δηλαδὴ ἄπιστο. Πικραμένος ὁ μικρὸς Νικήτας ἐζήτησε νὰ μάθει ἀπὸ τὴ μητέρα του, γιατὶ ἡ Τουρκάλα τὸν ἔβρισε ἔτσι. Τότε ἡ μητέρα του ἀναγκάσθηκε  νὰ τοῦ πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴ χριστιανικὴ καὶ ἑλληνικὴ καταγωγή τους καὶ ὅτι τὸ χριστιανικό του ὄνομα ἦταν Νικήτας.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ Νικήτα ἄρχισε μία ἐπανάσταση. Αὐτὸ ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε συνέχεια ἦταν μὲ ποιὸ τρόπο θὰ ἐπέστρεφε στὴν πατρώα πίστη καὶ εὐσέβεια. Καὶ ὁ Θεὸς ἄρχισε νὰ οἰκονομεῖ τὰ πράγματα. Ὁ Νικήτας ἔλαβε τὶς ἀποφάσεις του. Μπῆκε σὲ ἕνα καΐκι καὶ ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ κατ’ ἄλλους στὴ Χίο. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ δωδεκάχρονος νέος ἔμεινε ἐπὶ μία τετραετία καὶ ὠφελήθηκε πολὺ ἀπὸ τὴ συναναστροφή του μὲ μοναχούς.
Στὴ συνέχεια ἀναχώρησε γιὰ τὴ Χίο. Ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴ Νέα Μονὴ τῆς Χίου καὶ ἐκεῖ ἀνέφερε στὸν ἡγούμενο τὶ ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ. Ὁ ἡγούμενος τὸν ἔστειλε τότε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Νοταρᾶ, ἀπὸ τὶς μεγάλες μορφὲς τῶν Κολλυβάδων, καὶ σ’ αὐτὸν ὁ Νικήτας ἐξομολογήθηκε καὶ καθημερινὰ ὡρίμαζε πνευματικὰ προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ μαρτύριο.
Ἔτσι, κάποια στιγμή, ὅταν κατέβηκε στὴ Χώρα καὶ εὑρέθηκε ἐνώπιον τοῦ ἀγᾶ, ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀμέσως ἀκολούθησε ἡ σύλληψή του, ὁ ἐγκλεισμὸς στὴ φυλακὴ καὶ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια. Τελικά, τὸ μανιασμένο πλῆθος τὸν ὁδήγησε στὴ θέση Κάτω Αἰγιαλὸς τῆς Χίου, ὅπου ἦταν μετόχι τῆς μονῆς Ἰβήρων. Ἐκεῖ ἕνας Τοῦρκος ποὺ ὀνομαζόταν Κριμλῆς, ἀπέκοψε μὲ μανία τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Νεομάρτυρος Νικήτα, τὸ 1792.Οἱ Τοῦρκοι ἐπέταξαν τὸ ἱερὸ λείψανο σὲ ἀκάθαρτο τόπο, ἀλλὰ τὸ σκήνωμα τοῦ Νεομάρτυρος παρέμεινε καθαρὸ καὶ λευκό. Τέλος, τὸ ἔρριψαν στὴ θάλασσα καὶ διασώθηκαν, χάρη στὴν εὐλάβεια τῶν Χριστιανῶν, τεμάχια ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἡ τίμια κάρα τοῦ Νεομάρτυρος Νικήτα ποὺ φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Ἰβήρων.

20/6/11


Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ὀλύμπου

Ημ. Εορτής:20 Ιουνίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:311 μ.Χ.
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μεθόδιος, ὁ ὁποῖος ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὑπῆρξε κατ’ ἀρχὰς μὲν Ἐπίσκοπος τοῦ ἐν Λυκίᾳ Ὀλύμπου, ἔπειτα δὲ Ἐπίσκοπος Τύρου (τῆς Φοινίκης), κατ’ ἄλους δὲ Ἐπίσκοπος Φιλίππων τῆς Μακεδονίας. Τὸ ἀναφερόμενο ὅτι διετέλεσε Ἐπίσκοπος Πατάρων εἶναι ἀναληθές, προελθὸν ἐκ τοῦ περὶ Ἀναστάσεως διαλόγου του, ὁ ὁποῖος ἔλαβε χώρα στὰ Πάταρα. Διαπρεπὴς ἀρχιερεὺς καὶ πλατωνικὸς φιλόσοφος, διακρινόταν γιὰ τὴν ἐμμονή του στὴν πίστη καὶ τὴν παράδοση καὶ κατατάσσεται στοὺς κορυφαίους θεολόγους τῆς ἐποχῆς του, ἀγωνισθεὶς σφοδρῶς κατὰ τοῦ Ὠριγένους καὶ τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ. Κατὰ τὸν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κηρυχθέντα διωγμό, συνελήφθη καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 311 μ.Χ., στὴ «Χαλκίδα τῆς Ἑλλάδος καὶ οὐχὶ τῆς Συρίας», κατὰ νεώτερες ἐπιστημονικὲς ἔρευνες. Κατ’ ἄλλους, ἀσθενῶν, ἐφονεύθη διὰ μαχαίρας ὑπὸ ὑπηρέτου, τὸν ὁποῖο οἱ Ὠριγενιστὲς εἶχαν δώσει σὲ αὐτόν. Ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης στὸν ἑορταστικὸ Κανόνα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου (Ὠδὴ Γ’, τροπ. 1) ἐκφράζεται ὡς ἑξῆς ἐπὶ τοῦ προκειμένου γιὰ τὸν Μεθόδιο:«Ἐπιπολάζουσαν ἰδών, τὴν Ὠριγένους ἀπάτην, ὡς ὑπάρχων ἄριστος ποιμήν,  τῷ θείῳ πυρὶ συντόμῳ ἔφλεξας, πᾶσαν ἐκείνου τὴν ἀχλύν, τὴν ἀπαστράπτουσαν αἴγλην, ἅψας τῆς σοφίας σου, θεόληπτε». Γιὰ τὸ μαρτυρικό του θάνατο ἐκφράζεται (Ὠδὴ Α’, τροπ. 3) κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο: «Στέφει τοῦ μαρτυρίου, ἱερωσύνης τε μύρῳ, παμμάκαρ κοσμούμενος, δι’ ἀμφοτέρων ἤστραψας, ὅθεν τῆς ἀληθεστάτης, καὶ θεοειδοῦς κληρουχίας τετύχηκας».
Ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Πατάρων ποὺ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἑορτάζεται τὴν 20η Ἰουνίου, ὅταν τελεῖται «ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μεθοδίου ἐπισκόπου Πατάρων», πρόκειται δὲ γιὰ τὸν Ἅγιο Μεθόδιο Ὀλύμπου.
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ὑπῆρξε πλουσιώτατο, τὸ σπουδαιότερο δὲ ἔργο του, τὸ ὁποῖο ἀναδεικνύει καὶ ἀξιόλογο ποιητή, εἶναι τὸ ἀσκητικοῦ καὶ ἠθικοῦ περιεχομένου «Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἢ περὶ ἁγνείας».Ἄλλα ἔργα εἶναι «Περὶ τοῦ αὐτεξουσίου»«Περὶ ἀναστάσεως» ἢ«Ἀγλαοφῶν». Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι: «Περὶ τῶν γενητῶν»«Ἑρμηνευτικαὶ πραγματεῖαι»«Περὶ βίου»«Ἐκ τῶν κατὰ Πορφυρίου» καὶ ἄλλα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Θείαν μέθοδον, τῆς εὐσεβείας, ἐθησαύρισας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς Ἱεράρχης καὶ Μάρτυς Μεθόδιε· σὺ γὰρ σοφίας τὸν πλοῦτον δρεψάμενος, ἀθλητικῶς τὸ σὸν τάλαντον ηὔξησας· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ὡς πυρσὸν κτησάμενος τὴν θείαν γνῶσιν, ἐν ἀθλήσει ἔφανας, μυσταγωγὲ τῶν ὑπὲρ νοῦν, καταφαιδρύνων τοὺς ψάλλοντας· χαίροις ἐκφάντωρ τοῦ Λόγου Μεθόδιε.

Μεγαλυνάριον.Εὔσημος κιθάρα καὶ μελουργός, θείων διδαγμάτων, ἀνεδείχθης Ἱερουργέ· ὅθεν καὶ τῷ ξίφει, τμηθείς σου τὸν αὐχένα, ἀπέτεμες τὴν πλάνην, Πάτερ Μεθόδιε.

Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ημ. Εορτής:20 Ιουνίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:1364 μ.Χ.
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἐγεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ προγυμνάσθηκε στὸ μοναχικὸ βίο καὶ τὴ θεωρία τοῦ ἡσυχασμοῦ στὴ Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ. Ἐδῶ συναντήθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸ Μετεωρίτη, τὸν ὁποῖο ἐβοήθησε νὰ κτίσει τὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὰ Μετέωρα. Ἐμφορούμενος ἀπὸ πνεῦμα συνέσεως, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης ὁ μοναχὸς Κάλλιστος, ἔγινε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τὸ βίο τοῦ ὁποίου καὶ συνέγραψε.
Ἡ ἐμφύλια διαμάχη ποὺ εἶχε ξεσπάσει στὸ Βυζάντιο μεταξὺ αὐτοκρατόρων προξένησε μεγάλες συμφορὲς σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐρήμωση τόσο τῶν νησιῶν ὅσο καὶ τῶν μικρῶν πόλεων ἐξαιτίας τῶν ληστρικῶν ἐπιδρομῶν καὶ τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων διόγκωσε τὴν κοινωνικὴ ἐξαθλίωση.
Τὸ 1342, ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους συγκροτεῖ ἐπιτροπὴ εἰρηνεύσεως καὶ συνδιαλλαγῆς, τὴν ὁποία στέλνει στὴν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νὰ συμφιλιώσει τοῦ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου Ἰωάννη Καντακουζηνὸ (1347 – 1354) καὶ Ἰωάννη Παλαιολόγο (1341 – 1391). Ἡγετικὴ φυσιογνωμία αὐτῆς τῆς ἐπιτροπῆς ἦταν ὁ ἐνάρετος ἱερομόναχος Κάλλιστος, ποὺ ἐντυπωσίασε, παρὰ τὸ ἀτελέσφορο τῆς εἰρηνευτικῆς προσπάθειας, τοὺς ἀντιμαχόμενους βασιλεῖς. Ἀργότερα ὁ ἱερομόναχος Κάλλιστος διόρίζεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα μέλος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ ἀντιαιρετικοῦ κατὰ τῶν Βογομίλων ἀγώνα, τὴν κακόδοξη διδασκαλία τῶν ὁποίων ἀνέκοψε στὰ πρῶτά της βήματα.
Μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰσιδώρου, τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο κόσμησε ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος Κάλλιστος, ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ. Στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ 1350 γίνεται ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Ἁγίου Καλλίστου Α’, ποὺ ἐπατριάρχευσε ὥς τὸ 1353, ὁπότε, ἀπεκδύθηκε ἑκουσίως τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα καὶ ἔζησε ἀρχικὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς ἐζήτησε ἐπίσημα τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἁγίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος ὅμως, θεματοφύλακας τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ νομιμότητος, ἀποποιήθηκε τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετέβη στὴν Τένεδο.
Ἀξιομνημόνευτη πατριαρχικὴ πράξη κατὰ τὸ διάστημα τῆς πρώτης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου Καλλίστου εἶναι ἡ ἔκδοση σιγιλίου, τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1350, κατὰ τῶν προστρεχόντων στοὺς μάγους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐκφυλιστικὴ πνευματικὴ κατάσταση τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχε τὴν ἀρχή της στὴν πνευματικὴ ἔνδεια τοῦ κλήρου.
Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1351 ὁ Ἅγιος, προκειμένου νὰ προστατέψει τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, συγκάλεσε τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τῶν ἀντιησυχαστῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου καθὼς καὶ τοὺς πρεσβεύοντες τὶς ἴδιες δοξασίες μητροπολίτες Ἐφέσου καὶ Γάνου. Τὸ 1352 δὲν ἐδίστασε νὰ ἀφορίσει τὸ Σερβικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ εἶχε παράνομα συσταθεῖ ἀπὸ τὸ Σέρβο ἡγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου νὰ κρατήσει ἑνωμένη τὴν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.
Μετὰ τὴν ἑκούσια ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Καλλίστου ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο, ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς συγκάλεσε Σύνοδο, ποὺ ἐκήρυξε ἔκπτωτο τὸν Κάλλιστο καὶ ἐξέλεξε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο τὸ Μητροπολίτη Ἡρακλείας Φιλόθεο Κόκκινο (1353 – 1354).
Ἡ εἴσοδος στὴν πρωτεύουσα, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1354, δυνάμεων φιλικὰ προσκείμενων στὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγο, ἐσήμανε οὐσιαστικὰ τὸ τέλος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καὶ τὴν ἄνοδο, τὸ χειμώνα τοῦ 1355, στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο, γιὰ δεύτερη φορά, τοῦ Ἁγίου Καλλίστου. Κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς δεύτερης πατριαρχείας του ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦν: α) ἡ ἔκδοση συνοδικοῦ τόμου, ποὺ ἀπαγόρευε τὰ συνοικέσια ἀνάμεσα σὲ μικρὰ παιδιά, καὶ β) ἡ μείζονος σημασίας πατριαρχικὴ διδασκαλία πρὸς τοὺς Βουλγάρους ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ποὺ ἐβάπτιζαν κακῶς, μὲ μία μόνο κατάδυση καὶ ραντισμό, ἐνῶ τὸ Ἅγιο Μύρο ἀντικαθιστοῦσαν μὲ Μύρο ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Βαρβάρου.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου, ἱδρύθηκαν τὰ μοναστήρια Παντοκράτορος καὶ Σίμωνος Πέτρας στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Τὸ τέλος τοῦ ἐμφύλιου σπαραγμοῦ στὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία δὲν ἔφερε καὶ τὴν εἰρήνη στὴν ἐπικράτειά της. Ἡ ἡμισέληνος ὡς δρέπανο θανάτου ἐθέριζε τὰ στάχυα τῆς Ὀρθοδοξίας στὰ καλλίκαρπα μέρη τοῦ Ἕβρου.Οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ἦλθαν ὡς σύμμαχοι τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ στὰ Βαλκάνια, ἔφτιαξαν ἰσχυρὰ προγεφυρώματα στὴ Θράκη καὶ μὲ ἕδρα τὸ Διδυμότειχο, τὴν Ἀδριανούπολη καὶ τὴ Φιλιππούπολη κατέστρεφαν τὴν ὕπαιθρο χώρα, ἐφαρμόζοντας συστηματικὰ μέτρα ἐποικισμοῦ. Ἡ ἀντιμετώπιση αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἀπαιτοῦσε τὴ συνένωση τῶν χριστιανικῶν δυνάμεων τῆς Βαλκανικῆς. Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἡγήθηκε μιᾶς αὐτοκρατορικῆς πρεσβείας πρὸς τὴν ἡγεμόνα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ, μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τὴ συμμαχία τῶν Σερβικῶν καὶ τῶν Βυζαντινῶν δυνάμεων, γιὰ νὰ ἀναχαιτισθεῖ ὁ τουρκικὸς ἐπεκτατισμὸς στὴ Θράκη.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ συνοδεία του, ἀφοῦ προσκύνησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔφτασαν στὴν πόλη τῶν Σερρῶν στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου τοῦ 1364, ὅπου τοὺς ὑποδέχθηκε φιλόφρονα ἡ ἡγεμονίδα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος Α’ ἀσθένησε ἀπὸ λοιμώδη νόσο καὶ ἐτελείωσε τὸ βίο του ἀπρόοπτα στὴν πόλη τῶν Σερρῶν.
Ἡ θλιβερὴ εἴδηση τοῦ ἀπρόοπτου τέλους τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου διέτρεξε τὰ ὅρια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπιτροπὲς ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μάλιστα τῆς Λαύρας, ἦρθαν στὶς Σέρρες καὶ ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν Ἐλισάβετ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου προκειμένου νὰ τὸ μεταφέρουν στὴ μητρόπολη τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ ἡγεμονίδα τῶν Σέρβων δὲν ἐκάμφθηκε ἀπὸ τὶς παρακλήσεις τῶν μοναχῶν, λέγοντάς τους πὼς θὰ κρατήσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ ἔχει ἡ ἴδια καὶ ἡ πόλη τῶν Σερρῶν τὴν ἁγία του προστασία.Ἡ ἡγεμόνας Ἐλισάβετ ἐνταφίασε μὲ μεγαλοπρέπεια τὸν Πατριάρχη στὴ Μητρόπολη τῶν Σερρῶν.
Ἀσφαλεῖς ἐνδείξεις βεβαιώνουν πὼς τὸ μεγαλοπρεπὲς παρεκκλήσι, ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, στεγάζει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Καλλίστου.

19/6/11

Οἱ Ἅγιοι Πάντες

Ημ. Εορτής:
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Πραγματικὰ εἶναι θαυμαστὸς ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους του. Γιατί ὅταν κανεὶς ἀναλογισθεῖ τοὺς ὑπερφυσικοὺς ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, πὼς μὲ ἀσθενὴ σάρκα καταντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸ στὴ κακία, πὼς ἔμειναν ἀναίσθητοι στὶς ὀδύνες καὶ στὰ τραύματα, καθὼς ἀγωνίζονταν μὲ σώματα πρὸς φωτιά, πρὸς τὸ ξίφος, πρὸς ποικίλα καὶ θανατηφόρα εἴδη βασάνων καὶ ἀντιπαρατάσσονταν μὲ καρτερία, ἐνῶ τοὺς ἔκοβαν τὶς σάρκες, τοὺς διάλυαν τοὺς ἁρμοὺς καὶ τοὺς συνέτριβαν τὰ ὀστά, ὅμως διαφύλαξαν τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ σώα καὶ ἀδιάσπαστη, ἀκεραία καὶ ἀκλόνητη, ποὺ γι’ αὐτὸ τοὺς χαρίσθηκε καὶ ἡ ἀναντίρρητη σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων.
Ὅταν κανεὶς ἀναλογισθεῖ ἐπίσης τὴν ὑπομονὴ τῶν ὁσίων, πὼς ὑπέφεραν μὲ τὴ θέλησή τους σὰν ἀσώματοι τὶς πολυήμερες ἀσιτίες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς ἄλλες ποικίλες κακώσεις τοῦ σώματος, καὶ ἀντιτάχθηκαν ἕως τὸ τέλος πρὸς τὰ πονηρὰ πάθη, πρὸς τὰ τόσα εἴδη ἁμαρτίας, πρὸς τὸν ἐσωτερικό μας ἀόρατο πόλεμο, πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, ἐνῶ ἔλειωναν καὶ ἀχρηστεύονταν ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἀνανεώνονταν καὶ ἐθεώνονταν ἐσωτερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἔδωσε τὰ χαρίσματα τῶν θεραπειῶν καὶ δυνάμεων.
Ὅταν λάβει αὐτὰ κανεὶς ὑπ’ ὄψιν του καὶ ἐπὶ πλέον ἐννοήσει ὅτι ὑπερβαίνουν τὴ φύση μας, θαυμάζει καὶ δοξάζει τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε σ’ αὐτοὺς τὴν τόση ἄφθονη χάρη καὶ δύναμη. Γιατί ἂν καὶ εἶχαν ἀγαθὴ καὶ καλὴ προαίρεση, χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ κατόρθωναν νὰ ὑπερβοῦν τὴ φύση καὶ ἔχοντας σῶμα, νὰ κατανικήσουν τὸν ἀσώματο ἐχθρό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης, ἀφοῦ εἶπε: «Θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους αὐτοῦ», πρόσθεσε: «αὐτὸς θὰ δώσει δύναμη καὶ κραταίωση στὸ λαό του». (Ψαλμ. ξζ’, 36).
Ἀπολαύουν δὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅλοι γενικά, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα τὴν πρὸς τὸ Θεὸ ἀγάπη καὶ πίστη. Αὐτὸ φανερώνεται στὸ εὐαγγέλιο ποὺ λέγει: «ὅποιος ὁμολογήσει σ’ ἐμένα ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ σ’ αὐτὸν ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς» (Ματθ. ι’, 32).
Δὲν εἶπε «ὅποιος μὲ ὁμολογήσει ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους», ἀλλὰ «ὅποιος ὁμολογήσει μέσα σ’ ἐμένα» μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μπορεῖ νὰ προβάλει μὲ παρρησία τὴν εὐσέβεια, δι’ ἐκείνου καὶ διὰ τῆς βοηθείας ἐκείνου. Ἔτσι πάλι «θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγώ» καὶ δὲν εἶπε «αὐτόν» ἀλλὰ «μέσα σ’ αὐτόν», δηλαδὴ διὰ τῆς ἀγαθῆς ἀντιστάσεως καὶ ὑπομονῆς.
Αὐτὸ δηλώνει τὴν ἀδιάσπαστη συνάφεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ὁμολογοῦντας, ἂν καὶ εἶναι δοῦλοι Θεοῦ.
Ἀντίθετα «ὅποιος μὲ ἀρνηθεῖ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς».
Δὲν εἶπε ἐδῶ «ὅποιος ἀρνηθεῖ μέσα σὲ μένα», γιατί;
Διότι ὁ ἀρνούμενος ἀρνεῖται τὸ Θεὸ ἂν στερηθεῖ τὴ Θεϊκὴ βοήθεια. Γιατί δὲ ἐγκαταλείφθηκε καὶ ἔμεινε ἔρημος τοῦ Θεοῦ; Ἐπειδὴ αὐτὸς πρῶτα πρόλαβε καὶ τὸν ἐγκατέλειψε, ἀφοῦ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ γήινα πράγματα περισσότερο, παρὰ τὰ ἐπαγγελμένα ἀπὸ τὸ Θεὸ οὐράνια καὶ αἰώνια ἀγαθά.
Ἔτσι οἱ θεῖες ἀντιδόσεις ἔχουν μαζί τους τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπιφέρουν ἀπὸ τὴ ὁμοίωση τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματα. Καὶ ἐνῶ οἱ ὁμολογήσαντες τὸ Θεὸ στὸ πρόσκαιρο αὐτὸ βίο τὸ ἔκαναν παρουσία λίγων ἀνθρώπων, ὁ Χριστὸς Θεὸς καὶ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς θὰ τοὺς ὑποστηρίξει ἐνώπιον τοῦ Πατρός, τῶν ἀγγέλων, ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων καὶ μὲ παρουσία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τῆς συντέλειας. Καὶ θὰ στεφανώσει καὶ θὰ δοξάσει ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπέδειξαν πίστη μέχρι τέλους σὲ αὐτόν.
Ἀλλὰ καὶ τώρα δοξάζονται κάποιοι ἅγιοι μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ποὺ εὐωδιάζουν, ποὺ χαρίζουν ἰάσεις καὶ διάφορα ἐνεργήματα δυνάμεων, προσκυνώντας τους καὶ γονατίζοντας στὶς εἰκόνες τους βασιλεῖς, ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου.
Ἄλλωστε τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρὸς τοὺς πιστοὺς ὅτι: «ὅποιος ἀφήσει οἰκία, συγγενεῖς ἢ ἀγροὺς γιὰ τὸ ὄνομά μου, θὰ τὰ λάβει ἑκατονταπλάσια καὶ θὰ κληρονομήσει αἰώνια ζωή». (Ματθ. ι’, 37).
Καὶ τὴν ἴδια του ζωὴ εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ τὴν ἀφήσει ὁ πιστός, ἂν τὸν καλέσει ὁ καιρὸς σὲ περιόδους διωγμῶν, γιὰ νὰ πετύχει τὴν αἰώνια ζωή, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὴ ζωή του γιὰ χάρη μας. Ἀλλὰ καὶ σὲ εἰρηνικοὺς καιροὺς ὁ πιστὸς λαμβάνει τὸ σταυρό του, σταυρώνοντας τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας.
Διότι λέγει: «ὅποιος βρῆκε τὴν ψυχή του θὰ τὴν χάσει, καὶ ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μου, θὰ τὴ βρεῖ». (Ματθ. ι’, 39).
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἐκτός δηλαδὴ τοῦ σώματος καὶ ὁ μέσα μας, δηλαδὴ ἡ ψυχή. Ὅταν κάποιος παραδώσει τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο κατὰ τὸν ἐκτὸς ἄνθρωπο, χάνει τὴ ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴ βρίσκει στὸ Χριστὸ κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ γίνεται οὐράνιος καὶ αἰώνιος.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τιμᾶ λοιπὸν καὶ μετὰ θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἀληθινὰ κατὰ Θεό, κάθε μέρα τοῦ ἔτους τελεῖ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων ποὺ μετέστησαν καὶ ἀπεδήμησαν ἀπὸ τὴ πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή.
Συγχρόνως δὲ προβάλλει τὸ βίο καθενὸς χάρη τῆς ὠφελείας μας καὶ ὑποδεικνύει τὸ τέλος τους, εἴτε εἰρηνικὸ εἴτε μαρτυρικό.
Τώρα δὲ μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τους ἁγίους γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους μαζί, ἀναπέμπει κοινὸ σὲ ὅλους αὐτοὺς ὕμνο, ὄχι μόνο διότι ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως τὸ ζήτησε ὁ Κύριος: «νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πάτερ, μὲ σένα καὶ σὺ μὲ μένα, νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ μὲ ἐμᾶς ἕνα στὴν ἀλήθεια», (Ἰω. ιζ’, 20), ἀλλὰ καὶ γιατί φροντίζει νὰ φανερώνει καὶ νὰ ἀνυμνεῖ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστολῆς, φωτισμοῦ καὶ ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ἃς τιμήσουμε λοιπὸν ὅλους τοὺς ἁγίους του Θεοῦ. Πῶς; Ἂν κατὰ μίμησή τους καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ ἔτσι ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὰ κακὰ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, θὰ φερόμεθα πρὸς τὴν ἁγιοσύνη παρουσιάζοντας τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές μας εὐάρεστες στὸ Θεό, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων πάντων ὥστε νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς μέτοχοι τῆς ἀπέραντης ἐκείνης πανηγύρεως καὶ εὐφροσύνης μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐξ ὕψους κατῆλθες, ὁ εὔσπλαγχνος, ταφὴν κατεδέξω τριήμερον, ἵνα ἡμᾶς ἐλευθερώσῃς τῶν παθῶν. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν, Κύριε δόξα σοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος δ’.
Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισάμενη, δι’ αὐτῶν βοᾷ σοι, Χριστὲ ὁ Θεός· Τῷ λαῷ σου τοὺς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δωρήσαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Τῶν Ἁγίων Ἁπάντων τὰ μύρια συστήματα, σὺν τοῖς Ἀποστόλοις Προφήτας, Ἱεράρχας καὶ Μάρτυρας, Ὁσίων καὶ Δικαίων τοὺς χορούς, καὶ ἄθροισμα Ἁγίων Γυναικῶν, καὶ σὺν πᾶσιν ἀνωνύμοις τε καὶ γνωστοῖς, ὑμνήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ τὴν Ἐκκλησίαν δι’ ὑμῶν πυρσεύοντι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως, τῷ φυτουργῷ τῆς κτίσεως, ἡ οἰκουμένη προσφέρει σοι Κύριε, τοὺς θεοφόρους Μάρτυρας. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου, συντήρησον Πολυέλεε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοὺς ἀπ’ αἰῶνος τῷ Θεῷ εὐαρεστήσαντας
Ἐν εὐσεβείᾳ καὶ ἁγίοις κατορθώμασι
Σὺν Δικαίοις Πατριάρχας καὶ τοὺς Προφήτας,
Ἀποστόλους Ἱεράρχας καὶ τοὺς Μάρτυρας
Καὶ Ὁσίων τοὺς χοροὺς ὕμνοις τιμήσωμεν,Τούτοις λέγοντες, Πάντες Ἅγιοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Ἀποστόλων δῆμος σεπτός, Προφῆται Κυρίου, καὶ Μαρτύρων στερροὶ χοροί, θεῖοι Ἱεράρχαι, καὶ Ὅσιοι Πατέρες, καὶ Δίκαιοι καὶ πάντες, χαίρετε Ἅγιοι.
Ὁμιλία στὴ Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων

Ἀπὸ τὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο ἦρθαν ἐδῶ κάτω στὴ γῆ σήμερα ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ μᾶς δείξουν τὸ τρόπο ποὺ ἔφθασαν αὐτοὶ στὴ δόξα αὐτή. Γι’αὐτὸ κι ἐγὼ σήμερα, Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων, καὶ μιὰ ἑβδομάδα ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς ποὺ ὁ Χριστὸς φώτισε τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς μετέτρεψε σὲ ἄφοβους κήρυκας καὶ ὁμολογητὰς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπέλεξαν νὰ ὁμιλήσω στὴν ἀγάπη σας  γιὰ τὸ τρόπο αὐτὸ ποὺ κι ἐμεῖς θὰ κατακτήσουμε τὴν ἁγιότητα. Καὶ μὴν ἀπορεῖτε λέγοντας πῶς θὰ κατακτήσουμε ἐμεῖς τὴν ἁγιότητα γιατὶ δὲν εἶναι ἡ ἁγιότητα κάτι ἐξωπραγματικό. Καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἄνθρωποι ἦταν σὰν καὶ μᾶς μὲ πάθη καὶ ἀτέλειες ἀλλὰ ἀγωνίστηκαν στὸ πνευματικὸ στίβο καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἐνίκησαν τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ ἔφθασαν στὴν τελειότητα. Ἄλλωστε καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς λέει ‘’ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ Ἅγιος εἰμι’’.
Πῶς ὅμως ἔφθασαν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι στὴ δόξα τῆς  ἁγιότητας; Ὁμολογώντας πρῶτα ἀπ’ὅλα μὲ σθένος ταὴν πίστη τους στὸ Χριστό. «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν ταῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Ὅστις δ’ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» μᾶς λέει ὁ Κύριός μας στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Πρώτη προϋπόθεση λοιπὸν γιὰ νὰ μᾶς ὁ Χριστὸς πολίτες τῆς βασιλείας του εἶναι νὰ ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας ἄφοβα καὶ νὰ μὴ δειλιάζουμε ὅταν μᾶς κοροίδεύουν ἤ μᾶς ἀπειλοῦν μὲ μαρτύρια. Καὶ δυστυχῶς ἐκεῖνο ποὺ βλέπουμε σήμερα εἶναι ἡ δειλία τῶν χριστιανῶν ὅταν τοὺς ἀπειλοῦν ἤν θὰ τοὺς ἀπειλήσουν μὲ ἀφαίρεση μισθοῦ ἄν δὲν πάρουν τὴν ἠλεκτρονικὴ κάρτα.  Ἀντίθετα οἱ Ἀπόστολοι πρῶτα, οἱ δύο πρωτοκορυφαῖοι Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος ὁμολόγησαν μὲ σθένος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Μεσσίας τῶν ἑβραίων. Καὶ ὁ Πέτρος στοὺς ἀρχιερεῖς Ἄννα καὶ Καϊάφα εἶπε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀπὸ ἄλλον σωτηρία ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ  Χριστό. Ὁ δὲ Παῦλος στὴν ἀπολογία του στὸν βασιλέα Ἀγρίππα ὅταν ἄκουσε τὸν βασιλέα νὰ τοῦ λέει περιπαικτικὰ ὅτι λίγο ἀκόμα καὶ θὰ μ’ἔκανες χριστιανὸ ὁ Παῦλος τοῦ λέει ὅτι θὰ ἐπιθυμοῦσα βασιλιᾶ ὄχι μόνον ἐσὺ ἀλλὰ κι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μὲ ἀκοῦνε νὰ πιστέψουν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ σωθοῦν. Ὁ δὲ Μ. Βασίλειος εἶπε στὸν Μόδεστο, τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Οὐάλη, ὅτι ὅλα ὅσα κηρύττει ὁ Ἄρειος, ὅτι ὁ Χριστὸς δηλ. εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρὸς δὲν εἶναι παρὰ μεγάλες πλάνες καὶ δὲν πρόκειται νὰ ὑπογράψει ὑπὲρ τῶν ὅσων πρεσβεύει ὁ Ἄρειος.
Δὲν περιορίζεται ὅμως ὁ Χριστὸς μόνο στὴν ὁμολογία. Θέλει καὶ νὰ τὸν ἀγαποῦμε περισσότερο καὶ ἀπὸ τὰ συγγενικά μας πρόσωπα. Γιατὶ «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἤ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» μᾶς λέει ὁ Κύριος. Οἱ Ἀπόστολοι  Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης ἄφησαν τὸν πατέρα τους καὶ τὶς δουλειές τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν μέχρι τότε ἄγνωστο σ’αὐτοὺς Χριστό ἐπειδὴ τὸν ἀγάπησαν περισσότερο καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους καὶ τὶς ἐργασίες τους. Ὁ δὲ Πέτρος ἄφησε καὶ γυναίκα καὶ ἴσως νὰ ἄφησε καὶ παιδιά πίσω.   
Μήπως ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ἡ μητρικὴ ἀγάπη πρὸς τὸ παιδί της εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀγάπη ποὺ νὰ ζητᾶ ἀγάπη σ’Αὐτὸν τῆς μητέρας περισσότερο ἀπὸ τοῦ παιδιοῦ της;Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ τί δίνει ἡ μάνα στὸ παιδί της γιὰ νὰ μεγαλώσει; Τὸ μητρικό της γάλα, ἐνῶ ὁ  Χριστὸς μᾶς δίνει τὸ ἴδιο Του τὸ Αἷμα. Καὶ ἄν ἡ μητέρα προσφέρει μὲ τὸ  τρόπο αὐτὸ πρόσκαιρη ζωὴ στὸ παιδί της ὁ Χριστὸς δίνοντάς μας τὸ Τίμιό Του μᾶς προσφέρει τὴν αἰώνια ζωή.
Ἔχουμε πολλὰ παραδείγματα ἁγίων μητέρων ποὺ ἀψήφισαν τὴν ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ τους προκειμένου νὰ μείνουν πιστὲς στὸ Χριστὸ ποὺ τοὺς ἀγάπησε καὶ τὸν ἀγάπησαν. Οἱ ἅγιοι ἔβαζαν πάνω ἀπὸ τὴν  ἀγάπη τοῦ συγγενικοῦ τους προσώπου, εἴτε αὐτὸς ἦταν ὁ σύζυγος ἤ σύζυγος, εἴτε τὸ ἴδιο τους τὸ παιδί τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό. Καὶ ἄν μὲν τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἦταν πιστὰ στὸ Χριστὸ ἔχει καλῶς, ἄν ὅμως αὐτὰ μάχονταν τὸ Χριστὸ καὶ τὴ Χριστανικὴ πίστη οἱ πιστοὶ ἀντέτασσαν τὸ «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις».  Καὶ ἀπὸ τὰ πολλὰ αὐτὰ παραδείγματα ἕνα μόνο θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ. Καὶ ἀφορᾶ τὸ μαρτύριο τῆς ἁγίας Πέρπετουας, μιᾶς μάρτυρος τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων. Ἡ Πέρπέτουα εἶχε ἕνα παιδὶ καὶ κλείνοντάς την στὴ φυλακὴ γιὰ τὴ πίστη της στὸ Χριστὸ ὁ εἰδωλολάτρης πατέρας της τῆς ἔφερε τὸ παιδί της στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ τὴν κάνει νὰ θυσιάσει στοὺς ψεύτικους  θεοὺς βλέποντας τὸ παιδί της. Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν ἔχασε τὴν πρώτη ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανο.
Καὶ τέλος, ὁ Χριστὸς θέλει καὶ κάτι ἄλλο ἀπὸ μᾶς. Θέλει κάτι ποὺ μόλις τὸ ἀκούσουμε θὰ ἀγανακτήσουμε. Τί μας ζητᾶ δηλαδὴ ὁ Χριστός; Νὰ σηκώσουμε τὸ  σταυρό μας καὶ νὰ ταὸν ἀκολουθήσουμε. «Καὶ ὅς οὐ λαμβάνει τὸν  σταυρόν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος».
Ἄς μὴ βιαζόμαστε ὅμως νὰ βγάζουμε συμπεράσματα. Γιατὶ ὅταν λέει ὁ Χριστὸς νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας δὲν ζητᾶ νὰ σηκώσουμε σὰν τὸν δικό του. Οἱ δικοί μας σταυροὶ εἶναι ἕνα χιλιοστημόριο καὶ κάτι λιγότερο τοῦ Σταυροῦ ποὺ σήκωσε ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς. Κι ἔπειτα δὲν θέλει ὁ Χριστὸς πάντοτε νὰ δοκιμαζώμαστε. Ὅταν οἱ περιστάσεις τὸ ἐπιβάλλουν ὄχι μιὰ ζωὴ ἀλλὰ χίλιες ζωὲς κι ἄν εἴχαμε θὰ ἔπρεπε νὰ τὶς δίναμε γιὰ τὸ Χριστό μας. Ὅταν κάνουν πάμπολλες θυσίες γιὰ νὰ αὐξήσουμε τὶς περιουσίες μας, ὅταν θυσιαζώμαστε χάριν τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτα καὶ τῆς ἡδονῆς τῆς σαρκὸς καὶ ὅταν κάνουμε τὰ πάντα προκειμένου νὰ ἀποκτήσουμε τὴν κοσμικὴ δόξα πολὺ περισσότερες θυσίες ὀφείλουμε νὰ κάνουμε γιὰ νὰ κατακτήσουμε τὴν αἰώνια δόξα τῆς Πολιτείας τῶν ἁγίων. Ἔχουμε ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων μάρτυρες κάθε ἡλικίας, φύλου καὶ γένους. Ἔχουμε μάρτυρες κάθε κοινωνικῆς θέσης ποὺ ἀψήφισαν δόξες ἐπίγειες γιὰ νὰ κατακτήσουν δόξες αἰώνιες. Ἔχουμε νέφος μαρτύρων ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀπ. Παῦλος στὴ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του.
Ἀπ’αὐτὸ ὅμως τὸ νέφος θὰ κάνω ἀναφορὰ σήμερα μόνο σὲ λίγους γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ θυσιαζώμαστε χάριν τοῦ Χριστοῦ  μας. Καὶ πρῶτα  πρῶτα βλέπουμε τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν ἀδελφόθεο  ποὺ οἱ Ἑβραῖοι τὸν πέταξαν ἀπὸ τὸ πτερύγιο τοῦ Ἱεροῦ καὶ τὸν σκότωσαν. Ἔπειτα βλέπουμε τὸν ἅγιο Στέφανο μετὰ τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ στὸ Ἰουδαϊκὸ Συνέδριο   καὶ τὸν λιθοβόλησαν. Στοὺς χρόνους ἀκόμα τῶν διωγμῶν ἔχουμε τὸν ἅγιο Πολύκαρπο Σμύρνης ποὺ συνελήφθη γιὰ τὴν πίστη του στὰ 85 του χρόνια καὶ τοῦ ζητήθηκε νὰ βλασφημήσει τὸ Χριστό. Καὶ ὁ Πολύκαρπος λέει πῶς μπορεῖ νὰ κάνω κάτι τέτοιο; Τόσα χρόνια τὸν δουλεύω (τὸν Χριστὸ) καὶ ποτὲ δὲν μὲ ἀδίκησε καὶ τώρα στὰ γεράματα θὰ τὸν βάσφημήσω; Καὶ κατόπιν αὐτοῦ ὁδηγήθηκε στὴν πυρά. Καὶ τέλος, γιὰ νὰ δεῖτε ὅτι καὶ μικρὰ παιδιὰ μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τους ἡ Ἰουλίττα εἶχε ἕνα μικρό παιδί, μόλις 2 ἐτῶν ἦταν, τὸ ὁποῖο ὁμολογώντας τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ ἐτελειώθη μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς δημίους τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὑπάρχει λοιπὸν ἀδελφοί καὶ ἀδελφές μου μεγάλη ἁλυσίδα ἁγίων ποὺ διακρίνονται σὲ ὁμολογητές, ὁσίους, μάρτυρες καὶ ἱερομάρτυρες κάθε ἡλικίας. Καὶ οἱ μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν σταμάτησαν νὰ ὑπάρχουν μὲ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν γιατὶ ξέχωρα ὅτι ὑπάρχουν καὶ διωγμοὶ κρυφοὶ καὶ εἶναι οἱ ἐσωτερικοί, οἱ διωγμοὶ τῶν αἱρετικῶν ὅλων τῶν αἰώνων, ἔχουμε καὶ τὴ χορεία τῶν νεομαρτύρων. Καὶ ἐδῶ στὴ Μακεδονία μας ἔχουμε πλῆθος νεομαρτύρων κάθε ἡλικίας, ἕνας ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ἅγιος Ἀγαθάγγελος ποὺ γεννήθηκε μὲν στὴ Φλώρινα ἀλλὰ μαρτύρησε στὸ γειτονικὸ μοναστήρι. Ἐλπίζω καὶ εὔχομαι ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε μὲν σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ οἱ κάθε λογῆς κρίσεις μαστίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦμε σὲ χρόνους οἰκονομικῆς κρίσης, σὲ χρόνους ἠθικῆς κρίσης ἀλλὰ καὶ σὲ χρόνους γενικὰ πνευματικῆς κρίσης νὰ μάθουμε ἀπὸ τὴ ζωὴ ὅλων αὐτῶν τῶν ἁγίων καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ καλυτερέψουμε τὴ ζωή μας καὶ νὰ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστὸ γιὰ νὰ λάβουμε καὶ τὸ στεφάνι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν!
* * *