31/5/16

Ο Άγιος Ερμείας ο Μάρτυρας

Ο  Άγιος  Μάρτυς  Ερμείας  καταγόταν  από  τα  Κόμανα  της  Καππαδοκίας  και  άθλησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου του  Αντωνίνου  (138 – 161 μ.Χ.). Υπηρετώντας ως στρατιώτης  στις  Ρωμαϊκές  λεγεώνες,  κατά το  διωγμό  που  κινήθηκε τότε  εναντίον  των  Χριστιανών,  διεβλήθη  και  αυτός  ως  Χριστιανός, συνελήφθη  δε  και οδηγήθηκε ενώπιον του δούκα Σεβαστιανού, εξαναγκαζόμενος να θυσιάσει στα  είδωλα. Ο  Ερμείας  αρνήθηκε  να υπακούσει και  εξ  αιτίας  αυτού  του  συνέτριψαν  τις  σιαγόνες, του  έγδαραν  το  δέρμα  του  προσώπου,  του  έσπασαν  τους  οδόντες  και  τον  έριξαν  σε αναμμένο καμίνι.        
Αφού εξήλθε αβλαβής από τα μαρτύρια αυτά, ποτίστηκε με ισχυρότατο δηλητήριο. Αλλά  και  από  τη  δοκιμασία  αυτή  εξήλθε  αβλαβής,  και  έγινε  πρόξενος  μεταστροφής προς τον Χριστό του μάγου που του χορήγησε αυτό. Γι’ αυτό τον λόγο ο μάγος αποκεφαλίσθηκε,  όπως  και πολλοί  άλλοι  ειδωλολάτρες.  Υποβλήθηκε σε σειρά νέων βασανιστηρίων, τέθηκε εντός ζέοντος ελαίου και τυφλώθηκε, στη συνέχεια  δε  επί  τρεις ημέρες,  αφού  κρεμάσθηκε  σε  δένδρο,  τελειώθηκε  δια  αποκεφαλισμού.  Αξιώθηκε  έτσι του  μαρτυρικού  στεφάνου.


Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.  
Χριστώ στρατευσάμενος, τω Βασιλεί του παντός, γενναίως διέκοψας, τας παρατάξεις εχθρών,  Ερμεία  πανένδοξε·  συ  γαρ  εγκαρτερήσας, πολυτρόποις  αικίαις,  ήθλησας  εν  τω γήρα,  ως  του  Λόγου  οπλίτης· ώ  πρέσβευε  Αθλοφόρε,  σώζεσθαι  άπαντας.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Του  Χριστού  το  όνομα,  ομολογήσας  ευτόνως,  και  σφοδρών κολάσεων,  υπενεγκών τας οδύνας, ήσχυνας, των παρανόμων τας επινοίας· έδειξας, της ευσεβείας  πάσι  το  κράτος· δια  τούτό  σε  Ερμεία,  ο  Αθλοθέτης  Λόγος  εδόξασε.



Μεγαλυνάριον.
Όπλοις αληθείας περιφραχθείς, κάθείλες του ψεύδους, Αθλοφόρε τον  ευρετήν, εν  γήρα νεάζον,  ψυχής  φρόνημα  φέρων,  και  ήθλησας  νομίμως,  Ερμεία  ένδοξε.

Ο Άγιος Φιλόσοφος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ Βόρις και Νικόλαος οι Μάρτυρες

Ο  Άγιος  Ιερομάρτυς  Φιλόσοφος  (Νικολάγιεβιτς  Ορνάτσκϊυ)  έζησε  το  19ο  και  20ο  αιώνα  μ.Χ.  Το 1885  τελείωσε  τη  θεολογική  ακαδημία  της  Αγίας  Πετρουπόλεως  και  νυμφεύθηκε  την  Ελένη Ζαοζέρκοϋ.  Χειροτονήθηκε  πρεσβύτερος  και  εργάσθηκε  ποιμαντικά  αναπτύσσοντας  ένα τεράστιο  φιλανθρωπικό  και  ιεραποστολικό  έργο.  Συνδέθηκε  πνευματικά  με  τον  Πατριάρχη Τύχωνα  και  κατά  την  διάρκεια  του  πρώτου  παγκοσμίου  πολέμου  στάθηκε  στο  πλευρό  των τραυματισμένων  στρατιωτών  και  των  οικογενειών  τους.  Ο  υιός  του  Νικόλαος  υπηρετούσε  με ανώτερο  βαθμό  στο  9ο  τάγμα  του  Ρωσικού  και  ο  υιός  του  Βόρις  είχε  διορισθεί   ως  αρχηγός  της 23ης   ταξιαρχίας  πυροβολικού  και  πολέμησε  ηρωικά  στο  αυστρο-ουγγρικό  μέτωπο.           
Μετά  την  επανάσταση  του  1917,  ο  Άγιος  Ιερομάρτυς  Φιλόσοφος  συνελήφθη,  στις  9  Αυγούστου 1918,  μαζί  με  τους  υιούς  του  από  άνδρες  της  κρατικής  ασφάλειας,  που  τους  μετέφεραν  στις φυλακές  της  Κροστάνδης.  Εκτελέσθηκαν  δια  τουφεκισμού,  δίδοντας  έτσι  τη  μαρτυρία  της πίστεώς  τους  στον  Κύριο  και  Θεό  μας.

30/5/16

Ο Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής

Ο  Όσιος  Ισαάκιος καταγόταν από  την Συρία και έζησε κατά τους χρόνους  του αρειανού  αυτοκράτορος  Ουάλεντος  (364 – 378 μ.Χ.). Μοναχός  στην  πατρίδα  του, μετέβη  στην  Κωνσταντινούπολη  και  εγκαταστάθηκε  σε  κάποια  από  τις  μονές αυτής. Διακρινόταν για τη  φλογερή  πίστη  και  τη  μαχητικότητά  του εναντίον καθενός που  επιβουλευόταν  αυτήν, ιδιαίτερα  δε  κατά  των  επικρατούντων  αιρετικών Αρειανών. Μιλώντας προς τους μοναχούς  και  τα πλήθη,  δεν  δίσταζε  να  ελέγχει  και αυτόν  τον  αυτοκράτορα  για  τις  υπέρ  των  αιρετικών  απροκάλυπτες  ενέργειές  του. Το  378 μ.Χ.  συνάντησε  τον  Ουάλεντα,  ενώ  αναχωρούσε  για  την εκστρατεία εναντίον των  Γότθων  που  εισέβαλαν  στο Βυζάντιο, και  του είπε:  «Απόδος  ταις ποίμναις  τους  αρίστους νομέας και λήψει την νίκην απονητί· ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη  πείρα, πως  σκληρόν  το  προς  κέντρα  λακτίζειν, ούτω  γαρ επανήξεις και  προσαπολέσεις την  στρατιάν».  Του  ζήτησε  δηλαδή,  εάν ήθελε να επιστρέψει νικητής, να  επαναφέρει από  την εξορία  τους  Επισκόπους  και  να τους αποδώσει το ποίμνιό τους, ειδάλλως θα καταστρεφόταν και αυτός και το στράτευμά του. Ο  Ουάλης, όχι μόνο εκώφευσε στους λόγους αυτούς του  Ισαακίου, αλλά  απείλησε  αυτόν  ότι,  όταν  θα  επέστρεφε  από την εκστρατεία, θα τον θανάτωνε. Ο  Ισαάκιος  με  δάκρυα  στους  οφθαλμούς  προσπάθησε  να  επαναφέρει τον  αυτοκράτορα  στην  ευθεία  οδό,  παρακαλώντας  αυτόν  να  ανοίξει  τις  εκκλησίες των Ορθοδόξων, τις οποίες είχε κλείσει και να επιστρέψει σε αυτούς, όσες είχε παραδώσει  στους  Αρειανούς,  διαφορετικά  θα  ηττάτο  από  τους  αντιπάλους  του  και θα  καιγόταν  ζωντανός.  Οργισμένος  τότε  ο  αυτοκράτορας,  διέταξε  να  ρίξουν  τον Όσιο  Ισαάκιο  σε  παρακείμενη, γεμάτη  από  αγκάθια,  φάραγγα.  Εξερχόμενος,  όμως, σώος  από  τη  Θεία  Χάρη,  προσέτρεξε  προς  τον  αυτοκράτορα  και  αφού  συγκράτησε το  άλογο αυτού από τα χαλινάρια, τον εξόρκιζε να σωφρονισθεί προς  χάριν  της σωτηρίας  αυτού και  του  στρατεύματός του. Τότε  ο  Ουάλης  διέταξε  τους  στρατιώτες Σατορνίνο  και  Βίκτορα  να  συλλάβουν τον Όσιο  Ισαάκιο  και  να τον κρατήσουν δέσμιο,  μέχρι  της  επιστροφής  του,  οπότε  θα  τον  θανάτωνε.
Στις  9  Αυγούστου  του  378 μ.Χ.,  διεξήχθη  γύρω  από  την  Αδριανούπολη  σφοδρή μάχη,  κατά την οποία  ο  αυτοκρατορικός  στρατός  κατετροπώθηκε,  αφού  φονεύθηκαν πολλοί  από  τους άριστους στρατηγούς  του.  Ο  Ουάλης,  καταφεύγοντας εντός  αχυρώνος,  για  να  σωθεί,  κάηκε  ζωντανός, μαζί  με τον  αρχιστράτηγό  του. Όταν  έγινε  γνωστό το  γεγονός αυτό, ο κλήρος και  ο  λαός περιέβαλαν τον  Όσιο Ισαάκιο  με μεγαλύτερο σεβασμό  και  υπόληψη  και  προσέτρεχαν  προς  αυτόν,  για  να λάβουν  την ευλογία του, αφού δε συνέλεξαν χρήματα, οικοδόμησαν τη μονή Δαλμάτων. Εκεί  προσήλθαν και  άλλοι μοναχοί  και  ο  Όσιος  διήλθε  το  βίο  του  ως ηγούμενος αυτής, έχοντας κερδίσει την εκτίμηση του αυτοκράτορος Θεοδοσίου.
Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το  381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής. Προαισθανόμενος το  τέλος του, αφού  διόρισε διάδοχό του τον Όσιο  Δαλμάτιο  († 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε  με  ειρήνη  σε  βαθύ  γήρας  το   383  μ.Χ.


Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.            
Τύπος πέφηνας, της εγκρατείας, και εδραίωμα, της Εκκλησίας, Ισαάκιε Πατέρων αγλάϊσμα· εν αρεταίς γαρ φαιδρύνας τον βίον σου, Ορθοδοξίας  τον  λόγον  ετράνωσας. Πάτερ  Όσιε,  Χριστόν  τον  Θεόν  ικέτευε,  δωρήσασθαι  ημίν  το  μέγα  έλεος.


Κοντάκιο.  Ήχος  πλ. δ’.  Τη  υπερμάχω.
Ως  των  Οσίων  ακριβέστατον  υπόδειγμα
Και  ευσεβείας  πρακτικώτατον  εκφάντορα
Ανυμνούμέν  σε  οι  δούλοι  σου  θεοφόρε.
Αλλ’  ως  χάριτος  της  θείας  καταγώγιον
Ναούς έργασθαι ημάς φωτός του Πνεύματος           
Τους  βοώντάς  σοι,  χαίροις  Πάτερ  Ισαάκιε.



Μεγαλυνάριο.
Χαίροις Μοναζόντων υπογραμμός, και Μονής Δαλμάτων, κυβερνήτης ο απλανής· χαίροις  χαρισμάτων, ταμείον  θεοβρύτων,  Ισαάκιε  παμμάκαρ,  Αγγέλων  σύσκηνε.

29/5/16

ομιλία στην Κυριακή της Σαμαρείτιδος, που έγινε στο χωριό Μανιάκι Φλώριν...

Η Αγία Θεοδοσία η Παρθενομάρτυς

Η  Αγία  Παρθενομάρτυς  Θεοδοσία  καταγόταν  από  την  Τύρο  της  Φοινίκης  και  άθλησε κατά  τους  χρόνους του  αυτοκράτορος  Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.).  Σε  ηλικία  δέκα  οκτώ ετών  διέπρεπε τόσο για  την  ευσέβεια,  όσο  και  για  το  ζήλο  της  υπέρ  της  Χριστιανικής πίστεως,  διαδίδοντας  αυτή  μεταξύ  των  ειδωλολατρισσών γυναικών  και  ελκύοντας πολλές  από  αυτές.  Κατά  το  πέμπτο  έτος  των  διωγμών,  βρισκόμενη  στην  Καισάρεια  της Παλαιστίνης,  συνελήφθη  και  δέσμια  οδηγήθηκε  ενώπιον  του  άρχοντος  Ουρβανού. Επειδή  η  Αγία  δεν  πειθόταν  να  θυσιάσει  στα  είδωλα,  διατάχθηκε  ο  σκληρός βασανισμός  αυτής.  Της  κόπηκαν  οι  μαστοί  και  της  καταξεσκίσθηκαν  τα  πλευρά, ημιθανής  δε,  πιεζόταν  να  απαρνηθεί  τον  Χριστό. Η  Θεοδοσία,  με  φωνή  που  μόλις ακουγόταν,  δήλωσε  και  πάλι  ότι  ήταν  και  θα  παρέμενε  Χριστιανή. Τότε  ο  Ουρβανός, γεμάτος  από  οργή,  διέταξε,  αφού  βασανισθεί  σκληρότερα,  να  ριχθεί  στη  θάλασσα,  όπου έλαβε  και  τον  στέφανο  του  μαρτυρίου.


Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.  
Ως δόσιν θεόσδοτον, την παρθενίαν την σην, αγώσιν αθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τω Λόγω προσήγαγες· όθεν προς αθανάτους,  μεταστάσα  νυμφώνας, πρέσβευε  Αθληφόρε, τω  Δεσπότη  των  όλων,  ρυσθήναι  εκ  πολυτρόπων,  ημάς  συμπτώσεων.


Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.    
Ως παρθένος άμωμος και αθληφόρος, νοερώς  νενύμφευσαι,  τω  Βασιλεί  των  ουρανών, Θεοδοσία  πανεύφημε·  όν  εκδυσώπει,  υπέρ  των  ψυχών  ημών.



Μεγαλυνάριον.
Δόσει λαμπρυνθείσα παρθενική, δόσιν  ευσεβείας,  διαυγάζεις  αθλητικώς,  ω  Θεοδοσία, Χριστού  Παρθενομάρτυς·  διο  καμοί  μετάδος,  εκ  των  σων  δόσεων.

Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Αγίας Φωτεινής)

Όλη  αυτή  τη περίοδο που διανύουμε τώρα, επεκτεινομένη σε πενήντα μέρες, εορτάζομε την από  τους  νεκρούς ανάσταση του Κυρίου και  Θεού  και  Σωτήρα  μας Ιησού  Χριστού, δεικνύοντας με αυτή την παράταση την υπεροχή της απέναντι στις άλλες  εορτές.
Πραγματικά  όλοι  όσοι  αναστήθηκαν  από  τους  νεκρούς  αναστήθηκαν  από  άλλους και,  αφού  πέθαναν πάλι, επέστρεψαν στη γη. Ο  δε Χριστός, αφού  αναστήθηκε  από τους  νεκρούς, δεν  κυριεύεται  πλέον  καθόλου  από  το  θάνατο, γιατί  δεν  επέστρεψε πάλι  στη  γη, αλλἀ  ανέβηκε  στον  ουρανό,  καθιστώντας το  φύραμά μας που  είχε λάβει  ομόθρονο  με  το  Πατέρα  ως  ομόθεο.
Είναι  ο  μόνος  που  έγινε  αρχή της  μελλοντικής  αναστάσεως  όλων  και  πρωτότοκος από  τους  νεκρούς  και  πατέρας  του  μέλλοντος  αιώνος.
Και  όπως όλοι αμαρτωλοί  και  δίκαιοι, πεθαίνουν στον Αδάμ, εέτσι στο  Χριστό  θα ζωοποιηθούν όλοι, αμαρτωλοί και δίκαιοι, αλλά ο καθένας στη τάξη του. Όταν καταργήσει κάθε αρχή  και  εξουσία και  δύναμη  και  θέσει όλους τους εχθρούς του κάτω  από  τα πόδια του, τελευταίος  εχθρός που  θα  καταργηθεί  είναι  ο θάνατος, κατά  τη  κοινή  ανάσταση.
Ο  Κύριος  κηρύττοντας το ευαγγέλιο  της βασιλείας πριν από  το πάθος, δεικνύει  στους μαθητές ότι η εκλογή των αξίων της πίστεως δεν θα γίνει μόνο ανάμεσα στους Ιουδαίους,  αλλά  και  ανάμεσα στους Εθνικούς,  στη σημερινή  περικοπή  του ευαγγελίου.
Έρχεται ο Κύριος σε μία πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ονομάσθηκε  η  πόλη που  έκτισε  το  880  π.Χ.  ο  βασιλιάς  του  Ισραήλ,  Αμβρί,  έπειτα το  όρος  Σομόρ που  ήταν  η  ακρόπολή της και  τέλος όλο το  βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο ηγεμόνας τους εγκατέστησε  εκεί  εθνικούς  από  πολλά  μέρη).
Εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος  ο  Κύριος από  την  οδοιπορία  κάθισε  μόνος  του  δίπλα  από  το  πηγάδι  και  κάτω  αφελώς, γιατί  οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί  μια  γυναίκα  από τη  Σαμάρεια να  πάρει  νερό  και  ο  Κύριος  διψώντας  ως  άνθρωπος,  της  ζήτησε  νερό.
Αυτή  αντιλήφτηκε  από  την  εμφάνισή  του  ότι  ήταν  Ιουδαίος  και  θαύμασε  πως  ένας Ιουδαίος  ζητά  νερό  από  την  εθνικὴ  Σαμαρείτιδα.  Άν  γνώριζες,  της  είπε,  τη  δωρεά  του Θεού,  ποιος  είναι  αυτός  που  σου  ζητά  να  πιεί  νερό,  εσύ  θα  του  ζητούσες  και   θα  σου έδινε ζωντανό νερό. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι άν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά  ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε  αργότερα όταν το  έμαθε,  ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, έπειτα εσταύρωσαν τον Κύριο  της  δόξης. Δωρεά  του  Θεού  είναι,  επειδή  θεωρεί  αγαπητούς  όλους  ακόμα  και  τους  μισητούς  από τους  Ιουδαίους εθνικούς και προσφέρει τον εαυτό  του  και  καθιστά  τους  πιστούς  σκεύη δεκτικά  της  Θεότητός  του.
Η  Σαμαρείτιδα  δεν κατάλαβε το  μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα  βρει  νερό χωρίς  κουβά  σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα  επιχειρεί να τον συγκρίνει  με  τον  Ιακώβ,  που τον  αποκαλεί  πατέρα,  εξυμνώντας  το  γένος  από  τον  τόπο  και  εξαίρει  το  νερό  με  τη σκέψη  ότι  δεν  μπορεί  να  βρεθεί  καλύτερο.  Όταν  όμως  άκουσε  ότι  το  «νερό  που  θα  σου δώσω»  θα  γίνει  πηγή  που  τρέχει  προς  αιώνια  ζωή,  άφησε  λόγο  ψυχής  που  ποθεί  και οδηγείται  προς  τη  πίστη  και  ζήτησε  να  το  λάβει  για  να μη  ξαναδιψάσει. Ο  Κύριος θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο – λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και  αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της.  Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως καταλαβαίνει ότι  ο Κύριος  είναι  προφήτης  και  του  ζητά  εξηγήσεις  σε  ψηλά  ζητήματα.
Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η  φιλομάθεια αυτής της γυναίκας; Πόση  συλλογή και γνώση  είχε  στη  διάνοιά  της, πόση  γνώση  της  θεόπνευστης  Γραφής;  Και  αμέσως  τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται σωστά ο Θεός, εδώ σ’ αυτό τον τόπο  ή  στα  Ιεροσόλυμα; Και  τότε  παίρνει  την  απάντηση,  ότι  έρχεται  η  ώρα,  οπότε  ούτε στο  όρος  αυτό  ούτε  στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνάτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία  είναι  από τους  Ιουδαίους, δεν  είπε  θα  είναι,  στο  μέλλον, γιατί  ήταν  αυτός  ο  ίδιος.  Έρχεται  ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα  προσκυνούν  το  Πατέρα  κατά  Πνεύμα  και αλήθεια.
Γιατί  ο  ύψιστος και  προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή  του μονογενούς Υιού και έχει Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι ενεργούνται  δι’ αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει  κάθε σωματική  έννοια  τόπο  και  προσκύνηση,  λέγοντας:  «Πνεύμα  ο  Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατά Πνεύμα  και  αλήθεια».  Ως  πνεύμα  που  είναι ο  Θεός  είναι  ασώματος,  το  δε  ασώματο  δεν  ευρίσκεται  σε  τόπο  ούτε  περιγράφεται  με τοπικά  όρια. Ως  ασώματος ο  Θεός δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων  και  περιέχων  το  παν.
Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της  γης,  Πατήρ  ασώματος και  κατά  τον  χρόνο  και  σε  τόπο  αόριστος.
Βέβαια  και  η  ψυχή  και  ο  άγγελος  είναι  ασώματα,  δεν  είναι  όμως  σε  τόπο,  αλλά  δεν  είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν  αλλά  αυτά  έχουν  ανάγκη  του  συνέχοντος.
Η  Σαμαρείτιδα  καθώς  άκουσε  από το  Χριστό  αυτά τα εξαίσια και  θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει  τον  προσδοκώμενο  και  ποθούμενο  Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη;  Από που θα γνώριζε τούτο, άν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία  με  πολλή σύνεση;  Έτσι  προλαβαίνει περί  του  Χριστού  ότι  θα  διδάξει  όλη  την  αλήθεια.  Μόλις  την είδε  ο  Κύριος τόσο  θερμή,  της  λέγει  απροκάλυπτα:  Εγώ  είμαι  ο  Χριστός, που  σου  μιλώ. Εκείνη γίνεται  αμέσως  εκλεκτή  ευαγγελίστρια  και  αφήνοντας  τη  υδρία  και  το  σπίτι  της τρέχει και παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες προς το Χριστό και αργότερα με τον υπόλοιπο  φωτοειδή  βίο  της  ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την  αγάπη  της προς  τον  Κύριο.


Απολυτίκιον.  Ήχος  δ’.
Το φαιδρόν της Αναστάσεως κήρυγμα, εκ του Αγγέλου μαθούσαι, αι του  Κυρίου Μαθήτριαι, και την προγονικήν απόφασιν  απορρίψασαι,  τοις  Αποστόλοις  καυχώμεναι έλεγον·  Εσκύλευται  ο  θάνατος,  ηγέρθη  Χριστός ο  Θεός, δωρούμενος  τω  κόσμω  το  μέγα έλεος.

Έτερον  Απολυτίκιον  της  Μεσοπεντηκοστής.
Μεσούσης  της  εορτής  διψώσάν μου την ψυχήν  ευσεβείας πότισοννάματα· ότι πάσι, Σωτήρ  εβόησας·  Ο  διψών  ερχέσθω προς με και πινέτω.  Η  πηγή της ζωής, Χριστέ  ο  Θεός, δόξα  σοι.

Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.         
Το ύδωρ ως  ήντλησας,  της  αιωνίου  ζωής, ευρούσα  καθήμενον,  παρά  το  φρέαρ  σεμνή, Χριστόν τον  Θεόν  ημών,  λόγοις  σου  θεηγόροις,  και  εν  άθλοις  ανδρείοις, ήσχυνας την απάτην,  Ισαπόστολε  Μάρτυς·  διο  σε  Αθληφόρε  Φωτεινή,  ύμνοις  γεραίρομεν.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Πίστιν Χριστού.     
Πίστιν ελθούσα εν τω φρέατι, η Σαμαρείτις εθεάσατο, το της σοφίας ύδωρ σε, ω ποτισθείσα  δαψιλώς,  βασιλείαν  την  άνωθεν  εκληρώσατο  αιωνίως  η  αοίδιμος.



Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ισαπόστολε Φωτεινή, η εκ Σαμαρείας, ανατείλασα ως αστήρ· χαίροις η τοις ρείθροις, του  νάματος  του  θείου,  και  άθλοις  μαρτυρίου, κόσμον  ευφράνασα.

Η Αγία Θεοδοσία η Οσιομάρτυς η Κωνσταντινουπολίτισσα

Η  Αγία  Οσιομάρτυς  Θεοδοσία  καταγόταν  από  την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε από γονείς πλουσίους και ευσεβείς. Σε ηλικία επτά ετών, αφού  έμεινε ορφανή  από  πατέρα, εισήλθε  σε  μοναστήρι,  όπου  μετά  από  λίγο  εκάρη  μοναχή. Μετά  τον θάνατο  και  της  μητέρας  της,  αφού  επούλησε και  διεμοίρασε  στους φτωχούς  τα  υπάρχοντά της, απαλλάχτηκε  έτσι  από  τις  γήινες  φροντίδες,  επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο, στην απόκτηση της τελειότητος και των μοναχικών αρετών, ασκούμενη στη  μονή  που βρισκόταν κοντά  στο  Σκοτεινό  Φρέαρ  και  επονομαζόταν Ασπάρου  στέρνη.

Ὀταν  ήλθε  στο  θρόνο  ο  Λέων  ο Ίσαυρος  (717 – 741 μ.Χ.), εξαπολύθηκε άγριος διωγμός  εναντίον  των  εικονόφιλων  και των ιερών εικόνων, ο δε Πατριάρχης Γερμανός, στερεός  προμαχώνας της Ορθοδοξίας, εκδιώχθηκε και αντικαταστάθηκε από  τον  εικονομάχο  Αναστάσιο.  Κατά  την έναρξη του διωγμού  διέταξε την καθαίρεση και  καταστροφή της εικόνος του Χριστού, η οποία ευρισκόταν επί της Χαλκής Πύλης.    
Τότε η Θεοδοσία, επικεφαλής καλογραιών και άλλων γυναικών, όρμησαν και κατέρριψαν από την κινητή  σκάλα  το  σπαθάριο  που  ανέβηκε, για  να  καταστρέψει την εικόνα, και  με πέτρες και ξύλα επετέθησαν κατά του Πατριαρχείου. Μπροστά  σε αυτή  την κατάσταση ο Πατριάρχης Αναστάσιος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο. Η στρατιωτική δύναμη που επενέβη, άλλες μεν από τις γυναίκες εφόνευσε, άλλες δε, μεταξύ των οποίων και την Θεοδοσία, συνέλαβε. Και από τις συλληφθείσες άλλες ελευθέρωσαν, άλλες ενέκλεισαν στις φυλακές ή εξαπέστειλαν στην εξορία. Την δε Θεοδοσία, αφού  εκακοποίησαν, την  οδήγησαν  στην  τοποθεσία του  Βοός  και  την  κατέσφαξαν,  αφού  διαπέρασαν  το  λαιμό της  δια  κέρατος  κριού (730 μ.Χ.). Το  τίμιο λείψανό της περισυνελέγη και ενταφιάσθηκε στη μονή Δεξιοκράτους, πολλά δε θαύματα επιτελούσε στους πιστούς, που προσέρχονταν με πίστη  και  ευλάβεια.

Η Οσία Υπομονή

Η  Οσία Υπομονή  καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν  η «Ελένη  εν  Χριστώ τω Θεώ πιστή  Αυγούστα…»  και  αυτοκρατόρισσα  Ρωμαίων  η  Παλαιολογίνα.  Ήταν  η σύζυγος  του  αυτοκράτορος  Μανουήλ  Β’ του Παλαιολόγου (1391 – 1425 μ.Χ.) και μητέρα δύο, στη συνέχεια, αυτοκρατόρων, του Ιωάννου Η’ Παλαιολόγου και του Κωνσταντίνου του  ΙΑ’ Παλαιολόγου, του τελευταίου βυζαντινού ηρωικού εθνομάρτυρος  αυτοκράτορα.
Ο  ιστορικός  Χρυσολωράς  γράφει  για  τον  αυτοκράτορα  Μανουήλ  Β’  και  τη  σύζυγό του Ελένη, την  μετέπειτα Οσία Υπομονή: τους διέκρινε  «οσιότης μεν εις Θεόν, δικαιοσύνη δε  προς ανθρώπους και  επί πλέον κατοικούσε μέσα τους ο  έρως προς  τον Χριστόν». Ήταν ένα ζεύγος, που ενώ περνούσε από συνεχείς φοβερές εξωτερικές φουρτούνες, όμως μεταξύ του είχε συνευδοκία, δηλαδή κάτι περισσότερο από ομοφροσύνη  και  αλληλοκατανόηση.  Ήταν  «αγία  Δέσποινα» (=αγία αρχόντισσα), κατά  τον  ιστορικό  Γεώργιο  Φραντζή, «καλή  καγαθή  ψυχή»,  κατά  τον  Πλήθωνα.
Ήταν στήριγμα του  συζύγου της, διότι είχε μεγάλη πίστη και μεγάλη υπομονή. Τους υιούς της τους ανέτρεφε με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, ώστε να είναι πάντοτε μονιασμένοι  και  στην καρδιά τους να βασιλεύει η  πίστη  και  κάθε  αρετή.  Από  αυτούς  δύο  έγιναν  αυτοκράτορες, από  τους  οποίους  ο  ένας,  ο  Κωνσταντίνος  ο  ΙΑ’, έγινε θρύλος και  έμπνευση στο  Ελληνικό Γένος. Τα  άλλα  τέσσερα  έγιναν  ηγεμόνες στην Πελοπόννησο και την Θεσσαλονίκη. Από αυτούς οι τρεις έγιναν στο τέλος μοναχοί.  Οι  δύο  θυγατέρες  της  σε  παιδική  ηλικία  απεβίωσαν.

Όταν  πέθανε  ο  σύζυγός  της,  η  Αγία  έγινε  μοναχή  σε  ένα  μοναστήρι  έξω  από  την Κωνσταντινούπολη και έλαβε το όνομα Υπομονή. Μετά είκοσι πέντε  χρόνια  μοναχικής ζωής κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη το 1450 μ.Χ., τρία χρόνια πριν την άλωση  της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο  γνωστός λόγιος  της  εποχής  εκείνης  Γεώργιος  Γεμιστός  ή  Πλήθων  γράφει  γι’ αυτήν  ότι διέθετε  «σύνεσιν και τελείαν σοφρωσύνην»  σε τέτοιο βαθμό τελειότητος που λίγες μοναχές την έφθαναν.     
Και  πριν  γίνει  μοναχή  αναφέρει  ένας  άλλος  σύγχρονός  της  ήταν  το  καύχημα για τον άνδρα της και τα παιδιά της, αλλά και καύχημα για τον  λαό  της  Κωνσταντινουπόλεως. Ο  Πλήθων γράφει ακόμα  ότι:  «Δεν  είναι  εύκολο  να  βρει  κανείς  όμοια μ’ αυτήν γυναίκα, ανάμεσα σε άλλες που έχουν τα ίδια αξιώματα, ούτε άλλη  με  τόσα  χαρίσματα  και  τόσες ενάρετες  πράξεις».

Ο Άγιος Ιωάννης ο δια Χριστόν Σαλός

Ο  Άγιος  Ιωάννης  γεννήθηκε  τον  15ο  αιώνα  μ.Χ.  στο  χωριό  Πούκχοβο  στη  περιοχή  του Ούστγιουγκ από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Σάββα και τη Μαρία. Από την παιδική του ηλικία διακρίθηκε για την ασκητικότητα του βίου του και την αυστηρή τήρηση της νηστείας. Την Τετάρτη  και  την  Παρασκευή  δεν  έτρωγε τίποτα,  παρά  μόνο λίγο  ψωμί  και  έπινε  λίγο  νερό.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του Αγίου  Ιωάννου  εγκαταβίωσε  στη  μονή της Αγίας Τριάδος του  Ορλέτσκ και έγινε μοναχή. Ο  νεαρός Ιωάννης άρχισε την άσκηση με τη  σιωπή και τη σαλότητα και διήλθε το  υπόλοιπο  του βίου του με αδιάλειπτη προσευχή ζώντας σε μία καλύβα του Ούστγιουγκ.           
Κοιμήθηκε με ειρήνη το 1494 και ενταφιάσθηκε κοντά στον καθεδρικό  ναό  της Κοιμήσεως  της  Θεοτόκου.

Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου «η Εγγύηση των Αμαρτωλών»

Η  ιερά  εικόνα  της  Παναγίας  «Η των  Αμαρτωλών  Εγγύησις» βρισκόταν  παλαιότερα  στη μονή  του  Ορντίσκ  της  επαρχίας  Ορλώφ,  όπου  και  έγινε  ονομαστή  για  τα  θαύματα  που επιτελούσε.

Ένα  αντίγραφο αυτής της ιεράς εικόνος φυλασσόταν στο ναό του Αγίου Νικολάου Χαμώνβικ  της  Μόσχας.  Η  εικόνα  κάθε  βράδυ  ακτινοβολούσε  από  θεϊκό  φως.  Είναι χαρακτηριστική  ή  επιγραφή  που  είχε  χαραχθεί  στην  εικόνα:  «Εγώ  είμαι  η  εγγύηση  των αμαρτωλών προς τον Υιό».  
Η  Εικόνα  της  Παναγίας  εορτάζει,  επίσης,  στις  7  Μαρτίου.

28/5/16

Μνήμη Α’ Οικουμενικής Συνόδου

Λίγες μόλις δεκαετίες μετὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καὶ ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικὲς αἱρέσεις στὴν Ἐκκλησία Του, σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ποιὸς εἶναι Αὐτός; Ποιὰ εἶναι ἡ σχέση Του μὲ τὸν Θεό; Πῶς κατανοεῖται ἡ σχέση καὶ ἡ ἕνωση δηλαδὴ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»; Μὲ ποιὸ τρόπο γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία νὰ ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος»; Τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἐτίθεντο ἀφοροῦσαν ὄχι μόνο τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐνανθρώπησή Του.
Οἱ προβληματισμοὶ αὐτοὶ προξένησαν μακραίωνες δογματικὲς συζητήσεις. Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ προφυλάξει τὰ πιστὰ μέλη της καὶ νὰ ἀπαντήσει στὶς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις, διατύπωσε αυθεντικὰ τὴν πίστη της στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν τὴν πίστη της καὶ καθόρισαν τὰ δόγματά της. Οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστὲς ὡς «Ὅροι», δηλαδή ὅρια - ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ σωτηριολογικὲς προτάσεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τὴν κοινὴ πίστη καὶ τὴν καθολικὴ συνείδηση καὶ διαχρονικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Οἱ ἀμφισβητήσεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν πολὺ νωρίς, κατ’ ἀρχὴν μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καὶ τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῶν μεγάλων Τριαδολογικῶν αἱρέσεων τέθηκε ἐκ νέου τὸ Χριστολογικὸ ζήτημα, γιατὶ τόσο οἱ Ἀρειανοὶ ὅσο καὶ οἱ Εὐνομιανοὶ εἶχαν δική τους«Χριστολογία», στὴν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τὸ ἐνδιαφέρον στρεφόταν πρωτίστως στὸ Τριαδολογικὸ δόγμα, ποὺ ἀφοροῦσε τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν σχέση Του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Μὲ αὐτὰ τὰ Χριστολογικὰ θέματα τῆς πίστεως, ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ - Λόγου, ἀσχολήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὴν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.
Ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, ἀπὸ τὶς 20 Μαΐου προκαταρκτικὰ καὶ ἀπὸ 14 Ἰουνίου ἐπίσημα μὲ τὴν παρουσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τὶς 25 Αὐγούστου τοῦ 325 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος ἀποτελέσθηκε, κατὰ μὲν τὴν ἐπικρατούσα παράδοση ἀπὸ 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ’ ἄλλες δὲ ἱστορικὲς μαρτυρίες ἀπὸ τριακόσιους περίπου. Κύριος δὲ σκοπὸς αὐτῆς ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ ἡ θετικὴ διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι τὴ θεότητα Αὐτοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ ἀπὸ τὸ 318 μ.Χ. ὁ Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἄρειος.
Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μὲν τρία Πρόσωπα ἐνυπόστατα, ἀλλὰ διὰ τὸ συμφυές, τὸ συναΐδιον, τὸ ὁμόθρονον, τὸ ὁμοούσιον καὶ τὸ ἀπαράλλακτο τῆς οὐσίας Τους ἀποτελοῦν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τὴ Μοναρχία τῆς Τριάδος καὶ ὄχι τρεῖς θεοὺς, δηλαδὴ «τρεῖς ἀνομοίους τε καὶ ἐκφύλους οὐσίας», ὅπως ὁ Ἄρειος ἀφρόνως ἀποτόλμησε νὰ κηρύξει, «ὕλην πυρὸς τοῦ αἰωνίου ἑαυτῷ θησαυρίζων». Ἡ Μία καὶ Ἑνιαία Θεότητα διακρίνεται σὲ τρία Πρόσωπα (ὑποστάσεις ἢ χαρακτῆρες) ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Θεότητας εἶναι τὸ ὁμοούσιον, τὸ ἀπαράλλακτον τῆς μορφῆς, ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει τὰ Πρόσωπα εἶναι οἱ ἀσύγχυτες ἰδιότητες αὐτῶν.
Τὸ πρῶτο λοιπὸν καὶ κύριο ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν ἀφ’ ἑνὸς ἡ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν πλανῶν καὶ κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ἀφ’ ἑτέρου ἡ διακήρυξη τῆς πίστεως ἢ τοῦ«Συμβόλου τῆς Νικαίας», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο σημαντικὸ σταθμὸ στὴν ἐργώδη προσπάθεια τῆς θεολογικῆς πατερικῆς σκέψεως.
Τὸ «Σύμβολον τῆς Νικαίας» ἢ τὸ «Πιστεύω», ὅπως ἀπαγγέλουμε στὸ ναὸ στὴ Θεία Λειτουργία ἢ σὲ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἔχει τρεῖς χαρακτηριστικὲς φράσεις πρὸς καταπολέμηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου: «Ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός»«Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα»,«Ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Στὸ τέλος τοῦ «Συμβόλου» τῆς Νικαίας τέθηκαν ἀναθεματισμοί, διὰ τῶν ὁποίων ἀναθεματίζονται οἱ σπουδαιότερες αἱρετικὲς ἐκφράσεις τοῦ Ἀρείου.
Ποιὸς προήδρευσε τῆς Συνόδου; Ἀναφέρονται τρία ὀνόματα: ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καὶ ὁ Κορδούης Ὅσιος. Ἀλλὰ ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος κάνει λόγο περὶ προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιοῦ καὶ ἀριστεροῦ. Ἀπὸ τὴν πληροφορία αὐτὴ ἐξάγεται ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἕνας πρόεδρος, δὲν ὑπῆρχε κοινὸς πρόεδρος. Κοινὸς πρόεδρος ἦταν ὁ αὐτοκράτορας.
Ἔτσι ἡ μὲν Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο, ὁ δὲ Μέγας Κωνσταντίνος ἐξόρισε τοὺς αἱρετικοὺς Ἄρειο, Σεκοῦνδο Πτολεμαΐδος καὶ Θεωνᾶ Μαρμαρικῆς στὴ Ἰλλυρία, ἀργότερα δὲ ἐξορίσθηκαν στὴ Γαλλία καὶ ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος καὶ ὁ Νικαίας Θεόγνις, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ δέχονταν τοὺς Ἀρειανούς.
Στὴ συνέχεια ἡ Σύνοδος διευθέτησε καὶ ἄλλα τρία ἐκκλησιαστικὰ σχίσματα, τὸ Νοβατιανό, τὸ Σαμοσατιανὸ καὶ τὸ Μελιτιανό, ὁμοίως δὲ τερμάτισε καὶ τὶς ἔριδες πρὶν τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ ὅρισε αὐτὸ νὰ ἑορτάζεται τὴ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.
Στὸ Μίλιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτίριο ἱστάμενο ἀντίκρυ τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῆς Ἁγίας Σοφίας, σώζονται μέχρι τὸ 766 ἢ 767 μ.Χ. οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ἕξι Συνόδων, τὶς ὁποῖες τότε ἐξαφάνισε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Κοπρώνυμος, ἀφοῦ ζωγράφισε ἀντὶ αὐτῶν ἡνίοχους καὶ ἱπποδρομικὰ θέματα. Ἀλλὰ τὴν εἰκόνα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξαφάνισε ὁ Φιλιππικός, ἴσως τὸ 712 μ.Χ., ζωγραφίζοντας ἀντὶ αὐτῆς τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κακόδοξο Πατριάρχη Ἰωάννη ΣΤ’.
Ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅρισε δύο ἑορτάσιμες ἡμέρες γιὰ τὴν προβολὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν 28η Μαΐου καὶ τὴν Ζ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία ἐνέταξε τὴν παρούσα ἑορτὴ στὸν κύκλο τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὄχι γιὰ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ γιὰ τὴν μαρτυρία αὐτῆς ὑπὲρ τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τῆς πραγματικότητος τῆς Σαρκώσεως Αὐτοῦ. Διὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναλήψεώς Του, ὁ Κύριος ἀποκάλυψε σὲ ὅλους ὅτι δὲν ἦταν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεάνθρωπος καὶ ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος. Στὴ μαρτυρία αὐτὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται νὰ προσθέσει καὶ τὴν δική της ἐμπειρία, τὴν κοινὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος αὐτῆς, ὅπως ἐκφράστηκε αὐτὴ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀπὸ τοὺς Αγίους  και  Θεοφόρους  Πατέρες.


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.         
Υπερδεδοξασμένος  εί  Χριστέ  ο  Θεός  ημών,  ο  φωστήρας  επί  γης,  τους  Πατέρας  ημών θεμελιώσας, και δι’ αυτών, προς την αληθινήν πίστιν πάντας ημάς οδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε  δόξα  σοι.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. 
Των  Αποστόλων το κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη  Εκκλησίᾳ μίαν  την πίστιν εσφράγισαν· ή και χιτώνα φορούσα της αληθείας, τον υφαντόν της  άνω θεολογίας,  ορθοτομεί  και  δοξάζει,  της  ευσεβείας  το  μέγα  μυστήριον.


Μεγαλυνάριον.
Ως Υιόν και Λόγον σε του Θεού, Σύνοδος η Πρώτη, ομοούσιον τω Πατρί, ορθώς σε κηρύττει,  τον  δι’  ημάς  παθόντα,  και  λύει  του  Αρείου,  Σώτερ  το  φρύαγμα.


Έτερον Μεγαλυνάριον.  
Σύνοδος η Πρώτη εν τη λαμπρά, πόλει Νικαέων, ομοούσιον τω Πατρί, σε Χριστέ κηρύττει,  και  λύει  του  Αρείου, την  ψυχοφθόρον  πλάνην, ενθέοις  δόγμασι.

Ο Άγιος Ευτύχιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Μελιτηνής

Είναι  άγνωστο  από  που  καταγόταν  και  πότε  άθλησε  ο  Άγιος  Ιερομάρτυς Ευτύχιος.  Αναδείχθηκε  σε Επίσκοπο  Μελιτηνής,  όμως  λόγω της  Χριστιανικής δράσεώς  του  συνελήφθη,  αρνήθηκε  δε να  θυσιάσει  στα  είδωλα,  και  μετά  από πολλά  βασανιστήρια ρίχθηκε στο  νερό, όπου  βρήκε  μαρτυρικό θάνατο.


Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ. 
Ως ευτυχήσας αρετών ταις ιδέαις, της των Μαρτύρων ευκληρίας μετέσχες, Ιερομάρτυς ένδοξε παμμάκαρ Ευτυχές· συ γαρ τω Θεώ ημών, καθαρώς υπουργήσας, αίμασιν εφοίνιξας, την αγίαν στολήν σου· μεθ’ ής  Χριστώ  και  νυν ιερουργών, αεί  δυσώπει, υπέρ  των  ψυχών  ημών.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Τοις αιμάτων σου.       
Της Εκκλησίας στερρώς προϊστάμενος, υπέρ αυτής την ψυχήν Πάτερ τέθεικας· ήν νυν απαρέγκλιτον φύλαττε, της ευσεβείας τοις δόγμασιν Όσιε· αυτής γαρ Ευτυχές εδραίωμα.



Μεγαλυνάριον.
Κήρυξ ευτυχίας της αληθούς, τοις εν αγνωσία, χρημάτισας ιερουργέ, της του  μαρτυρίου, πλουτοποιού  ευκλείας, ω  Ευτυχές  επέβης,  αγωνισάμενος.

Ο Άγιος Νικήτας ο Ομολογητής Αρχιεπίσκοπος Χαλκηδόνας

Ο  Άγιος  Νικήτας,  ο  Ομολογητής,  είναι  άγνωστος  στους  Συναξαριστές  και  τα  Μηναία.  Το  όνομά του  αναφέρεται  στους  Λαυριωτικούς  Κώδικες  με  Ακολουθία  αυτού,  από  την  οποία  εξάγεται  ότι ο  Άγιος  ήταν  Επίσκοπος  Χαλκηδόνος,  μεταξύ  των  ετών  726  και  775  μ.Χ.,  και  έζησε  κατά  τους χρόνους  της  εικονομαχίας  και  αναδείχθηκε  Ομολογητής  για  τους  υπέρ  των  ιερών  εικόνων αγώνες  του.  Ενδέχεται  μάλιστα  να  παραιτήθηκε  από  τον  επισκοπικό  θρόνο  της  Χαλκηδόνος  και να  αποσύρθηκε  σε  κάποια  μονή  της  Παλαιστίνης,  για  να  επιδοθεί  αποκλειστικά  σε  ασκητικούς αγώνες.           
Ο  Άγιος  Νικήτας  κοιμήθηκε  με  ειρήνη.

27/5/16

Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος


Ο  Όσιος  Ιωάννης  γεννήθηκε  σε  ένα  χωριό  της  λεγομένης  Μικράς  Ρωσίας,  περί  το 1690,  από  γονείς  ευλαβείς και ενάρετους. Όταν  έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε,  ενώ  βασίλευε  στη  Ρωσία  ο  Μέγας  Πέτρος.  Έλαβε  μέρος  στον  πόλεμο  που  έκανε  εκείνος  ο  τολμηρός  τσάρος  εναντίον  των  Τούρκων  κατά  το 1711,  και  συνελήφθη  αι
χμάλωτος  από  τους  Τατάρους.  Οι  Τάταροι  τον  πούλησαν  σε  έναν  Οθωμανό  αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς  Ασίας,  το  οποίο  βρίσκεται  πλησίον  στην  Καισάρεια  της  Καππαδοκίας.  Ο αγάς  τον πήρε μαζί του στὸ  χωριό  του.  Πολλοί  από  τους  αιχμαλώτους  συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί  κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις  υποσχέσεις  και  τις  προσφορές  υλικών αγαθών.
Ο  Ιωάννης,  όμως,  ήταν  από  μικρός  αναθρεμμένος  με παιδεία  και  νουθεσία  Κυρίου  και αγαπούσε  πολύ  τον  Θεό  και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο  σοφός  Σολομών,  λέγοντας:  «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας  δεν  είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η  φρονιμάδα στους νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι φέροντες και ο καθαρός βίος τους κάνει  ωσάν  να είναι  γέροντες  πολύμαθοι».
Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που  δίδει  ο  Θεός  σε  εκείνους που τον αγαπούν, έκανε  υπομονή στη δουλεία  και  στην  κακομεταχείρηση  του  αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν  «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να  αρνηθεί  την  πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια  φοβερή  αμαρτία.  Στον  αγά  είπε:  «Εάν  με  αφήσεις  ελεύθερο  στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Άν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε  ότι  σου παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα  και  Χριστιανός  θα αποθάνω».
Ο  Θεός, βλέποντας την πίστη  του  και  ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε  την σκληρή  καρδιά  του  αγά  και  με  τον  καιρό  τον  συμπάθησε. Σε  αυτό  συνήργησε  και  η μεγάλη  ταπείνωση  όπου  στόλιζε  τον  Ιωάννη,  καθώς  και  η  πραότητά  του.
Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο  του,  για  να  φροντίζει τα ζώα του. Σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να  έχει  ως  κλίνη  τη  φάτνη  στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος  στο  έργο  του, περιποιούμενος με στοργή  τα  ζώα  του  κυρίου  του,  τα  οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα  χάϊδευε, ωσάν  να  συνομιλούσαν  μαζί  του.
Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία  ένα  μικρό  κελλί  κοντά  στον  αχυρώνα.  Όμως  ο  Ιωάννης δεν δέχθηκε  και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με  την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των  ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν  οσμή  ευωδίας  πνευματικής.  Ο  μακάριος  Ιωάννης  είχε  εκείνο  τον  σταύλο  ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά  τους  κανόνες  των  Πατέρων,  επί  ώρες  γονυπετής και  προσευχόμενος, κοιμώμενος  για  λίγο  επάνω  στα  άχυρα, χωρίς  άλλο  σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί  και  νερό, και  νηστεύοντας  τις  περισσότερες ημέρες.
Συνέχεια έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού:  «Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου,  εν  σκέπη  του  Θεού  του  ουρανού  αυλισθήσεται.  Ερεί  τω  Κυρίω·  αντιλήπτωρ  μου εί και καταφυγή μου, ο Θεός μου και ελπιώ επ’ Αυτόν.  Ότι  Αυτός  ρύσεταί  με  εκ  παγίδος θηρευτού  και  από  λόγου ταραχώδους. Έθεντο με εν  λάκκω  κατωτάτω,  εν  σκοτεινοίς  και εν  σκιά  θανάτου.  Εγώ δε  προς  τον  Κύριον  εκέκραξα εν τω  θλίβεσθαί με και  εισήκουσέ  μου. Κύριος φυλάξει την είσοδόν μου και την έξοδόν μου από του νυν και  έως  του  αιώνος.  Προς σε  ήρα  τους  οφθαλμούς  μου  Κύριε,  τον  κατοικούντα  εν τω  ουρανώ.  Ιδού ως  οφθαλμοί δούλων  εις χείρας  των  κυρίων  αυτών,  ούτως  οι  οφθαλμοί  ημών  προς  Κύριον  τον  Θεόν ημών, έως ού οικτιρήσαι ημάς». Ψαλμούς σιγόψαλλε και κατά την ώρα που  ακολουθούσε πίσω  από  το  άλογο  του  αφέντη  του.
Με την ευλογία που έφερε  ο  Άγιος  στον  οίκο  του  Τούρκου  Ιππάρχου, αυτός  πλούτισε και  έγινε  ένας  από  τους  ισχυρούς  του  Προκοπίου.
Ο  Άγιος  ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που  έκανε  ως  άλλος  Ιώβ, πήγαινε  τη  νύχτα  και  έκανε  όρθιος  αγρυπνίες  στο  νάρθηκα  της  εκκλησίας  του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε  ένα  βράχο  και  βρισκόταν  κοντά  στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. Και ο Κύριος,  «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε  να  πάψουν  να  τον  περιπαίζουν και  να  τον  υβρίζουν  οι  σύνδουλοί  του  και  οι  άλλοι  αλλόθρησκοι.
Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του  Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε  να υπάγει  για  προσκύνημα στη  Μέκκα, την  ιερά  πόλη  των  Μωαμεθανών.
Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν  να  επιστρέψει  υγιής  στον  οίκο  του  από  την  αποδημία.  Ο μακάριος  Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν  δε  σε  αυτή  και  ένα  φαγητό,  το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε  τον σύζυγό της  και  είπε  στον  Ιωάννη:  «Πόση ευχαρίστηση  θα  ελάμβανε,  Γιουβάν,  ο  αφέντης  σου,  άν  ήταν  εδώ  και  έτρωγε  μαζί  μας  από τούτο το πιλάφι!». Ο  Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του  ένα  πιάτο  γεμάτο  πιλάφι και  είπε  ότι  θα το  έστελνε  στον  αφέντη  του  στη  Μέκκα.  Στο  άκουσμα των λόγων του γέλασαν  οι  προσκεκλημένοι.  Αλλά  η  οικοδέσποινα  είπε  στην  μαγείρισσα  να  δώσει  το πινάκιο  με  το  φαγητό  στον  Ιωάννη,  σκεπτόμενη  ή  ότι  ήθελε  να  το  φάει  ο  ίδιος  μόνος του ή  να  το  πάει  σε  καμιά  φτωχή  χριστιανική  οικογένεια,  όπως  συνήθιζε  να  κάνει, δίδοντας  το  φαγητό  του. Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον σταύλο.  Εκεί γονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους  καρδίας  παρακαλώντας  τον  Θεό  να  αποστείλει  το  φαγητό  στον  αφέντη  του  με όποιον  τρόπο  οικονομούσε  Εκείνος  με  την  παντοδυναμία Του. Με την απλότητα  που είχε  στην καρδιά του  ο  Ιωάννης πίστεψε ότι  ο  Κύριος  θα  εισακούσει  την  προσευχή  του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά  στη  Μέκκα. Πίστευε, «μηδέν δ ιακρινόμενος»  κατά τον λόγο του  Κυρίου, χωρίς  να  έχει  κανένα  δισταγμό  ότι  αυτό  που ζήτησε θα  γινόταν. Και,  όπως  λέγει  ο  Άγιος  Ισαάκ  ο  Σύρος,  «τα  υπερφυή  ταύτα  σημεία συμβαίνουσι τοις απλουστέροις τη διανοία και θερμοτέροις  τη  ελπίδι», ότι,  δηλαδή,  αυτά τα  υπερφυσικά  θαύματα  συμβαίνουν  σε  εκείνους  που  έχουν  απλούστερη  διάνοια  και είναι  θερμότεροι  στην  ελπίδα  την  οποία  έχουν  προς  τον  Θεό. Πράγματι!  Το  πιάτο  με  το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του  Οσίου. Ο  μακάριος  Ιωάννης επέστρεψε στην  τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι  τον  λόγο  αυτό  γέλασαν  και  είπαν  ότι  το  έφαγε  ο  Ιωάννης.
Αλλά  ύστερα  από  λίγες  ημέρες  γύρισε  από  την  Μέκκα  ο  κύριός  του  και  έφερε  μαζί  του το  χάλκινο  πιάτο,  προς  μεγάλη  έκπληξη  των  οικίων του. Μόνο  ο  μακάριος  Ιωάννης  δεν εξεπλάγη.  Έλεγε, λοιπόν,  ο  αγάς  στους  οικίους  του:  «Την  δείνα  ημέρα  (και  ήταν  η  ημέρα του  συμποσίου,  κατά  την  οποία  είπε  ο  Ιωάννης  ότι  έστειλε  το  φαγητό  στον  αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου  κατοικούσα, βρήκα  επάνω  στο  τραπέζι,  σε  έναν  οντά  (δωμάτιο)  όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο  το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος  άραγε  είχε  φέρει εκείνο  το  φαγητό  και  προ  πάντων  δεν  μπορούσα  να  εννοήσω  με  τι  τρόπο  είχε  ανοίξει  την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πως να  εξηγήσω  αυτό  το  παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με  απορία  ότι ήταν  χαραγμένο  το  όνομά  μου  επάνω  στο  χάλκωμα,  όπως  σε  όλα  τα  χάλκινα  σκεύη  της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου  είχα  από  εκείνο  το  ανεξήγητο  περιστατικό, κάθησα  και  έφαγα  το  πιλάφι  με  μεγάλη  όρεξη, και  ιδού το  πιάτο  που  το  έφερα  μαζί  μου, και  είναι  αληθινά  το  δικό  μας».
Ακούγοντας  αυτή  τη  διήγηση  οι  οικείοι  του  Ιππάρχου  εξέστησαν  και  απόρησαν,  η  δε σύζυγός του του  εξιστόρησε πως ζήτησε ο  Ιωάννης το πιάτο με  το  φαγητό  και  είπε  ότι το  έστειλε  στη  Μέκκα,  και  ότι,  ακούγοντάς  τον  να  λέγει  ότι  το  έστειλε,  γέλασαν.
Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και  στη  γύρω  περιοχή  και  όλοι  θεωρούσαν πλέον  τον  Ιωάννη  ως  άνθρωπο  δίκαιο  και  αγαπητό  στον  Θεό, τον  έβλεπαν  δε  με  φόβο και σεβασμό, και  δεν  τολμούσε  κανείς  να  τον  ενοχλήσει.  Ο  κύριός  του  και  η  σύζυγός  του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να  φύγει  από  τον  σταύλο και  να  κατοικήσει  σε  ένα  οίκημα,  το  οποίο  ήταν  κοντά  στον  σταύλο,  όμως  εκείνος  δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με  προθυμία τα  θελήματα  του  αγά.
Αλλά  ύστερα  από λίγα χρόνια, κατά  τα  οποία  έζησε  ο  μακάριος  Ιωάννης  με  νηστεία, προσευχή  και  χαμευνία, πλησιάζοντας  στο  τέλος  της  ζωής του, ασθένησε  και  ήταν ξαπλωμένος  πάνω  στα  άχυρα  του  σταύλου,  τον  οποίο  είχε  αγιάσει  με τις  δεήσεις του και  με την  κακοπάθεια  του  σώματός  του  για  το  όνομα  και  την  αγάπη  του  Χριστού.
Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι’αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά  Θεία  φώτιση,  και  πήρε  ένα  μήλο,  το  έσκαψε,  έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη.  Ο  Ιωάννης, μόλις  έλαβε  το  Άχραντο  Σώμα  και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε  την  αγία  ψυχή  του  στα  χέρια  του  Θεού,  τον  Οποίο  τόσο  αγάπησε.  Ήταν  το 1730.
Το  1733,  το  ακέραιο  και  ευωδιάζον  ιερό λείψανο του  Οσίου  Ιωάννου  μεταφέρθηκε,  μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του  Αγίου  Βασιλείου  και  τέλος  στο  ναό  που  ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν  την  θεραπεία  τους.
Όταν,  κατά  το  1832,  επί  σουλτάνου Μαχμούτ του  Β’, επαναστάτησε  εναντίον του  ο αντιβασιλέας  της  Αιγύπτου  Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και  τον Χαζνετάρ  Ογλού  Οσμάν  πασά  με  1.800  στρατιώτες.  Ο  Οσμάν  πασάς,  αφού  πέρασε  την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί  και  να  αναχωρήσει  την  άλλη  ημέρα.  Επειδή  όμως οι  περισσότεροι  από  τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που  ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν  όλοι  να  μην  δεχθούν  τον  Οσμάν  πασά  στο  Προκόπι  ούτε  στα  σύνορα.  Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον  σουλτάνο  και  να  δεχθούν  τον  στρατό  που ερχόταν  από  εκείνον,  λέγοντας  μάλιστα  σε  αυτούς  ότι  μπορεί  ο  Οσμάν πασάς να αγανακτίσει  και  να  καταστρέψει  το  χωριό.  Εκείνοι  όμως  δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε  οι Χριστιανοί  πήραν  τα  γυναικόπαιδα  και  έφυγαν  στα  γύρω  χωριά  και  στις  σπηλιές, για  να μην  πέσουν  θύματα  της  ανόητης  αντιδράσεως  των  γενιτσάρων.
Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο  Οσμάν πασάς  εισήλθε  στο  Προκόπι,  το  λεηλάτησε και  το  κατέστρεψε.  Κάποιοι  από  τους  στρατιώτες  εισήλθαν  και  στο  ναό  του  Αγίου Γεωργίου.  Άρπαξαν  τα  ιερά  σκεύη  και  άνοιξαν  τη  λάρνακα  του  Οσίου  ελπίζοντας  να βρουν  και  εκεί  χρυσαφικά  και  ασημικά.  Δεν  βρήκαν  όμως  τίποτε.  Από  το κακό τους,  που βγήκαν  γελασμένοι  και  για  να  κοροϊδέψουν  τη  χριστιανική πίστη,  αποφάσισαν  να κάψουν  το  ιερό  λείψανο.
Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια  το  ιερό  σκήνωμα  μέσα  στις  φλόγες. Το  ιερό  λείψανο  του  Οσίου  Ιωάννου  όχι μόνο  έμεινε  άφλεκτο,  αλλά  και  φάνηκε  στους  άπιστους  ότι  ζούσε,  τους  φοβέριζε  και τους  έδιωχνε  από  τον  περίβολο της  εκκλησίας.
Την  επόμενη  ημέρα  γέροντες Χριστιανοί  βρήκαν  τα  ασημικά, που είχαν αφήσει  από  τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.
Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μαζί με τους πρόσφυγες  της  Μικράς  Ασίας  από το  πλοίο  «Βασίλειος  Δεστούνης».  Και  ενώ  το  πλοίο βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου φοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον  πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο  αμπάρι  ήταν  το  ιερό  λείψανο  του  Οσίου  Ιωάννου του  Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν  και  άναψαν  το  καντήλι.


Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, το φως κατέχων, πικράν ήνεγκας, αιχμαλωσίαν, Ιωάννη και οσίως εβίωσας· όθεν το θείόν σου λείψανον Άγιε, θαυματουργίας πηγάζει εν Πνεύματι· ώ προστρέχοντες,  υμνούμεν  τον  σε  δοξάσαντα, τιμώντες  τα  σεπτά  σου  προτερήματα.


Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Ευσεβείας δόγμασιν, εντεθραμμένος θεόφρον, ακλινώς υπέμεινας, αιχμαλωσίας  τας θλίψεις. Όθεν σε, ο Ζωοδότης λαμπρώς δοξάσας, δέδωκε, πιστοίς το τίμιον λείψανόν σου,  αναβλῦζον  Ιωάννη,  Πνεύματι  θείω  ρείθρα  ιάσεων.


Μεγαλυνάριον.
Άστρον εξ  Εώας ώφθης λαμπρόν, μάκαρ  Ιωάννη, καταυγάζον τους  ευσεβείς, χάριτι θαυμάτων,  και  νήσον  της  Ευβοίας, τω  σω  καθαγιάζεις,  λειψάνω  Άγιε.