30/4/17

Κυριακή των Μυροφόρων

Μυροφόρες  είναι  οι  γυναίκες  που  ακολουθούσαν  τον  Κύριο  μαζί  με  τη Μητέρα  του,  έμειναν  μαζί  της  κατά την  ώρα  του  σωτηριώδους  πάθους  και φρόντισαν  να  αλείψουν  με  μύρα  το  σώμα  του  Κυρίου. Όταν δηλαδή  ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν κι’  έλαβαν  από  τον  Πιλάτο  το  δεσποτικό σώμα,  το  κατέβασαν  από  το  σταυρό,  το  περιέβαλαν  σε  σινδόνια  μαζί  με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο και έβαλαν μεγάλη  πέτρα  πάνω  στη  θύρα  του  μνημείου. Παρευρίσκονταν,  κατά  τον Ευαγγελιστή Μάρκο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι του τάφου. Άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε  τη Θεομήτορα. Δεν  παρευρίσκονταν μόνο  αυτές,  αλλά  και  πολλές  άλλες γυναίκες  όπως  αναφέρει  και  ο  Λουκάς.
Η ανάσταση του Κυρίου είναι ανανέωση της ανθρώπινης φύσεως και ανάπλαση  και  επάνοδος  προς  την  αθάνατη  ζωή  του  πρώτου  Αδάμ  που καταβροχθίσθηκε από το θάνατο λόγω της  αμαρτίας  και  δια  του  θανάτου επανήλθε  προς  τη  γη  από  την  οποία  πλάσθηκε.
Όπως λοιπόν εκείνον στην αρχή δεν τον είδε κανείς άνθρωπος να πλάττεται  και  να  παίρνει  ζωή,  αφού  δεν  υπήρχε  κανείς  άνθρωπος  εκείνη την  ώρα,  μετά  δε  τη  λήψη  της  πνοής  ζωής  με  θείο  εμφύσημα  πρώτη  από όλους  τον  είδε  μία  γυναίκα,  γιατί  μετά  από  αυτόν  πρώτος  άνθρωπος  ήταν η  Εύα.  Έτσι  τον  δεύτερο  Αδάμ,  δηλαδή  τον  Κύριο,  όταν  αναστήθηκε  από τους  νεκρούς,  κανείς  άνθρωπος  δεν  τον  είδε,  αφού  δεν  παρευρισκόταν κανείς  δικός  του  και  οι  στρατιώτες  που  φύλαγαν το μνήμα  ταραγμένοι  από το  φόβο,  είχαν  γίνει  σαν  νεκροί.  Μετά  δε  την  ανάσταση  πρώτη  απ’  όλους τον  είδε  μία  γυναίκα.
Υπάρχει κάτι συνεσκιασμένο από τους ευαγγελιστές, το οποίο θα αποκαλύψω στην αγάπη σας. Πραγματικά πρώτη απ’ όλους τους ανθρώπους, όπως ήταν σωστό και δίκαιο, είδε τον αναστάντα και απόλαυσε  την  ομιλία  του  και  άγγισε  τα  άχραντα  πόδια  του,  έστω  και  άν  οι ευαγγελιστές δεν τα λέγουν φανερά,  μη  θέλοντας  να  φέρουν  ως  μάρτυρα τη  μητέρα,  για  να  μη  δώσουν  αφορμή  υποψίας  στους  απίστους.  Επειδή τώρα  ομιλώ  προς  πιστούς  θα  διευκρινίσω  τα  σχετικά.
Αφού  λοιπόν  οι  μυροφόρες  ετοίμασαν  τα  μύρα  και  τα  αρώματα,  κατά  την εντολή, το Σάββατο ησύχασαν. Ο Λουκάς αναφέρει: «Την πρώτη της εβδομάδος, όρθρο βαθύ, ήρθαν στο μνήμα, η Μαρία Μαγδαληνή, η του Ιακώβου, η Ιωάννα και άλλες μαζί τους».  Ο Ματθαίος λέγει: «αργά  το Σάββατο, ξημερώνοντας την πρώτη της εβδομάδος και δύο μυροφόρες προσήλθαν».  Ο  Ιωάννης  λέγει:  «Το  πρωί,  ενώ  ήταν  σκοτεινά  και  ήταν  μόνο  η Μαρία  Μαγδαληνή».  Ενώ  ο  Μάρκος  αναφέρει:  «Πολύ  πρωί  της  πρώτης  της εβδομάδος  και  ήταν  τρεις  οι  προσερχόμενες  μυροφόρες».
Πρώτη της εβδομάδος που αναφέρουν όλοι οι ευαγγελιστές είναι  η Κυριακή. Αργά το βράδυ, όρθρο βαθύ, πολύ πρωί και πρωί  σκοτεινά  ακόμη, ονομάζουν το χρόνο γύρω από τον  όρθρο,  ανάμικτο  από  φως  και  σκοτάδι. Φαίνονται  βέβαια  να  διαφωνούν  κάπως  οι  ευαγγελιστές  μεταξύ  τους  τόσο για  την  ώρα,  όσο  και  για  τον  αριθμό  των  γυναικών.
Οι  μυροφόρες  ήταν  πολλές  και  ήλθαν  στον  τάφο  όχι  μια  φορά,  αλλά  και δύο  και  τρεις  φορές,  συντροφιά  μεν,  αλλά  όχι  οι  ίδιες,  κατά  τον  όρθρο  μεν όλες,  αλλ’  όχι  τον  ίδιο  χρόνο  ακριβώς.
Όπως  εγώ  υπολογίζω  και  συνάγω, από όλους τους ευαγγελιστές, πρώτη απ’ όλους  ήλθε  στον  τάφο  του  Υιού  του  Θεού η  Θεοτόκος,  έχοντας  μαζί  τη Μαγδαληνή  Μαρία.  Το  συμπεραίνω  από τον  Ευαγγελιστή  Ματθαίο.  Γιατί λέγει, «ήλθε η Μαγδαληνή Μαρία και η άλλη Μαρία», που ήταν  οπωσδήποτε η Θεομήτωρ, «για να δουν τον τάφο. Και έγινε μεγάλος σεισμός, γιατί άγγελος  Κυρίου ήλθε, σήκωσε τη  μεγάλη  πέτρα   από  το  μνημείο  και  κάθισε πάνω  της.  Ήταν  η  μορφή  του  σαν  αστραπή  και  το  ένδυμά  του  λευκό  σαν  χιόνι και από το φόβο τους ταράχθηκαν οι φύλακες και έγιναν σαν νεκροί».  Νομίζω ότι  για  τη  Θεοτόκο  ανοίχθηκε  ο  ζωηφόρος  τάφος (γιατί  γι’  αυτή  πρώτη  και μέσω  αυτής  έχουν  ανοιχθεί  σ’ εμάς  όλα,  είτε  στον  ουρανό  είτε  στη  γη)  γι’ αυτήν  άστραψε  ο  άγγελος  να  δει  τον  άδειο  τάφο  και  το  μέγα  θαύμα  των ενταφίων χωρίς τον αναστάντα Κύριο. Και προφανώς ο ευαγγελιστής αυτός  άγγελος  ήταν  ο  Γαβριήλ,  που  ανάφερε την  ανάσταση  δείχνοντας  το κενό  μνημείο  και  λέγοντας  στις  μυροφόρες  να  την  αναγγείλουν  στους μαθητές.  Και  τότε  «εξήλθαν  με  φόβο  και  χαρά  μεγάλη».  Εγώ  νομίζω  και πάλι  ότι  τον  φόβο έχει  ακόμη  η  Μαρία  Μαγδαληνή  και  οι  άλλες  γυναίκες, ενώ η Θεομήτωρ απέκτησε τη μεγάλη χαρά, γιατί κατενόησε τα  χαρμόσυνα λόγια του αρχαγγέλου τα οποία πίστεψε και από τα τόσα αξιόπιστα γεγονότα,  του  σεισμού,  της  μετάθεσης  του  λίθου,  του  άδειου  τάφου,  των άλυτων ενταφίων αδειανών από το σώμα.        
Και τέλος  πρώτη  η  Θεοτόκος  αναγνώρισε  τον  αναστάντα  και  προσέπεσε στα πόδια του και έγινε απόστολος προς τους Αποστόλους, όταν επιστρέφοντας εμφανίσθηκε ο Ιησούς στις μυροφόρες, λέγοντας το: «Χαίρετε».


Απολυτίκιον. Ήχος β’.    
Ότε κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή  η αθάνατος, τότε τον Άδην ενέκρωσας,  τη  αστραπή  της  Θεότητος·  ότε  δε  και  τους  τεθνεώτας  εκ  των καταχθονίων ανέστησας, πάσαι αι δυνάμεις  των  επουρανίων  εκραύγαζον· Ζωοδότα  Χριστέ,  ο  Θεός  ημών  δόξα  σοι.


Κοντάκιον. Ήχος β’. Αυτόμελον.        
Το  Χαίρε  τοις  Μυροφόροις  φθεγξάμενος, τον  θρήνον  της  Προμήτορος  Εύας κατέπαυσας  τη  Αναστάσει  σου  Χριστέ  ο Θεός· τοις Αποστόλοις δε  τοις  σοις, κηρύττειν  επέταξας·  Ο  Σωτήρ  εξανέστη  του  μνήματος.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Μυροφόρων θείος χορός, Ιωσήφ ευσχήμων, και Νικόδημος ο σεπτός,  οι  μύροις  το  σώμα  αλείψαντες  Κυρίου, και τούτου την αγίαν, ιδόντες  έγερσιν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: