24/5/15

χειροτονία εις Διάκονον κ Χρυσοβαλάντη εις Παραδημή Κομοτηνής

χειροτονία διακόνου από Σεβ Μητραπολίτην Κομοτηνής

απόσπασμα ιεράς Ακολουθίας στη Παραδημή Κομοτηνής

ομιλία στην Z΄ Κυριακή Ανασστάσεως του Χριστού στο χωριό Ακρίτας Φλωρίνης

5/5/15

ομιλία στην εορτή της Αγίας Ειρήνης στο χωριό Αμμοχώρι Φλώρινας την 5-5-...

Η Αγία Ειρήνη η Μεγαλομάρτυς

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη άθλησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ήταν θυγατέρα του Λικινίου, που ήταν βασιλιάς  κάποιου  μικρού  βασιλείου, και της Λικινίας. Καταγόταν από την πόλη Μαγεδών και αρχικά ονομαζόταν Πηνελόπη. Όταν η Αγία έγινε έξι ετών, ο πατέρας της Λικίνιος  την  έκλεισε  σε  ένα πύργο  και  ανέθεσε  την  διαπαιδαγώγησή της σε κάποιον γέροντα, ονόματι Απελλιανό, ο οποίος και έγραψε τα υπομνήματα  του  μαρτυρίου αυτής.
Μία νύχτα η Ειρήνη  είδε  το  εξής όραμα: μπήκε στον πύργο ένα περιστέρι  κρατώντας με το ράμφος του κλαδί  ελιάς, το οποίο  και  άφησε επάνω  στο  τραπέζι. Επίσης, μπήκε και ένας αετός μεταφέροντας στεφάνι  από  άνθη, το οποίο  τοποθέτησε  και  αυτός  επάνω  στο  τραπέζι. Έπειτα  μπήκε από  άλλο παράθυρο ένας κόρακας, ο οποίος έβαλε  επάνω στο  τραπέζι  ένα  φίδι. Το  πρωί  που  ξύπνησε απορούσε και σκεπτόταν τι άραγε να σημαίνουν αυτά που είδε. Τα διηγήθηκε λοιπόν στον γέροντα Απελλιανό και εκείνος τα ερμήνευσε ως προάγγελμα των στεφάνων της δόξας και του μαρτυρικού τέλους αυτής μετά τη  βάπτισή της.
Στο  Χριστιανισμό ελκύσθηκε από  κάποια  κρυπτοχριστιανή  νέα, η οποία, λόγω της τιμιότητας και των αρετών της, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους γονείς της Πηνελόπης και εἰχε τοποθετηθεί από αυτούς ως θεραπαίνιδα της θυγατέρας τους. Ένας ιερεύς, ονόματι Τιμόθεος, βάπτισε  κρυφά  τη  νεαρή  ηγεμονίδα και τη μετονόμασε Ειρήνη.
Το γεγονός δεν άργησε να πληροφορηθεί ο πατέρας της Λικίνιος, όταν μάλιστα η Αγία Ειρήνη συνέτριψε τα είδωλα της πατρικής της οικίας ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την πίστη της  στον Χριστό. Για τον λόγο αυτό  ανακρίθηκε  και  καταδικάσθηκε πρώτα από τον ίδιο της τον πατέρα. Στη συνέχεια έπαθε πολλά από τους Πέρσες και  τους βασιλείς αυτών  Σεδεκία  και  Σαπώριο Α’.
Έπειτα η Αγία Ειρήνη πήγε στην Καλλίπολη του Ελλησπόντου, όπου βασίλευε  ο  Νουμεριανός. Εκεί παρουσιάσθηκε σε αυτόν  και  ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Οι ειδωλολάτρες την έκλεισαν διαδοχικά σε τρία πυρακτωμένα χάλκινα βόδια. Το τρίτο όμως βόδι, τη στιγμή που βρισκόταν εντός του η Μεγαλομάρτυς, όλως παραδόξως κινήθηκε, ενώ  ήταν άψυχο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στη συνέχεια αυτό σχίσθηκε  και  βγήκε  από μέσα του η Αγία εντελώς αβλαβής από την κόλαση της πυράς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στην πίστη του Χριστού χιλιάδες ψυχές. Στην πόλη Μεσημβρία της Θράκης η Αγία Ειρήνη  θανατώθηκε, αλλά  με  τη  δύναμη του  Θεού  αναστήθηκε και είλκυσε  στην πίστη το διοικητή  και  ολόκληρο το λαό. Τέλος, η Αγία κατέφυγε μαζί  με το  δάσκαλό  της  Απελλιανό στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου διέμεινε επιτελώντας πολλά θαύματα  και  τιμώμενη ως αληθινή  ισαπόστολος. Εκεί  ανέπτυξε  μεγάλη  δράση  μέχρι  την  ημέρα  της  κοιμήσεως  αυτής, το  315 μ.Χ.
Στο  Συναξάρι της αναφέρεται ότι στην Έφεσο  η Αγία βρήκε μία λάρνακα, στην  οποία  δεν είχε  ως τότε ενταφιασθεί κανένας, μπήκε μέσα σε αυτήν και  κοιμήθηκε με ειρήνη. Πρίν δε από την κοίμησή της η Αγία Ειρήνη είχε δώσει εντολή να μην μετακινήσει κανένας την ταφόπετρα, με την οποία θα σκέπαζε τη λάρνακα ο δάσκαλός της Απελλιανός, προτού περάσουν τέσσερις ημέρες. Μετά όμως από δύο ημέρες  επισκέφθηκαν τον τάφο ο Απελλιανός  και  οι άλλοι, οι  οποίοι είδαν  ότι  η  ταφόπετρα  ήταν  σηκωμένη  και  η  λάρνακα  κενή.            
Κατά τα δυτικά Μαρτυρολόγια η Αγία Ειρήνη μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αφού ρίχθηκε στην πυρά. Πρέπει δεε να σημειώσουμε ότι, κατά το Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’, η Αγία Ειρήνη τελειώθηκε  μαρτυρικά  δι’ αποκεφαλισμού.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.            Εἰρήνης τὸν ἄρχοντα, ἰχνηλατοῦσα σεμνή, εἰρήνης ἐπώνυμος, δι’ἐπιπνοίας Θεοῦ, ἐδείχθης πανεύφημε· σὺ γὰρ τοῦ πολεμίου, τὰςἐνέδρας φυγοῦσα, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς παρθένος φρονίμη· διὸΜεγαλομάρτυς Εἰρήνη, εἰρήνην ἡμῖν αἴτησαι.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.            Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, τῇ ἀθλήσει γέγονας, ὡραιοτάτη Εἰρήνη· αἵμασι, τοῖς ἐκχυθεῖσί σου φοινιχθεῖσα, πλάνην τε, καταβαλοῦσα τῆς ἀθεΐας· διὰ τοῦτο καὶ ἐδέξω, βραβεῖα νίκης χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

Μεγαλυνάριον.Τῇ εἰρηνωνύμῳ κλήσει σεμνή, κατακολουθοῦσα, εὐηγγέλισαι μυστικῶς, ἄθλοις σου θαυμάτων, ψυχαῖς πολεμουμέναις, σωτήριον εἰρήνην, Εἰρήνη ἔνδοξε.

3/5/15

ομιλίσ στην Κυριακή του Παραλύτου που έγινε ατο χωριό Φλάμπουρο Φλώρινας

Οι Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα οι Μάρτυρες

Ο Άγιος Τιμόθεος και η σύζυγός του Αγία Μαύρα ήταν μία αγιασμένη οικογένεια, που ζούσε σε κάποιο μικρό χωριό της Θηβαΐδος, στην Αίγυπτο, κατά  το  δεύτερο  ήμισυ  του  3ου αιώνος  μ.Χ.
Ο Άγιος Τιμόθεος ξεχώριζε από τους άλλους συμπολίτες του για την μεγάλη ευσέβειά του και την επίδοση που είχε στα  ιερά  γράμματα. Τους τα  διάβαζε στο  σπίτι του ή  στην εκκλησία  και  ξεδιψούσε  τις  ψυχές τους  με  το  αθάνατο  νερό  του  λόγου του  Θεού.
Επιβραβεύοντας αυτό το ζήλο του, ο Επίσκοπος της Θηβαΐδος τον χειροθέτησε αναγνώστη, τοποθετώντας τον έτσι στο προστάδιο των κληρικών. Όμως, αντί  εκείνου του  σταδίου, η  Θεία  Πρόνοια τον εισήγαγε σε ένα άλλο. Στο υψηλότερο  από  όλα, δηλαδή  στην  κορυφή του  Γολγοθά, που  είναι  στολισμένη από  τον  Σταυρό  του  Χριστού.
Εκείνο ακριβώς τον καιρό, δεν είχαν περάσει ούτε είκοσι ημέρες που  ο Τιμόθεος  είχε  νυμφευθεί  τη Μαύρα, ενώ όλοι χαίρονταν για τον αρμονικό αυτό γάμο, κάποιοι φθονεροί χωρικοί τους διέβαλαν στον ειδωλολάτρη  ηγεμόνα της Θηβαΐδος, Αρριανό. Ο Αρριανός διέταξε τον Άγιο Τιμόθεο  να παρουσιασθεί ενώπιόν του. Τον ανέκρινε. Και βλέποντας  την  ακλόνητη  πίστη του, πρόσταξε να τον  φυλακίσουν  και να τον βασανίσουν, με την ελπίδα πως θα του συνέτριβε το φρόνημα. Μάταιος  κόπος.
Σαν είδε πως δεν μπορούσε με τίποτα πια να αλλάξει την πίστη του Μάρτυρος, ο τύραννος σκέφθηκε να φέρουν τη γυναίκα του, Μαύρα, περιμένοντας πως  εκείνη  με τα  καλοπιάσματά της, θα τον λυγίσει. Όταν η  Αγία  Μαύρα  παρουσιάσθηκε  μπροστά στον ηγεμόνα, εκείνος της είπε:  «Άκουσα, Μαύρα, πως δεν πέρασαν ούτε είκοσι ημέρες που στεφανώθηκες τον άνδρα σου. Τα λεμονάνθια είναι ακόμα δροσερά στα νέα και  όμορφα  κεφάλια  σας και  είναι κρίμα να σταθεί η πίστη του εμπόδιο στο να χαρείτε τη ζωὴ μαζί. Πήγαινε λοιπόν, όπως είσαι στολισμένη, να τον πείσεις να  έλθει  στα λόγια μου  και να θυσιάσει στα είδωλα».
Η Αγία Μαύρα υποσχέθηκε να επισκεφθεί στη φυλακή τον σύζυγό της και να του μιλήσει. Πἠγε  όμως, όχι  να  τον  βγάλει  από  την  πίστη, αλλά να  τον στηρίξει σε  αυτήν  και να στηριχθεί  και  η  ίδια  από  τα λόγια του, για όσα έμελλε και εκείνη, ύστερα από λίγο, να υποφέρει για την δόξα του Χριστού. Γυρίζει λοιπόν στον ηγεμόνα και  ομολογεί πως και αυτή  είναι Χριστιανή, έτοιμη να μαρτυρήσει. Ο  Αρριανός έγινε έξαλλος. Δίνει  εντολή  να βασανίσουν την Αγία με φρικώδη  βασανιστήρια. Αλλά η Μάρτυς πέρασε όλες τις φρικτές δοκιμασίες με απτόητο θάρρος.
Στο τέλος, ο μιαρός Αρριανός προστάζει να καρφώσουν σε σταυρούς τον Τιμόθεο  και  την Μαύρα. Τους  σταύρωσαν τον  ένα  δίπλα  στον  άλλο, για να είναι ο πόνος τους πιο μεγάλος. Αλλά και  εσταυρωμένοι οι δύο νεαροί  σύζυγοι, οι Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα, αντικριστά επάνω στα ξύλα, ευχαριστούσαν τον Θεό, που τους αξίωνε να έχουν τέλος της επίγειας ζωής τους όμοιο  με εκείνο  του Υιού Του. Έτσι, λοιπόν, πάνω στον  σταυρό  παρέδωσαν στον Κύριο τις  αγνές  τους  ψυχές  και εισήλθαν  στη  βασιλεία  του  Θεού.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.           
Ὡς ζεῦγος ὁμόζυγον, καὶ ξυνωρὶς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, καὶ Μαύρα νύμφη Χριστοῦ, ἐνθέως ἠθλήσατε· σύμμορφοι γὰρ ὀφθέντες, τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἄμφω, πρεσβεύοντες τῷ Σωτῆρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.    
Τοὺς πολυτρόπους αἰκισμοὺς ἐνεγκόντες, καὶ τοὺς στεφάνους ἐκ Θεοῦ εἰληφότες, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύσατε πρὸς Κύριον, μνήμην τὴν πανίερον, τὴν ὑμῶν ἐκτελούντων, μέγιστε Τιμόθεε, καὶ ἀοίδιμε Μαύρα, τοῦ εἰρηνεῦσαι πόλιν καὶ λαόν· αὐτός ἐστι γάρ, πιστῶν τὸ κραταίωμα.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις συζυγία ἰσοκλεής, Τιμόθεε μάκαρ, σὺν τῇ Μαύρᾳ τῇ φωταυγεῖ· σύμφρονες γὰρ ὄντες, ἐν βίῳ καὶ ἐν ἄθλοις, καὶ τῶν βραβείων ἅμα, κατηξιώθητε.


Η Αγία Ξενία η Μεγαλομάρτυς

Η  Αγία  Μεγαλομάρτυς  Ξενία  γεννήθηκε  στην  Καλαμάτα  το  291 μ.Χ.  από γονείς  ευσεβείς  και  φιλόθεους, το  Νικόλαο  και  τη  Δέσποινα,  που κατάγονταν  από  τα  ανατολικά  μέρη  της  Ιταλίας. Εξαιτίας  των  διωγμών κατά  των  Χριστιανών  κατά  τους  χρόνους  εκείνους  κατέφυγαν  στην Καλαμάτα  και  εγκαταστάθηκαν  σε  κάποιο  αγρόκτημα  έξω  από  την  πόλη, διότι  ο  πατέρας  της  ήταν  γεωργός.
Από  μικρή  ηλικία  η  Ξενία  στόλιζε  την  ψυχή  της  με  νηστείες, εγκράτεια, σιωπή, αδιάλειπτη  προσευχή, δάκρυα  και  αγρυπνίες, φιλανθρωπία  και ελεημοσύνη. Όταν  κάποτε  συνάντησε  την  Αγία  ο  έπαρχος  της  περιοχής Δομετιανός, θαμπώθηκε  από  την  ομορφιά  της  και  θέλησε  να  την  κάνει γυναίκα  του. Αλλά  η  Ξενία  αρνήθηκε  σθεναρά  να  αλλάξει  την  πίστη  της και  να  γίνει  σύζυγος  ειδωλολάτρη  άρχοντα. Τότε  ο  Δομετιανός  έδωσε  εντολή  και  την  συνέλαβαν. Η  Αγία  βασανίσθηκε  ανηλεώς  και  αποκεφαλίσθηκε  το  318 μ.Χ. Έτσι  εισήλθε  στην  χαρά  του  Κυρίου  της  και έλαβε  το  αμαράντινο  στέφανο  της  δόξας.

Ο Όσιος Μάμας Πατριάρχης Γεωργίας



Ο Άγιος Μάμας (ή Μαμάϊ) έζησε κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ. και διετέλεσε Πατριάρχης  της  Γεωργίας.           
Κοιμήθηκε  με ειρήνη το  744  μ.Χ.

Οι Όσιοι Μιχαήλ και Αρσένιος εκ Γεωργίας

Οι  Όσιοι  Μιχαήλ  και  Αρσένιος  κατάγονταν από  τη  Γεωργία  και έζησαν  τον  9ο αιώνα  μ.Χ. Ασκήτεψαν  σε  μονή  του  όρους  Όλυμπος  της Βιθυνίας  της  Μικράς  Ασίας. Κοιμήθηκαν οσίως  με  ειρήνη.

2/5/15

ομιλία στη μνήμη του Μ Αθανασίου ποιυ έγινε στη Σιταριά το 2015

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πατελλάριος

O   Άγιος  Αθανάσιος  Γ’, ο  Πατελλάριος, Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως, καταγόταν  από  το  Ρέθυμνο  της  Κρήτης. Εξελέγη  Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης  και  αργότερα, όταν  ο  Πατριάρχης  Κύριλλος  ο  Λούκαρις εξορίστηκε  στην  Τένεδο, ο  Αθανάσιος  ανήλθε  στον  Πατριαρχικό  θρόνο  της Κωνσταντινουπόλεως  το  Μάρτιο  του  1634. Μετά  όμως  σαράντα  ημέρες εκδιώχθηκε  και  στον  θρόνο  επανήλθε  ο  Κύριλλος  ο  Λούκαρις. Ο  Αθανάσιος έγινε  και  πάλι  Πατριάρχης  το  1651, αλλά  μόνο  για  δεκαπέντε  ημέρες  όταν, υποκύπτοντας  στην  αντίδραση  των  Μητροπολιτών, εξαναγκάσθηκε  σε παραίτηση
 και  απήλθε  στο  Γαλάζιον  και  από  εκεί  στη  Ρωσία. Εκεί  έγινε ευμενώς  δεκτός  στη  Μόσχα  και  τέλος  κοιμήθηκε  με ειρήνη  στην  πόλη  της Λούβνας.

1/5/15

ομιλία στη μνήμη του Αγ. Αθανασίου, (εσπερινός στο Αμμοχώρι)

Ο Προφήτης Ιερεμίας

Ο Προφήτης Ιερεμίας γεννήθηκε πιθανώς κατά το 650 π.Χ., στην μικρή πόλη της φυλής Βενιαμίν Αναθώθ, βορειοανατολικά της Ιερουσαλήμ. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και ονομαζόταν Χελκίας. Ανατράφηκε στην ιερατική αυτή οικογένεια με αυστηρότητα. Μελετούσε τους προ αυτού Προφήτες Ησαΐα και  Ωσηέ. Νεότατος στην ηλικία, περίπου 23 – 25 ετών, περί το 627 – 625 π.Χ., καλείται από τον Θεό στο προφητικό αξίωμα. Ανταποκρίνεται στο θέλημα του  Κυρίου και  έτσι  το όνομά του (Ιερεμίας), που σημαίνει ο Θεός ανυψώνει ή καθιστά, εκφράζει και  την αποστολή του.
Κατάπληκτος  από την  τιμή αυτή ο  Ιερεμίας, αρνείται την υψηλή τιμητική κλήση, προβάλλοντας τις ασθενείς νεανικές του δυνάμεις. Ο Θεός όμως ενισχύει αυτόν υποσχόμενος, όχι υλικές αμοιβές και  τιμές, αλλά  το  πολυτιμότερο όλων: τη  βοήθειά Του. Ο  Ιερεμίας  υπακούει.
Ο Προφήτης Ιερεμίας καθαγιάσθηκε πριν από τη γέννησή του, όπως γράφει ο Άγιος Ιερώνυμος. Πράγματι, στην αρχή του προφητικού του βιβλίου ο Ίδιος ο Θεός του λέγει:  «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας ηγίακά σε, προφήτην εις έθνη  τέθεικά  σε».
Σε τέσσερις περιόδους δυνάμεθα να διαιρέσουμε την δημόσια δράση του. Πρώτον, επί  του βασιλέως Ιωσίου προ της μετερρυθμίσεως (627 – 621 π.Χ.), δεύτερον, επί του βασιλέως Ιωακείμ μέχρι του  Σεδεκίου (609 – 598 π.Χ.), τρίτον, επί  Σεδεκίου (598 – 586 π.Χ.) και τέταρτον, μετά  την  άλωση της  Ιερουσαλήμ  και  την  αιχμαλωσία του  Σεδεκίου.
Μετά την καταστροφή του βασιλείου του Ισραήλ, το  βασίλειο του Ιούδα, όπου βρισκόταν ο Προφήτης Ιερεμίας, τελούσε υπό την επίδραση των Ασσυρίων, όχι μόνο πολιτικά αλλά  και  θρησκευτικά. Η πολυθεΐα των Ασσυρίων είχε εισχωρήσει στους Ιουδαίους, διότι ο βασιλέας Μανασσής (693 – 639 π.Χ.) ήταν υποτελής των Ασσυρίων και είχε παραδοθεί σε θρησκευτικό συγκρητισμό και σε ειδωλολατρία. Όσες πόλεις υπήρχαν στην Ιουδαία, τόσοι ήταν και  οι θεοί, όσοι οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ, τόσα θυσιαστήρια του Βαάλ. Υπήρχε η ειδωλολατρία του Μολώχ με τα ανθρώπινα θύματα. Στις αυλές του ναού ήταν θυσιαστήρια των Ασσυρίων θεών και το είδωλο της Αστάρτης. Ο Ιερεμίας, επί  της βασιλείας του Ιωσίου, από το 627 π.Χ., επέρχεται κατά της πολυθεΐας κηρύσσοντας τον Ένα και Μόνο Αληθινό Θεό  και στηλιτεύοντας τη διαφθορά. Εκτός της ειδωλολατρίας και ανηθικότητας, ο Ιερεμίας πολεμάει κατά την περίοδο αυτή και τους ψευδοπροφήτες, οι οποίοι παραπλανούσαν τον λαό με ψευδείς προφητείες. Ο Προφήτης διαισθάνεται κάποια μεταβολή του λαού, κάποια μετάνοια, διότι στην πρόσκληση του Θεού, ο λαός απαντά:  «Ιδού, προς Σε έρχομαι». Η μετάνοια όμως αυτή  ήταν πρόσκαιρη λόγω της ανομβρίας. Ο Προφήτης πονάει, υποφέρει. Περιέρχεται σε απόγνωση. Όμως η μακροθυμία του Θεού δεν εξαντλεῖται. Ο  Θεός συμβουλεύει τον Προφήτη να ερευνήσει την υπό του κακού τρυγηθείσα άμπελο, το λαό Του, μήπως εύρει ρώγα σταφυλιού, κάποιον άνθρωπο ευσεβή, ατρύγητο από το κακό. Έτσι τονίζεται η μεγάλη αξία του ανθρώπου. Ο Προφήτης δεν βρίσκει δυστυχώς καμία ρώγα σταφυλιού ατρύγητη από  το κακό. Στην άκαρπη αυτή  προσπάθεια του Προφήτη, ο  Θεός συνιστά  σε  αυτόν  και  πάλι  να συνεχίσει την  εργασία του, για να πεισθεί  και  ο  ίδιος  ο  Προφήτης  για το  αδιόρθωτο του λαού  και τη  δίκαιη τιμωρία του. Ο  Θεός  παρομοιάζει τον Προφήτη με μεταλλουργό που δοκιμάζει τα μέταλλα και φροντίζει από το μείγμα να εξαγάγει  αυτά  που  είναι  ευγενή, δηλαδή  το  χρυσό και  τον  άργυρο. Μάταια  όμως.
Εδώ τερματίζεται η πρώτη περίοδος της δράσεως του Προφήτη Ιερεμίου. Κατόπιν έρχεται η κατάλυση του Ασσυριακού βασιλείου δια της πίστεως της Νινευΐ το 621 π.Χ. Ο ευσεβής βασιλέας Ιωσίας, επωφελούμενος από την κατάρρευση αυτή, ανέλαβε πολιτική εξωτερικής ανεξαρτησίας και προέβη σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, για να ορθώσει την πίστη στον Θεό. Ο Ιερεμίας, κατά το χρονικό διάστημα 621 – 608 π.Χ., αποσύρθηκε πιθανότατα σε μόνωση. Χαρακτηριστικό της  ασκητικής  του ζωής  ήταν ότι αυτός «λινούν περίζωμα είχε μόνον. Ως δε τα ευτραφή των σωμάτων γυμνούμενα φανερωτέραν δείκνυσι την ακμήν, ούτω και των ηθών το κάλλος, μη ανειλούμενον απειροκάλοις φλυαρίαις, το μεγαλοπρεπὲς ενδείκνυται».
Κατά την  δεύτερη περίοδο  της δράσης του, επί  της  εποχής  του  βασιλέως Ιωακείμ (609 – 598 π.Χ.), ο Προφήτης Ιερεμίας  στρέφεται  κατά των ατόπων της Ισραηλιτικής θρησκείας. Ο μαγικός χαρακτήρας, τον οποίο απέδιδαν οι Ιουδαίοι στο ναό και στις τελετές, τον ενοχλούσε. Έλεγε δεε, ότι  «ο ναός, ο οποίος χρησιμεύει να καλύπτει τα κακουργήματα, είναι όχι  ναός Θεού, αλλά  σπήλαιο λῃστών».
Κατά το πρώτο  έτος  της  βασιλείας του Ιωακείμ, σε κάποια μεγάλη εορτή, εμφανίζεται ο Προφήτης Ιερεμίας στην αυλή του ναού και μέσα στο  ενθουσιώδες από τη θέα του ναού πλήθος, προσβάλλει την εσφαλμένη  αυτή  πίστη, την οποία είχε ο λαός περί του ναού και κηρύσσει  την επερχόμενη καταστροφή του ναού. Όλος  ο λαός εξεγείρεται και ζητεί  τον θάνατό του. Σώζεται με την επέμβαση του Αχικάμ. Μεταβαίνει στο εργαστήριο του κεραμέως και  παρατηρεί ότι ο κεραμέας μεταπλάσσει όσα από τα πήλινα δοχεία δεν αρέσουν σε αυτόν. Έτσι, λέγει ο Προφήτης, θα κάνει ο Θεός σε έθνη και ανθρώπους, τα οποία δεν αρέσουν σε Αυτόν. Για την αποφυγή  της  καταστροφής  συνιστά την εσωτερική μετάνοια του ανθρώπου. Άρχοντες και λαός αντιδρούν. Κουρασμένος ο Προφήτης από τους άκαρπους αγώνες του ζητεί  τη  μόνωση  και προβλέποντας την αμετανοησία του  λαού του Θεού, προλέγει την  καταστροφή του.
Κάποιοι άνθρωποι αποφασίζουν να τον δηλητηριάσουν στην Αναθώθ. Συνωμοτούν εναντίον του και συγγενείς του. Ο Ιερεμίας αποδίδει την σωτηρία του στον Θεό. Στρέφεται κατά των αρχόντων, του βασιλέως Ιωακείμ  και των ανακτόρων, των οποίων κηρύσσει την καταστροφή. Όλος ο  κόσμος  είναι  εναντίον του. Προς στιγμήν κάμπτεται, διότι νομίζει  ότι έχει εγκαταλειφθεί από τον Θεό και παραπονείται. Συνέρχεται  όμως  και συνεχίζει το έργο του. Στην αυλή του ναού κηρύσσει  και  πάλι  την καταστροφή του  ναού. Το κήρυγμα αυτό προκαλεί αναταραχή. Γι’ αυτό ο  στρατηγός του  ιερού χώρου του  ναού Πασχώρ τον ραβδίζει και τον ρίχνει στη φυλακή. Τα κηρύγματά του γίνονται  δεκτά  με  ειρωνείες. Του  απαγορεύουν  να  επισκέπτεται το ναό. Ο Προφήτης σκέπτεται να εγκαταλείψει τον αγώνα. Η φωτιά  όμως του λόγου του  Θεού, που είναι μέσα του, δεν τον αφήνει.  Κατά  το  τέλος του  605 π.Χ., μετά την ήττα  των  Αιγυπτίων στο  Χαρκαμύς, επειδή  ο ίδιος δεν ήταν δυνατόν να εισέλθει στην αυλή του ναού, δίδει στον μαθητή του Βαρούχ να αναγνώσει στο μέσο της αυλής του ναού, προφητεία, δια της οποίας κηρυσσόταν η καταστροφή του ναού. Όλοι τότε επαναστατούν εναντίον του. Ο Ιερεμίας και ο Βαρούχ κρύβονται, για να μη  συλληφθούν. Η  προλεχθείσα  όμως  καταστροφή  επήλθε.
Οι  Βαβυλώνιοι κατέστησαν φόρου υποτελή το βασιλέα Ιωακείμ. Αυτός, επιθυμώντας την ανεξαρτησία και αφού παρακινήθηκε από άκριτους ανθρώπους, προκαλεί  τη  Βαβυλώνιο εκστρατεία κατά  της  Ιερουσαλήμ. Ο Ναβουχοδονόσωρ επέρχεται εναντίον του και πολιορκεί την Ιερουσαλήμ. Ο Ιερεμίας μάταια συνιστά στον βασιλέα Ιωακείμ, υποταγή στους Βαβυλώνιους. Ο Ιωακείμ πεθαίνει και  η  πόλη  καταλαμβάνεται και πολιορκείται. Ο ναός καταστρέφεται. Ο άμεσος  διάδοχος του  Ιωακείμ, ο Ιωαχείμ (Ιεχονίας) πορεύεται σε αιχμαλωσία με τους αξιωματούχους της χώρας και δέκα χιλιάδες από το λαό. Ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ  ορίζει  ως  διάδοχο  του  Ιεχονίου, τον  Σεδεκία.
Κατά την Τρίτη περίοδο της  δράσεως του  Προφήτη  Ιερεμίου, το  594 π.Χ., απεσταλμένοι των Ιδουμαίων, Αμμωνιτών, Τύρου και Σιδώνος, παρακάλεσαν τον Σεδεκία να συμμαχήσουν κατά των Βαβυλωνίων. Οι ψευδοπροφήτες  κηρύσσουν  ότι  τα  ιερά σκεύη του ναού που  είχαν κλαπεί  θα επιστραφούν. Ο Ιερεμίας  αντιτίθεται και συμβολικά θέτει ζυγό στον τράχηλό του, για να δηλώσει ότι θα είναι δούλοι του Ναβουχοδονόσορ. Ο ψευδοπροφήτης  Ανανίας  σπάζει  το ζυγό  πάνω στον τράχηλο του Ιερεμία, για να τονίσει την αποτίναξη του ζυγού των Βαβυλωνίων. Ο Ιερεμίας  απαντά:  «Έσπασες  ξύλινους ζυγούς; Σιδερένιους θα  θέσει ο  Θεός  στον  τράχηλό  σας».
Ο  Σεδεκίας τήρησε συνετή πολιτική προς τους απεσταλμένους των άλλων περιοχών και  ενέκρινε την γνώμη του Προφήτη Ιερεμία. Όμως, κατά το 588 π.Χ., ο  φαραώ  της  Αιγύπτου  Ουαφρής  επαναστατεί  κατά των Βαβυλωνίων. Το φρόνημα των Ιουδαίων αναπτερώνεται και λαμβάνουν και αυτοί μέρος στην επανάσταση αυτή. Ο Ιερεμίας τους αποτρέπει από το να συμμαχήσουν με τους Αιγυπτίους κατά των Βαβυλωνίων. Οι Ιουδαίοι δεν υπακούν και  επαναστατούν. Ο Ιερεμίας επιμένει ότι η πόλη των Ιεροσολύμων θα καταστραφεί. Οι άρχοντες τον ρίχνουν σε λάκκο βορβορώδη, διότι με τον τρόπο που ο Προφήτης ομιλούσε παρέλυε τα χέρια των πολεμιστών. Με την επέμβαση  όμως  του Αβδεμέλεχ αποσύρεται από τον λάκκο. Η πόλη των Ιεροσολύμων καταλαμβάνεται και ο βασιλέας Σεδεκίας συλλαμβάνεται, τυφλώνεται και  οδηγεῖται  στη  Βαβυλώνα. Η  πόλις  παραδίδεται  στις  φλόγες.
Κατά την τέταρτη περίοδο της δράσεώς του, ο  Ιερεμίας, μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ, αποφασίζει να διαμείνει πλησίον του Γοδολίου. Τον Γοδολία, ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ εγκαθιστά κυβερνήτη της Ιουδαίας. Μετά από λίγο, όμως, ο Γοδολίας δολοφονείται  και  ο  Ιουδαϊκός λαός, φοβούμενος την τιμωρία από τους Βαβυλωνίους, αποφασίζει να απέλθει στην Αίγυπτο παρά την γνώμη του Ιερεμίου και την εντολή  του Θεού. Χωρίς  την θέλησή του, παίρνουν μαζί τους και τον  Ιερεμία, ο οποίος κηρύττει και στην Αίγυπτο. Προλέγει την εισβολή του Ναβουχοδονόσωρ, η οποία και  έγινε. Εκεί οι  Ιουδαίοι περιπίπτουν σε ειδωλολατρία. Ο Προφήτης επέρχεται και πάλι εναντίον αυτών. Εκείνοι όμως  δεν  υπακούουν  και  ο  Προφήτης  προλέγει  την  καταστροφή τους.
Ο Προφήτης Ιερεμίας λιθοβολήθηκε από τους συμπατριώτες του στην πόλη  Τάφνα της Αιγύπτου ή απήχθη μαζί με τον Βαρούχ  αιχμάλωτος από  τον βασιλέα Ναβουχοδονόσωρ  σε κάποια εισβολή του  στην  Αίγυπτο  το  568 π.Χ., ως  λέγει  κάποια  Ραββινική  παράδοση.
Η Σύναξη αυτού  ετελείτο στο ναό του Αποστόλου Πέτρου, που ήταν κοντά στην Μεγάλη Εκκλησία.    
Το βιβλίο του  Προφήτου Ιερεμίου στην Παλαιά Διαθήκη  δεν  παρουσιάζει μόνο υψηλές θρησκευτικές ιδέες, αλλά κυρίως μία ζωηρή θρησκευτική προσωπικότητα, διότι ο Ιερεμίας δεν κήρυττε μόνο, αλλά ζούσε την διδασκαλία αυτή με τόση επιμονή, ώστε όχι μόνο ο θάνατός του υπήρξε μαρτυρικός, αλλά  και  ολόκληρη  η ζωή του ήταν ένα διαρκές  μαρτύριο. Η διδασκαλία του Προφήτου Ιερεμίου αφορούσε, α) τον άνθρωπο, β) τον Θεό  και  γ) το  λαό  του  Θεού. Κέντρο  και των τριών αυτών  είναι  η καρδιά, η  βάση της  προσωπικότητας του  ανθρώπου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.         
Ἐκ γαστρὸς ἡγιάσθης τῇ προγνώσει τοῦ Κτίσαντος, καὶ προφητικῆς ἐπληρώθης ἐκ σπαργάνων συνέσεως· ἐθρήνησας τὴν πτῶσιν Ἰσραήλ, σοφὲ Ἱερεμία ἐν στοργῇ· διὰ τοῦτο ὡς Προφήτην καὶ Ἀθλητήν, τιμῶμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν τὰ κρείττονα.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.          
Ὡς ἐκ γαστρὸς θεόληπτος, καὶ συμπαθείας ἔμπλεως, τὴν τοῦ λαοῦ σου ἐθρήνησας ἔκπτωσιν, Ἱερεμία ἔνδοξε· διὰ τοῦτό σε λίθοις, ἐν Αἰγύπτῳ Προφῆτα φόνῳ παρέδωκαν, οἱ μὴ εἰδότες ψάλλειν, σὺν σοὶ Θεῷ· Ἀλληλούϊα.



Μεγαλυνάριον.
Τὸν ἡγιασμένον ἀπὸ γαστρός, ὡς ἐκλελεγμένον, ἐπαξίως τῷ Σαβαώθ, σὲ Προφητομάρτυς, σοφὲ Ἱερεμία, ὑμνοῦμεν καὶ βοῶμεν· Σκέπε τοὺς δούλους σου.

Η Οσία Ισιδώρα η δια Χριστόν Σαλή

Αναφέρεται στα Γεροντικά ότι ο Όσιος Πιτυρούν ( 29 Νοεμβρίου) πληροφορήθηκε από τον Κύριο για την αρετή της Οσίας Ισιδώρας και αφού επισκέφθηκε τη μονή αυτής  ζήτησε  να  συγκεντρωθούν  όλες  οι  μοναχές. Όταν  ήλθαν  αυτές, ο Όσιος Πιτυρούν δεν διέκρινε σε καμία φωτοστέφανο, όπως  είχε  από τον  Θεό επιβεβαιωθεί  ότι  θα έχει  η  Οσία  Ισιδώρα. Τότε  ζήτησε να πληροφορηθεί εάν υπήρχε άλλη μοναχή στη μονή. Αναφέρθηκε λοιπόν στον Άγιο ότι υπήρχε μία σαλή. Ο Όσιος Πιτυρούν παρακάλεσε να κληθεί και  η σαλή. Κατά την είσοδο της Οσίας Ισιδώρας, ο Όσιος  Πιτυρούν διέκρινε  το  φωτοστέφανο  επί  τής  κεφαλῆς  αυτής  και  έτσι  αποκαλύφθηκε ότι  η  Οσία Ισιδώρα υποκρινόταν την σαλή   και  τούτο για την αγάπη  τοῦ Χριστού.
Η  Οσία  Ισιδώρα, αφού  ασκήτεψε θεοφιλώς  σε μονή  της  Αιγύπτου, κοιμήθηκε με ειρήνη  το  έτος  365 μ.Χ.

Η Αγία Ταμάρα η βασίλισσα

Η Αγία Ταμάρα η Μεγάλη, βασίλισσα της Γεωργίας, γεννήθηκε περί το 1165 και καταγόταν από την αρχαία γεωργιανή δυναστεία των Μπαγκραντίντ. Το 1178 συνεβασίλευσε  με τον πατέρα  της  Γεώργιο τον Γ’. Η βασιλεία της Ταμάρας έμεινε γνωστή στη Γεωργιανή Ιστορία ως Χρυσή Εποχή. Η Αγία διακρινόταν για την μεγάλη ευλάβειά της  και  το ιεραποστολικό της έργο.  Συνεχίζοντας το έργο του παππού της,  Αγίου Δαβίδ ( 26 Ιανουαρίου), διέδωσε τον Χριστιανισμό  σε όλη την Γεωργία και ανήγειρε ναούς και μονές. Το 1204, ο κυβερνήτης του σουλτανάτου Ρούμα, ο Ρούκν-εν-Ντίν, έστειλε μία διαταγή στη βασίλισσα Ταμάρα, σύμφωνα με την οποία η Γεωργία έπρεπε να αρνηθεί την πίστη στον Χριστό  και  να  ασπασθεί  τον  Μουσουλμανισμό.
Η  Αγία Ταμάρα  αρνήθηκε  και σε μία ιστορική  μάχη, κοντά στη Βασιανή, ο γεωργιανός στρατός  νίκησε τους Μουσουλμάνους. Η  σοφή και  δίκαιη  βασιλεία  της  Αγίας Ταμάρας της  χάρισε  την αγάπη του λαού της. Η Αγία διήλθε τα τελευταία χρόνια του βίου της στο  μοναστήρι των Σπηλαίων της Μπάρζια. Το κελί της συνδεόταν με την εκκλησία με ένα παράθυρο, δια μέσου του οποίου μπορούσε να προσεύχεται στον Θεό κατά την διάρκεια των ιερών Ακολουθιών. Κοιμήθηκε με ειρήνη το 1213 και συγκαταριθμήθηκε στη χορεία των Αγίων.           
Η μνήμη της Αγίας Ταμάρας τιμώται, επίσης, και την Κυριακή των Μυροφόρων.


Ο Όσιος Παφνούτιος ο Θαυματουργός

Ο  Όσιος  Παφνούτιος  του  Μπορόβκ, κατά  κόσμον Παρθένιος, έζησε κατά τον  13ο  και  14ο  αιώνα μ.Χ. Ο  πατέρας του  ονομαζόταν Ιωάννης. Σε ηλικία είκοσι ετών ο Παρθένιος έφυγε κρυφά από την πατρική οικία και κατέφυγε σε μοναστήρι. Το 1414 κείρεται μοναχός στη μονή Ποκρόβσκι Βισότσκι της πόλεως Μπορόβκ και ονομάζεται  Παφνούτιος. Όταν πέθανε ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος εξελέγη στη  θέση του. Το 1426 χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Κιέβου Φώτιο. Σε ηλικία πενήντα ενός ετών ο Όσιος Παφνούτιος ασθένησε βαριά και αποσύρθηκε  από  την  ηγουμενία, αφού  έλαβε  το  μέγα  αγγελικό σχήμα.
Μετά την ανάρρωσή του, την ημέρα της εορτής του Αγίου Μεγαλομάρτυρος  Γεωργίου  του Τροπαιοφόρου, στις 23 Απριλίου του 1444, εγκαταλείπει το μοναστήρι  και  καταφεύγει  για άσκηση  και  ησυχία στις όχθες του ποταμού Πρότβα. Σε λίγο τον ακολουθούν και άλλοι  μοναχοί και έτσι δημιουργείται μία νέα μονή. Πρώτιστο μέλημα του Οσίου ήταν η ανοικοδόμηση ενός νέου πέτρινου ναού αφιερωμένου στο  Γενέσιον  της  Θεοτόκου.
Ο Όσιος  αποτελούσε παράδειγμα απλότητας  και  εγκράτειας. Είχε  το πιο  φτωχό  κελλί  και  η  τροφή του  ήταν  πολύ  απλή  και  ελάχιστη.  Από  τα διακονήματα της  μονής  ο  Όσιος  διάλεγε τα πιο  βαριά: έκοβε και  μετέφερε ξύλα, έσκαβε και πότιζε τον κήπο. Αυτό όμως που τον διέκρινε  ήταν η  αγάπη  του προς το  λειτουργικό  βίο  της  Εκκλησίας  και τις Ακολουθίες.   
Ο Όσιος Παφνούτιος προέβλεψε το θάνατό του. Προσευχήθηκε για τελευταία φορά, ευλόγησε τους αδελφούς του και  κοιμήθηκε  με ειρήνη το  1477.


Ο Άγιος Πανάρετος Επίσκοπος Πάφου

Ο  Άγιος Πανάρετος γεννήθηκε στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην Περιστερωνοπηγή Αμμοχώστου, περί το 1710. Η εποχή εκείνη ήταν δύσκολη. Το πολύσκλαβο μαρτυρικό νησί ήταν κάτω από την σκλαβιά των Τούρκων. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι ευλαβείς και εύποροι. Ο  Άγιος  έμαθε  τα πρώτα  γράμματα  από τους γονείς του και μετά συνέχισε τις σπουδές του στο Ελληνικό σχολείο στη Λευκωσία. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε και εγκαταβίωσε στο ερειπωμένο μοναστήρι του  Αγίου  Αναστασίου, που  βρισκόταν στο  χωριό  του.
Αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας και διετέλεσε ηγούμενος για πολλά χρόνια στο μοναστήρι της  Θεοτόκου στην  Παλλουριώτισσα Λευκωσίας. Η περίοδος της ηγουμενίας του στο μοναστήρι υπήρξε μία περίοδος εθνικών δοκιμασιών και διωγμών του  Ελληνικού στοιχείου. Ένας Τούρκος επαναστάτης, ονόματι Χαλήλης, με δύο χιλιάδες περίπου ομοεθνείς του, θέλησε να καταλάβει την Λευκωσία. Η κατάσταση ήταν μαρτυρική. Με κίνδυνο της ίδιας της ζωής του ο Άγιος Πανάρετος, στις δύσκολες  εκείνες στιγμές, έγινε ο παρήγορος άγγελος των πονεμένων και ο υπερασπιστής  και  προστάτης των καταδιωγμένων. Η ζωντανή  και ουσιαστική συμπαράστασή του στον πόνο του λαού εκτιμήθηκε τόσο, ώστε κλήρος και λαός συνήλθε και τον εξέλεξε Μητροπολίτη Πάφου το 1767.
Από τη θέση αυτή  του  δόθηκε  η ευκαιρία να αναπτύξει όλα τα κρυμμένα χαρίσματά του και  έγινε τα  σκοτεινά  εκείνα  χρόνια  για  τους σκλαβωμένους βακτηρία και στήριγμα και φάρος φωτεινός. Ποίμανε το ποίμνιό του με αυταπάρνηση. Με εκείνους, οι οποίοι παραδέχονταν με ειλικρίνεια τα λάθη τους  και  αγωνίζονταν  να διορθωθούν, ήταν επιεικής. Τους πονηρούς και αδιόρθωτους τους αντιμετώπιζε με την αρμόζουσα σε κάθε περίπτωση αυστηρότητα, προκειμένου να αφυπνίσει συνειδήσεις  και  να  προκαλέσει  τη  μετάνοια  και  τη  διόρθωση.
Κάποιος από  τους ιερείς της επαρχίας του Αγίου καταλήφθηκε από το πάθος της  αισχροκέρδειας, με αποτέλεσμα οι ενορίτες του  να  υποφέρουν και  να αναγκασθούν να τον καταγγείλουν στον Επίσκοπο. Αυτός κάλεσε τον ιερέα, του έκανε τις σχετικές παρατηρήσεις, τον συμβούλευσε κατάλληλα  και  εκείνος υποσχέθηκε ότι  θα προσπαθήσει να διορθωθεί. Στην πραγματικότητα  όμως δεν  έκανε  καμία  προσπάθεια, αντίθετα μάλιστα τα πράγματα χειροτέρεψαν και οι ενορίτες ζήτησαν την απομάκρυνσή του. Ο Επίσκοπος τον συμβούλεψε και για δεύτερη και για τρίτη φορά. Όταν όμως βεβαιώθηκε για την αμετανοησία του και για την προσπάθειά του να παραπλανήσει τον Επίσκοπο με ψεύτικους όρκους, τον τιμώρησε με έναν πρωτότυπο και ασυνήθιστο τρόπο. Την ώρα που μιλούσε με θράσος και  έλεγε  ψέματα, του είπε με αυστηρότητα:  «να κλείσεις το στόμα σου και να μην ομιλείς, αφού καταδέχεσαι να ψεύδεσαι και να ορκίζεσαι χωρίς φόβο». Και από εκείνη την  στιγμή  έμεινε άλαλος και  δεν μπορούσε να μιλήσει. Μετά από  αρκετό χρονικό διάστημα και αφού ο ιερέας αρρώστησε βαριά, ζήτησε να δει τον Άγιο  και  με  νεύματα  να  εξομολογηθεί. Εκείνος έτρεξε κοντά του και, όταν διέγνωσε την αληθινή του μετάνοια, τον συγχώρεσε, τον ευλόγησε και τότε λύθηκε η γλώσσα του. Εξομολογήθηκε, κοινώνησε και απήλθε του κόσμου τούτου με μετάνοια.
Τον Άγιο Πανάρετο απασχολούσε έντονα το θέμα της σωτηρίας του. Σε όλη του την ζωή προετοιμαζόταν για την ώρα της εξόδου του. Εἰχε το χάρισμα της μνήμης του θανάτου και επιθυμούσε τα τέλη της ζωής του να είναι χριστιανά, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Αξιώθηκε δε να προγνώσει την ώρα της κοιμήσεώς του και  φρόντισε να είναι  πανέτοιμος. Λίγο πριν την κοίμησή του είπε στον πρωτοσύγκελό του ότι θα έλθει ο φίλος του Επίσκοπος πρώην Καρπάθου Παρθένιος, για να τον εξομολογήσει. Ο πρωτοσύγκελος νόμισε ότι ο Άγιος παραμιλούσε λόγω της  αρρώστιας του και παράκουσε. Στην συνέχεια όμως, μετά την επιμονή του  Αγίου, υπάκουσε και πραγματικά βρήκε στην προκυμαία ένα πλοίο, το οποίο λόγω των ισχυρών ανέμων που έπνεαν, προσάραξε στην Πάφο. Μέσα σε αυτό  βρισκόταν ο Επίσκοπος Παρθένιος, ο οποίος έσπευσε, γεμάτος συγκίνηση και θαυμασμό, να συναντήσει τον Άγιο. Αφού τον εξομολόγησε, την επόμενη ημέρα λειτούργησε και τον κοινώνησε. Ο Άγιος Πανάρετος τον παρακάλεσε να παραμείνει άλλη μία ημέρα, για να τελέσει και την εξόδιο Ακολουθία του. Εκείνος παρέμεινε και κήδευσε το ιερό λείψανο του Αγίου, το οποίο ευωδίαζε  και μάλιστα θεράπευσε και  πολλούς  ασθενείς, οι  οποίοι επικαλέσθηκαν τις πρεσβείες  του.


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.         
Τὸν τῆς Πάφου Ποιμένα θεῖον Πανάρετον, ὡς Ἱεράρχην Κυρίου ἀνευφημήσωμεν, ὅτι ἐργάτης συνετὸς ὄντως καὶ ἄριστος, ποσῶν τῶν θείων ἀρετῶν, καὶ Ἁγίοις θαυμαστὸς ἐγένετο ἐπ’ ἐσχάτων, καὶ πάντων προστάτης καὶ φύλαξ, τῶν ἀνυμνοῦν τῶν αὐτοῦ τὴν κοίμησιν.